ΤΑ ΘΑΥΜΑΤΑ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ

Η ΜΟΝΑΧΗ ΕΡΜΙΟΝΗ 

 

Δὲν εἶχε κλείσει ἕνα χρόνο ἀπὸ τὸν γάμο της ἡ Ἔρμινα, ὅταν τὴν ἐπισκέφθηκε ἡ ἐπάρατη ἀσθένεια. Γιατρὸς ἡ ἴδια, ἀριστοῦχος καὶ μὲ καριέρα, ἤξερε πολὺ καλὰ τί σημαίνει καρκίνος.

Ὁ πόνος, μικρὸς στὴν ἀρχή, διαρκῶς μεγάλωνε, ὥσπου τὴν ἔριξε στὸ στρῶμα. Ὁ σύζυγος τῆς Ἐρρίκος ἀντὶ νὰ τὴν παρηγορεῖ βαρυγκωμοῦσε.

- Νὰ πάρ᾿ ἡ ὀργή! Κακὸ ποὺ μὲ βρῆκε!

- Ἔχε ὑπομονὴ κι ἐλπίδα, γιέ μου, τὸν νουθετοῦσε ἡ γιαγιὰ τῆς Ἔρμινας. Ὁ Θεὸς εἶναι μεγάλος.

- Ἀφοῦ εἶναι μεγάλος, γιατὶ καταδέχεται καὶ τὰ βάζει μ᾿ ἐμᾶς τοὺς μικρούς; διαμαρτυρόταν ἐκεῖνος.

 

Ἡ ἀσθένεια ἔπαιρνε μάκρος. Ὁ Ἐρρίκος δὲν ἄντεχε νὰ βλέπει τὴ σύντροφό του σ᾿ αὐτὰ τὰ χάλια, μὰ οὔτε καὶ κουράγιο τῆς ἔδινε.

Ἡ Ἔρμινα ἦταν πεντάρφανη. Μοναδικό της στήριγμα εἶχε τὴν καλή της γιαγιά. Χάρη σ᾿ αὐτὴν εἶχε πάρει τὸν καλὸ δρόμο κι εἶχε γίνει χαρακτήρας σεμνός, σοβαρὸς καὶ εὐσεβῆς.

- Γιαγιά μου, πόσο σὲ κουράζω τώρα ποὺ θὰ ἔπρεπε νὰ σὲ βοηθῶ!

- Μὴ στενοχωριέσαι, κορούλα μου. Ποῦ ξέρεις; Ἡ Παναγιά μας κάνει καὶ θαύματα. Πρωὶ καὶ βράδυ τὴν παρακαλῶ μὲ δάκρυα νὰ σοῦ χαρίσει τὴν ὑγεία. Παρακάλεσε τὴ κι ἐσύ.

Στὸ νοσοκομεῖο ποὺ πῆγε, ἡ κατάσταση τῆς διαρκῶς χειροτέρευε.

- Στὸ στάδιο ποὺ βρίσκεται ἡ ἀσθένεια δὲν παρέχει ἐλπίδες, γνωμάτευαν οί γιατροὶ καὶ ἀποχωροῦσαν σιωπηλοὶ ἀπὸ τὸ κρεβάτι τῆς ἄρρωστης.

- Γιαγιά, παρακάλεσε μία μέρα ἡ Ἐρμίνα, πήγαινε στὸν ἱερέα τοῦ νοσοκομείου νὰ κάνει μία Παράκληση στὴν Παναγία γιὰ μένα. Ὕστερα θέλω νὰ ἔρθει νὰ μ᾿ ἐξομολογήσει γιὰ νὰ κοινωνήσω.

Ἡ γιαγιὰ ἐκπλήρωσε τὴν ἐπιθυμία της. Τῆς ἔφερε μάλιστα καὶ μία ἐκφραστικὴ εἰκόνα τῆς Μεγαλόχαρης καὶ τῆς εἶπε:

- Γύριζε, κόρη μου, νὰ τὴ βλέπεις, νὰ τῆς μιλᾶς καὶ νὰ παίρνεις κουράγιο.

 

Ἕνα βράδυ ἡ γιαγιὰ περπατοῦσε στὸν διάδρομό του νοσοκομείου. Ξαφνικά, βλέπει μπροστὰ τῆς μία γλυκύτατη γυναικεία μορφή, ντυμένη μὲ τὴν κάτασπρη στολὴ προϊσταμένης νοσοκόμας. Παραξενεύτηκε. Δὲν ἦταν ἀπ᾿ αὐτὲς ποὺ ἤξερε.

- Σᾶς βλέπω γιὰ πρώτη φορά, κυρία προϊσταμένη, παρατήρησε. Θὰ σᾶς ἔχουμε τώρα ἐδῶ; Τιμή μας.

- Ἐγώ, ἀπάντησε ἡ ἄγνωστη, εἶμαι ἡ Παναγία. Ἄκουσα τὶς ἱκεσίες σας καὶ ἦρθα νὰ σᾶς βοηθήσω. Αὔριο λοιπὸν τὸ πρωὶ ἡ Ἔρμινα θὰ εἶναι καλά. Μόνο ν᾿ ἀφοσιωθεῖ περισσότερο στὸν Υἷο καὶ Θεό μου.

Αὐτὰ εἶπε κι ἔγινε ἄφαντη.

Ἡ ἡλικιωμένη γυναίκα ἔμεινε μαρμαρωμένη. Ὅλα μπροστὰ τῆς στριφογύριζαν. Εἶδε κι ἔπαθε νὰ ἰσορροπήσει. Ὕστερα τάχυνε τὸ βῆμα τῆς πρὸς τὴν ἐγγονή της. Τὴ βρῆκε κι ἐκείνη χαρούμενη.

- Ἐρμίνα μου, αὐτὸ κι αὐτό μου συνέβη.

- Ναί, γιαγιά, ἦρθε καὶ σὲ μένα ἡ Πανάχραντη. Μὲ χάιδεψε στὸ κεφάλι καὶ μοῦ ἔδωσε θάρρος. Δὲν πονάω πιά. Αἰσθάνομαι ἀνάλαφρη.

 

Στὴν πρωινή τους ἐπίσκεψη οἱ γιατροὶ ἄντικρυσαν ἀνεξήγητο θέαμα: Ἡ ἄρρωστη καθόταν ντυμένη σὲ μία καρέκλα. Μόλις τοὺς εἶδε, σηκώθηκε χαρούμενη νὰ τοὺς ὑποδεχθεῖ.

- Περίεργο! εἶπαν μεταξύ τους. Πρόκειται ἀσφαλῶς γιὰ θεραπεία μὲ αὐθυποβολή. Φαίνεται πὼς ἐνήργησε κίνηση ψυχολογικὴ ἡ παραψυχολογική.

- Κύριοι συνάδελφοι! πῆρε τότε τὸν λόγο ἡ Ἔρμινα. Σᾶς πληροφορῶ - καὶ σὰν γιατρός σας βεβαιώνω - πὼς τίποτε ἀπ᾿ αὐτὰ ποὺ λέτε δὲν συμβαίνει. Ἡ θεραπεία μου ὀφείλεται ἀποκλειστικὰ στὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο. Πῆρε εἴδηση καὶ ὁ Ἐρρίκος. Εἶχε ὅμως τὶς ἀμφιβολίες του.

- Σίγουρα πρόκειται γιὰ προσωρινὴ βελτίωση, παρατήρησε. Αὐτὲς οἱ ἀρρώστιες ξανάρχονται μὲ μεταστάσεις. Δὲν ἔχω ἐμπιστοσύνη.

- Μὰ ἐδῶ δὲν συνέβη κάτι φυσιολογικό. Ἔγινε θαῦμα! ἐξήγησε ἡ θεραπευμένη.

- Δὲν πιστεύω ἐγὼ σὲ θαύματα. Μοῦ φτάνει ἡ πρώτη λαχτάρα.

- Καὶ τότε τί θὰ γίνει;

- Ἀνάλαβε τὴν εὐθύνη τῆς ζωῆς σου μόνη σου. Ἔτσι εἶπε κι ἔφυγε βαρύς.

Ἡ Ἔρμινα ἔνοιωσε σκοτοδίνη. Ἦταν κάτι ἀναπάντεχο. Ἀμέσως ὅμως θυμήθηκε τὴ σύσταση τῆς Παναγίας «ν᾿ ἀφοσιωθεῖ περισσότερο στὸν Υἱὸ καὶ θεό της».

- Ἅ, ναί, Χριστέ μου, Παναγία μου ἀναφώνησε. Μόνο ἡ δική σας ἀγάπη μένει σταθερή. Αὐτή μου χρειάζεται. Αὐτὴ θὰ μὲ γεμίσει.

Ἔφυγε λοιπὸν ἀπὸ τὴν πατρίδα τῆς τὴν Πάτρα μακριά, σὲ μία φημισμένη μονή, κι ἐκεῖ - σὰν Ἐρμιόνη μοναχὴ - ἀφιερώθηκε καὶ ἀφοσιώθηκε ὁλόψυχα στὸν νυμφίο τῆς Χριστό.