ΠΑΤΕΡΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ

 

ΓΕΡΩΝ ΠΟΡΦΥΡΙΟΣ
ΑΠΟ ΤΗ ΖΩΗ ΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΟΡΦΥΡΙΟΥ

  

ΚΑΤΑ ΤΗ ΓΙΟΡΤΗ ΤΩΝ ΘΕΟΦΑΝΕΙΩΝ

 

Παλαιά συνηθίζαμε, κατά την εορτή των Θεοφανείων, ν' αγιάζομε τα σπίτια. Κάποια χρονιά επήγα κι εγώ κι αγίαζα. Χτυπούσα τις πόρτες των διαμερισμάτων, μου ανοίγανε κι έμπαινα μέσα ψάλλοντας: "Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου Σου Κύριε...". Όπως πήγαινα στην οδό Μαιζώνος, βλέπω μια σιδερένια πόρτα. Ανοίγω, μπαίνω μέσα στην αυλή, που ήταν γεμάτη από μανταρινιές, πορτοκαλιές, λεμονιές, και προχωρώ στη σκάλα. Ήταν μια σκάλα εξωτερική, που ανέβαινε πάνω και κάτω είχε υπόγειο. Ανέβηκα τη σκάλα, χτυπάω την πόρτα και παρουσιάζεται μια κυρία. Αφού μου άνοιξε, εγώ άρχισα κατά τη συνήθειά μου το "Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου Σου, Κύριε...". Με σταματάει απότομα. Εν τω μεταξύ με ακούσανε και δεξιά κι αριστερά στο διάδρομο βγαίνανε κοπέλες απ' τα δωμάτια. "Κατάλαβα, έπεσα σε οίκο ανοχής", είπα μέσα μου.

Η γυναίκα μπήκε μπροστά μου να μ' εμποδίσει. -Να φύγεις, μου λέει. Δεν κάνει αυτές να φιλήσουν το Σταυρό. Να φιλήσω εγώ το Σταυρό και να φύγεις, σε παρακαλώ.

Εγώ τώρα πήρα σοβαρό και επιτιμητικό ύφος και της λέω: -Εγώ δεν μπορώ να φύγω! Εγώ είμαι παπάς, δεν μπορώ να φύγω! Ήλθα εδώ ν' αγιάσω.

-Ναι, αλλά δεν κάνει να φιλήσουν το Σταυρό αυτές.

-Μα δεν ξέρομε αν κάνει να φιλήσουν το Σταυρό αυτές ή εσύ. Διότι αν με ρωτήσει ο Θεός και ζητήσει να Του πω ποιος κάνει να φιλήσει το Σταυρό, οι κοπέλες ή εσύ, μπορεί να έλεγα: "Οι κοπέλες κάνει να τον φιλήσουν και όχι εσύ. Οι ψυχές τους είναι πιο καλές από τη δική σου".

Εκείνη τη στιγμή εκοκκίνησε λίγο. Της λέω λοιπόν: -Άσε τα κορίτσια να φιλήσουν το Σταυρό. Τους έκανα νόημα να πλησιάσουν. Εγώ πιο μελωδικά από πρώτα έψαλλα το "Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου Σου Κύριε...", διότι είχα μια χαρά μέσα μου, που ο Θεός οικονόμησε τα πράγματα να πάω και σ' αυτές τις ψυχές. Φιλήσανε όλες το Σταυρό. Ήταν όλες περιποιημένες, με τις πολύχρωμες φούστες κ.λπ. Και τους είπα:

-Παιδιά μου, χρόνια πολλά. Ο Θεός μάς αγαπάει όλους. Είναι πολύ καλός και "βρέχει επί δικαίους και αδίκους". Όλοι Τον έχομε Πατέρα και για όλους μας ενδιαφέρεται ο Θεός. Μόνο να φροντίσομε να Τον γνωρίσομε και να Τον αγαπήσουμε κι εμείς και να γίνομε καλοί. Να Τον αγαπήσετε και θα δείτε πόσο ευτυχισμένες θα είστε. Κοιτάξανε απορημένες. Κάτι πήρε η ψυχούλα τους η ταλαιπωρημένη. -Χάρηκα, τους λέω τέλος, που μ' αξίωσε ο Θεός να έλθω σήμερα και να σας αγιάσω. Χρόνια πολλά! -Χρόνια πολλά, είπαν κι εκείνες κι έφυγα.

 

 

  

ΝΑ ΠΑΡΑΚΑΛΑΤΕ ΝΑ ΓΙΝΩ ΚΑΛΟΣ, ΟΧΙ ΝΑ ΓΙΝΩ ΚΑΛΑ

 

Mια πνευματική κόρη του Γέροντος Πορφυρίου, όταν επρόκειτο να κάνει (ο Γέρων Πορφύριος) εγχείριση καταρράκτη στο μάτι του, έπαιρνε κι άλλες κοπέλες απ' εδώ και πήγαιναν στο δάσος κι έκλαιαν, παρακαλώντας το Θεό να κάνει το Γέροντα καλά.

 

Τή φωνάζει μια ημέρα ο Γέροντας: «Έλα εσύ έδώ. Γιατί παίρνεις και τις άλλες και πάτε και κλαίτε μέσα στο δάσος;». «Διότι, Γέροντα», του απάντησε, «θέλουμε να γίνετε καλά». Και ξέρετε τι της είπε τότε; Μου το είπε η ίδια. Της είπε επί λέξει: «Να παρακαλάτε να γίνω καλός, όχι να γίνω καλά».

 

Ο πατήρ Ανδρέας, ο οποίος έχει κοιμηθεί τώρα, προτού γίνει μοναχός στο Άγιον Όρος, ήταν ιατρός δερματολόγος. Μετά, όταν ήρθε εδώ ως ιερέας στον Άγιο Γεώργιο στα Νέα Παλάτια Ωρωπού, μια ημέρα ζήτησε από το Γέροντα Πορφύριο την άδεια να δει, ως δερματολόγος που ήταν, το χέρι του, διότι ο Γέρων Πορφύριος είχε, μεταξύ άλλων, μια δερματική πάθηση στο χέρι του και, κάποια περίοδο, είχε το δεξί χέρι του τυλιγμένο με γάζες. Το περιστατικό αυτό, που σας λέω, μου το αφηγήθηκε ο ίδιος ο πατήρ Ανδρέας.

 

Πράγματι, τον άφησε να του εξετάσει το χέρι. Ο πατήρ Ανδρέας πήγε τότε, αγόρασε μια αλοιφή και την πήγε στο Γέροντα. «Να βάζετε αυτή την αλοιφή, Γέροντα», του είπε, «και σε λίγες ημέρες θα γίνει τελείως καλά το χέρι σας».

 

Του λέει τότε ο Γέρων Πορφύριος: «Πάτερ Ανδρέα, αυτό το πράγμα στο χέρι μου ο Θεός εμένα μου το έδωσε. Και έρχεσαι τώρα εσύ να μου το πάρεις;» Και δε δέχθηκε να πάρει την αλοιφή.