ΠΑΤΕΡΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ

 

ΓΕΡΩΝ ΠΑΪΣΙΟΣ
ΤΟ ΚΟΣΜΙΚΟ ΠΝΕΥΜΑ

  

Ο ΔΙΑΒΟΛΟΣ ΚΥΒΕΡΝΑΕΙ ΤΗ ΜΑΤΑΙΟΤΗΤΑ

 

Ὅταν εἶπε ὁ Χριστός γιὰ τὸν διάβολο «ὁ ἄρχων τοῦ κόσμου τούτου» (1), δὲν ἐννοοῦσε ὅτι εἶναι κοσμοκράτορας, ἀλλὰ ὅτι κυριαρχεῖ στὴν ματαιότητα, στὴν ψευτιά. Ἀλλοίμονο, θὰ ἄφηνε ὁ Θεὸς τὸν διάβολο κοσμοκράτορα! Ὅσοι ὅμως ἔχουν δοσμένη τὴν καρδιά τους στὰ μάταια, στὰ κοσμικά, αὐτοί ζοῦν ὑπό τὴν ἐξουσία «τοῦ κοσμοκράτορος τοῦ αἰῶνος τούτου» (2). Ὁ διάβολος δηλαδή κυβερνάει τὴν ματαιότητα καὶ τούς ἀνθρώπους ποὺ εἶναι κυριευμένοι ἀπὸ τὴν ματαιότητα, ἀπὸ τὸν «κόσμο». «Κόσμος» τί θὰ πῆ; Δὲν θὰ πῆ κόσμημα, μάταιο στολίδι; Ὅποιος λοιπόν εἶναι κυριευμένος ἀπὸ τὴν ματαιότητα εἶναι ὑπό τὴν κατοχή τοῦ διαβόλου. Ἡ αἰχμαλωτισμένη καρδιά ἀπὸ τὸν μάταιο κόσμο διατηρεῖ καὶ τὴν ψυχή ἀτροφική καὶ τὸν νοῦ σκοτισμένο. Τότε, ἐνῶ φαίνεται κανεὶς ὅτι εἶναι ἄνθρωπος, στὴν οὐσία εἶναι πνευματικό ἔκτρωμα.

 

Μοῦ λέει ὁ λογισμός ὅτι ὁ μεγαλύτερος ἐχθρός της ψυχῆς μας ἀκόμη καὶ ἀπὸ τὸν διάβολο εἶναι τὸ κοσμικό πνεῦμα, γιατί μᾶς παρασύρει γλυκά καὶ μᾶς πικραίνει τελικά αἰώνια. Ἐνῶ, ἄν βλέπαμε τὸν ἴδιο τὸν διάβολο, θὰ μᾶς ἐπίανε τρόμος, θὰ ἀναγκαζόμασταν νὰ καταφύγουμε στὸν Θεό καὶ θὰ ἐξασφαλίζαμε τότε τὸν Παράδεισο. Στὴν ἐποχή μας, πολύς «κόσμος» –κοσμικό πνεῦμα – μπῆκε στὸν κόσμο καὶ αὐτός ὁ «κόσμος» θὰ τὸν καταστρέψη. Ἔβαλαν οἱ ἄνθρωποι μέσα τούς τὸν «κόσμο» καὶ διώξανε ἀπὸ μέσα τούς τὸν Χριστό.

 

Γιατί τὸ κοσμικό πνεῦμα μπαίνει σιγά-σιγά, ὅπως ὁ σκαντζόχοιρος μπῆκε στὴν φωλιά τοῦ λαγοῦ. Στὴν ἀρχή ὁ σκαντζόχοιρος παρακάλεσε τὸν λαγό νὰ βάλη λίγο τὸ κεφάλι τοῦ μέσα στὴν φωλιά του, γιὰ νὰ μή βρέχεται. Μετά ἔβαλε τὸ ἕνα πόδι, μετά τὸ ἄλλο, καὶ τελικά μπῆκε ὁλόκληρος, καὶ μὲ τὰ ἀγκάθια τοῦ ἔβγαλε τελείως ἔξω τὸν λαγό. Ἔτσι καὶ τὸ κοσμικό φρόνημα μᾶς ξεγελάει μὲ μικρές παραχωρήσεις καὶ σιγά-σιγὰ  μᾶς κυριεύει. Τὸ κακό λίγο-λίγο προχωράει. Ἄν ἐρχόταν ἀπότομα, δὲν θὰ ξεγελιόμασταν. Βλέπεις. Ἄν θέλης νὰ ζεματίσης ἕναν βάτραχο, πρέπει νὰ τοῦ ρίξης λίγο-λίγο τὸ ζεματιστό νερό. Ἄν τὸ ρίξης ἀπότομα ὅλο μαζί, πετιέται καὶ φεύγει, γλυτώνει. Ἐνῶ, ἄν τοῦ ρίξης λίγο καυτό νερό, στὴν ἀρχή θὰ τὸ τινάξη λίγο ἀπὸ τὴν πλάτη του καὶ μετά θὰ τὸ δεχθῆ. Ἄν τοῦ ρίξης ἀκόμη λίγο, πάλι θὰ τὸ τινάξη λίγο, καὶ σιγά-σιγὰ  θὰ ζεματιστή, χωρίς νὰ τὸ καταλάβη. «Βρε, βάτραχε, ἀφοῦ σου ἔρριξε λίγο καυτό νερό, σήκω καὶ φύγε!». Δὲν φεύγει. Φουσκώνει-φουσκώνει καὶ μετά ζεματιέται. Ἔτσι κάνει καὶ ὁ διάβολος, μᾶς ζεματίζει λίγο-λίγο, καὶ τελικά, χωρίς νὰ τὸ καταλάβουμε, βρισκόμαστε ζεματισμένοι!

 

 

1) Ἰω. 16, 11.

2) Βλ. Ἐφ. 6, 12.

 

 

  

ΤΑ ΠΡΩΤΕΙΑ ΝΑ ΔΟΘΟΥΝ ΣΤΗΝ ΟΜΟΡΦΙΑ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ

 

Ἡ ψυχή ποὺ συγκινεῖται ἀπὸ τὶς ὀμορφιές τοῦ ὑλικοῦ κόσμου φανερώνει ὅτι ζῆ μέσα τῆς ὁ μάταιος κόσμος, γι' αὐτὸ ἕλκεται ἀπὸ τὴν πλάση καὶ ὄχι ἀπὸ τὸν Πλάστη, ἀπὸ τὸν πηλό καὶ ὄχι ἀπὸ τὸν Θεό. Δὲν ἔχει σημασία ἄν ὁ πηλός αὐτός εἶναι καθαρός καὶ δὲν ἔχη λάσπη ἁμαρτίας. Ἡ καρδιά, ὅταν ἕλκεται ἀπὸ κοσμικές ὀμορφιές, οἱ ὁποῖες δὲν εἶναι ἁμαρτωλές, ἀλλὰ δὲν παύουν νὰ εἶναι μάταιες, νιώθει κοσμική χαρὰ τῆς ὥρας, ἡ ὁποία δὲν ἔχει θεϊκή παρηγοριά, φτερούγισμα ἐσωτερικό μὲ ἀγαλλίαση πνευματική. Ὅταν ὅμως ὁ ἄνθρωπος ἀγαπάη τὴν πνευματική ὡραιότητα, τότε γεμίζει καὶ ὀμορφαίνει ἡ ψυχή του.

 

Ἄν γνώριζε ὁ ἄνθρωπος, καὶ ἰδίως ὁ μοναχός, τὴν ἐσωτερική ἀσχήμια του, δὲν θὰ ἐπεδίωκε ἐξωτερικές ὀμορφιές. Μέσα ἡ ψυχή ἔχει τόσους λεκέδες, τόσες μουντζοῦρες, καὶ θὰ κοιτάξουμε λ.χ. τὰ ροῦχα μας; Πλένουμε τὰ ροῦχα μας, τὰ σιδερώνουμε κιόλας καὶ εἴμαστε καθαροί, καὶ μέσα εἴμαστε... μήν τὰ ρωτᾶς! Γι' αὐτό, ἄν λάβη ὑπ' ὄψιν τοῦ κανεὶς τί πνευματική ἀκαθαρσία ἔχει μέσα του, δὲν θὰ καθήση τόσο σχολαστικά νὰ βγάλη καὶ τὸν παραμικρό λεκέ ἀπὸ τὰ ροῦχα του, γιατί αὐτὰ  εἶναι χίλιες φορές καθαρώτερα ἀπὸ τὴν ψυχή του. Ἀλλά, ἄν δὲν ἔχη ὑπ' ὄψιν τοῦ ὁ ἄνθρωπος τὴν πνευματική σαβούρα ποὺ ἔχει μέσα του, ε, τότε κοιτάζει νὰ βγάλη σχολαστικά καὶ τὸν παραμικρό λεκέ. Αὐτὸ ποὺ χρειάζεται, εἶναι νὰ στρέψη ὅλη τὴν φροντίδα του στὴν πνευματική καθαρότητα, στὴν ἐσωτερική ὀμορφιά καὶ ὄχι στὴν ἐξωτερική. Τὰ πρωτεῖα νὰ δοθοῦν στὴν ὀμορφιά τῆς ψυχῆς, στὴν πνευματική ὀμορφιά καὶ ὄχι στὶς μάταιες ὀμορφιές, γιατί καὶ ὁ Κύριός μας εἶπε: «Ὅσο ἀξίζει μία ψυχή, δὲν ἀξίζει ὁ κόσμος ὅλος» (1).

 

 

1) Βλ. Ματθ. 16, 26

 

  

  

ΚΟΣΜΙΚΕΣ ΕΠΙΘΥΜΙΕΣ

 

ΟΙ ΥΛΙΚΕΣ ΕΠΙΘΥΜΙΕΣ

 

Ὅσοι δὲν φρενάρουν τὴν καρδιά τους ἀπὸ τὶς ὑλικές ἐπιθυμίες, τὶς μή ἀπαραίτητες, – οὔτε καν λόγος γίνεται γιὰ σαρκικές ἐπιθυμίες – καὶ δὲν συμμαζέψουν τὸν νοῦ τούς μέσα στὴν καρδιά, γιὰ νὰ τὰ δώσουν ὅλα μαζί μὲ τὴν ψυχή στὸν Θεό, διπλή δυστυχία τούς περιμένει.

Ἡ ἐπιθυμία τῆς καρδιᾶς δὲν εἶναι καθ' ἐαυτῆ κακή. Ἀλλά, ὅταν μου παίρνουν ἕνα κομμάτι τῆς καρδιᾶς μου πράγματα, ἔστω καὶ μή ἁμαρτωλά, μοῦ ἐλαττώνουν τὴν ἀγάπη μου πρὸς τὸν Χριστό. Αὐτή ἡ ἐπιθυμία πάλι εἶναι κακή, γιατί ὁ ἐχθρός μου κόβει τὴν ἀγάπη μου ἀπὸ τὸν Χριστό. Ὅταν ἐπιθυμῶ ἕνα πράγμα χρήσιμο, ἕνα βιβλίο λ.χ., καὶ μοῦ παίρνη ἕνα κομμάτι τῆς καρδιᾶς, τότε αὐτὸ εἶναι κακό. Γιατί νὰ μοῦ πάρη ἕνα κομμάτι τῆς καρδιᾶς ἕνα βιβλίο; Τὸ βιβλίο θὰ ἐπιθυμῶ ἤ τὸν Χριστό θὰ λαχταρῶ; Κάθε ἐπιθυμία, ὅσο καλή καὶ νὰ φαίνεται, δὲν εἶναι καλύτερη ἀπὸ τὸ νὰ ἐπιθυμῆ κανεὶς τὸν Χριστό ἤ τὴν Παναγία. Ὅταν δώσω τὴν καρδιά μου στὸν Θεό, εἶναι δυνατόν ὁ Θεὸς νὰ μή μοῦ δώση ὅλο τὸν Ἑαυτό Του; Ὁ Θεὸς ζητάει τὴν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου. «Δος μοί, υἱέ, σήν καρδίαν» (1). Ἅμα Τοῦ δώση ὁ ἄνθρωπος τὴν καρδιά του, μετά ὁ Θεὸς τοῦ δίνει καὶ ὅ,τι ἀγαπᾶ ἡ καρδιά του, ἀρκεῖ νὰ μήν τὸν βλάψη. Μόνο στὸν Χριστό ὅταν δίνεται ἡ καρδιά δὲν χαραμίζεται, καὶ μόνο στὸν Χριστό βρίσκεις πλούσια ἀνταπόκριση θεϊκῆς ἀγάπης σ' αὐτήν τὴν ζωή, καὶ στὴν ἄλλη, τὴν αἰώνια, τὴν θεία ἀγαλλίαση.

 

Πρέπει νὰ ἀποφεύγουμε τὰ κοσμικά πράγματα, γιὰ νὰ μή μᾶς παίρνουν τὴν καρδιά, καὶ νὰ χρησιμοποιοῦμε τὰ ἁπλά, μόνο γιὰ νὰ ἐξυπηρετούμαστε. Νὰ φροντίζουμε ὅμως νὰ εἶναι στέρεα. Ἄν θέλω νὰ χρησιμοποιῶ ἕνα ὄμορφο πράγμα, δίνω ὅλη τὴν καρδιά μου στὴν ὀμορφιά καὶ γιὰ τὸν Θεό δὲν μένει οὔτε ἕνα κομματάκι. Περνᾶς ἀπὸ κάπου καὶ βλέπεις ἕνα σπίτι μὲ ὡραία μάρμαρα, σχέδια, σκαλίσματα... Θαυμάζεις τὶς πέτρες, τὰ τοῦβλα καὶ ἀφήνεις τὴν καρδιά σου ἐκεῖ. Ἤ βλέπεις σὲ ἕνα κατάστημα ἕναν ὡραῖο σκελετό γιὰ τὰ γυαλιά σου καὶ τὸν ἐπιθυμεῖς. Ἄν δὲν τὸν ἀγοράσεις, ἀφήνεις τὴν καρδιά σου στὸ κατάστημα. Ἄν τὸν ἀγοράσεις, κρεμᾶς τὴν καρδιά σου ἀπὸ τὸν σκελετό ποὺ φορᾶς! Ἰδίως οἱ γυναῖκες εὔκολα κλέβονται. Λίγες εἶναι ἐκεῖνες ποὺ δὲν χαραμίζουν στὰ μάταια τὴν καρδιά τους. Θέλω νὰ πῶ, κλέβει ὁ διάβολος τὴν πλούσια καρδιά ποὺ ἔχουν μὲ ὅλα τὰ κοσμικά, τὰ χρωματιστὰ, τὰ γυαλιστερά. Χρειάζεται μία ἕνα πιάτο; Θὰ ψάξη νὰ βρῆ πιάτο μὲ λουλούδια. Λές καὶ θὰ ξινίση τὸ φαγητό, ἄν δὲν ἔχη λουλούδια τὸ πιάτο! Μερικές πνευματικές γυναῖκες θὰ συγκινηθοῦν μὲ σοβαρά σχέδια, μὲ δικέφαλο ἀετό κ.λπ. Μετά ρωτᾶνε: «Γιατί δὲν συγκινοῦμαι ἀπὸ τὰ πνευματικά;». Πῶς νὰ συγκινηθῆς, ἀφοῦ ἡ καρδιά σου εἶναι σκορπισμένη στὰ ντουλάπια, στὰ πιάτα; Δὲν ἔχεις καρδιά, ἔχεις μόνον κρέας, ποὺ μέσα κάτι χτυπάει τίκ-τάκ, μηχανικά, σάν τὸ ρολόι, ἴσα γιὰ νὰ περπατᾶς! Γιατί πάει λίγη καρδιά στὸ ἕνα, λίγη καρδιά στὸ ἄλλο καὶ γιὰ τὸν Χριστό δὲν μένει τίποτε.

 

ΟΙ ΑΠΛΕΣ ΕΠΙΘΥΜΙΕΣ

 

Οἱ (ἁπλές) ἐπιθυμίες, ὅσο καὶ ἁμαρτωλές νὰ μήν εἶναι, εἶναι χειρότερες ἀπὸ τὶς ἁμαρτωλές. Γιατί μία ἁμαρτωλή ἐπιθυμία θὰ τὸν συγκλονίση τὸν ἄνθρωπο κάποια φορὰ καὶ θὰ τὸν πειράξη ἡ συνείδηση, ὅποτε θὰ κάνη μία προσπάθεια, θὰ μετανοήση, θὰ πῆ «ἥμαρτον, Θεέ μού». Ἐνῶ αὐτές οἱ ἐπιθυμίες, οἱ «καλές», δὲν τὸν ἀνησυχοῦν. Νομίζει ὅτι πάει καλά. «Αγαπώ τὸ καλό, ἀγαπῶ τὸ ὄμορφο, λέει. Ἄλλωστε καὶ ὁ Θεὸς τὰ ἔκανε ὅλα ὄμορφα». Ναί, ἀλλὰ δὲν πάει νὰ στὸν Κτίστη ἡ ἀγάπη του, πάει στὸ κτίσμα. Γι' αὐτὸ καλά εἶναι νὰ κόβουμε κάθε ἐπιθυμία. Ὅταν κανεὶς κάνη μία προσπάθεια γιὰ τὸν Χριστό καὶ θυσιάζη αὐτὸ ποὺ ἀγαπάει καὶ κάνη κάτι ποὺ δὲν τὸ ἀγαπάει – ὅσο καλό καὶ νὰ εἶναι αὐτὸ ποὺ ἀγαπάει –, τότε ὁ Θεὸς τοῦ δίνει μεγαλύτερη ἀνάπαυση.

Ἡ καρδιά, πρίν καθαρισθῆ, ἔχει τὶς κοσμικές ἐπιθυμίες καὶ χαίρεται μ' αὐτές. Ὅταν ὅμως ἐξαγνισθῆ, μετά στενοχωριέται μὲ τὶς κοσμικές ἐπιθυμίες, σιχαίνεται τὶς κοσμικές ἐπιθυμίες καὶ τότε οἱ χαρές εἶναι πνευματικές. Ἔτσι ἐξαγνίζεται ἡ καρδιά, ὅταν σιχαθῆ τὶς κοσμικές ἐπιθυμίες. Πρίν τὶς σιχαθῆ, ἕλκεται ἀπὸ αὐτές. Ἀλλά, βλέπεις, ἐμεῖς δὲν θέλουμε νὰ στενοχωρήσουμε λίγο τὸν παλαιό ἄνθρωπο, θέλουμε νὰ κάνουμε τὰ χατήρια τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου. Πῶς θὰ γίνουμε μετά μιμητές Χριστοῦ;

 

Ἀκόμη καὶ ἄν στενοχωρῆται ἡ καρδιά σου, ἐπειδή δὲν κάνεις αὐτὰ  ποὺ τὴν ἀναπαύουν, δὲν πρέπει νὰ ὑπακούσης στὴν καρδιά. Γιατί, ἄν ὑπακούσης, θὰ νιώθης μία χαρὰ κοσμική καὶ μετά ἕνα ἄγχος, πάλι κοσμικό. Ἐνῶ, ἄν δὲν ὑπακούσης καὶ στενοχωρηθῆ ἡ καρδιά, ἐπειδή δὲν ἔκανες αὐτὰ  ποὺ τὴν ἀναπαύουν, καὶ τὸ χαίρεσαι αὐτό, τότε ἔρχεται ἡ θεία Χάρις. Καὶ αὐτός εἶναι ὁ σκοπός, νὰ ἀποκτήσουμε τὴν θεία Χάρη. Γιὰ νὰ ἀποκτήσης δηλαδή τὴν θεία Χάρη, πρέπει νὰ κοποῦν οἱ ἐπιθυμίες, καὶ καλές νὰ εἶναι, νὰ κοπῆ τὸ θέλημα. Τότε ταπεινώνεται ὁ ἄνθρωπος καὶ, ὅταν ταπει­νωθῆ, ἔρχεται μετά ἡ θεία Χάρις. Ὅταν δυσαρεστηθῆ κοσμικά ἡ καρδιά, τότε θὰ χαρῆ πνευματικά. Ὅσο μπορεῖ κανείς, νὰ μάθη νὰ ἀποφεύγη τὴν κοσμική παρηγοριά, νὰ κάνη ἐσωτερική ἐργασία πνευματική, γιὰ νὰ ἀποκτήση τὴν θεϊκή παρηγοριά.

 

 

1) Παρ. 23,26.

 

   

  

ΟΙ ΚΟΣΜΙΚΕΣ ΧΑΡΕΣ ΕΙΝΑΙ ΥΛΙΚΕΣ ΧΑΡΕΣ

 

Ἡ πραγματική, ἡ γνήσια χαρὰ βρίσκεται κοντά στὸν Χριστό. Ἄν συνδεθῆς μαζί Του μὲ τὴν προσευχή, θὰ δής πληρωμένη τὴν ψυχή σου. Οἱ κοσμικοί τὴν χαρὰ τὴν ζητοῦν στὶς ἀπολαύσεις. Μερικοί πάλι πνευματικοί ἄνθρωποι τὴν ζητοῦν σὲ θεολογικές συζητήσεις, ὁμιλίες κ.λπ. Καὶ ὅταν τελειώσουν αὐτά, μένουν μὲ ἕνα κενό καὶ ἀναρωτιοῦνται τί θὰ κάνουν στὴν συνέχεια. Εἴτε ἁμαρτωλά εἴτε ἀδιάφορα εἶναι αὐτὰ  μὲ τὰ ὁποία ἀσχολοῦνται, τὸ ἴδιο εἶναι. Δὲν πηγαίνουν τουλάχιστον νὰ κοιμηθοῦν, νὰ εἶναι ξεζαλισμένοι τὸ πρωί στὴν δουλειά τους;

 

Ἐκπληρώνοντας τὶς κοσμικές ἐπιθυμίες τῆς καρδιᾶς, δὲν ἔρχεται ἡ πνευματική χαρά, ἄγχος ἔρχεται. Ἡ κοσμική χαρὰ φέρνει καὶ τὸ ἄγχος στούς πνευματικούς ἀνθρώπους. Ἡ κοσμική χαρὰ δὲν εἶναι μόνιμη, ἀληθινή χαρά, εἶναι μία χαρὰ πρόσκαιρη, ἐκείνης τῆς στιγμῆς. Αὐτή εἶναι ὑλική χαρά, δὲν εἶναι πνευματική, ἀπὸ ὑλικές χαρές ὅμως δὲν «γεμίζει» ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου. Ἴσα-ἴσα γεμίζει σαβούρα μέσα. Ὅταν νιώσουμε τὴν πνευματική χαρά, δὲν θὰ θέλουμε τὴν ὑλική χαρά. «Χορτασθήσομαι ἐν τῷ ὀφθῆναι μοί τὴν δόξαν σου!» (1). Ἡ κοσμική χαρὰ δὲν ξεκουράζει τὸν πνευματικό ἄνθρωπο, τὸν κουράζει. Βάλε ἕναν πνευματικό ἄνθρωπο σ' ἕνα κοσμικό σπίτι. Δὲν ξεκουράζεται. Καὶ ὁ κοσμικός ἄνθρωπος νομίζει ὅτι ξεκουράζεται, ἀλλὰ βασανίζεται. Τὸ αἴρεται ἐξωτερικά, ἀλλὰ μέσα του δὲν εὐχαριστιέται, βασανισμένος εἶναι.

 

(Μὲ τὴν κοσμική τάξη) καὶ ἀσφυξία τούς πιάνει καὶ τὰ θέλουν κιόλας, ὅπως ὁ βάτραχος τρέχει στὸ στόμα τοῦ φιδιοῦ. Τὸ φίδι κάθεται ἀπέναντι ἀπὸ τὴν στέρνα καὶ κοιτάζει συνέχεια τὸν βάτραχο. Ἄν ξεγελασθῆ ὁ βάτραχος καὶ κοιτάξη τὸ φίδι, ἠλεκτρίζεται, ζαλίζεται καὶ τρέχει φωνάζοντας στὸ στόμα τοῦ φιδιοῦ. Μετά τὸ φίδι τὸν δαγκάνει καὶ τὸν δηλητηριάζει, γιὰ νὰ μή χτυπιέται. Τότε φωνάζει ὁ βάτραχος, ἀλλά, καὶ νὰ τὸν γλυτώσης, ἔχει δηλητηριασθῆ καὶ θὰ ψοφήση.

Δὲν σκέφτονται τὴν αἰωνιότητα οἱ σημερινοί ἄνθρωποι. Ἡ φιλαυτία τούς κάνει νὰ ξεχνοῦν ὅτι θὰ χαθοῦν τὰ πάντα. Δὲν ἔχουν συλλάβει τὸ βαθύτερο νόημα τῆς ζωῆς. Δὲν νιώσανε ἄλλες, οὐράνιες χαρές. Δὲν σκιρτᾶ ἡ καρδιά τους γιὰ κάτι ἀνώτερο. Δίνεις λ.χ. σὲ κάποιον ἕνα κολοκύθι. «Τι ὡραῖο κολοκύθι!». λέει. Τοῦ δίνεις ἀνανά, «Ὁ ἀνανάς ἔχει λέπια», σοῦ λέει καὶ τὸν πετάει, γιατί δὲν ἔφαγε ποτέ. Ἤ πές σὲ ἕναν τυφλο­πόντι­κα: «Τί ὡραῖος εἶναι ὁ ἥλιος!», αὐτός πάλι θὰ χωθῆ μέσα στὸ χῶμα. Ὅσοι ἀναπαύονται μέσα στὸν ὑλικό κόσμο, μοιάζουν μὲ τὰ ἀνόητα πουλάκια ποὺ δὲν θορυβοῦν μέσα στὸ αὐγό, γιὰ νὰ σπάσουν τὸ τσόφλι καὶ νὰ βγοῦν ἔξω, νὰ χαροῦν τὸν ἥλιο – τὸ οὐράνιο πέταγμα στὴν παραδεισένια ζωή –, ἀλλὰ παραμένουν ἀκίνητα καὶ πεθαίνουν μέσα στὸ τσόφλι τοῦ αὐγοῦ.

 

 

1) Ψαλμ. 16,15

 

 

  

ΤΟ ΚΟΣΜΙΚΟ ΠΝΕΥΜΑ ΣΤΗΝ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΖΩΗ

 

ΤΟ ΟΡΘΟΔΟΞΟ ΠΝΕΥΜΑ

 

Ὅταν λέω ὅτι ἕνας ἐπίασε τὸ ἀνατολίτικο πνεῦμα καὶ ἄφησε τὸ εὐρωπαϊκό πνεῦμα, θέλω νὰ πῶ ὅτι ἄφησε τὴν λογική, τὸν ὀρθολογισμό, καὶ ἐπίασε τὴν ἁπλότητα καὶ τὴν εὐλάβεια, γιατί αὐτὸ εἶναι τὸ ὀρθόδοξο πνεῦμα στὸ ὁποῖο ἀναπαύεται ὁ Χριστός, ἁπλότης καὶ εὐλάβεια. Σήμερα, συχνά λείπει ἡ ἁπλότητα ἀπὸ τούς πνευματικούς ἀνθρώπους, ἡ ἁγία ἁπλότητα ποὺ ξεκουράζει τὴν ψυχή. Ἄν δὲν ἀρνηθῆ κανεὶς τὸ κοσμικό πνεῦμα καὶ δὲν κινηθῆ ἁπλά, νὰ μή σκέφτεται δηλαδή πῶς θὰ τὸν δοῦν ἤ τί θὰ ποῦν γι' αὐτόν, τότε δὲν συγγενεύει μὲ τὸν Θεό, μὲ τούς Ἁγίους. Γιὰ νὰ συγγενέψη, πρέπει νὰ κινηθῆ στὸν πνευματικό χῶρο. Ὅσο κανεὶς κινεῖται μὲ ἁπλότητα, ἰδίως μέσα σὲ ἕνα Κοινόβιο, τόσο στρογγυλεύει, γιατί φεύγουν τὰ ἐξογκώματα τῶν παθῶν. Ἀλλιῶς κοιτάζει νὰ φτιάξη ἕναν ψεύτικο ἄνθρωπο. Γι' αὐτὸ νὰ προσπαθήσουμε νὰ πετάξουμε τὸν κοσμικό καρνάβαλο, γιὰ νὰ ἀγγελοποιηθοῦμε.

 

ΤΟ ΚΟΣΜΙΚΟ ΠΝΕΥΜΑ

 

Ξέρετε τί κάνουν οἱ κοσμικοί καὶ τί κάνουν οἱ πνευματικοί ἄνθρωποι; Οἱ κοσμικοί κοιτάζουν ἡ αὐλή τους νὰ εἶναι καθαρή. Τὸ σπίτι μέσα δὲν τούς ἐνδιαφέρει ἄν ἔχη σκου­πίδια. Σκουπίζουν τὴν αὐλή καὶ πετοῦν τὰ σκουπίδια μέσα στὸ σπίτι! Σοῦ λέει: «Οἱ ἄλλοι τὴν αὐλή βλέπουν, δὲν βλέπουν μέσα τὸ σπίτι». Μέσα μου δηλαδή ἄς ἔχω σκου­πίδια, ὄχι ὅμως ἔξω! Τούς ἐνδιαφέρει νὰ τούς καμαρώνουν οἱ ἄλλοι. Ἐνῶ οἱ πνευματικοί ἄνθρωποι κοιτάζουν τὸ σπίτι μέσα νὰ εἶναι καθαρό. Δὲν τούς ἐνδιαφέρει τί θὰ πῆ ὁ κόσμος, γιατί ὁ Χριστός κατοικεῖ στὸ σπίτι, στὴν καρδιά, δὲν κατοικεῖ στὴν αὐλή.

 

Μερικές φορές ὅμως καὶ πνευματικοί ἄνθρωποι κινοῦνται ἐπιφανειακά, κοσμι­κά, καὶ γιὰ νὰ εἴμαστε πιὸ συγκεκριμένοι, φαρισαϊκά. Αὐτοί οἱ ἄνθρωποι δὲν σκέφτο­νται πῶς θὰ πᾶνε στὸν Παράδεισο, κοντά στὸν Θεό, ἀλλὰ πῶς θὰ φανοῦν ἐδῶ καλοί. Στεροῦνται ὅλες τὶς πνευματικές χαρές, ἐνῶ μποροῦσαν νὰ ζήσουν ἀπὸ 'δω τὸν Παράδεισο. Ἔτσι μένουν γήινοι ἄνθρωποι. Προσπαθοῦν νὰ ζήσουν μία πνευματική ζωή μὲ κοσμικό τρόπο. Μέσα τούς ὅμως εἶναι ἄδειοι, δὲν ὑπάρχει Θεός.

 

Δυστυχῶς, τὸ κοσμικό πνεῦμα ἔχει ἐπιδράσει πολύ καὶ στούς πνευματικούς ἀνθρώπους. Ἄν πνευματικοί ἄνθρωποι ἐνεργοῦν καὶ σκέφτωνται κοσμικά, τί νὰ κά­νουν οἱ κοσμικοί; Εἶπα σὲ μερικούς νὰ βοηθήσουν ναρκομανῆ παιδιά καὶ μοῦ εἶπαν: «Ἄν κάνουμε ἕνα ἵδρυμα γιὰ ναρκομανεῖς, δὲν θὰ μᾶς δίνουν καμμιά περιουσία. Γι' αὐτὸ θὰ κάνουμε Γηροκομεῖο». Δὲν λέω ὅτι τὸ Γηροκομεῖο δὲν χρειάζεται. Ἀλλοίμονο! Ἀλλά, ἄν ξεκινοῦμε ἔτσι, αὐτὰ  δὲν θὰ εἶναι εὐαγῆ ἀλλά... «ναυαγή» ἱδρύματα! Δὲν καταλαβαίνουν ὅτι ἡ κοσμική ἐπιτυχία εἶναι ἀποτυχία πνευματική.

 

 

  

ΤΟ ΚΟΣΜΙΚΟ ΠΝΕΥΜΑ ΣΤΟΝ ΜΟΝΑΧΙΣΜΟ

 

Δυστυχῶς τὸ κοσμικό πνεῦμα ἀπὸ τὸν κόσμο ἔχει μπή καὶ σὲ πολλά Μονα­στήρια, γιατί μερικοί Πατέρες τῆς ἐποχῆς μᾶς διοχετεύουν τὸν Μοναχισμό ἀπὸ τὸ κοσμικό κανάλι καὶ δὲν ὁδηγοῦνται οἱ ψυχές στὸ πατερικό πνεῦμα τῆς Χάριτος. Βλέπω ἕνα πνεῦμα ποὺ ἐπικρατεῖ σήμερα στὰ Μοναστήρια ἀντί-πατερικό, νὰ μή δέχωνται τὸ καλό, τὸ πατερικό, νὰ μή ζοῦν δηλαδή πατερικά καὶ νὰ ἰσοπεδώνουν τὰ πνευματικά ὑψώματα ἐν ὀνόματι τῆς ὑπακοῆς, τῆς κοπῆς τοῦ θελήματος, καὶ νὰ κάνουν τὰ κοσμικά τους ἀνάλογα θελήματα. Ἔτσι δὲν κάνουν προκοπή, γιατί ἔχουν κοινοβιασμένο καὶ τὸν πειρασμό, τὸ κοσμικό πνεῦμα. Τὶς ἐντολές τοῦ Θεοῦ δὲν ἔχουμε δικαίωμα νὰ τὶς ἑρμηνεύουμε ὅπως μᾶς συμφέφει, οὔτε καὶ τὸν Μοναχισμό ἔχουμε δικαίωμα νὰ τὸν παρουσιάζουμε ὅπως θέλουμε. Ἄλλο εἶναι τὸ νὰ ἀναγωνρίζουμε τὶς ἀδυναμίες μας καὶ νὰ ζητοῦμε ταπεινά τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Τὸ μεγαλύτερο κακό γιὰ μένα εἶναι τὸ ὅτι μερικοί θεωροῦν πρόοδο τὸ κοσμικό αὐτὸ πνεῦμα. Ἐνῶ θὰ ἔπρεπε νὰ τὸ αἰσθανθοῦν ὡς πτώση καὶ νὰ τὸ ἐμέσουν, γιὰ νὰ καθαρισθοῦν πνευματικά καὶ νὰ ἔρθη ἀμέσως τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι ποὺ ἁγιάζει, πληροφορεῖ καὶ στηρίζει τὶς ψυχές.

 

Εἶναι καὶ μερικοί ποὺ λένε: «Πρέπει νὰ παρουσιάσουμε τὸν πολιτισμό μας». Ποιόν πολιτισμό νὰ παρουσιάσουμε; Τὸν κοσμικό πολιτισμό; Ἐμεῖς κανονικά, σάν μοναχοί, πρέπει νὰ παρουσιάσουμε τὸν πνευματικό πολιτισμό μας, τὴν πνευματική ἐξέλιξη. Ποῦ εἶναι ἡ πνευματική ἐξέλιξη; Νὰ μήν πᾶμε νὰ ξεπεράσουμε τούς κοσμικούς στὴν κοσμική ἐξέλιξη. Τούς κοσμικούς τους βασανίζει αὐτή ἡ ἐξέλιξη ἡ κοσμική, πόσο μᾶλλον τὸν μοναχό! Ἐμεῖς ἔπρεπε νὰ τρέχουμε τόσο πολύ πνευματικά, γιὰ νὰ κάνουν κάτι καὶ οἱ κοσμικοί. Ἄν κάνουμε ἐμεῖς ὅ,τι κάνει ἕνας πολύ πνευματικός λαϊκός, καὶ αὐτὸ πάλι δὲν τούς βοηθάει, γιατί αὐτοί ἔχουν παράδειγμα ἕναν λαϊκό πολύ πνευματικό. Πρέπει νὰ τούς ξεπεράσουμε ἐμεῖς. Ὁ μοναχός δὲν πρέπει νὰ ἔχη σάν σκοπό νὰ παρουσιάση μία ἐξέλιξη κοσμική. Αὐτὸ εἶναι βρισιά γιὰ τὸν Μοναχισμό. Ὁ μοναχός ποὺ σκέφτεται κοσμικά, φαίνεται ὅτι λάθεψε τὸν δρόμο του, ἐνῶ ξεκίνησε γιὰ τὸν Χριστό, ἡ ψυχή τοῦ πάει στὸν κόσμο. Μὲ τὴν κοσμική ἐξέλιξη, ἡ ὁποία θεωρεῖται πρόοδος, ὁδηγεῖται σὲ ἀποσύνθεση πνευματική ὁ Μοναχισμός.

 

Πόσα πράγματα χάνονται-χάνονται καὶ στὸν Μοναχισμό, ὅπως στὸν κόσμο χάνονται ἡ τιμή, ὁ σεβασμός, καὶ τὰ λένε κατεστημένα! Γι' αὐτὸ πονάω καὶ πάω νὰ σκάσω. Μοῦ ἔρχεται νὰ πάρω τὰ βουνά. Ἕνας ποὺ δὲν ἔχει ζήσει κάτι τὸ ἀνώτερο, δὲν στενοχωριέται καὶ τόσο πολύ γιὰ τὴν πνευματική ζωή ποὺ ζῆ μὲ τὸν δικό του τρόπο. Γιὰ τὸν ἄλλον ὅμως ποῦ ἀναγκάζεται νὰ ζῆ μὲ αὐτόν τὸν τρόπο, ξέρετε τί βάσανο εἶναι; Ἄν μὲ ἀξίωνε ὁ Χριστός νὰ ζοῦσα ὅπως ἤθελα μοναχικά καὶ νὰ πέθαινα παλληκαρίσια, θὰ τὸ θεωροῦσα σάν νὰ πέθαινα στὴν πρώτη γραμμή. Ἀξίζει τώρα νὰ πεθάνη κανείς, νὰ δώση μία ὁμολογία, νὰ κάνη μία θυσία, μόνο γιὰ νὰ μή βρίζωνται οἱ Ἅγιοι Πατέρες.

 

Δὲν σκεφτόμαστε λίγο τους Ὁσίους Πατέρες, τούς ὁποίους διαβάζουμε συνέχεια, ποὺ ζοῦσαν καὶ πῶς ζοῦσαν; Ὁ Κύριος εἶπε: «Αἱ ἀλώπεκες φωλεούς ἔχουσιν, ὁ δέ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου οὐκ ἔχει ποὺ τὴν κεφαλήν κλίνη» (1). Φοβερό! Καὶ βλέπεις πώς προσπαθοῦσαν νὰ μιμηθοῦν τὸν Χριστό μέσα στὶς σπηλιές! Ἐνίωθαν τὴν χαρὰ τοῦ Χριστοῦ, γιατί μιμοῦνταν τὸν Χριστό σὲ ὅλα. Ὅλο τὸ ἐνδιαφέρον τούς ἦταν ἐκεῖ. Οἱ Ἅγιοι Πατέρες ἔκαναν τὴν ἔρημο πνευματική πολιτεία καὶ σήμερα τὴν κάνουμε κοσμική πολιτεία. Ἡ ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ φεύγει στὴν ἔρημο νὰ σωθῆ, καὶ ἐμεῖς τὴν ἔρημο τὴν κάνουμε κοσμική πολιτεία, γιὰ νὰ σκανδαλισθοῦν οἱ ἄνθρωποι καὶ νὰ μή βοηθηθοῦν, καὶ μετά νὰ μήν ἔχουν ἀπὸ ποὺ νὰ πιασθοῦν. Αὐτόν τὸν μεγάλο κίνδυνο βλέπω αὐτὰ  τὰ δύσκολα χρόνια ποὺ περνοῦμε. Ἐνῶ πρέπει γιὰ ἕναν λόγο παραπάνω σήμερα νὰ ζοῦμε πιὸ μοναχικά, γιὰ νὰ ἔχουμε θεϊκές δυνάμεις, δυστυχῶς ἀλλοιωνό­μαστε ἀπὸ τὸ κοσμικό πνεῦμα καὶ ἀποδυναμωνόμαστε. Δηλαδή διώχνουμε τὸ πνεῦμα μας, καὶ μένει τὸ πτῶμα μας.

 

Σήμερα ὑπάρχουν μοναχοί ποὺ ζοῦν ἐξωτερικά τὸν Μοναχισμό. Δὲν καπνίζουν, ζοῦν ἁγνά, διαβάζουν Φιλοκαλία, μιλοῦν ὅλο ἀπὸ τούς Πατέρες. Ὅπως δηλαδή στὸν κόσμο, ὅσοι δὲν ἔλεγαν ψέματα, ἔκαναν τὸν σταυρό τους, πήγαιναν στὴν Ἐκκλησία καὶ, ὅταν μεγάλωσαν, προσεχαν λίγο τὸ θέμα τῆς ἠθικῆς, νόμιζαν ὅτι αὐτὸ ἦταν ὅλο, ἔτσι γίνεται καὶ σὲ μερικά Μοναστήρια καὶ οἱ λαϊκοί ἕλκονται. Ἀλλά, ὅταν τούς γνωρίσουν, βλέπουν ὅτι δὲν διαφέρουν ἀπὸ τούς κοσμικούς, γιατί διατηροῦν ὅλο τὸ κοσμικό πνεῦμα. Ἄν κάπνιζαν, διάβαζαν ἐφημερίδες, μιλοῦσαν γιὰ πολιτικά, θὰ τούς ἀπέφευγαν σάν κοσμικούς καὶ δὲν θὰ βλαπτόταν ὁ Μοναχισμός.

 

Ὅταν ὁ μοναχός ἀποδυναμώνεται πνευματικά, μὲ τί θὰ συγκινήση τὸν κοσμικό; Τὸ οἰνόπνευμα, ἄν τὸ ἀφήσουμε ἀνοιχτό τὸ μπουκάλι, χάνει ὅλη τὴν σπιρτάδα. Οὔτε τὰ μικρόβια σκοτώνει οὔτε φλόγα μπορεῖ νὰ βγάλη, ἄν τὸ ἀνάψης. Καὶ ἄν τὸ βάλης στὸ καμινέτο, θὰ χαλάση καὶ τὸ φιτίλι. Ἔτσι καὶ ὁ μοναχός, ἄν δὲν προσέξη, διώχνει τὴν θεία Χάρη καὶ μετά ἔχει μόνο τὸ σχῆμα. Εἶναι σάν τὸ οἰνόπνευμα ποὺ ἔχασε τὴν σπιρτάδα του. δὲν μπορεῖ νὰ καυτηριάση τὸν διάβολο. «Φως μοναχοῖς Ἄγγελοι, φῶς κοσμικοῖς μοναχοί» (2)! Οὔτε φῶς εἶναι μετά. Τὸ κοσμικό φρόνημα ξέρετε πόσο κατα­στρέ­φει; Ἄν φύγη αὐτὸ τὸ πνευματικό ἀπὸ τὸν Μοναχισμό, δὲν μένει τίποτε. Γιατί «ἄν τὸ ἅλας μωρανθή» (3), δὲν κάνει οὔτε γιὰ κοπριά. Ἐνῶ τὰ σκουπίδια γίνονται κοπριά, τὸ ἁλάτι δὲν γίνεται κοπριά. Ἄν τὸ βάλης στὸ φυτό, θὰ τὸ κάψη. Σήμερα εἶναι μία ἐποχή ποὺ πρέπει νὰ λάμπη ὁ Μοναχισμός. Σ' αὐτήν τὴν σαπίλα εἶναι ποὺ χρειάζεται τὸ «ἀλάτι». Ἄν τὰ Μοναστήρια δὲν ἔχουν κοσμικό φρόνημα καὶ ἔχουν πνευματική κατά­σταση, αὐτὸ θὰ εἶναι ἡ μεγαλύτερη προσφορά τους στὴν κοινωνία. Δὲν θὰ χρειάζεται οὔτε νὰ μιλοῦν οὔτε νὰ κάνουν τίποτε ἄλλο, γιατί θὰ μιλοῦν μὲ τὴν ζωή τους. Ἀπὸ αὐτὸ ἔχει ἀνάγκη σήμερα ὁ κόσμος.

 

Εἴδατε καὶ οἱ Καθολικοί ποῦ ἔφθασαν; Θυμᾶμαι πρίν ἀπὸ χρόνια, ὅταν ἤμουν στὴν Μονή Στομίου, στὴν Κόνιτσα, μοῦ ἔφερε κάποιος ἕνα ἀπόκομμα ἀπὸ μία ἐφημε­ρίδα ποὺ ἔγραφε: «Τριακόσιες καλογριές διαμαρτυρήθηκαν, γιατί νὰ μήν παρακολου­θήσουν ἕνα κινηματογραφικό ἔργο, γιατί τὰ φορέματά τους νὰ εἶναι μέχρι κάτω καὶ ὄχι μέχρι τὸ γόνατο». Τόσο ἀγανάκτησα, ὅταν τὸ διάβασα, ποῦ εἶπα: «Μά, γιατί νὰ γίνετε καλόγριες τέλος πάντων;». Καὶ τελικά ἔγραφε ὅτι τὰ πέταξαν τὰ ράσα. Ἄν καὶ ἔτσι ποὺ σκέφτονταν, πεταμένα τὰ εἶχαν καὶ ἀπὸ πρίν. Μία φορά πάλι εἶδα μία καθολική καλό­γρια ποὺ δὲν διέφερε καθόλου ἀπὸ μία κοσμικιά. Ἔκανε δῆθεν ἔργο ἱεραποστολικό καὶ ἦταν τελείως..., ὅπως μερικές πολύ κοσμικές κοπέλες. Νὰ μήν ἐπιτρέψουμε νὰ μπῆ καὶ σ' ἐμᾶς αὐτὸ τὸ πνεῦμα τὸ εὐρωπαϊκό, νὰ μή φθάσουμε καὶ ἐμεῖς ἐκεῖ.

 

 

1) Ματθ. 8,20 καὶ Λουκ. 9,58.

2) Ἰωάννου τοῦ Σιναΐτου, Κλῖμαξ, Λόγος ΚΣΤ', πάρ. κγ', ἔκδ. «Αστήρ», Ἀθήνα 1970, σ. 128.

3) Βλ. Ματθ. 5,13

 

   

  

ΤΟ ΚΟΣΜΙΚΟ ΠΝΕΥΜΑ ΕΙΝΑΙ ΑΡΡΩΣΤΙΑ

 

Τὸ σπουδαιότερο σήμερα εἶναι νὰ μήν προσαρμοσθῆ κανεὶς μὲ αὐτὸ τὸ κοσμικό πνεῦμα. Εἶναι μία μαρτυρία. Ὅσο μποροῦμε, νὰ μήν παρασυρθοῦμε ἀπὸ αὐτὸ τὸ ρεῦμα καὶ μᾶς πάρη σβάρνα αὐτὸ τὸ κανάλι. Τὰ ἔξυπνα ψάρια δὲν πιάνονται στὸ ἀγκίστρι. Βλέπουν τὸ δόλωμα, καταλαβαίνουν ὅτι εἶναι δόλωμα καὶ φεύγουν ἀπὸ 'κει καὶ γλυ­τώνουν. Ἐνῶ τὰ ἄλλα βλέπουν τὸ δόλωμα, τρέχουν ἐκεῖ νὰ φᾶνε καὶ, τάκ, πιάνο­νται! Ἔτσι δηλαδή καὶ ὁ κόσμος ἔχει τὸ δόλωμα καὶ πιάνει τούς ἀνθρώπους. Ἕλκονται οἱ ἄνθρωποι ἀπὸ τὸ κοσμικό πνεῦμα καὶ πιάνονται μετά ἀπὸ αὐτό.

 

Τὸ κοσμικό φρόνημα εἶναι ἀρρώστια. Ὅπως μία ἀρρώστια τὴν ἀποφεύγει κανείς, ἔτσι καὶ τὸ κοσμικό φρόνημα πρέπει νὰ τὸ ἀποφεύγη, ὅπου καὶ ἄν εἶναι. Νὰ ἀποξενωθῆ ἀπὸ τὸ πνεῦμα τῆς κοσμικῆς ἐξελίξεως, γιὰ νὰ ἐξελίσσεται πνευματικά, νὰ ὑγιαίνη πνευματικά καὶ νὰ χαίρεται ἀγγελικά.

 

 

ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ

ΛΟΓΟΙ Α'- ΜΕ ΠΟΝΟ ΚΑΙ ΑΓΑΠΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΑΝΘΡΩΠΟ