ΠΑΤΕΡΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ |
|
|
|
ΓΕΡΩΝ
ΠΑΪΣΙΟΣ |
|
ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΞΕΧΝΟΥΝ ΑΥΤΟΥΣ ΠΟΥ ΥΠΟΦΕΡΟΥΝ
Καὶ ἕνας νηστικὸς καταλαβαίνει καὶ τὸν νηστικό. Ἕνας χορτάτος δὲν τὸν καταλαβαίνει. Ἄκουσα ὅτι κάπου πετοῦν τὰ φαγητὰ καὶ λίγο πιὸ κάτω ὑπάρχουν Ρωσοπρόσφυγες ποὺ δὲν ἔχουν νὰ φᾶνε. Ζοῦν οἱ καημένοι μέσα στὰ θερμοκήπια, σὲ κάτι παράγκες ἀπὸ λαμαρίνες. Ἂς ποῦμε ὅτι δὲν ξέρουν πὼς ἐκεῖ κοντὰ ὑπάρχουν ἄνθρωποι ποὺ ἔχουν ἀνάγκη. Καλά, δὲν ρωτοῦν νὰ μάθουν; Νὰ τὰ πετοῦν! Ἐμεῖς καὶ αὐτὸ τὸ ἄχρηστο ποὺ ἔχουμε, δὲν τὸ δίνουμε. Εἶναι ἁμαρτία ἄλλος νὰ δυσκολεύεται νὰ ἀγοράση κάτι ποὺ τοῦ χρειάζεται καὶ ἄλλος νὰ ἔχη πράγματα ποὺ δὲν τὰ χρησιμοποιεῖ καὶ νὰ μὴν τὰ δίνη σ᾿ αὐτὸν ποὺ τὰ ἔχει ἀνάγκη! Αὐτὸ γιὰ μένα εἶναι ἡ μεγαλύτερη κόλαση. Στὴν Κρίση θὰ μᾶς πῆ ὁ Χριστός: «Ἐπείνασα καὶ οὐκ ἐδώκατέ μοι φαγεῖν» (1).
Μερικοὶ ποὺ τὰ ἔχουν ὅλα λένε: «Δὲν ὑπάρχει φτώχεια σήμερα». Δὲν σκέφτονται τὸν ἄλλο. Δὲν μπαίνουν στὴν θέση τοῦ ἄλλου, γιὰ νὰ μὴν ἐνοχληθοῦν καὶ χάσουν τὴν ἡσυχία τους. Ἔτσι ὅμως πῶς νὰ βροῦν τὸν φτωχό; Ἂν σκέφτεται κανεὶς τὸν ἄλλο, βρίσκει τὸν φτωχὸ καὶ βρίσκει καὶ ἀπὸ τί ἔχει ἀνάγκη. Ὑπάρχουν τόσα ὀρφανὰ ποὺ δὲν ἔχουν ἕναν ἄνθρωπο νὰ χαϊδέψη λίγο τὸ κεφαλάκι τους. Οἱ ἄνθρωποι ξεχνοῦν ὅσους ὑποφέρουν. Ὁ νοῦς τους εἶναι σὲ ὅσους καλοπερνοῦν καὶ συγκρίνουν μ᾿ αὐτοὺς τὸν ἑαυτό τους καὶ ὄχι μὲ ἐκείνους ποὺ ὑποφέρουν. Ἂν σκέφτονταν λιγάκι λ.χ. μερικοὺς Βορειοηπειρῶτες, οἱ ὁποῖοι, ἐπειδὴ ἔκαναν τὸν σταυρό τους, εἶναι οἱ καημένοι εἴκοσι χρόνια στὴν φυλακή, σὲ ἕναν χῶρο ἕνα ἐπὶ ἕνα, θὰ ἔβλεπαν ἀλλιῶς τὰ πράγματα.Φοβερό! Οὔτε κἂν μποροῦμε νὰ τὸ σκεφθοῦμε. Ξέρετε τί θὰ πῆ ἕνα ἐπὶ ἕνα; Οὔτε καθιστὸς οὔτε ξαπλωτὸς οὔτε ὄρθιος. Καὶ παράθυρο;... ἂν ἔχη καμμιὰ τρύπα (2). Στὸν τάφο τοὐλάχιστον εἶσαι τεντωμένος. Καὶ τί μαρτύρια! Πολλὴ δυστυχία πάντως ὑπάρχει σήμερα, γιατὶ φτιάχνουν πυρομαχικὰ καὶ ἐγκατέλειψαν τὸν κόσμο. Στὴν Ἀφρικὴ εἶχα δεῖ νὰ τρῶνε κοπριὲς ἀπὸ γκαμῆλες. Οἱ ἄνθρωποι ἐκεῖ ἔχουν κάτι σώματα, ποὺ δὲν μοιάζουν μὲ σώματα. Σὰν βατράχια εἶναι. Καὶ ὁ θώρακας εἶναι σὰν ἕνα καλαθάκι μὲ βέργες. Γιατί πονάω; Ἐμεῖς τὰ ἔχουμε ὅλα, γι᾿ αὐτὸ δὲν πονοῦμε τοὺς ἄλλους καὶ θέλουμε νὰ πᾶμε καὶ στὸν Παράδεισο...
Ὅταν εἶχα πάει στὴν Ἱερὰ Μονὴ Στομίου τὸ 1958, ἦταν στὴν Κόνιτσα ἕνας Προτεστάντης ποὺ τὸν ἐνίσχυσαν οἰκονομικὰ ἀπὸ τὴν Ἀμερικὴ καὶ εἶχε προσηλυτίσει ὀγδόντα οἰκογένειες. Εἶχε χτίσει μάλιστα καὶ ἕνα οἴκημα, γιὰ νὰ συγκεντρώνωνται. Οἱ καημένοι οἱ ἄνθρωποι εἶχαν μεγάλη ἀνάγκη καὶ ἀπὸ τὴν μεγάλη φτώχεια ἀναγκάζονταν νὰ γίνουν Προτεστάντες, γιατὶ ἐκεῖνοι τοὺς βοηθοῦσαν οἰκονομικά. Μιὰ μέρα μοῦ εἶπε κάποιος: «Ἐγὼ ὄχι μόνον Προτεστάντης ἀλλὰ καὶ Ἑβραῖος γίνομαι, γιατὶ ἔχω ἀνάγκη». Ὅταν τὸ ἄκουσα αὐτό, εἶπα «κάτι πρέπει νὰ γίνη». Μάζεψα μερικοὺς ποὺ εἶχαν κάποια οἰκονομικὴ ἄνεση καὶ μποροῦσαν νὰ βοηθήσουν καὶ τοὺς μίλησα. Τότε οἱ καημένοι ἦταν τελείως κοσμικοί, ἀλλὰ εἶχαν καλὴ διάθεση. Μιὰ ψυχὴ συγκεκριμένα, παρόλο ποὺ καὶ αὐτὴ ἦταν τότε τελείως κοσμική, εἶχε μεγάλη καρδιά. Ὅταν τὴν εἶδα γιὰ πρώτη φορά, εἶπα: «Ἀπ᾿ ἔξω φαίνεται σάπιο ξύλο, ἀλλὰ μέσα εἶναι δαδί». Ἀποφασίσαμε λοιπὸν νὰ συγκεντρώνουμε μερικὰ χρήματα καὶ νὰ τὰ δίνουμε σὲ φτωχὲς οἰκογένειες. Ὅσα συγκεντρώναμε, τοὺς ἔλεγα νὰ πηγαίνουν νὰ τὰ δίνουν οἱ ἴδιοι στοὺς φτωχούς, γιὰ νὰ συγκινηθοῦν καὶ νὰ βοηθηθοῦν πνευματικά. Ἔτσι καὶ πέτρινη νὰ εἶναι ἡ καρδιά τους, μαλακώνει, γίνεται ἀνθρώπινη, καὶ θὰ τοὺς ἀνοιχθῆ καὶ ἡ πύλη τοῦ Παραδείσου. Σὲ λίγο ὅλοι αὐτοὶ ἄλλαξαν, γιατὶ ἔβλεπαν τὴν δυστυχία ποὺ ὑπῆρχε καὶ δὲν τοὺς ἔκανε καρδιὰ νὰ πᾶνε στὰ κέντρα νὰ διασκεδάσουν. «Μᾶς ἔχεις ἀφοπλίσει, μοῦ ἔλεγαν. Πῶς νὰ πᾶμε τώρα νὰ διασκεδάσουμε;». Ἦρθαν καὶ κοντὰ στὴν Ἐκκλησία. Ἕνας μάλιστα ἔμαθα ἀργότερα ὅτι εἶχε γίνει καὶ ψάλτης. Ἀλλὰ καὶ οἱ ὀγδόντα οἰκογένειες, μὲ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ, ἡ μιὰ μετὰ τὴν ἄλλη ἐπέστρεψαν στὴν Ὀρθοδοξία. Ὅταν ἀργότερα ἦρθαν Ἀμερικανοὶ Προτεστάντες νὰ δοῦν τὸ ἔργο τοῦ Προτεστάντη ποὺ τὶς εἶχε προσηλυτίσει, τὸν πέρασαν ἀπὸ δίκη, γιατὶ δὲν εἶχε πιὰ ὀπαδούς!
Πολλοὶ ντρέπονται καὶ δὲν θέλουν νὰ ἐκτεθοῦν. Αὐτοὶ ἔχουν περισσότερη ἀνάγκη. Ἐκεῖ πιάνεται πιὸ πολὺ ἡ βοήθεια. Ξέρω δύο γιατροὺς ποὺ κάτι τοὺς συνέβη καὶ δὲν εἶχαν χρήματα οὔτε μιὰ ἀσπιρίνη νὰ πάρουν. Ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἔχει ἀγάπη δὲν ἀρκεῖται στὸ νὰ δώση μόνο σὲ ὅποιον τοῦ ζητήση ἐλεημοσύνη, ἀλλὰ ψάχνει νὰ βρῆ ἀνθρώπους ποὺ ἔχουν ἀνάγκη, γιὰ νὰ τοὺς συμπαρασταθῆ. Ἡ μητέρα μου φρόντιζε πολὺ νὰ βρῆ τέτοιες περιπτώσεις.
1) Βλ. Ματθ. 25, 42. 2) Εἰπώθηκε τὸν Μάιο τοῦ 1990.
|
|
ΚΡΙΤΗΡΙΟ ΑΓΑΠΗΣ
Ὅταν ἕνας ἔχη καὶ δίνη ἐλεημοσύνη, δὲν μπορεῖς νὰ καταλάβης ἂν ἔχη ἀγάπη ἢ ὄχι, γιατὶ μπορεῖ νὰ δίνη ὄχι ἀπὸ ἀγάπη, ἀλλὰ γιὰ νὰ ξεφορτωθῆ κάποια πράγματα. Ὅταν στερῆται καὶ δίνη, τότε φαίνεται ἡ ἀγάπη του. Πιστεύω, ἂς ὑποθέσουμε, ὅτι ἔχω ἀγάπη· ὁ Θεός, γιὰ νὰ δοκιμάση τὴν ἀγάπη μου, μοῦ στέλνει ἕναν φτωχό. Ἂν ἔχω λ.χ. δυὸ ρολόγια, ἕνα καλὸ καὶ ἕνα λίγο χαλασμένο, καὶ δώσω τὸ χαλασμένο στὸν φτωχό, σημαίνει ὅτι ἡ ἀγάπη μου εἶναι δευτέρας ποιότητος. Ἂν ἔχω πραγματικὴ ἀγάπη, θὰ δώσω τὸ καλὸ στὸν φτωχό. Μπαίνει ὅμως ἡ βλαμμένη λογικὴ καὶ λέμε: «Τί, τὸ καλὸ θὰ δώσω; Γι᾿ αὐτόν, ἀφοῦ δὲν ἔχει κανένα ρολόι, καλὸ εἶναι καὶ τὸ παλιό», καὶ δίνω τὸ παλιό. Ἀλλά, ὅταν δίνης τὸ παλιό, ζῆ ὁ παλαιὸς ἄνθρωπος ἀκόμη μέσα σου· ἂν δίνης τὸ καινούργιο, εἶσαι ἀναγεννημένος ἄνθρωπος. Κολάσιμη κατάσταση εἶναι, ὅταν κρατᾶς καὶ τὰ δυὸ καὶ δὲν δίνης κανένα.
(Κάποιος θά πρέπει) Νὰ σκεφθῆ: «Ἂν ἦταν ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, τί θὰ ἔδινα; Ἀσφαλῶς τὸ καλύτερο». Ἔτσι καταλαβαίνει ποιά εἶναι ἡ πραγματικὴ ἀγάπη. Θὰ πάρη λοιπὸν μιὰ γερὴ ἀπόφαση καὶ τὴν ἄλλη φορὰ θὰ δώση τὸ καλύτερο. Μπορεῖ λίγο νὰ δυσκολευθῆ στὶς ἀρχές, ἀλλά, ἂν ἀγωνίζεται μ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο, θὰ φθάση σὲ κατάσταση νὰ δίνη καὶ τὸ παλιὸ καὶ τὸ καινούργιο, γιὰ νὰ διευκολύνη τοὺς ἄλλους, καὶ αὐτὸς νὰ μὴν ἔχη ρολόι, ἀλλὰ νὰ ἔχη μέσα του Χριστὸ καὶ νὰ ἀκούη τὸ γλυκὸ χτύπημα τῆς καρδιᾶς του ποὺ θὰ σκιρτᾶ ἀπὸ θεϊκὴ χαρά. Ἂν σοῦ ἀφαιρέσουν τὸ ἱμάτιο καὶ ἐσὺ δώσης καὶ τὸν χιτώνα ποὺ ἔχεις (1), θὰ σὲ ντύση μετὰ ὁ Χριστός. Ἂν πονᾶς ἕναν ταλαίπωρο καὶ τὸν βοηθᾶς, σκέψου, ἂν ἦταν ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, τί θυσία θὰ ἔκανες! Ἔτσι δίνει κανεὶς ἐξετάσεις. Στὸν πλησίον του ὁ πιστὸς ἄνθρωπος βλέπει τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Καὶ ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς λέει «αὐτὸ ποὺ κάνετε σὲ ἕναν ταλαίπωρο εἶναι σὰν νὰ τὸ κάνετε σὲ μένα» (2). Βέβαια τὴν τιμὴ τὴν ἀπονέμει στὸν καθένα ἀνάλογα (3), ἀλλὰ ἡ ἀγάπη εἶναι ἴδια γιὰ ὅλους. Στὴν καρδιά του τὴν ἴδια θέση ἔχει ἕνας ὑπουργὸς καὶ ἕνας φτωχός· ἕνας στρατηγὸς καὶ ἕνας στρατιώτης. Ὁ διάβολος πάει καὶ κεντάει τὸν ἄλλον, ὥστε νὰ μᾶς φερθῆ ἄσχημα καὶ νὰ ἀγανακτήσουμε, ὁπότε χάνουμε τὸ καλό. Δὲν φταίει ὁ ἄνθρωπος· ὁ διάβολος κεντάει τὸν ἄλλο, γιὰ νὰ μᾶς κάνη νὰ τὰ χάσουμε ὅλα. Ὅταν κάνετε μιὰ καλωσύνη, νὰ αἰσθάνεσθε πάντα πὼς ὅ,τι κάνετε ἔχετε ὑποχρέωση νὰ τὸ κάνετε καὶ νὰ εἶστε ἕτοιμες νὰ ἀντιμετωπίσετε πειρασμό, γιὰ νὰ μὴ χάσετε τὸ καλὸ ποὺ κάνατε, ἀλλὰ νὰ τὸ κερδίσετε ὅλο. Κάνει λ.χ. ἕνας μιὰ ἐλεημοσύνη, χωρὶς νὰ ἔχη σκοπὸ νὰ τὴν φανερώση. Μπαίνει ὁ πειρασμὸς στὴν μέση καὶ βάζει ἄλλους νὰ τοῦ ποῦν «ἐσὺ ὁ φιλάργυρος, ποὺ δὲν ἔκανες τίποτε κ.λπ., ὁ τάδε ἔκανε αὐτό, ὁ τάδε ἐκεῖνο», γιὰ νὰ τὸν ἀναγκάση νὰ πῆ καὶ αὐτός... ταπεινὰ «ἔκανα καὶ ἐγὼ κάτι μικρό, ἕνα νοσοκομεῖο» ἢ νὰ τὸν ἀναγκάση νὰ ἀγανακτήση καὶ νὰ πῆ «ποιός, ἐγώ, ποὺ ἔκανα αὐτὸ καὶ αὐτό;» καὶ νὰ τὰ χάση ὅλα. Ἢ θὰ βάλη αὐτὸν ποὺ εὐεργέτησε νὰ τοῦ πῆ: «Ἀχάριστε, ἐκμεταλλευτὰ κ.λπ.», μέχρι νὰ τοῦ ἀπαντήση: «Ἐγὼ ἐκμεταλλευτής; Ἐγὼ ποὺ σοῦ ἔκανα ἐκείνη τὴν καλωσύνη, ἐκείνη τὴν εὐεργεσία;». «Βρὲ τὸν ἀχάριστο, θὰ πῆ μετά, δὲν ἤθελα νὰ μοῦ πῆ "εὐχαριστῶ", ἀλλὰ τοὐλάχιστον νὰ τὸ ἀναγνώριζε». Ὅταν ὅμως κανεὶς περιμένη ἀναγνώριση, πάει, τὰ χάνει ὅλα. Ἐνῶ, ἂν βάλη ἕναν καλὸ λογισμὸ καὶ πῆ «καλύτερα ποὺ ξέχασε τὴν καλωσύνη ποὺ τοῦ ἔκανα» ἢ «μπορεῖ νὰ ἦταν στεναχωρημένος ἢ κουρασμένος, γι᾿ αὐτὸ μίλησε ἔτσι», δικαιολογεῖ τὸν ἄλλον καὶ δὲν χάνει. Ὅταν δὲν περιμένουμε ἀνταπόδοση, τότε ἔχουμε καθαρὸ μισθό. Ὁ Χριστὸς ἔκανε τὸ πᾶν γιὰ μᾶς καὶ ἐμεῖς Τὸν σταυρώσαμε. Τί ψάλλουμε; «Ἀντὶ τοῦ μάννα χολήν» (4). Πάντοτε νὰ προσπαθοῦμε νὰ κάνουμε τὸ καλό, χωρὶς νὰ περιμένουμε ἀνταπόδοση.
1) Βλ. Λουκ. 6, 29. 2) Βλ. Ματθ. 25, 40. 3) Βλ. Ρωμ. 13, 7.
4) Ἀπὸ ἰδιόμελο τροπάριο
τοῦ ΙΒ´ ἀντιφώνου στὸν Ὄρθρο τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς.
|
|
ΑΥΤΟΣ ΠΟΥ ΔΙΝΕΙ ΔΕΧΕΤΑΙ ΘΕΙΑ ΧΑΡΑ
Δυὸ χαρὲς ὑπάρχουν στὸν ἄνθρωπο. Μία χαρά, ὅταν παίρνη, καὶ μία χαρά, ὅταν δίνη. Δὲν συγκρίνεται ἡ χαρὰ ποὺ νιώθει κανείς, ὅταν δίνη, μὲ τὴν χαρὰ ποὺ νιώθει, ὅταν παίρνη. Ὁ ἄνθρωπος, γιὰ νὰ καταλάβη ἂν προχωράη σωστὰ πνευματικά, πρέπει νὰ ἐξετάση κατ᾿ ἀρχὰς ἂν χαίρεται, ὅταν δίνη καὶ ὄχι ὅταν παίρνη· ἂν νιώθη στενοχώρια, ὅταν τοῦ δίνουν, καὶ χαρά, ὅταν δίνη. Ὕστερα, ἂν ἐργάζεται σωστὰ πνευματικά, ὅταν κάνη κανένα καλό, δὲν τὸ θυμᾶται ποτέ, ἀλλὰ δὲν ξεχνάει ποτὲ καὶ τὸ παραμικρὸ καλὸ ποὺ τοῦ κάνουν. Δὲν μπορεῖ νὰ κλείση μάτι ἀπὸ τὴν παραμικρὴ εὐεργεσία τῶν ἄλλων. Μπορεῖ αὐτὸς νὰ ἔχη δώσει ἕνα ἀμπέλι στὸν ἄλλον καὶ νὰ τὸ ἔχη ξεχάσει. Ἂν ὅμως ὁ ἄλλος τοῦ δώση ἕνα τσαμπὶ σταφύλι ἀπὸ τὸ ἀμπέλι ποὺ ἐκεῖνος τοῦ χάρισε, δὲν μπορεῖ νὰ τὸ ξεχάση ποτέ. Ἢ μπορεῖ νὰ ἔχη δώσει σὲ κάποιον πολλὲς ξυλόγλυπτες εἰκόνες καὶ νὰ μὴν τὸ θυμᾶται. Ἂν ἐκεῖνος τοῦ δώση μιὰ εἰκονίτσα πλαστικοποιημένη, αὐτὸς συγκινεῖται ἀπὸ τὴν εἰκονίτσα αὐτή, παρόλο ποὺ εἶναι μικρῆς ἀξίας, καὶ ἀπὸ εὐγνωμοσύνη σκέφτεται πῶς νὰ τὸ ἀνταποδώση. Ἀκόμη καὶ ὁλόκληρη Ἐκκλησία μπορεῖ νὰ δώση, καὶ τὸ οἰκόπεδο, καὶ νὰ τὸ ξεχάση. Δηλαδὴ ἡ σωστὴ πνευματικὴ πορεία εἶναι νὰ ξεχνάη κανεὶς τὰ καλὰ ποὺ κάνει καὶ νὰ θυμᾶται τὰ καλὰ ποὺ τοῦ κάνουν οἱ ἄλλοι. Ὅταν φθάση σ᾿ αὐτὴν τὴν κατάσταση ὁ ἄνθρωπος, τότε εἶναι ἄνθρωπος· ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ. Ἂν ὅμως συνέχεια ξεχνάη τὶς καλωσύνες ποὺ τοῦ ἔκαναν οἱ ἄλλοι καὶ θυμᾶται τὶς καλωσύνες ποὺ ἔκανε αὐτός, αὐτὴ εἶναι ἀντίθετη ἐργασία ἀπὸ αὐτὴν ποὺ ζητάει ὁ Χριστός. Ἀλλὰ καὶ ὅταν σκέφτεται «ἐσὺ μοῦ ἔδωσες τόσο καὶ ἐγὼ σοῦ ἔδωσα τόσο», αὐτὸ πάλι εἶναι μπακαλίστικο πράγμα. Ἐγὼ κοιτάω νὰ δώσω σ᾿ αὐτὸν ποὺ ἔχει μεγαλύτερη ἀνάγκη. Δὲν ὑπολογίζω μπακαλίστικα: ὁ τάδε μοῦ ἔδωσε αὐτὰ τὰ βιβλία καὶ ἐγὼ τώρα σ᾿ αὐτὸν χρωστάω τόσα, ὁπότε πρέπει νὰ τοῦ τὰ δώσω, γιὰ νὰ ἐξοφλήσω. Ἤ, ἂν ὁ ἄλλος δὲν μοῦ ἔδωσε, δὲν θὰ τοῦ δώσω καὶ ἐγὼ τίποτε. Καὶ αὐτὸ εἶναι μιὰ ἀνθρώπινη δικαιοσύνη.
Αὐτὸς ποὺ παίρνει κάτι, δέχεται ἀνθρώπινη χαρά. Αὐτὸς ποὺ δίνει, δέχεται θεϊκὴ χαρά. Τὴν θεϊκὴ χαρὰ μὲ τὸ δόσιμο τὴν παίρνουμε. Μοῦ δίνει λ.χ. κάποιος ἕνα βιβλίο. Αὐτὸς τώρα χαίρεται πνευματικά, θεϊκά, καὶ ἐγὼ ποὺ πῆρα τὸ βιβλίο χαίρομαι ἀνθρώπινα. Ὅταν καὶ ἐγὼ δώσω τὸ βιβλίο, θὰ χαρῶ καὶ ἐγὼ θεϊκά, καὶ ὁ ἄλλος ποὺ θὰ τὸ πάρη θὰ χαρῆ ἀνθρώπινα. Ὅταν καὶ ἐκεῖνος τὸ δώση, θὰ χαρῆ καὶ αὐτὸς θεϊκά, καὶ ἐκεῖνος ποὺ θὰ τὸ πάρη θὰ χαρῆ ἀνθρώπινα. Ἂν ὅμως καὶ αὐτὸς τὸ δώση, τότε θὰ χαρῆ καὶ θεϊκὰ κ.ο.κ. Βλέπετε πῶς μὲ ἕνα πράγμα μποροῦν πολλοὶ ἄνθρωποι νὰ χαροῦν καὶ ἀνθρώπινα καὶ θεϊκά; Νὰ μάθη κανεὶς νὰ χαίρεται μὲ τὸ νὰ δίνη. Ὅταν χαίρεται μὲ τὸ νὰ δίνη, εἶναι τοποθετημένος σωστά, εἶναι δικτυωμένος μὲ τὸν Χριστό· ἔχει τὴν θεία Χάρη. Ὅταν δίνη ἢ προσφέρη κάτι, ἡ χαρὰ ποὺ νιώθει ἔχει θεῖο ὀξυγόνο. Ὅταν χαίρεται μὲ τὸ νὰ λαμβάνη ἢ νὰ θυσιάζωνται οἱ ἄλλοι γι᾿ αὐτόν, αὐτὴ ἡ χαρὰ ἔχει μπόχα, ἀσφυξία. Τέτοιοι ἄνθρωποι ποὺ δίνονται, χωρὶς νὰ ὑπολογίζουν τὸν ἑαυτό τους, θὰ μᾶς κρίνουν μεθαύριο. Τί χαρὰ νιώθουν αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι! Αὐτοὺς τοὺς προστατεύει ὁ Χριστός. Ἀλλὰ οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι χαίρονται μὲ τὸ νὰ παίρνουν καὶ στεροῦνται τὴν θεϊκὴ χαρά, γι᾿ αὐτὸ εἶναι βασανισμένοι. Ὁ Χριστὸς συγκινεῖται, ὅταν ἀγαπᾶμε τὸν πλησίον μας πιὸ πολὺ ἀπὸ τὸν ἑαυτό μας, καὶ μᾶς γεμίζει μὲ θεία εὐφροσύνη. Βλέπεις, Ἐκεῖνος δὲν περιορίσθηκε στὸ «ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν» (1), ἀλλὰ θυσιάσθηκε γιὰ τὸν ἄνθρωπο.
1) Βλ. Λευϊτ. 19, 18· Ματθ. 22, 39· Μάρκ. 12, 31 καὶ Λουκ. 10, 27.
|
|
Ο ΦΙΛΑΡΓΥΡΟΣ ΜΑΖΕΥΕΙ ΓΙΑ ΝΑ ΤΑ ΒΡΟΥΝ ΟΙ ΑΛΛΟΙ
Βλέπεις καὶ ὁ Θεὸς πόσο ἄφθονα δίνει σὲ ὅλους τὶς εὐλογίες Του; Ἂν δὲν συνηθίση νὰ δίνη κανείς, μαθαίνει στὴν τσιγγουνιὰ καὶ δυσκολεύεται μετὰ νὰ δώση. Ὁ φιλάργυρος εἶναι «κουμπαρᾶς»· μαζεύει αὐτός, γιὰ νὰ τὰ βροῦν οἱ ἄλλοι. Χάνει ἔτσι τὴν χαρὰ τοῦ δοσίματος καὶ τὴν θεία ἀνταπόδοση. Λέω σὲ ἕναν πλούσιο μιὰ φορά: «Τί τὰ μαζεύεις; Ὑποχρεώσεις δὲν ἔχεις. Τί θὰ τὰ κάνης;». «Ἐδῶ θὰ μείνουν, μοῦ λέει, ὅταν πεθάνω». «Ἐγὼ σοῦ δίνω εὐλογία, τοῦ λέω, νὰ τὰ πάρης ἐπάνω ὅλα!». «Ἐδῶ θὰ μείνουν, ξαναλέει. Ἅμα πεθάνω, ἂς τὰ πάρουν οἱ ἄλλοι». «Ἔμ, ἐδῶ θὰ μείνουν, τοῦ λέω. Ὁ σκοπὸς εἶναι νὰ τὰ δώσης μὲ τὰ ἴδια σου τὰ χέρια τώρα ποὺ ζῆς!». Δὲν ὑπάρχει πιὸ ἀνόητος ἄνθρωπος ἀπὸ τὸν πλεονέκτη, ποὺ μαζεύει συνέχεια καὶ ζῆ συνέχεια μὲ στέρηση καὶ τελικὰ ἀγοράζει τὴν κόλαση μὲ τὶς συγκεντρωμένες του οἰκονομίες. Τὸ ἔχει τελείως χαμένο, γιατὶ δὲν δίνει καὶ χάνεται μὲ ὑλικὰ πράγματα, ὁπότε χάνει τὸν Χριστό.
Τὸν τσιγγούνη τὸν κοροϊδεύουν καὶ οἱ ἄλλοι. Ἦταν ἕνας πολὺ πλούσιος κτηματίας· εἶχε χωράφια σὲ μιὰ ἐπαρχία, εἶχε καὶ στὴν Ἀθήνα διαμερίσματα, ἀλλὰ ἦταν πολὺ τσιγγούνης. Μιὰ φορὰ ἔφτιαξε μιὰ χύτρα φασολάδα τελείως νερουλή, γιὰ νὰ φᾶνε οἱ ἐργάτες ποὺ δούλευαν στὰ χωράφια του. Παλιὰ δούλευαν οἱ καημένοι ἀπὸ τὸ πρωί, πρὶν βγῆ ὁ ἥλιος, μέχρι νὰ βασιλέψη. Τὸ μεσημέρι ποὺ σταμάτησαν λίγο, γιὰ νὰ ξεκουρασθοῦν, ἄδειασε τὸ ἀφεντικὸ μέσα σὲ ἕναν ταβᾶ τὴν φασολάδα καὶ φώναξε τοὺς ἐργάτες νὰ φᾶνε. Κάθησαν γύρω-γύρω οἱ καημένοι οἱ ἐργάτες καὶ ἄρχισαν νὰ τρῶνε· πότε ἔπιαναν μὲ τὸ κουτάλι ἀπὸ κανένα φασόλι, πότε μόνον ζουμί! Ἕνας ἐργάτης ἦταν πολὺ πειραχτήρι. Ἀφήνει τὸ κουτάλι του καὶ πάει παραπέρα. Βγάζει τὶς ἀρβύλες του, τὶς κάλτσες του καὶ προχωράει νὰ μπῆ μέσα στὸν ταβᾶ. «Τί κάνεις;», τοῦ λένε οἱ ἄλλοι. «Λέω νὰ μπῶ μέσα, μήπως πιάσω κανένα φασόλι!», τοὺς λέει. Τόσο τσιγγούνης ἦταν ἐκεῖνος ὁ ταλαίπωρος. Γι᾿ αὐτό, χίλιες φορὲς νὰ τὸν κυριέψη ἡ σπατάλη τὸν ἄνθρωπο παρὰ ἡ τσιγγουνιά.
Ἦταν ἕνας ἔμπορος πλούσιος ποὺ εἶχε ἕνα μεγάλο ἐμπορικὸ καὶ ἔκοβε μὲ τὸν σουγιὰ στὰ τρία ἐκεῖνα τὰ σπίρτα τὰ πλακέ! Μιὰ ἄλλη πολὺ πλούσια εἶχε ἕνα θειαφοκέρι· κρατοῦσε κάρβουνα καὶ ἔπαιρνε μὲ τὸ θειαφοκέρι ἀπὸ τὰ κάρβουνα νὰ ἀνάψη τὴν φωτιά, γιὰ νὰ μὴν ξοδέψη κανένα σπίρτο. Καὶ εἶχε σπίτια, κτήματα, μεγάλη περιουσία. Δὲν λέω νὰ εἶναι κανεὶς σπάταλος, ἀλλὰ τοὐλάχιστον, ὅταν κάποιος εἶναι σπάταλος, ἂν τοῦ ζητήσης κάτι, εὔκολα θὰ σοῦ τὸ δώση. Ἂν εἶναι τσιγγούνης, θὰ λυπᾶται νὰ σοῦ τὸ δώση. Ἦταν μιὰ φορὰ δυὸ νοικοκυρὲς καὶ συζητοῦσαν στὴν γειτονιὰ γιὰ σαλάτες, γιὰ ξίδια καὶ πάνω στὴν συζήτηση εἶπε ἡ μία: «Ἔχω πολὺ καλὸ ξίδι». Μιὰ φορὰ χρειάσθηκε ἡ ἄλλη ἡ φουκαριάρα λίγο ξίδι καὶ πῆγε νὰ τῆς ζητήση. «Ἄκου ἐδῶ, τῆς λέει ἐκείνη, ἐγώ, ἂν τὸ ἔδινα, δὲν θὰ εἶχα ξίδι ἑπτὰ χρόνων!». Καλὰ εἶναι νὰ κάνη οἰκονομία κανεὶς καὶ νὰ δίνη. Οἰκονόμος δὲν θὰ πῆ τσιγγούνης. Ὁ πατέρας μου χρήματα δὲν κρατοῦσε. Στὰ Φάρασα δὲν εἶχαν ξενοδοχεῖο· τὸ σπίτι μας ἦταν σὰν ξενοδοχεῖο. Ὅποιος ἐρχόταν στὸ χωριό, στὸν πρόεδρο θὰ πήγαινε νὰ μείνη. Θὰ ἔτρωγε, θὰ τοῦ ἔπλεναν τὰ πόδια, θὰ τοῦ ἔδιναν καὶ κάλτσες καθαρές. Τώρα, βλέπω ὅτι καὶ σὲ μερικὰ προσκυνήματα ἔχουν ἀποθῆκες ὁλόκληρες μὲ κανδήλια καὶ δὲν λένε: «Ἔχουμε, μὴ μᾶς δίνετε ἄλλα». Αὐτὰ οὔτε μποροῦν νὰ τὰ χρησιμοποιήσουν οὔτε νὰ τὰ πουλήσουν, ἀλλὰ οὔτε καὶ τὰ δίνουν. Ὅταν ἀρχίση νὰ μαζεύη κανείς, δένεται καὶ δὲν μπορεῖ νὰ δώση. Ἂν ὅμως ἀρχίση νὰ μὴ μαζεύη πράγματα καὶ τὰ δίνη, τότε θὰ μαζευτῆ ἡ καρδιὰ στὸν Χριστό, χωρὶς νὰ τὸ καταλάβη. Μιὰ χήρα νὰ μὴν ἔχη χρήματα νὰ ἀγοράση ἕναν πήχυ ὕφασμα νὰ ντύση τὰ παιδιά της, καὶ ἐγὼ νὰ μαζεύω! Πῶς νὰ τὸ ἀνεχθῶ αὐτό; Στὸ Καλύβι δὲν ἔχω οὔτε πιάτα οὔτε κατσαρόλια· τενεκεδάκια ἔχω. Προτιμῶ ἕνα πεντακοσάρικο νὰ τὸ δώσω σὲ ἕναν φοιτητή, νὰ πάη ἀπὸ τὸ ἕνα μοναστήρι στὸ ἄλλο, παρὰ νὰ πάρω κάτι γιὰ μένα. Ἂν δὲν μαζεύης, ἔχεις εὐλογία ἀπὸ τὸν Θεό. Ὅταν δίνης εὐλογία, παίρνεις εὐλογία. Ἡ εὐλογία γεννάει εὐλογία.
|
|
Η ΚΑΛΗ ΔΙΑΘΕΣΗ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΠΑΝ
Ὅταν θέλω νὰ κάνω ἐλεημοσύνη καὶ δὲν ἔχω νὰ δώσω, τότε κάνω ἐλεημοσύνη μὲ αἷμα. Ὁ ἄλλος ποὺ ἔχει καὶ δίνει ὑλικὴ βοήθεια, νιώθει καὶ χαρά, ἐνῶ αὐτὸς ποὺ δὲν ἔχει νὰ δώση, συνέχεια ὑποφέρει καὶ ταπεινωμένος λέει: «Δὲν ἔκανα ἐλεημοσύνη». Ἡ καλὴ διάθεση εἶναι τὸ πᾶν. Ἕνας πλούσιος ἔχει νὰ δώση, ἀλλὰ δὲν δίνει. Ἕνας φτωχὸς θέλει νὰ δώση, ἀλλὰ δὲν δίνει, γιατὶ δὲν ἔχει νὰ δώση. Διαφέρει τὸ ἕνα ἀπὸ τὸ ἄλλο. Ὁ πλούσιος, ἂν δώση, νιώθει καὶ μιὰ εὐχαρίστηση. Ὁ φτωχὸς πονάει, θέλει νὰ κάνη μιὰ καλωσύνη, ἀλλὰ δὲν ἔχει νὰ δώση, καὶ ὑποφέρει ψυχικά· ἐνῶ, ἅμα εἶχε, θὰ ἔδινε καὶ δὲν θὰ ὑπέφερε. Ἡ καλὴ διάθεση φαίνεται ἀπὸ τὰ ἔργα. Ἂν κάποιος ζητήση ἀπὸ ἕναν φτωχὸ ἐλεημοσύνη καὶ ὁ φτωχός, ἂν καὶ στερῆται, τοῦ δώση, ἄσχετα ἂν ὁ ἄλλος πάη νὰ τὰ πιῆ οὖζο, τότε ὁ φτωχὸς ποὺ ἔδωσε θὰ ἔχη πνευματικὴ χαρά, καὶ ὁ Θεὸς θὰ φωτίση κάποιον νὰ στείλη καὶ σ᾿ αὐτὸν ὑλικὴ βοήθεια. Καὶ ξέρετε μερικὲς φορὲς τί ἀδικία γίνεται; Ὁ ἕνας νὰ δίνη ὅ,τι ἔχει, γιὰ νὰ βοηθήση, καὶ ὁ ἄλλος νὰ τὰ ἑρμηνεύη μὲ τὸν λογισμό του ὅπως θέλει.
Ἂς ὑποθέσουμε, ἕνας, ὁ καημένος, ἔχει λ.χ. ὅλο κι ὅλο πέντε χιλιάδες δραχμὲς στὴν τσέπη του. Βρίσκει στὸν δρόμο του ἕναν ζητιάνο, τὶς βάζει στὸ χέρι του καὶ φεύγει. Ὁ ζητιάνος μετὰ βλέπει ὅτι εἶναι πεντοχίλιαρο καὶ χαίρεται. Περνάει ἐκείνη τὴν ὥρα καὶ ἕνας πολὺ πλούσιος καὶ βλέποντας ὅτι ὁ ἄλλος ἔδωσε πεντοχίλιαρο λέει μὲ τὸν λογισμὸ τὸν δικό του: «Γιὰ νὰ δίνη αὐτὸς πεντοχίλιαρο, ποιός ξέρει πόσα ἔχει! ἑκατομμυριοῦχος θὰ εἶναι!». Ὁπότε δίνει αὐτὸς στὸν ζητιάνο πεντακόσιες δραχμὲς καὶ ἀναπαύει τὸν λογισμό του ὅτι ἔκανε τὸ καθῆκον του. Ἐνῶ ἐκεῖνος ὁ καημένος εἶχε μόνον αὐτὸ τὸ πεντοχίλιαρο καί, μόλις εἶδε τὸν ζητιάνο, σκίρτησε ἡ καρδιά του καὶ τοῦ τὸ ἔδωσε. Ἂν καὶ ὁ πλούσιος δούλευε λίγο πνευματικά, θὰ εἶχε καὶ ἕναν καλὸ λογισμὸ καὶ θὰ ἔλεγε: «Γιὰ δές, ἔδωσε αὐτὸ ποὺ εἶχε». Ἢ θὰ ἔλεγε: «Θὰ εἶχε δέκα χιλιάδες καὶ ἔδωσε τὶς πέντε χιλιάδες». Ἀλλὰ πῶς νὰ φέρη καλὸ λογισμό, ἀφοῦ δὲν δούλεψε πνευματικά; Σοῦ λέει: «Γιὰ νὰ πετάη ἔτσι τὰ λεφτά, μὲ τὸ φτυάρι τὰ μαζεύει».
Μερικοὶ ἄνθρωποι πάλι, ἐνῶ δίνουν πεντακόσιες ἢ χίλιες δραχμὲς σὲ ἕναν φτωχό, κάνουν ἑβραίικα παζάρια γιὰ πέντε ἢ δέκα δραχμὲς στὸν φτωχὸ ἐργάτη ποὺ τοὺς δούλεψε. Δὲν μπορῶ νὰ καταλάβω: Καλά, δίνεις πεντακοσάρικο καὶ χιλιάρικο σ᾿ ἐκεῖνον ποὺ δὲν ξέρεις καὶ αὐτὸν ποὺ ἔχεις κοντά σου καὶ σὲ βοηθάει τὸν ἀφήνεις νὰ πεινᾶ; Αὐτὸν πρῶτα ἔχεις ὑποχρέωση νὰ ἀγαπήσης καὶ νὰ βοηθήσης. Ἀλλὰ φαίνεται ὅτι ἡ ἐλεημοσύνη αὐτῶν τῶν ἀνθρώπων γίνεται, γιὰ νὰ τοὺς ἐπαινέσουν. Ἢ ἄλλον μπορεῖ νὰ τὸν πᾶνε ἀκόμη καὶ στὸ δικαστήριο γιὰ χίλιες δραχμές, γιατὶ ξεκινᾶνε ἀπὸ μιὰ κοσμικὴ λογική, δῆθεν νὰ μὴν τοὺς θεωρήσουν κορόιδα. Μιὰ θρησκευόμενη γυναίκα μοῦ διηγήθηκε (1) ἕνα περιστατικό. Ἤθελε νὰ ἀγοράση ἕνα φορτιὸ ξύλα ἀπὸ μιὰ γιαγιά, ἡ ὁποία ἔκανε τρεῖς ὧρες δρόμο, γιὰ νὰ τὰ φέρη ἀπὸ τὸ δάσος στὸ χωριό. Ἐκείνη τὴν φορὰ μάλιστα εἶχε κάνει καὶ μισὴ ὥρα ἐπιπλέον, δηλαδὴ τρεισήμισι ὧρες, γιατὶ ἔκανε τὸν κύκλο τῆς στρατώνας, μὴν τὴν πιάση τὸ Δασαρχεῖο. «Πόσο κάνουν;», τὴν ρωτάει ἡ κυρία. «Δεκαπέντε δραχμές», λέει ἡ γιαγιά. «Ὄχι, εἶναι πολλά, τῆς λέει, ἕντεκα δραχμὲς τὰ παίρνω». «Ἔτσι, γιὰ νὰ μὴ μᾶς παίρνουν γιὰ κουτούς, μοῦ λέει, ἐμᾶς τοὺς πνευματικοὺς ἀνθρώπους...». Τῆς ἔκανα μετὰ ἕνα ξεσκόνισμα. Δύο ζῶα εἶχε ἡ γιαγιὰ καὶ εἶχε χάσει δύο μέρες, γιὰ νὰ κερδίση εἴκοσι δύο δραχμές. Ἀντὶ νὰ τῆς ἔδινε καὶ ἕνα εἰκοσάρικο παραπάνω, τῆς ἔκανε ἑβραίικα παζάρια.
1) Τὸ 1958.
|
|
Η ΕΛΕΗΜΟΣΥΝΗ ΠΟΛΥ ΒΟΗΘΑΕΙ ΤΟΥΣ ΚΕΚΟΙΜΗΜΕΝΟΥΣ
Ὁ πλοῦτος φέρνει τὴν καταστροφὴ στὸν ἄνθρωπο, ὅταν δὲν διανέμεται στοὺς φτωχοὺς γιὰ τὴν ψυχή μας καὶ γιὰ τὶς ψυχὲς τῶν πεθαμένων μας. Ἡ ἐλεημοσύνη στοὺς πονεμένους, χῆρες, ὀρφανὰ κ.λπ. πάρα πολὺ βοηθάει καὶ γιὰ τὴν ἀνάπαυση τῶν κεκοιμημένων. Γιατί, ὅταν δίνη κανεὶς ἐλεημοσύνη γιὰ ἕναν κεκοιμημένο, οἱ ἄλλοι λένε: «Θεὸς σχωρέσ᾿ τον. Νὰ ἁγιάσουν τὰ κόκκαλά του». Ἂν τύχη κάποιος νὰ ἔχη ἀρρώστιες, νὰ μὴν μπορῆ νὰ δουλέψη, νὰ ἔχη χρέη, καὶ σὲ μιὰ τέτοια δύσκολη περίσταση τὸν βοηθήσης καὶ πῆς «πάρ᾿ τα γιὰ τὴν ψυχὴ τοῦ τάδε», θὰ πῆ καὶ αὐτός: «Θεὸς σχωρέσ᾿ τον, νὰ ἁγιάσουν τὰ κόκκαλά του!». Κάνουν δηλαδὴ καρδιακὴ προσευχὴ καὶ αὐτὸ εἶναι ποὺ βοηθάει πολὺ τοὺς κεκοιμημένους. Ὅσο μπορεῖ, νὰ γίνη ἡ ἴδια καλύτερη. Αὐτὸ φυσικὰ θὰ βοηθήση καὶ τὴν ἴδια, ἀλλὰ θὰ βοηθήση καὶ τὸν ἄνδρα της, γιατί, ἀφοῦ στεφανώθηκαν, ἔχει μερίδιο καὶ ἐκεῖνος ποὺ πέθανε. Αὐτὸ εἶναι τὸ κυριώτερο ἀπὸ ὅλα· νὰ γίνη καλύτερη. Ἀλλιῶς, μπορεῖ νὰ κάνη καὶ μιὰ καλωσύνη, ἀλλὰ νὰ ἔχη καὶ τὸν χαβᾶ της. Σοῦ λέει: «Ἔκανα τὰ καθήκοντά μου. Ἄλλο τί θέλεις νὰ κάνω;» καὶ μένει ἀδιόρθωτη ἢ καὶ χειροτερεύει.
|
|
ΕΛΕΗΜΟΣΥΝΗ «ΕΝ ΤΩ ΚΡΥΠΤΩ»
Ὁ Χριστὸς τί εἶπε; «Νὰ κρίνετε» (1); Ὁ ἄλλος μπορεῖ νὰ μὴ δίνη στὸν τσιγγάνο, γιατὶ ἔχει ὑπ᾿ ὄψιν του ἕναν ἄρρωστο ποὺ ἔχει μεγάλη ἀνάγκη καὶ θὰ βοηθήση ἐκεῖνον. Τὸν τσιγγάνο κάποιος περαστικὸς θὰ βρεθῆ νὰ τοῦ δώση κάτι, ἐνῶ ἐκεῖνον δὲν θὰ τοῦ δώση κανένας. Πῶς βγάζουν συμπεράσματα, χωρὶς νὰ ξέρουν; Φαρισαϊσμὸς εἶναι, ὅταν κάποιος κάνη τὴν καλωσύνη φανερά, γιὰ νὰ τὸν ἐπαινέσουν.
Θυμᾶμαι, ὅταν ἤμουν τὸ 1957 στὸ Ἰδιόρρυθμο (2), ἔδιναν γιὰ κάθε διακόνημα, ἀνάλογα μὲ τὸ πόσο δύσκολο ἦταν, μιὰ εὐλογία. Ἐπειδὴ τότε ὑπῆρχε στὰ μοναστήρια λειψανδρία, ἦταν μερικοὶ Πατέρες ποὺ εἶχαν δυνάμεις καὶ ἀναλάμβαναν πολλὰ διακονήματα καὶ ἔπαιρναν περισσότερες εὐλογίες, ἀλλὰ τὶς ἔδιναν. Ἦταν ἕνας μοναχὸς ποὺ τὸν ἔλεγαν «σπάγκο», γιατὶ δὲν ἔδινε. Ὅταν πέθανε αὐτὸς ὁ μοναχός, μαζεύτηκαν στὴν κηδεία του ταλαίπωροι ἄνθρωποι ἀπὸ ἐδῶ ἀπὸ τὴν Χαλκιδική, ἀπὸ τὴν Μεγάλη Παναγία, ἀπὸ τὸ Παλαιοχώρι, τὸ Νεοχώρι, καὶ τὸν ἔκλαιγαν. Αὐτοὶ εἶχαν βόδια καὶ κουβαλοῦσαν τὴν ξυλεία, τοὺς γρεντέδες, γιατὶ τότε ἡ μεταφορὰ γινόταν μὲ τὰ βόδια – μὴ βλέπης τώρα ποὺ γίνεται μὲ αὐτοκίνητα, μὲ τριαξονικά! Τί ἔκανε αὐτὸς ὁ καημένος; Μάζευε–μάζευε τὰ χρήματα ποὺ τοῦ ἔδιναν γιὰ τὰ διακονήματα ποὺ ἔκανε καί, ὅταν ἔβλεπε ἕναν οἰκογενειάρχη ποὺ εἶχε μόνον ἕνα βόδι ἢ ψοφοῦσε τὸ βόδι του, τοῦ ἀγόραζε ἕνα βόδι. Καὶ τότε τὸ νὰ ἀγοράσης ἕνα βόδι ἦταν μεγάλο πράγμα· στοίχιζε πέντε χιλιάδες δραχμές, ἀλλὰ τὰ χρήματα ἦταν γερά. Οἱ ἄλλοι Πατέρες ἔδιναν πέντε δραχμὲς στὸν ἕναν φτωχό, δέκα στὸν ἄλλον, κανένα εἰκοσάρικο στὸν ἄλλον, ἔκαναν δηλαδὴ τέτοιες καλωσύνες καὶ φαίνονταν. Ἐκεῖνος καθόλου δὲν φαινόταν, γιατὶ δὲν ἔδινε ὅπως ἔδιναν οἱ ἄλλοι, ἀλλὰ τὰ μάζευε καὶ βοηθοῦσε μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο. Ἔτσι ὅλοι τὸν ἔλεγαν «σπάγκο, σπάγκο» καὶ πῆρε τὸ ὄνομα «σπάγκος», σπαγκοραμμένος δηλαδή! Καὶ τελικά, ὅταν πέθανε, μαζεύτηκαν οἱ καημένοι καὶ ἔκλαιγαν. «Μὲ ἔσωσε!», ἔλεγε ὁ ἕνας, «μὲ ἔσωσε!», ἔλεγε ὁ ἄλλος. Γιατὶ τότε, ἅμα εἶχε ἕνα βόδι κανείς, μετέφερε τὴν ξυλεία καὶ ἔτρεφε τὴν οἰκογένειά του. Τὰ ἔχασαν οἱ Πατέρες! Γι᾿ αὐτὸ λέω, ποῦ ξέρεις τί κάνει ὁ ἄλλος;
Σὲ μιὰ πόλη ξέρετε τί ἔκαναν μιὰ φορά; Μοῦ τὸ ἔλεγε ἕνας γνωστός μου εὐλαβὴς δικηγόρος. Πλησίαζαν Χριστούγεννα καὶ εἶπαν μερικοὶ Χριστιανοὶ νὰ μαζέψουν διάφορα πράγματα, νὰ τὰ κάνουν δέματα καὶ νὰ τὰ μοιράσουν στὴν πλατεία στοὺς φτωχοὺς – ἦταν τότε μετὰ τὴν Κατοχὴ ποὺ οἱ ἄνθρωποι εἶχαν ἀνάγκη. Τοὺς λέει ὁ δικηγόρος: «Ἀφοῦ ξέρουμε ποιοί εἶναι οἱ φτωχοί, καλύτερα νὰ τὰ δώσουμε ἀθόρυβα». «Ὄχι, τοῦ λένε, νὰ τὰ μοιράσουμε στὴν πλατεία εἰς δόξαν Θεοῦ, γιὰ νὰ δοῦν ὅτι ἐνδιαφερόμαστε». «Μὰ δὲν κάνει, τοὺς ξαναλέει αὐτός. Ποῦ τὸ βρήκατε γραμμένο νὰ γίνεται ἔτσι ἡ ἐλεημοσύνη;». Τὸ δικό τους ἐκεῖνοι· «εἰς δόξαν Θεοῦ...». Μὲ κανέναν τρόπο δὲν μποροῦσε νὰ τοὺς πείση. Ἀφοῦ εἶδε καὶ ἀπόκαμε, τοὺς ἄφησε. Συγκέντρωσαν λοιπὸν τὰ δέματα στὴν μεγάλη πλατεία τῆς πόλεως καὶ ἀνακοίνωσαν κιόλας ὅτι ἐκεῖ θὰ μοιράσουν δέματα. Τὸ ἔμαθαν ὅλοι καὶ ὅρμησαν κάτι ἄνθρωποι μπαμπάτσικοι, σὰν γορίλλες, καὶ μάζευαν–μάζευαν, τὰ ἅρπαξαν ὅλα. Καὶ ἔτσι πῆραν τὰ δέματα ὅσοι ἦταν βάρβαροι καὶ δὲν εἶχαν οὔτε ἀνάγκη, καὶ οἱ καημένοι οἱ φτωχοὶ ἔμειναν μὲ ἄδεια χέρια. Μόλις πῆγαν οἱ ὑπεύθυνοι νὰ ἀντιδράσουν, τοὺς ἔδωσαν καὶ ἕνα ξύλο γερὸ «εἰς... δόξαν Θεοῦ!». Βλέπετε πῶς λειτουργοῦν οἱ πνευματικοὶ νόμοι! Σὲ ἕναν κοσμικὸ δικαιολογεῖται καὶ νὰ ὑπερηφανευθῆ καὶ νὰ κάνη διαφήμιση, ἀλλὰ στοὺς πνευματικοὺς ἀνθρώπους πῶς νὰ δικαιολογηθῆ;
Ὅταν ἕνας κοσμικὸς δίνη ἀπὸ καθαρὴ διάθεση καὶ ὄχι ἀπὸ ἀνθρωπαρέσκεια, τότε ὁ Θεὸς δὲν θὰ τὸν ἀφήση, ἀλλὰ κάποτε θὰ μιλήση στὴν καρδιά του. Μοῦ διηγήθηκε μιὰ φορὰ ἕνας γνωστός μου ποὺ ζοῦσε στὴν Ἑλβετία τὸ ἑξῆς περιστατικό: Μιὰ πλούσια ἄθεη κυρία ἦταν τόσο πονόψυχη, ποὺ εἶχε φθάσει σὲ σημεῖο νὰ μοιράση ὅλη τὴν περιουσία της σὲ φτωχοὺς καὶ πονεμένους, καὶ στὸ τέλος ἔμεινε πάμφτωχη. Τότε, ὅσοι εἶχαν βοηθηθῆ, φρόντισαν νὰ μπῆ στὸ καλύτερο Γηροκομεῖο. Παρόλο ὅμως ποὺ ἔκανε τόσες καλωσύνες, παρέμενε ἄθεη. Πήγαιναν νὰ τῆς μιλήσουν γιὰ τὸν Χριστὸ καὶ δὲν δεχόταν συζήτηση. Ἔλεγε πὼς ὁ Χριστὸς δὲν ἦταν τίποτε ἄλλο παρὰ ἕνας καλὸς ἄνθρωπος, ἕνας κοινωνικὸς ἐργάτης, καὶ ἄλλες τέτοιες θεωρίες. Ἴσως καὶ οἱ Χριστιανοὶ ποὺ εἶχε γνωρίσει νὰ μὴν τὴν εἶχαν βοηθήσει, γιὰ νὰ συγκινηθῆ ἀπὸ τὴν ζωή τους. «Κάνε προσευχὴ γι᾿ αὐτὴν τὴν ψυχή», μοῦ ἔλεγε ὁ φίλος μου. Πάντως ἔκανε πολλὴ προσευχὴ καὶ ἐκεῖνος γιὰ τὴν μεταστροφή της. Μετὰ ἀπὸ καιρὸ μοῦ εἶπε ὁ φίλος μου: «Μιὰ μέρα ποὺ πῆγα νὰ τὴν ἐπισκεφθῶ στὸ Γηροκομεῖο, τὴν βρῆκα ὁλότελα ἀλλαγμένη. "Πιστεύω, πιστεύω", φώναζε». Τῆς εἶχε συμβῆ ἕνα γεγονὸς ποὺ τὴν ἀλλοίωσε· ζήτησε μετὰ νὰ βαπτισθῆ.
1) Βλ. Ματθ. 7, 1· Λουκ. 6, 37 καὶ Ἰω. 7, 24. 2) Μονή, ὅπου οἱ μοναχοὶ συμβιώνουν χωρὶς κοινὸ ἡγούμενο καὶ ἀκολουθοῦν προσωπικὸ πρόγραμμα πνευματικῆς ζωῆς καὶ διατροφῆς.
|
|
«ΤΟΥΤΩ ΠΟΙΩΝ ΑΝΘΡΑΚΑΣ ΠΥΡΟΣ ΣΩΡΕΥΣΕΙΣ ΕΠΙ ΤΗΝ ΚΕΦΑΛΗΝ ΑΥΤΟΥ»
Ὁ Χριστὸς εἶπε: «Νὰ δίνουμε σ᾿ αὐτὸν ποὺ μᾶς ζητάει, χωρὶς νὰ ἐξετάζουμε» (1). Καὶ ἂν δὲν ἔχη ἀνάγκη αὐτὸς ποὺ σοῦ ζητάει, πάλι πρέπει νὰ τοῦ δώσης. Νὰ χαίρεσαι ποὺ θὰ τοῦ δώσης. Ὁ Θεὸς «βρέχει ἐπὶ δικαίους καὶ ἀδίκους» (2), ἐμεῖς γιατί νὰ μὴ βοηθήσουμε τὸν πλησίον μας; Μήπως καὶ ἐμεῖς εἴμαστε ἄξιοι γιὰ ὅλα τὰ δῶρα ποὺ μᾶς δίνει ὁ Θεός; Ὁ Θεὸς «οὐ κατὰ τὰς ἀνομίας ἡμῶν ἐποίησεν ἡμῖν, οὐδὲ κατὰ τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν ἀνταπέδωκεν ἡμῖν» (3). Σοῦ ζητάει κάποιος φτωχὸς βοήθεια; Ἀκόμη καὶ ἂν ἀμφιβάλλης γιὰ τὴν κατάστασή του, πάλι νὰ τὸν βοηθήσης μὲ διάκριση, γιὰ νὰ μὴ σὲ πειράξη ὁ λογισμός. Εἶδες τί λέει ὁ Ἀββᾶς Ἰσαάκ; «Καὶ ἔφιππος νὰ σοῦ ζητήση, νὰ τοῦ δώσης» (4). Δὲν ξέρεις σὲ τί κατάσταση εἶναι. Ἐσὺ νὰ πιστεύης αὐτὸ ποὺ σοῦ λέει ὁ ἄλλος καὶ νὰ δίνης ἀνάλογα μὲ αὐτὸ ποὺ σοῦ ζητάει.
Ἐὰν ἔχουμε λ.χ. μόνο χίλιες δραχμὲς καὶ τὶς δώσουμε σὲ ἕναν φτωχὸ καὶ ἀνησυχήσουμε ποὺ δὲν ἔχουμε περισσότερα νὰ δώσουμε, τότε ἐκτὸς ἀπὸ τὴν εὐλογία (τὰ χρήματα ποὺ τοῦ δίνουμε), τοῦ βάζουμε στὴν συνείδησή του τὸν Χριστὸ καὶ τὴν καλὴ ἀνησυχία. Αὐτὴ ἡ πράξη μας θὰ τὸν ἀναστατώση, γιατὶ ὁ νοῦς του συνέχεια θὰ γυρίζη στὸν ἐλεήμονα ἐκεῖνον ποὺ τοῦ ἔδωσε μαζὶ μὲ τὸ χιλιάρικο καὶ τὴν πονεμένη του καρδιά, καὶ θὰ ἀναγκασθῆ νὰ τοῦ στείλη ἀνώνυμα τὰ χρήματα ποὺ τοῦ στέρησε ἢ καὶ ἀκόμη περισσότερα. Σ᾿ ἐμένα ἔχει συμβῆ ἕνα παρόμοιο γεγονός. Μιὰ φορὰ ποὺ βρέθηκα στὴν Θεσσαλονίκη μὲ σταμάτησε μιὰ γυναίκα – φαινόταν σὰν τσιγγάνα – καὶ μοῦ ζήτησε χρήματα γιὰ τὰ παιδιά της, γιατὶ εἶχε ἄρρωστο τὸν ἄνδρα της. Εἶχα μόνον ἕνα πεντακοσάρικο καὶ τῆς τὸ ἔδωσα. «Μὲ συγχωρῆς, τῆς εἶπα, δὲν ἔχω περισσότερα νὰ σοῦ δώσω. Ἂν θέλης, πάρε τὴν διεύθυνσή μου καὶ γράψε μου πῶς πάει ὁ ἄνδρας σου καὶ θὰ προσπαθήσω νὰ σοῦ στείλω ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος περισσότερα». Μετὰ ἀπὸ λίγο καιρὸ ἔλαβα ἕνα γράμμα μὲ ἕνα πεντακοσάρικο ποὺ ἔγραφε: «Σ' εὐχαριστῶ γιὰ τὴν καλωσύνη σου· σοῦ ἐπιστρέφω τὰ χρήματα ποὺ μοῦ ἔδωσες». Ὅταν κανεὶς δίνη ἐλεημοσύνη μὲ πόνο, ὁ ζητιάνος καίγεται ἀπὸ τὴν ἀγάπη, τὸν Χριστό, καὶ θὰ ἀρχίση καὶ αὐτὸς νὰ μοιράζη καὶ νὰ μὴ μαζεύη. Ἀλλὰ καὶ νὰ τύχη ἀκόμη νὰ εἶναι πολὺ σκληρόκαρδος ὁ ζητιάνος καὶ νὰ μαζεύη, ὁ ἴδιος δὲν θὰ χαρῆ ὅσα μάζεψε, ἀλλὰ θὰ οἰκονομήση ὁ Θεὸς νὰ βροῦν τὰ χρήματα τὸν τόπο τους, καὶ σ᾿ αὐτὸν θὰ μείνη μόνον ἡ κούραση καὶ ἡ ταλαιπωρία γιὰ τὸν ἔρανο (νὰ τὸν ὀνομάσουμε ἔτσι) ποὺ ἔκανε γιὰ τοὺς ἄλλους.
(Κανείς) Νὰ δίνη τόσο, ποὺ νὰ μὴν τὸν πειράζη ἡ συνείδησή του. Χρειάζεται διάκριση. Νὰ μὴ δίνη ἑκατὸ καὶ μετὰ στενοχωριέται ποὺ δὲν ἔδωσε πενῆντα. Πολλὴ προσοχὴ χρειάζεται, ὅταν κανεὶς ἔχη ἀγάπη μὲ πολὺ ἐνθουσιασμό. Καλὸ εἶναι νὰ φρενάρη τότε λίγο τὴν ἀγάπη του καὶ τὸν ἐνθουσιασμό του, γιὰ νὰ μὴ μετανοῆ ποὺ ἔδωσε πολλὰ σὲ ἕναν δυστυχισμένο, ἐνῶ ἔπρεπε λιγώτερα, καὶ ἔμεινε μὲ ἄδεια χέρια ὁ ἴδιος. Σιγὰ-σιγὰ θὰ ἀποκτήση πεῖρα καὶ θὰ δίνη ἀνάλογα μὲ τὴν αὐταπάρνηση ποὺ ἔχει.
(Ὅταν ὁ ἄλλος ζητᾶ πράγματα παράλογα) Ἐκεῖ χρειάζεται διάκριση καὶ ξανὰ διάκριση. Ὅταν ἕνας σοῦ ζητᾶ πράγματα, γιὰ νὰ τὰ καμαρώνη, δῶσ᾿ τα. Βλέπεις, ὁ Χριστὸς δὲν εἶπε στὸν Ἰούδα «τί Ἀπόστολος εἶσαι σύ; κόψε τὴν φιλαργυρία σου», ἀλλὰ τοῦ ἔδωσε καὶ τὸ ταμεῖο (5). Ἐὰν ὅμως ἕνας σοῦ ζητᾶ π.χ. ἕνα κουτὶ μαρμελάδα ποὺ ἔχεις, καὶ ἐσὺ ξέρης ὅτι αὐτὸς ἔχει ἕνα κιούπι γεμάτο, ἐνῶ κάποιος ἄλλος δὲν ἔχει καθόλου καὶ ἔχει ἀνάγκη, τότε πὲς σ᾿ αὐτὸν ποὺ ἔχει καὶ ζητάει καὶ ἄλλο: «Ἂν θέλης, ἀδελφέ, δῶσε καὶ ἐσὺ λίγο ἀπὸ αὐτὸ ποὺ ἔχεις στὸν τάδε». Ἂν δὲν ὑπάρχη κάποιος ποὺ νὰ μὴν ἔχη, τότε δῶσ᾿ το, χωρὶς νὰ τοῦ πῆς τίποτε, μιὰ ποὺ σοῦ τὸ ζήτησε. Μπορεῖ ἀπὸ αὐτὸ τὸ δόσιμο, ἂν ὑπάρχη μιὰ χορδὴ εὐαισθησίας μέσα του, νὰ συγκινηθῆ καὶ νὰ διορθωθῆ.
Σ' αὐτὲς τὶς περιπτώσεις δηλαδὴ συμβαίνει αὐτὸ ποὺ ἀναφέρει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «Ὅταν ὁ ἐχθρός σου σοῦ κάνη κακὸ καὶ ἐσὺ τοῦ κάνης καλωσύνη, κάρβουνα ἀναμμένα συσσωρεύεις στὸ κεφάλι του». Αὐτὸ δὲν σημαίνει ὅτι τὸν καῖς, ἀλλά, ὅταν τοῦ κάνης καλωσύνη, τότε ἀρχίζει νὰ δουλεύη μέσα του ἡ ἀγάπη ποὺ εἶναι ὁ Χριστὸς καὶ ἐνεργεῖ ἡ θεία Χάρις. Μετὰ ἀλλοιώνεται ὁ ἄνθρωπος, γιατὶ τὸν πειράζει ἡ συνείδηση, καίγεται δηλαδὴ ἀπὸ τὴν συνείδησή του. Δὲν εἶναι ὅμως σωστὸ νὰ κάνης τὸ καλό, γιὰ νὰ ἐλεγχθῆ ὁ ἄλλος καὶ νὰ συνετισθῆ, γιατὶ καὶ αὐτὸ ἀποδυναμώνει τὸ καλό, ἀλλὰ νὰ τὸ κάνης μὲ ἀγάπη. Ὅταν τὸν ἐκδικῆσαι μὲ τὸ καλό, ἀλλοιώνεται μὲ τὴν καλὴ ἔννοια καὶ διορθώνεται. Ἦταν ἕνας μέθυσος στὴν Κόνιτσα, ποὺ εἶχε καὶ οἰκογένεια, καὶ τοῦ ἔδινα κάτι. Εἶχαν μάθει μερικοὶ ὅτι τὸν βοηθοῦσα τὸν καημένο, γιατὶ καὶ ὁ ἴδιος τὸ ἔλεγε, καὶ μοῦ εἶπαν: «Μὴν τοῦ δίνης· αὐτὸς πίνει». Ἐκεῖνος μοῦ ἔλεγε «δῶσ' μου γιὰ τὰ παιδιά μου», καὶ ἐγώ, ὅταν τοῦ ἔδινα, τοῦ ἔλεγα: «Πάρε αὐτὰ γιὰ τὰ παιδιά σου». Ἤξερα ὅτι πίνει, ἀλλὰ ἤξερα ὅτι αὐτὸς ὁ λόγος θὰ τὸν βοηθήση λίγο· θὰ πηγαίνη νὰ πίνη, ἀλλὰ θὰ σκέφτεται καὶ λίγο τὰ παιδιά του. Ἂν δὲν τοῦ ἔδινα, θὰ βασάνιζε τὴν γυναίκα του, γιατὶ θὰ τῆς ἔπαιρνε ἀπὸ τὰ χρήματα ποὺ ἔβγαζε ἐκείνη – πήγαινε ἡ καημένη καὶ ξενοδούλευε – καὶ θὰ ἔπινε, καὶ τὰ παιδιά του θὰ δυστυχοῦσαν πιὸ πολύ. Ὅταν ὅμως τοῦ ἔλεγα «πάρε γιὰ τὰ παιδιά σου», θυμόταν καὶ λίγο τὰ παιδιά του. Κατάλαβες; Τὸν πονοῦσα, καὶ αὐτὸ ἦταν πολὺ αἰσθητό· δούλευε μέσα του. Πολλοὶ ἔχουν βοηθηθῆ ἔτσι. Μερικοί, ἐπειδὴ τοὺς πείραζε ὕστερα ἡ συνείδηση, ἔστελναν τὰ χρήματα πίσω.
Ἐμεῖς μὲ τὴν λογική μας δὲν ἀφήνουμε τὸν Χριστὸ νὰ δουλέψη. Μάθετε τὸ σωστὸ Εὐαγγέλιο τώρα, ἂν θέλετε νὰ γίνετε ἄνθρωποι «Εὐαγγελικοί», ὄχι Προτεστάντες!
1) Βλ. Ματθ. 5, 42 καὶ Λουκ. 6, 30. 2) Βλ. Ματθ. 5, 45. 3) Βλ. Ψαλμ. 102, 10. 4) Βλ. Ἀββᾶ Ἰσαὰκ τοῦ Σύρου, Οἱ Ἀσκητικοὶ Λόγοι, Λόγος ΚΓ´, σ. 86. 5) Βλ. Ἰω. 12, 6.
ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ ΛΟΓΟΙ Β'- ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΑΦΥΠΝΙΣΗ
|
|