ΠΑΤΕΡΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ

 

ΓΕΡΩΝ ΠΑΪΣΙΟΣ
ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΥ ΠΕΡΝΟΥΜΕ ΕΙΝΑΙ ΠΟΛΥ ΔΥΣΚΟΛΑ

  

«Τα χρόνια ποὺ περνοῦμε εἶναι πολύ δύσκολα καὶ πολύ ἐπικίνδυνα, 

ἀλλὰ τελικά θὰ νικήση ὁ Χριστός».

 

Ὁ περισσότερος κόσμος τῆς ἐποχῆς μᾶς εἶναι μορφωμένος κοσμικά καὶ τρέχει μὲ τὴν κοσμική μεγάλη ταχύτητα. Ἐπειδή ὅμως τοῦ λείπει ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ – «ἀρχή σοφίας φόβος Κυρίου»[1] –, λείπει τὸ φρένο, καὶ μὲ ταχύτητα, χωρίς φρένο, καταλήγει σὲ γκρεμό. Οἱ ἄνθρωποι εἶναι πολύ προβληματισμένοι καὶ οἱ περισσότεροι πολύ ζαλισμένοι. Ἔχουν χάσει τὸν προσανατολισμό τους. Σιγά-σιγὰ  κατευθύνονται πρὸς τὸ νὰ μήν μποροῦν νὰ ἐλέγχουν τὸν ἑαυτό τους. Ἄν αὐτοί ποὺ ἔρχονται στὸ Ἅγιον Ὅρος εἶναι τόσο πολύ συγχυσμένοι, τόσο μπερδεμένοι, μὲ τόσο ἄγχος, σκεφθῆτε οἱ ἄλλοι ποὺ εἶναι μακριά ἀπὸ τὸν Θεό, ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, πώς θὰ εἶναι!

Καὶ βλέπεις σὲ ὅλα τὰ κράτη φουρτούνα, ζάλη μεγάλη! Ὁ καημένος ὁ κόσμος –ὁ Θεὸς νὰ βάλει τὸ χέρι Του! – βράζει σάν τὴν χύτρα ταχύτητος. Καὶ οἱ μεγάλοι πώς τὰ φέρνουν! Μαγειρεύουν-μαγειρεύουν, τὰ ρίχνουν ὅλα στὴν χύτρα ταχύτητος καὶ σφυρίζει τώρα ἡ χύτρα! Θὰ πεταχθῆ σὲ λίγο ἡ βαλβίδα! Εἶπα σὲ κάποιον ποῦ εἶχε μία μεγάλη θέση: «Γιατί μερικά πράγματα δὲν τὰ προσέχετε; Τί θὰ γίνει;». «Πάτερ μου, μοῦ λέει, λίγο χιόνι ἦταν πρῶτα τὸ κακό, τώρα ἔχει γίνει ὁλόκληρη χιονοστιβάδα. Μόνο ἕνα θαῦμα μπορεῖ νὰ βοηθήση». Ἀλλά καὶ μὲ τὸν τρόπο ποὺ πηγαίνουν μερικοί νὰ βοηθήσουν τὴν κατάσταση, κάνουν μεγαλύτερη τὴν χιονοστιβάδα τοῦ κακοῦ. Ἀντί νὰ λάβουν ὁρισμένα μέτρα γιὰ τὴν παιδεία κ.λπ., κάνουν χειρότερα. Δὲν κοιτάζουν πώς νὰ διαλύσουν αὐτήν τὴν χιονοστιβάδα, ἀλλὰ τὴν κάνουν μεγαλύτερη. Βλέπεις, τὸ χιονάκι εἶναι λίγο στὴν ἀρχή. Ἄν κυλήση στὸν κατήφορο, γίνεται ἕνας σβῶλος. Ὁ σβῶλος, καθώς μαζεύει καὶ ἄλλο χιόνι, ξύλα, πέτρες κ.λπ., γίνεται σιγά-σιγὰ  μεγαλύτερος-μεγαλύτερος, καὶ τελικά γίνεται ὁλόκληρη χιονοστιβάδα. Ἔτσι καὶ τὸ κακό λίγο-λίγο ἔχει γίνει πιά χιονοστιβάδα καὶ κυλάει, τώρα θέλει βόμβα γιὰ νὰ σπάση.

 – Ἀγωνιᾶτε, Γέροντα;

 – Ἄχ, τί ἄσπρισαν τὰ γένια μου πρόωρα; Ἐγώ πονάω δυὸ φορές, μία, ὅταν προβλέπω μία κατάσταση καὶ φωνάζω, γιὰ νὰ προλάβουμε ἕνα κακό ποὺ πρόκειται νὰ γίνη, καὶ μία, ὅταν δὲν δίνουν σημασία – ἴσως ὄχι ἀπὸ περιφρόνηση –, καὶ συμβαίνη μετά τὸ κακό καὶ μοῦ ζητοῦν τότε τὴν συμπαράστασή μου. Τώρα καταλαβαίνω τί τραβοῦσαν οἱ Προφῆτες. Μεγαλύτεροι Μάρτυρες ἦταν οἱ Προφῆτες! Πιὸ μεγάλοι Μάρτυρες ἀπὸ ὅλους τους Μάρτυρες, παρ' ὅλου ποὺ δὲν πέθαναν ὅλοι μὲ μαρτυρικό θάνατο. Γιατί οἱ Μάρτυρες γιὰ λίγο ὑπέφεραν, ἐνῶ οἱ Προφῆτες ἔβλεπαν μία κατάσταση καὶ ὑπέφεραν συνέχεια. Φώναζαν-φώναζαν, καὶ οἱ ἄλλοι τὸν χαβά τους. Καὶ ὅταν ἔφθανε ἡ ὥρα καὶ ἐρχόταν ἡ ὀργή τοῦ Θεοῦ ἐξ αἰτίας τους, βασανίζονταν καὶ ἐκεῖνοι μαζί τους. Τουλάχιστον ὅμως τότε τόσο ἔφθανε τὸ μυαλό τῶν ἀνθρώπων. Ἄφηναν τὸν Θεό καὶ προσκυνοῦσαν τὰ εἴδωλα. Σήμερα ποὺ καταλαβαίνουν, εἶναι ἡ μεγαλύτερη εἰδωλολατρία.

Δὲν ἔχουμε συνειδητοποιήσει ὅτι ὁ διάβολος βάλθηκε νὰ καταστρέψη τὰ πλάσματα τοῦ Θεοῦ. Ἔχει κάνει παγοινιά[2], νὰ καταστρέψη τὸν κόσμο. Λύσσαξε, γιατί ἄρχισε νὰ μπαίνη στὸν κόσμο ἡ καλή ἀνησυχία. Εἶναι πολύ ἀγριεμένος, γιατί γνωρίζει ὅτι εἶναι λίγη ἡ δράση του[3]. Τώρα κάνει ὅπως ἕνας ἐγκληματίας πού, ὅταν τὸν κυκλώνουν, λέει: «Δὲν ἔχω σωτηρία! Θὰ μὲ πιάσουν!». καὶ τὰ κάνει ὅλα γυαλιά-καρφιά. Ἤ ὅπως οἱ στρατιῶτες, ποὺ ἐν καιρῶ πολέμου, ὅταν τελειώσουν τὰ πυρομαχικά, βγάζουν τὴν λόγχη ἤ τὸ σπαθί καὶ ρίχνονται καὶ ὅ,τι γίνει. Σοῦ λέει: «Ἔτσι κι ἀλλιῶς χαμένοι εἴμαστε, ἄς σκοτώσουμε ὅσο πιὸ πολλούς μποροῦμε». Ὁ κόσμος καίγεται! Τὸ καταλαβαίνετε; Ἔπεσε πολύς πειρασμός. Τέτοια πυρκαγιά ἔχει βάλει ὁ διάβολος, ποὺ οὔτε ὅλοι οἱ πυροσβέστες ἄν μαζευθοῦν, δὲν μποροῦν νὰ κάνουν τίποτε, ἀναγκάζονται οἱ ἄνθρωποι νὰ στραφοῦν στὸν Θεό καὶ νὰ Τὸν παρακαλέσουν νὰ ρίξη μία βροχή γερή, γιὰ νὰ σβήση. Ἔτσι καὶ γιὰ τὴν πνευματική πυρκαγιά ποὺ ἄναψε ὁ διάβολος, μόνον προσευχή χρειάζεται, γιὰ νὰ βοηθήση ὁ Θεός.

Ὅλος ὁ κόσμος πάει νὰ γίνη μία περίπτωση. Γενικό ξεχαρβάλωμα! Δὲν εἶναι νὰ πῆς: «Σ' ἕνα σπίτι χάλασε λίγο τὸ παράθυρο ἤ κάτι ἄλλο, ἄς τὸ διορθώσω». Ὅλο τὸ σπίτι εἶναι ξεχαρβαλωμένο. Ἔχει γίνει χαλασμένο χωριό. Δὲν ἐλέγχεται πιά ἡ κατάσταση. Μόνον ἀπὸ πάνω, ὅ,τι κάνει ὁ Θεός. Τώρα εἶναι νὰ δουλεύη ὁ Θεὸς μὲ τὸ κατσαβίδι, μὲ χάδια, μὲ σκαμπίλια, νὰ τὸ διορθώση. Μία πληγή ἔχει ὁ κόσμος ποὺ κιτρίνισε καὶ θέλει σπάσιμο, ἀλλὰ ἀκόμη δὲν ὡρίμασε καλά. Πάει νὰ ὡριμάση τὸ κακό, ὅπως τότε στὴν Ἱεριχὼ[4] ποὺ ἦταν γιὰ ἀπολύμανση.

 

ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ: ΛΟΓΟΙ Α’- ΜΕ ΠΟΝΟ ΚΑΙ ΑΓΑΠΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΑΝΘΡΩΠΟ, σελ. 25-28

 

 

Ἀσφάλειες καὶ... ἀνασφάλεια

 

Σήμερα ὁ κόσμος γέμισε ἀσφάλειες-ἀνασφάλειες, ἀλλά, γιὰ νὰ εἶναι ἀπομακρυσμένος ἀπὸ τὸν Χριστό, νιώθει τὴν μεγαλύτερη ἀνασφάλεια. Σὲ καμμιά ἐποχή δὲν ὑπῆρχε ἡ ἀνασφάλεια ποὺ ἔχουν οἱ σημερινοί ἄνθρωποι. Καὶ ἐπειδή δὲν τούς βοηθοῦν οἱ ἀνθρώπινες ἀσφάλειες, τρέχουν τώρα νὰ μποῦν στὸ καράβι τῆς Ἐκκλησίας, γιὰ νὰ νιώσουν πνευματική ἀσφάλεια, γιατί βλέπουν ὅτι τὸ κοσμικό καράβι βούλιαξε. Ἄν ὅμως δοῦν ὅτι καὶ στὸ καράβι τῆς Ἐκκλησίας μπαίνει λίγο νερό, ὅτι καὶ ἐκεῖ ἔχουν πιασθῆ ἀπὸ τὸ κοσμικό πνεῦμα καὶ δὲν ὑπάρχει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, τότε θὰ ἀπογοητευθοῦν οἱ ἄνθρωποι, γιατί δὲν θὰ ἔχουν μετά ἀπὸ ποὺ νὰ πιασθοῦν.

Ὁ κόσμος ὑποφέρει, χάνεται καὶ δυστυχῶς εἶναι ἀναγκασμένοι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι νὰ ζοῦν μέσα σ' αὐτήν τὴν κόλαση τοῦ κόσμου. Νιώθουν οἱ περισσότεροι μία μεγάλη ἐγκατάλειψη, μία ἀδιαφορία – ἰδίως τώρα – ἀπὸ παντοῦ. Δὲν ἔχουν ἀπὸ ποὺ νὰ κρατηθοῦν. Εἶναι αὐτὸ ποὺ λένε: «Ὁ πνιγμένος ἀπ' τὰ μαλλιά τοῦ πιάνεται». Αὐτὸ δείχνει ὅτι ὁ πνιγμένος ζητάει ἀπὸ κάπου νὰ πιασθῆ, νὰ σωθῆ. Βλέπεις, τὸ καράβι βουλιάζει καὶ ὁ ἄλλος πάει νὰ πιασθῆ ἀπὸ τὸ κατάρτι. Μά, ἀφοῦ τὸ καράβι κινδυνεύει νὰ βουλιάξη, δὲν σκέφτεται ὅτι καὶ τὸ κατάρτι θὰ βουλιάξη. Πιάνεται ἀπὸ τὸ κατάρτι καὶ βουλιάζει πιὸ γρήγορα! Θέλω νὰ πῶ ὅτι οἱ ἄνθρωποι ζητοῦν κάπου νὰ ἀκουμπήσουν, ἀπὸ κάπου νὰ πιασθοῦν. Καὶ ἄν δὲν ἔχουν πίστη νὰ ἀκουμπήσουν σ' αὐτήν, ἄν δὲν ἐμπιστευθοῦν στὸν Θεό, ὥστε νὰ ἐγκαταλείψουν τελείως τὸν ἑαυτό τούς σ' Αὐτόν, θὰ βασανίζωνται. Μεγάλη ὑπόθεση ἡ ἐμπιστοσύνη στὸν Θεό!

Τὰ χρόνια ποὺ περνοῦμε εἶναι πολύ δύσκολα καὶ πολύ ἐπικίνδυνα, ἀλλὰ τελικά θὰ νικήσει ὁ Χριστός. Θὰ δῆτε πώς θὰ ἐκτιμήσουν τὴν Ἐκκλησία. Ἀρκεῖ ἐμεῖς νὰ εἴμαστε σωστοί. Θὰ καταλάβουν ὅτι ἀλλιῶς δὲν γίνεται χωριό. Καὶ οἱ πολιτικοί ἔχουν πλέον καταλάβει ὅτι, ἄν κάποιοι μποροῦν νὰ βοηθήσουν τώρα σ' αὐτὸ τὸ τρελλοκομεῖο ποὺ ἔχει γίνει ὁ κόσμος, αὐτοί εἶναι οἱ ἄνθρωποι τῆς Ἐκκλησίας. Μή σᾶς φαίνεται παράξενο! Οἱ πολιτικοί μας σήκωσαν τὰ χέρια. Ἦρθαν στὸ Καλύβι μερικοί καὶ μοῦ εἶπαν: «Οἱ καλόγεροι πρέπει νὰ κάνουν ἱεραποστολή, ἀλλιῶς δὲν γίνεται». Δύσκολα χρόνια! Ἄν γνωρίζατε σὲ τί κατάσταση βρισκόμαστε καὶ τί μᾶς περιμένει!...

 

ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ: ΛΟΓΟΙ Α’- ΜΕ ΠΟΝΟ ΚΑΙ ΑΓΑΠΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΑΝΘΡΩΠΟ, σελ. 29-30

 

 

Ὁ Θεὸς δὲν μᾶς ἐγκαταλείπει

 

Στὴν κατάσταση ποὺ εἶναι σήμερα οἱ ἄνθρωποι, ὅ,τι τούς λέει ὁ λογισμός κάνουν. Ἄλλοι εἶναι μὲ χάπια, ἄλλοι παίρνουν ναρκωτικά... Κάθε τόσο τρεῖς-τέσσερις ξεκινοῦν νὰ κάνουν μία καινούργια θρησκεία. Ἀνάλογα, λίγα γίνονται, ἐγκλήματα, δυστυχήματα κ.λπ. Βοηθάει ὁ Θεός. Ἦρθε ἕνας στὸ Καλύβι καὶ μοῦ λέει: «Ἔχεις καμμιά κιθάρα;». Πίνει χασίς, ἔχει ὄρεξη νὰ μιλάη – δὲν σὲ ρωτάει ἄν ἔχης ἐσύ ὄρεξη – θέλει καὶ μία κιθάρα!! Ἄλλοι βαρέθηκαν τὴν ζωή τους καὶ θέλουν νὰ αὐτοκτονήσουν ἤ νὰ κάνουν κανένα κακό, γιὰ νὰ γίνη σαματάς. Δὲν εἶναι ὅτι τούς περνάει αὐτὸ σάν βλάσφημος λογισμός καὶ τὸν διώχνουν. Βαρέθηκαν τὴν ζωή τους καὶ δὲν ξέρουν τί νὰ κάνουν. Μοῦ εἶπε ἕνας: «Θέλω νὰ μὲ γράψουν οἱ ἐφημερίδες ὅτι εἶμαι ἤρωας». Οἱ ἄλλοι χρησιμοποιοῦν μερικούς τέτοιους καὶ κάνουν τὴν δουλειά τους. Πάλι καλά, ἀνάλογα, λίγα γίνονται.

Τὸ καλό εἶναι ποὺ δὲν μᾶς ἐγκαταλείπει ὁ Θεός. Ὁ Καλός Θεὸς τὸν σημερινό κόσμο τὸν φυλάει μὲ τὰ δύο Του χέρια, παλιότερα μόνο μὲ τὸ ἕνα. Σήμερα, μέσα στούς τόσους κινδύνους ποὺ ζῆ ὁ ἄνθρωπος, ὁ Θεὸς τὸν φυλάει ὅπως ἡ μάνα τὸ μικρό τὸ παιδί, ὅταν ἀρχίζη νὰ περπατάη. Τώρα μᾶς βοηθοῦν πιὸ πολύ ὁ Χριστός, ἡ Παναγία, οἱ Ἅγιοι, ἀλλὰ δὲν τὸ καταλαβαίνουμε. Ποῦ θὰ ἦταν ὁ κόσμος, ἄν δὲν βοηθοῦσαν!... Τὸ μεγαλύτερο ποσοστό τῶν ἀνθρώπων παίρνει χάπια καὶ εἶναι σὲ μία κατάσταση... Ἄλλος μεθυσμένος, ἄλλος ἀπογοητευμένος, ἄλλος ζαλισμένος. Ἄλλος ἀπὸ τούς πόνους ξενυχτισμένος. Ὅλοι αὐτοί βλέπεις νὰ δοηγοῦν αὐτοκίνητα, μοτοσυκλέτες, νὰ κάνουν ἐπικίνδυνες δουλειές, νὰ χειρίζωνται ἐπικίνδυνα μηχανήματα. Εἶναι ὅλοι αὐτοί σὲ κατάσταση νὰ ὁδηγοῦν; Μποροῦσε νὰ εἶχε σακατευθῆ ὁ κόσμος. Πῶς μᾶς φυλάει ὁ Θεὸς καὶ δὲν τὸ καταλαβαίνουμε!

Παλιά, θυμᾶμαι, πήγαιναν οἱ γονεῖς μας στὰ χωράφια καὶ πολλές φορές μᾶς ἄφηναν στὴν γειτόνισσα νὰ μᾶς προσέχη μαζί μὲ τὰ παιδιά τὰ δικά της. Ἀλλά τότε ἦταν ἰσορροπημένα τὰ παιδιά. Μία ματιά ἔρειχνε ἡ γειτόνισσα καὶ ἔκανε τὶς δουλειές της καὶ ἐμεῖς παίζαμε ἥσυχα. Ἔτσι καὶ ὁ Χριστός, ἡ Παναγία, οἱ Ἅγιοι παλιά μὲ μία ματιά παρακολουθοῦσαν τὸν κόσμο. Σήμερα καὶ ὁ Χριστός καὶ ἡ Παναγία καὶ οἱ Ἅγιοι τὸν ἕναν πιάνουν ἀπὸ 'δω, τὸν ἄλλον ἀπὸ 'κει, γιατί οἱ ἄνθρωποι δὲν εἶναι ἰσορροπημένοι. Τώρα εἶναι μία κατάσταση... Θεὸς φυλάξοι! Σάν μία μητέρα νὰ ἔχη δύο-τρία προβληματικά παιδιά, τὸ ἕνα λίγο χαζούλικο, τὸ ἄλλο λίγο ἀλλοίθωρο, τὸ ἄλλο λίγο ἀνάποδο, νὰ ἔχη καὶ κανά-δύο της γειτόνισσας νὰ τὰ προσέχη, καὶ τὸ ἕνα νὰ ἀνεβαίνη ψηλά καὶ νὰ κινδυνεύη νὰ πέση κάτω, τὸ ἄλλο νὰ παίρνη τὸ μαχαίρι νὰ κόψη τὸν λαιμό του, τὸ ἄλλο νὰ πάη νὰ κάνη κακό στὸ ἄλλο, καὶ αὐτή συνέχεια νὰ βρίσκεται σὲ ἐγρήγορση, νὰ τὰ παρακολουθῆ, καὶ ἐκεῖνα νὰ μήν καταλαβαίνουν τὴν ἀγωνία της. Ἔτσι καὶ ὁ κόσμος δὲν καταλαβαίνει τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ. Μὲ τόσα ἐπικίνδυνα μέσα ποὺ ὑπάρχουν σήμερα θὰ εἶχε σακατευθῆ, ἄν δὲν βοηθοῦσε ὁ Θεός. Ἀλλά ἔχουμε καὶ Πατέρα τὸν Θεό καὶ Μάνα τὴν Παναγία καὶ ἀδέλφια τούς Ἁγίους καὶ τούς Ἀγγέλους, ποὺ μᾶς προστατεύουν.

Πόσο μισεῖ ὁ διάβολος τὸ ἀνθρώπινο γένος καὶ θέλει νὰ τὸ ἐξαφανίση! Καὶ ἐμεῖς ξεχνοῦμε μὲ ποιόν παλεύουμε. Νὰ ξέρατε πόσες φορές ὁ διάβολος τύλιξε τὴν γῆ μὲ τὴν οὐρά του, γιὰ νὰ τὴν καταστρέψη! Δὲν τὸν ἀφήνει ὅμως ὁ Θεός, τοῦ χαλάει τὰ σχέδια. Καὶ τὸ κακό ποὺ πάει νὰ κάνη τὸ ταγκαλάκι, ὁ Θεὸς τὸ ἀξιοποιεῖ καὶ βγάζει μεγάλο καλό. Ὁ διάβολος τώρα ὀργώνει, ὁ Χριστός ὅμως θὰ σπείρη τελικά.

Καὶ πάντα βλέπουμε ὅτι ὁ Καλός Θεὸς στὶς μεγάλες δοκιμασίες δὲν ἀφήνει νὰ περάσουν περισσότερες ἀπὸ τρεῖς γενιές, γιὰ νὰ ὑπάρχη προζύμι. Πρίν τὴν Βαβυλώνια αἰχμαλωσία[1] οἱ Ἰσραηλίτες ἔρριξαν σὲ ἕνα ξεροπήγαδο τὴν φωτιά ἀπὸ τὴν τελευταία θυσία ποὺ ἔκαναν, ὥστε νὰ βροῦν μετά ἀπὸ τὴν ἴδια φωτιά καὶ νὰ ἀρχίσουν πάλι τὶς θυσίες. Καὶ πράγματι, μετά ἀπὸ ἑβδομήντα χρόνια, ὅταν ἐπέστρεψαν, βρῆκαν ἀπὸ ἐκείνη τὴν φωτιά καὶ ἄρχισαν τὶς θυσίες. Σὲ κάθε δύσκολη περίοδο δὲν παρασύρονται ὅλοι. Ὁ Θεὸς διατηρεῖ μία ζύμη γιὰ τὶς ἑπόμενες γενιές. Οἱ Κομμουνιστές δούλεψαν ἑβδομήντα πέντε χρόνια καὶ κράτησαν ἑβδομήντα πέντε χρόνια, πάλι τρεῖς γενιές. Οἱ Σιωνιστές πόσα χρόνια ἔχουν ποὺ δουλεύουν, ἀλλὰ οὔτε ἑπτά χρόνια δὲν θὰ κρατήσουν.

 

[1]. Βλ. Β' Μακ. 1, 19-22.

 

ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ: ΛΟΓΟΙ Α’- ΜΕ ΠΟΝΟ ΚΑΙ ΑΓΑΠΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΑΝΘΡΩΠΟ, σελ. 36-38

 

 

Ἔρχονται δύσκολα χρόνια

 

Ὁ Θεὸς ἐπιτρέπει νὰ γίνη τώρα ἕνα τράνταγμα γερό. Ἔρχονται δύσκολα χρόνια. Θὰ ἔχουμε δοκιμασίες μεγάλες... Νὰ τὸ πάρουμε στὰ σοβαρά, νὰ ζήσουμε πνευματικά. Οἱ περιστὰσεις μᾶς ἀναγκάζουν καὶ θὰ μᾶς ἀναγκάσουν νὰ δουλέψουμε πνευματικά. Καλό ὅμως εἶναι νὰ τὸ κάνουμε χαρούμενα καὶ προαιρετικά καὶ ὄχι ἀπὸ θλίψεις, ἀναγκαστικά. Πολλοί Ἅγιοι θὰ παρακαλοῦσαν νὰ ζοῦσαν στὴν ἐποχή μας, γιὰ νὰ ἀγωνισθοῦν. Ἐγώ χαίρομαι ποὺ ἀπειλοῦν μερικοί νὰ μὲ ξεκάνουν, ἐπειδή μιλῶ καὶ τούς χαλῶ τὰ σχέδια. Ὅταν ἀργά τὸ βράδυ ἀκούω στὸ Καλύβι νὰ πηδοῦν μέσα ἀπὸ τὸν φράχτη, χτυπάει γλυκά ἡ καρδιά μου. Ἀλλά ὅταν φωνάζουν: «Ἦρθε τηλεγράφημα, νὰ κάνης προσευχή γιὰ τὸν τάδε ἄρρωστο», λέω: «Αὐτὸ ἦταν; Πάει καὶ αὐτή ἡ εὐκαιρία!...» Ὄχι ὅτι βαρέθηκα τὴν ζωή μου, ἀλλὰ τὸ χαίρομαι. Νὰ χαιρώμαστε ποὺ μᾶς δίνεται αὐτή ἡ εὐκαιρία σήμερα. Εἶναι πολύ μεγάλος μισθός.

Παλιά, ὅταν γινόταν ἕνας πόλεμος, ἦταν ἐν ἀμύνη κανεὶς καὶ πήγαινε νὰ ἀγωνισθῆ, νὰ πολεμήση, γιὰ νὰ ὑπερασπιστή τὴν Πατρίδα του, τὸ ἔθνος του. Τώρα δὲν πᾶμε νὰ ὑπερασπίσουμε τὴν Πατρίδα μας ἤ νὰ ἀγωνισθοῦμε, γιὰ νὰ μή μᾶς κάψουν οἱ βάρβαροι τὰ σπίτια μας ἤ νὰ μή μᾶς πάρουν τὴν ἀδελφή μας καὶ μᾶς ἀτιμάσουν, οὔτε πᾶμε γιὰ ἕνα ἔθνος ἤ γιὰ μία ἰδεολογία. Τώρα πᾶμε ἤ γιὰ τὸν Χριστό ἤ γιὰ τὸν διάβολο. Εἶναι καθαρό μέτωπο. Στὴν Κατοχή γινόσουν ἥρωας, γιατί δὲν χαιρετοῦσες ἕναν Γερμανό. Τώρα γίνεσαι ἥρωας, γιατί δὲν χαιρετᾶς τὸν διάβολο. Πάντως θὰ δοῦμε φοβερά γεγονότα. Θὰ δοθοῦν πνευματικές μάχες. Οἱ Ἅγιοι θὰ ἁγιασθοῦν περισσότερο καὶ οἱ ρυπαροί θὰ γίνουν ρυπαρώτεροι[1]. Νιώθω μέσα μου μία παρηγοριά. Μία μπόρα εἶναι καὶ ὁ ἀγώνας ἔχει ἀξία, γιατί τώρα δὲν ἔχουμε ἐχθρό τὸν Ἀλή Πασά ἤ τὸν Χίτλερ ἤ τὸν Μουσουλίνι, ἀλλὰ τὸν διάβολο. Γι' αὐτὸ θὰ ἔχουμε καὶ οὐράνιο μισθό. Ὁ Θεὸς ἄς ἀξιοποιήση τὸ κακό σὲ καλό σάν Καλός Θεός.

 

[1]. Βλ. Ἀποκ. 22, 11

 

ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ: ΛΟΓΟΙ Α’- ΜΕ ΠΟΝΟ ΚΑΙ ΑΓΑΠΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΑΝΘΡΩΠΟ, σελ. 39-40

 

 

Ἡ ἁμαρτία φέρνει τὶς συμφορές

 

– Ἔρριξες φάρμακο γιὰ τὶς κάμπιες;

– Ἔρριξα, Γέροντα.

– Τόσες καλόγριες οὔτε μία κάμπια δὲν μπορεῖτε νὰ σκοτώσετε! Στὴν Κατοχή, ὅταν εἶχε πέσει ἀκρίδα, εἶχαν βγάλει ἐδῶ στὴν Χαλκιδική τὴν Ἁγία Ζώνη ἀπὸ τὴν Μονή Βατοπεδίου καὶ ἡ ἀκρίδα ἔπεφτε σύννεφα-σύννεφα στὴν θάλασσα. Στὴν Ἤπειρο, θυμᾶμαι, ἦταν σάν τὸ χιόνι. Κάναμε ὅλοι προσωπική ἐργασία, μὲ τὰ σεντόνια τὴν μαζεύαμε καὶ μετά τὴν πετούσαμε. Ἦταν καὶ ἡ πείνα..., μήν τὰ ρωτᾶς! Τί σιτάρια εἶχαν ξαναδώσει, ἀλλὰ εἶχαν σακατευθῆ.

Οἱ ἀκρίδες, οἱ πόλεμοι, ἡ ἀνομβρία, οἱ ἀρρώστιες εἶναι μάστιγα. Ὄχι ὅτι ὁ Θεὸς θέλει νὰ παιδαγωγήση ἔτσι τὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ εἶναι συνέπεια τῆς ἀπομακρύνσεως τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸν Θεό. Ὅλα αὐτὰ  συμβαίνουν, γιατί ξεφεύγει ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὸν Θεό. Ἔρχεται ἡ ὀργή τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ θυμηθῆ ὁ ἄνθρωπος τὸν Θεό καὶ νὰ ζητήση βοήθεια.. δὲν εἶναι ὅτι ὁ Θεὸς τὰ κανονίζει ἔτσι καὶ βγάζει μία διαταγή νὰ ἔρθη κάποια συμφορά στὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ ὁ Θεὸς βλέπει μέχρι ποὺ θὰ φθάση ἡ κακία τῶν ἀνθρώπων καὶ ὅτι δὲν θὰ ἀλλάξουν, καὶ γι' αὐτὸ ἐπιτρέπει νὰ συμβῆ μία συμφορά, γιὰ νὰ συνετισθοῦν. Ὄχι ὅτι τὰ κανόνισε ἔτσι ὁ Θεός.

Στὸν Ἰησοῦ τοῦ Ναυῆ[1] εἶχε πεῖ ὁ Θεὸς νὰ μήν ἐξαφανίσουν μία φυλή, τούς Φιλισταίους, γιατί αὐτή θὰ ἦταν μάστιγα γιὰ τούς Ἑβραίους, ὅταν θὰ ξεχνοῦσαν τὸν Θεό. Ὅταν λοιπόν οἱ Ἑβραῖοι ἀπομακρύνονταν ἀπὸ τὸν Θεό, εἶχε δικαιώματα ὁ διάβο­λος καὶ ἔβαζε τὰ «ξαδέρφιά» του, τούς Φιλισταίους, καὶ ὁρμοῦσαν στούς Ἑβραίους. Ἔ­παιρναν τὰ παιδιά τῶν Ἑβραίων καὶ τὰ χτυποῦσαν πάνω στὴν πέτρα, γιὰ νὰ τὰ σκοτώσουν. Κάποτε ὅμως ποὺ οἱ ἐχθροί ἦρθαν, χωρίς νὰ φταῖνε οἱ Ἰσραηλίτες, πολέμη­σε γι' αὐτούς ὁ Θεός. Ἔρριξε χαλάζι σάν πέτρες[2] καὶ τούς ἐξόντωσε, γιατί τότε οἱ Ἰσραηλίτες δικαιοῦνταν τὴν θεία ἐπέμβαση.

Πόσες ὑποσχέσεις εἶχε δώσει ὁ Θεὸς γιὰ τὸν Ναό τοῦ Σολομῶντος, καὶ ὅμως πόσες φορές κάηκε, ρήμαξε. Ὅταν ξέφευγε ὁ λαός τοῦ Ἰσραήλ, οἱ Προφῆτες φώναζαν-φώναζαν, οἱ Ἰσραηλίτες τίποτε! Ἀνέπαυαν τὸν λογισμό τους: «Ἀφοῦ, ὅταν ἔκτισε ὁ Σολομῶν τὸν Ναό, ἔδωσε τόσες εὐλογίες ὁ Θεὸς καὶ εἶπε ὅτι ἀπὸ ἐδῶ θὰ εὐλογοῦνται καὶ θὰ ἁγιάζωνται ὅλοι οἱ ἄνθρωποι[3], ἄρα θὰ μείνουν ὅλα αὐτά, καὶ τὰ τείχη μας καὶ ὁ Ναός μας. Τέτοια ὑπόσχεση ἔδωσε ὁ Θεός»! Ὁ Θεὸς ἔδωσε τέτοια ὑπόσχεση, ἀλλὰ ἐφόσον καὶ οἱ Ἰσραηλίτες θὰ ζοῦσαν σωστὰ. Εἶχε δώσει Χάρη στὸν Ναό τοῦ Σολομῶ­ντος, ἀλλά, ὅταν οἱ Ἰσραηλίτες δὲν τηροῦσαν τὶς ἐντολές, ἐπέτρεπε καὶ καιγόταν ἤ καταστρεφόταν ὁ Ναός καὶ, ὅταν μετανοοῦσαν, πάλι τὸν ἔχτιζαν. Ὅταν λ.χ. ξέφυγαν ἐπί βασιλέως Σεδεκίου, ἔρχεται ὁ Ναβουχοδονόσορ, βάζει φωτιά στὸν Ναό τοῦ Σολομῶντος, γκρεμίζει καὶ τὰ τείχη, τούς Δὲνει καὶ τούς πηγαίνει στὴν Βαβυλώνα αἰχμάλωτους[4]. Φυσικά, πῆγαν καὶ αὐτοί ποὺ δὲν ἔφταιγαν, ἀλλὰ αὐτοί εἶχαν καθαρό μισθό. Οἱ ἄλλοι ποὺ ἔφταιγαν πολύ, ξόφλησαν. Ὅσοι ἔφταιγαν λίγο καὶ ταλαιπωρή­θηκαν, εἶχαν καὶ λιγάκι μισθό. Ὅταν ἕνας γίνεται αἰτία νὰ ἔρθη ἡ ὀργή τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ ταλαιπωρηθοῦν καὶ ἄλλοι ποὺ δὲν ἔφταιγαν, ἀκόμη καὶ μισθό νὰ ἔχουν, αὐτὸ εἶναι ἐγκληματικό, γιατί οἱ ἄλλοι θὰ κληρονομοῦσαν τὴν Οὐράνια Βασιλεία χωρίς νὰ βασανισθοῦν, ἐνῶ τώρα βασανίζονται.

Πρέπει νὰ ξέρουμε ὅτι οἱ πιστοί ποὺ τηροῦν τὶς ἐντολές τοῦ Θεοῦ δέχονται τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ, καὶ ὁ Θεὸς – πῶς νὰ πῆ κανείς; – εἶναι ὑποχρεωμένος νὰ τούς βοηθάη μέσα σ' αὐτὰ  τὰ δύσκολα χρόνια. Στὴν Ἀμερική εἶχα ἀκούσει πώς παρουσιάσθηκε μία νέα ἀρρώστια[5]. Πολλοί ποὺ ζοῦν μία ἀφύσικη, ἁμαρτωλή ζωή, μολύνονται ἀπὸ αὐτήν καὶ πεθαίνουν. Τώρα ἔμαθα ὅτι παρουσιάσθηκε καὶ ἐδῶ αὐτή ἡ ἀρρώστια. Βλέπετε, δὲν καταστρέφει ὁ Θεὸς τούς ἀνθρώπους, μόνοι τους ἐξαφανίζουν τὸ σόι τους καὶ κατα­στρέφονται. Δὲν εἶναι δηλαδή ὅτι τούς τιμωρεῖ ὁ Θεός, ἀλλὰ τὴν τιμωρία τὴν δημιουρ­γοῦν μόνοι τους μὲ τὴν ἁμαρτωλή ζωή τους. Καὶ βλέπει κανεὶς νὰ ἑξαφανίζωνται ἐκεῖνοι οἱ ἄνθρωποι ποὺ δὲν ἔχει νόημα ἡ ζωή τους.

– Γέροντα, γιατί δὲν βρίσκεται τὸ φάρμακο τοῦ καρκίνου; Δὲν ἐπιτρέπει ὁ Θεὸς ἤ οἱ ἄνθρωποι δὲν ἐπικαλοῦνται τὴν θεία βοήθεια;

– Τὸ κακό εἶναι ὅτι καὶ νὰ βρεθῆ τὸ φάρμακο γιὰ τὸν καρκίνο, θὰ βγῆ ἄλλη ἀρρώστια. Ἦταν ἡ φυματίωση, βρῆκαν τὸ φάρμακο γιὰ τὴν φυματίωση, παρουσιάσθηκε τώρα αὐτή. Καὶ ἄν βοηθήση σ' αὐτή, θὰ βγῆ ἄλλη ἀρρώστια. Οἱ ἴδιοι οἱ ἄνθρωποι θὰ γίνουν αἰτία νὰ παρουσιασθῆ κάποια ἄλλη μετά, καὶ δὲν ἔχει τελειωμό!

 

[1]. Βλ. Ἰ. Ναυῆ 13, 1-2 καὶ Κρίτ. 3, 1-4.

[2]. Βλ. Ἰ. Ναυῆ 10, 11.

[3]. Γ΄ Βασ. 9, 1-9

[4]. Βλ. Δ' Βασ. 24 κ.ε.

[5]. Ὁ Γέροντας ἐννοεῖ τὸ ἔιτζ. (Εἰπώθηκε τὸν Νοέμβριο τοῦ 1984).

 

ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ: ΛΟΓΟΙ Α’- ΜΕ ΠΟΝΟ ΚΑΙ ΑΓΑΠΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΑΝΘΡΩΠΟ, σελ. 113-116

 

 

Ὅ,τι ἐπιτρέπει ὁ Θεὸς εἶναι φιλάνθρωπο


– Γέροντα, γιατί ἐπιτρέπει ὁ Θεὸς νὰ συμβῆ μία συμφορά;

– Ὑπάρχουν πολλές περιπτώσεις. Ἄλλοτε ἐπιτρέπει ὁ Θεὸς κάτι, γιὰ νὰ βγῆ κάτι τὸ καλύτερο, καὶ ἄλλοτε ἐπιτρέπει κάτι γιὰ παιδαγωγία. Ἄλλοι ἀνταμείβονται καὶ ἄλλοι ἐξοφλοῦν, δὲν πάει τίποτε χαμένο. Νὰ ξέρετε πώς ὅ,τι ἐπιτρέπει ὁ Θεός, ἀκόμη καὶ νὰ ἐξοντωθοῦν π.χ. ἄνθρωποι, εἶναι φιλάνθρωπο, γιατί ὁ Θεὸς ἔχει «σπλάγχνα». Ὁ Προ­φήτης Ἠλίας[1] πόσους ἔσφαξε; Τριακόσιους ἱερεῖς τοῦ Βάαλ. Ὅταν τούς εἶπε: «Κά­ντε προσευχή, θὰ κάνω καὶ ἐγώ, καὶ ὅποιου ἡ φωτιά θὰ ἀνάψη ἀπὸ μόνη της, αὐτοῦ ὁ Θεὸς θὰ εἶναι ἀληθινός», ἄρχισαν οἱ εἰρεῖς τοῦ Βάαλ νὰ φωνάζουν: «Ἐπάκουσον, ὁ Θεὸς ἠμῶν, Βάαλ, ἐπάκουσον!». Ἀλλά οὔτε φωνή οὔτε ἀκρόαση. Ὁ Προφήτης Ἠλίας τούς λέει: «Εἶναι ἀπασχολημένος ὁ Θεὸς σας καὶ δὲν σᾶς ἀκούει! Φωνάξτε πιὸ δυνατά!». Ἐκεῖνοι συνέχισαν νὰ φωνάζουν καὶ νὰ ξεσχίζουν, ὅπως συνήθιζαν, τὶς σάρκες τους μὲ μαχαίρια, γιὰ νὰ πονᾶνε, καὶ νὰ φωνάζουν πιὸ δυνατά, γιὰ νὰ τούς ἀκούση ὁ Βάαλ. Ἀφοῦ τελικά δὲν κατόρθωσαν τίποτε, εἶπε ὁ Προφήτης Ἠλίας: «Βρέξτε τὰ δικά μου ξύλα». «Τρισσεύσατε», τούς εἶπε. Ἔρριξαν νερό μία, δυὸ, τρεῖς φορές! Ἀφοῦ ἀπὸ τὸ πολύ νερό εἶχαν γίνει μούσκεμα τὰ ξύλα καὶ ἔτρεχαν ἀπὸ γύρω τὰ νερά. Μόλις προσευ­χή­θηκε ὁ Προφήτης Ἠλίας, ἔπεσε φωτιά ἀπὸ τὸν οὐρανό καὶ κάηκε ὅ,τι εἶχαν στὸ θυσια­στήριο γιὰ νὰ θυσιάσουν, καὶ τὸ ἴδιο τὸ θυσιαστήριο μαζί! Τότε εἶπε: «Πιάστε τούς ἱερεῖς, γιατί παρασύρουν τὸν λαό στὴν εἰδωλολατρία» καὶ τούς ἔσφαξε ὅλους.

Πολλοί λένε: «Καλά, πῶς ἔσφαξε ὁ Προφήτης Ἠλίας τόσους;». Ὁ Θεὸς δὲν εἶναι βάρβαρος οὔτε ὁ Προφήτης ἦταν βάρβαρος. Οἱ ἱερεῖς ὅμως τῶν εἰδώλων εἶχαν πλανήσει ὅλον τὸν κόσμο, ἀφοῦ ἔφθασε ὁ Προφήτης Ἠλίας νὰ πῆ: «Ἔμεινα μόνος μου!». Τόσο πολύ! Ἀλλά καὶ οἱ ἱερεῖς τῶν εἰδώλων περισσότερο ὑπέφεραν ἀπὸ τὰ δικά τους σφαξίματα παρά ἀπὸ τὸ μαχαίρι τοῦ Προφήτη Ἠλία ποὺ ἔδωσε τέλος στὸ μαρτύριό τους. Ὁ πόνος ἀπὸ τὰ δικά τους ξεσχίσματα ἦταν μεγαλύτερος. Γιατί, βλέπεις, ὅ,τι ἐπιτρέπει ὁ Θεὸς εἶναι φιλάνθρωπο, ἐνῶ τὰ σφαξίματα τὰ δικά τους ἦταν ὀδυνηρά.

– Γιατί, Γέροντα, στὴν Παλαιά Διαθήκη ἡ τιμωρία τοῦ Θεοῦ ἦταν τόσο ἄμεση;

– Στὴν Παλαιά Διαθήκη ἐκείνη τὴν γλώσσα, ἐκεῖνον τὸν νόμο καταλάβαιναν. Ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς ἦταν καὶ τότε, ἀλλὰ ἐκεῖνος ὁ νόμος ἦταν γιὰ ἐκείνους τούς ἀνθρώπους ποὺ δὲν καταλάβαιναν ἀλλιῶς. Μή σᾶς φαίνεται ἐκεῖνος ὁ νόμος σκληρός καὶ τὸ Εὐαγγέλιο διαφορετικό. Ἦταν ὁ νόμος ποὺ θὰ ὠφελοῦσε ἐκείνη τὴν ἐποχή. Δὲν ἦταν ὁ νόμος ἐκεῖνος βάρβαρος, ἀλλὰ ἡ γενιά ἐκείνη ἦταν βάρβαρη. Οἱ σημερινοί ἄνθρωποι μπορεῖ νὰ κάνουν μεγαλύτερες βαρβαρότητες, ἀλλὰ τουλάχιστον μποροῦν νὰ καταλάβουν. Τώρα ἕνα κανδήλι κουνιέται καὶ πόσο οἱ ἄνθρωποι συγκλονίζονται! Ἐνῶ, βλέπεις, τότε πόσα ἔκανε ὁ Θεός! Ἔδωσε δέκα μάστιγες στὸν ΦαραὬ, γιὰ νὰ βγάλη τούς Ἰσραηλίτες ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο. Κάνει ξηρά τὴν Ἐρυθρά θάλασσα, γιὰ νὰ περάσουν. Τούς δίνει νεφέλη τὴν ἡμέρα, γιὰ νὰ μήν τούς καίη ὁ ἥλιος, στήλη φωτεινή τὴν νύχτα, γιὰ νὰ τούς ὁδηγῆ. Καὶ μετά ἀπὸ τόσα γεγονότα ἔφθασαν στὸ σημεῖο νὰ ζητήσουν γιὰ Θεό ἕνα χρυσό μοσχάρι[2]! Σήμερα οἱ ἄνθρωποι δὲν θὰ ἔλεγαν ποτέ ὅτι ἕνα μοσχάρι θὰ τούς ὁδηγήση στὴν Γῆ τῆς Ἐπαγγελίας.

 

[1]. Βλ. Γ' Βασ. 18, 17-40.

[2]. Βλ. Ἐξ. 32, 1-6.

 

ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ: ΛΟΓΟΙ Α’- ΜΕ ΠΟΝΟ ΚΑΙ ΑΓΑΠΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΑΝΘΡΩΠΟ, σελ. 116-118

 

 

Τὸν Θεό τὸν βάζουν σήμερα στὴν ἄκρη

 

Ὁ Καλός Θεὸς μᾶς δίνει πλούσιες τὶς εὐλογίες Του. Νὰ μή δείχνουμε ἀχαριστία καὶ Τὸν παροργίζουμε, γιατί ἔρχεται «ἡ ὀργή τοῦ Θεοῦ ἐπί τούς υἱούς τῆς ἀπειθείας»[1] –μή γένοιτο. Στὴν ἐποχή μας δὲν πέρασαν οἱ ἄνθρωποι οὔτε πολέμους οὔτε πείνα καὶ λένε ὅτι δὲν ἔχουν ἀνάγκη καὶ ἀπὸ τὸν Θεό. Τὰ ἔχουν ὅλα καὶ γι' αὐτὸ δὲν ἐκτιμοῦν τίποτε. Ἄν ὅμως ἔρθη δύσκολος καιρός, πείνα κ.λπ., καὶ δὲν ἔχουν τί νὰ φᾶνε, τότε θὰ ἐκτιμήσουν καὶ τὸ ψωμί καὶ τὴν μαρμελάδα καὶ ὅσα θὰ στερηθοῦν. Ἅμα δὲν δοξάζουμε τὸν Θεό, ἐπιτρέπει ὁ Θεὸς νὰ ἔρθη μία δοκιμασία, γιὰ νὰ ἐκτιμήσουμε τὰ πράγματα. Ἐνῶ, ὅταν τὰ ἐκτιμοῦμε, δὲν ἐπιτρέπει ὁ Θεὸς νὰ συμβῆ τίποτε τὸ κακό.

Παλιότερα ποὺ δὲν ὑπῆρχαν αὐτές οἱ μεγάλες εὐκολίες, καὶ ἡ ἐπιστήμη δὲν εἶχε προχωρήσει τόσο, ἀναγκάζονταν οἱ ἄνθρωποι σὲ ὅλες τὶς δυσκολίες νὰ καταφεύγουν στὸν Θεό, καὶ ὁ Θεὸς βοηθοῦσε. Τώρα, ἐπειδή ἡ ἐπιστήμη προχώρησε, τὸν Θεό Τὸν βά­ζουν στὴν ἄκρη. Πᾶνε χωρίς Θεό σήμερα. Ὑπολογίζουν: «Θὰ κάνουμε τοῦτο, θὰ κάνου­με ἐκεῖνο». Σκέφτονται τὴν πυροσβεστική, σκέφτονται τὶς γεωτρήσεις, τὸ ἕνα, τὸ ἄλλο... Ἀλλά χωρίς Θεό τί θὰ κάνουν οἱ ἄνθρωποι; Ὀργή Θεοῦ θὰ φέρουν. Βλέπεις, ὅταν δὲν βρέχη, δὲν λένε: «Θὰ κάνουμε προσευχή», ἀλλὰ «θὰ κάνουμε γεωτρηση». Καὶ τὸ κακό εἶναι ὅτι μὲ αὐτὰ  τὰ μέσα ποὺ ὑπάρχουν, σιγά-σιγὰ  ὄχι μόνον οἱ ἄπιστοι σκέφτονται ἔτσι, ἀλλὰ ἀκόμη καὶ οἱ πιστοί ἀρχίζουν νὰ ξεχνοῦν τὴν δύναμη τοῦ Θεοῦ. Τὸ καλό εἶ­ναι ποὺ μᾶς ἀνέχεται ὁ Θεός. Ἀλλά τὴν Πρόνοια τοῦ θεοῦ οὔτε καν τὴν καταλαβαίνουν οἱ ἄνθρωποι.

Μία παρέα ἔλεγε: «Δὲν ἔχουμε ἀνάγκη ἀπὸ τὸν Θεό, ἔχουμε γεωτρήσεις». Ἐνῶ τώρα πρέπει νὰ παρακαλέσουμε πιὸ πολύ τὸν Θεό νὰ κάνη διπλό θαῦμα, γιατί ἔχουν ἀλλοιώσει τὴν φύση οἱ ἄνθρωποι μὲ αὐτὰ  ποὺ κάνουν. Παρατηροῦσα τὰ σύννεφα, πή­γαιναν ἀλέ-ρετούρ. Μαζεύονταν ἀπὸ ἐδῶ, πήγαιναν ἐκεῖ, μία πάνω-μία κάτω. Φυ­σάει καὶ τὰ παίρνει ὁ ἀέρας τὰ σύννεφα καὶ ἀντί οἱ ἄνθρωποι νὰ ποῦν, «τώρα πρέπει νὰ κάνη διπλό θαῦμα ὁ Θεός, γιὰ νὰ κρατήση τὰ συννεφα», λένε, «δὲν ἔχουμε ἀνάγκη ἀπὸ τὸν Θεό». Εὐτυχῶς ποὺ ὁ Θεὸς δὲν παίρνει τοῖς μετρητοῖς ὅ,τι λέμε, ἀλλιῶς θὰ μᾶς ἔκανε...

Χτυποῦν σὲ βάθος ἑκατό-ἑκατόν πενήντα μέτρα κάτω γιὰ νερό καὶ δὲν βρίσκουν νερό. Στὸ Ναύπλιο χτύπησαν μέχρι ἑκατόν ὀγδόντα μέτρα κάτω καὶ ἔβγαλαν θαλασ­σινό νερό. Ἄλλοι πάλι εἶπαν τὸν Ἔλενο ποταμό νὰ τὸν πάνε στὴν Ἀθήνα. Δέκα χρόνια θέλουν νὰ τὸν πάνε στὴν Ἀθήνα καὶ τί ἔξοδα! Καὶ πάλι θὰ τελειώση τὸ νερό. Δὲν λένε ἕνα «ἤμαρτον» οἱ ἄνθρωποι. Σὲ ἕνα κουσοχώρι, τώρα[2] μὲ τὴν ἀνομβρία, πῆγε ἕνας πολιτικός καὶ τούς εἶπε ὅτι μὲ ἕνα σύστημα θὰ καθαρίσουν τὰ νερά ἀπὸ τούς βόθρους, γιὰ νὰ ἔχουν νερό νὰ πίνουν. Καὶ τὸ θεώρησαν σπουδαία ἰδέα! Αὐτὸ καὶ μόνο σάν λογισμός δὲν στέκει. Δῆτε ποῦ φθάνουν, νὰ πίνουν – μὲ συγχωρῆτε – τὰ οὖρα τούς οἱ ἄνθρωποι! Νὰ τὸ κάνουν αὐτὸ σὲ μία πόλη ποὺ ἔχουν ξεφύγει οἱ ἄνθρωποι, δικαιο­λογεῖται κάπως, γιατί ἔχουν παρασυρθῆ ἀπὸ τὸ κοσμικό πνεῦμα. Ἀλλά σὲ ἕνα κουτσοχώρι τὸ νὰ τούς βρῆ ἕνας σάν λύση νὰ καθαρίζουν τὰ οὔρα τους καὶ νὰ τὰ πίνουν, νὰ τὸ θεωροῦν σπουδαῖο καὶ νὰ μή στρέφουν λίγο τὸ βλέμμα τους στὸν Θεό, νὰ ποῦν ἕνα «ἤμαρτον», γιὰ νὰ ρίξη ὁ Θεὸς νερό, εἶναι φοβερό!

Καὶ στὸ Ἅγιον Ὅρος πῆγαν ἀπὸ ἕνα Μοναστήρι νὰ φυτέψουν πεῦκα, γιὰ νὰ τὰ ἐκμεταλλευθοῦν μετά καὶ νὰ κάνουν χαρτί! Ξεράθηκαν ὅλα, ἦρθε ἡ τιμωρία ἀπὸ τὸν Θεό. Καλά, βρέ παιδί, χαρτοπετσέτες καὶ χαρτί ὑγείας θὰ βγάζει τὸ Ἅγιον Ὅρος; Καταλάβατε; Ἔκαναν τὸν κόπο τὰ φύτεψαν καὶ ὅσα φύτεψαν –ὀργή Θεοῦ! – ξεράθηκαν ὅλα!

– Γέροντα, κατάλαβαν ὅτι δὲν ἦταν σωστό;

– Ἄχ, ποῦ νὰ καταλάβουν! Μετά ἔφεραν μηχανήματα ἀπὸ τὴν Γερμανία, νὰ κάνουν γεώτρηση, νὰ βγάλουν νερό! Χάθηκε καὶ τὸ νερό ποὺ ὑπῆρχε. Βλέπεις, ἅμα φύγη ἡ εὐαισθησία ἡ πνευματική, ποῦ ὁδηγεῖ ἡ ἐμπορική ἀντιμετώπιση; Γι' αὐτὸ σιγά-σιγὰ  χάνεται ἀπὸ τὸν Μοναχισμό αὐτή ἡ εὐλάβεια. Δὲν καταλαβαίνουν ὅτι, ἄν δὲν βρέξη, θὰ χαθοῦν καὶ τὰ νερά ποὺ ὑπάρχουν. Χρησιμοποιοῦν μόνον τὴν λογική, καὶ τὸν Θεό Τὸν βάζουν στὴν ἄκρη.

Ἀναφέρεται στὴν Παλαιά Διαθήκη[3] ὅτι σὲ μία πολιορκία τῆς Σαμαρείας ἀπὸ τούς Σύριους εἶχε τελειώσει καὶ τὸ νερό. Ἔπεσε δυστυχία, ψοφοῦσαν τὰ ζῶα καὶ ἔφθασαν οἱ μητέρες νὰ τρῶνε τὰ παιδιά τους. Πάει ὁ Προφήτης Ἐλλισαιέ στὸν οἰκονόμο τοῦ βασιλιᾶ Ἰωράμ καὶ τοῦ λέει: «Τὰ ζῶα ψόφησαν, οἱ ἄνθρωποι πεθαίνουν ἀπὸ τὴν πείνα, ἀλλὰ ὁ Θεὸς θὰ βοηθήση». Ὁ οἰκονόμος, ποῦ τὰ τακτοποιοῦσε ὅλα μὲ τὴν λο­γική, τοῦ λέει: «Πῶς θὰ βοηθήση; Ἀπὸ τὸν οὐρανό θὰ στείλη ὁ Θεός;». Τότε ὁ Προφήτης τοῦ εἶπε: «Αὔριο ὁ Θεὸς θὰ στείλη βοήθεια, ἀλλὰ ἐσύ δὲν θὰ τὴν χαρής». Καὶ πράγματι τὴν ἑπόμενη μέρα ἔφερε ὁ Θεὸς τέτοιο πανικό στὸ ἐχθρικό στρατόπεδο –ἄκουγαν οἱ ἐχθροί ποδοβολητό ἀλόγων, θόρυβο ἁρμάτων, βούιζαν τὰ αὐτιά τους καὶ νόμιζαν ὅτι ἦραν Αἰγύπτιοι γιὰ ἐνίσχυση – ποὺ τὸ ἔβαλαν στὰ πόδια καὶ ἄφησαν σκηνές, τρόφιμα, ὄπλα, ὅ,τι εἶχαν. Καὶ καθώς ἐπέστρεφαν ἔντρομοι στὴν πατρίδα τους, ἄφηναν στούς δρόμους τὰ ἱμάτια καὶ τὰ πολεμοφόδιά τους. Ἐν τῷ μεταξύ τέσσερις λεπροί Ἰσραηλίτες ποῦ ἦταν ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη, εἶπαν: «Δὲν πᾶμε στὸ ἐχθρικό στρατόπεδο μήπως βροῦμε τίποτε νὰ φᾶμε; Ἔτσι καὶ ἀλλιῶς θὰ πεθάνουμε». Πλησιάζουν μία σκηνή, ἄδεια. Πλησιάζουν ἄλλη, ἄδεια. Πουθενά ἐχθροί! Παίρνουν τρόφιμα, πράγματα, ὁλόκληρα τσουβάλια. Εἰδοποίησαν ὅτι ὀπισθοχώρησαν οἱ ἐχθροί, ἀλλὰ οἱ Ἰσραηλίτες νόμισαν ὅτι εἶναι σχέδιο. «Θα κρύφτηκαν οἱ ἐχθροί, εἶπαν, γιὰ νὰ ἀνοίξουμε τὶς πύλες καὶ νὰ μποῦν μέσα». Τότε ἕνας ἀξιωματικός εἶπε: «Πέντε ζῶα μᾶς ἔμειναν. Δὲν στέλνουμε στρατιῶτες νὰ δοῦν τί συμβαίνει;». Πῆγε κάθε στρατιώτης πρὸς μία κατεύθυνση καὶ, ὅταν ἐπέστρεψαν, εἶπαν: «Οἱ ἐχθροί ἔφυγαν πανικόβλητοι καὶ ἄφησαν ὅ,τι εἴχαν». Τότε ἔτρεξαν ὅλοι οἱ Ἰσραηλίτες νὰ βγοῦν ἀπὸ τὸ κάστρο, γιὰ νὰ πάρουν τρόφιμα κ.λπ. Καὶ καθώς ἔβγαιναν, τσαλαπάτησαν τὸν οἰκονόμο στὴν εἴσοδο τοῦ κάστρου, ποὺ προσπαθοῦσε νὰ ἐπιβάλη τὴν τάξη. Ἔτσι, ὅπως εἶχε πεῖ ὁ Προφήτης Ἐλισαιέ, ὁ οἰκο­νό­μος εἶδε τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ δὲν τὴν χάρηκε. Βλέπετε πῶς ὁ Θεὸς τὰ τακτοποίησε ὅλα;

 

[1]. Ἐφ. 5, 6.

[2]. Εἰπώθηκε τὸν Νοέμβριο τοῦ 1990.

[3]. Βλ. Δ' Βασ. 7

 

ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ: ΛΟΓΟΙ Α’- ΜΕ ΠΟΝΟ ΚΑΙ ΑΓΑΠΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΑΝΘΡΩΠΟ, σελ. 118-121

 

 

Τί κατόρθωσαν σήμερα οἱ ἄνθρωποι...

 

Ὁ πολιτισμός καλός εἶναι, ἀλλά, γιὰ νὰ ὠφελήση, πρέπει νὰ «πολιτισθή» καὶ ἡ ψυχή. Ἀλλιῶς εἶναι καταστροφή. Ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς εἶπε: «Ἀπὸ τούς γραμματισμένους θὰ ἔρθη τὸ κακό»[1]. Παρόλο ποὺ ἡ ἐπιστήμη ἔχει προχωρήσει τόσο πολύ καὶ ἔκανε πρόοδο μεγάλη, ἐν τούτοις μὲ ὅ,τι κάνουν γί ἀνά βοηθήσουν τὸν κόσμο, χωρίς νὰ τὸ καταλαβαίνουν, καταστρέφουν τὸν κόσμο. Ὁ Θεὸς ἄφησε τὸν ἄνθρωπο νὰ κάνη τοῦ κεφαλιοῦ του, ἀφοῦ δὲν Τὸν ἀκούει, καὶ ἔτσι τρώει τὸ κεφάλι του. Καταστρέφεται μόνος του ὁ ἄνθρωπος μὲ αὐτὰ  ποὺ φτιάχνει.

Τί κατόρθωσαν οἱ ἄνθρωποι τοῦ 20ου αἰῶνος μὲ τὸν πολιτισμό! Παλάβωσαν τὸν κόσμο, μόλυναν τὴν ἀτμόσφαιρα, τὰ πάντα. Ἡ ρόδα, ἄν ξεφύγη ἀπὸ τὸν ἄξονα, γυρίζει συνέχεια χωρίς σκοπό. Ἔτσι καὶ οἱ ἄνθρωποι, ἅμα ξεφύγουν ἀπὸ τὴν ἁρμονία τοῦ Θεοῦ, βασανίζονται! Παλιά ὑπέφεραν οἱ ἄνθρωποι ἀπὸ τὸν πόλεμο, σήμερα ὑποφέρουν ἀπὸ τὸν πολιτισμό. Τότε ἔφευγαν ἀπὸ τὶς πόλεις στὰ χωριά ἐξ αἰτίας τοῦ πολέμου καὶ μὲ ἕνα χωραφάκι περνοῦσαν. Τώρα θὰ φύγουν ἀπὸ τὶς πόλεις ἐξ αἰτίας τοῦ πολιτισμοῦ, γιατί δὲν θὰ μποροῦν νὰ ζήσουν μέσα σ' αὐτές. Τότε ὁ πόλεμος ἔφερνε θάνατο. Τώρα ὁ πολιτισμός φέρνει ἀρρώστια.

– Γέροντα, γιατί πλήθυνε τόσο πολύ ὁ καρκίνος;

– Τὸ Τσερνομπίλ κ.λπ. τί ἔκαναν; Ἀπὸ ἐκεῖ εἶναι. Αὐτὰ  κάνουν οἱ ἄνθρωποι... Τί σακατεμένος κόσμος ὑπάρχει! Σὲ ποιά ἐποχή ἦταν τόσοι ἄρρωστοι; Παλιά οἱ ἄνθρωποι δὲν ἦταν ἔτσι. Τώρα, ὅποιο γράμμα ἀνοίξω, καρκίνο ἤ ψυχοπάθεια ἤ ἐγκεφαλικό ἤ διαλυμένες οἰκογένειες, αὐτὰ  θὰ συναντήσω. Ἄλλοτε σπάνια ὑπῆρχε καρκίνος. Βλέ­πεις, ἦταν φυσική ἡ ζωή. Ἄλλο θέμα τί ἐπέτρεπε ὁ Θεός. Ἔτρωγε κανεὶς φυσικές τροφές καὶ ἦταν ὑγιέστατος. Φροῦτα, κρεμμύδια, ντομάτες, ἦταν ὅλα καθαρά. Τώρα καὶ αὐτές οἱ φυσικές τροφές σακατεύουν τὸν ἄνθρωπο. Αὐτοί ποὺ τρῶνε ὅλο τέτοιες τροφές παθαίνουν μεγαλύτερη ζημιά, γιατί ὅλα ἔχουν μολυνθῆ. Ἄν ἦταν παλιά ἔτσι, ἐγώ θὰ πέθαινα ἀπὸ νέος, γιατί σάν καλόγερος ἔτρωγα ὅ,τι εἶχε ὁ κῆπος, πράσα, μαρούλια, κρεμμύδια, λάχανα, ὅλο τέτοια, καὶ ἤμουν μία χαρά. Τώρα ἔχουν λιπάσματα, ραντί­σμα­τα. Τί τρῶνε σήμερα οἱ ἄνθρωποι! Τὸ ἄγχος, οἱ νοθευμένες τροφές ἀρρώστια φέρ­νουν. Ἀχρηστεύεται ὁ κόσμος, ὅταν χρησιμοποιῆ ἀδιάκριτα τὴν ἐπιστήμη.

– Γέροντα, παλιά πῶς ἄντεχαν οἱ ἄνθρωποι περισσότερο στὴν ἄσκηση καὶ ἦταν πιὸ ὑγιεῖς; Βοηθοῦσαν καὶ οἱ τροφές;

– Ναί, γιατί ἦταν οἱ τροφές καθαρές τότε. Αὐτὸ χρειάζεται συζήτηση; Καὶ ὅλα τὰ ἔτρωγαν ὥριμα. Τώρα ὅλα τὰ κόβουν ἄγουρα, γιὰ νὰ μή χαλάσουν, καὶ τὰ ἀφήνουν στὸ ψυγεῖο. Τὰ μαζεύουν πράσινα-πράσινα καὶ τὰ ἀφήνουν νὰ ὡριμάσουν. Ἐνῶ πρῶτα ὡρίμαζε τὸ φροῦτο, ἔπεφτε κάτω ἀπὸ τὸ Δὲνδρο ἤ, μόλις τὸ ἐπίανες, κοβόταν. Ἀλλά ἐκτός ποὺ ἔτρωγαν καλές, ὑγιεινές τροφές – ψωμί καὶ βούτυρο ἤ γάλα ἦταν γιὰ τὸ παιδί γερή τροφή –, δούλευαν καὶ τὸ μυαλό τούς οἱ ἄνθρωποι καὶ καταλάβαιναν, ὅταν πάθαιναν κάτι, ἄν ἦταν ἀπὸ τὶς τροφές. Τώρα καὶ οἱ τροφές εἶναι νοθευμένες καὶ τὸ μυαλό δὲν τὸ δουλεύουν.

Καὶ πόσα ἀπὸ αὐτὰ  ποὺ φτιάχνει τώρα ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἄχρηστα. Τὸ μαλλί σιγά-σιγὰ  τὸ καταργοῦν. Δύσκολα νὰ βρής μάλλινη φανέλλα νὰ κρατᾶ τὸν ἱδρώτα. Φορῶ μία φανέλλα μάλλινη καὶ ἀμέσως καταλαβαίνω ἄν ἔχη συνθετικό, γιατί δὲν μπορῶ νὰ πάρω ἀναπνοή, μὲ πιάνει δυσφορία, πάω νὰ σκάσω! Καὶ τὸ θεωροῦν στέρεο, πιὸ καλό! Τὸ θεωροῦν πρόοδο! Εἶναι ὅμως ὑγιεινά αὐτά; ἔτσι ὅπως τὰ κάνουν εἶναι ἀνθυγιεινά. Καὶ γράφουν «ἁγνό παρθένο μαλλί»! Καὶ θὰ βροῦν καὶ ἄλλες καθαρώτερες λέξεις, γιὰ νὰ τὰ διαφημίζουν! Τὰ πρόβατα τώρα νὰ τὰ ἔχουμε μόνο γιὰ τὸ κρέας, ἀφοῦ φτιάχνουμε μαλλί ἀπὸ πετρέλαιο. Καὶ οἱ μεταξοσκώληκες λένε: «Ἀφοῦ θέλετε καλύτερο μετάξι, φτιάξτε τὸ ἐσεῖς»!

 

[1]. Ἡ πρόρρηση αὐτή τοῦ Ἁγίου Κοσμᾶ ἀναφέρεται στούς μορφωμένους ποὺ δὲν θὰ ἔχουν φόβο Θεοῦ.

 

ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ: ΛΟΓΟΙ Α’- ΜΕ ΠΟΝΟ ΚΑΙ ΑΓΑΠΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΑΝΘΡΩΠΟ, σελ. 132-134

 

 

Νὰ ἁγιάσουμε τὴν γνώση

 

Καλή εἶναι ἡ γνώση, καλή εἶναι καὶ ἡ μόρφωση, ἀλλά, ἄν δὲν ἁγιασθοῦν, εἶναι χαμένα πράγματα καὶ ὁδηγοῦν στὴν καταστροφή. Ἦρθαν μία φορά στὸ Καλύβι μερι­κοί φοιτητές φορτωμένοι μὲ βιβλία καὶ μοῦ λένε: «Ἤρθαμε, Γέροντα, νὰ συζητήσουμε γιὰ τὴν Παλαιά Διαθήκη. Ὁ Θεὸς δὲν ἐπιτρέπει τὴν γνώση;». «Ποιά γνώση, τούς λέω, αὐτή ποῦ ἀποκτιέται μὲ τὸ μυαλό;». «Ναί», μοῦ λένε. «Μά αὐτή ἡ γνώση, τούς λέω, σὲ πάει μέχρι τὸ φεγγάρι, δὲν σὲ ἀνεβάζει στὸν Θεό». Καλές εἶναι οἱ ἐγκεφαλικές δυνάμεις ποὺ ἀνεβάζουν τὸν ἄνθρωπο στὴν σελήνη, μὲ δισεκατομμύρια ἔξοδα καυσίμων κ.λπ., ἀλλὰ καλύτερες εἶναι οἱ πνευματικές δυνάμεις, ποὺ ἀνεβάζουν τὸν ἄνθρωπο στὸν Θεό, ποὺ εἶναι καὶ ὁ προορισμός του, καὶ μὲ λίγα καύσιμα, μὲ ἕνα παξιμάδι. Ρώτησα μία φορά ἕναν Ἀμερικάνο ποῦ ἦρθε στὸ Καλύβι: «Τί κατόρθωμα κάνατε σάν ἔθνος μεγάλο ποῦ εἶστε;». «Πήγαμε στὸ φεγγάρι», μοῦ ἀπάντησε. «Πόσο μακριά εἶναι;», τὸν ρωτάω. «Ἄς ποῦμε, μισό ἑκατομμύριο χιλιόμετρα», μοῦ λέει. «Πόσα ἑκατομμύρια ξοδέψατε, γιὰ νὰ πάτε στὸ φεγγάρι;». «Ἀπὸ τὸ 1950 μέχρι τώρα, μοῦ λέει, ἔχουμε ξοδέψει ποταμούς δολλαρίων». «Στὸν Θεό πήγατε; τὸν ρωτάω. Πόσο μακριά εἶναι ὁ Θεός;». «Ὁ Θεός, μοῦ λέει, εἶναι πολύ μακριά». «Ἐμεῖς ὅμως, τοῦ λέω, μ΄ ἕνα παξιμάδι πᾶμε στὸν Θεό!».

Ἡ φυσική γνώση βοηθάει νὰ ἀποκτήσουμε τὴν πνευματική γνώση. Ὅταν ὅμως ὁ ἄνθρωπος παραμένη στὴν φυσική γνώση, παραμένει στὴν φύση καὶ δὲν ἀνεβαίνει στὸν Οὐρανό. Δηλαδή παραμένει στὸν ἐπίγειο παράδεισο ποὺ ποτιζόταν ἀπὸ τὸν Τίγρη καὶ τὸν Εὐφράτη καὶ χαίρεται τὴν ὄμορφη φύση μὲ τὰ ζῶα, ἀλλὰ δὲν ἀνεβαίνει στὸν οὐράνιο Παράδεισο, νὰ χαρῆ μὲ τούς Ἀγγέλους καὶ τούς Ἁγίους. Γιὰ νὰ ἀνεβοῦμε στὸν οὐράνιο Παράδεισο, εἶναι ἀπαραίτητη ἡ πίστη στὸν Νοικοκύρη τοῦ Παραδείσου, γιὰ νὰ Τὸν ἀγαπήσουμε, νὰ ἀναγνωρίσουμε τὴν ἁμαρτωλότητά μας, νὰ ταπεινωθοῦμε, γιὰ νὰ Τὸν γνωρίσουμε καὶ νὰ συνομιλοῦμε μαζί Του προσευχόμενοι καὶ νὰ Τὸν δοξάζουμε καὶ ὅταν μᾶς βοηθάη καὶ ὅταν μᾶς δοκιμάζη.

 

ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ: ΛΟΓΟΙ Α’- ΜΕ ΠΟΝΟ ΚΑΙ ΑΓΑΠΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΑΝΘΡΩΠΟ, σελ. 214-215

 

 

Ὁ Θεὸς θὰ δώση τὴν λύση

 

Ὁ Καλὸς Θεὸς ὅλα θὰ τὰ οἰκονομήση μὲ τὸν καλύτερο τρόπο, ἀλλὰ χρειάζεται πολλὴ ὑπομονὴ καὶ προσοχή, γιατὶ πολλὲς φορές, μὲ τὸ νὰ βιάζωνται οἱ ἄνθρωποι νὰ ξεμπλέξουν τὰ κουβάρια, τὰ μπλέκουν περισσότερο. Ὁ Θεὸς μὲ ὑπομονὴ τὰ ξεμπλέκει. Δὲν θὰ πάη πολὺ αὐτὴ ἡ κατάσταση. Θὰ πάρη σκούπα ὁ Θεός! Κατὰ τὸ 1860, ἐπειδὴ ὑπῆρχε στὸ Ἅγιον Ὄρος πολὺς τουρκικὸς στρατός, γιὰ ἕνα διάστημα δὲν εἶχε μείνει στὴν Μονὴ Ἰβήρων κανένας μοναχός. Εἶχαν φύγει οἱ Πατέρες, ἄλλοι μὲ τὰ ἅγια Λείψανα, ἄλλοι γιὰ νὰ βοηθήσουν στὴν Ἐπανάσταση. Ἐρχόταν στὸ μοναστήρι μόνον ἕνας μοναχὸς ἀπὸ μακριὰ ποὺ ἄναβε τὰ κανδήλια καὶ σκούπιζε. Μέσα καὶ ἔξω ἀπὸ τὸ μοναστήρι ἦταν τουρκικὸς στρατός, καὶ αὐτὸς ὁ καημένος σκούπιζε καὶ ἔλεγε: «Παναγία μου, τί θὰ γίνη μ' αὐτὴν τὴν κατάσταση;». Μιὰ φορὰ ποὺ προσευχόταν μὲ πόνο στὴν Παναγία, βλέπει νὰ τὸν πλησιάζη μιὰ γυναίκα – ἦταν ἡ Παναγία –  ποὺ ἔλαμπε καὶ τὸ πρόσωπό της ἀκτινοβολοῦσε. Τοῦ παίρνει τὴν σκούπα ἀπὸ τὸ χέρι καὶ τοῦ λέει: «Ἐσὺ δὲν ξέρεις νὰ σκουπίζης καλά· ἐγὼ θὰ σκουπίσω». Καὶ ἄρχισε νὰ σκουπίζη. Ὕστερα ἐξαφανίσθηκε μέσα στὸ Ἱερό. Σὲ τρεῖς μέρες ἔφυγαν ὅλοι οἱ Τοῦρκοι! Τοὺς ἔδιωξε ἡ Παναγία.

Ὁ Θεὸς ὅ,τι δὲν εἶναι σωστὸ θὰ τὸ πετάξη πέρα, ὅπως τὸ μάτι πετάει τὸ σκουπιδάκι. Δουλεύει ὁ διάβολος, ἀλλὰ δουλεύει καὶ ὁ Θεὸς καὶ ἀξιοποιεῖ τὸ κακό, ὥστε νὰ προκύψη ἀπὸ αὐτὸ καλό. Σπάζουν λ.χ. τὰ πλακάκια καὶ ὁ Θεὸς τὰ παίρνει καὶ φτιάχνει ὡραῖο μωσαϊκό. Γι' αὐτὸ μὴ στενοχωρῆσθε καθόλου, διότι πάνω ἀπὸ ὅλα καὶ ἀπὸ ὅλους εἶναι ὁ Θεός, ποὺ κυβερνᾶ τὰ πάντα καὶ θὰ καθίση τὸν καθέναν στὸ σκαμνί, γιὰ νὰ ἀπολογηθῆ γιὰ τὸ τί ἔπραξε, ὁπότε καὶ θὰ τὸν ἀνταμείψη ἀνάλογα. Θὰ ἀμειφθοῦν αὐτοὶ ποὺ θὰ βοηθήσουν μιὰ κατάσταση καὶ θὰ τιμωρηθῆ αὐτὸς ποὺ κάνει τὸ κακό. Τελικὰ ὁ Θεὸς θὰ βάλη τὰ πράγματα στὴν θέση τους, ἀλλὰ ὁ καθένας μας θὰ δώση λόγο γιὰ τὸ τί ἔκανε σ᾿ αὐτὰ τὰ δύσκολα χρόνια μὲ τὴν προσευχή, μὲ τὴν καλωσύνη.

Σήμερα προσπαθοῦν νὰ γκρεμίσουν τὴν πίστη, γι᾿ αὐτὸ ἀφαιροῦν σιγὰ-σιγὰ ἀπὸ καμμιὰ πέτρα, γιὰ νὰ σωριασθῆ τὸ οἰκοδόμημα τῆς πίστεως. Ὅλοι ὅμως εὐθυνόμαστε γιὰ τὸ γκρέμισμα αὐτό· ὄχι μόνον αὐτοὶ ποὺ ἀφαιροῦν τὶς πέτρες καὶ τὸ γκρεμίζουν, ἀλλὰ καὶ ὅσοι βλέπουμε νὰ γκρεμίζεται καὶ δὲν προσπαθοῦμε νὰ τὸ ὑποστυλώσουμε. Ὅποιος σπρώχνει στὸ κακὸ τὸν ἄλλον θὰ δώση λόγο στὸν Θεὸ γι' αὐτό. Καὶ ὁ διπλανὸς ὅμως θὰ δώση λόγο, γιατὶ ἔβλεπε ἐκεῖνον νὰ κάνη κακὸ στὸν συνάνθρωπό του καὶ δὲν ἀντιδροῦσε.

Ὁ κόσμος εὔκολα πιστεύει ἕναν ἄνθρωπο ποὺ ἔχει τὸν τρόπο νὰ πείθη.

 – Ὁ λαός, Γέροντα, εἶναι σὰν θηρίο.

 – Ἐγὼ ἀπὸ τὰ θηρία δὲν ἔχω παράπονο. Βλέπεις, τὰ ζῶα δὲν μποροῦν νὰ κάνουν μεγάλο κακό, γιατὶ δὲν ἔχουν μυαλό, ἐνῶ ὁ ἄνθρωπος ποὺ φεύγει μακριὰ ἀπὸ τὸν Θεὸ γίνεται χειρότερος ἀπὸ τὸ μεγαλύτερο θηρίο! Κάνει μεγάλο κακό. Τὸ δυνατὸ ξίδι γίνεται ἀπὸ τὸ χαλασμένο κρασί. Τὰ ἄλλα τὰ τεχνητὰ ξίδια δὲν εἶναι τόσο δυνατά... Πιὸ φοβερὸ εἶναι, ὅταν ὁ διάβολος συμμαχήση μὲ ἕναν ἄνθρωπο διεστραμμένο· τότε κάνει διπλὸ κακὸ στοὺς ἄλλους, ὅπως ὁ σαρκικὸς λογισμός, ὅταν συμμαχήση μὲ τὴν σάρκα, τότε κάνει μεγαλύτερο κακὸ στὴν σάρκα. Γιὰ νὰ συνεργασθῆ ὁ διάβολος μὲ ἕναν τέτοιο ἄνθρωπο, πρέπει αὐτὸς νὰ εἶναι ὑπολογίσιμος, νὰ ἔχη κακὴ προαίρεση, κακία.

Στὴν συνέχεια, Θεὸς φυλάξοι, αὐτοὶ θὰ φέρουν δυσκολίες, θὰ στριμώξουν ἀνθρώπους, μοναστήρια. Ἡ Ἐκκλησία, ὁ Μοναχισμός, θὰ τοὺς κάνη κακό, γιατὶ θὰ τοὺς ἐμποδίση στὰ σχέδιά τους. Μόνον πνευματικὰ μπορεῖ νὰ ἀντιμετωπισθῆ ἡ σημερινὴ κατάσταση, ὄχι κοσμικά. Θὰ σηκωθῆ ἀκόμη λίγη φουρτούνα, θὰ πετάξη ἔξω κονσερβοκούτια, σκουπίδια, ὅλα τὰ ἄχρηστα, καὶ μετὰ θὰ ξεκαθαρίσουν τὰ πράγματα. Σ' αὐτὴν τὴν κατάσταση θὰ δῆτε, ἄλλοι θὰ ἔχουν καθαρὸ μισθὸ καὶ ἄλλοι θὰ ξοφλοῦν χρέη. Θὰ γίνουν ἔτσι τὰ πράγματα, ποὺ δὲν θὰ στενοχωριέται κανεὶς γιὰ τὴν ταλαιπωρία ποὺ θὰ περνᾶνε – δὲν θὰ λέη φυσικὰ «δόξα σοι ὁ Θεός».

Πόσο ὁ Θεὸς μᾶς ἀγαπᾶ! Αὐτὰ ποὺ γίνονται σήμερα[1] καὶ αὐτὰ ποὺ σκέφτονται νὰ κάνουν, ἂν γίνονταν πρὶν ἀπὸ εἴκοσι χρόνια ποὺ εἶχε περισσότερη πνευματικὴ ἄγνοια ὁ κόσμος, θὰ ἦταν πολὺ δύσκολα. Τώρα ξέρει ὁ κόσμος· ἡ Ἐκκλησία δυνάμωσε. Ὁ Θεὸς ἀγαπάει τὸν ἄνθρωπο, τὸ πλάσμα Του, καὶ θὰ φροντίση γι᾿ αὐτὰ ποὺ τοῦ χρειάζονται, φθάνει ὁ ἄνθρωπος νὰ πιστεύη καὶ νὰ τηρῆ τὶς ἐντολές Του.

 

[1] Εἰπώθηκε τὸν Ἰούνιο τοῦ 1985.

 

ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ: ΛΟΓΟΙ Β’- ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΑΦΥΠΝΙΣΗ, σελ. 19-22

 

 

Βλέπω τί μᾶς περιμένει, γι᾿ αὐτὸ πονάω

 

Περνοῦν τὰ χρόνια καὶ τί δύσκολα χρόνια! Δὲν τελείωσαν τὰ θέματα. Βράζει τὸ καζάνι. Ἂν δὲν εἶναι λίγο δυναμωμένος κανείς, πῶς θὰ μπορέση νὰ ἀντιμετωπίση μιὰ δύσκολη κατάσταση; Ὁ Θεὸς δὲν ἔκανε ἀνεπρόκοπους ἀνθρώπους. Πρέπει νὰ καλλιεργήσουμε τὸ φιλότιμο. Ἀλήθεια, Θεὸς φυλάξοι, ἂν γίνη ἕνα τράνταγμα, πόσοι θὰ σταθοῦν ὄρθιοι;

Γι' αὐτὸ τώρα νὰ εὐχαριστῆτε τὸν Θεὸ γιὰ ὅλα. Κοιτάξτε νὰ ἀνδρωθῆτε. Σφιχτῆτε λιγάκι. Βλέπω τί μᾶς περιμένει, γι᾿ αὐτὸ πονάω. Μὴν ἀφήνετε τὸν ἑαυτό σας χαλαρό. Ξέρετε τί τραβᾶνε ἀλλοῦ οἱ Χριστιανοί[1];

 

[1] Εἰπώθηκε τὸν Μάιο τοῦ 1987.

 

ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ: ΛΟΓΟΙ Β’- ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΑΦΥΠΝΙΣΗ, σελ. 38-39

 

 

Τὰ σημεῖα τῶν καιρῶν[1]

 

 

Γέροντα, πέστε μας κάτι γιὰ τὸν Ἀντίχριστο.

  – Ἂς ποῦμε μιὰ φορὰ γιὰ τὸν Χριστό... Ὅσο μποροῦμε νὰ εἴμαστε κοντὰ στὸν Χριστό. Ἂν εἴμαστε μὲ τὸν Χριστό, τὸν Ἀντίχριστο θὰ φοβηθοῦμε; Μήπως τὸ ἀντίχριστο πνεῦμα δὲν ὑπάρχει τώρα; Τὸ κακὸ οὕτως ἢ ἄλλως τὸ κάνει τὸ ἀντίχριστο πνεῦμα. Καὶ ἂν γεννηθῆ καὶ ἕνα ἀντίχριστο τέρας καὶ κάνη μερικὰ μπανταλά, θὰ γελοιοποιηθῆ στὸ τέλος. Θὰ συμβοῦν ὅμως γεγονότα πολλά. Ἴσως προλάβετε νὰ ζήσετε καὶ ἐσεῖς πολλὰ ἀπὸ τὰ σημεῖα ποὺ γράφει ἡ Ἀποκάλυψη. Σιγὰ-σιγὰ ἀρκετὰ ἀρχίζουν νὰ βγαίνουν. Φωνάζω ὁ ταλαίπωρος πρὶν ἀπὸ πόσα χρόνια! Εἶναι φοβερή, ἐξωφρενικὴ ἡ κατάσταση! Ἡ παλαβομάρα ἔχει ξεπεράσει τὰ ὅρια. Ἦρθε ἡ ἀποστασία καὶ μένει τώρα νὰ ἔρθη «ὁ υἱὸς τῆς ἀπωλείας»[2]. Θὰ γίνη τρελλοκομεῖο. Μέσα στὴν ἀναμπουμπούλα ποὺ θὰ ἐπικρατῆ, θὰ ξεσηκωθῆ κάθε κράτος νὰ κάνη ὅ,τι τοῦ λέει ὁ λογισμός. Ὁ Θεὸς νὰ βάλη τὸ χέρι Του, τὰ συμφέροντα τῶν μεγάλων νὰ εἶναι τέτοια, ποὺ νὰ μᾶς βοηθήσουν. Κάθε λίγο θὰ ἀκοῦμε κάτι καινούργιο. Θὰ βλέπουμε νὰ γίνωνται τὰ πιὸ ἀπίθανα, τὰ πιὸ παράλογα πράγματα. Μόνον ποὺ τὰ γεγονότα θὰ περνᾶνε τάκα-τάκα.

Οἰκουμενισμός, κοινὴ ἀγορά, ἕνα κράτος μεγάλο, μιὰ θρησκεία στὰ μέτρα τους. Αὐτὰ εἶναι σχέδια διαβόλων. Οἱ Σιωνιστὲς ἑτοιμάζουν κάποιον γιὰ Μεσσία. Γι' αὐτοὺς ὁ Μεσσίας εἶναι βασιλιάς, δηλαδὴ θὰ κυβερνήση ἐδῶ στὴν γῆ. Οἱ Ἰεχωβάδες καὶ αὐτοὶ ἀποβλέπουν σὲ ἕναν βασιλιὰ ἐπίγειο. Θὰ παρουσιάσουν οἱ Σιωνιστὲς ἕναν, καὶ οἱ Ἰεχωβάδες θὰ τὸν δεχθοῦν. Θὰ ποῦν «αὐτὸς εἶναι». Θὰ γίνη μεγάλη σύγχυση. Μέσα στὴν σύγχυση αὐτὴ ὅλοι θὰ ζητοῦν ἕναν Μεσσία, γιὰ νὰ τοὺς σώση. Καὶ τότε θὰ παρουσιάσουν κάποιον ποὺ θὰ πῆ: «Ἐγὼ εἶμαι ὁ Ἰμάμης, ἐγὼ εἶμαι ὁ πέμπτος Βούδδας, ἐγὼ εἶμαι ὁ Χριστὸς ποὺ περιμένουν οἱ Χριστιανοί, ἐγὼ εἶμαι αὐτὸς ποὺ περιμένουν οἱ Ἰεχωβάδες, ἐγὼ εἶμαι ὁ Μεσσίας τῶν Ἑβραίων». Πέντε «ἐγὼ» θὰ ἔχη!...

Ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης, ὅταν λέη στὴν πρώτη ἐπιστολὴ «Παιδία,... ὅτι ὁ ἀντίχριστος ἔρχεται, καὶ νῦν ἀντίχριστοι πολλοὶ γεγόνασιν...»[3], δὲν ἐννοεῖ ὅτι καὶ ὁ ἀναμενόμενος Ἀντίχριστος θὰ εἶναι σὰν τοὺς διῶκτες Μαξιμιανοὺς καὶ Διοκλητιανούς, ἀλλὰ ὅτι ὁ Ἀντίχριστος θὰ εἶναι ὁ ἀναμενόμενος κατὰ κάποιον τρόπο ἐνσαρκωμένος διάβολος, ποὺ θὰ παρουσιασθῆ στὸν ἰσραηλιτικὸ λαὸ ὡς Μεσσίας καὶ θὰ πλανήση τὸν κόσμο. Ἔρχονται δύσκολα χρόνια· θὰ ἔχουμε δοκιμασίες μεγάλες. Θὰ ἔχουν μεγάλο διωγμὸ οἱ Χριστιανοί. Καὶ βλέπεις, οἱ ἄνθρωποι οὔτε κἂν καταλαβαίνουν ὅτι ζοῦμε στὰ σημεῖα τῶν καιρῶν, ὅτι προχωρεῖ τὸ σφράγισμα. Εἶναι σὰν νὰ μὴ συμβαίνη τίποτε. Γι᾿ αὐτὸ λέει ἡ Γραφὴ ὅτι θὰ πλανηθοῦν καὶ οἱ ἐκλεκτοί[4]. Ὅσοι δὲν θὰ ἔχουν καλὴ διάθεση, δὲν θὰ φωτισθοῦν καὶ θὰ πλανηθοῦν στὰ χρόνια τῆς ἀποστασίας. Γιατί, ὅποιος δὲν ἔχει τὴν θεία Χάρη, δὲν ἔχει πνευματικὴ διαύγεια, ὅπως καὶ ὁ διάβολος.

 

[1] Ὅσα ἀναφέρονται σ᾿ αὐτὸ τὸ κεφάλαιο ἔχουν εἰπωθῆ ἢ γραφῆ στὴν διάρκεια τῶν ἐτῶν 1981-1994.

[2] Β´ Θεσ. 2, 3.

[3] Α´ Ἰω. 2, 18.

[4] Βλ. Ματθ. 24, 24 καὶ Μάρκ. 13, 22.

 

ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ: ΛΟΓΟΙ Β’- ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΑΦΥΠΝΙΣΗ, σελ. 175-177

 

 

Θὰ ἔρθη καιρὸς ποὺ ὅλοι θὰ πιστέψουν

 

 – Γέροντα, πῶς συμβαίνει ἄνθρωποι πιστοὶ νὰ φθάνουν στὴν ἀθεΐα;

 – Στὸ θέμα αὐτὸ μπορεῖ νὰ ὑπάρχουν δύο περιπτώσεις. Στὴν μία περίπτωση μπορεῖ νὰ ἦταν κανεὶς πολὺ πιστός, νὰ ἐνήργησε ἡ δύναμη τοῦ Θεοῦ στὴν ζωή του μὲ πολλὰ χειροπιαστὰ γεγονότα, καὶ ὕστερα νὰ ἔφθασε σὲ μιὰ θόλωση στὸ θέμα τῆς πίστεως. Αὐτὸ συμβαίνει, ὅταν λ.χ. κάνη κανεὶς ἄσκηση ἀδιάκριτη μὲ ἐγωισμό, πιάνη δηλαδὴ ξερὰ τὴν πνευματικὴ ζωή. «Τί ἔκανε ὁ τάδε Ἅγιος; λέει, θὰ τὸ κάνω καὶ ἐγώ», καὶ ἀρχίζει νὰ κάνη μιὰ ἀδιάκριτη ἄσκηση. Σιγὰ-σιγὰ ὅμως, χωρὶς νὰ τὸ καταλάβη, δημιουργεῖται μέσα του μιὰ ψευδαίσθηση ὅτι, ἂν δὲν ἔφθασε στὰ μέτρα τοῦ τάδε Ἁγίου, κάπου ἐκεῖ κοντὰ πρέπει νὰ εἶναι. Ἔτσι συνεχίζει τὴν ἄσκηση. Ἀλλά, ἐνῶ πρὶν ἀπὸ αὐτὸν τὸν λογισμὸ τὸν βοηθοῦσε ἡ θεία Χάρις, τώρα ἀρχίζει νὰ τὸν ἐγκαταλείπη. Γιατί, τί δουλειὰ ἔχει μὲ τὴν ὑπερηφάνεια ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ; Ὁπότε δὲν μπορεῖ πιὰ νὰ κάνη τὴν ἄσκηση ποὺ ἔκανε προηγουμένως καὶ ζορίζει τὸν ἑαυτό του. Μὲ τὸ ζόρισμα ὅμως δημιουργεῖται ἄγχος.    Ἔρχεται καὶ ἡ ὑπερηφάνεια ποὺ εἶναι μιὰ ἀντάρα καὶ τοῦ δημιουργεῖ μιὰ θόλωση. Καὶ ἐνῶ εἶχε κάνει τόσα καὶ εἶχε ἐνεργήσει ἡ θεία Χάρις καὶ εἶχε γεγονότα, ἀρχίζει σιγὰ-σιγὰ νὰ ἔχη λογισμοὺς ἀπιστίας καὶ νὰ ἀμφιβάλλη γιὰ τὴν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ.

Ἡ δεύτερη περίπτωση εἶναι, ὅταν θελήση ἕνας ἀγράμματος νὰ ἀσχοληθῆ μὲ τὸ δόγμα. Ἔ, αὐτὸς δὲν εἶναι καλά! Ἄλλο νὰ ρίξη μιὰ ματιά, γιὰ νὰ γνωρίση τὸ δόγμα. Ἀλλὰ καὶ ἕνας μορφωμένος ἂν πάη ὑπερήφανα νὰ ἀσχοληθῆ μὲ τὸ δόγμα, καὶ αὐτόν, ἐπειδὴ ἔχει ὑπερηφάνεια, θὰ τὸν ἐγκαταλείψη ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ, καὶ θὰ ἀρχίση νὰ ἔχη ἀμφιβολίες. Δὲν μιλάω φυσικὰ γιὰ ἕναν ποὺ ἔχει εὐλάβεια. Αὐτὸς καὶ μορφωμένος νὰ μὴν εἶναι, μπορεῖ νὰ ρίξη μιὰ ματιὰ μὲ διάκριση, μέχρι ἐκεῖ ποὺ μπορεῖ νὰ ἐξετάση, καὶ νὰ κατανοήση τὸ δόγμα. Ἀλλὰ ἕνας ποὺ δὲν ἔχει πνευματικότητα καὶ πάει νὰ ἀσχοληθῆ μὲ τὰ δογματικά, αὐτός, καὶ ἂν πίστευε λίγο, μετὰ δὲν θὰ πιστεύη καθόλου.

 – Γέροντα, ἡ ἀπιστία ἔχει ἐξαπλωθῆ πολὺ στὴν ἐποχή μας.

 – Ναί, ἀλλὰ συχνὰ βλέπει κανεὶς καὶ σ᾿ αὐτοὺς ἀκόμη ποὺ λένε ὅτι δὲν πιστεύουν στὸν Θεὸ νὰ ὑπάρχη μέσα τους κρυμμένη λίγη πίστη. Μιὰ φορὰ μοῦ εἶπε ἕνα παλληκάρι: «Δὲν πιστεύω ὅτι ὑπάρχει Θεός». «Ἔλα πιὸ κοντά, τοῦ εἶπα. Ἀκοῦς τὸ ἀηδόνι ποὺ κελαηδάει; Ποιός τοῦ ἔδωσε τὸ χάρισμα αὐτό;». Τὸ καημένο ἕνα κι ἕνα συγκινήθηκε. Ἔφυγε ἐκείνη ἡ σκληράδα τῆς ἀπιστίας καὶ ἄλλαξε τὸ προσωπάκι του. Ἄλλη φορὰ εἶχαν ἔρθει δύο ἐπισκέπτες στὸ Καλύβι. Ἦταν περίπου σαράντα πέντε χρονῶν καὶ ζοῦσαν πολὺ κοσμικὴ ζωή. Ὅπως ἐμεῖς οἱ μοναχοὶ λέμε «ἀφοῦ εἶναι μάταιη αὐτὴ ἡ ζωή, τὰ ἀρνούμαστε ὅλα», ἔτσι καὶ ἐκεῖνοι, ἀπὸ τὴν ἀντίθετη πλευρά, εἶπαν «δὲν ὑπάρχει ἄλλη ζωὴ» καί, ὅταν ἦταν νέοι, ἄφησαν τὶς σπουδές τους καὶ ρίχτηκαν στὴν κοσμικὴ ζωή. Ἔφθασαν σὲ σημεῖο νὰ γίνουν ψυχικὰ καὶ σωματικὰ ράκη. Ὁ πατέρας τοῦ ἑνὸς πέθανε ἀπὸ τὴν στενοχώρια. Ὁ ἄλλος κατέστρεψε τὴν περιουσία τῆς μάνας του καὶ τὴν ἔκανε καρδιακιά. Μετὰ ἀπὸ τὴν συζήτηση ποὺ κάναμε, εἶδαν τὰ πράγματα ἀλλιῶς. «Ἐμεῖς ἀχρηστευθήκαμε», ἔλεγαν. Ἔδωσα στὸν ἕναν μιὰ εἰκόνα γιὰ τὴν μάνα του. Πῆγα νὰ δώσω καὶ στὸν ἄλλο μία εἰκόνα, ἀλλὰ δὲν τὴν ἔπαιρνε. «Δῶσε μου ἕνα σανιδάκι ἀπὸ αὐτὰ ποὺ πριονίζεις, μοῦ λέει. Δὲν πιστεύω στὸν Θεό· στοὺς Ἁγίους πιστεύω». Τότε τοῦ εἶπα: «Ἢ καθρέφτης εἶναι κανεὶς ἢ καπάκι ἀπὸ κονσερβοκούτι, ἂν δὲν πέσουν οἱ ἀκτίνες τοῦ ἥλιου ἐπάνω του, δὲν γυαλίζει. Οἱ Ἅγιοι ἔλαμψαν μὲ τὶς ἀκτίνες τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ, ὅπως τὰ ἀστέρια παίρνουν φῶς ἀπὸ τὸν ἥλιο».

Τοὺς καημένους τοὺς νέους τοὺς ζαλίζουν μὲ διάφορες θεωρίες. Εἶχα προσέξει ἐκεῖ στὸ Καλύβι ὅτι συνήθως δύο μαρξιστὲς πενηντάρηδες ἔμπαιναν στὰ γκροὺπ τῶν νέων, γιὰ νὰ τοὺς ζαλίζουν. Οἱ μαρξιστὲς δὲν πιστεύουν καί, ὅταν πᾶς νὰ τοὺς ἀποδείξης τὴν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ, κρίνουν τὸν Θεὸ καὶ εἶναι ὅλο ἐρωτήσεις· «γιατί αὐτό, γιατί ἐκεῖνο κ.λπ.». Ὁ Προφήτης Ἠσαΐας λέει ὅτι αὐτοὶ ποὺ δὲν θέλουν νὰ σωθοῦν, δὲν καταλαβαίνουν[1]. Μιὰ φορὰ τοὺς εἶπα: «Βλέπετε τὰ ἀστέρια; Αὐτὰ δὲν εἶναι βιδωμένα· κάποιος τὰ κρατᾶ στὸ στερέωμα. Γιὰ τὸν Χριστό, ὅσα εἶπαν οἱ Προφῆτες ἐκπληρώθηκαν. Ἔχουμε τόσους Μάρτυρες, ποὺ ἦταν πρὶν πολὺ ἄπιστοι, δήμιοι, εἰδωλολάτρες, καὶ μετὰ πίστεψαν στὸν Χριστὸ καὶ μαρτύρησαν. Μερικοὺς τοὺς ἔκοβαν τὴν γλῶσσα, γιὰ νὰ μὴ μιλᾶνε γιὰ τὸν Χριστό, καὶ μὲ κομμένη γλῶσσα μιλοῦσαν καλύτερα! Κάθε μέρα ἔχουμε τόσους Ἁγίους ποὺ ἑορτάζουν! Εἶναι ζωντανὴ ἡ παρουσία τῶν Ἁγίων. Καὶ ὅταν ἀκόμη ἐμεῖς δὲν τοὺς βρίσκουμε, ἐκεῖνοι μᾶς βρίσκουν! Πολλοὶ ἀσκητὲς στὴν ἔρημο, ποὺ δὲν ἔχουν ἡμερολόγιο καὶ δὲν ξέρουν ποιός Ἅγιος γιορτάζει, λένε «Ἅγιοι τῆς ἡμέρας, πρεσβεύσατε ὑπὲρ ἡμῶν» καὶ παρουσιάζονται οἱ Ἅγιοι καὶ τοὺς φανερώνουν καὶ τὸ ὄνομά τους· καὶ μάλιστα εἶναι Ἅγιοι μὲ δύσκολα ὀνόματα. Κοιτᾶνε ὕστερα οἱ ἀσκητὲς τὸ ἡμερολόγιο καὶ βλέπουν ὅτι γιορτάζουν ἐκείνη τὴν ἡμέρα οἱ Ἅγιοι ποὺ τοὺς παρουσιάσθηκαν[2]. Αὐτὸ πῶς τὸ βλέπετε;». Μετὰ μοῦ εἶπαν: «Γιατί πᾶνε οἱ Ἅγιοι στοὺς καλογήρους καὶ δὲν πᾶνε νὰ βοηθήσουν τὸν λαὸ ποὺ ἔχει ἀνάγκη;». «Μὲ τί ἤρθατε ἐδῶ, παλληκάρια; τὰ ρώτησα· μὲ τὸ ἀεροπλάνο;». «Ὄχι, μὲ τὸ αὐτοκίνητο», μοῦ λένε. «Ἐντάξει· στὸν δρόμο ποὺ ἐρχόσασταν, πόσα προσκυνητάρια εἴδατε; Αὐτὰ δὲν φύτρωσαν μὲ τὰ πρωτοβρόχια. Βοηθήθηκαν οἱ ἄνθρωποι ἀπὸ τοὺς Ἁγίους καὶ ἀπὸ εὐλάβεια τὰ ἔφτιαξαν, καὶ ἀνάβουν καὶ τὰ κανδήλια. Οἱ πνευματικοὶ ἄνθρωποι, ὅσο πετοῦν τὰ ὑλικά, τόσο ἀνεβαίνουν. Οἱ ὑλιστές, καὶ αὐτοὶ κάτι ἀπολαμβάνουν· φτιάχνουν π.χ. τόσα κύπελλα, παίρνουν τόσα χρήματα· ἅμα φτιάξουν περισσότερα, παίρνουν περισσότερα. Ἐσεῖς μόνον τὴν προπαγάνδα κάνετε καὶ σταματᾶτε ἐκεῖ· δὲν ἔχετε τίποτε νὰ ἀπολαύσετε. Εἶστε οἱ πιὸ ταλαίπωροι, διότι, ὅταν πετύχετε αὐτὸ ποὺ θέλετε, δὲν θὰ ἔχετε κανένα ἄλλο ἰδανικό, μόνον τὸ βάσανο τῆς μαρξιστικῆς σκλαβιᾶς». Στὸ τέλος μοῦ εἶπαν: «Εἶσαι πολὺ καλὸς ἄνθρωπος, δίκαιος, σοφός...».

 

Πάντως εἴτε τὸ θέλουν οἱ ἄνθρωποι εἴτε δὲν τὸ θέλουν, θὰ ἔρθη καιρὸς ποὺ ὅλοι θὰ πιστέψουν, γιατὶ θὰ φθάσουν σὲ ἀδιέξοδο καὶ θὰ ἐπέμβη ὁ Χριστός.

 

[1] Πρβ. Ἠσ. 6, 9-10.

[2] Στὶς 3-6-1979, ἐπειδὴ ὁ Γέροντας δὲν θυμόταν ποιός Ἅγιος γιόρταζε ἐκείνη τὴν ἡμέρα καὶ δὲν ἔβρισκε τὰ γυαλιά του, γιὰ νὰ δῆ στὸ ἡμερολόγιο – μόλις τότε εἶχε ἐγκατασταθῆ στὸ Καλύβι «Παναγούδα» καὶ ἀκόμη δὲν εἶχε τακτοποιηθῆ –, ἔκανε κομποσχοίνι λέγοντας «Ἅγιοι τῆς ἡμέρας, πρεσβεύσατε ὑπὲρ ἡμῶν». Τότε τὸν ἐπισκέφθηκε ὁ Ἅγιος Λουκιλλιανὸς ποὺ γιορτάζει ἐκείνη τὴν ἡμέρα καὶ τοῦ ἐπανέλαβε τρεῖς φορὲς τὸ δύσκολο ὄνομά του.

 

ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ: ΛΟΓΟΙ Β’- ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΑΦΥΠΝΙΣΗ, σελ. 276-280