ΠΑΤΕΡΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ |
|
|
|
ΓΕΡΩΝ
ΠΑΪΣΙΟΣ |
|
Ο ΜΟΝΑΧΟΣ ΕΙΝΑΙ ΦΑΡΟΣ ΠΑΝΩ ΣΤΑ ΒΡΑΧΙΑ
Ἔργο τοῦ μοναχοῦ εἶναι νὰ γίνη δοχεῖο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Νὰ κάνη τὴν καρδιά του εὐαίσθητη σὰν τὸ φύλλο τοῦ χρυσοῦ τῶν ἁγιογράφων. Ὅλο τὸ ἔργο τοῦ μοναχοῦ εἶναι ἀγάπη, ὅπως καὶ τὸ ξεκίνημά του γίνεται ἀπὸ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεό, ἡ ὁποία ἔχει καὶ τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν πλησίον. Ὁ μοναχὸς μελετάει τὴν δυστυχία τῆς κοινωνίας, πονάει ἡ καρδιά του καὶ προσεύχεται συνεχῶς καρδιακὰ γιὰ τὸν κόσμο. Ἔτσι ἐλεεῖ τὸν κόσμο μὲ τὴν προσευχή. Ὑπάρχουν μοναχοὶ ποὺ βοηθοῦν τοὺς ἀνθρώπους περισσότερο ἀπὸ ὅσο θὰ τοὺς βοηθοῦσε ὅλος ὁ κόσμος μαζί. Ἕνας κοσμικὸς λ.χ. προσφέρει δύο πορτοκάλλια ἢ ἕνα κιλὸ ρύζι σὲ κάποιον φτωχό, πολλὲς φορὲς μόνο γιὰ νὰ τὸν δοῦν οἱ ἄλλοι, καὶ κατακρίνει μάλιστα, γιατὶ οἱ ἄλλοι δὲν ἔδωσαν. Ὁ μοναχὸς ὅμως βοηθάει μὲ τόννους σιωπηλὰ μὲ τὴν προσευχή του.
Ὁ μοναχὸς δὲν βάζει δικά του σχέδια καὶ προγράμματα κοσμικὰ γιὰ ἱεραποστολές, ἀλλὰ προχωρεῖ χωρὶς κανένα δικό του σχέδιο καὶ ὁ Καλὸς Θεὸς τὸν περνάει στὸ σχέδιο τὸ δικό Του, τὸ θεϊκό, καί, ἂν χρειασθῆ γιὰ ἱεραποστολή, τὸν στέλνει ὁ Θεὸς μὲ θεῖο τρόπο. Δὲν ζητάει ὁ Θεὸς ἀπὸ τοὺς μοναχοὺς νὰ βγοῦν στὸν κόσμο, γιὰ νὰ κρατοῦν τοὺς ἀνθρώπους νὰ περπατοῦν, ἀλλὰ ζητάει νὰ τοὺς δώσουν τὸ φῶς μὲ τὸ βίωμά τους, γιὰ νὰ ὁδηγηθοῦν στὴν αἰώνια ζωή. Ὁ μοναχὸς δηλαδὴ δὲν ἔχει ὡς ἀποστολὴ νὰ βοηθήση τὸν κόσμο μὲ τὸ νὰ βρίσκεται μέσα στὸν κόσμο. Φεύγει μακριὰ ἀπὸ τὸν κόσμο, ὄχι γιατὶ μισεῖ τὸν κόσμο, ἀλλὰ γιατὶ ἀγαπάει τὸν κόσμο, καὶ ζώντας μακριὰ ἀπὸ τὸν κόσμο, θὰ τὸν βοηθήση μὲ τὴν προσευχή του σὲ ὅ,τι δὲν γίνεται ἀνθρωπίνως παρὰ μόνο μὲ θεϊκὴ ἐπέμβαση. Γι' αὐτὸ ὁ μοναχὸς πρέπει νὰ βρίσκεται σὲ διαρκῆ ἐπικοινωνία μὲ τὸν Θεό, νὰ παίρνη σήματα καὶ νὰ δείχνη στοὺς ἀνθρώπους τὸν δρόμο πρὸς τὸν Θεό.
Δὲν μποροῦσα νὰ καταλάβω πῶς δικαιολογοῦν μερικὰ πράγματα οἱ Ρωμαιοκαθολικοί. Μοῦ λύθηκε ἡ ἀπορία πρὶν ἀπὸ λίγο καιρό, ὅταν πέρασαν ἀπὸ τὸ Καλύβι δύο Ρωμαιοκαθολικοὶ ἀρχιτέκτονες ἀπὸ τὴν Ρώμη. Εἶχαν ἄγνοια ἀλλὰ καλὴ διάθεση. «Τί κάνουν οἱ μοναχοί, μοῦ λένε, καὶ κάθονται ἐδῶ; Γιατί δὲν πηγαίνουν στὸν κόσμο νὰ κάνουν κοινωνικὸ ἔργο;». «Οἱ φάροι, τοὺς λέω, δὲν πρέπει νὰ εἶναι πάντοτε πάνω στὰ βράχια; Τί, πρέπει νὰ πᾶνε στὶς πόλεις νὰ προστεθοῦν στὰ φανάρια; Ἄλλη ἀποστολὴ ἔχουν οἱ φάροι, ἄλλη τὰ φανάρια». Ὁ μοναχὸς δὲν εἶναι φαναράκι, γιὰ νὰ τοποθετηθῆ στὴν πόλη σὲ μιὰ ἄκρη τοῦ δρόμου καὶ νὰ φωτίζη τοὺς διαβάτες, νὰ μὴ σκοντάφτουν. Εἶναι φάρος ἀπομακρυσμένος, στημένος ψηλὰ στὰ βράχια, ποὺ μὲ τὶς ἀναλαμπές του φωτίζει τὰ πελάγη καὶ τοὺς ὠκεανούς, γιὰ νὰ κατευθύνωνται τὰ καράβια καὶ νὰ φθάνουν στὸν προορισμό τους, στὸν Θεό.
|
|
ΤΟ ΑΘΟΡΥΒΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ
Θὰ κάνω προσευχὴ ἐσεῖς οἱ τρεῖς δόκιμες νὰ μὴ μεγαλώσετε, νὰ μείνετε ἔτσι, μὲ αὐτὰ τὰ μπλὲ μαντήλια, σ᾿ αὐτὸ τὸ ὕψος, σ᾿ αὐτὴν τὴν ἡλικία! Ξέρετε πῶς βοηθιοῦνται ἀθόρυβα οἱ ἄνθρωποι, ὅταν σᾶς βλέπουν; Γιατὶ σήμερα στὸν κόσμο δὲν βρίσκουν εὔκολα μιὰ σωστὴ κοπέλα. Οἱ περισσότερες εἶναι ἀγριεμένες, μὲ τὰ τσιγάρα στὸ χέρι, κάνουν κάτι μορφασμούς... Καὶ βλέπουν ἐδῶ νέες ἀφιερωμένες, νὰ ψέλνουν, νὰ χαίρωνται... Σοῦ λέει: «Τί γίνεται ἐδῶ; κάτι συμβαίνει. Νὰ ποῦμε ὅτι εἶναι χαζές; δὲν εἶναι. Νὰ ποῦμε ὅτι τοὺς λείπει κάτι; δὲν τοὺς λείπει. Φαίνεται, κάτι ἀνώτερο ὑπάρχει». Πράγματι, ξέρετε πόσο βοηθάει αὐτό;
Ὅταν πηγαίνουν κοσμικοὶ σὲ ἕνα μοναστήρι καὶ βλέπουν σωστοὺς μοναχούς, τότε καὶ ἄπιστοι νὰ εἶναι, ἂν ἔχουν καλὴ διάθεση, γίνονται πιστοί. Πολλοὶ ἄθεοι ἐπιστήμονες ποὺ ἦρθαν μόνο γιὰ μιὰ ἐπίσκεψη στὸ Ἅγιον Ὄρος, ἄλλαξαν ζωή. Προβληματίζονται μὲ τὴν καλὴ ἔννοια καὶ βοηθιοῦνται. Βλέπουν νέους ἀνθρώπους, χαρούμενους, ποὺ εἶχαν ὅλες τὶς προϋποθέσεις νὰ ἀναδειχθοῦν στὸν κόσμο, νὰ ἀφήνουν πλούτη, θέσεις κ.λπ., καὶ νὰ ζοῦν ἀσκητικά, μὲ προσευχὴ καὶ ἀγρυπνία, καὶ λένε: «Τί γίνεται; ἂν ὄντως ὑπάρχη Θεός, ἂν ὑπάρχη ἄλλη ζωή, ἂν ὑπάρχη κόλαση, ἐγὼ τί κάνω;». Ἔτσι φρενάρουν τὴν ἁμαρτωλὴ ζωή τους ἢ καὶ τὴν διορθώνουν. Ξέρω μιὰ περίπτωση· μιὰ κοπέλα εἴκοσι χρονῶν ἔκανε ἀπόπειρα αὐτοκτονίας, ἔκοψε τὶς φλέβες της, ἀλλὰ τὴν πρόλαβαν. Βρέθηκε μετὰ ἕνας μοναχός, τὴν πῆρε καὶ τὴν πῆγε σὲ ἕνα γυναικεῖο μοναστήρι. Ἦταν ἡ καημένη ἀγριεμένη. Ὅταν ὅμως εἶδε ἐκεῖ τὶς μοναχές, συνῆλθε. «Βλέπω ἄλλον κόσμο ἐδῶ, εἶπε. Μπορῶ νὰ μείνω;».
Αὐτὸ εἶναι τὸ ἀθόρυβο κήρυγμα τοῦ μοναχοῦ. Πολλοὶ κηρύττουν, λίγοι ἐμπνέουν ἐμπιστοσύνη, γιατὶ ἡ ζωή τους δὲν ἀνταποκρίνεται στὰ λόγια τους. Ὁ μοναχὸς δὲν κάνει κηρύγματα δυνατὰ νὰ τὸν ἀκούσουν οἱ ἄλλοι, ἀλλὰ κηρύττει σιωπηλὰ μὲ τὴν ζωή του τὸν Χριστὸ καὶ βοηθάει μὲ τὴν προσευχή του. Ζῆ τὸ Εὐαγγέλιο καὶ ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ τὸν προδίδει. Ἔτσι κηρύττεται τὸ Εὐαγγέλιο κατὰ τὸν θετικώτερο τρόπο, πράγμα ποὺ διψάει ὁ κόσμος, ἰδίως ὁ σημερινός. Καὶ ὅταν μιλάη ὁ μοναχός, δὲν λέει ἁπλῶς μιὰ σκέψη· λέει μιὰ ἐμπειρία. Ἀλλὰ καὶ μιὰ σκέψη νὰ πῆ, καὶ αὐτὴ εἶναι φωτισμένη.
Οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ εἶχαν φαίνεται ἕνα ἢ δύο τέτοια περιστατικὰ κατὰ νοῦ καὶ ἀδικοῦν στὴν συνέχεια ἢ ἀπὸ κακότητα ἢ ἀπὸ ζήλεια τὸ 90% τῶν μοναχῶν. Ἐὰν ὅμως ἐξετάσουν τὰ πράγματα καὶ δοῦν ὅτι δὲν εἶναι ἔτσι, τότε λένε ὅτι ἐδῶ ὑπάρχει κάτι ἀνώτερο, ὑπάρχει Θεός. Γι᾿ αὐτὸ ὁ μοναχὸς πρέπει νὰ εἶναι πάντοτε τὸ καλὸ παράδειγμα γιὰ τὸν κόσμο – «οὕτω λαμψάτω τὸ φῶς ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων» (1). Ὁ σωστὸς μοναχὸς εἶναι τὸ φῶς τοῦ κόσμου. Τί λέει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος; «Οἱ Ἄγγελοι εἶναι φῶς γιὰ τοὺς μοναχοὺς καὶ οἱ μοναχοὶ εἶναι φῶς γιὰ τοὺς κοσμικούς» (2). Ὁ μοναχός, ὅταν διαφέρη ἀπὸ τοὺς κοσμικούς, τότε βοηθάει θετικά. Γιατὶ αὐτὸ ποὺ βοηθάει τοὺς κοσμικοὺς ποὺ ταλαιπωροῦνται γιὰ μάταια πράγματα εἶναι ἡ ἁγιότητα, ἡ ὁποία μὲ τὴν ἁπλότητά της τοὺς διδάσκει νὰ συλλάβουν τὸ βαθύτερο νόημα τῆς ζωῆς, γιὰ νὰ τοὺς φύγη τὸ πλάκωμα ἀπὸ τὴν καρδιά.
1) Βλ. Ματθ. 5, 16. 2) Βλ. Ἰωάννου τοῦ Σιναΐτου, Κλῖμαξ, Λόγος ΚΣΤ´, παρ. κγ´, σ. 128.
|
|
Ο ΜΟΝΑΧΟΣ ΚΑΙ Η ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ
Οἱ μοναχοὶ εἶναι ὁ τακτικὸς στρατὸς τοῦ Χριστοῦ, γι᾿ αὐτὸ δὲν πληρώνονται. Νά, βλέπεις πῶς πολλοὶ δὲν μποροῦν νὰ ξεχάσουν τὸ Ἅγιον Ὄρος! Ὅπου ἀλλοῦ νὰ πᾶνε, θὰ τοὺς ζητήσουν χρήματα κ.λπ., ἐνῶ στὸ Ἅγιον Ὄρος θὰ βγάλουν μόνον τὸ διαμονητήριο καὶ ἀπὸ ἐκεῖ καὶ πέρα μποροῦν νὰ πᾶνε ὅπου θέλουν, χωρὶς νὰ πληρώσουν. Θὰ φᾶνε δωρεάν, θὰ κοιμηθοῦν δωρεάν. Βρίσκουν κάτι ἄλλο, καὶ γι᾿ αὐτὸ βοηθιοῦνται. Ὅταν ἤμουν στὸ Καλύβι τοῦ Τιμίου Σταυροῦ (1), ἦρθε κάποιος ποὺ εἶχε προβλήματα. Συζητήσαμε μιάμιση ὥρα. Μετὰ ἔβγαλε νὰ μοῦ δώση ἕνα πεντακοσάρικο. «Τί εἶναι αὐτό;», τοῦ λέω. «Γιὰ μιὰ ἁπλὴ ἐπίσκεψη στὸν γιατρὸ πληρώνουμε τόσο, μοῦ λέει. Μὲ συγχωρῆς, μήπως εἶναι λίγα;». Μερικοὶ μεγάλοι τῆς Ε.Ο.Κ., ὅταν ἦρθαν στὸ Ἅγιον Ὄρος ὕστερα ἀπὸ τὴν τελευταία πυρκαγιά, γιὰ νὰ δοῦν τί χρειάζεται καὶ νὰ βοηθήσουν, πέρασαν καὶ ἀπὸ τὸ Καλύβι. Πάνω στὴν συζήτηση τοὺς εἶπα: «Ἐμεῖς ἤρθαμε ἐδῶ, γιὰ νὰ δώσουμε· δὲν ἤρθαμε, γιὰ νὰ πάρουμε». «Πρώτη φορὰ τὸ ἀκούσαμε αὐτό», μοῦ εἶπαν καὶ τὸ σημείωσαν ἀμέσως (2). Ἐμεῖς γίναμε μοναχοί, γιὰ νὰ πάρουμε ὑλικά; Γίναμε μοναχοί, γιὰ νὰ δίνουμε πνευματικά, χωρὶς νὰ παίρνουμε ὑλικά. Νὰ εἴμαστε ἀπαλλαγμένοι ἀπὸ τὰ βιοτικά, γιὰ νὰ μεριμνοῦμε γιὰ τὰ πνευματικά. Βγήκαμε στὸ κλαρὶ γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, γιὰ νὰ ἐλευθερωθοῦμε ἐμεῖς ἀπὸ τὰ πάθη καὶ νὰ ἐλευθερώσουμε καὶ ἄλλους.
Ὁ σκοπός μας εἶναι μὲ τὴν προσευχὴ καὶ τὸ παράδειγμά μας νὰ βοηθηθοῦν οἱ ἄνθρωποι, γιὰ νὰ ἀναγεννηθοῦν πνευματικά. Ὅταν φεύγη ἀπὸ τὸν κόσμο κανεὶς καὶ μπαίνη στὸ μοναστήρι, γίνεται Πατὴρ ἢ Μήτηρ, δηλαδὴ πνευματικὸς Πατέρας ἢ πνευματικὴ Μητέρα. Μιὰ κοπέλα, ὅταν γίνεται μοναχή, «νυμφεύεται»· γίνεται νύμφη Χριστοῦ, μητέρα πνευματική, καὶ βοηθάει γιὰ τὴν πνευματικὴ ἀναγέννηση τῶν ἀνθρώπων. Μὲ τὴν προσευχὴ βοηθάει νὰ γίνουν λ.χ. σωστὲς οἰκογένειες. Ἀλλὰ ἐκτὸς ἀπὸ τὴν προσευχή, ὑπάρχουν καὶ περιπτώσεις ποὺ πρέπει νὰ προσφέρη στὸν ἄνθρωπο καὶ ἀνθρώπινη βοήθεια. Κάθε σωστὴ μοναχή, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν προσευχὴ ποὺ κάνει γιὰ τὸν κόσμο, πολὺ βοηθάει μὲ τὸν τρόπο της, μὲ μιὰ σωστὴ ἀντιμετώπιση, μὲ δυὸ λόγια πνευματικὰ ποὺ θὰ πῆ ἐκεῖ στὸ ἀρχονταρίκι σὲ ἕναν προσκυνητή, γιὰ νὰ συλλάβη τὸ βαθύτερο νόημα τῆς ζωῆς, σὲ μιὰ μητέρα, γιὰ νὰ τὴν στηρίξη. Τὸ νὰ ζητάη ὅμως ἡ μοναχὴ ἐπικοινωνίες κ.λπ., εἶναι χαμένα πράγματα, γιατὶ οἱ προβολὲς οἱ κοσμικὲς ἔρχονται σὲ σύγκρουση μὲ τοὺς πνευματικοὺς νόμους καὶ ταλαιπωρούμαστε. Ὅσο μπορεῖτε, νὰ κινῆσθε στὴν ἀφάνεια. Κάνω μιὰ σύγκριση καὶ πονῶ: Μερικοὶ μοναχοὶ ἐπιδιώκουν πανηγύρια, ἐπισκέψεις, φιλίες πνευματικές. Ἐγὼ ἀναγκάζομαι νὰ πάω κάπου γιὰ πνευματικὴ ἐργασία καὶ τὸ νιώθω σὰν μαρτύριο, τὸ βλέπω σπατάλη χρόνου.
(Ὅταν μιὰ μοναχὴ μεγάλη στὴν ἡλικία εἶναι ἀνώριμη πνευματικά) Δὲν παρακολουθεῖ τὸν ἑαυτό της καὶ δὲν κάνει τὴν πνευματικὴ ἐργασία ποὺ πρέπει. Τὸ κακὸ ἀπὸ ἐκεῖ ξεκινάει. Ἂς ποῦμε ὅτι μιὰ δὲν τὴν καλοῦσε γιὰ μοναχὴ ὁ Χριστὸς καὶ ἔμενε στὸν κόσμο καὶ γινόταν μητέρα. Τότε δὲν θὰ εἶχε ἀπαιτήσεις αὐτὴ ἀπὸ τοὺς ἄλλους, ἀλλὰ οἱ ἄλλοι θὰ εἶχαν ἀπαιτήσεις ἀπὸ αὐτή. Θὰ ἔδινε πολλὰ καὶ θὰ ἔπαιρνε πολλὰ μὲ τὴν θυσία ποὺ θὰ ἔκανε. Στὸ μοναστήρι πρέπει νὰ γίνη πνευματικὴ μητέρα· ἡ ἀποστολή της εἶναι ἀνώτερη καὶ ἀπὸ τῆς μητέρας. Ἀλλὰ τώρα τί γίνεται; Ἔρχεται στὸ μοναστήρι μικρὴ καί, ἂν δὲν κάνη τὴν πνευματικὴ ἐργασία ποὺ πρέπει, ἔχει τὸν λογισμὸ ὅτι εἶναι συνέχεια παιδί. Πρέπει ὅμως νὰ καταλάβη ὅτι δὲν εἶναι παιδί, γιὰ νὰ ἔχη τὸν λογισμό: «Ἔχουμε τὴν μάνα μας, ἔχουμε τὸ σπίτι μας, ἔχουμε τὸ ἀμέριμνο, καὶ δὲν μὲ νοιάζει». Πρέπει νὰ δίνη, νὰ βοηθάη γιὰ τὴν ἀναγέννηση τὴν πνευματικὴ τὶς μικρότερες ἀδελφὲς μὲ τὴν συμπεριφορά της, ἢ τοὺς λαϊκοὺς ποὺ ἔρχονται στὸ μοναστήρι ἐκεῖ ποὺ διακονεῖ στὸ ἀρχονταρίκι, στὴν Ἐκκλησία κ.λπ., νὰ θυσιάζεται σὲ ὅλα, καὶ ἔτσι, χωρὶς νὰ ζητάη, θὰ παίρνη. Ἂν ἡ μοναχὴ δὲν τοποθετηθῆ ἔτσι, πᾶνε ὅλα χαμένα. Μένει σὲ μιὰ ὑπανάπτυκτη κατάσταση καὶ θέλει συνέχεια νὰ παίρνη καὶ ἀπὸ μικρὲς καὶ ἀπὸ μεγάλες, χωρὶς ἐκείνη νὰ δίνη. Καλλιεργεῖ ἕνα βλαμμένο πνεῦμα καὶ δὲν ὡριμάζει, γιατὶ δὲν προσφέρει τὸν ἑαυτό της στοὺς ἄλλους.
Βλέπω σὲ μερικοὺς μοναχοὺς ἀκριβῶς τὴν κατάσταση ἑνὸς Βεδουΐνου ποὺ εἶχα γνωρίσει στὸ Σινᾶ. Ἦταν ἑξῆντα πέντε χρονῶν καὶ ἔλεγε: «Καὶ ἐγὼ δὲν ἔχω πατέρα· εἶμαι ὀρφανός»! Ἑξῆντα πέντε χρονῶν ἔχουν ἐγγονάκια. Δυὸ γενιὲς καὶ τρεῖς πέρασαν καὶ νὰ λέη «καὶ ἐγὼ δὲν ἔχω πατέρα», νὰ ἀναζητᾶ δηλαδὴ τὴν ἀγάπη τοῦ πατέρα! Καὶ ἐμεῖς οἱ καλόγεροι, ἂν δὲν προσέξουμε, παραμένουμε παιδιά· αὐτὸ εἶναι τὸ κακό. Ἂν ὅμως σκεφθῆ ἡ μοναχὴ ἢ ὁ μοναχὸς τί θὰ ἔκανε στὸν κόσμο σ' αὐτὴν τὴν ἡλικία, θὰ πῆ: «Τώρα δὲν πρέπει νὰ ζητῶ ἀνθρώπινη παρηγοριά· ἐγὼ πρέπει νὰ θυσιασθῶ, καὶ ὄχι νὰ ἔχω ἀπαιτήσεις». Ἔρχονται στὸ μοναστήρι οἱ περισσότεροι μικροί, βρίσκουν πνευματικοὺς γονεῖς καὶ μπορεῖ νὰ μείνουν σὲ μιὰ παιδικὴ κατάσταση, μὲ παιδικὲς ἀπαιτήσεις, ἐνῶ, ἂν ἦταν στὸν κόσμο, θὰ γίνονταν γονεῖς. Παραμένουν δηλαδὴ συνέχεια παιδιὰ ὄχι μὲ τὴν καλὴ ἔννοια ἀλλὰ μὲ τὴν μωρουδίστικη. Καὶ βλέπεις, μπορεῖ νὰ γεράσουν ἀλλά, ἂν δὲν δουλέψουν τὸ μυαλό, μπορεῖ νὰ χαροῦν μὲ μιὰ καραμέλλα ἢ μὲ μιὰ φανέλλα. «Μοῦ πῆρε μαλλίνα ὁ Γέροντας», ἔλεγε ἕνα γεροντάκι ἐκεῖ στὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ ἔδειχνε τὴν φανέλλα ποὺ τοῦ ἔδωσε ὁ Γέροντάς του. Χαιρόταν σὰν τὸ παιδάκι ποὺ τοῦ πῆρε ἡ μάνα του σακκάκι μὲ σειρήτια!
Νὰ γίνουμε παιδιὰ στὴν ἀκακία, ὄχι στὸ μυαλό (3). Γιατὶ ἀλλιῶς, πῶς θὰ μπῆ στὴν ζωή μας ἡ παλληκαριά; Πῶς θὰ μπῆ ὁ ἀνδρισμός; Ἕνας μοναχός, γιὰ νὰ κάνη προκοπή, πρέπει νὰ μαλακώση αὐτὸ τὸ σκληρὸ ποὺ ἔχει, νὰ κάνη δηλαδὴ λίγο μητρικὴ τὴν καρδιά του. Καὶ μιὰ μοναχή, γιὰ νὰ κάνη προκοπή, πρέπει νὰ ἀποκτήση λίγο ἀνδρισμό.
1) Ὁ Γέροντας ἔμεινε στὸ Καλύβι τοῦ Τιμίου Σταυροῦ τὰ χρόνια 1969-1978. 2) Εἰπώθηκαν τὸν Μάιο τοῦ 1991. 3) Βλ. Α´ Κορ. 14, 20.
|
|
Η ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΣΥΣΤΟΛΗ ΑΛΛΟΙΩΝΕΙ ΤΟΥΣ ΑΛΛΟΥΣ
Τὸ μοναστήρι εἶναι ἕνας ἱερὸς χῶρος. Ὁ κόσμος εἶναι ἄλλο. Ὅταν σκέφτεται κανεὶς ὅτι κινεῖται μέσα σὲ ἕναν ἱερὸ χῶρο, ἔρχεται μόνη της ἡ συστολή. Ἀλλά, ὅταν ξεχνιέται καὶ νομίζη ὅτι εἶναι στὸν κόσμο, πῶς θὰ ἔρθη ἡ συστολή; Νὰ κινῆται φυσιολογικὰ ἡ μοναχή, μὲ ἁπλότητα, μὲ ταπείνωση, ὄχι νὰ πάη νὰ κάνη τὴν κακομοίρα. Αὐτὸ εἶναι ἀηδιαστικό, ἀποκρουστικό. Βλέπω σὲ μερικὲς δόκιμες ἀδελφὲς ποὺ περπατοῦν καμαρωτὲς–καμαρωτὲς ἕνα κοσμικὸ πράγμα. Σὰν νύμφες κοσμικὲς περπατοῦν, ὄχι σὰν νύμφες Χριστοῦ. Ἐνῶ σὲ ἄλλες ποὺ περπατοῦν μὲ μιὰ συστολή, βλέπω κάτι τὸ ἱερό. Πόσο διαφέρει τὸ ἕνα ἀπὸ τὸ ἄλλο! Ἀμέσως καταλαβαίνει κανεὶς τί εἶναι ὁ Μοναχισμός. Ἐὰν παρατηρήσετε τὰ στάχυα, θὰ δῆτε ὅτι ὅποιο στέκεται ψηλά, ὄρθιο, δὲν ἔχει τίποτε μέσα. Ἐνῶ τὸ ψωμωμένο στάχυ γέρνει πρὸς τὰ κάτω.
Ἕνας μοναχὸς μὲ εὐλάβεια ἀλλοιώνει τοὺς ἄλλους ποὺ τὸν βλέπουν. Νά, σήμερα ἦρθε ἕνας ἱερομόναχος ποὺ τὸν γνωρίζω ἀπὸ παλιά. Παρόλο ποὺ εἶναι ἄσχημος, δηλαδὴ δὲν ἔχει ὀμορφιὰ ἐξωτερική, πάντα ὅταν κοινωνοῦσε, τὸν ἔβλεπα νὰ λάμπη. Ἀλλὰ καὶ ὅταν δὲν κοινωνοῦσε, ἔβλεπα μιὰ λάμψη, μιὰ πνευματικὴ λάμψη στὸ πρόσωπό του. Ὅπως ἡ ἄσφαλτος, ἐνῶ εἶναι πίσσα, ὅταν τὴν βλέπη κανεὶς ἀπὸ μακριὰ τὸ καλοκαίρι, ἔχει πολλὲς φορὲς μιὰ γυαλάδα, ἔτσι καὶ ἐδῶ βλέπεις μιὰ λάμψη σὲ ἕναν ποὺ εἶναι ἄσχημος. (Δὲν εἶναι φυσικὰ τόσο κατάλληλο τὸ παράδειγμα, ἀλλὰ τί νὰ φέρη κανεὶς σὰν παράδειγμα;). Δηλαδὴ ἐκείνη ἡ πνευματικὴ κατάσταση ποὺ ἔχει, τοῦ δίνει καὶ ἐξωτερικὰ μιὰ λάμψη. Αὐτὴ εἶναι ἡ ὀμορφιὰ ἡ πνευματική, ἡ χάρις, ἡ θεία Χάρις. Καὶ ἄλλοι ἱερωμένοι ποὺ ἔχουν ὀμορφιὰ ἐξωτερική, ἀλλὰ ἔχουν κοσμικὸ πνεῦμα καὶ κινοῦνται μὲ ἕναν κοσμικὸ ἀέρα, πόσο ἀποκρουστικὸ εἶναι! Βλέπεις ἕναν ἄνθρωπο τελείως κοσμικό. Δηλαδὴ ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἱερωσύνη, νὰ μὴ βλέπης τίποτε ἄλλο πνευματικό. Ὁ ἄνθρωπος καθρεφτίζεται στὸ πρόσωπο. Εἶναι αὐτὸ ποὺ εἶπε ὁ Χριστός: «Ὁ λύχνος τοῦ σώματός ἐστιν ὁ ὀφθαλμός. Ἐὰν ὁ ὀφθαλμός σου ἁπλοῦς ᾖ, ὅλον τὸ σῶμά σου φωτεινὸν ἔσται» (1). Ἂν ἔχη κανεὶς ἁπλότητα, ἔχη ταπείνωση, ὑπάρχει θεῖος φωτισμός, λαμποκοπάει. Νά, αὐτὸ πρέπει νὰ ἐπιτύχη ὁ μοναχός.
Ὁ μοναχὸς πρέπει νὰ κάνη σωστὴ δουλειά. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὅταν ἕνας μεγαλόσχημος μοναχὸς πέση σὲ θανάσιμη ἁμαρτία, ἐπιτρέπει ὁ Θεὸς νὰ πέση ράβδος, γιὰ νὰ ἐξιλεωθῆ. Μερικὲς φορὲς νομίζουμε ὅτι θὰ πάρουμε τὴν Χάρη μὲ ἐξωτερικὰ πράγματα, μὲ τεχνητό, μὲ μαγικὸ τρόπο. Ἀλλὰ ἔτσι οὔτε ὁ Θεὸς ἀναπαύεται οὔτε ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος ἀναπαύεται ἐσωτερικὰ οὔτε καὶ τοὺς ἄλλους ἀναπαύει. Φτιάχνουν λ.χ. μερικοὶ μοναχοὶ σχήματα φαρδιὰ καὶ μακριὰ μέχρι κάτω, μὲ σταυροὺς κόκκινους, μὲ τριαντάφυλλα, μὲ κόκκινα κλαδιά, μὲ ἕνα σωρὸ γράμματα... Ἀνοίγουν ἐν τῷ μεταξὺ καὶ τὸ ράσο, γιὰ νὰ φαίνωνται, σὰν τοὺς Φαρισαίους ποὺ φάρδαιναν τὰ κράσπεδα (2), γιὰ νὰ δείξουν ὅτι προσεύχονται πολύ! Καὶ ἔβλεπες παλιά, μόνον ὅταν περπατοῦσε ὁ μοναχὸς φαινόταν λίγο τὸ σχῆμα κάτω ἀπὸ τὸ ράσο. Πολλοὶ μάλιστα ἔβαζαν ἕνα μικρὸ σχῆμα ἀπὸ μέσα, γιὰ νὰ μὴ φαίνεται καθόλου. Τώρα κούφια πράγματα. Ἔτσι θὰ πάρουν Χάρη ἀπὸ τὸ σχῆμα; Τοὺς σιχαίνεται τὸ σχῆμα καὶ φεύγει ἡ Χάρις. Σκοπὸς εἶναι νὰ γίνη ἀπὸ μέσα ὁ μοναχὸς μεγαλόσχημος. Καὶ ὅποιος γίνεται ἀπὸ μέσα μεγαλόσχημος, τὸ σχῆμα τὸ κρύβει. Ἕνα ἐξωτερικὸ πράγμα δὲν κάνει τὴν ἀλλοίωση τὴν ἐσωτερική. Ἔτσι μετὰ μένει κανεὶς ἐξωτερικὸς ἄνθρωπος, καὶ τελικὰ θὰ μᾶς πῆ ὁ Χριστός: «Οὐκ οἶδα ὑμᾶς» (3).
1) Βλ. Ματθ. 6, 22. 2) Βλ. Ματθ. 23, 5. 3) Βλ. Ματθ. 25, 12.
|
|
Ο ΣΚΟΠΟΣ ΤΩΝ ΜΟΝΩΝ ΕΙΝΑΙ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΣ
Ὁ μοναχὸς ἐνδιαφέρεται γιὰ τὴν σωτηρία τὴν δική του καὶ γιὰ τὴν σωτηρία ὅλων τῶν ζώντων καὶ ὅλων τῶν κεκοιμημένων. Γιὰ τὸν μοναχὸ ἡ πραγματική, ἡ θεϊκὴ ἀγάπη βρίσκεται μέσα στὸν πόνο γιὰ τὴν σωτηρία τῆς ψυχῆς του καὶ στὸν πόνο γιὰ τὴν σωτηρία ὅλου τοῦ κόσμου. Ἡ ἀφιερωμένη ψυχὴ τοῦ μοναχοῦ συντελεῖ νὰ σωθοῦν ὄχι μόνον οἱ οἰκεῖοι του, ἀλλὰ ἀκόμη καὶ οἱ συγχωριανοί του. Γι᾿ αὐτὸ ὑπῆρχε μία καλὴ παράδοση στὴν Μικρὰ Ἀσία, νὰ ὑπάρχη ἔστω καὶ ἕνας μοναχὸς ἀπὸ κάθε συγγένεια, γιὰ νὰ πρεσβεύη γιὰ ὅλους. Στὰ Φάρασα, ὅταν γινόταν κανεὶς μοναχός, πανηγύριζε ὅλο τὸ χωριό. «Θὰ βοηθήση, ἔλεγαν, καὶ τὸ χωριὸ ἀκόμη».
Ὁ μοναχὸς βέβαια δὲν λέει ποτὲ «νὰ σώσω τὸν κόσμο», ἀλλὰ προσεύχεται γιὰ τὴν σωτηρία ὅλου τοῦ κόσμου, παράλληλα μὲ τὴν δική του. Καὶ ὅταν ὁ Καλὸς Θεὸς ἀκούση τὴν προσευχή του καὶ βοηθήση τὸν κόσμο, πάλι ὁ μοναχὸς δὲν λέει «ἐγὼ ἔσωσα τὸν κόσμο», ἀλλὰ «ὁ Θεὸς ἔσωσε τὸν κόσμο». Ὁ μοναχὸς πρέπει νὰ φθάση σὲ τέτοια κατάσταση ποὺ νὰ πῆ: «Θεέ μου, μὴ μὲ κοιτᾶς, μὴ μὲ ἐλεῆς ἐμένα, ἀλλὰ τὸν κόσμο». Ὄχι γιατὶ δὲν ἔχει ἀνάγκη ὁ ἴδιος τοῦ ἐλέους τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ γιατὶ ἔχει πολλὴ ἀγάπη γιὰ τὸν κόσμο.
Ἂν ἀφήσω τὸν ἑαυτό μου τελείως στὰ χέρια τῶν κοσμικῶν, θὰ γίνω καὶ ἐγὼ κοσμικός. Ὅταν ἕνας μοναχός, δῆθεν γιὰ νὰ βοηθήση τοὺς κοσμικούς, κάνη πράγματα ποὺ δὲν ταιριάζουν στὸν Μοναχισμό, τότε δὲν βοηθιοῦνται οἱ κοσμικοί. Ἕνας καλόγερος μπορεῖ π.χ. νὰ κάνη ἄριστα τὸν ταξιτζῆ. Δὲν θὰ παίρνη χρήματα, θὰ λέη καὶ πνευματικὰ στὸν κόσμο, ἀλλὰ αὐτὸ δὲν εἶναι μοναχικό. Βρίσκεις μερικὲς φορὲς μοναχοὺς νὰ ἔχουν κοσμικὸ πνεῦμα καὶ κοσμικοὺς νὰ ἔχουν μοναχικὸ πνεῦμα. Γι᾿ αὐτὸ ὁ Χριστὸς στὴν ἄλλη ζωὴ θὰ πῆ: «Βγάλε τὸ σχῆμα ἐσὺ καὶ πάρ᾿ το ἐσύ...». Ὁ κοσμικός, ὅταν ἐπιθυμήση τὴν ζωὴ τοῦ μοναχοῦ, ἁγιάζεται· ἐνῶ ὁ μοναχός, ὅταν ἐπιθυμήση τὴν κοσμικὴ ζωή, κολάζεται.
Πῆγε ἕνας γνωστός μου σὲ ἕνα μοναστήρι καὶ μετὰ μοῦ εἶπε: «Ἐκεῖ βιοτεχνία εἶναι· ἡ δὲ ἡγουμένη καλὴ εἶναι, γιὰ νὰ πάη στὸ Μοναστηράκι (1), στὴν Ἀθήνα, καὶ νὰ πουλάη κουμπιά· γι᾿ αὐτὴν τὴν δουλειὰ εἶναι ὅ,τι πρέπει!». Δηλαδὴ τὸ μοναστήρι εἶναι βιοτεχνία· μετὰ γίνεται μονάδα, μετὰ σοῦπερ-μάρκετ καὶ μετὰ Μάκρο! Οἱ καημένοι οἱ κοσμικοὶ θέλουν ἀπὸ ἐμᾶς τοὺς μοναχοὺς κάτι τὸ ἀνώτερο καί, γιὰ νὰ πετύχουμε τὸ ἀνώτερο, πρέπει νὰ ἀποφύγουμε κάθε ἀνθρώπινη παρηγοριά.
Ὁ σκοπὸς τῶν μονῶν εἶναι πνευματικὸς καὶ δὲν πρέπει νὰ ὑπάρχη τὸ κοσμικὸ στοιχεῖο ἀλλὰ τὸ οὐράνιο, γιὰ νὰ πλημμυρίζουν οἱ ψυχὲς ἀπὸ παραδεισένιες γλυκύτητες. Στὰ κοσμικὰ δὲν μποροῦμε νὰ συναγωνισθοῦμε τοὺς κοσμικούς, διότι, ὅσο νἆναι, οἱ κοσμικοὶ ἔχουν περισσότερα μέσα. Ἕνα μοναστήρι, ὅταν ζῆ πνευματικά, ξέρετε πῶς προβληματίζει τὸν κόσμο; Ὅταν ὑπάρχη εὐλάβεια, φόβος Θεοῦ, καὶ δὲν ὑπάρχη οὔτε κοσμικὴ λογικὴ οὔτε ἐμπορικὸ πνεῦμα, αὐτὸ εἶναι ποὺ συγκινεῖ τοὺς λαϊκούς. Ἀλλὰ δυστυχῶς τὸ ἐμπορικὸ πνεῦμα μπαίνει σιγὰ-σιγὰ στὸ μεδούλι τοῦ Μοναχισμοῦ. Εἶχε ἔρθει ἕνας καλόγερος στὸ Καλύβι καὶ ἔπλεκα κομποσχοίνι. «Ἐσύ, μοῦ λέει, τὰ κομποσχοίνια τὰ δίνεις εὐλογία. Ἐγὼ αὐτὸ τὸ τριαντατριάρι κομποσχοίνι μπορῶ νὰ τὸ πουλήσω καὶ πεντακόσιες δραχμές. Καὶ δὲν τὸ φτιάχνω ὅπως ἐσύ. Ἐγὼ μόλις τελειώσω τοὺς κόμπους, τὸ κόβω καὶ τὸ ράβω λίγο, γιὰ νὰ μὴ χάσω τὸ νῆμα. Χρησιμοποιῶ καὶ τὴν κλωστὴ ποὺ κόβω ἀπὸ τὸν σταυρό, τὴν ἑνώνω, δὲν βάζω καὶ χάνδρες καὶ κερδίζω πιὸ πολλά». «Βρέ, δὲν ντρέπεσαι, τοῦ λέω. Δὲν καταλαβαίνεις ὅτι ἔχεις ἐμπορικὸ πνεῦμα; Ἀπὸ τὸ 1950 εἶμαι καλόγερος καὶ πρώτη φορὰ εἶδα τέτοια ἀντιμετώπιση!».
Τί νὰ κάνη καὶ ὁ κόσμος μετά; Ξέρεις πόσο παρακαλῶ νὰ παρουσιάση ὁ Θεὸς ἀνθρώπους σωστούς, ποὺ νὰ μποροῦν νὰ βοηθοῦν τὸν κόσμο; Οἱ καημένοι οἱ ἄνθρωποι ἀρκεῖ λίγο νὰ τοὺς πονᾶς καὶ νὰ μὴν τοὺς ἐκμεταλλεύεσαι· τίποτε ἄλλο δὲν θέλουν. Στὸν κόσμο βρίσκονται σὲ συνεχῆ πόλεμο καὶ νιώθουν ἀνασφάλεια. Ὅταν πηγαίνουν σὲ ἕνα μοναστήρι ποὺ ζῆ σωστά, βοηθιοῦνται, γιατὶ νιώθουν ἀσφάλεια καὶ αὐτὸ τοὺς δίνει κουράγιο, γιὰ νὰ συνεχίσουν τὸν ἀγώνα τους. Αὐτὰ τὰ δύσκολα χρόνια οἱ ἄνθρωποι δὲν ἔχουν τόσο ἀνάγκη ἀπὸ ὑλικὴ τροφή, ὅσο ἀπὸ πνευματική. Δὲν ἔχει ἀνάγκη δηλαδὴ ὁ κόσμος ἀπὸ ψωμὶ – ἂν καὶ αὐτὸ δυστυχῶς σὲ λίγο δὲν θὰ ὑπάρχη δυνατότητα νὰ τὸ προσφέρουν – ἀλλὰ ἀπὸ πνευματικὴ βοήθεια. Νὰ κοιτάξουμε νὰ βοηθήσουμε μὲ τὴν προσευχὴ ὅλο τὸν κόσμο. Νὰ βοηθήσουμε μιὰ οἰκογένεια λ.χ. νὰ μὴ διαλυθῆ, μιὰ μάνα νὰ μεγαλώση σωστὰ τὰ καημένα τὰ παιδιά της. Νὰ συγκρατήσουμε λίγο αὐτοὺς ποὺ ἔχουν εὐλάβεια.
1) Συνοικία τῶν Ἀθηνῶν.
|
|
ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ, ΟΧΥΡΟ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ
Σήμερα εἶναι καιρὸς νὰ ἑτοιμασθοῦν οἱ ψυχές, γιατί, ἂν συμβῆ κάτι, δὲν ξέρω τί θὰ γίνη. Εἴθε νὰ μὴν ἐπιτρέψη ὁ Θεὸς νὰ ἔρθουν δύσκολες μέρες, ἀλλὰ ἂν ἔρθουν, μὲ ἕναν μικρὸ σεισμό, μὲ ἕνα τράνταγμα, θὰ σωριάσουν ὁλόκληρες ἀδελφότητες, ὁλόκληρα μοναστήρια, γιατὶ ὁ καθένας θὰ πάη νὰ σώση τὸν ἑαυτό του καὶ θὰ τραβήξη τὴν πορεία του. Χρειάζεται πολλὴ προσοχή, γιὰ νὰ μὴ μᾶς ἐγκαταλείψη ὁ Θεός. Οἱ ψυχὲς νὰ ἔχουν κάτι πνευματικό. Αὐτὸ σᾶς τιμάει. Θὰ γίνη μεγάλο τράνταγμα. Τόσα σᾶς λέω, τόσο σκληρὰ ἔχω μιλήσει! Ἐμένα κάτι νὰ μοῦ ἔλεγαν, θὰ προβληματιζόμουν, θὰ σκεφτόμουν γιατί μοῦ τὸ εἶπαν, τί ἤθελαν. Γιὰ νὰ μὴν πῶ βράδυα, ἕνα βράδυ δὲν θὰ κοιμόμουν. Ἂν δὲν ἔβλεπα τὰ δύσκολα χρόνια ποὺ ἔρχονται, δὲν θὰ ἀνησυχοῦσα τόσο. Ἀλλὰ αὐτὸ ποὺ βλέπω εἶναι ὅτι ἀργότερα θὰ δυσκολευθῆτε πολύ. Δὲν μὲ καταλαβαίνετε. Τότε θὰ μὲ καταλάβετε.
Νὰ κόψουμε τὰ κουσούρια πρῶτα. Ἂν ἔχη κανεὶς κουσούρια, δὲν θὰ τὰ βγάλη πέρα. Ἂν τώρα γκρινιάζη γιὰ ὅλα καὶ νομίζη ὅτι αὐτὸς εἶναι λεβεντόπαιδο καὶ ὅλοι οἱ ἄλλοι εἶναι χάλια, τότε... Κοιτάξτε νὰ διορθωθῆτε, γιὰ νὰ δικαιοῦσθε τὴν θεία βοήθεια. Νὰ στηριχθῆτε ἀκόμη περισσότερο στὸν Θεό. Θὰ ἔχουμε πιὸ δύσκολα χρόνια. Ἀκόμη εἶναι ἄγουρα τά... φροῦτα· δὲν ὡρίμασαν. Ὅταν ἐσεῖς θὰ εἶστε ὥριμες πνευματικά, ξέρετε τί θὰ εἶστε; Ὀχυρό. Ὄχι μόνο γιὰ ἐδῶ, ἀλλὰ θὰ μπορῆτε νὰ βοηθᾶτε καὶ πιὸ πέρα. Γιατί, διαφορετικά, θὰ ἔχετε καὶ ἐσεῖς ἀνάγκη ἀπὸ ἀνθρώπινη βοήθεια καὶ προστασία. Καὶ ξέρετε τί κακὸ εἶναι ἕνα μοναστήρι, μὲ ἕνα σωρὸ ἀδελφές, νὰ ἔχη ἀνάγκη ἀπὸ λαϊκούς;
Σήμερα ὁ μοναχὸς πρέπει νὰ ζήση πνευματικά, γιὰ νὰ εἶναι ἕτοιμος νὰ ξεπεράση μιὰ δυσκολία. Νὰ ἑτοιμασθῆ, γιὰ νὰ μὴν τὸν στενοχωρήση ἡ στέρηση, γιατὶ μετὰ μπορεῖ νὰ φθάση στὴν ἄρνηση. Θὰ ἔρθη ἐποχὴ ποὺ θὰ ξεραθοῦν τὰ ποτάμια, ὅλοι θὰ διψάσουν, ὅλοι θὰ ὑποφέρουν. Γιὰ μᾶς τοὺς μοναχοὺς δὲν εἶναι τόσο φοβερό· ἐμεῖς καὶ νὰ διψάσουμε, πρέπει νὰ διψάσουμε, γιατὶ ἐμεῖς ξεκινήσαμε γιὰ κακουχία. «Ὅ,τι δὲν ἔκανα ἑκουσίως ὡς καλόγερος, θὰ πῶ, τὸ κάνω τώρα ἀκουσίως, γιὰ νὰ καταλάβω τί θὰ πῆ καλόγερος. Σ᾿ εὐχαριστῶ, Θεέ μου». Ἀλλὰ ὁ καημένος ὁ κόσμος! Ὅταν φθάνουν οἱ ἄνθρωποι στὸ σημεῖο νὰ ἐφευρίσκουν βόμβες ποὺ νὰ σκοτώνωνται οἱ ἄνθρωποι καὶ νὰ μὴν καταστρέφωνται τὰ κτίρια, τί νὰ πῶ; Ὅταν εἶπε ὁ Χριστὸς «μιὰ ψυχὴ ἀξίζει ὅσο ὁ κόσμος ὅλος» (1), καὶ αὐτοὶ ἔχουν τὰ κτίρια πιὸ πολὺ ἀπὸ ὅλο τὸν κόσμο, αὐτὸ εἶναι φοβερό!
Ὁ φόβος μᾶς βοηθάει νὰ γαντζωθοῦμε στὸν Χριστό. Ὄχι ὅτι πρέπει νὰ χαίρεται κανεὶς γι᾿ αὐτὴν τὴν κατάσταση ποὺ περιμένουμε, ἀλλὰ νὰ χαίρεται, γιατὶ θὰ ἀγωνισθῆ γιὰ τὸν Χριστό. Δηλαδὴ δὲν θὰ περάσουμε μιὰ κατοχὴ ἑνὸς Χίτλερ ἢ ἑνὸς Μουσολίνι, ἀλλὰ θὰ δώσουμε ἐξετάσεις γιὰ τὸν Χριστό. Δὲν εἶναι ὅτι θὰ ἔχουμε ἐμεῖς πολυβόλα, ἀτομικὲς βόμβες ἀνώτερες, καὶ θὰ νικήσουμε. Τώρα ὁ ἀγώνας θὰ εἶναι πνευματικός. Θὰ παλέψουμε μὲ τὸν ἴδιο τὸν διάβολο. Ὁ διάβολος ὅμως δὲν ἔχει καμμιὰ ἐξουσία, ἂν δὲν τοῦ δώσουμε ἐμεῖς ἐξουσία. Τί νὰ φοβηθοῦμε; Ἂν ἦταν Χίτλερ ἢ Μουσολίνι, ἦταν ἄλλο. Νὰ μὴν ὑπάρχη φόβος. Νὰ χαιρώμαστε ποὺ ἡ μάχη εἶναι πνευματική. Ἐὰν ζῆτε μοναχικά, πατερικά, καὶ προσέχετε, θὰ δικαιοῦσθε τὴν θεία ἐπέμβαση σὲ κάθε ἐπίθεση τοῦ ἐχθροῦ. Ἂν ὑπάρχουν ἄνθρωποι προσευχῆς, ταπεινοί, ποὺ ἔχουν πόνο καὶ ἀγάπη, εἶναι κεφάλαια πνευματικά, εἶναι «βάσεις» πνευματικές. Δυὸ-τρεῖς ψυχὲς νὰ ὑπάρχουν σὲ ἕνα μοναστήρι ποὺ νὰ σκέφτωνται τὸν πόνο τῶν ἄλλων καὶ νὰ προσεύχωνται, εἶναι πνευματικὸ ὀχυρό. Καθηλώνουν τὰ πάντα.
1) Βλ. Ματθ. 16, 26.
|
|
ΠΡΟΣΕΥΧΗ, ΟΡΘΗ ΖΩΗ, ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ
(Ἡ σωστὴ θέση ποὺ πρέπει νὰ πάρη ὁ μοναχὸς στὴν σημερινὴ δύσκολη κατάσταση) Κατ᾿ ἀρχάς, προσευχή, ὀρθὴ ζωή, παράδειγμα, καὶ ὅταν χρειασθῆ καὶ ὅπου χρειασθῆ, νὰ μιλήση. Ἂν δὲν μιλήση ὁ μοναχός, ποιός θὰ μιλήση; Ὁ μοναχὸς δὲν ἔχει τί νὰ φοβηθῆ. Οἱ ἄλλοι φοβοῦνται, μήπως τοὺς πετάξουν ἀπὸ τὶς θέσεις τους. Ἐμεῖς οἱ ἀφιερωμένοι στὸν Θεό, ἂν δὲν τραβήξουμε μπροστά, ποιός θὰ τραβήξη; Ὁ λογισμὸς μοῦ λέει πὼς δὲν θὰ ἀφήση ὁ Θεός· δὲν θὰ ἀφήση! Θὰ ξεκαθαρίση αὐτὴ ἡ κατάσταση. Τώρα εἶναι σὰν νὰ ὑπάρχη ἕνα μεγάλο δίχτυ ποὺ ἔχει κλείσει μέσα τὰ ψάρια καὶ εἶναι σάπιο. Πάει μιὰ ἀπὸ ἐδῶ-μιὰ ἀπὸ ἐκεῖ καὶ θὰ σπάση στὸ τέλος. Καὶ δὲν θὰ σπάση, γιατὶ τὰ ψάρια εἶναι μεγάλα, ἀλλὰ γιατὶ ἔχει σαπίσει τὸ δίχτυ. Οἱ Χριστιανοί, καὶ οἱ ἄλλοι εἶναι τὰ χέλια, τὰ φίδια. Ἀλλὰ καὶ ἐμεῖς θὰ δώσουμε λόγο στὸν Θεὸ γι' αὐτὴν τὴν κατάσταση. Ἐγὼ τώρα τὰ λέω ἔξω ἀπὸ τὰ δόντια· δὲν κρατιέμαι ἄλλο!
Πρῶτα νὰ κάνουμε δουλειὰ στὸν ἑαυτό μας. Γιατὶ ὡς μοναχὸς σκοπὸ ἔχω νὰ διαλύσω τὸ ἀνθρώπινο δικό μου πνεῦμα, νὰ φτιάξω πρῶτα τὸν ἑαυτό μου, γιὰ νὰ γίνω ἄνθρωπος πνευματικός, γιατὶ ἀλλιῶς δὲν ἔχει νόημα ἡ ζωή μου ὡς μοναχοῦ. Ὕστερα νὰ μιλήσουμε μὲ τρόπο, ὅταν χρειάζεται, καὶ ὁ Θεὸς θὰ βοηθήση νὰ φέρουμε θετικὰ ἀποτελέσματα. Δὲν μπορεῖς νὰ ἀδιαφορήσης, ὅταν ὅλα καίγωνται γύρω σου. Πρέπει νὰ σβήσης τὴν φωτιά. Ὁ πόνος δὲν σ᾿ ἀφήνει νὰ σιωπήσης. Βέβαια, τὸ κυριώτερο εἶναι νὰ προσπαθῆ κανεὶς νὰ ζῆ πνευματικά, ὅσο μπορεῖ. Καὶ ἂν χρειασθῆ νὰ πάρη σὲ ἕνα σοβαρὸ ζήτημα κάποια θέση, θὰ πάρη τὴν θέση ποὺ θὰ ἐπιτρέψη ὁ Θεός.
Νὰ ζῆτε ταπεινά, ἁπλά, πνευματικά, ὥστε σὲ μιὰ δύσκολη στιγμὴ νὰ μὴν ἀναγκασθῆτε νὰ κάνετε συμβιβασμούς. Ὕστερα νὰ κοιτάξετε νὰ ἔρχωνται γιὰ μοναχὲς νέες ποὺ νὰ ἔχουν προϋποθέσεις γιὰ τὸν Μοναχισμό, γιὰ νὰ μποροῦν νὰ γίνουν σωστὲς μοναχές. Ὅταν γίνη κανεὶς καλὸς μοναχός, ξέρει μετὰ μέχρι ποῦ χρειάζεται νὰ ἀσχοληθῆ μὲ ἕνα θέμα· τί πρέπει νὰ κάνη καὶ τί δὲν πρέπει, πῶς νὰ ἐνεργήση. Ἂν δὲν γίνη σωστὸς μοναχός, ὅλα στραβὰ πᾶνε. Τὸ καταλάβατε; Ἂν γίνετε σωστὲς μοναχές, θὰ ἐνεργῆτε μὲ σύνεση. Ἂν δὲν γίνετε σωστὲς μοναχές, ἂν μιὰ τὴν στείλης κάπου, θὰ πρέπη νὰ τῆς πῆς «νὰ πῆς αὐτὸ μέχρι ἐκεῖ, ἐκεῖνο μέχρι ἐκεῖ», γιατὶ ἀλλιῶς μπορεῖ νὰ πῆ ἀνοησίες. Ἀλλὰ αὐτὸ εἶναι κατάσταση ὑπανάπτυκτη. Ποῦ νὰ τὰ βγάλης πέρα μετά; Γι᾿ αὐτὸ ὅσες ἔχουν προϋποθέσεις γιὰ τὸν Μοναχισμό, νὰ δουλευτοῦν, γιὰ νὰ γίνουν σωστὲς μοναχὲς καὶ νὰ ξέρουν μέχρι ποῦ πρέπει νὰ ποῦν, τί πρέπει νὰ ποῦν· νὰ ξέρουν τί πρέπει νὰ κάνουν σὲ μιὰ δύσκολη στιγμή. Καὶ θὰ κινοῦνται μέσα στὴν ὑπακοή, γιατὶ θὰ συμφωνῆ τὸ δικό τους πνεῦμα μὲ τὸ πνεῦμα τῆς Γερόντισσας. Σὲ μιὰ ἀνάγκη, ἕνα νεῦμα νὰ τὶς κάνη ἡ Γερόντισσα, θὰ καταλαβαίνουν, γιατὶ θὰ ἐργάζωνται στὴν ἴδια συχνότητα. Ἀλλιῶς δὲν γίνεται χωριό. Ἂν δὲν μάθετε νὰ κινῆσθε ἔτσι, μπορεῖ νὰ μπῆ καὶ κάποιος ἄλλος στὴν ἴδια συχνότητα, νὰ λέη ἄλλα πράγματα, νὰ μὴν τὸ καταλάβετε καὶ νὰ κάνη μεγάλο κακό. |
|
ΚΙΝΔΥΝΕΥΕΙ Ο ΜΟΝΑΧΙΣΜΟΣ
Ὁ κόσμος σήμερα καίγεται καὶ ὁ Μοναχισμὸς ἀποδυναμώνεται, ξεφτάει, χάνει τὴν ἀξία του. Ἂν φύγη τὸ πνευματικὸ ἀπὸ τὸν Μοναχισμό, δὲν μένει τίποτε μετά. Στὸ Ἅγιον Ὄρος κάποιος προσκυνητὴς εἶπε σὲ ἕναν καλόγερο: «Καλά, ἐδῶ δὲν ὑπάρχει ἀσκητικὸ πνεῦμα;». «Τώρα, τοῦ εἶπε ἐκεῖνος, εἶναι νέα ἐποχή· πᾶνε αὐτὰ τὰ πράγματα»! Θὰ πῆ κανεὶς ὅτι βρέθηκε ἕνας παλαβός. Μπορεῖ νὰ ὑπάρχουν ἀκόμη πέντε-δέκα παλαβοί· ἀλλά, ἂν λένε τέτοιες ἀνοησίες, νὰ τοὺς κλείσουν στὸν Πύργο! Δὲν ἔχουν τὸ δικαίωμα νὰ λένε τέτοιες κουβέντες, ποὺ βρίζουν τὸν Μοναχισμὸ στὴν ἐποχή μας καὶ νὰ σκανδαλίζουν τὸν κόσμο. Ἀφορμὴ ζητάει ὁ ἄλλος.
Θὰ δῆτε, σιγὰ-σιγὰ σὲ μερικὰ μοναστήρια θὰ καταργήσουν τὶς πατερικὲς ἀναγνώσεις, γιὰ νὰ μὴν ἐλέγχωνται. Θὰ διαβάζουν βιβλία κοινωνικά, γιατὶ δῆθεν αὐτὰ στὴν ἐποχή μας βοηθοῦν. Ἐκεῖ πᾶμε! Καὶ ἔρχονται οἱ καημένοι οἱ λαϊκοὶ στὰ μοναστήρια, γιὰ νὰ βοηθηθοῦν... Ὅπως ὁ εὐλαβὴς στὸν κόσμο περιφρονεῖται, ἔτσι καὶ ὁ καλὸς μοναχὸς σὲ λίγο θὰ περιφρονῆται. Γιατί, ἀλλοίμονο, ἂν δὲν προσέξουμε τὸ κοσμικὸ πνεῦμα, σὲ λίγο καιρό, ἂν κάποιος νέος πηγαίνη στὸ μοναστήρι καὶ θέλη νὰ ζήση σωστὰ μοναχικά, θὰ τοῦ λένε οἱ ἄλλοι: «Τί δουλειὰ ἔχεις ἐσὺ ἐδῶ;». Οἱ ἄνθρωποι, ὅταν βλέπουν μοναχοὺς νὰ μὴ διαφέρουν ἀπὸ τοὺς κοσμικούς, ἀπογοητεύονται ἀπὸ τὸν Μοναχισμό. Πολλοὶ ἔρχονται καὶ μοῦ λένε πόσο σκανδαλίζονται ἀπὸ μερικὰ μοναστήρια, καὶ πῶς νὰ διορθώνω λογισμοὺς τώρα; Μπῆκε στὸν Μοναχισμὸ πολὺ τὸ κοσμικὸ πνεῦμα καὶ δὲν σταματάει τὸ κακό. Οἱ μοναχοὶ πρέπει νὰ σταθοῦν ὡς μοναχοί, ὄχι ὡς κοσμικοί. Ἔχουμε χάσει τὴν ἁπλότητα ποὺ εἶχαν οἱ παλιὲς γενιές. Τώρα οἱ νέοι μοναχοὶ κινοῦνται μὲ μιὰ λογικὴ ἀνθρώπινη καὶ μὲ μιὰ κοσμικὴ εὐγένεια· κοιτοῦν πῶς νὰ μὴ χάσουν τὴν ὑπόληψή τους κ.λπ. Πρὶν ἀπὸ λίγα χρόνια ἔβλεπες στὰ Κοινόβια μιὰ κατάσταση Λαυσαϊκοῦ (1). Ἄλλοι πήγαιναν στὰ μοναστήρια ἀπὸ θεῖο ζῆλο, ἄλλοι ἀπὸ μετάνοια. Καὶ ἦταν διάφορες περιπτώσεις. Ἄλλου πέθαινε ἡ γυναίκα καὶ ἐκεῖνος πήγαινε στὸ μοναστήρι. Ἄλλος χρόνια ζοῦσε μιὰ κοσμικὴ ζωὴ καὶ ὕστερα μετανοοῦσε καὶ πήγαινε στὸ μοναστήρι. Ἔβρισκες καὶ δαιμονισμένους στὰ μοναστήρια, ποὺ κατέφευγαν ἐκεῖ καὶ θεραπεύονταν μὲ τὶς προσευχὲς τῶν Πατέρων καὶ ἔμεναν ὕστερα καὶ γίνονταν μοναχοί. Ἂν ἔπειτα ἔκαναν καμμιὰ ἀταξία, δαιμονίζονταν πάλι, καὶ ἔτσι ὑπῆρχαν καὶ δαιμονισμένοι στὰ μοναστήρια. Ἔβρισκες καὶ πλανεμένους καὶ διὰ Χριστὸν σαλοὺς καὶ μοναχοὺς μὲ διορατικὸ χάρισμα καὶ μὲ ἰαματικὰ χαρίσματα. Μεγάλη ποικιλία! Σήμερα οὔτε μὲ διορατικὸ χάρισμα βρίσκεις οὔτε μὲ ἰαματικὰ χαρίσματα οὔτε δαιμονισμένους οὔτε διὰ Χριστὸν σαλούς. Ἐμεῖς ἔχουμε τὴν ἄλλη σαλάδα, τὴν σαλάδα τοῦ κόσμου. Γίναμε ἐγκέφαλοι, γι᾿ αὐτὸ καὶ παλαβώσαμε. Μπῆκε πολλὴ κοσμικὴ λογικὴ καὶ αὐτὴ ἡ πολλὴ λογικὴ κατέστρεψε τὰ πάντα. Καὶ τὸ κακὸ εἶναι ποὺ δὲν τὸ καταλαβαίνουμε. Σὲ μερικὰ μοναστήρια σήμερα ἔχουν γεμίσει εὐκολίες-εὐκολίες καὶ κάνουν τὴν ζωή τους δύσκολη. Πράγματα ποὺ δὲν χρειάζεται νὰ ψειρίσουν, τὰ ψειρίζουν. Ἐκεῖνο ποὺ εἶναι πνευματικὸ καὶ μὲ τὸ ὁποῖο πρέπει νὰ ἀσχοληθοῦν, τὸ ἀφήνουν. Ἂν οἱ νέοι ποὺ ἔρχονται στὰ μοναστήρια μπαίνουν ἀπὸ τὸ κοσμικὸ ἄγχος σὲ ἕνα ὑπηρεσιακὸ πνεῦμα, δὲν θὰ ἀναπαυθοῦν. Μετὰ θὰ θέλουν νὰ κάνουν τουρισμὸ πνευματικό, ἐκδρομές, γιὰ νὰ ξεσκάσουν. «Θέλω τὴν ἄδειά μου», θὰ σοῦ λέη ὁ ἄλλος – ἐνῶ ὁ μοναχὸς πρέπει νὰ ξεκολλάη μὲ πόνο ἀπὸ τὸ κελλί του.
Εἶμαι ἀγανακτισμένος ἀπὸ πολλὲς μεριές, γι᾿ αὐτὸ ξεσπάω. Πονάω, γιατὶ παλιὰ οἱ μοναχοὶ οὔτε πνευματικὰ βιβλία εἶχαν καὶ οἱ καημένοι εἶχαν ἄγνοια ἀπὸ Μοναχισμό, καὶ ὅμως ἔκαναν προκοπή. Τὸ 30% ἦταν γεννημένοι γιὰ μοναχοί· οἱ ἄλλοι ποὺ πήγαιναν στὰ μοναστήρια δὲν ἦταν καλλιεργημένοι· ἦταν ἀπὸ πεντακόσιες καρυδιὲς καρύδια, καὶ ὅμως ἔκαναν προκοπή. Πήγαινε στὸ μοναστήρι ὁ ἄλλος καὶ δὲν ἤξερε τίποτε ἀπὸ πνευματικά. Μπορεῖ νὰ καθόταν ἕναν-δυὸ μῆνες, καὶ οὔτε ὁ ἡγούμενος ἤξερε ποιός εἶναι. Μετά, ὅταν ἔλεγε ὅτι θέλει νὰ γίνη μοναχός, πήγαινε στὸν Πνευματικό, ἐξομολογεῖτο, καὶ ἔμενε στὸ μοναστήρι. Καὶ δὲν ἤξερε κανεὶς τί ἄνθρωπος ἦταν, ποιά πατρίδα εἶχε κ.λπ. Καὶ αὐτός, παρ᾿ ὅλα τὰ προβλήματα ποὺ εἶχε, προχωροῦσε καὶ προόδευε. Καὶ μερικοὶ οὔτε γράμματα ἤξεραν. Ἄκουγαν τὴν ἀνάγνωση στὴν Τράπεζα, τὸ Συναξάρι στὴν Ἐκκλησία καὶ τίποτε ἄλλο. Καὶ στὴν Τράπεζα καμμιὰ φορὰ δὲν καταλάβαιναν οὔτε τὴν ἀνάγνωση. Οὔτε καὶ ἀπὸ τὰ ψαλτικὰ καταλάβαιναν· ἔλεγαν καμμιὰ εὐχὴ στὴν Ἀκολουθία, ἀλλὰ εἶχαν καλοὺς λογισμούς. Καὶ ὅμως ἐκεῖνοι ἔφθαναν σὲ μέτρα, σὲ πνευματικὴ κατάσταση, ἐνῶ τώρα μὲ Κατηχητικά, μὲ πνευματικὰ βιβλία, μὲ τόσες προϋποθέσεις νὰ χαραμίζεται τέτοιο ὑλικό!... Δηλαδὴ οἱ ἀκαλλιέργητοι νὰ ἔχουν τέτοια πνευματικὴ καλλιέργεια καὶ οἱ καλλιεργημένοι νὰ μὴν ἔχουν τίποτε! Νὰ εἶναι ἕνα καλλιεργημένο χωράφι, κατὰ κάποιον τρόπο, καὶ νὰ μὴ βγάζη οὔτε τὸν σπόρο ποὺ τοῦ σπέρνουν! Δὲν εἶναι βαρὺ αὐτό; Πῶς τὸ βλέπετε;
Πάντως, ἂν δὲν προσέξουμε, δὲν θὰ σταθῆ ὁ Μοναχισμός· θὰ τιναχθῆ στὸν ἀέρα. Βέβαια τὸ μέλλον ἀνήκει στὸν Χριστὸ καὶ στὰ χέρια τῆς Καλῆς Νοικοκυρᾶς, τῆς Παναγίας, ἡ ὁποία θὰ πάρη τὴν σκούπα καὶ θὰ σαρώση καὶ θὰ νοικοκυρέψη πάλι τὰ μοναστήρια της. Πρέπει νὰ καταλάβουμε ὅτι ὅλα θὰ χαθοῦν καὶ θὰ παρουσιασθοῦμε μπροστὰ στὸν Θεὸ χρεωμένοι, ἂν δὲν ζήσουμε σωστὰ μοναχικά. Ξεκινήσαμε νὰ γίνουμε καλόγεροι, γιὰ τὴν σωτηρία τῆς ψυχῆς μας καὶ γιὰ νὰ βοηθήσουμε τὴν κοινωνία μὲ τὴν προσευχή. Γι' αὐτὸ μὴν ξεχνᾶτε τί ὑποσχεθήκατε στὸν Χριστό, ὅπως μὴν ξεχνᾶτε καὶ τί τραβοῦν οἱ ἄνθρωποι στὸν κόσμο, οἱ ὁποῖοι δὲν εἶχαν αὐτὴν τὴν εὔνοια νὰ κληθοῦν στὸ Ἀγγελικὸ Τάγμα.
1) Λαυσαϊκὸ ἢ Λαυσαϊκὴ ἱστορία: Βιογραφίες Ἁγίων ἀσκητῶν τῆς Αἰγύπτου καὶ τῆς Παλαιστίνης. Τὸ ἔργο συντάχθηκε πιθανὸν κατὰ τὰ μέσα τοῦ 5ου αἰώνα ἀπὸ τὸν ἐπίσκοπο Ἑλενοπόλεως τῆς Βιθυνίας Παλλάδιο καὶ ἀφιερώθηκε ἀπὸ αὐτὸν στὸν Βυζαντινὸ Πατρίκιο Λαῦσο, ἀπὸ τὸν ὁποῖο πῆρε καὶ τὸ ὄνομα.
|
|
ΝΑ ΑΦΗΣΟΥΜΕ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑ
Τὸ μόνο ποὺ μένει τώρα – ὅπως λένε πολλοὶ – εἶναι νὰ βγοῦν μερικοὶ Ἅγιοι σὰν τὸν Ἅγιο Κοσμᾶ τὸν Αἰτωλό, νὰ σκορπίσουν σὲ διάφορα μέρη καὶ νὰ κηρύξουν, νὰ διαφωτίσουν τὸν κόσμο. Τὰ μοναστήρια εἶναι τὰ πνευματικὰ κέντρα. Ἂν δὲν ἦταν τὰ μοναστήρια νὰ βοηθήσουν τότε μὲ τὴν Ἐπανάσταση τοῦ ᾿21, πῶς μποροῦσε νὰ γίνη ἡ Ἐπανάσταση; Καὶ στὴν Κατοχὴ πάλι τὰ μοναστήρια κράτησαν. Γι᾿ αὐτὸ καὶ οἱ συμμορίτες τὰ κατέστρεψαν. Τὰ περισσότερα μοναστήρια δὲν τὰ ἔκαψαν οἱ Γερμανοί· οἱ συμμορίτες τὰ κατέστρεψαν. Ἔλεγαν οἱ Γερμανοί: «Ἂν βροῦμε πυρομαχικὰ σὲ μοναστήρι, θὰ τὸ κάψουμε». Οἱ συμμορίτες, γιὰ νὰ φανοῦν αὐτοὶ καλοὶ καὶ νὰ δώσουν τὴν ἐντύπωση ὅτι οἱ Γερμανοὶ τὰ ἔκαψαν, πήγαιναν καὶ ἄφηναν στὰ μοναστήρια μερικὲς παλιὲς δεσμίδες, κανένα σπασμένο ντουφέκι. Εἰδοποιοῦσαν ἐν τῷ μεταξὺ κάτω οἱ ἴδιοι ὅτι ἐπάνω στὸ μοναστήρι μένουν συμμορίτες, καὶ πήγαιναν οἱ Γερμανοὶ στὸ μοναστήρι. Ἔβρισκαν πράγματι πολεμοφόδια καὶ ἔβαζαν φωτιὰ στὸ μοναστήρι. Καὶ τελικὰ οἱ συμμορίτες πολλὰ μοναστήρια ἔτσι τὰ ἔκαψαν, γιατὶ φοβοῦνταν τὰ μοναστήρια. «Καὶ ἄθεο νὰ εἶναι τὸ καθεστώς, ἔλεγαν, ἂν ὑπάρχουν τὰ μοναστήρια, πάλι δὲν θὰ κάνουμε τίποτε, ὁπότε ἂς τὰ κάψουμε». Καὶ τὰ ἔκαιγαν μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο.
Σήμερα μαγιὰ ἀπὸ τὰ μοναστήρια θὰ πᾶνε νὰ πάρουν. Ἀλλά, ἂν καὶ τὰ μοναστήρια εἶναι τραλαλά, τί θὰ πάρουν; Δὲν θὰ βροῦν προζύμι. Νὰ κοιτάξουμε νὰ κρατηθῆ λίγη μαγιὰ γιὰ τὰ δύσκολα χρόνια. Τώρα ἔρχονται στὰ μοναστήρια γιὰ βοήθεια αὐτοὶ ποὺ πᾶνε στοὺς μάγους κ.λπ. Ἀργότερα θὰ ἔχουμε ἀνθρώπους κουρασμένους ἀπὸ τὴν ἁμαρτία. Καὶ νὰ τοὺς στέλνης νὰ πιοῦν ἢ νὰ ἁμαρτήσουν, δὲν θὰ πηγαίνουν. Ὁ Θεὸς σ᾿ αὐτὰ τὰ δύσκολα χρόνια καλεῖ στὸν Μοναχισμὸ ἀνθρώπους μὲ ἀτομικὲς προσκλήσεις. Αὐτὴ ἡ γενιὰ ξεκινάει γιὰ τὸν Μοναχισμὸ μὲ τὶς καλύτερες προϋποθέσεις, ξεκινάει μὲ ἰδανικά, καὶ ὁ διάβολος ὅλο αὐτὸ τὸ ὑλικὸ τὸ ἀχρηστεύει. Ἡ ἄλλη γενιὰ δὲν θὰ εἶναι ἔτσι. Θὰ ἔρχωνται στὰ μοναστήρια καὶ πολλοὶ ποὺ δὲν θὰ εἶναι κατάλληλοι γιὰ τὸν Μοναχισμό. Θὰ εἶναι σὲ τέτοια κατάσταση, ποὺ θὰ ἀναγκάζωνται νὰ γίνουν μοναχοί. Θὰ εἶναι κουρασμένοι καὶ πληγωμένοι ἀπὸ τὸν κόσμο. Ἀνδρόγυνα θὰ χωρίζουν, εἴτε μὲ τὴν εὐλογία εἴτε χωρὶς τὴν εὐλογία τῆς Ἐκκλησίας, καὶ θὰ πηγαίνουν στὰ μοναστήρια. Νέοι ποὺ βαρέθηκαν τὴν κοσμικὴ ζωὴ θὰ πηγαίνουν στὰ μοναστήρια, ἄλλοι γιὰ νὰ σώσουν τὴν ψυχή τους καὶ ἄλλοι γιὰ νὰ βροῦν λίγη ἠρεμία. Ἄλλοι ποὺ θέλουν νὰ παντρευτοῦν, ἀλλὰ θὰ φοβοῦνται μὲ τί ἄνθρωπο θὰ μπλέξουν, θὰ γίνωνται μοναχοί. Δηλαδὴ στὰ ἑπόμενα χρόνια μπορεῖ νὰ ἔρχωνται καὶ ψυχοπαθεῖς ἢ ἄλλοι ποὺ θὰ διστάζουν νὰ δημιουργήσουν οἰκογένεια. «Τί θὰ βρῶ; τί θὰ κάνω; θὰ σκέφτωνται. Καλύτερα νὰ πάω νὰ γίνω μοναχός». Θὰ τὸν παίρνουν δηλαδὴ μερικοὶ σὰν χουζούρι τὸν Μοναχισμὸ – τί προκοπὴ θὰ κάνουν, ἄλλο θέμα. Δὲν θὰ ἔρχωνται μετανοιωμένοι ἄνθρωποι. Θὰ εἶναι οἱ ἄνθρωποι σὲ τέτοια κατάσταση, ποὺ θὰ ἀναγκάζωνται νὰ γίνουν μοναχοί. Δὲν θὰ εἶναι ἁγνὰ τὰ ἐλατήριά τους. Αὐτὸς εἶναι ὁ κίνδυνος. Ὅταν ἕνας ξεκινάη γιὰ τὸν Μοναχισμό, εἶναι διαφορετικά. Αὐτοὶ θὰ ἔχουν ἀνάγκη ἀπὸ πολλὴ βοήθεια, γιατὶ ὁ διάβολος, ἐπειδὴ θὰ ἔχουν γευθῆ τὶς χαρὲς τοῦ κόσμου, θὰ τοὺς πολεμήση σκληρά· ἐνῶ ἐμᾶς δὲν μᾶς πολεμάει τόσο. Ἐμᾶς κοιτάζει νὰ μᾶς ἐμποδίση ἀπὸ τὴν πνευματικὴ ἐργασία καὶ νὰ μᾶς ρίξη στὴν ἀκηδία, ὥστε νὰ μὴ βροῦν πνευματικὴ ζύμη οἱ ἑπόμενοι.
Θέλω νὰ πῶ μὲ ὅλα αὐτὰ ὅτι ἐμεῖς πρέπει νὰ κάνουμε τώρα προκοπή, γιὰ νὰ μπορέσουμε νὰ βοηθήσουμε αὐτοὺς τοὺς ἀνθρώπους. Νὰ τοὺς ἀφήσουμε κληρονομιὰ πατερική. Πνευματικὲς χαρὲς ἔχουμε· οὐράνιες δὲν ἔχουμε. Κάνουμε μιὰ χειροθεσία, μιὰ ἀγρυπνία, ψάλλουμε καὶ τὸ «Δοῦλοι Κύριον...», κουνᾶμε καὶ τὸν πολυέλαιο καὶ χαιρόμαστε. Ἀλλὰ αὐτὲς δὲν εἶναι οὐράνιες χαρές· εἶναι χαρὲς σαρκικὲς τῆς καρδιᾶς, μὲ τὴν καλὴ ἔννοια. Ἡ οὐράνια χαρὰ εἶναι κάτι τὸ ἀνώτερο, ποὺ δὲν ἐκφράζεται. Ὅταν ἀρχίση κανεὶς νὰ γεύεται λιγάκι τὰ οὐράνια, σκιρτάει ἡ καρδιά, παλαβώνει. Πρέπει νὰ ζήσουμε οὐράνιες χαρές, γιὰ νὰ τὶς μεταδώσουμε στὶς ἑπόμενες γενιές.
ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ ΛΟΓΟΙ Β'- ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΑΦΥΠΝΙΣΗ
|
|