ΠΑΤΕΡΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ

 

ΓΕΡΩΝ ΠΑΪΣΙΟΣ
ΟΠΟΥ ΔΕΝ ΦΘΑΝΕΙ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΒΟΗΘΑΕΙ Ο ΘΕΟΣ

  

Ο ΘΕΟΣ ΒΟΗΘΑΕΙ ΣΕ ΟΤΙ ΔΕΝ ΓΙΝΕΤΑΙ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΣ

 

Ὁ Θεὸς βοηθάει ἐκεῖ ποὺ πρέπει, ἐκεῖ ποὺ δὲν μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νὰ ἐνεργήση ἀνθρωπίνως· δὲν θὰ βοηθήση τὴν χαζομάρα μας. Ρεζιλεύουμε ἔτσι καὶ τοὺς Ἁγίους.

Ἀλλὰ καὶ ἂν εἶχε διάθεση νὰ κάνη αὐτὸ ποὺ μποροῦσε νὰ κάνη καὶ δὲν τὸ ἔκανε, γιατὶ κάτι τὸν ἐμπόδισε, ὁ Θεὸς θὰ τὸν βοηθήση σὲ μιὰ δύσκολη στιγμή. Ἂν ὅμως δὲν εἶχε διάθεση, ἐνῶ εἶχε κουράγιο, ὁ Θεὸς δὲν θὰ βοηθήση. Σοῦ λένε λ.χ. νὰ βάζης τὸ βράδυ τὸν σύρτη στὴν πόρτα καὶ ἐσὺ δὲν τὸν βάζεις, γιατὶ βαριέσαι, καὶ λὲς ὅτι θὰ φυλάξη ὁ Θεός. Δὲν εἶναι ὅτι ἔχεις ἐμπιστοσύνη στὸν Θεὸ καὶ δὲν βάζεις τὸν σύρτη, ἀλλὰ δὲν τὸν βάζεις, γιατὶ βαριέσαι. Πῶς νὰ βοηθήση τότε ὁ Θεός; Νὰ βοηθήση δηλαδὴ τὸν τεμπέλη; Ὅταν λέω σὲ ἕναν νὰ βάλη τὸν σύρτη καὶ δὲν τὸν βάζη, καὶ μόνο γιὰ τὴν παρακοή του θέλει τιμωρία.

 

Ὅ,τι μπορεῖ νὰ κάνη κανεὶς ἀνθρωπίνως, πρέπει νὰ τὸ κάνη καὶ ὅ,τι δὲν μπορεῖ, νὰ τὸ ἀφήνη στὸν Θεό. Καὶ ἂν κάνη λίγο περισσότερο ἀπὸ ὅ,τι μπορεῖ, ὄχι ὅμως ἀπὸ ἐγωισμὸ ἀλλὰ ἀπὸ φιλότιμο, γιατὶ νομίζει ὅτι δὲν ἐξήντλησε αὐτὸ ποὺ μπορεῖ νὰ κάνη ἀνθρωπίνως, πάλι τὸ βλέπει ὁ Θεὸς καὶ συγκινεῖται. Ὁ Θεός, γιὰ νὰ βοηθήση, θέλει καὶ τὴν δική μας προσπάθεια. Βλέπεις, ὁ Νῶε ἑκατὸ χρόνια παιδευόταν νὰ φτιάξη τὴν Κιβωτό. Πριόνιζαν τὰ ξύλα μὲ ξύλινα πριόνια. Ἔβρισκαν ἄλλα ξύλα πιὸ σκληρὰ καὶ τὰ ἔφτιαχναν πριόνια. Δὲν μποροῦσε τάχα νὰ κάνη κάτι ὁ Θεός, ὥστε νὰ τελειώση γρήγορα ἡ Κιβωτός; Τοὺς εἶπε ὅμως πῶς νὰ τὴν φτιάξουν καὶ μετὰ τοὺς ἔδινε δυνάμεις (1). Γι' αὐτὸ νὰ κάνουμε ὅ,τι μποροῦμε ἐμεῖς, γιὰ νὰ κάνη καὶ ὁ Θεὸς ὅ,τι ἐμεῖς δὲν μποροῦμε.

 

Ἦρθε κάποιος στὸ Καλύβι καὶ μοῦ εἶπε: «Γιατί οἱ καλόγεροι κάθονται ἐδῶ καὶ δὲν πᾶνε στὸν κόσμο, νὰ βοηθήσουν τὸν λαό;». «Ἂν πήγαιναν ἔξω στὸν κόσμο, νὰ βοηθήσουν τὸν λαό, τοῦ εἶπα, θὰ ἔλεγες γιατί οἱ καλόγεροι γυρίζουν στὸν κόσμο. Τώρα ποὺ δὲν πᾶνε, λὲς γιατί δὲν πᾶνε». Ὕστερα μοῦ λέει: «Γιατί οἱ καλόγεροι πηγαίνουν στοὺς γιατροὺς καὶ δὲν τοὺς βοηθάει ὁ Χριστός τους καὶ ἡ Παναγία τους νὰ γίνουν καλά;». «Αὐτὴν τὴν ἐρώτηση, τοῦ λέω, μοῦ τὴν ἔκανε καὶ ἕνας Ἑβραῖος γιατρός». «Αὐτὸς δὲν εἶναι Ἑβραῖος», μοῦ λέει ἕνας ποὺ ἦταν μαζί του. «Δὲν ἔχει σημασία ποὺ δὲν εἶναι Ἑβραῖος, τοῦ λέω. Αὐτὴ ἡ ἐρώτηση Ἑβραίου εἶναι. Καὶ θὰ σᾶς πῶ τὴν ἀπάντηση ποὺ ἔδωσα στὸν Ἑβραῖο, ἀφοῦ εἶναι ὅμοια ἡ περίπτωση. "Ἐσύ, σὰν Ἑβραῖος ποὺ εἶσαι, τοῦ εἶπα, ἔπρεπε νὰ ξέρης ἀπ' ἔξω τὴν Παλαιὰ Διαθήκη. Ἐκεῖ στὸν Προφήτη Ἠσαΐα ἀναφέρει ὅτι ὁ Θεὸς χάρισε στὸν βασιλιὰ Ἐζεκία, ἐπειδὴ ἦταν πολὺ καλός, ἀκόμη δεκαπέντε χρόνια ζωῆς. Ἔστειλε τὸν Προφήτη Ἠσαΐα καὶ εἶπε στὸν βασιλιά: Ὁ Θεὸς σοῦ χαρίζει ἀκόμη δεκαπέντε χρόνια ζωῆς, γιατὶ διέλυσες τὰ ἄλση τῶν εἰδωλολατρῶν. Καὶ γιὰ τὴν πληγή σου – ὁ βασιλιὰς εἶχε καὶ μιὰ πληγὴ – εἶπε ὁ Θεὸς νὰ βάλης ἐπάνω μιὰ τσαπέλλα (2) σύκα, καὶ θὰ γίνης καλά! Ἀφοῦ ὁ Θεὸς τοῦ χάρισε δεκαπέντε χρόνια ζωῆς, δὲν μποροῦσε νὰ θεραπεύση καὶ ἐκείνη τὴν πληγή; Ἐκείνη ὅμως γιατρευόταν μὲ μιὰ τσαπέλλα σύκα"» (3). Πράγματα ποὺ γίνονται ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους νὰ μὴν τὰ ζητᾶμε ἀπὸ τὸν Θεό. Νὰ ταπεινωνώμαστε στοὺς ἀνθρώπους καὶ νὰ ζητᾶμε τὴν βοήθειά τους.

 

Μέχρις ἑνὸς σημείου θὰ ἐνεργήση ὁ ἄνθρωπος ἀνθρωπίνως καὶ μετὰ θὰ ἀφεθῆ στὸν Θεό. Εἶναι ἐγωιστικὸ νὰ προσπαθῆ νὰ βοηθήση κανεὶς σὲ κάτι ποὺ δὲν γίνεται ἀνθρωπίνως. Σὲ πολλὲς περιπτώσεις ποὺ ἐπιμένει ὁ ἄνθρωπος νὰ βοηθήση, βλέπω ὅτι εἶναι ἀπὸ ἐνέργεια τοῦ πειρασμοῦ, γιὰ νὰ τὸν ἀχρηστέψη. Ἐγώ, ὅταν βλέπω ὅτι δὲν βοηθιέται μιὰ κατάσταση ἀνθρωπίνως – λίγο–πολὺ καταλαβαίνω μέχρι ποιό σημεῖο μπορεῖ νὰ βοηθήση ὁ ἄνθρωπος καὶ ἀπὸ ποιό σημεῖο καὶ μετὰ πρέπει νὰ τ᾿ ἀφήση στὸν Θεό –, τότε ὑψώνω τὰ χέρια στὸν Θεό, ἀνάβω καὶ δυὸ λαμπάδες, ἀφήνω τὸ πρόβλημα στὸν Θεὸ καὶ ἀμέσως τακτοποιεῖται. Ὁ Θεὸς ξέρει ὅτι δὲν τὸ κάνω ἀπὸ τεμπελιά.

Γι᾿ αὐτό, ὅταν μᾶς ζητοῦν βοήθεια, πρέπει νὰ διακρίνουμε καὶ νὰ βοηθοῦμε σὲ ὅσα μποροῦμε. Σὲ ὅσα ὅμως δὲν μποροῦμε, νὰ βοηθοῦμε ἔστω μὲ μιὰ εὐχὴ ἢ μὲ τὸ νὰ τὰ ἀναθέτουμε μόνο στὸν Θεό· καὶ αὐτὸ εἶναι μιὰ μυστικὴ προσευχή.

 

1) Βλ. Γέν. 6, 13 κ.ἑ.

2) Ἀρμαθιὰ ἀπὸ ξερὰ σύκα περασμένα σὲ νῆμα ἢ βοῦρλο.

3) Βλ. Ἠσ. 38, 4 κ.ἑ.


 

  

Ο ΘΕΟΣ ΦΡΟΝΤΙΖΕΙ ΠΑΝΤΑ ΓΙΑ ΤΟ ΚΑΛΟ ΜΑΣ

 

Ὁ Θεὸς εἶναι φύσει ἀγαθὸς καὶ γιὰ τὸ καλό μας φροντίζει πάντα, καὶ ὅταν τοῦ ζητήσουμε κάτι, θὰ μᾶς τὸ δώση, ἐὰν εἶναι γιὰ τὸ καλό μας. Ὅ,τι εἶναι ἀπαραίτητο γιὰ τὴν σωτηρία τῆς ψυχῆς μας καὶ γιὰ τὴν σωματική μας συντήρηση, ὁ Θεὸς θὰ μᾶς τὸ δώση πλουσιοπάροχα καὶ θὰ ἔχουμε τὴν εὐλογία Του. Ὅ,τι μᾶς στερεῖ, εἴτε γιὰ νὰ μᾶς δοκιμάση εἴτε γιὰ νὰ μᾶς προφυλάξη, ὅλα νὰ τὰ δεχώμαστε μὲ χαρά, ἀλλὰ καὶ νὰ τὰ μελετοῦμε, γιὰ νὰ ὠφελούμαστε. Ξέρει πότε καὶ πῶς νὰ οἰκονομάη τὸ πλάσμα Του. Βοηθάει μὲ τὸν τρόπο Του τὴν ὥρα ποὺ χρειάζεται. Πολλὲς φορὲς ὅμως τὸ ἀδύνατο πλάσμα Του ἀδημονεῖ, γιατὶ τὸ θέλει ἐκείνη τὴν ὥρα ποὺ τὸ ζητάει, σὰν τὸ μικρὸ παιδὶ ποὺ ζητάει τὸ κουλούρι ἀπὸ τὴν μάνα του ἄψητο καὶ δὲν κάνει ὑπομονὴ νὰ ψηθῆ. Ἐμεῖς θὰ ζητᾶμε, θὰ κάνουμε ὑπομονὴ καὶ ἡ Καλή μας Μητέρα ἡ Παναγία, ὅταν εἶναι ἕτοιμο, θὰ μᾶς τὸ δώση.

 

(Οἱ Ἅγιοι βοηθοῦν) Ὅποτε χρειάζεται νὰ βοηθήσουν, ὄχι ὅποτε νομίζουμε ἐμεῖς ὅτι χρειάζεται νὰ βοηθήσουν. Βοηθοῦν δηλαδή, ὅταν αὐτὸ μᾶς ὠφελῆ. Κατάλαβες; Ἕνα παιδὶ π.χ. ζητάει ἀπὸ τὸν πατέρα του μοτοσακό, ἀλλὰ ὁ πατέρας του δὲν τοῦ παίρνει. Τὸ παιδὶ τοῦ λέει: «Τὸ θέλω τὸ μοτοσακό, γιατὶ κουράζομαι νὰ πηγαίνω μὲ τὰ πόδια, παιδεύομαι». Ὁ πατέρας του ὅμως δὲν τοῦ παίρνει μοτοσακό, γιατὶ φοβᾶται μὴ σκοτωθῆ. «Θὰ σοῦ πάρω ἀργότερα αὐτοκίνητο», τοῦ λέει. Βάζει λοιπὸν χρήματα στὴν Τράπεζα καί, ὅταν μαζευτοῦν, θὰ τοῦ πάρη αὐτοκίνητο. Ἔτσι καὶ οἱ Ἅγιοι ξέρουν πότε πρέπει νὰ μᾶς βοηθήσουν.

 

Τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ θεία παρηγοριὰ ποὺ νιώθουμε μέσα μας. Τὰ φέρνει ἔτσι ὁ Θεός, ὥστε νὰ μὴν ἀναπαυώμαστε στὴν ἀνθρώπινη παρηγοριὰ καὶ νὰ καταφεύγουμε στὴν θεία. Βλέπεις, οἱ Ἕλληνες λ.χ. τῆς Αὐστραλίας, ἐπειδὴ βρέθηκαν τελείως μόνοι τους, πλησίασαν τὸν Θεὸ περισσότερο ἀπὸ ἄλλους ξενιτεμένους, ὅπως τῆς Γερμανίας, ποὺ ἦταν πιὸ κοντὰ στὴν πατρίδα καὶ βρῆκαν ἐκεῖ καὶ ἄλλους Ἕλληνες. Ἡ δυσκολία πολὺ τοὺς βοήθησε νὰ γαντζωθοῦν στὸν Θεό. Ὅλοι ξεκίνησαν μὲ μιὰ βαλίτσα, βρέθηκαν μακριὰ ἀπὸ τὴν πατρίδα, μακριὰ ἀπὸ τοὺς συγγενεῖς· ἔπρεπε νὰ βροῦν δουλειά, νὰ βροῦν δάσκαλο γιὰ τὰ παιδιά τους κ.λπ., χωρὶς βοήθεια ἀπὸ πουθενά. Γι᾿ αὐτὸ στράφηκαν στὸν Θεὸ καὶ κράτησαν τὴν πίστη τους. Ἐνῶ στὴν Εὐρώπη οἱ Ἕλληνες ποὺ δὲν εἶχαν αὐτὲς τὶς δυσκολίες, δὲν ἔχουν αὐτὴν τὴν σχέση μὲ τὸν Θεό.

 

 

  

«ΑΙΤΕΙΤΕ ΚΑΙ ΔΟΘΗΣΕΤΑΙ ΥΜΙΝ» (1)

  

Ὅταν πονᾶμε γιὰ τὸν πλησίον μας καὶ Τὸν παρακαλοῦμε νὰ τὸν βοηθήση, πολὺ συγκινεῖται ὁ Θεός, γιατὶ τότε ἐπεμβαίνει, χωρὶς νὰ παραβιάζεται τὸ αὐτεξούσιο. Ὁ Θεὸς ἔχει ὅλη τὴν καλὴ διάθεση νὰ βοηθήση τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ὑποφέρουν. Γιὰ νὰ τοὺς βοηθήση ὅμως, πρέπει κάποιος νὰ Τὸν παρακαλέση. Γιατί, ἂν βοηθήση κάποιον, χωρὶς κανεὶς νὰ Τὸν παρακαλέση, τότε ὁ διάβολος θὰ διαμαρτυρηθῆ καὶ θὰ πῆ: «Γιατί τὸν βοηθᾶς καὶ παραβιάζεις τὸ αὐτεξούσιο; Ἀφοῦ εἶναι ἁμαρτωλός, ἀνήκει σ᾿ ἐμένα». Ἐδῶ βλέπει κανεὶς καὶ τὴν μεγάλη πνευματικὴ ἀρχοντιὰ τοῦ Θεοῦ, ποὺ οὔτε στὸν διάβολο δίνει τὸ δικαίωμα νὰ διαμαρτυρηθῆ. Γι' αὐτὸ θέλει νὰ Τὸν παρακαλοῦμε, γιὰ νὰ ἐπεμβαίνη – καὶ θέλει ὁ Θεὸς νὰ ἐπεμβαίνη ἀμέσως, ἂν εἶναι γιὰ τὸ καλό μας –, καὶ νὰ βοηθάη τὰ πλάσματά Του ἀνάλογα μὲ τὶς ἀνάγκες τους. Γιὰ τὸν κάθε ἄνθρωπο ἐνεργεῖ ξεχωριστά, ὅπως συμφέρει στὸν καθέναν καλύτερα.

 

Ὁ Θεὸς λοιπὸν ἀλλὰ καὶ οἱ Ἅγιοι γιὰ νὰ βοηθήσουν, πρέπει ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος νὰ τὸ θέλη καὶ νὰ τὸ ζητᾶ, ἀλλιῶς δὲν ἐπεμβαίνουν. Ὁ Χριστὸς ρώτησε τὸν παράλυτο: «Θέλεις ὑγιὴς γενέσθαι;». Ἂν δὲν θέλη ὁ ἄνθρωπος, τὸ σέβεται ὁ Θεός. Ἂν κάποιος δὲν θέλη νὰ πάη στὸν Παράδεισο, ὁ Θεὸς δὲν τὸν παίρνει. Ἐκτὸς ἂν ἦταν ἀδικημένος καὶ εἶχε ἄγνοια, ὁπότε δικαιοῦται τὴν θεία βοήθεια. Διαφορετικά, δὲν θέλει νὰ ἐπέμβη ὁ Θεός. Ζητᾶ κανεὶς βοήθεια, καὶ ὁ Θεὸς καὶ οἱ Ἅγιοι τὴν δίνουν. Μέχρι νὰ ἀνοιγοκλείσης τὰ μάτια σου, ἔχουν κιόλας βοηθήσει. Μερικὲς φορὲς δὲν προλαβαίνεις οὔτε νὰ τὰ ἀνοιγοκλείσης· τόσο γρήγορα βρίσκεται ὁ Θεὸς δίπλα σου.

 

«Αἰτεῖτε καὶ δοθήσεται», λέει ἡ Γραφή. Ἂν δὲν ζητᾶμε βοήθεια ἀπὸ τὸν Θεό, θὰ σπάζουμε τὰ μοῦτρα μας. Ἐνῶ, ὅταν ζητᾶμε τὴν θεία βοήθεια, ὁ Χριστὸς μᾶς δένει μὲ ἕνα σχοινάκι μὲ τὴν Χάρη Του καὶ μᾶς συγκρατεῖ. Φυσάει ὁ ἀέρας ἀπὸ ἐδῶ-ἐκεῖ, ἀλλά, ἐπειδὴ εἴμαστε δεμένοι, δὲν κινδυνεύουμε. Ὅταν ὅμως ὁ ἄνθρωπος δὲν καταλαβαίνη ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ποὺ τὸν κρατάει, λύνεται πλέον ἀπὸ τὸ σχοινάκι καὶ τὸν χτυποῦν οἱ ἄνεμοι ἀπὸ ᾿δῶ καὶ ἀπὸ ᾿κεῖ καὶ ταλαιπωρεῖται.

 

Νὰ ξέρετε, μόνον τὰ πάθη καὶ οἱ ἁμαρτίες εἶναι δικές μας. Ὅ,τι καλὸ κάνουμε εἶναι ἀπὸ τὸν Θεό, ὅ,τι ἀνοησίες κάνουμε εἶναι δικές μας. Λίγο ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ νὰ μᾶς ἀφήση, τίποτε δὲν μποροῦμε νὰ κάνουμε. Ὅπως στὴν φυσικὴ ζωή, λίγο τὸ ὀξυγόνο νὰ μᾶς πάρη ὁ Θεός, ἀμέσως θὰ πεθάνουμε, ἔτσι καὶ στὴν πνευματικὴ ζωή, λίγο ἂν μᾶς ἀφαιρέση τὴν θεία Χάρη, πάει, χαθήκαμε. Μιὰ φορὰ ἔνιωθα στὴν προσευχὴ μιὰ ἀγαλλίαση. Ὧρες στεκόμουν ὄρθιος καὶ δὲν ἔνιωθα καθόλου κούραση. Ὅσο προσευχόμουν, ἔνιωθα μιὰ γλυκειὰ ξεκούραση, κάτι ποὺ δὲν μπορῶ νὰ τὸ ἐκφράσω. Ὕστερα μοῦ πέρασε ἕνας λογισμὸς ἀνθρώπινος: ἐπειδὴ μοῦ λείπουν δυὸ πλευρὰ καὶ εὔκολα κρυώνω, σκέφθηκα, γιὰ νὰ μὴ χάσω αὐτὴν τὴν κατάσταση καὶ νὰ προχωρήσω ὅσο πάει, νὰ πάρω ἕνα σάλι, νὰ τυλιχθῶ, μήπως ἀργότερα κρυώσω. Μόλις δέχθηκα αὐτὸν τὸν λογισμό, ἀμέσως σωριάσθηκα κάτω. Ἔμεινα πεσμένος κάτω μισὴ ὥρα περίπου καὶ μετὰ μπόρεσα νὰ σηκωθῶ νὰ πάω στὸ κελλὶ νὰ ξαπλώσω. Προηγουμένως, ὅσο προχωροῦσα στὴν προσευχή, ἔνιωθα σὰν ἕνα πούπουλο, ἕνα ἐλάφρωμα, μιὰ ἀγαλλίαση, ποὺ δὲν ἐκφράζεται. Μόλις ὅμως δέχθηκα αὐτὸν τὸν λογισμό, σωριάσθηκα κάτω. Ἂν ἔφερνα ἕναν ὑπερήφανο λογισμὸ καὶ ἔλεγα λ.χ. «ζήτημα εἶναι, ἂν ὑπάρχουν δύο-τρεῖς σὲ τέτοια κατάσταση», τότε εἶναι ποὺ θὰ πάθαινα ζημιά. Σκέφθηκα ἀνθρώπινα, ὅπως σκέφτεται ὁ κουτσὸς νὰ πάρη τὰ δεκανίκια του, ὄχι δαιμονικά. Ἦταν ἕνας φυσικὸς λογισμός, ἀλλὰ καὶ πάλι εἶδες τί ἔπαθα.

 

Τὸ μόνο ποὺ ἔχει ὁ ἄνθρωπος εἶναι μιὰ διάθεση καὶ ἀνάλογα μὲ αὐτὴν τὸν βοηθάει ὁ Θεός. Γι' αὐτὸ λέω, ὅσα ἀγαθὰ ἔχουμε εἶναι δῶρα τοῦ Θεοῦ. Τὰ ἔργα μας εἶναι μηδὲν καὶ οἱ ἀρετές μας εἶναι μία συνέχεια ἀπὸ μηδενικά. Ἐμεῖς θὰ προσπαθοῦμε νὰ προσθέτουμε συνέχεια μηδενικὰ καὶ νὰ παρακαλοῦμε τὸν Χριστὸ νὰ βάλη τὴν μονάδα στὴν ἀρχή, γιὰ νὰ γίνουμε πλούσιοι. Ἐὰν δὲν βάλη τὴν μονάδα ὁ Χριστὸς στὴν ἀρχή, χαμένος ὁ κόπος μας.

 

1) Βλ. Ματθ. 7, 7.

2) Βλ. Ἰω. 5, 6.

 

ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ

ΛΟΓΟΙ Β'- ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΑΦΥΠΝΙΣΗ