ΠΑΤΕΡΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ |
|
|
|
ΓΕΡΩΝ
ΠΑΪΣΙΟΣ |
|
ΝΑ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΖΟΥΜΕ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑ ΤΟΥΣ ΚΙΝΔΥΝΟΥΣ
Στὶς κρίσιμες στιγμὲς χρειάζεται πάντα ἑτοιμότητα καὶ παλληκαριά. Στὴν Κατοχὴ οἱ Ἰταλοὶ ἔπαιρναν πέντε-ἕξι ζῶα καὶ ἔρχονταν στὸ χωράφι μας καὶ τὰ φόρτωναν πεπόνια. Μιὰ φορὰ τοὺς λέω: «Αὐτὰ τὰ πεπόνια τὰ ἔχουμε κρατήσει γιὰ σπόρο· ἐκεῖνα πάρτε τα». Σηκώνει τὸν βούρδουλα ὁ Ἰταλὸς καὶ μοῦ λέει: «Τὸ βλέπεις αὐτό;». Ἔπιασα καὶ ἐγὼ τὸν βούρδουλα καὶ τὸν κοίταζα... «Μπόνε!», τοῦ λέω. Δηλαδὴ «καλός!». Τάχα ὅτι μοῦ τὸ ἔδειξε νὰ τοῦ πῶ ἂν εἶναι ὄμορφος! Ἔσπασε ὁ θυμός του· γέλασε καὶ ἔφυγε! Θυμᾶμαι καὶ ἕνα περιστατικὸ τότε μὲ τὸν ἀνταρτοπόλεμο. Πῆγαν μιὰ φορὰ δύο στρατιῶτες σὲ ἕνα μποστάνι νὰ ζητήσουν ἀπὸ τὸν νοικοκύρη νὰ φᾶνε κανένα πεπόνι, καμμιὰ ντομάτα. Ἄφησαν τὰ ντουφέκια τους στὴν ἄκρη καὶ προχώρησαν. Ὁ νοικοκύρης, μόλις τοὺς εἶδε ἀπὸ μακριά, πῆρε τὸ ντουφέκι νὰ τοὺς χτυπήση. Ἁρπάζει τότε ὁ ἕνας στρατιώτης μιὰ ντομάτα κόκκινη καὶ φωνάζει: «Ἄσ' το τὸ ὅπλο, γιατὶ θὰ σοῦ τὴν φυσήξω τὴν χειροβομβίδα!». Ἀφήνει ἐκεῖνος τὸ ὅπλο καὶ σηκώνεται καὶ φεύγει!
Ἕνας ἄλλος στρατιώτης εἶχε κρεμάσει τὴν κάπα του κάπου μακριὰ σὲ μιὰ γκορτσιά (1). Σὲ λίγο κατέβηκε ἕνας ἀντάρτης ἀπὸ τὸ βουνὸ καὶ θὰ τὸν ἔπιανε. «Ἀρχηγέ, τί νὰ τὸν κάνω αὐτόν;», φώναξε ἐκεῖνος γυρίζοντας πρὸς τὴν κάπα. Καὶ ὕστερα, σὰν νὰ τοῦ ἔκανε νόημα ὁ ἀρχηγός, εἶπε στὸν ἀντάρτη: «Φέρε τὸ ντουφέκι ἐδῶ!». Τοῦ τὸ ἅρπαξε καὶ τὸν ἀφόπλισε. Βλέπεις, ἕνας ἦταν, μόνον τὴν κάπα εἶχε, καὶ τὸν ἄλλον τὸν ἀφόπλισε! Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο εἶχε μαζέψει ἕνα σωρὸ ντουφέκια ἀπὸ τοὺς ἀντάρτες. Θέλει παλληκαριά!
Θυμᾶμαι καὶ ἕναν Ρῶσο μοναχὸ στὸ Ἅγιον Ὄρος· ὅταν πῆγαν νὰ τὸν ληστέψουν οἱ κλέφτες, τὴν στιγμὴ ποὺ ἀνέβαιναν στὸν τοῖχο, βγῆκε ἀπὸ πάνω καὶ φώναξε: «Τί θέλετε, μὲ τὸ ἑξάσφαιρο ἢ μὲ τὸ δωδεκάσφαιρο νὰ σᾶς χτυπήσω;». Τὸ ἔβαλαν ἐκεῖνοι στὰ πόδια. Ἕνας ἄλλος, ὅταν πῆγαν κλέφτες στὸ Κελλί του, πῆρε τὸ τηγάνι καὶ ἔκανε πὼς τηλεφωνοῦσε: «Ναί, κλέφτες ἦρθαν κ.λπ.!». Νόμιζαν ὅτι εἰδοποιεῖ καὶ ἔφυγαν. Κάποτε πάλι ἕνας πολὺ εὔσωμος, σὰν γίγαντας, ἅρπαξε ἕναν τσομπάνο ἀπὸ τὸν λαιμό, γιὰ νὰ τὸν πνίξη. Ὁ τσομπάνος, ὁ καημένος, τέντωσε τὰ μάτια του ἀπὸ τὸν φόβο, ὁπότε τοῦ λέει ἐκεῖνος: «Τί μὲ κοιτᾶς ἄγρια;». «Σκέφτομαι σὲ ποιά κορυφὴ νὰ σὲ πετάξω», τοῦ λέει ὁ τσομπάνος. Ὁ ἄλλος φοβήθηκε καὶ τὸν ἄφησε!
Γι᾿ αὐτὸ λέω νὰ μὴν τὰ χάνη κανείς. Νὰ κρατάη τὴν ψυχραιμία του καὶ νὰ δουλεύη τὸ μυαλό. Γιατί, ἂν δὲν δουλεύη τὸ μυαλό, καὶ μόνον ἀπὸ χαζομάρα μπορεῖ ἀκόμη καὶ νὰ προδώση. Ὁτιδήποτε συμβαίνει, πρέπει νὰ προσευχηθῆ, νὰ σκεφθῆ καὶ νὰ ἐνεργήση. Τὸ καλύτερο εἶναι νὰ προσπαθῆ μὲ πνευματικὸ τρόπο νὰ ἀντιμετωπίζη μιὰ δύσκολη κατάσταση. Σήμερα ὅμως λείπουν καὶ οἱ δυὸ παλληκαριές· οὔτε πνευματικὴ παλληκαριὰ ὑπάρχει, ἡ ὁποία γεννιέται ἀπὸ τὴν ἁγιότητα καὶ τὴν παρρησία στὸν Θεό, γιὰ νὰ ἀντιμετωπισθῆ μιὰ δυσκολία μὲ πνευματικὸ τρόπο, οὔτε φυσικὴ παλληκαριὰ ὑπάρχει, ὥστε νὰ μὴ δειλιάση κανεὶς σὲ ἕναν κίνδυνο. Πρέπει νὰ ἔχη κανεὶς πολλὴ ἁγιότητα, γιὰ νὰ φρενάρη ἕνα μεγάλο κακό, ἀλλιῶς ποῦ νὰ στηριχθῆ; Μιὰ ψυχὴ σὲ ἕνα μοναστήρι ἂν ἔχη πνευματικὴ παλληκαριά, νὰ δῆς, τὸν ἄλλον ποὺ ἔρχεται μὲ κακὸ σκοπὸ θὰ τὸν καθηλώνη μὲ τὸ ἕνα πόδι μέσα ἀπὸ τὴν μάνδρα καὶ μὲ τὸ ἄλλο ἀπ᾿ ἔξω (2)! Θὰ τὸν χτυπάη στὸ κεφάλι μὲ πνευματικὸ τρόπο, μὲ τὸ κομποσχοίνι, μὲ τὴν εὐχή, καὶ ὄχι μὲ τὸ πιστόλι. Λίγη προσευχὴ θὰ κάνη, καὶ ὁ ἄλλος θὰ μένη ἐκεῖ ἔξω ἀκίνητος! Θὰ μένη γιά... σκοπός! Μιὰ ψυχή, ἂν ἔχη πνευματικὴ κατάσταση, καὶ τὸ κακὸ θὰ φρενάρη καὶ τὸν κόσμο θὰ βοηθήση, καὶ γιὰ τὸ μοναστήρι θὰ εἶναι ἀσφάλεια. Οἱ Μυροφόρες δὲν ὑπολόγισαν τίποτε, γιατὶ εἶχαν πνευματικὴ κατάσταση καὶ ἐμπιστεύθηκαν στὸν Χριστό. Ἂν δὲν εἶχαν πνευματικὴ κατάσταση, ποῦ θὰ ἐμπιστεύονταν, γιὰ νὰ κάνουν αὐτὸ ποὺ ἔκαναν;
Στὴν πνευματικὴ ζωὴ καὶ ὁ πιὸ δειλὸς μπορεῖ νὰ ἀποκτήση πολὺ ἀνδρισμό, ἂν ἐμπιστευθῆ τὸν ἑαυτό του στὸν Χριστό, στὴν θεία βοήθεια. Μπορεῖ νὰ πάη στὴν πρώτη γραμμὴ νὰ πολεμήση καὶ νὰ νικήση. Ἐνῶ οἱ καημένοι οἱ ἄνθρωποι ποὺ θέλουν νὰ κάνουν τὸ κακό, καὶ παλληκαριὰ νὰ ἔχουν, φοβοῦνται, διότι αἰσθάνονται τὴν ἐνοχή τους καὶ μόνο στὴν βαρβαρότητά τους στηρίζονται. Ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ ἔχει θεϊκὲς δυνάμεις, ἔχει καὶ τὸ δίκαιο μὲ τὸ μέρος του. Βλέπεις, ἕνα κουταβάκι κάνει «γὰβ-γὰβ» καὶ φεύγει ὁ λύκος, γιατὶ αἰσθάνεται ἐνοχή. Οἰκονόμησε ὁ Θεὸς καὶ ὁ λύκος νὰ φοβᾶται ἀπὸ ἕνα κουταβάκι, γιατὶ αὐτὸ ἔχει δικαιώματα στὸ σπίτι τοῦ νοικοκύρη του, – πόσο μᾶλλον ὁ ἄνθρωπος ποὺ πάει νὰ κάνη κακὸ μπροστὰ στὸν ἄνθρωπο ποὺ ἔχει Χριστὸ μέσα! Γι' αὐτὸ μόνον τὸν Θεὸ νὰ φοβώμαστε, ὄχι τοὺς ἀνθρώπους, ὅσο κακοὶ καὶ νὰ εἶναι. Ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ καὶ τὸν πιὸ δειλὸ τὸν κάνει παλληκάρι. Ὅσο ἑνώνεται κανεὶς μὲ τὸν Θεό, τόσο δὲν φοβᾶται τίποτε.
Ὁ Θεὸς θὰ βοηθήση στὶς δυσκολίες. Ἀλλὰ γιὰ νὰ δώση ὁ Θεὸς τὴν θεϊκὴ δύναμη, πρέπει καὶ ὁ ἄνθρωπος νὰ δώση αὐτὸ τὸ λίγο ποὺ μπορεῖ.
1) Ἄγρια ἀχλαδιά. 2) Βλ. Γέροντος Παϊσίου Ἁγιορείτου, Ὁ Ἅγιος Ἀρσένιος ὁ Καππαδόκης, Θεσσαλονίκη 1987, σ. 92-93.
ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ ΛΟΓΟΙ Β'- ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΑΦΥΠΝΙΣΗ
|
|