ΠΑΤΕΡΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ

 

ΓΕΡΩΝ ΠΑΪΣΙΟΣ
Η ΠΟΛΛΗ ΜΕΡΙΜΝΑ ΑΠΟΜΑΚΡΥΝΕΙ ΑΠΟ ΤΟΝ ΘΕΟ

  

ΝΑ ΜΗΝ ΑΝΟΙΓΟΥΜΕ ΠΟΛΛΑ ΜΕΤΩΠΑ

 

Οἱ ἄνθρωποι σήμερα, ἐπειδή δὲν ζοῦν ἁπλά, ἔχουν πολύ περισπασμό. Ἀνοίγουν πολλά μέτωπα καὶ χάνονται μὲ τὴν πολλή μέριμνα. Ἐγώ ἕνα-δύο πράγματα τὰ τακτοποιῶ καὶ μετά σκέφτομαι ἄλλα. Ποτέ δὲν ἔχω νὰ κάνω πολλά πράγματα μαζί. Τώρα σκέφτομαι νὰ κάνω αὐτό, τὸ τελειώνω καὶ μετά σκέφτομαι νὰ κάνω κάτι ἄλλο. Γιατί, ἄν δὲν τελειώσω τὸ ἕνα καὶ ἀρχίσω τὸ ἄλλο, δὲν ἔχω ἀνάπαυση. Ὅταν ἔχη κανεὶς πολλά μαζί νὰ κάνη, παλαβώνει. Καὶ μόνο νὰ τὰ σκέφτεται, παθαίνει σχιζοφρένεια.

 

Εἶχε ἔρθει στὸ Καλύβι ἕνας νέος ποὺ εἶχε ψυχολογικά προβλήματα. Μοῦ ἔλεγε ὅτι ταλαιπωρεῖται, γιατί ἔχει μία κληρονομική εὐαισθησία ἀπὸ τούς γονεῖς κ.λπ. «Τι κληρονομικά μου λές; τοῦ εἶπα. Πρῶτα, χρειάζεσαι ξεκούραση. Μετά νὰ πάρης τὸ πτυχίο σου, μετά νὰ πᾶς στὸν στρατό, μετά νὰ κοιτάξης γιὰ διορισμό». Μὲ ἄκουσε ὁ καημένος καὶ βρῆκε τὸν δρόμο του. Ἔτσι βρίσκουν καὶ τὸν ἑαυτό τούς οἱ ἄνθρωποι.

 

Ὅταν ἤμουν στὸ Κοινόβιο, εἶχα ἕναν διακονητή στὸ μαραγκούδικο, τὸν Γερό-Ἰσίδωρο. Ὁ καημένος δὲν εἶχε καθόλου ὑπομονή. Ἄρχιζε ἕνα παράθυρο, στενοχωριόταν, ἐπίανε νὰ κάνη πόρτες, στενοχωριόταν καὶ τὰ ἄφηνε, ἐπίανε νὰ κάνη μετά στέγες. Ὅλα στὴν μέση τὰ ἄφηνε, χωρίς νὰ τελειώνη τίποτε. Ἄλλα ξύλα χάνονταν, ἄλλα κόβονταν λάθος. Ἔτσι σκοτώνεται κανείς, χωρίς νὰ κάνη τίποτε.

 

Εἶναι μερικοί πού, ἐνῶ ἔχουν περιορισμένες δυνάμεις καὶ μποροῦν νὰ κάνουν μόνον ἕνα-δύο πράγματα, καταπιάνονται καὶ μπερδεύονται μὲ πολλά καὶ μετά δὲν κάνουν τίποτε σωστό καὶ σέρνουν καὶ τούς ἄλλους. Ὅσο μπορεῖ κανείς, νὰ κάνη ἕνα-δυὸ πράγματα μόνο, νὰ τὰ τελειώνη σωστὰ καὶ νὰ ἔχη τὸ μυαλό τοῦ καθαρό καὶ ξεκούραστο καὶ μετά νὰ ἀρχίζη κάτι ἄλλο. Γιατί, ἅμα ὁ νοῦς τοῦ σκορπίση, τί πνευματικά θὰ κάνη μετά; Πῶς νὰ θυμηθῆ τὸν Χριστό;

 

 

  

ΜΗ ΔΙΝΕΤΕ ΚΑΡΔΙΑ ΣΤΑ ΥΛΙΚΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ

 

Νὰ μή δίνετε καρδιά στὰ ὑλικά πράγματα. Εἶναι μερικοί ποὺ δίνονται ὁλόκληροι στὰ ὑλικά. Περνοῦν ὅλη τὴν ἡμέρα μὲ τὸ νὰ ἀσχολοῦνται πῶς θὰ κάνουν καλά μία δουλειά καὶ δὲν σκέφτονται καθόλου τὸν Θεό. Νὰ μή φθάνουμε ἐκεῖ. Νὰ χρησιμοποιῆτε τὰ χέρια καὶ τὰ πόδια στὴν δουλειά, ἀλλὰ νὰ μήν ἀφήνετε τὸν νοῦ σας νὰ ξεφύγη ἀπὸ τὸν Θεό. Νὰ μή δίνετε ὅλο τὸ εἶναι σας, ὅλο τὸ δυναμισμό μαζί μὲ τὴν καρδιά σας, στὰ ὑλικά. Ἔτσι γίνεται μετά κανεὶς εἰδωλολάτρης. Ὅσο μπορεῖτε στὶς δουλειές καρδιά νὰ μή δίνετε, χέρια, μυαλό νὰ δίνετε. Καρδιά νὰ μή δίνετε σὲ χαμένα, σὲ ἄχρηστα πράγμα­τα. Γιατί μετά πῶς θὰ σκιρτήση ἡ καρδιά γιὰ τὸν Χριστό; Ὅταν ἡ καρδιά εἶναι στὸν Χριστό, τότε ἁγιάζονται καὶ οἱ δουλειές, ὑπάρχει καὶ ἡ ἐσωτερική ψυχική ξεκούραση συνέχεια, καὶ νιώθει κανεὶς τὴν πραγματική χαρά. Νὰ ἀξιοποιῆτε τὴν καρδιά σας, νὰ μήν τὴν σπαταλᾶτε.

Ἄν σπαταληθῆ ἡ καρδιά σὲ πολλά ἀσήμαντα, δὲν ἔχει ἀντοχή νὰ πονέση γιὰ ἐκεῖνο ποὺ πρέπει νὰ πονέση. Ἐγώ θὰ δώσω καρδιά σὲ ἕναν καρκινοπαθῆ, σὲ ἕναν πονεμένο. Ἡ ἀγωνία μου εἶναι γιὰ τὰ παιδιά ποὺ κινδυνεύουν. Κάνω τὸν σταυρό μου νὰ τὰ δίνη ὁ Θεὸς φώτιση. Ὅταν πάλι ἔχω κόσμο, πάει ἡ προσοχή μου στὸν πόνο τοῦ ἄλλου, στὴν ἀγάπη γιὰ τὸν ἄλλον. Τὸν πόνο τὸν δικό μου δὲν τὸν καταλαβαίνω. Ἔτσι ξεχνιοῦνται ὅλα, παίρνει ἄλλη στροφή ὁ ἄνθρωπος.

 

Ὅταν ἡ δουλειά εἶναι ἁπλή, βοηθάει νὰ μήν ἀπορροφᾶται ὁ νοῦς. Ὅταν ὅμως ἡ δουλειά εἶναι σύνθετη, τότε δικαιολογεῖται νὰ ἀπορροφᾶ λίγο τὸν νοῦ, ὄχι ὅμως νὰ παίρνη τὴν καρδιά. Ἀλλά ὅταν ἡ καρδιά δοθῆ στὸν Θεό, τότε ὁ νοῦς θὰ εἶναι στὸν Θεό καὶ τὸ μυαλό στὴν δουλειά.
 

 

  

Η ΕΡΓΑΣΙΑ ΠΟΥ ΓΙΝΕΤΑΙ ΜΕ ΗΡΕΜΙΑ ΚΑΙ ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΑΓΙΑΖΕΤΑΙ

 

ταν ἐργάζεται κανεὶς μὲ ἠρεμία, διατηρεῖ τὴν γαλήνη του καὶ ἁγιάζει ὅλη τὴν ἡμέρα του. Δυστυχῶς, δὲν ἔχουμε καταλάβει πώς, ὅταν κάνουμε γρήγορα μία δουλειά, ἀποκτοῦμε μία νευρικότητα. Καὶ ἡ ἐργασία ποὺ γίνεται μὲ νευρικότητα δὲν εἶναι ἁγιασμένη. Σκοπός μας δὲν πρέπει νὰ εἶναι νὰ φτιάξουμε πολλά καὶ νὰ εἴμαστε ὅλα ἀγωνία. Αὐτὸ εἶναι δαιμονική κατάσταση.

 

Τὸ ἐργόχειρο ποὺ γίνεται μὲ ἠρεμία καὶ προσευχή ἁγιάζεται καὶ ἁγιάζει καὶ τούς ἀνθρώπους ποὺ τὸ χρησιμοποιοῦν καὶ ἔτσι ἔχει νόημα, ὅταν ἡ λαϊκοί ζητοῦν νὰ πάρουν ἐργόχειρα ἀπὸ μοναχούς γιὰ εὐλογία. Ἐνῶ ἐκεῖνο ποὺ γίνεται μὲ βιασύνη καὶ νευρι­κότητα μεταδίδει αὐτήν τὴν δαιμονική κατάσταση καὶ στούς ἄλλους. Ἡ βιαστική δου­λειά μὲ τὴν ἀγωνία εἶναι στοιχεῖο πολύ κοσμικῶν ἀνθρώπων. Οἱ ταραγμένες ψυχές ποὺ ἐργάζονται, ταραχή μεταδίδουν καὶ μὲ τὰ ἐργόχειρά τους καὶ ὄχι εὐλογία. Πῶς ἐπιδρᾶ ἡ κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου καὶ στὰ ἐργόχειρα ποὺ φτιάχνει, καὶ στὰ ξύλα ἀκόμη! Φοβερό! Ἀνάλογο μὲ τὴν κατάσταση στὴν ὁποία βρίσκεται ὁ ἄνθρωπος ὅταν φτιάχνη κάτι, εἶναι καὶ τὸ ἀποτέλεσμα ἄν εἶναι νευριασμένος καὶ θυμώνει καὶ βρίζη, δὲν θὰ ἔχη εὐλογία αὐτὸ ποὺ κάνη. Ἐνῶ, ἄν ψάλλη, λέη τὴν εὐχή, ἁγιάζεται τὸ ἔργο του. Τὸ ἕνα εἶναι δαιμονικό, τὸ ἄλλο θεϊκό.

 

Ἄν κινῆστε μὲ εὐλάβεια καὶ ἐργάζεσθε μὲ τὴν προσευχή ἁγιάζεστε πάντοτε καὶ τὰ πάντα ἁγιάζονται. Ὅταν ἔχη κανεὶς τὸν νοῦ του στὸν Θεό, ἁγιάζει τὴν δουλειά, τὸ ἐργόχειρό του. Φερ' εἰπεῖν, φτιάχνω ἕνα κουτί καὶ λέω τὴν εὐχή, προσεύχομαι καὶ συγχρόνως ἐργάζομαι πρὸς δόξαν Θεοῦ. Σκοπός μου δὲν εἶναι νὰ φτιάξω κουτιά καὶ νὰ κάνω γρήγορα, γιὰ νὰ φτιάξω πολλά καὶ νὰ εἶμαι ὅλο ἀγωνία. Αὐτὸ εἶναι δαιμονική κατάσταση. Δὲν ἤρθαμε γι' αὐτὸ στὸ Μοναστήρι, ἤρθαμε γιὰ νὰ ἁγιασθοῦμε καὶ νὰ ἁγιάσουμε καὶ ὅ,τι κάνουμε. Αὐτός εἶναι ὁ λόγος ποὺ μερικές φορές νιώθεις σάν μία καλή ὑπάλληλος στὰ καθήκοντα, γιατί, ὅταν τρέχης νὰ τακτοποιήσης τὶς δουλειές, ξεχνᾶς νὰ παίρνης καὶ τὸν Χριστό μαζί σου. Ἐνῶ, ἄν ξεκινᾶς μὲ τὴν εὐχή, θὰ νιώθης σάν διακονήτρια τοῦ Χριστοῦ. Γι' αὐτὸ βάλε καὶ τὴν εὐχή στὴν δουλειά, γιὰ νὰ ἁγιασθῆς καὶ ἐσύ καὶ ἡ δουλειά. Ὁ Θεὸς ξέρεις πῶς εὐλογεῖ καὶ πόσα ἀγαθά καὶ τί εὐλογίες στέλνει;

 

Ὅταν ἡ δουλειά εἶναι διανοητική, ἄν ὁ νοῦς σου εἶναι στὸν Θεό, τότε ἡ δουλειά ἁγιάζεται, γιατί ζῆς μέσα στὴν ἀτμόσφαιρα τοῦ Θεοῦ, καὶ ἄς μήν μπορῆς νὰ λές τὴν εὐχή. Ὅταν κανεὶς ἔχη πνευματική κατάσταση, πολύ βοηθιέται. Δὲν προσπαθεῖ νὰ καταλάβη τὰ νοήματα μὲ τὸ μυαλό, ἀλλὰ φωτίζεται καὶ τὰ βρίσκει μὲ θεῖο φωτισμό.

 

 

  

ΜΕ ΤΗΝ ΠΟΛΛΗ ΜΕΡΙΜΝΑ ΞΕΧΝΑΕΙ ΚΑΝΕΙΣ ΤΟ ΘΕΟ

 

Ἕνα παιδάκι, ὅταν παίζη καὶ εἶναι ἀφοσιωμένο στὰ παιχνίδια του, οὔτε καν καταλαβαίνει, ὅταν ὁ πατέρας τοῦ εἶναι δίπλα καὶ τὸ χαϊδεύη. Λίγο ἄν διακόψη τὰ παιχνίδια του, τότε θὰ τὸ καταλάβη. Ἔτσι καὶ ὅταν ἔχουμε μέριμνα, δὲν μποροῦμε νὰ καταλάβουμε τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεὸς δίνει καὶ δὲν τὸ αἰσθανό­μαστε. Πρόσεξε νὰ μή σπαταλᾶς τὶς πολύτιμες δυνάμεις σου σὲ περιττές μέριμνες καὶ μάταια πράγματα ποὺ θὰ γίνουν ὅλα σκόνη μία μέρα. Τότε καὶ σωματικά κουράζεσαι καὶ τὸν νοῦ σου σκορπᾶς ἄσκοπα καὶ μετά δίνεις τὴν κούρασή σου μὲ τὰ χασμουρητά στὸν Θεό τὴν ὥρα τῆς προσευχῆς, σάν τὴν θυσία ποὺ ἔκανε ὁ Κάιν. Ἑπόμενο εἶναι τότε καὶ ἡ ἐσωτερική σου κατάσταση νὰ εἶναι κατάσταση «Κάιν», μὲ ἄγχος καὶ ἀναστε­ναγμούς ποὺ θὰ τὰ προκαλῆ τὸ ταγκαλάκι ποὺ θὰ εἶναι δίπλα σου.

 

Νὰ μή σπαταλᾶμε ἄσκοπα τὸν καρπό, τὴν ψίχα, τῶν δυνάμεών μας μένουν τὰ τσόφλια γιὰ τὸν Θεό. Ἡ μέριμνα τραβάει ὅλο τὸ μεδούλι τῆς καρδιᾶς καὶ δὲν ἀφήνει τίποτε γιὰ τὸν Χριστό. Ἄν δής ὅτι ὁ νοῦς σου συνέχεια φεύγει καὶ πάει σὲ δουλειές κ.λπ.. πρέπει νὰ καταλάβης ὅτι δὲν πᾶς καλά καὶ νὰ ἀνησυχήσης, γιατί ἔχεις ἀπομακρυνθῆ ἀπὸ τὸν Θεό. Νὰ καταλάβης ὅτι εἶσαι πιὸ κοντά στὰ πράγματα παρά στὸν Θεό, στὴν κτίση καὶ ὄχι στὸν Κτίστη.

 

Πολλές φορές, δυστυχῶς, μία κοσμική εὐχαρίστηση ξεγελάει ἀκόμη καὶ τὸν μοναχό, ὅταν κάνη μία ἐργασία. Ὁ ἄνθρωπος, φυσικά, εἶναι πλασμένος νὰ κάνη τὸ καλό, γιατί καὶ ὁ Δημιουργός του εἶναι καλός. Ἀλλά ὁ μοναχός ἀγωνίζεται ἀπὸ ἄνθρωπος νὰ γίνη Ἄγγελος. Γι' αὐτὸ ἡ ἐργασία του γιὰ τὰ ὑλικά θὰ πρέπη νὰ εἶναι περιορισμένη μόνο στὰ πιὸ ἀπαραίτητα, γιὰ νὰ ἐργάζεται στὰ πνευματικά. Τότε καὶ ἡ χαρὰ του θὰ προέρχεται ἀπὸ τούς πνευματικούς καρπούς ποὺ θὰ παράγη, θὰ εἶναι πνευματική, καὶ θὰ τρέφεται, ἀλλὰ καὶ θὰ τρέφη πλουσιοπάροχα.

 

Μὲ τὴν πολλή δουλειά καὶ μέριμνα ξεχνάει κανεὶς τὸν Θεό. Ἔλεγε χαρακτηριστικά ὁ Πάπα-Τύχων (1): «Ὁ Φαραώ ἔδινε πολλή δουλειά καὶ πολύ φαγητό στούς Ἰσραηλίτες, γιὰ νὰ ξεχάσουν τὸν Θεό». Στὴν ἐποχή μας ὁ διάβολος ἀπορρόφησε τούς ἀνθρώπους στὴν ὕλη, στὸν περισπασμό, δουλειά πολλή, φαΐ πολύ, γιὰ νὰ ξεχνοῦν τὸν Θεό (2), καὶ ἔτσι νὰ μήν μποροῦν –ἤ μᾶλλον νὰ μή θέλουν – νὰ ἀξιοποιήσουν τὴν ἐλευθερία ποὺ τούς δίνεται γιὰ τὸν ἁγιασμό τῆς ψυχῆς. Εὐτυχῶς ὅμως, χωρίς νὰ τὸ θέλη ὁ διάβολος, βγαίνει καὶ κάτι καλό, δὲν εὐκαιροῦν οἱ ἄνθρωποι νὰ ἁμαρτήσουν ὅσο θέλουν.

 

 

1) Βλ. Γέροντος Παϊσίου Ἁγιορείτου, Ἁγιορεῖται Πατέρες καὶ Ἁγιορείτικα, Σουρωτή Θεσσαλονίκης 1993, σ. 15-40.

2) Βλ. Ἐξ. 1, 13-14.

 

 

  

Η ΠΟΛΛΗ ΔΟΥΛΕΙΑ ΚΑΙ ΜΕΡΙΜΝΑ ΚΟΣΜΙΚΟΠΟΙΟΥΝ ΤΟΝ ΜΟΝΑΧΟ

 

Καλά εἶναι ὅποιος θέλει νὰ ζήση πνευματικά, καὶ ἰδίως ὁ μοναχός, νὰ βρίσκεται ἀπομακρυσμένος ἀπὸ ὁρισμένες ἀσχολίες, φτιαξίματα κ.λπ., ποῦ τὸν ἀπομακρύνουν ἀπὸ τὸν πνευματικό στόχο. Νὰ μήν ξανοίγεται μὲ πολλές ἀτέλειωτες δουλειές, γιατί οἱ δουλειές δὲν τελειώνουν. Καὶ ἄν δὲν μάθη νὰ κάνη δουλειές ἐσωτερικές στὸν ἑαυτό του, θὰ ξεφεύγη στὶς ἐξωτερικές συνέχεια. Οἱ ἄνθρωποι ποὺ προσπαθοῦν νὰ τελειώσουν τὶς δουλειές τὶς ἀτέλειωτες, τελειώνουν αὐτήν τὴν ζωή μὲ ἀτέλειες πνευματικές καὶ μετανοοῦν στὸ τέλος τῆς ζωῆς τους, ἀλλὰ αὐτὸ δὲν τούς βοηθάει πιά σὲ τίποτε, γιατί ἔχει βγῆ τὸ διαβατήριο. Ἄλλωστε καὶ μία ἀνάπαυλα ἀπὸ τὶς δουλειές εἶναι ἀπαραίτητη γιὰ ἕνα μικρό ἔστω διάστημα.

 

Ὅταν οἱ πολλές ἐργασίες ἐλαττωθοῦν, φυσιολογικά θὰ ἔρθη ἡ σωματική ξεκούραση καὶ ἡ δίψα γιὰ ἐσωτερική ἐργασία, ἡ ὁποία δὲν κουράζει, ἀλλὰ ξεκουράζει. Τότε καὶ ἡ ψυχή θὰ ἀναπνέη ἄφθονο πνευματικό ὀξυγόνο. Ἡ κούραση ἀπὸ πνευματική ἐργασία δὲν κουράζει, ἀλλὰ ξεκουράζει, γιατί ἀνεβάζει τὸν ἄνθρωπο ψηλά καὶ τὸν πλησιάζει στὸν φιλόστοργο Πατέρα, ὅποτε καὶ ἡ ψυχή τοῦ ἀγάλλεται.

Ἡ σωματική κούραση, ὅταν δὲν ἔχη νόημα πνευματικό, ἤ μᾶλλον ὅταν δὲν προέρχεται ἀπὸ πνευματική ἀνάγκη, γιὰ νὰ δικαιολογῆται, ἀγριεύει τὸν ἄνθρωπο. Καὶ τὸ πιὸ ἥμερο ἀλογάκι, ὅταν τὸ πολυκουράση κανείς, ἀρχίζει νὰ κλωτσάη καὶ, παρ' ὅλο ποὺ δὲν εἶχε κακό χούι, ἀποκτάει ἀργότερα – ἐνῶ, ὅσο μεγαλώνει, θὰ ἔπρεπε νὰ γίνεται πιὸ φρόνιμο.

 

Μερικά πράγματα μπορεῖ νὰ παραλείπωνται, γιὰ νὰ προηγοῦνται τὰ πνευματικά. Ἡ πολλή δουλειά καὶ ἡ πολλή μέριμνα κοσμικοποιοῦν τὸν μοναχό καὶ τὸ αἰσθητήριό του γίνεται κοσμικό. Ζῆ πιά σάν κοσμικός μὲ ὅλο τὸ ἄγχος καὶ τὴν κοσμική ἀγωνία, μὲ λίγα λόγια ἕνα μέρος τῆς κολάσεως ζῆ ἀπὸ τούτη τὴν ζωή, μὲ τὶς συνεχεῖς μέριμνες, ἀνησυχίες καὶ συμφορές. Ὅταν ὁ μοναχός δὲν μεριμνᾶ γιὰ τὰ ὑλικά ἀλλὰ γιὰ τὴν σωτηρία του καὶ τὴν σωτηρία ὅλων τῶν ἀνθρώπων, κάνει τὸν Θεό οἰκονόμο του καὶ τούς ἀνθρώπους διακονητές του.

 

Θυμάστε τὸ περιστατικό μὲ τὸν Ὅσιο Γερόντιο καὶ τὸν ὑποτακτικό του; ὁ Ὅσιος Γερόντιος εἶχε παρακαλέσει τὴν Παναγία νὰ τοῦ δώση λίγο νερό νὰ πίνη αὐτός καὶ ὁ ὑποτακτικός του, καὶ ἡ Παναγία σάν καλή Μάνα ἄνοιξε μία ρωγμή στὸν τοῖχο τοῦ Ἀσκητηρίου του καὶ ἔβγαλε νερό, Ἁγίασμα, γιὰ νὰ πίνουν. Ἀργότερα ὁ ὑποτακτικός του ἄρχισε νὰ κτίζη πεζούλια, κουβάλησε χῶμα, ἔκανε κήπους, μπῆκε σὲ πολλή μέριμνα καὶ παραμελοῦσε τὰ πνευματικά του. Ἐπειδή τὸ νερό δὲν τοῦ ἔφθανε, πῆρε μία σμίλη νὰ ἀνοίξη τὴν ρωγμή νὰ βγαίνη περισσότερο νερό. Ἡ Παναγία τότε πῆρε ἐκεῖνο τὸ νερό πίσω καὶ τὸ ἔβγαλε πολύ χαμηλά ἀπὸ τὸ Ἀσκητήριο καὶ τοῦ εἶπε: «Ἐὰν θέλης κήπους καὶ περισπασμό, νὰ κουβαλᾶς νερό ἀπὸ μακριά».

 

 

  

ΟΠΟΥ ΠΟΛΥΣ ΠΕΡΙΣΠΑΣΜΟΣ, ΕΚΕΙ ΠΟΛΛΑ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑ ΠΑΡΑΣΙΤΑ

 

κανα μόνον τὰ ἀπαραίτητα γιὰ ἐδῶ, γιὰ νὰ μπορῶ νὰ κάνω τὰ ἀπαραίτητα γιὰ πάνω, γιὰ τὸν Οὐρανό. Ἄν χαθῆς μὲ τὰ ἐπίγεια, χάνεις τὸν δρόμο σου γιὰ τὸν Οὐρανό. Κάνεις τὸ ἕνα, μετά θέλεις καὶ τὸ ἄλλο. Καὶ ἄν μπής σ' αὐτὸ τὸ γρανάζι, χάθηκες! Ἄν χαθῆς μὲ τὰ ἐπίγεια, χάνεις τὰ οὐράνια. Ὅπως τὰ οὐράνια δὲν ἔχουν τελειωμό, ἔτσι καὶ τὰ ἐπίγεια δὲν ἔχουν τελειωμό. Ἤ θὰ χαθῆς ἐδῶ ἤ θὰ... «χαθῆς» ἐκεῖ. Ξέρεις τί εἶναι νὰ «χάνεσαι» ἐκεῖ πάνω! Ὤ, ἔλεγα τὴν εὐχή καὶ βυθιζόμουν! Βυθίσθηκες καμμιά φορὰ στὴν εὐχή;

 

Ἡ πολλή δουλειά μὲ τὴν κόπωσή της καὶ τὸν περισπασμό, ἰδίως ὅταν γίνεται μὲ βιασύνη, δὲν βοηθάει. Παραμερίζει τὴν νήψη καὶ ἀγριεύει τὴν ψυχή. Δὲν μπορεῖ ὄχι μόνο νὰ προσευχηθῆ κανείς, ἀλλὰ οὔτε νὰ σκεφθῆ. Δὲν μπορεῖ νὰ ἐνεργήση μὲ σύνεση, καὶ ἔτσι οἱ ἐνέργειές του δὲν εἶναι σωστές.

Γι' αὐτὸ προσέξτε, μή σπαταλᾶτε τὸν χρόνο σᾶς ἄσκοπα, χωρίς νὰ τὸν ἀξιοποι­ῆτε στὰ πνευματικά, γιατί θὰ φθάσετε σὲ σημεῖο νὰ ἀγριέψετε πολύ καὶ νὰ μήν μπορῆτε πλέον νὰ κάνετε πνευματικά. Θὰ θέλετε νὰ ἀσχολῆσθε μὲ δουλειές ἤ νὰ συζητᾶτε ἤ θὰ ἐπιδιώκετε νὰ ὑπάρχουν θέματα, γιὰ νὰ βρίσκεσθε σὲ δουλειά. Μὲ τὴν παράλειψη τῆς εὐχῆς καὶ τῶν πνευματικῶν καθηκόντων ὁ ἐχθρός καταλαμβάνει τὰ πνευματικά μας ὑψώματα καὶ μᾶς πολεμάει καὶ μὲ τὴν σάρκα καὶ μὲ λογισμούς. Μᾶς ἀχρηστεύει ὅλες τὶς δυνάμεις, τὶς ψυχικές καὶ σωματικές, καὶ κόβει τὴν ἐπικοινωνία μας μὲ τὸν Θεό, ὅποτε εἶναι ἑπόμενο νὰ αἰχμαλωτισθῆ ἡ ψυχή μας στὰ πάθη.

 

Ὁ Πάπα-Τύχων ἔλεγε στούς μοναχούς ὅτι πρέπει νὰ ζοῦν ἀσκητικά, γιὰ νὰ ἐλευθερωθοῦν ἀπὸ τὶς μέριμνες, καὶ ὄχι νὰ δουλεύουν σάν ἐργάτες καὶ νὰ τρῶνε σάν κοσμικοί. Γιατί τὸ ἔργο τοῦ μοναχοῦ εἶναι οἱ μετάνοιες, οἱ νηστεῖες, οἱ προσευχές ὄχι μόνο γιὰ τὸν ἑαυτό τοῦ ἀλλὰ καὶ γιὰ ὅλον τὸν κόσμο, ζωντανούς καὶ πεθαμένους, καὶ λίγη δουλειά γιὰ τὰ ἀπαραίτητα, γιὰ νὰ μήν ἐπιβαρύνη τούς ἄλλους.

 

Ἄν ἀσχολῆσαι μὲ τὰ ἀπαραίτητά της ὑπακοῆς (1), καὶ περισπασμό νὰ ἔχης, δὲν θὰ πάθης ζημιά. Ἐὰν τὸ ἐνδιαφέρον σου γιὰ τὸ διακόνημα ποὺ σου ἀναθέτουν ἤ γιὰ νὰ βοηθήσης μία ἀδελφή δὲν ξεπεράση τὰ ὅρια, ἡ λαχτάρα θὰ εἶναι γιὰ τὴν εὐχή καὶ ἡ βοήθειά σου θὰ εἶναι θετική. Ὅταν ὅμως μόνος του κανεὶς ξεπερνάη τὰ ὅρια καὶ προσθέτη περισπασμό καὶ ἀσχολῆται μὲ χαμένα πράγματα, τότε σκορπάει ὁ νοῦς καὶ φεύγει ἀπὸ τὸν Θεό. Καὶ ὅταν ὁ νοῦς δὲν εἶναι στὸν Θεό, πῶς θὰ νιώση κανεὶς τὴν χαρὰ τοῦ Θεοῦ; Ἡ καρδιά εὔκολα παγώνει. Καὶ ἐγώ, ὅταν ὅλη τὴν ἡμέρα ἔχω κόσμο, ἄν καὶ εἶναι πνευματικό τὸ ἔργο, ὅταν τὸ βράδυ πάω νὰ προσευχηθῶ, δὲν εἶναι ἡ καρδιά μου ὅπως ὅταν προσεύχωμαι ὅλη τὴν ἡμέρα. Γεμίζει τὸ μυαλό μὲ ἕνα σωρό πράγματα καὶ εἶναι δύσκολο νὰ τὰ ἀποβάλη κανείς. Ὅσο μπορεῖς νὰ λές τὴν εὐχή μέσα στὴν ἡμέρα καὶ νὰ σιγοψάλλης.

 

Πολύ βοηθάει καὶ ἡ λίγη πνευματική μελέτη, ἰδίως πρίν ἀπὸ τὴν προσευχή. Πολύ θερμαίνει τὴν ψυχή καὶ σκορπάει τὶς μέριμνες τῆς ἡμέρας, καὶ τότε, μὲ ἐλευθερωμένη τὴν ψυχή καὶ μεταφερμένη στὴν πνευματική θεία ἀτμόσφαιρα, κινεῖται ἀπερίσπαστα ὁ νοῦς. Μὲ ἕνα κομματάκι ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο ἤ ἀπὸ τὸ Γεροντικό ποὺ ἔχει μικρά κομματάκια ἀλλὰ δυνατά, ὁ νοῦς μεταφέρεται σὲ πνευματικό χῶρο καὶ δὲν φεύγει πιά. Γιατί ὁ νοῦς εἶναι σάν ἕνα ζωηρό παιδί ποὺ τρέχει πότε ἀπὸ 'δω, πότε ἀπὸ 'κει. Ἅμα ὅμως τὸ γλυκάνης μὲ καμμιά καραμέλλα, δὲν φεύγει.

 

Τὸ ἀπερίσπαστο καὶ τὸ ἀμέριμνο φέρνουν τὴν ἐσωτερική ἡσυχία καὶ τὴν πνευματική ἐπιτυχία. Οἱ μέριμνες ἀπομακρύνουν ἀπὸ τὸν Θεό. Ὅταν ὑπάρχη πολύς περισπασμός, ὑπάρχουν πολλά πνευματικά παράσιτα καὶ οἱ πνευματικοί ἀσύρματοι δὲν ἐργάζονται μὲ σήματα καλά. Ὁ μοναχός εἶναι ἀδικαιολόγητος νὰ μήν κάνη πνευματική ζωή. Οἱ καημένοι οἱ λαϊκοί ἔχουν ἕνα σωρό φροντίδες, καὶ πάλι κάνουν προσπάθεια. Ὁ μοναχός δὲν ἔχει τὶς φροντίδες ποὺ ἔχουν ἐκεῖνοι. Οὔτε γιὰ ἐνοίκια σκέφτεται οὔτε γιὰ χρέη οὔτε ἄν ἔχη ἤ δὲν ἔχη δουλειά. Καὶ τὸν Πνευματικό του κοντά τὸν ἔχει καὶ τὴν Ἐκκλησία μέσα στὸ Μοναστήρι, προσευχές, Εὐχέλαια, Παρακλήσεις, Λειτουργίες. Ἔχει τὸ ἀμέριμνο καὶ κοιτάει πῶς νὰ γίνει ἄγγελος, δὲν ἔχει ἄλλο σκοπό. Ἐνῶ ὁ λαϊκός ἔχει τόσες φροντίδες! Κοιτάει πῶς νὰ ἀναθρέψη τὰ παιδιά τοῦ κ.λπ. καὶ ἀγωνίζεται παράλληλα καὶ γιὰ τὴν σωτηρία τῆς ψυχῆς του. Ἔλεγε ὁ Γερό-Τρύφων: «Ὁ μοναχός θέλει ἀγρυπνία; Μπορεῖ. Θέλει νηστεία; Μπορεῖ. Οὔτε γυναίκα οὔτε παιδιά ἔχει. Ὁ κοσμικός δὲν μπορεῖ. Ἔχει παιδιά... Τὸ ἕνα θέλει παπούτσια, τὸ ἄλλο θέλει ροῦχα, τὸ ἄλλο θέλει...».

 

 

1) Ἐννοεῖ ὁ Γέροντας τὴν καλογερική ὑπακοή.

2) Βλ. Γέροντος Παϊσίου Ἁγιορείτου, Ἁγιορεῖται Πατέρες καὶ Ἁγιορείτικα, Σουρωτή Θεσσαλονίκης 1993, σ. 112-117.

 

 

  

ΝΑ ΑΠΟΚΤΗΣΟΥΜΕ ΤΗΝ ΚΑΛΗ ΜΕΡΙΜΝΑ

 

Πρέπει νὰ ζητοῦμε πρῶτα τὴν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν καὶ αὐτή νὰ εἶναι ἡ μέριμνά μας, καὶ ὅλα τὰ ἄλλα θὰ μᾶς δοθοῦν (1). Ἅμα ξεχνιέται ὁ ἄνθρωπος σ΄ αὐτήν τὴν ζωή, χάνει τὸν καιρό του καὶ χαραμίζεται. Ἅμα δὲν ξεχνιέται καὶ ἑτοιμάζεται γιὰ τὴν ἄλλη ζωή, τότε ἔχει νόημα αὐτή ἡ ζωή. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος σκέφτεται πῶς νὰ βολευτῆ ἐδῶ, βασανισμένος εἶναι, καὶ κουράζεται καὶ κολάζεται.

Νὰ μή σᾶς πιάνη ἀγωνία καὶ μανία: «Τώρα πρέπει νὰ κάνουμε αὐτό, ὕστερα ἐκεῖνο», γιατί θὰ σᾶς βρῆ σὲ τέτοια κατάσταση ὁ Ἀρμαγεδών (2). Καὶ μόνον ἡ ἀγωνία στὸ φτιάξιμο εἶναι δαιμονικό. Γυρίστε τὸ κουμπί στὸν Χριστό, γιατί διαφορετικά θὰ ζῆτε δῆθεν κοντά στὸν Χριστό, ἀλλὰ ἐσωτερικά θὰ ὑπάρχει ὅλο τὸ κοσμικό φρόνημα, καὶ φοβᾶμαι μήν τὸ πάθετε σάν τὶς μωρές παρθένες.

 

Οἱ φρόνιμες παρθένες (3) δὲν εἶχαν μόνον καλωσύνη, εἶχαν καὶ τὴν καλή μέριμνα, εἶχαν ἐγρήγορση, δὲν εἶχαν ἀδιαφορία. Οἱ μωρές παρθένες εἶχαν ἀδιαφορία, δὲν εἶχαν ἐγρήγορση. Γι’ αὐτὸ ὁ Κύριος εἶπε: «Γρηγορεῖτε» (4). Ἦταν παρθένες ἀλλὰ μωρές. Καὶ ἄν μία εἶναι ἐκ γενετῆς μωρή, εἶναι εὐλογία ἀπὸ τὸν Θεό Γι’ αὐτήν. Πάει δίχως ἐξετάσεις στὴν ἄλλη ζωή. Μία ὅμως ποὺ ἔχει μυαλό καὶ ζῆ μωρά, αὐτή θὰ εἶναι ἀναπολόγητη τὴν ἡμέρα τῆς Κρίσεως.

 

Βλέπετε καὶ στὴν περίπτωση τῆς Μάρθας καὶ τῆς Μαρίας ποῦ ἀναφέρει τὸ Εὐαγγέλιο, πῶς ἡ μέριμνα ἔκανε τὴν Μάρθα νὰ φερθῆ κατὰ κάποιον τρόπο μὲ ἀναίδεια; Φαίνεται ὅτι στὴν ἀρχή καὶ ἡ Μαρία τὴν βοηθοῦσε, ἀλλά, ὅταν εἶδα νὰ μήν τελειώνη τὶς ἑτοιμασίες της, τὴν ἄφησε καὶ ἔφυγε. «Τί, θὰ χάσω ἐγώ τὸν Χριστό μου γιὰ τὶς σαλάτες καὶ τὰ γλυκά;», σκέφθηκε. Λές καὶ ὁ Χριστός εἶχε πάει νὰ φάη τὶς σαλάτες καὶ τὰ φαγητά τῆς Μάρθας. Καὶ τότε ἡ Μάρθα πειράχθηκε καὶ εἶπε: «Κύριε, οὐ μέλλει σοί ὅτι ἡ ἀδελφή μου μόνην μὲ κατέλιπε διακονεῖν;».

Ἄς προσέξουμε νὰ μήν πάθουμε καὶ ἐμεῖς σάν τὴν Μάρθα. Ἄς εὐχηθοῦμε νὰ γίνουμε καλές «Μαρίες» (5).

 

 

1) Βλ. Ματθ. 6, 33 καὶ Λουκ. 12, 13.

2) Βλ. Ἀποκ. 16, 16.

3) Βλ. Ματθ. 25, 1-13.

4) Ματθ. 25, 13.

5) Λουκ. 10, 40.

 

 

ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ

ΛΟΓΟΙ Α'- ΜΕ ΠΟΝΟ ΚΑΙ ΑΓΑΠΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΑΝΘΡΩΠΟ