ΠΑΤΕΡΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ

 

ΓΕΡΩΝ ΠΑΪΣΙΟΣ
Η ΝΕΑ ΓΕΝΙΑ

  

ΕΛΕΙΨΕ ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΗΣ ΘΥΣΙΑΣ

 

Οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι σήμερα δὲν γεύτηκαν τὴν χαρὰ τῆς θυσίας καὶ δὲν ἀγαποῦν τὸν κόπο. Μπῆκε ἡ τεμπελιά, τὸ βόλεμα, ἡ πολλή ἄνεση. Ἔλειψε τὸ φιλότιμο, ἡ θυσία. Θεωροῦν κατόρθωμα, ὅταν καταφέρνουν χωρίς κόπο νὰ πετύχουν κάτι, ὅταν βολεύωνται. Δὲν χαίρονται, ὅταν δὲν βολεύωνται. Ἐνῶ, ἄν ἀντιμετώπιζαν τὰ πράγμα­τα πνευματικά, θὰ ἔπρεπε τότε νὰ χαίρωνται, γιατί τούς δίνεται εὐκαιρία γιὰ ἀγώνα.

Ὅλοι τώρα, μικροί-μεγάλοι, κοιτάζουν τὴν εὐκολία. Οἱ πνευματικοί ἄνθρωποι κοιτάζουν πῶς νὰ ἁγιάσουν μὲ λιγώτερο κόπο. Οἱ κοσμικοί πῶς νὰ βγάλουν περισσό­τερα χρήματα, χωρίς νὰ δουλεύουν. Οἱ νέοι πῶς νὰ περνοῦν στὶς ἐξετάσεις, χωρίς νὰ διαβάζουν, πῶς νὰ πάρουν πτυχίο, χωρίς νὰ φεύγουν ἀπὸ τὴν καφετέρια. Καὶ ἄν εἶναι δυνατόν, νὰ τηλεφωνοῦν ἀπὸ τὴν καφετέρια, γιὰ νὰ τούς δώσουν τὰ ἀποτελέσματα! Ναί, ἐκεῖ φθάνουν! Ἔρχονται πολλά παιδιά στὸ Καλύβι καὶ μοῦ λένε: «Κάνε προσευχή νὰ περάσω». Δὲν διαβάζουν καὶ λένε: «Ὁ Θεὸς μπορεῖ νὰ μὲ βοηθήση». «Διάβασε, τοῦ λέω, καὶ Κάνε καὶ προσευχή». «Γιατί, μοῦ λέει, δὲν μπορεῖ ὁ Θεὸς νὰ μὲ βοηθήση;». Δηλαδή τὴν τεμπελιά του νὰ εὐλογήση ὁ Θεός; Δὲν γίνεται αὐτό. Ἄν τὸ παιδί διαβάζη, ἀλλὰ δὲν πιάνη, τότε θὰ τὸ βοηθήση ὁ Θεός. Εἶναι μερικά παιδιά ποὺ δὲν θυμοῦνται ἤ δὲν καταλαβαίνουν, ἀλλὰ καταβάλλουν προσπάθεια. Αὐτὰ  θὰ τὰ βοηθήση ὁ Θεὸς νὰ γίνουν τετραπέρατα.

 

Εὐτυχῶς ποὺ ὑπάρχουν καὶ οἱ ἐξαιρέσεις, ἕνα παλληκάρι ἀπὸ τὴν Χαλκιδική ἔδωσε ἐξετάσεις σὲ τρεῖς σχολές καὶ πέρασε σὲ ὅλες (1), σὲ ἄλλη πρῶτος, σὲ ἄλλη δεύτερος, ἀλλὰ τὸν ἀνέπαυε πιὸ πολύ νὰ βρῆ μία δουλειά, γιὰ νὰ ξελαφρώση τὸν πατέρα του ποὺ δούλευε στὰ μεταλλεῖα. Ἔτσι δὲν πῆγε νὰ σπουδάση καὶ ἐπίασε ἀμέσως κάπου δουλειά. Αὐτή ἡ ψυχή εἶναι φάρμακο γιὰ μένα. Γιὰ τέτοια παιδιά νὰ πεθάνω, νὰ γίνω φυτόχωμα. Οἱ περισσότεροι ὅμως νέοι ἔχουν ἐπηρεασθῆ ἀπὸ τὸ κοσμικό πνεῦμα καὶ ἔχουν πάθει ζημιά. Ἔμαθαν νὰ τούς ἐνδιαφέρη μόνον ὁ ἐαυτός τους, δὲν σκέφτονται καθόλου τὸν πλησίον ἀλλὰ μόνον τὸν ἑαυτό τους. Καὶ ὅσο τούς βοηθᾶς, τόσο πιὸ πολύ χουζούρι κάνουν.

Βλέπω κάτι νερόβραστα παιδιά σήμερα. Νὰ κρίνουν τὸ ἕνα, νὰ βαριοῦνται τὸ ἄλλο, ἐνῶ ἡ καρδιά οὔτε κουράζεται οὔτε γερνάει ποτέ. Νὰ γίνουν καλόγεροι, βαριοῦνται. Νὰ παντρευτοῦν, φοβοῦνται. Κοτζάμ παλληκάρια ἔρχονται, ξαναέρχονται στὸ Ἅγιον Ὅρος… «Ἄχ, καὶ καλόγερος δύσκολα εἶναι, λένε. Κάθε μέρα νὰ πρέπη νὰ σηκώνεσαι μεσάνυχτα! Δὲν εἶναι μία καὶ δυὸ μέρες!...». Γυρίζουν στὸν κόσμο. «Τί νὰ κάνω σ΄ αὐτήν τὴν κοινωνία, μὲ τί ἄνθρωπο θὰ μπλέξω, ἄν παντρευτῶ; Φασαρία εἶναι», λένε, καὶ ἔρχονται πάλι στὸ Ὅρος. Κάθονται λίγο, «δύσκολα…» σοῦ λένε.

 

Οἱ νέοι σήμερα μοιάζουν μὲ καινούργιες μηχανές ποὺ τὰ λάδια τούς ἐ ναί παγωμένα. Πρέπει νὰ ζεσταθοῦν τὰ λάδια, γιὰ νὰ πάρουν μπρός οἱ μηχανές, ἀλλιῶς δὲν γίνεται. Ἔρχονται στὸ Καλύβι ταλαίπωρα παιδιά –δὲν εἶναι ἕνα καὶ δυὸ – καὶ μὲ ρωτοῦν: «Τί νὰ κάνω, Πάτερ; Πῶς νὰ περάσω τὴν ὥρα μου; Μὲ πιάνει πλήξη». «Νὰ βρής μία δουλειά, βρέ παιδί». «Ἔχω λεφτά, μοῦ λέει. Τί νὰ τὴν κάνω τὴν δουλειά;». «Μά ὁ Ἀπόστολος Παῦλος λέει: «εἴ τις οὐ θέλει ἐργάζεσθαι μηδέ ἐσθιέτω» (2). Πρέπει νὰ δουλέψης, γιὰ νὰ φᾶς, καὶ ἄς ἔχης χρήματα. Ἡ δουλειά βοηθάει τὸν ἄνθρωπο νὰ ξεπαγώσουν τὰ λάδια τῆς μηχανῆς του. Εἶναι δημιουργία. Δίνει χαρὰ καὶ παίρνει τὸ ἄγχος, τὴν πλήξη. Ἔτσι, βρέ παλληκάρι, νὰ βρής μία δουλειά ποὺ νὰ σοῦ ἀρέση ἔστω καὶ λίγο, καὶ νὰ ξεκινήσης. Γιὰ δοκίμασε, νὰ δής!».

Καὶ βλέπεις, μερικά παιδιά κουράζονται, καὶ ξεκουράζονται μὲ τὴν κούραση. Ἔρχονται νέα παιδιά στὸ Καλύβι καὶ κάθονται, καὶ κουράζονται ποὺ κάθονται. Ἀλλά μὲ πολύ φιλότιμο μὲ ρωτοῦν συνέχεια: «Τί νὰ σοῦ κάνουμε; Τί νὰ σοῦ φέρουμε;». Δὲν ζητῶ ποτέ τίποτε. Τὸ βράδυ μὲ τὸν φακό κάνω τὶς δουλειές, νὰ κουβαλήσω ξύλα, νὰ ἀνάψω δυὸ σόμπες τὸν χειμώνα, νὰ συμμαζέψω. Πολλοί ἀπὸ τούς ἐπισκέπτες τὰ ἀφήνουν ὅλα ἄνω-κάτω, λάσπες, κάλτσες βρεγμένες. Τούς δίνω λεπτές κάλτσες ποὺ μου στέλνουν, πετοῦν τὶς ἄλλες. Τούς δίνω χαρτοπετσέτες νὰ τὶς τυλίξουν, δὲν τὶς συμμαζεύουν. Τρεῖς φορές στὴν ζωή μου ζήτησα κάτι. Σὲ ἕνα παλληκάρι εἶπα μία φορά: «Θέλω δυὸ κουτιά σπίρτα ἀπὸ τὶς Καρυές» – ἄν καὶ εἶχα τέσσερις ἀναπτῆρες, ἀλλὰ τὸ ἔκανα γιὰ νὰ τοῦ δώσω χαρά. Ἔτρεξε χαρούμενος, λαχανίασε νὰ τὰ φέρη, ἀλλὰ τὸν ξεκούρασε ἡ κούραση, γιατί γεύτηκε τὴν χαρὰ τῆς θυσίας. Καὶ ἄλλος καθόταν καὶ κουράσθηκε ποὺ καθόταν. Ζητοῦν νὰ νιώσουν τὴν χαρά, ἀλλὰ πρέπει νὰ θυσιασθῆ ὁ ἄνθρωπος, γιὰ νὰ ἔρθη ἡ χαρά. Ἡ χαρὰ ἀπὸ τὴν θυσία γεννιέται. Ἡ πραγματική χαρὰ βγαίνει ἀπὸ τὸ φιλότιμο. Ἔτσι καὶ καλλιεργηθῆ τὸ φιλότιμο, εἶναι πανηγύρι. Τὸ βάσανο τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ὁ ἐγωισμός, ἡ φιλαυτία. Ἐκεῖ εἶναι ποὺ σκαλώνει κανείς.

 

Εἶχαν ἔρθει δύο νέοι ἀξιωματικοί στὸ Ἅγιον Ὅρος καὶ μοῦ εἶπαν: «Θέλουμε νὰ γίνουμε μοναχοί». «Γιατί, λέω, θέλετε νὰ γίνεται μοναχοί; Ἀπὸ πότε σᾶς ἀπασχόλησε αὐτό;». «Τώρα, μοῦ λένε, κάναμε μία ἐπίσκεψη στὸ Ἅγιον Ὅρος καὶ σκεφτόμαστε νὰ μείνουμε, μήπως γίνη καὶ κανένας πόλεμος». «Βρέ, δὲν ντρέπεστε, τούς λέω. «Μήπως γίνη καὶ κανένας πόλεμος»! Καὶ πῶς θὰ φύγετε ἀπὸ τὸν στρατό;». «Θὰ βροῦμε μία αἰτία», μοῦ λένε. Τί θὰ βροῦν; Ἤ θὰ κάνουν ὅτι εἶναι τρελλοί ἤ…, κάτι πάντως θὰ βροῦν. «Ἄν ξεκινᾶτε νὰ γίνετε μοναχοί μὲ αὐτὸ τὸ σκεπτικό, εἶστε ἀποτυχημένοι ἐξ ἀρχῆς», τούς λέω. Ἄλλοι πάλι, ἐνῶ εἶναι ἕτοιμοι ἀπὸ καιρό νὰ παντρευτοῦν, νὰ δημιουργήσουν οἰκογένεια, ἔρχονται καὶ μοῦ λένε: «Τί νὰ παντρευτῶ; Εἶναι νὰ κάνης οἰκογένεια καὶ παιδιά σ΄ αὐτούς τούς δύσκολους καιρούς;». «Καλά, λέω, ὅταν γίνονταν διωγμοί, ἡ ζωή εἶχε σταματήσει; Οὔτε δούλευαν οὔτε παντρεύονταν; Μήπως ἐσύ βαριέσαι;». «Θέλω νὰ γίνω καλόγερος», λέει. «Ἐσύ βαριέσαι! Τί προκομμένος καλόγερος θὰ γίνης;». Καταλάβατε; Ἄν μία ξεκινάη νὰ γίνη καλόγρια, ἐπειδή σκέφτεται: «Τί νὰ μείνω στὸν κόσμο, νὰ κάνω οἰκογένεια, νάχω παιδιά, ζαλούρα, φασαρία; Θὰ πάω σὲ Μοναστήρι, θὰ κάνω ἐκεῖ μία ὑπακοή, εὐθύνη δὲν θάχω, καὶ ἄν μου ποῦν καμμιά κουβέντα, θὰ σκύβω τὸ κεφάλι. Ποῦ νὰ φτιάξω σπίτι; Ἐκεῖ θὰ ἔχω κελλί δικό μου, φαγητό κ.λπ.», νὰ τὸ ξέρη, εἶναι ἐξ ἀρχῆς ἀποτυχημένη. Σᾶς φαίνεται παράξενο; Ὑπάρχουν καὶ τέτοιοι ἄνθρωποι. Νὰ ξέρετε, ἕνας προκομμένος οἰκογενειάρχης καὶ στὴν καλογερική θὰ ἔκα­νε προκοπή, καὶ ἕνας προκομμένος μοναχός, ἄν ἔκανε οἰκογένεια, θὰ ἔκανε προκοπή.

 

Κάποιος εἶχε καθήσει δόκιμος σ΄ ἕνα Μοναστήρι καὶ δὲν ἤθελε νὰ γίνη καλόγερος. «Γιατί, παιδί μου, μένεις ἔτσι;», τὸν ρωτάω. «Γιατί ὁ καλογερικός σκοῦφος μου θυμίζει τὸ κράνος», μοῦ λέει. Ἀκοῦς κουβέντα; Δὲν ἤθελε νὰ γίνη καλόγερος, γιὰ νὰ μή φορέση τὴν καλογερική σκούφια. Τοῦ θύμιζε τὸ κράνος! Καὶ πότε φόρεσε τὸ κράνος; Ζήτημα νὰ τὸ φόρεσε μερικές φορές μόνο σὲ καμμιά ἄσκηση. Ποῦ νὰ πήγαινε καὶ σὲ πόλεμο! Τοῦ θύμιζε τὸ κράνος! Ἀκοῦς; Μά τί θέλει στὴν καλογερική αὐτός; Ὅταν ξεκινάη κανεὶς ἔτσι, τί καλόγερος θὰ γίνη; Μπορεῖς νὰ μοῦ πῆς; Τελικά ἔγινε ὁ ταλαίπωρος κάπου μοναχός καὶ δὲν φοροῦσε χονδρή σκούφια.

Μία φορά ἦρθαν δυὸ νεαροί στὸ Καλύβι μὲ κάτι μαλλιά μέχρι κάτω. Πῆγα νὰ τούς κουρέψω, ἀντέδρασαν, βιαζόμουν καὶ ἐγώ, καὶ μόνον τούς κέρασα. Εἶχα καὶ ἕνα γατί ἐκεῖ πέρα. «Νὰ τὸ πάρω;», λέει ὁ ἕνας. «Πάρ΄ το», τοῦ λέω. Πῆγαν ἀπὸ ἐκεῖ στὴν Ἰβήρων, μία ὥρα δρόμο, μὲ τὸ γατί ὁ ἕνας στὴν ἀγκαλιά – καὶ νὰ βρέχη. Ζήτησε ἐκεῖ νὰ μείνη στὸ Ἀρχονταρίκι μὲ τὸ γατί. «Δὲν γίνεται», τοῦ εἶπαν καὶ ἔμεινε ἔξω στὴν βροχή ὅλη νύχτα. Ἄν τοῦ ἔλεγες νὰ φυλάξη μία ὥρα σκοπιά, θὰ σοῦ ἔλεγε: «Ὄχι, δὲν μπορῶ», ἀλλὰ νὰ καθήση μία νύχτα ἔξω μὲ τὸ γατί, μπορεῖ.

Ἕνας ἄλλος πῆγε στρατιώτης καὶ ἔφυγε. Ἦρθε μετά στὸ Καλύβι καὶ μοῦ λέει: «Θέλω νὰ γίνω μοναχός». «Νὰ πᾶς νὰ ὑπηρετήσης τὴν θητεία σου!».τοῦ λέω. «Στὸν στρατό δὲν εἶναι ὅπως στὸ σπίτι μου», μοῦ λέει. «Καλά ποὺ μου τόπες, παλληκάρι, δὲν τόξερα, γιὰ νὰ τὸ λέω καὶ στούς ἄλλους!».Ἐν τῷ μεταξύ νὰ τὸν ψάχνουν οἱ δικοί του. Μετά ἀπὸ λίγες μέρες ξαναπέρασε πρωί-πρωί. Ἦταν Κυριακή τοῦ Θωμᾶ. «Σὲ θέλω», μοῦ λέει. «Τί θέλεις; τοῦ λέω. Ποῦ ἐκκλησιάστηκες;». «Πουθενά», μοῦ λέει. «Σήμερα, Κυριακή του Θωμά, στὰ Μοναστήρια κάνουν Ἀγρυπνία καὶ ἐσύ δὲν πῆγες; Καὶ θέλεις νὰ γίνης καλόγερος; Ποῦ ἤσουν;». «Κάθησα στὸ ξενοδοχεῖο. Ἦταν ἥσυχα, στὰ Μοναστήρια ἔχει θόρυβο!». «Καὶ τώρα τί θὰ κάνης;». «Σκέφτομαι νὰ πάω στὸ Σινά, γιατί θέ­λω σκληρή ζωή». «Κάνε λίγη ὑπομονή», τοῦ λέω. Πάω μέσα, παίρνω ἕνα τσουρέκι ποὺ μου εἶχαν φέρει καὶ τοῦ τὸ δίνω. «Πάρε αὐτὸ τὸ μαλακό τσουρέκι, τοῦ λέω, γιὰ νὰ κάνης σκληρή ζωή, καὶ φύγε!». Αὐτοί εἶναι οἱ νέοι σήμερα. Δὲν ξέρουν τί ζητοῦν. Στρίμωγμα δὲν σηκώνουν καθόλου. Ποῦ νὰ θυσιασθοῦν μετά;

 

Θυμᾶμαι στὸν στρατό πόσες φορές παρουσιαζόταν μία ἀνάγκη καὶ ἄκουγες: «Κύριε Διοικητά, νὰ πάω ἐγώ ἀντί γι’ αὐτόν, αὐτός εἶναι παντρεμένος, ἔχει παιδιά, νὰ μή μείνουν τὰ παιδιά του στὸν δρόμο». Νὰ παρακαλοῦν τὸν Διοικητή νὰ πᾶνε αὐτοί στὴν θέση του, στὴν πρώτη γραμμή! Χαίρονταν νὰ σκοτωθοῦν αὐτοί καὶ νὰ μή σκοτωθῆ ὁ ἄλλος καὶ ἀφήση τὰ παιδιά του στὸν δρόμο! Ποῦ τώρα νὰ κάνη κανεὶς τέτοια θυσία! Σπάνιο πράγμα! Μία φορά εἴχαμε μείνει ἀπὸ νερό σὲ μία τοποθεσία. Εἶδε ὁ Διοικητής στὸν χάρτη ὅτι στὸ τάδε σημεῖο ὑπῆρχε νερό. Ἐκεῖ ὅμως ἦταν οἱ ἀντάρτες. Μᾶς λέει: «Ἐδῶ κοντά ἔχει νερό, ἀλλὰ εἶναι πολύ ἐπικίνδυνα. Ποιός θὰ πάη νὰ γεμίση μερικά παγούρια; οὔτε φῶς δὲν θὰ ἀνάψη». Πετάγεται ὁ ἕνας: «Θὰ πάω ἐγώ, κύριε Διοικητά», ὁ ἄλλος «ἐγώ», ὁ ἄλλος «ἐγώ»! Ὅλοι δηλαδή ζητοῦσαν νὰ πᾶνε! Καὶ τὴν νύχτα, χωρίς φῶς, εἶναι ὁ τρόμος πολύς. «Δὲν μπορεῖτε νὰ πάτε καὶ ὅλοι!».λέει ὁ Διοικητής. Θέλω νὰ πῶ, κανεὶς δὲν σκέφθηκε τὸν ἑαυτό του. Δὲν τραβιόταν ὁ ἕνας νὰ πῆ: «Κύριε Διοικητά, μοῦ πονάει τὸ πόδι», ὁ ἄλλος «μοῦ πονάει τὸ κεφάλι» ἤ «εἶμαι κουρασμένος». Ὅλοι θέλαμε νὰ πᾶμε, καὶ ἄς κινδύνευε ἡ ζωή μας.

 

Σήμερα ὑπάρχει ἕνα πνεῦμα χλιαρό, καθόλου ἀνδρισμός, καθόλου θυσία. Ὅλα τὰ μετέτρεψαν μὲ τὴν σημερινή βλαμμένη λογική. Καὶ βλέπεις, ἐνῶ παλιά πήγαιναν ἐθελοντές στὸν στρατό, τώρα παίρνουν τρελλάδικο χαρτί, γιὰ νὰ μήν ὑπηρετήσουν. Κοιτάζουν τί νὰ κάνουν, γιὰ νὰ μήν πᾶνε στρατιῶτες. Ποῦ πρῶτα; Εἴχαμε ἕναν λοχαγό, εἴκοσι τριῶν ἐτῶν ἦταν, ἀλλὰ ἦταν παλληκάρι! Μία φορά τὸν πῆρε τηλέφωνο ὁ πα­τέρας του, ποὺ ἦταν ἀπόστρατος ἀξιωματικός, καὶ τοῦ εἶπε ὅτι σκέφτεται νὰ φροντίση νὰ φύγη ἀπὸ τὴν πρώτη γραμμή καὶ νὰ πάη στὰ μετόπισθεν. Ἔβαλε τὶς φωνές ὁ λοχαγός. «Ντροπή σου, πατέρα, νὰ λές ἐσύ τέτοια πράγματα! Οἱ κηφῆνες κάθονται». Εἶχε εἰλικρίνεια, τιμιότητα, παλληκαριά πολλή, ποὺ ξεπερνοῦσε τὰ ὅρια, ἔτρεχε μπροστὰ. Ἡ χλαίνη τοῦ ἦταν κόσκινο ἀπὸ τὶς σφαῖρες, καὶ δὲν εἶχε σκοτωθῆ. Ὅταν ἀπολύθηκε, πῆρε τὴν χλαίνη μαζί του, νὰ τὴν ἔχη γιὰ ἐνθύμιο.

 

 

1) Παλιότερα οι υποψήφιοι φοιτητές μπορούσαν να δώσουν εξετάσεις σε περισσότερες από μια σχολές.

2) . Β΄ Θεσ. 3, 10.

 

 

  

Η ΑΔΙΑΚΡΙΤΗ ΑΓΑΠΗ ΑΧΡΗΣΤΕΥΕΙ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ

 

Ἔχω προσέξει ὅτι τὰ σημερινά παιδιά, ἰδίως αὐτὰ  ποὺ σπουδάζουν, παθαίνουν ζημιά ἀπὸ τὰ σπίτια τους. Ἐνῶ εἶναι καλά παιδιά, ἀχρηστεύονται. Δὲν σκέφτονται, ἔχουν μία ἀναισθησία. Τὰ χαραμίζουν, τὰ χαλοῦν οἱ γονεῖς. Ἐπειδή οἱ γονεῖς πέρασαν δύσκολα χρόνια, θέλουν τὰ παιδιά τους νὰ μή στερηθοῦν ἐκεῖνο, νὰ μή στερηθοῦν τὸ ἄλλο. Δὲν καλλιεργοῦν τὸ φιλότιμο στὰ παιδιά, ὥστε νὰ χαίρωνται ὅταν στεροῦνται. Φυσικά μὲ καλό λογισμό τὸ κάνουν. Τὸ νὰ τὰ στερήσουν ἀπὸ κάτι, χωρίς τὰ παιδιά νὰ τὸ καταλαβαίνουν, εἶναι βάρβαρο. Ἀλλά νὰ τὰ βοηθήσουν νὰ ἀποκτήσουν μοναχική συνείδηση καὶ μόνα τους νὰ χαίρωνται ποὺ στεροῦνται κάτι, αὐτὸ εἶναι πολύ καλό. Τώρα μὲ τὴν καλωσύνη τους, μὲ τὴν ἀδιάκριτη καλωσύνη τους, τὰ ἀποβλακώνουν. Τὰ συνηθίζουν νὰ τούς τὰ πηγαίνουν ὅλα στὸ χέρι, ἀκόμη καὶ τὸ νερό, γιὰ νὰ διαβάσουν καὶ νὰ μή χασομερήσουν, καὶ τὰ ἀχρηστεύουν, καὶ τὰ ἀγόρια καὶ τὰ κορίτσια. Ἔπειτα τὰ παιδιά, καὶ ὅταν δὲν διαβάζουν, τὰ θέλουν ὅλα στὸ χέρι. Καὶ τὸ κακό ἀρχίζει ἀπὸ τὶς μανάδες. «Ἐσύ, παιδί μου, νὰ διαβάσης. Ἐγώ θὰ σοῦ φέρω καὶ τὶς κάλτσες, θὰ σοῦ πλύνω καὶ τὰ πόδια. Πάρε τὸ γλυκό, πάρε τὸν καφέ»! Καὶ δὲν καταλαβαίνουν τὰ παιδιά πόσο κουρασμένη εἶναι ἡ μάνα ποὺ τὰ προσφέρει ὅλα αὐτά, ἐπειδή δὲν κοπιάζουν. Μετά ἀρχίζουν, μίας χρήσεως πιάτα, μίας χρήσεως ροῦχα, πίτσες νὰ τρῶνε –οὔτε νὰ τὶς τυλίγουν στὸ χαρτί δὲν ξέρουν!... Ἔτσι γίνονται τελείως ἄχρηστοι ἄνθρωποι. Βαριοῦνται μετά ποὺ ζοῦν. Τὸ κορδόνι τους νὰ λυθῆ, «μάνα, νὰ μοῦ δέσης τὸ κορδόνι», λένε! Τὸ πατᾶνε ἐν τῷ μεταξύ! Τέτοια παιδιά τί προκοπή νὰ κάνουν; Αὐτὰ  οὔτε γιὰ γάμο οὔτε γιὰ καλογερική κάνουν. Γι’ αὐτὸ λέω στὶς μητέρες: «Μήν ἀφήνετε τὰ παιδιά νὰ διαβάζουν ὅλη μέρα. Διαβάζουν-διαβάζουν, ζαλίζονται. Νὰ κάνουν ἕνα τέταρτο, μισῆ ὥρα διακοπῆ, γιὰ νὰ κάνουν καὶ καμμιά δουλίτσα στὸ σπίτι, γιὰ νὰ ξεζαλίζωνται καὶ λίγο».

 

Αὐτή ἡ κακή συνήθεια τῶν σημερινῶν νέων μεταφέρεται καὶ στὸν Μοναχισμό. Καὶ βλέπετε σὲ Μοναστήρι νὰ εἶναι ἑπτά γραμματεῖς – καὶ ὅλοι μορφωμένοι οἱ νέοι – καὶ ὁ παλιότερος μαζί. Παλιά ἦταν ἕνας γραμματεύς, καὶ αὐτός δὲν εἶχε πάει οὔτε δυὸ τάξεις στὸ Γυμνάσιο καὶ ἔβγαζε ὅλη τὴν δουλειά. Καὶ τώρα νὰ εἶναι ἑπτά καὶ νὰ εἶναι πνιγμένοι στὴν δουλειά, νὰ μήν μποροῦν νὰ κάνουν οὔτε τὰ πνευματικά τους, νὰ εἶναι καὶ ὁ παλιός νὰ τούς βοηθάη!


 

  

ΚΑΝΟΝΑΡΧΙΣΜΑ ΑΠΟ ΣΚΟΤΕΙΝΕΣ ΔΥΝΑΜΕΙΣ

 

Τὰ καημένα τὰ παιδιά τὰ καταστρέφουν σήμερα μὲ θεωρίες διάφορες. Γι’ αὐτὸ εἶναι ἀναστατωμένα, ζαλισμένα. Ἄλλο θέλει νὰ κάνη τὸ παιδί, ἄλλο κάνει. Ἀλλοῦ θέλει νὰ πάη, ἀλλοῦ τὸ πάει τὸ ρεῦμα τῆς ἐποχῆς. Μεγάλη προπαγάνδα γίνεται ἀπὸ σκοτεινές δυνάμεις ποὺ κατευθύνουν ὅσα παιδιά δὲν τούς κόβει πολύ τὸ μυαλό. Στὰ σχολεῖα μερικοί δάσκαλοι λένε: «Γιὰ νὰ ἔχετε πρωτοβουλία, νὰ μή σέβεστε, νὰ μήν ὑποτάσσεστε στούς γονεῖς», καὶ τὰ ἀχρηστεύουν. Μετά τὰ παιδιά δὲν ἀκοῦνε οὔτε γονεῖς οὔτε δασκάλους. Καὶ εἶναι δικαιολογημένα, γιατί νομίζουν πώς ἔτσι πρέπει νὰ κάνουν. Τὰ ὑποστηρίζει καὶ τὸ κράτος, τὰ κανοναρχοῦν, τὰ ἐκμεταλλεύονται καὶ οἱ ἄλλοι ποὺ δὲν νοιάζονται οὔτε γιὰ Πατρίδα οὔτε γιὰ οἰκογένεια οὔτε γιὰ τίποτε, γιὰ νὰ πραγματοποιήσουν τὰ σχέδιά τους. Ἔ, αὐτὸ λίγο-πολύ ἔχει κάνει πολύ κακό στὴν νεολαία σήμερα, πάρα πολύ κακό, μέχρι ποὺ καταλήγουν τὰ παιδιά νὰ ἔχουν ἀρχηγό τὸν διάβολο μὲ τὰ κέρατα! Ἡ σατανολατρία ἔχει ἐξαπλωθῆ πολύ. Ἀκοῦς σὲ μερικά κέντρα ὅλη τὴν νύχτα νὰ τραγουδοῦν: «Σατανᾶ, σὲ λατρεύουμε, δὲν θέλουμε τὸν Χριστό. Ἐσύ μας τὰ δίνεις ὅλα». Φοβερό! Τί σᾶς δίνει καὶ τί σᾶς παίρνει, κακόμοιρα παιδιά!

 

Μικρά παιδιά ἀγριεμένα, μὲ τούς καφέδες, μὲ τὰ τσιγάρα… Ποῦ νὰ δής βλέμμα λαμπερό, Χάρη Θεοῦ στὸ πρόσωπό τους! Εἶχε δίκαιο ἕνας ἀρχιτέκτων, ὅταν εἶπε σὲ μία ὁμάδα παιδιῶν ποὺ εἶχε φέρει στὸ Ἅγιον Ὅρος: «Τὰ μάτια μᾶς εἶναι σάν τὰ μάτια τοῦ χαλασμένου ψαριοῦ». Εἶχε ἔρθει στὸ Ὅρος μὲ καμμιά δεκαριά παιδιά, ἀπὸ δεκαοκτώ μέχρι εἴκοσι πέντε χρονῶν περίπου. Ἐπειδή αὐτός εἶχε πάρει μία πνευματική στροφή, μετά λυπόταν τὰ παιδιά ποὺ ζοῦσαν ἄσωτη ζωή. Κατάφερε μερικά, τὰ ἔπεισε καὶ τούς ἔβγαλε τὰ εἰσιτήρια νὰ ἔρθουν στὸ Ἅγιο Ὅρος. Ἔφευγα ἀπὸ τὸ Καλύβι καὶ μὲ συνάντησαν στὸν δρόμο. Τούς λέω: «Φεύγω τώρα, ἀλλὰ ἄς καθήσουμε λίγο ἐδῶ», καὶ καθήσαμε κάπου. Ἐκείνη τὴν ὥρα ἔρχονταν καὶ μερικά παιδιά ἀπὸ τὴν Ἀθωνιάδα. «Καθῆστε καὶ ἐσεῖς λίγο ἐδῶ», λέω. Κάθησαν καὶ αὐτὰ  ἐκεῖ. Λέει ὁ ἀρχιτέκτων μετά στὴν παρέα του: «Παρατηρήσατε κάτι;». Ἐκεῖνα ἀπόρησαν. «Γιὰ ρίξτε μία ματιά ὁ ἕνας στὸ πρόσω­πο τοῦ ἄλλου, λέει, καὶ μετά ρίξτε καὶ μία ματιά στὰ ἄλλα παιδιά. Γιὰ δέστε τὰ μάτια τους πῶς γυαλίζουν καὶ δέστε τὰ μάτια τὰ δικά μας πῶς εἶναι σάν τὰ μάτια τοῦ χαλα­σμένου ψαριοῦ». Καὶ πράγματι, ὅταν πρόσεξα καὶ ἐγώ, ἔτσι ἦταν, μάτια χαλασμένων ψαριῶν. Θολά, ἀλλοιωμένα… Ἐνῶ τὰ μάτια τῶν ἄλλων παιδιῶν ἔλαμπαν! Γιατί τὰ παιδιά τῆς Σχολῆς κάνουν μετάνοιες, κάνουν Ἀκολουθίες. Ὁ ἄνθρωπος καθρεφτίζεται στὰ μάτια. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Χριστός εἶπε: «Ὁ λύχνος τοῦ σώματος ἐστίν ὁ ὀφθαλμός» (1). Πόσα μικρά παιδιά ἔρχονται στὸ Ἅγιον Ὅρος ἤ πηγαίνουν σὲ ἄλλα Μοναστήρια καὶ γίνονται μοναχοί, καὶ πάρ΄ ὅλο ποῦ – πῶς νὰ πῆ κανείς; – δὲν ἔχουν καραμέλλες στὰ Μοναστήρια, ἔχουν ὅμως τέτοια χαρὰ ποὺ ἀκτινοβολεῖ τὸ πρόσωπό τους. Ἐνῶ στὸν κόσμο ἔχουν ὅ,τι θέλουν, ἀλλὰ κόλαση ζοῦν, εἶναι βασανισμένα.

 

Μᾶς ἔχουν ἔρθει διάφορα ρεύματα ἀπὸ παντοῦ. Ἀπὸ τὰ ἀνατολικά μέρη ὁ Ἰνδουϊσμός καὶ ἄλλες ἀποκρυφιστικές θρησκεῖες, ἀπὸ τὸν Βορρᾶ ὁ Κομμουνισμός, ἀπὸ τὴν Δύση ἕνα σωρό θεωρίες, ἀπὸ τὸν Νότο, ἀπὸ τούς Ἀφρικανούς, μαγεῖες καὶ τόσα ἄλλα καρκινώματα. Ἕνα παιδί χτυπημένο ἀπὸ τέτοια ρεύματα ἦρθε μία μέρα στὸ Καλύβι. Κατάλαβα ὅτι οἱ προσευχές τῆς μάνας τοῦ τὸ ἔφεραν. Ἀφοῦ μιλήσαμε ἀρκετά, τοῦ λέω: «Κοίταξε, παλληκάρι μου, νά βρής ἕναν Πνευματικό νὰ ἐξομολογηθῆς καὶ νὰ χρισθῆς καὶ νὰ σὲ βοηθάη τώρα στὶς ἀρχές. Πρέπει νὰ σὲ χρίσουν, γιατί ἀρνήθηκες τὸν Χριστό». Ἔκλαιγε τὸ καημένο. «Κάνε προσευχή, Πάτερ, μοῦ λέει, γιατί δὲν μπορῶ νὰ τὰ ἀποβάλλω αὐτά. Μοῦ ἔχουν κάνει πλύση ἐγκεφάλου. Τὸ καταλαβαίνω ὅτι οἱ προ­σευχές τῆς μάνας μου μὲ ἔφεραν ἐδῶ». Πόσο βοηθᾶνε οἱ προσευχές τῆς μάνας! Ἀχρηστεύονται τὰ καημένα, ὅταν τὰ τυλίξουν, καὶ μετά τὰ πιάνει φόβος, ἄγχος καὶ ξεσπᾶνε στὰ ναρκωτικά κ.λπ. Ἀπὸ τὸν ἕναν γκρεμό στὸν ἄλλον. Ὁ Θεὸς νὰ βάλη τὸ χέρι Του.

 

 

1) Λουκ. 11, 34.

 

 

  

«ΜΗΝ Τ' ΕΓΓΙΖΕΤΕ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ!»

 

Οἱ γονεῖς ποὺ δὲν καταλάβαιναν τὴν πειθαρχία ἀφήνουν τώρα τὰ παιδιά τους μὲ μία ἐλευθερία καὶ τὰ κάνουν τελείως ἀλητάκια. Μία κουβέντα λές, πέντε σου λένε, καὶ μὲ μία ἀναίδεια! Αὐτὰ  μπορεῖ νὰ γίνουν ἐγκληματίες. Σήμερα τὰ ξεβιδώνουν τελείως τὰ παιδιά. Ἐλευθερία! «Μήν τὰ ἐγγίζετε τὰ παιδιά!».Καὶ τὰ παιδιά λένε: «Ποῦ θὰ βροῦμε ἀλλοῦ τέτοιο καθεστώς;». Ἐπιδιώκουν δηλαδή νὰ τὰ κά­νουν ἀνταρτάκια, νὰ μή θέλουν τούς γονεῖς, νὰ μή θέλουν τούς δασκάλους, νὰ μή θέλουν τίποτε, νὰ μήν ἀκοῦν κανέναν. Αὐτὸ τούς διευκολύνει στὸν σκοπό τους. Ἄν δὲν τὰ κάνουν ἀνταρτάκια, πῶς μετά τὰ παιδιά θὰ τὰ κάνουν ὅλα κομμάτια; Καὶ βλέπεις, τὰ καημένα εἶναι σχεδόν δαιμονισμένα.

Ἄν στὴν πνευματική ζωή ἡ ἐλευθερία δὲν ἀξιοποιήθηκε, θὰ ἀξιοποιηθῆ στὴν κοσμική ζωή; Τί νὰ τὴν κάνης τέτοια ἐλευθερία; Εἶναι καταστροφή. Γι’ αὐτὸ καὶ τὸ κράτος πάει ὅπως πάει. Μποροῦν οἱ σημερινοί ἄνθρωποι νὰ ἀξιοποιήσουν τὴν ἐλευθερία ποῦ τούς δίνεται; Ἡ ἐλευθερία, ὅταν οἱ ἄνθρωποι δὲν εἶναι σὲ θέση νὰ τὴν ἀξιοποιήσουν στὴν πρόοδο, εἶναι καταστροφή. Ἡ κοσμική ἐξέλιξη μὲ τὴν ἁμαρτωλή αὐτή ἐλευθερία ἔφερε τὴν πνευματική σκλαβιά. Ἐλεθερία πνευματική εἶναι ἡ πνευματική ὑποταγή στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Καὶ βλέπεις, ἐνῶ ἡ ὑπακοή εἶναι ἐλευθερία, ὁ πειρασμός ὅμως ἀπὸ κακία τὴν παρουσιάζει σάν σκλαβιά καὶ ἀντιδροῦν τὰ παιδιά, ἰδίως τῆς ἐποχῆς μας, ποὺ ἔχουν δηλητηριασθῆ ἀπὸ τὸ πνεῦμα τῆς ἀνταρσίας. ΕἶΝαί, φυσικά, καὶ κουρασμένα ἀπὸ τὰ διάφορα συστήματα τοῦ 20ου αἰῶνος, ποὺ δυστυχῶς συνέχεια παραμορφώνουν τὴν ὡραία φύση τοῦ Θεοῦ καὶ τὰ πλάσματά Του καὶ τὰ γεμίζουν ἀπὸ ἄγχος καὶ τὰ ἀπομακρύνουν ἀπὸ τὴν χαρά, τὸν Θεό.

 

Ἐμεῖς ξέρετε τί τραβήξαμε, ὅταν ἀπολυθήκαμε ἀπὸ τὸν στρατό; Ἄν ἦταν τότε τὰ σημερινά παιδιά, θὰ τὰ εἶχαν κάνει ὅλα γυαλιά-καρφιά. Ἦταν τὸ 1950 ποὺ τελείωσε ὁ ἀνταρτοπόλεμος. Ἀπολυθήκαμε πολλές κλάσεις μαζί. Ἄλλος εἶχε τεσσεράμισι, ἄλλος τέσσερα, ἄλλος τριάμισι χρόνια μέσα στὸν πόλεμο. Καὶ σκεφθῆτε, μετά ἀπὸ τόση ταλαιπωρία, φθάνουμε στὴν Λάρισα, πᾶμε στὰ Κέντρα Διερχομένων καὶ τὰ βρίσκουμε γεμάτα. Ὅποτε πᾶμε στὰ ξενοδοχεῖα. Ἀλλά καὶ ἐκεῖ δὲν μᾶς δέχονταν. Σοῦ λέει: «Στρατός! Ποῦ νὰ μείνη! Θὰ λερωθοῦν οἱ κουβέρτες!».–ἐνῶ θὰ πληρώναμε. Ἦταν Μάρτιος μήνας καὶ ἔκανε κρύο! Εὐτυχῶς ἕνας ἀξιωματικός μας ἔσωσε, ἄς εἶναι καλά! Πῆγε, ἔμαθε πότε φεύγουν τὰ τραῖνα, πότε κάνουν μανοῦβρες κ.λπ., συνεννοήθηκε καὶ μᾶς ἔβαλε μέσα στὰ τραῖνα! «Τὴν νύχτα, λέει, θὰ κάνουν μανοῦβρες, ἀλλὰ μή φοβη­θῆτε, τὴν τάδε ὥρα τὸ πρωί θὰ ξεκινήσουν». Καὶ ὅλη τὴν νύχτα κουνιόνταν. Τελικά ἐρχόμαστε στὴν Θεσσαλονίκη. Μερικοί ποὺ ἦταν ἀπὸ ΄δῶ κοντά πῆγαν στὸν τόπο τους. Οἱ ἄλλοι πήγαμε στὰ Κέντρα Διερχομένων, ἀλλὰ ἦταν γεμάτα. Πᾶμε στὰ ξενοδοχεῖα, καὶ ἐδῶ τίποτε! Τούς παρακαλάω στὸ ξενοδοχεῖο: «Νὰ μοῦ δώσετε μία καρέκλα νὰ καθήσω μέσα καὶ θὰ σᾶς πληρώσω διπλάσιο ἀπὸ ὅ,τι θὰ πλήρωνα γιὰ τὸ κρεββάτι!». «Ὄχι, δὲν γίνεται!», μοῦ λένε. Φοβόνταν μήπως κανεὶς ἔβλεπε ὅτι κρατοῦσαν στὴν καρέκλα στρατιώτη καὶ τούς κατήγγελλε. Καὶ νὰ κάθεσαι ἔξω, νὰ ἀκουμπᾶς ὄρθιος στὸν τοῖχο, νὰ βγάλης ἔτσι τὴν νύχτα! Καὶ ἔβλεπες στρατιῶτες νὰ εἶναι οἱ καημένοι στὸ πεζοδρόμιο, ἔξω ἀπὸ τὰ ξενοδοχεῖα, ἀκουμπισμένοι στούς τοίχους! Σὲ ὅλα τὰ πεζοδρόμια ὑπῆρχε στρατός, σάν νὰ ἔκαναν παρέλαση! Κατάλαβες; Ἄν ἦταν οἱ σημερινοί νέοι θὰ εἶχαν κάψει τὴν Λάρισα, ὅλη τὴν Θεσσαλία καὶ τὴν Μακεδονία! Ἐδῶ, χωρίς νὰ ἔχουν καμμιά δυσκολία σήμερα, καὶ τί κάνουν! καταλήψεις, καταστροφές… Καὶ ἐκεῖνα, τὰ καημένα τὰ παιδιά, οὔτε καν εἶχαν λογισμό. Ἐνίωθαν βέβαια μία πικρία, ἀλλὰ χωρίς νὰ ἔχουν λογισμό νὰ κάνουν τίποτε τὸ κακό. Καὶ νὰ ἔχουν περάσει ταλαιπωρία μεγάλη ἔξω στὰ χιόνια. Νὰ εἶναι σακατεμένοι ἀπὸ τὸν πόλεμο – τί θυσία οἱ καημένοι! – καὶ τελικά τὸ τελευταῖο «εὐχαριστῶ» ἦταν νὰ κοιμηθοῦνε ἔξω! Καὶ κάνω μία σύγκριση, πῶς ἦταν οἱ νέοι τότε καὶ ποῦ βρίσκονται σήμερα… Οὔτε πενήντα χρόνια δὲν πέρασαν καὶ πῶς ἄλλαξε ὁ κόσμος!

 

Ἡ σημερινή νεολαία μοιάζει μὲ τὸ μοσχαράκι ποὺ εἶναι δεμένο στὸ λιβάδι καὶ κλωτσάει, τραβάει συνέχεια τὸ σχοινί, βγάζει τὸν πάσσαλο καὶ ἀρχίζει νὰ τρέχη, ἀλλὰ σκαλώνει κάπου καὶ περδικλώνεται ἄσχημα καὶ στὸ τέλος τὸ κατασπαράζουν τὰ ἄγρια θηρία. Τὸ φρένο βοηθάει, ὅταν εἶναι μικρό τὸ παιδί. Τὸ βλέπεις, ἀνεβαίνει πάνω στὸν τοῖχο καὶ ὑπάρχει φόβος νὰ σκοτωθῆ. «Μή, μή», φωνάζεις, τοῦ δίνεις καὶ κανένα σκαμπίλι. Μετά δὲν σκέφτεται ὅτι θὰ σκοτωθῆ, σκέφτεται μή φάη τὸ σκαμπίλι καὶ προσέχει. Τώρα δὲν ὑπάρχουν οὔτε στὰ σχολεῖα τιμωρίες οὔτε στὸν στρατό καψώνια. Γι’ αὐτὸ οἱ νέοι παιδεύουν τούς γονεῖς καὶ τὸ ἔθνος. Στὸν στρατό παλιά, ὅσο πιὸ σκληροί ἦταν οἱ ἀρχηγοί στὴν Ἐκπαίδευση, τόσο πιὸ πολλή παλληκαριά ἔδειχναν οἱ στρατιῶτες στὴν μάχη.

 

Ὁ νέος ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ ἕναν πνευματικό ὁδηγό, τὸν ὁποῖο νὰ συμβουλεύεται καὶ νὰ ἀκούη, γιὰ νὰ πορεύεται μὲ πνευματική ἀσφάλεια, χωρίς κινδύνους, φόβους καὶ ἀδιέξοδα. Κάθε ἄνθρωπος, ὅσο μεγαλώνει, ὅσο περνάει ἡ ἡλικία του, ἀποκτᾶ πείρα καὶ ἀπὸ τὸν ἑαυτό του καὶ ἀπὸ τούς ἄλλους. Ἕνας νέος στερεῖται αὐτήν τὴν πείρα. Ἕνας μεγάλος τὴν πείρα ποὺ ἀπέκτησε ἀπὸ τὸν ἑαυτό του καὶ ἀπὸ τούς ἄλλους τὴν χρησιμοποιεῖ, γιὰ νὰ βοηθήση τὸν ἄπειρο νέο, γιὰ νὰ μήν κάνη γκάφες. Ὁ νέος, ὅταν δὲν ἀκούη, κάνει πειράματα μὲ τὸν ἑαυτό του. Ἐνῶ, ἄν ἀκούση, κέρδος θὰ ἔχη. Εἶχαν ἔρθει στὸ Καλύβι μερικά παιδιά ἀπὸ μία χριστιανική Ὀργάνωση καὶ φώναζαν μὲ μία αὐτοπεποίθηση: «Δὲν ἔχουμε ἀνάγκη ἀπὸ κανέναν, θὰ βροῦμε μόνοι μας τὸν δρόμο μας!». Ποιός ξέρει; Θὰ εἶχαν ζορισθῆ καὶ εἶχαν κατὰ κάποιο τρόπο ἐπαναστατήσει. Ὅταν ἦταν νὰ φύγουν, μὲ ρώτησαν πῶς νὰ κατεβοῦν στὸν δημόσιο, γιὰ νὰ πάρουν τὸν δρόμο γιὰ τὴν Μονή Ἰβήρων. «Ἀπὸ ποῦ θὰ πᾶμε;», λένε. «Καλά, βρέ παιδιά, τούς λέω, ἐσεῖς εἴπατε ὅτι θὰ τὸν βρῆτε μόνοι σας τὸν δρόμο, δὲν ἔχετε ἀνάγκη ἀπὸ κανέναν. Ἔτσι δὲν εἴπατε προηγουμένως; Τουλάχιστον αὐτόν τὸν δρόμο καὶ νὰ τὸν χάσετε, λίγο θὰ ταλαιπω­ρηθῆτε, κάποιον θὰ βρῆτε παρακάτω καὶ θὰ σᾶς πῆ: «Ἀπὸ ἐδῶ πάει». Τὸν ἄλλον τὸν δρόμο γιὰ πάνω, γιὰ τὸν Οὐρανό, πῶς θὰ τὸν βρῆτε μόνοι σας χωρίς ὁδηγό;». Ὁ ἕνας ἀπὸ αὐτούς εἶπε: «Σάν νάχη δίκαιο ὁ Γέροντας».

 

 

  

ΝΑ ΠΕΡΑΣΟΥΝ ΟΙ ΝΕΟΙ ΣΤΙΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΑΓΝΟΤΗΤΟΣ

 

Ἦρθαν δυὸ-τρεῖς φοιτήτριες σήμερα καὶ μοῦ εἶπαν: «Γέροντα, κάντε προσευχή νὰ περάσουμε στὶς ἐξετάσεις». Καὶ ἐγώ τὶς εἶπα: «Θὰ εὐχηθῶ νὰ περάσετε στὶς ἐξετάσεις τῆς ἁγνότητος. Αὐτὸ εἶναι τὸ πιὸ βασικό. Ὅλα τὰ ἄλλα βολεύονται μετά». Καλά δὲν τὶς εἶπα; Ναί, εἶναι μεγάλο πράγμα νὰ βλέπης στὰ πρόσωπα τῶν νέων σήμερα τὴν σεμνότητα, τὴν ἁγνότητα! Πολύ μεγάλο πράγμα!

Ἔρχονται μερικές κοπέλες οἱ καημένες τραυματισμένες. Ζοῦν ἄτακτα μὲ νέους, δὲν καταλαβαίνουν πώς ὁ σκοπός τους δὲν εἶναι καθαρός καὶ σακατεύονται. «Τί νὰ κάνω, Πάτερ;», μὲ ρωτοῦν. «Ὁ ταβερνιάρης, τὶς λέω, ἔχει φίλο τὸν μπεκρή, ἀλλὰ γαμπρό δὲν τὸν κάνει στὴν κόρη του. Νὰ σταματήσετε τὶς σχέσεις. Ἄν σᾶς ἀγαποῦν πραγματικά, θὰ τὸ ἐκτιμήσουν. Ἄν σᾶς ἀφήσουν, σημαίνει ὅτι δὲν σᾶς ἀγαποῦν καὶ θὰ κερδίσετε χρόνο».

 

Ὁ πονηρός ἐκμεταλλεύεται τὴν νεανική ἡλικία, ποὺ ἔχει ἐπί πλέον καὶ τὴν σαρκική ἐπανάσταση, καὶ προσπαθεῖ νὰ καταστρέψη τὰ παιδιά στὴν δύσκολη αὐτή περίοδο ποὺ περνοῦν. Τὸ μυαλό εἶναι ἀνώριμο ἀκόμη, ὑπάρχει ἀπειρία μεγάλη καὶ ἀπόθεμα πνευματικό καθόλου. Γι’ αὐτὸ ὁ νέος πρέπει πάντα νὰ αἰσθάνεται ὡς ἀνάγκη τὶς συμβουλές τῶν μεγαλυτέρων σ΄ αὐτήν τὴν κρίσιμη ἡλικία, γιὰ νὰ μή γλιστρήση στὸν γλυκό κατήφορο τῆς κοσμικῆς κατηφόρας, ποὺ στὴν συνέχεια γεμίζει τὴν ψυχή ἀπὸ ἄγχος καὶ τὴν ἀπομακρύνει αἰώνια ἀπὸ τὸν Θεό.

 

Καταλαβαίνω ὅτι ἕνα φυσιολογικό παιδί, στὴν νεανική ἡλικία, δὲν εἶναι εὔκολο νὰ βρίσκεται σὲ τέτοια πνευματική κατάσταση, ὥστε νὰ μήν κάνη διάκριση, «οὐκ ἔνι ἄρσεν καὶ θῆλυ» (1). Γι’ αὐτὸ καὶ οἱ πνευματικοί Πατέρες συνιστοῦν νὰ μήν κάνουν συντροφιά τὰ ἀγόρια μὲ τὰ κορίτσια, ὅσο καὶ πνευματικά καὶ ἐὰν εἶναι, γιατί ἡ ἡλικία εἶναι τέτοια ποὺ δὲν βοηθάει, καὶ ὁ πειρασμός ἐκμεταλλεύεται τὴν νεότητα. Γι’ αὐτὸ συμφερώτερο εἶναι ὁ νέος νὰ θεωρηθῆ ἀκόμη καὶ κουτός ἀπὸ τὰ κορίτσια (ἤ ἡ νέα ἀπὸ τὰ ἀγόρια) γιὰ τὴν πνευματική του φρονιμάδα καὶ ἁγνότητα καὶ νὰ σηκώνη καὶ αὐτόν τὸν βαρύ σταυρό. Γιατί αὐτός ὁ βαρύς σταυρός κρύβει ὅλη τὴν δύναμη καὶ τὴν σοφία τοῦ Θεοῦ καὶ τότε ὁ νέος θὰ εἶναι πιὸ δυνατός ἀπὸ τὸν Σαμψῶν (2) καὶ πιὸ σοφός ἀπὸ τὸν σοφό Σολομώντα (3). Καλύτερα εἶναι, ὅταν βαδίζη, νὰ προσεύχεται καὶ νὰ μήν κοιτᾶ δεξιά καὶ ἀριστερά, ἀκόμη καὶ ἄν πρόκειται νὰ παρεξηγηθῆ ἀπὸ συγγενικά πρόσωπα, γιατί δῆθεν τούς περιφρόνησε καὶ δὲν τούς μίλησε, παρά νὰ περιεργάζεται καὶ νὰ βλάπτεται καὶ νὰ παρεξηγηθῆ ἀκόμη καὶ ἀπὸ τούς κοσμικούς ἀνθρώπους ποὺ σκέφτονται ὅλο πονηρά. Χίλιες φορές καλύτερα νὰ φεύγη σάν τὸ ἀγρίμι ἀπὸ τούς ἀνθρώπους μετά τὸν ἐκκλησιασμό, γιὰ νὰ διατηρήση τὴν πνευματική του φρονιμάδα καὶ ὅ,τι ἀπεκόμισε ἀπὸ τὸν ἐκκλησιασμό, παρά νὰ κάθεται καὶ νὰ χαζεύη στὶς γοῦνες (ἤ στὶς γραβάτες ἡ νέα) καὶ νὰ ἀγριέψη πνευματικά ἀπὸ τὸ γρατσούνισμα ποὺ θὰ τοῦ κάνη ὁ ἐχθρός στὴν καρδιά.

 

Εἶναι ἀλήθεια ὅτι ὁ κόσμος δυστυχῶς ἔχει σαπίσει καὶ, ἀπὸ ὅπου καὶ ἄν περάση μία ψυχή ποὺ θέλει νὰ διατηρηθῆ ἁγνή, θὰ λερωθῆ. Μὲ τὴν διαφορά ὅμως ὅτι ὁ Θεὸς δὲν θὰ ζητήση τὰ ἴδια μὲ αὐτὰ  ποὺ ζητοῦσε τὴν παλιά ἐποχή ἀπὸ ἕναν Χριστιανό ποὺ ἤθελε νὰ διατηρηθῆ ἁγνός. Χρειάζεται ψυχραιμία, καὶ ὁ νέος νὰ κάνη ὅ,τι μπορεῖ, νὰ ἀγωνισθῆ, γιὰ νὰ ἀποφεύγη τὰ αἴτια, καὶ ὁ Χριστός μας θὰ βοηθήση ἀπὸ ἐκεῖ καὶ πέρα. Ὁ θεῖος ἔρως, ἄν φουντώση στὴν ψυχή του, εἶναι τόσο πολύ θερμός ποὺ ἔχει τὴν δύναμη νὰ καίη κάθε ἄλλη ἐπιθυμία καὶ κάθε ἄσχημη εἰκόνα. Ὅταν ἀνάψη αὐτή ἡ φωτιά, τότε αἰσθάνεται καὶ τὶς θεῖες ἐκεῖνες ἡδονές, ποὺ δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ τὶς συγκρίνη μὲ καμμιά ἄλλη ἡδονή. Ὅταν γευθῆ τὸ οὐράνιο ἐκεῖνο μάννα, δὲν θὰ τοῦ κάνουν καμμιά ἐντύπωση πλέον τὰ ἄγρια ξυλοκέρατα. Γι’ αὐτὸ πρέπει νὰ πιάση γερά τὸ τιμόνι καὶ νὰ κάνη τὸν σταυρό του καὶ νὰ μή φοβᾶται. Μετά ἀπὸ τὸν μικρό του ἀγώνα θὰ λάβη καὶ τὴν οὐράνια τρυφή. Τὴν ὥρα τοῦ πειρασμοῦ θέλει παλληκαριά, καὶ ὁ Θεὸς θαυματουργικά θὰ βοηθήση.

 

Μοῦ εἶχε διηγηθῆ ὁ Γερό-Αὐγουστίνος (4): Εἶχε πάει σάν ἀρχάριος σὲ ἕνα Μοναστήρι στὴν Ρωσία, στὴν πατρίδα του. Ἐκεῖ ἦταν ὅλοι σχεδόν γεροντάκια καὶ ἔστειλαν αὐτόν ὡς διακονητή, γιὰ νὰ βοηθάη ἕναν ὑπάλληλο τῆς Μονῆς στὸ ψάρεμα, γιατί ἡ Μονή συντηρεῖτο ἀπὸ τὴν ἁλιεία. Μία μέρα λοιπόν ἦρθε ἡ κόρη τοῦ ὑπαλλήλου καὶ εἶπε στὸν πατέρα της νὰ πάη γρήγορα στὸ σπίτι γιὰ μία ἐπείγουσα δουλειά καὶ κάθησε ἐκείνη νὰ βοηθήση. Ὁ πειρασμός ὅμως τὴν εἶχε κυριεύσει τὴν ταλαίπωρη καὶ, χωρίς νὰ σκεφθῆ, ὄρμισε ἐπάνω στὸν δόκιμο μὲ ἁμαρτωλές διαθέσεις. Ἐκείνη τὴν στιγμή τὰ ἔχασε ὁ Ἀντώνιος –αὐτὸ ἦταν τὸ κατὰ κόσμον ὄνομά του-, γιατί ἦταν ξαφνικό. Ἔκανε τὸν σταυρό του καὶ εἶπε: «Χριστέ μου, καλύτερα νὰ πνιγῶ παρά νὰ ἁμαρτήσω»καὶ πετάχτηκε ἀπὸ τὴν ὄχθη μέσα στὸ βαθύ ποτάμι! Ἀλλά ὁ Καλός Θεὸς βλέποντας τὸν μεγάλο ἡρωισμό τοῦ ἁγνοῦ νέου, ποὺ ἐνήργησε σάν νέος Ἅγιος Μαρτινιανός (5), γιὰ νὰ διατηρηθῆ ἁγνός, τὸν κράτησε ἐπάνω στὸ νερό, χωρίς καν νὰ βραχῆ! «Ἐνῶ πετάχθηκα, μοῦ ἔλεγε, μὲ τὸ κεφάλι κάτω, δὲν κατάλαβα πῶς βρέθηκα ὄρθιος ἐπάνω στὸ νερό, χωρίς νὰ βραχοῦν οὔτε τὰ ροῦχα μου!».Ἐκείνη τὴν στιγμή ἐνίωσε καὶ μία ἐσωτερική γαλήνη μὲ μία ἀνέκφραστη γλυκύτητα, ποὺ ἐξαφάνισε τελείως κάθε λογισμό ἁμαρτωλό καὶ κάθε ἐρεθισμό σαρκικό, ποὺ τοῦ εἶχε δημιουργήσει προηγουμένως μὲ τὶς ἄσεμνες χειρονομίες της ἡ κοπέλα. Ὅταν εἶδε μετά ἡ κοπέλα ἐπάνω στὸ νερό ὄρθιο τὸν Ἀντώνιο, ἄρχισε νὰ κλαίη μετανοιωμένη γιὰ τὸ σφάλμα της καὶ συγκινημένη γιὰ τὸ μεγάλο αὐτὸ θαῦμα.

 

Ὁ Χριστός δὲν ζητάει μεγάλα πράγματα, γιὰ νὰ μᾶς βοηθήση στὸν ἀγώνα μας. Τιποτένια πράγματα περιμένει ἀπὸ μας. Μοῦ ἔλεγε ἕνας νέος ὅτι πῆγε στὴν Πάτμο νὰ προσκυνήση καὶ ὁ πειρασμός τοῦ ἔστησε ἐκεῖ μία παγίδα. Καθώς προχωροῦσε, μία τουρίστρια ὅρμησε καὶ τὸν ἀγκαλίασε. Αὐτός τὴν ἔσπρωξε πέρα καὶ εἶπε: «Χριστέ μου, ἐγώ ἦρθα ἐδῶ νὰ προσκυνήσω, δὲν ἦρθα γιὰ ἔρωτα»καὶ ἔφυγε. Τὸ βράδυ στὸ ξενοδοχεῖο, τὴν ὥρα ποὺ ἔκανε τὴν προσευχή του, εἶδε τὸν Χριστό μέσα στὸ ἄκτιστο φῶς. Εἴδατε μὲ ἕνα σπρώξιμο τί ἀξιώθηκε; Ἄλλος χρόνια ἀγωνίζεται καὶ κάνει ἄσκηση μεγάλη, καὶ ἄν ἀξιωθῆ κάτι τέτοιο! Καὶ αὐτός εἶδε τὸν Χριστό, μόνο γιατί ἀντέδρασε στὸν πειρασμό. Φυσικά αὐτὸ πολύ τὸν δυνάμωσε πνευματικά. Μετά εἶδε τὴν Ἁγία Μαρκέλλα, τὸν Ἅγιο Ραφαήλ, τὸν Ἅγιο Γεώργιο δυὸ-τρεῖς φορές. Ἦρθε μία μέρα καὶ μοῦ λέει: «Κάνε προσευχή, Πάτερ, νὰ δῶ πάλι τὸν Ἅγιο Γεώργιο. Θέλω λίγη παρηγοριά, δὲν ἔχω παρηγοριά ἄπ΄ αὐτόν τὸν κόσμο!».

 

Καὶ βλέπεις ἄλλα παιδιά σὲ τί κατάσταση φθάνουν! Εἶχε ἔρθει μία φορά στὸ Καλύβι ἕνας νεαρός μὲ τὸν θεῖο του ποὺ ἦταν ἡλικιωμένος καὶ μοῦ λέει: «Κάνε προσευχή γιὰ μία κοπέλα. Ἔσπασε τὴν σπονδυλική της στήλη σὲ δυστύχημα. Ὁδηγοῦσε ὁ πατέρας της καὶ τὸν πῆρε ὁ ὕπνος. Ἐκεῖνος σκοτώθηκε καὶ ἡ κοπέλα χτύπησε. Νὰ σοῦ δώσω καὶ μία φωτογραφία της». «Δὲν χρειάζεται», λέω. Αὐτός ἐν τῷ μεταξύ ἐπέμενε, ὅποτε παίρνω τὴν φωτογραφία καὶ τί νὰ δῶ! Ἡ κοπέλα ἦταν ξαπλωμένη κάτω καὶ τὴν κρατοῦσαν δύο. «Τί τὴν ἔχει αὐτός;», ρωτάω τὸν νεαρό. «Φίλη», μοῦ λέει. «Αὐτός τί εἶναι; Θὰ τὴν πάρη;». «Ὄχι, λέει, εἶναι φίλοι». «Μήν τὰ παρεξηγῆς τὰ παιδιά, μοῦ λέει ὁ θεῖος του, ἔτσι εἶναι σήμερα οἱ νέοι». «Θὰ κάνω προσευχή, εἶπα ἀπὸ μέσα μου, νὰ διορθωθῆ ὄχι ἡ σπονδυλική της στήλη ἀλλὰ τὸ μυαλό της καὶ τὸ δικό σου τὸ μυαλό, χαμένε ἄνθρωπε». Ποῦ εἶναι ὁ σεβασμός; Ἔπρεπε νὰ τὸν βρίση ὁ θεῖος του. Πνευματικά παιδιά…, νὰ ἔχει Πνευματικό καὶ νὰ φθάση σὲ τέτοια κατάσταση! Ἀκόμη καὶ νὰ τὴν πάρη, δὲν ὑπῆρχε λόγος νὰ εἶναι τεντωμένη ἔτσι καὶ στούς δύο καὶ ὁ ἄλλος νὰ μοῦ δείχνη τὴν φωτογραφία! Καὶ δὲν σκέφτεται ὅτι δὲν εἶναι σωστό αὐτὸ τὸ πράγμα. Ἐμένα δὲν μὲ πειράζει, ἀλλὰ δὲν εἶναι σωστό. Τί οἰκογένεια θὰ δημιουργήσουν αὐτὰ  τὰ παιδιά; Ὁ Θεὸς νὰ φωτίση τὴν νεολαία νὰ συνέλθη.

 

Παλιά μὲ τί θυσίες κρατοῦσαν τὴν ἁγνότητά τους οἱ κοπέλες! Θυμᾶμαι, στὸν πόλεμο εἶχαν ἀγγαρέψει μερικούς χωρικούς μὲ τὰ ζῶα τους καὶ εἶχαν ἀποκλεισθῆ σὲ ἕνα ὕψωμα ἀπὸ τὰ χιόνια. Οἱ κάτω ἀπὸ τὰ χιονισμένα ἔλατα ἔκαναν κάτι ὑπόστεγα μὲ κλωνάρια ἀπὸ ἔλατα, γιὰ νὰ προφυλαχθοῦν ἀπὸ τὸ κρύο. Οἱ γυναῖκες πάλι ἀναγκάσθηκαν νὰ προστατευθοῦν ἀπὸ συγχωριανούς, γνωστούς ἀνθρώπους. Μία κοπέλα καὶ μία γριά ἦταν ἀπὸ κάποιο μακρινό χωριό καὶ ἀναγκάσθηκαν καὶ αὐτές νὰ μποῦν σὲ ἕνα ἀπὸ αὐτὰ  τὰ ἐλάτινα ὑπόστεγα. Ἀλλά δυστυχῶς ὑπάρχουν μερικοί ἄπιστοι καὶ δειλοί. Οἱ ὁποῖοι δὲν συγκλονίζονται ἀκόμη καὶ ἐν καιρῶ πολέμου. Δὲν πονᾶνε γιὰ τούς διπλανούς τους ποὺ τραυματίζονται ἤ σκοτώνονται, ἀλλά, ἐὰν βροῦν εὐκαιρία, ἐπιδιώκουν ἀκόμη καὶ νὰ ἁμαρτήσουν, γιατί φοβοῦνται μήπως σκοτωθοῦν καὶ δὲν προλάβουν νὰ γλεντήσουν, ἐνῶ ἔπρεπε, τουλάχιστον ἐν ὥρα κινδύνου, νὰ μετανοήσουν. Ἕνας σάν καὶ αὐτούς ποὺ ἐν καιρῶ πολέμου, ὅπως ἀνέφερα, δὲν σκέφτονται νὰ μετανοήσουν, ἀλλὰ νὰ ἁμαρτήσουν, ἐνοχλοῦσε τὴν κοπέλα τόσο ἄσχημα ποὺ ἀναγκάσθηκε νὰ φύγη. Προτίμησε νὰ ξυλιάση, ἀκόμη καὶ νὰ πεθάνη ἔξω στὰ χιόνια, παρά νὰ χάση τὴν τιμή της. Βλέποντας ἡ καημένη ἡ γριά ὅτι ἔφυγε ἡ κοπέλα, ἀκολούθησε καὶ αὐτή τὰ ἴχνη της καὶ τὴν βρῆκε τριάντα λεπτά μακριά, κάτω ἀπὸ ἕνα μικρό ὑπόστεγο ἑνός ἐξωκκλησιοῦ τοῦ Τιμίου Προδρόμου. Ὁ Τίμιος Πρόδρομος ἐνδιαφέρθηκε γιὰ τὴν τίμια κοπέλα καὶ τὴν ὁδήγησε στὸ ἐξωκκλησάκι του ποὺ ἡ κοπέλα οὔτε καν τὸ ἤξερε. Καὶ στὴν συνέχεια τί ἔκανε ὁ Τίμιος Πρόδρομος! Παρουσιάσθηκε σ΄ ἕναν στρατιώτη (6), στὸν ὕπνο του, καὶ τοῦ εἶπε νὰ πάη στὸ ἐξωκκλήσι τοῦ τὸ συντομώτερο. Σηκώνεται λοιπόν ὁ στρατιώτης καὶ ξεκινάει μέσα στὴν φωτισμένη νύχτα ἀπὸ τὰ χιόνια καὶ πάει στὸ ἐξωκκλήσι, ἤξερε περίπου ποὺ εἶναι. Τί νὰ δή ὅμως! Μία γριά καὶ μία κοπέλα καρφωμένες μέσα στὸ χιόνι μέχρι τὰ γόνατα, μελανιασμένες καὶ ξυλιασμένες ἀπὸ τὸ κρύο. Ἄνοιξε ἀμέσως τὸ ἐκκλησάκι, μπῆκαν μέσα καὶ συνῆλθαν κάπως. Δὲν εἶχε τίποτε ἄλλο νὰ τούς προσφέρη ὁ στρατιώτης παρά τὸ κασκόλ του στὴν γριά καὶ ἀπὸ ἕνα γάντι στὴν καθεμία καὶ τὶς εἶπε νὰ τὸ ἀλλάζουν τὰ χέρια. Τοῦ διηγήθηκαν μετά τὸν πειρασμό ποὺ συνάντησαν. «Καλά, λέει στὴν κοπέλα ὁ στρατιώτης, πῶς ἀποφάσισες νὰ φύγης νύχτα, μέσα στὰ χιόνια καὶ σὲ ἄγνωστο μέρος;». Καὶ ἐκείνη ἀπάντησε: «Ἐγώ μόνον αὐτὸ μποροῦσα νὰ κάνω καὶ πίστευα ὅτι ὁ Χριστός θὰ μὲ βοηθοῦσε ἀπὸ ἐκεῖ καὶ πέρα». Τότε ὁ στρατιώτης τελείως αὐθόρμητα, ἀπὸ πόνο καὶ ὄχι ἁπλῶς γιὰ νὰ τὶς παρηγορήση, λέει: «Τελείωσαν πιά τὰ βάσανά σας. Αὔριο θὰ εἶσθε στὰ σπίτια σας». Μὲ τὰ λόγια αὐτὰ  χάρηκαν πολύ καὶ ζεστὰθηκαν περισσότερο. Καὶ πράγματι, ξεκίνησαν τὰ Λ.Ὁ.Μ. (7), ἄνοιξαν τὸν δρόμο καὶ τὴν ἄλλη μέρα τὸ πρωί τὰ στρατιωτικά μεταγωγικά ἦταν ἐκεῖ, καὶ οἱ καημένες πῆγαν στὰ σπίτια τους. Τέτοιες Ἑλληνοποῦλες ποὺ εἶναι ντυμένες καὶ μὲ θεία Χάρη –καὶ ὄχι οἱ ἀπογυμνωμένες καὶ ἀπὸ θεία Χάρη – πρέπει νὰ θαυμάζωνται καὶ νὰ ἐπαινοῦνται. Μετά ἐκεῖνο τὸ κτῆνος –ὁ Θεὸς νὰ μὲ συγχωρήση – πῆγε καὶ ἀνέφερε στὸν Διοικητή ὅτι ὁ τάδε στρατιώτης ἔσπασε τὴν πόρτα ἀπὸ τὸ ἐξωκκλήσι καὶ ἔβαλε μέσα τούς μεταγωγικούς, δηλαδή τὰ μουλάρια! Τοῦ λέει ὁ Διοικητής: «Δὲν πιστεύω αὐτός νὰ ἔκανε τέτοιο πράγμα!».Καὶ τελικά κατέληξε στὴν φυλακή.

 

 

1) Βλ. Γάλ. 3, 28.

2) Βλ. Κρίτ. 15, 14 κ.ε.

3) Βλ. Γ΄ Βασ. 3, 9-12.

4) Βλ. Ἁγιορεῖται Πατέρες καὶ Ἁγιορείτικα, σ. 74-75.

5) Στὸν βίο τοῦ Ὅσιου Μαρτινιανοῦ (ἡ μνήμη τοῦ ἑορτάζεται στὶς 13 Φεβρουαρίου) ἀναφέρεται ὅτι, ὅταν ἀσκήτευε σὲ ἕναν βράχο μέσα στὴν θάλασσα, πλησίασε σ΄ αὐτόν ἐπάνω σὲ μία σχεδία μία κοπέλα, ἡ ὁποία εἶχε ναυαγήσει καὶ παρακαλοῦσε τὸν Ἅγιο νὰ τὴν σώση ἀπὸ τὴν θάλασσα. Ὁ Ὅσιος ἀναγκάσθηκε νὰ τὴν τραβήξη ἔξω ἀπὸ τὸ νερό καὶ, ἀφοῦ προσευχήθηκε, πήδηξε στὴν θάλασσα. Ἀλλά ἀπὸ θεία Πρόνοια ἦλθαν δελφίνια, τὸν πῆραν ἐπάνω τους καὶ τὸν ἔβγαλαν στὴν στεριά.

6) Ὁ στρατιώτης ἦταν ὁ ἴδιος ὁ Γέροντας. Τὸ περιστατικό συνέβη, ὅταν ὑπηρετοῦσε τὴν θητεία του, στὸν ἀνταρτοπόλεμο.

7) Λ.Ο.Μ. = Λόχος Ὀρεινῶν Μεταφορῶν.

 

 

  

Η ΑΛΗΘΙΝΗ ΑΓΑΠΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΕΙ ΤΟΥΣ ΝΕΟΥΣ

 

Τὸ κακό μόνο τοῦ καταστρέφεται. Στὴν Ρωσία εἶχαν καταστρέψει τὰ πάντα καὶ ὅμως μετά ἀπὸ τρεῖς γενιές, βλέπεις τώρα τί γίνεται! Δὲν ἀφήνει ὁ Θεός. Οὔτε καὶ τὶς ἁμαρτίες τῶν παιδιῶν τῆς σημερινῆς ἐποχῆς θὰ τὶς κρίνη τὸ ἴδιο μὲ τὶς ἁμαρτίες τῶν παιδιῶν τῆς δικῆς μας ἐποχῆς.

Θέλω νὰ πῶ, ἕνας λ.χ. θέλει νὰ πάρη ἕναν δρόμο· τὸν θέλει, ἀλλὰ δὲν μπορεῖ νὰ τὸν τραβήξη. Καὶ αὐτόν ποὺ βλέπει νὰ τὸν τραβάη, τὸν ἐκτιμάει. Αὐτούς τούς ἀνθρώπους δὲν θὰ τούς ἀφήση ὁ Θεός, γιατί δὲν ἔχουν κακότητα. Θὰ ἔρθη ἡ ὥρα ποὺ θὰ ἔχουν τὴν δύναμη νὰ τραβήξουν μπροστὰ.

 

Ἄν ὑπάρχη ἀληθινή, ἀρχοντική ἀγάπη, ἀμέσως οἱ νέοι τὸ πληροφοροῦνται καὶ ἀφοπλίζονται. Ἔρχονται στὸ Καλύβι παιδιά, ἀπὸ χίλιες καρυδιές καρύδια, μὲ διάφορα προβλήματα. Τούς καλωσορίζω, τούς κερνῶ, τούς μιλῶ, καὶ σὲ λίγο γινόμαστε φίλοι. Ἀνοίγουν τὴν καρδιά τους καὶ δέχονται καὶ τὴν δική μου ἀγάπη. Μερικά, τὰ κακόμοιρα, εἶναι τόσο στερημένα! Διψοῦν γιὰ ἀγάπη. Φαίνεται ἀμέσως ποὺ δὲν ἐνίωσαν ἀγάπη οὔτε ἀπὸ μάνα οὔτε ἀπὸ πατέρα· δὲν χορταίνουν. Ἔτσι ἅμα τὰ πονέσης, ἅμα τὰ ἀγαπήσης, ξεχνοῦν καὶ τὰ προβλήματα, καὶ τὰ ναρκωτικά ἀκόμη, φεύγουν καὶ οἱ ἀρρώστιες, ἀφήνουν καὶ τὶς ἀταξίες καὶ ἔρχονται εὐλαβικοί προσκυνητές μετά στὸ Ἅγιον Ὅρος. Γιατί πληροφοροῦνται κατὰ κάποιον τρόπο τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Καὶ βλέπω ἔχουν μία ἀρχοντιά ποὺ σου ραγίζει τὴν καρδιά. Νὰ μή δέχωνται μία οἰκονομική βοήθεια, ἐνῶ ἔχουν ἀνάγκη, ἀλλὰ νὰ πιάνουν δουλειά, γιὰ νὰ τὰ βγάλουν πέρα καὶ νὰ πᾶνε τὴν νύχτα στὸ σχολεῖο. Αὐτὰ  τὰ παιδιά ἀξίζει νὰ τὰ βοηθήση κανείς. Στὸν Νέο Σιδηροδρομικό Σταθμό τῆς Θεσσαλονίκης ὑπάρχουν σπίτια, ὅπου μένουν πολλά παιδιά μαζί, ἀγόρια καὶ κορίτσια. Σὲ ἕναν χῶρο γιὰ τρεῖς ἔμεναν δεκαπέντε. Εἶναι ἀπὸ διαλυμένες οἰκογένειες· ἄλλα κλέβουν, ἄλλα ἔχουν φιλότιμο καὶ δὲν μποροῦν νὰ κλέψουν. Ἀπὸ χρόνια ἔλεγα σὲ πολλούς νὰ τὰ πλησιάσουν, νὰ τὰ βοηθήσουν. Εἶχα πεῖ νὰ κάνουν κανέναν Ναό, νὰ τὰ συμμαζεύουν. Τώρα ἔχουν κάνει ἕνα ἐκκλησάκι στὸν προστὰτη τῶν σιδηροδρομικῶν Ἀπόστολο καὶ Διάκονο Φίλιππο.

 

Πάντως ἔχω καταλάβει πώς, ὅταν μικρός κανεὶς δὲν ἀξιοποιήση τὶς εὐκαιρίες ποὺ τοῦ δίνονται, πολλές φορές τὸ ἐκμεταλλεύεται ὁ διάβολος. Γιατί λέει ἡ παροιμία· «στὴν βράση κολλάει τὸ σίδερο»; Οἱ σιδηρουργοί, ὅταν ἤθελαν νὰ κολλήσουν δύο σίδερα –μή βλέπετε τώρα ποὺ ἔχουν ὀξυγόνα κ.λπ.-, ἔβαζαν τὸ σίδερο στὴν φωτιά καὶ ἔρριχναν ζεστό νερό καὶ βόρακα καὶ, μόλις τὸ ἔβγαζαν ζεστό καὶ πετοῦσε ἀκόμη σπίθες, τάκα-τάκα κολλοῦσε. Γιατί, ἄν τυχόν κρύωνε, δὲν κολλοῦσε. Τὸ ἴδιο θέλω νὰ πῶ καὶ ὁ νέος, ὅταν τοῦ δίνωνται εὐκαιρίες, ἄν ἀδιαφορήση, μετά θὰ ἀρχίση νὰ ἀσχολῆται μὲ τούς ἄλλους, νὰ κρίνη νὰ κατακρίνη, ὅποτε ἀπομακρύνεται ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ. Ἐνῶ, ὅταν ἔχη τὴν θεία ζέση, ἄν προσέξη, τότε κάνει προκοπή. Γι’ αὐτὸ οἱ γονεῖς, ὅσο μποροῦν, νὰ βοηθοῦν τὰ παιδιά, ὅταν εἶναι μικρά. Τὰ παιδιά εἶναι ἄδειες κασσέττες. Ἄν γεμίσουν Χριστό, θὰ εἶναι κοντά Τοῦ πάντα. Ἄν ὄχι, εἶναι πιὸ εὔκολο, ὅταν μεγαλώσουν, νὰ παραστρατήσουν. Ἄν μικρά βοηθηθοῦν, καὶ νὰ ξεφύγουν ἀργότερα λίγο, πάλι θὰ συνέλθουν. Ἄν ποτισθῆ τὸ ξύλο μὲ λάδι, δὲν σαπίζει. Λίγο ἄν ποτισθοῦν τὰ παιδιά μὲ εὐλάβεια, μὲ φόβο Θεοῦ, δὲν ἔχουν ἀνάγκη μετά.

 

ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ

ΛΟΓΟΙ Α'- ΜΕ ΠΟΝΟ ΚΑΙ ΑΓΑΠΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΑΝΘΡΩΠΟ