ΠΑΤΕΡΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ |
|
ΟΣΙΟΣ ΠΑΪΣΙΟΣ Ο ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ Η ΜΕΤΑ ΘΑΝΑΤΟΝ ΖΩΗ |
Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΕΙΝΑΙ ΑΠΛΩΣ Η ΜΕΤΑΒΑΣΗ ΑΠΟ ΤΗ ΜΙΑ ΖΩΗ ΣΤΗΝ ΑΛΛΗ
«Είναι πολύ βαρύ, μετά από όσα έκανε ο Θεός για μας τους ανθρώπους, να πάμε στην κόλαση και να Τον λυπήσουμε. Ο Θεός να φυλάξη, όχι μόνον άνθρωπος αλλά ούτε πουλί να μην πάη στην κόλαση». Πρέπει να καταλάβουμε ότι ο άνθρωπος στην πραγματικότητα δεν πεθαίνει. Ο θάνατος είναι απλώς μετάβαση από την μια ζωή στην άλλη. Είναι ένας αποχωρισμός για ένα μικρό διάστημα, Όπως, όταν πάη κάποιος, ας υποθέσουμε, στο εξωτερικό για έναν χρόνο, οι δικοί του στενοχωριούνται, γιατί θα τον αποχωρισθούν για έναν χρόνο, ή αν λείψη δέκα χρόνια, έχουν στενοχώρια για τον αποχωρισμό των δέκα χρόνων, έτσι πρέπει να βλέπουν και τον αποχωρισμό από τα αγαπημένα τους πρόσωπα με τον θάνατο...
Αν πεθάνη, ας υποθέσουμε, κάποιος και οι δικοί του είναι ηλικιωμένοι, να πουν: «Μετά από καμμιά δεκαπενταριά χρόνια θα ανταμώσουμε». Αν είναι νεώτεροι, να πουν: «Μετά από πενήντα χρόνια θα ανταμώσουμε». Πονάει φυσικά κανείς για τον θάνατο κάποιου συγγενικού του προσώπου, αλλά χρειάζεται πνευματική αντιμετώπιση.
Τι λέει ο Απόστολος Παύλος: «Ίνα μη λυπήσθε καθώς και οι λοιποί οι μη έχοντες ελπίδα». Πόσες φορές λ.χ. θα τον έβλεπε εδώ στην γη; Κάθε μήνα; Να σκεφθή ότι εκεί θα τον βλέπη συνέχεια. Μόνον όταν δεν έχη καλή ζωή αυτός που φεύγει, δικαιολογούμαστε να ανησυχούμε. Αν λ.χ. ήταν σκληρός, τότε, αν πραγματικά τον αγαπάμε και θέλουμε να συναντηθούμε στην άλλη ζωή, πρέπει να κάνουμε πολλή προσευχή γι' αυτόν.
|
Η ΜΕΤΑ ΘΑΝΑΤΟΝ ΖΩΗ - ΟΙ ΥΠΟΔΙΚΟΙ ΝΕΚΡΟΙ
Από το βιβλίο: «Οι δοκιμασίες στη ζωή μας» Ιερόν Ησυχαστήριον «Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος» Σουρωτή Θεσσαλονίκης 2002
|
Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΚΑΙ ΤΑ ΜΝΗΜΟΣΥΝΑ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΚΕΚΟΙΜΗΜΕΝΟΥΣ
-Γέροντα, οι υπόδικοι νεκροί μπορούν να προσεύχωνται;
Αν καμμιά φορά δεν κάνω ευχή για τους κεκοιμημένους, παρουσιάζονται γνωστοί κεκοιμημένοι μπροστά μου. Έναν συγγενή μου, που είχε σκοτωθή στον πόλεμο, τον είδα ολόκληρο μπροστά μου μετά την Θεία Λειτουργία, την ώρα του μνημοσύνου, γιατί αυτόν δεν τον είχα γραμμένο με τα ονόματα των κεκοιμημένων, επειδή μνημονευόταν στην Προσκομιδή με τους ηρωικώς πεσόντες. Κι εσείς στην Αγία Πρόθεση να μη δίνετε να μνημονευθούν μόνον ονόματα ασθενών, αλλά και ονόματα κεκοιμημένων, γιατί μεγαλύτερη ανάγκη έχουν οι κεκοιμημένοι.
Το καλύτερο από
όλα τα μνημόσυνα που μπορούμε να κάνουμε για τους κεκοιμημένους
είναι η προσεκτική ζωή μας, ο αγώνας που θα κάνουμε, για να κόψουμε
τα ελαττώματά μας και να λαμπικάρουμε την ψυχή μας. Γιατί η δική μας
ελευθερία από τα υλικά πράγματα και από τα ψυχικά πάθη, εκτός από
την δική μας ανακούφιση, έχει ως αποτέλεσμα και την ανακούφιση των
κεκοιμημένων προπάππων όλης της γενιάς μας. Οι κεκοιμημένοι νιώθουν
χαρά, όταν ένας απόγονός τους είναι κοντά στον Θεό.
Γέροντας Παΐσιος
|
ΟΙ ΨΥΧΕΣ ΣΤΗΝ ΑΛΛΗ ΖΩΗ
– Γέροντα,
πολλοί Άγιοι έχουν δει ψυχές, όταν φεύγουν από το σώμα. Τί μορφή
έχουν;
Όταν έμενα
στο Κελλί του Τιμίου Σταυρού, επισκεπτόμουν καμμιά φορά τον Γερο‐Φιλάρετο. Ήταν ένα ευλαβέστατο γεροντάκι που έμενε σε ένα κοντινό Κελλί. Επί δεκαπέντε χρόνια, μέχρι που αρρώστησε και ο ίδιος, διακονούσε τον υποτακτικό του Πατέρα Βαρθολομαίο, που έπασχε από πάρκινσον. Την τελευταία φορά που πήγα στο Κελλί του, τον βρήκα πεσμένο κάτω. Είχε έναν μήνα που δεν έτρωγε τίποτε· έπινε μόνο λίγο νερό. Ούτε να ξαπλώση μπορούσε· κοιμόταν με τα παπούτσια, καθιστός και ακουμπισμένος στον τοίχο. Τα ρούχα του ήταν κολλημένα στο σώμα του και τα παπούτσια του γεμάτα υγρά, γιατί είχαν ανοίξει τα πόδια του και έβγαζαν αίμα και νερό. Αλλά αυτός αντιμετώπιζε όλη αυτήν την κατάσταση σαν να μη συνέβαινε τίποτε. «Και αυτά, έλεγε, είναι ευλογία από τον Θεό». Τον σήκωσα λοιπόν και παρακάλεσα τον Πατέρα Βαρθολομαίο να μείνω το βράδυ στο Καλύβι τους, για να τους συμπαρασταθώ, αλλά εκείνος δεν δέχθηκε. Μου είπε να πάω την άλλη μέρα. Τα μεσάνυχτα όμως, την ώρα που έκανα κομποσχοίνι, τί να δώ! Βλέπω τον Γερο‐Φιλάρετο με ένα φωτεινό πρόσωπο, ηλικίας περίπου δώδεκα χρόνων, να φεύγη στον Ουρανό μέσα σε ουράνιο φώς. Κατάλαβα ότι είχε αναπαυθή.
– Γέροντα,
τις πρώτες σαράντα μέρες χρειάζεται να προσευχώμαστε περισσότερο
για έναν κεκοιμημένο;
– Ναί, γιατί
η ψυχή είναι ανήσυχη, επειδή δεν ξέρει πώς θα κριθή.
|