ΠΑΤΕΡΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ

 

ΓΕΡΩΝ ΠΑΪΣΙΟΣ
Η ΕΥΛΑΒΕΙΑ ΣΥΓΚΙΝΕΙ ΤΟΝ ΘΕΟ

  

ΤΙ ΕΙΝΑΙ Η ΕΥΛΑΒΕΙΑ

 

Εὐλάβεια εἶναι ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ, ἡ συστολή, ἡ πνευματικὴ εὐαισθησία. Ὁ εὐλαβὴς μπορεῖ νὰ σφίγγεται, ἀλλὰ αὐτὸ τὸ σφίξιμο στάζει μέλι στὴν καρδιά του· δὲν τοῦ κάνει μαρτυρικὴ τὴν ζωή, ἀλλὰ τὸν εὐχαριστεῖ. Οἱ κινήσεις του εἶναι λεπτές, προσεγμένες. Αἰσθάνεται ἔντονα τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ, τῶν Ἀγγέλων, τῶν Ἁγίων. Νιώθει δίπλα του τὸν Φύλακα Ἄγγελο νὰ τὸν παρακολουθῆ. Ἔχει συνέχεια στὸν νοῦ του ὅτι τὸ σῶμα του εἶναι Ναὸς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος (1) καὶ ζῆ ἁπλά, ἁγνὰ καὶ ἁγιασμένα. Παντοῦ συμπεριφέρεται μὲ προσοχὴ καὶ συστολὴ καὶ νιώθει ζωντανὰ ὅλα τὰ ἱερά. Προσέχει λ.χ. νὰ μὴν εἶναι πίσω ἀπὸ τὴν πλάτη του οἱ εἰκόνες. Δὲν βάζει ἐκεῖ ποὺ κάθεται, στὸν καναπὲ ἢ στὴν καρέκλα, τὸ Εὐαγγέλιο ἢ ἕνα πνευματικὸ βιβλίο κ.λπ. Ἂν δῆ μιὰ εἰκόνα, σκιρτᾶ ἡ καρδιά του, βουρκώνουν τὰ μάτια του. Ἀλλὰ καὶ μόνον τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ νὰ δῆ κάπου γραμμένο, τὸ ἀσπάζεται καὶ αὐτὸ μὲ εὐλάβεια καὶ γλυκαίνεται ἐσωτερικὰ ἡ ψυχή του. Ἀκόμη καὶ ἕνα κομματάκι ἀπὸ ἐφημερίδα ἂν βρῆ κάτω πεταμένο ποὺ νὰ γράφη λ.χ. τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ ἢ μόνον «Ἱερὸς Ναὸς Ἁγίας Τριάδος», σκύβει, τὸ μαζεύει, τὸ ἀσπάζεται μὲ εὐλάβεια καὶ στενοχωριέται ποὺ ἦταν πεταμένο.

 

Ἡ εὐσέβεια (2) εἶναι κολώνια, ἐνῶ ἡ εὐλάβεια εἶναι θυμίαμα. Ἡ εὐλάβεια εἶναι ἡ μεγαλύτερη ἀρετὴ γιὰ μένα, γιατὶ ὁ εὐλαβὴς προσελκύει τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ, γίνεται δέκτης τῆς Χάριτος, καὶ φυσιολογικὰ παραμένει ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ μαζί του. Τὸν προδίδει μετὰ ἡ θεία Χάρις, καὶ ὅλοι τὸν εὐλαβοῦνται, τὸν συμπαθοῦν, ἐνῶ τὸν ἀναιδῆ τὸν ἀπεχθάνονται μικροὶ–μεγάλοι.

Ἐσεῖς οἱ γυναῖκες πρέπει νὰ ἔχετε περισσότερη εὐλάβεια ἀπὸ τοὺς ἄνδρες. Ἡ γυναίκα ἀπὸ τὴν φύση της ἐπιβάλλεται νὰ ἔχη εὐλάβεια. Οἱ ἄνδρες, ὅταν δὲν ἔχουν εὐλάβεια, ἔχουν ἁπλῶς μιὰ ἀδιαφορία. Οἱ γυναῖκες ὅμως, ἅμα χάσουν τὴν εὐλάβεια, κάνουν χονδρὰ πράγματα. Μοῦ ἔλεγε ἕνας: «Ὅταν πῆγα προσκύνημα μὲ τὴν γυναίκα μου στοὺς Ἁγίους Τόπους, πῆγα καὶ στὸν Ἰορδάνη νὰ βαπτισθῶ, καὶ αὐτὴ καθόταν καὶ ἔπλενε τὰ πόδια της! "Βρέ, τί κάνεις αὐτοῦ; τῆς εἶπα, γιὰ νὰ πλύνης τὰ πόδια σου ἦρθες στὸν Ἰορδάνη ποταμό;". Νευρίασα, τὴν ἔβρισα!». Ἐκείνη φαίνεται ἦταν τελείως ἀδιάφορη, δὲν καταλάβαινε, ἐνῶ αὐτὸς ὁ καημένος εἶχε πολλὴ εὐλάβεια.

 

 

1) Βλ. Α´ Κορ. 3, 16 καὶ 6, 19.

2) Μὲ τὸν ὅρο εὐσέβεια ὁ Γέροντας ἀναφέρεται στὴν τήρηση ἐξωτερικῶν τύπων εὐλαβείας, οἱ ὁποῖοι δὲν ἔχουν ἀντίκρισμα ἐσωτερικό.

 

 

  

Η ΕΥΛΑΒΕΙΑ ΜΕΤΑΔΙΔΕΤΑΙ

 

Οἱ Πατέρες λένε ὅτι, γιὰ νὰ ἀποκτήσης εὐλάβεια, πρέπει νὰ ζῆς ἢ νὰ συναναστρέφεσαι μὲ ἀνθρώπους ποὺ ἔχουν εὐλάβεια καὶ νὰ παρατηρῆς πῶς συμπεριφέρονται. Ὁ Μέγας Παΐσιος, ὅταν τὸν ρώτησε κάποιος «πῶς μπορῶ νὰ ἀποκτήσω φόβο Θεοῦ», τοῦ ἀπάντησε: «Νὰ συναναστρέφεσαι μὲ ἀνθρώπους ποὺ ἀγαποῦν τὸν Θεὸ καὶ ἔχουν φόβο Θεοῦ, γιὰ νὰ ἀποκτήσης καὶ ἐσὺ θεῖο φόβο» (1). Αὐτὸ βέβαια δὲν σημαίνει ὅτι θὰ κάνης ἐξωτερικὰ ὅ,τι βλέπεις νὰ κάνουν ἐκεῖνοι, χωρὶς νὰ τὸ νιώθης ἐσὺ ἐσωτερικά, γιατὶ αὐτὸ δὲν εἶναι εὐλάβεια ἀλλὰ ψευτοευλάβεια. Τὸ ψεύτικο εἶναι ἀποκρουστικό. Ἡ εὐλάβεια εἶναι Χάρις ἀπὸ τὸν Θεὸ μέσα στὸν ἄνθρωπο. Ὅ,τι κάνει ὁ εὐλαβὴς τὸ κάνει, γιατὶ ἔτσι τὸ νιώθει μέσα του. Βέβαια μέσα μας ὑπάρχει φυσικὴ ἡ εὐλάβεια, ἀλλά, ἂν ὁ ἄνθρωπος δὲν τὴν καλλιεργήση, τὸ ταγκαλάκι τὸν ρίχνει μὲ τὴν λήθη στὴν ἀναισθησία καὶ στὴν ἀνευλάβεια. Μὲ τὴν συμπεριφορὰ ὅμως τοῦ εὐλαβοῦς, ξυπνᾶ πάλι μέσα του ἡ εὐλάβεια.


 

Ἡ εὐλάβεια μεταδίδεται. Οἱ κινήσεις, ἡ συμπεριφορὰ τοῦ εὐλαβοῦς, μεταδίδονται σὰν τὸ ἄρωμα, ὅταν φυσικὰ ὑπάρχη στὸν ἄλλον καλὴ διάθεση καὶ ταπείνωση. Καὶ νὰ σοῦ πῶ, ἂν κανεὶς δὲν ἔχη εὐλάβεια, δὲν ἔχει τίποτε. Ὁ εὐλαβὴς ὅ,τι εἶναι ἱερὸ τὸ βλέπει καθαρά, ὅπως εἶναι στὴν πραγματικότητα, ἔστω καὶ ἂν δὲν εἶναι μορφωμένος. Δὲν θὰ κάνη λ.χ. λάθος γιὰ ὁτιδήποτε ἔχει σχέση μὲ τὰ θεῖα νοήματα. Εἶναι ὅπως τὸ παιδάκι ποὺ δὲν βάζει κακὸ λογισμὸ γιὰ τὸν πατέρα του καὶ τὴν μητέρα του, γιατὶ τοὺς ἀγαπάει καὶ τοὺς σέβεται, καὶ βλέπει καλὰ καὶ καθαρὰ ὅλα ὅσα κάνουν οἱ γονεῖς του. Πόσο μᾶλλον ἐδῶ ποὺ πρόκειται γιὰ τὸν Θεό, ὁ Ὁποῖος μὲ τίποτε δὲν συγκρίνεται καὶ σὲ ὅλα εἶναι τέλειος! Ὅποιος δὲν ἔχει εὐλάβεια πέφτει σὲ λάθη, σὲ πλάνες ὡς πρὸς τὸ δόγμα. Βλέπω τί λάθη κάνουν ὅσοι δὲν ἔχουν εὐλάβεια καὶ γράφουν ἑρμηνεῖες ἢ σχόλια σὲ ἱερὰ κείμενα κ.λπ.

Ὅλα τὰ πνευματικὰ πράγματα χρειάζονται εὐλάβεια καὶ καρδιά. Ὅταν ὅλα ξεκινοῦν ἀπὸ εὐλάβεια, ὅλα εἶναι ἁγιασμένα. Εἰδικά, γιὰ νὰ γράψη κανεὶς Ἀκολουθία σὲ Ἅγιο, πρέπει νὰ ἀγαπάη τὸν Ἅγιο, νὰ τὸν εὐλαβῆται, ὁπότε αὐτὸ ποὺ θὰ γράψη, θὰ βγαίνη ἀπὸ τὴν καρδιά του καὶ θὰ ἀποπνέη εὐλάβεια. Ὅταν κανεὶς φθάση σὲ κατάσταση θείου ἔρωτος, θείας τρέλλας, βγαίνουν μόνοι τους οἱ στίχοι ἀπὸ μέσα του.

 

Τὸ νὰ μελετάη μὲ τὸν νοῦ του καθετὶ ἱερὸ καὶ νὰ ἐμβαθύνη σ᾿ αὐτό, ἀλλὰ καὶ τὸ νὰ ἀξιοποιῆ τὶς εὐκαιρίες ποὺ τοῦ δίνονται· αὐτὰ ξυπνοῦν σιγὰ-σιγὰ μέσα του τὴν εὐλάβεια. Ὅταν π.χ. μοῦ δίνεται ἡ εὐκαιρία νὰ περάσω ἀπὸ ἕναν Ναὸ καὶ νὰ μπῶ λίγο μέσα νὰ προσευχηθῶ καὶ δὲν τὸ κάνω, στεροῦμαι τὴν Χάρη. Ἂν θέλω νὰ περάσω, ἀλλὰ ἐμποδίζωμαι ἀπὸ κάτι καὶ δὲν περνῶ, τότε δὲν στεροῦμαι τὴν Χάρη, διότι ὁ Θεὸς βλέπει τὴν ἀγαθή μου πρόθεση. Ἐπίσης πολὺ βοηθάει νὰ ἀποκτήσουμε εὐλάβεια τὸ νὰ γνωρίσουμε τοὺς Ἁγίους τοῦ τόπου μας, τῆς πατρίδας μας, γιὰ νὰ τοὺς ἀγαπήσουμε καὶ νὰ συνδεθοῦμε μαζί τους. Ὁ Θεὸς χαίρεται, ὅταν εὐλαβούμαστε καὶ ἀγαποῦμε τοὺς Ἁγίους. Καὶ ὅταν ἔχουμε εὐλάβεια στοὺς Ἁγίους, πόσο περισσότερη θὰ ἔχουμε στὸν Θεό!

 

Ὅταν ξεκινᾶς γιὰ τὸν Ναό, νὰ λὲς μὲ τὸν λογισμό σου: «Ποῦ πηγαίνω; Τώρα μπαίνω στὸν Οἶκο τοῦ Θεοῦ. Τί κάνω; Προσκυνῶ τὶς εἰκόνες, τὸν Θεό». Ἀπὸ τὸ κελλί σου ἢ ἀπὸ τὸ διακόνημά σου πηγαίνεις στὸν Ναό. Ἀπὸ τὸν Ναὸ νὰ πᾶς στὸν Οὐρανὸ καὶ πιὸ ἐκεῖ ἀκόμη, στὸν Θεό.

Ὁ Ναὸς εἶναι τὸ «σπίτι» τοῦ Θεοῦ. Καὶ τὸ δικό μας πραγματικὸ σπίτι εἶναι στὸν Παράδεισο. Ἐδῶ ψάλλουν οἱ ἀδελφές. Ἐκεῖ οἱ Ἄγγελοι, οἱ Ἅγιοι... Ἄν, ὅταν πηγαίνουμε σὲ ἕνα κοσμικὸ σπίτι, χτυπᾶμε τὴν πόρτα, σκουπίζουμε τὰ πόδια, καθώμαστε συνεσταλμένα, τότε μέσα στὸν Οἶκο τοῦ Θεοῦ, ὅπου θυσιάζεται ὁ Χριστός, τί πρέπει νὰ κάνουμε; Μὲ μία σταγόνα θεϊκοῦ Αἵματος μᾶς ἐξαγόρασε ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ στὴν συνέχεια μᾶς νοσηλεύει μὲ κιλὰ Αἵματος καὶ μᾶς τρέφει μὲ τὸ πανάγιο Σῶμα Του. Ὅλα λοιπὸν αὐτὰ τὰ φρικτὰ καὶ θεῖα γεγονότα, ὅταν τὰ φέρνουμε στὴν μνήμη μας, μᾶς βοηθοῦν νὰ κινούμαστε μὲ εὐλάβεια μέσα στὸν Ναό. Ἀλλὰ βλέπω στὴν Θεία Λειτουργία, ἀκόμη καὶ ὅταν ὁ ἱερέας λέη «Ἄνω σχῶμεν τὰς καρδίας» καὶ λέμε «Ἔχομεν πρὸς τὸν Κύριον», λίγοι εἶναι αὐτοὶ ποὺ ἔχουν τὸν νοῦ τους πρὸς τὸν Κύριο! Γι᾿ αὐτὸ καλύτερα νὰ λέμε νοερῶς «νὰ ἔχουμε τὶς καρδιές μας πρὸς τὸν Κύριον», γιατὶ ὁ νοῦς μας καὶ ἡ καρδιά μας εἶναι ὅλο πρὸς τὰ κάτω. Λέμε καὶ ψέματα, γιατὶ λέμε «ἔχομεν», ἀλλὰ δὲν ἔχουμε ἐκεῖ τὸν νοῦ μας. Βέβαια, ἐὰν ἔχουμε τὴν καρδιά μας πρὸς τὰ «ἄνω», ὅλα θὰ πᾶνε πρὸς τὰ «ἄνω».

 

(Γιά νὰ ψάλλη κανεὶς κατανυκτικά, θά πρέπει) Νὰ ἔχη τὸν νοῦ του στὰ θεῖα νοήματα καὶ νὰ ἔχη εὐλάβεια· νὰ μὴν πιάνη τὰ θεῖα νοήματα λογοτεχνικά, ἀλλὰ μὲ τὴν καρδιά. Ἄλλο ἡ εὐλάβεια καὶ ἄλλο ἡ τέχνη, ἡ ἐπιστήμη τῆς ψαλτικῆς. Ἡ τέχνη χωρὶς εὐλάβεια εἶναι... μπογιές. Ὅταν ὁ ψάλτης ψάλλη μὲ εὐλάβεια, ξεχειλίζει ἀπὸ τὴν καρδιά του ἡ ψαλμωδία, καὶ ψάλλει κατανυκτικά. Ὅταν ἐσωτερικὰ εἶναι σὲ καλὴ πνευματικὴ κατάσταση ὁ ἄνθρωπος, ὅλα πᾶνε καλά. Γι᾿ αὐτὸ πρέπει νὰ εἶναι τακτοποιημένος κανεὶς ἐσωτερικὰ καὶ νὰ ψάλλη μὲ τὴν καρδιά του, μὲ εὐλάβεια, γιὰ νὰ ψάλλη καὶ κατανυκτικά. Ἂν ἔχη ἀριστεροὺς λογισμούς, τί ψαλτικὴ θὰ κάνη; Δὲν μπορεῖ νὰ ψάλη μὲ τὴν καρδιά. Γιατί λέει ἡ Γραφὴ «Εὐθυμεῖ τις; ψαλλέτω» (2); Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Κουκουζέλης, ὅταν μιὰ φορὰ ἔψαλλε, ἐνῶ βοσκοῦσε τοὺς τράγους, οἱ τράγοι σηκώθηκαν καὶ στάθηκαν ὄρθιοι. Ἀπὸ αὐτὸ κατάλαβαν ὅτι ἦταν ὁ Κουκουζέλης, ὁ ψάλτης τῆς αὐτοκρατορικῆς αὐλῆς. Ὅ,τι κάνετε, νὰ τὸ κάνετε μὲ τὴν καρδιά σας, γιὰ τὸν Χριστό. Καὶ στὰ κεντήματα ποὺ κάνετε, νὰ βάζετε εὐλάβεια, γιατὶ μπαίνουν πάνω στὰ ἅγια, ἀκόμη καὶ αὐτὰ ποὺ κάνετε γιὰ τὸ κατζίο (3). Ὅταν ὁ ἄνθρωπος εἶναι εὐλαβής, ἡ ψυχική του ὀμορφιὰ φαίνεται σὲ ὅ,τι κάνει· καὶ στὸ διάβασμα καὶ στὸ ψάλσιμο, καὶ στὰ λάθη ἀκόμη.

 

 

1) Βλ. Τὸ Γεροντικόν, Ἀββᾶς Ποιμὴν ξε´, σ. 91.

2) Βλ. Ἰακ. 5, 13.

3) Μεγάλο θυμιατὸ μὲ τὸ ὁποῖο θυμιάζει ὁ ἐκκλησιαστικὸς – δηλαδὴ ὁ μοναχὸς ποὺ διακονεῖ στὸν Ναὸ – σὲ ὁρισμένα σημεῖα τῶν Ἀκολουθιῶν ἔχοντας ριγμένο στὸν δεξιό του ὦμο κεντημένο κάλυμμα. Πάνω ἀπὸ τὴν χειρολαβὴ ὑπάρχει τὸ κοίλωμα, ὅπου μπαίνει ἡ καρβουνόσκονη καὶ τὸ θυμίαμα, καὶ στὸ ἄκρο τοῦ θυμιατοῦ κρέμονται οἱ κωδωνίσκοι ποὺ ἠχοῦν ρυθμικὰ κατὰ τὴν θυμίαση.

 

 

  

ΕΥΛΑΒΕΙΑ ΕΞΩΤΕΡΙΚΗ

  

Ἐκεῖνος ποὺ ἔχει πολλὴ πίστη καὶ ἀληθινὴ εὐλάβεια τρέφεται ἀπὸ κάτι ἀνώτερο, πνευματικό, ποὺ δὲν περιγράφεται. Ὑπάρχουν ὅμως μερικοὶ ποὺ ἔχουν μιὰ ξερὴ ἐξωτερικὴ εὐλάβεια. Λένε ξερά: «Τώρα, ἀφοῦ μπαίνω στὴν Ἐκκλησία, πρέπει νὰ καθήσω προσεκτικά, δὲν πρέπει νὰ κουνηθῶ, πρέπει νὰ σκύψω τὸ κεφάλι, ἔτσι πρέπει νὰ κάνω τὸν σταυρό μου!». Ἄλλοι μπορεῖ νὰ κλονίζωνται στὸ θέμα τῆς πίστεως, καὶ ὅμως σὲ ὁλόκληρη ἀγρυπνία νὰ στέκωνται ὄρθιοι.

 

Καλὰ εἶναι αὐτά, ἀλλὰ νὰ τὰ αἰσθάνεται κανεὶς καὶ ἀπὸ μέσα του, νὰ μὴ γίνωνται μόνον ἐξωτερικά. Ἄλλο εἶναι νὰ βγάζης τὸν σκοῦφο σου, ὅταν μπαίνης στὴν Ἐκκλησία, ἀπὸ εὐλάβεια, καὶ ἄλλο νὰ τὸν βγάζης, ἐπειδὴ θέλεις νὰ δροσισθῆ τὸ κεφάλι σου. Ἡ εὐλάβεια φαίνεται ἀπὸ τὸν τρόπο ποὺ κοινωνᾶμε, ἀπὸ τὸν τρόπο ποὺ παίρνουμε ἀντίδωρο κ.λπ.

 

Ὅταν κάνη κανεὶς μεγάλο σταυρό, ἀλλὰ τὸν κάνη ἁπλά, ταπεινά, δὲν πειράζει τὸν ἄλλον. Ἀλλά, ὅταν κοιτάη ἂν τὸν βλέπουν οἱ ἄλλοι καὶ κάνη συνέχεια σταυρούς, τότε θὰ ἀρχίσουν νὰ τὸν κοροϊδεύουν. Ἤ, ὅταν περνάη ἔξω ἀπὸ ἕναν Ναὸ καὶ κοιτάη ἂν ἔχη κόσμο, ἢ κάνη καί... ὑπομονὴ νὰ μαζευθῆ λίγος κόσμος, καὶ τότε ἀρχίζη νὰ κάνη σταυροὺς καὶ μετάνοιες, γιὰ νὰ τὸν δοῦν, ἔχουν δίκιο νὰ τὸν κοροϊδεύουν. Βλέπεις, τὸ κοσμικὸ πνεῦμα ἀποδοκιμάζεται. Ἡ πραγματικὴ εὐλάβεια, ὅταν ὑπάρχη, φαίνεται. Τὸ «εὐσχημόνως» (1) γίνεται «ἀσχημόνως» χωρὶς πραγματικὴ εὐλάβεια.

 

 

1) Βλ. Ρωμ. 13, 13· Α´ Κορ. 14, 40 καὶ Α´ Θεσ. 4, 12.


 

  

«ΜΗ ΔΩΤΕ ΤΟ ΑΓΙΟΝ ΤΟΙΣ ΚΥΣΙ»

 

Ὅταν ὁ κόσμος σᾶς δίνη ροῦχα ἀπὸ ἀρρώστους νὰ βάλετε πάνω στὰ ἅγια Λείψανα, γιὰ νὰ ἁγιασθοῦν, νὰ προσέχετε νὰ εἶναι μόνο φανελίτσες, ὄχι ἄλλα ἐσώρουχα. Δὲν κάνει· εἶναι ἀνευλάβεια. Ὁ ἥλιος φυσικὰ δὲν μολύνεται, οὔτε ὁ Θεὸς μολύνεται· ἐμεῖς δαιμονιζόμαστε μὲ τὴν ἀνευλάβεια.

Παλιὰ οἱ ἄνθρωποι, ὅταν ἀρρώσταιναν, ἔπαιρναν λαδάκι ἀπὸ τὸ κανδήλι τους, ἀλείφονταν καὶ γίνονταν καλά. Τώρα τὸ κανδήλι τὸ ἔχουν τυπικά, μόνο γιὰ νὰ φωτίζη, καὶ τὸ λάδι, ὅταν πλένουν τὸ κανδήλι, τὸ ρίχνουν στὸν νεροχύτη. Κάποτε πῆγα σὲ ἕνα σπίτι καὶ εἶδα τὴν νοικοκυρὰ νὰ πλένη τὸ κανδήλι της στὸν νεροχύτη. «Ποῦ πᾶνε τὰ νερά;», τὴν ρώτησα. «Στὴν ἀποχέτευση», μοῦ λέει. «Μὰ καλά, τῆς λέω, ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος παίρνεις λαδάκι ἀπὸ τὸ κανδήλι καὶ σταυρώνεις τὸ παιδί σου, ὅταν εἶναι ἄρρωστο, καὶ ἀπὸ τὸ ἄλλο ὅλο τὸ λάδι τῆς κούπας πάει στὴν ἀποχέτευση; Πῶς τὸ δικαιολογεῖς αὐτό; Πῶς νὰ ἔρθη ἡ εὐλογία τοῦ Θεοῦ στὸ σπίτι σου;». Στὰ σημερινὰ σπίτια ἕνα ἱερὸ πράγμα, π.χ. τὸ χαρτάκι ποὺ τύλιξες τὸ ἀντίδωρο, δὲν ἔχεις ποῦ νὰ τὸ ρίξης. Θυμᾶμαι, στὸ σπίτι μας ἀκόμη καὶ τὰ νερὰ ποὺ πλέναμε τὰ πιάτα δὲν πήγαιναν στὴν ἀποχέτευση· πήγαιναν ἀλλοῦ, γιατὶ καὶ τὰ ψίχουλα εἶναι ἱερά, ἀφοῦ κάνουμε προσευχὴ πρὶν καὶ μετὰ τὸ φαγητό. Ὅλα αὐτὰ ἔχουν λείψει σήμερα, γι᾿ αὐτὸ ἔλειψε καὶ ἡ θεία Χάρις καὶ δαιμονίζονται οἱ ἄνθρωποι.

 

Ὅσο μποροῦμε, νὰ προσέχουμε σὲ ὅλα. Μετὰ τὴν Θεία Κοινωνία ἢ τὸ ἀντίδωρο ἢ τὸ Εὐχέλαιο, καλὸ εἶναι νὰ σκουπίζουμε τὰ χέρια μας μὲ λίγο βαμβάκι βρεγμένο μὲ οἰνόπνευμα καὶ νὰ καῖμε τὸ βαμβάκι. Ὅταν σκουπίζουμε τὸ Ἱερό, ὅσα μαζεύουμε νὰ τὰ ρίχνουμε στὴν θάλασσα ἢ νὰ τὰ καῖμε σὲ ἕναν καθαρὸ τόπο, γιατὶ μπορεῖ νὰ ἔπεσε ἀντίδωρο ἢ μαργαρίτης. Φυσικά, ἂν πέση κάτω ἕνας μαργαρίτης, ὁ Χριστὸς δὲν θὰ καθήση νὰ πατηθῆ, ἀλλὰ φεύγει ἡ Χάρις ἀπὸ ἐμᾶς. Στὸ ἐξωτερικό, στοὺς Ναοὺς δὲν ἔχουν οὔτε χωνευτήρια. Τὰ νερὰ τῆς Προσκομιδῆς πᾶνε μὲ τὰ ὄμβρια. «Μᾶς ἀπαγορεύουν, λένε, νὰ ἔχουμε χωνευτήρια, ἐπειδὴ δημιουργοῦνται μικρόβια». Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἔχουν γεμίσει σωματικὰ καὶ πνευματικὰ μικρόβια καί, ἂν στάξη λίγο μύρο στὸ κεφάλι, σοῦ λένε «θὰ δημιουργηθοῦν μικρόβια»! Πῶς νὰ ἔρθη ἡ εὐλογία τοῦ Θεοῦ; Ὁ δαιμονισμὸς στὸν κόσμο ἀπὸ ἐδῶ ξεκινάει. Εὐτυχῶς ὑπάρχουν μερικὲς εὐλαβεῖς γυναῖκες, νέες καὶ ἡλικιωμένες, καὶ ἔτσι στηρίζεται ὁ κόσμος.

 

Σὲ ἕνα σπίτι ποὺ πῆγα μιὰ φορὰ τὸ εἰκονοστάσι τὸ εἶχαν βάλει κάτω ἀπὸ τὴν σκάλα, ἐνῶ εἶχαν ἕνα σωρὸ χώρους. Σὲ ἕνα ἄλλο πάλι ἡ νοικοκυρὰ εἶχε κάνει τὸ εἰκονοστάσι της μπροστὰ ἀπὸ τὴν σωλήνα τῆς ἀποχετεύσεως. «Καλά, πῶς σκέφθηκες καὶ ἔβαλες τὸ εἰκονοστάσι σου σ᾿ αὐτὴν τὴν θέση;», τὴν ρώτησα. «Ἐδῶ μὲ ἀναπαύει», μοῦ λέει. Καὶ δὲν ἦταν νὰ πῆς ἀνατολικὸ τὸ μέρος, ἀλλὰ βορεινό!  Πῶς νὰ ἔρθη ἡ Χάρις μετά; «Ὅστις ἔχει, δοθήσεται αὐτῷ, λέει ἡ Ἁγία Γραφή, καὶ περισσευθήσεται· ὅστις δὲ οὐκ ἔχει, καὶ ὃ ἔχει ἀρθήσεται ἀπ᾿ αὐτοῦ» (1). Ἐμεῖς νομίζουμε ὅτι ἔχουμε, καὶ μᾶς ἀφαιρεῖται καὶ αὐτὸ ποὺ ἔχουμε.

 

Σιγὰ-σιγὰ χάνεται ἡ εὐλάβεια, γι᾿ αὐτὸ καὶ συμβαίνουν αὐτὰ τὰ κακὰ ποὺ βλέπουμε. Μπορεῖ ἀκόμη καὶ νὰ δαιμονισθῆ κανείς, ἂν δὲν προσέξη. Ἦταν μιὰ γυναίκα – ὁ Θεὸς νὰ τὴν συγχωρέση, πέθανε τώρα – ποὺ δαιμονίσθηκε, γιατὶ ἔχυσε τὸν ἁγιασμὸ στὸν νεροχύτη. Εἶχε λίγο ἁγιασμὸ σὲ ἕνα μπουκαλάκι. «Ἄ, λέει, μπαγιάτικος εἶναι ὁ ἁγιασμός, ἂς τὸν πετάξω, γιατὶ χρειάζομαι καὶ τὸ μπουκαλάκι». Ἔχυσε τὸν ἁγιασμό, ξέπλυνε κιόλας τὸ μπουκαλάκι, ἐπειδὴ εἶχε μείνει λίγος βασιλικὸς μέσα. Ὕστερα δαιμονίσθηκε. Ἔφυγε ἡ Χάρις, γιατὶ δὲν μπορεῖ νὰ παραμείνη ἡ Χάρις σὲ ἀνευλαβῆ ἄνθρωπο.


 

Ἂν εἶχε βάλει (κάποιος) τὸ μπουκάλι μὲ τὸν ἁγιασμὸ λ.χ. μέσα σὲ ἕνα ντουλάπι καὶ μετὰ ἀπὸ καιρὸ δὲν πρόσεξε ὅτι εἶναι ἁγιασμὸς καὶ τὸν ἔχυσε, ἔχει μισὴ ἁμαρτία. Ἂν τὸ ἔβαλε ἄλλος καὶ αὐτὸς δὲν ἤξερε ὅτι εἶναι ἁγιασμός, δὲν φταίει αὐτός.

Ὅταν ὁ ἄνθρωπος δὲν εὐλαβῆται τὰ Ἅγια, πῶς νὰ τὸν πλησιάση ἡ θεία Χάρις; Ἡ Χάρις θὰ πάη σ᾿ αὐτοὺς ποὺ τὴν τιμοῦν. «Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσί», λέει ἡ Γραφή. Ἂν δὲν ὑπάρχη ἡ πνευματικὴ εὐαισθησία, δὲν γίνεται προκοπή. Ἕνας στὸ Ἅγιον Ὄρος ἔβγαλε τὰ στασίδια ἀπὸ ἕναν Ναὸ καὶ τὰ πῆρε στὸν δικό του. Ἄλλος ἔβγαλε τὶς πλάκες ἀπὸ τὴν ὀροφὴ τοῦ Ἱεροῦ ἑνὸς ἄλλου Ναοῦ καὶ τὶς πῆρε, γιὰ νὰ στρώση τὴν βεράντα του. Ἔβρεξε, μπῆκαν νερὰ στὸ Ἱερὸ καὶ ἔτρεχαν πάνω στὴν Ἁγία Τράπεζα. Πῆγα μιὰ φορὰ μέσα, τί νὰ δῶ! Ἦταν ἐγκαινιασμένος ὁ Ναὸς καὶ στὸ κέντρο τῆς Ἁγίας Τραπέζης ὑπῆρχε ἅγιο Λείψανο, ἕνας σπόνδυλος. Τὸν πῆρα, τὸν ἔπλυνα στὸ χωνευτήρι. «Τί κάνατε ἐκεῖ; τοὺς εἶπα μετά. Ὁ Ναὸς εἶναι ἐγκαινιασμένος! Βγάλατε τὶς πλάκες ἀπὸ τὴν σκεπὴ καὶ ὅλα τὰ νερὰ τρέχουν πάνω στὴν Ἁγία Τράπεζα!». Πῆγαν μετὰ μὲ ἕναν μάστορα καὶ τὰ σύμμασαν λίγο. Ἀλλοῦ ἔβγαλαν τὰ σανίδια ἀπὸ τὸ Ἱερό, γιὰ νὰ κάνουν μουράγιο. Σηκώθηκε φουρτούνα, πῆρε καὶ τὰ σανίδια καὶ τὰ τσιμέντα. Καὶ δὲν καταλαβαίνουν πόση ἀνευλάβεια ἔχουν ὅλα αὐτά! Θυμᾶμαι, ἐκεῖ στὴν Κόνιτσα ἦταν ἕνας παπποῦς ποὺ κυνηγοῦσε τὰ παιδιά, γιατὶ ἔξυναν τὸν τοῖχο τῆς Ἐκκλησίας· τὸ θεωροῦσε ἀνευλάβεια. Καὶ τώρα ποῦ φθάσαμε!

 

 

1) Βλ. Ματθ. 13, 12.

 

 

  

ΕΥΛΑΒΕΙΑ ΣΕ ΟΛΑ

 

Καὶ ἐδῶ νὰ προσέχετε· στὸν καναπὲ ἦταν κάτι στρωμένο μὲ σταυρούς· δὲν κάνει νὰ καθώμαστε οὔτε νὰ πατᾶμε πάνω στοὺς σταυρούς. Οἱ Ἑβραῖοι βάζουν κάτω ἀπὸ τὰ παπούτσια σταυρούς. Πολλὲς φορὲς ὄχι μόνον ἀπ᾿ ἔξω ἀλλὰ καὶ μέσα ἀπὸ τὰ τακούνια καὶ τὶς σόλες. Νὰ πληρώνης καὶ νὰ πατᾶς σταυρούς! Αὐτοὶ ἀπὸ παλιὰ εἶχαν κάνει κουδουνίστρες ποὺ εἶχαν ἀπὸ τὴν μιὰ μεριὰ τὴν Παναγία καὶ τὸν Χριστό, καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη τὸν Καραγκιόζη. Σοῦ λέει: «Τί Καραγκιόζης, τί Χριστός». Καὶ ὁ ἄλλος, ὁ καημένος, ἔβλεπε τὸν Χριστὸ καὶ τὴν Παναγία καὶ τὴν ἀγόραζε γιὰ τὸ παιδί του. Ἔρριχναν τὰ μωρὰ κάτω τὴν κουδουνίστρα, τὴν πατοῦσαν, τὴν λέρωναν. Καὶ τώρα, μοῦ εἶπαν, ἐκεῖ κάπου κοντὰ στὴν Κίνα οἱ Ρωμαιοκαθολικοὶ Ἱεραπόστολοι φοροῦσαν κάτι μενταγιὸν ποὺ εἶχαν ἀπὸ μέσα τὸν Χριστὸ καὶ ἀπ᾿ ἔξω τὸν Βούδδα. Ἢ βάλτε ἀπὸ μέσα μόνον τὸν Χριστὸ ἢ ὁμολογῆστε φανερὰ τὸν Χριστό, ἀλλιῶς δὲν ἔρχεται ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ. Ἐδῶ πάλι στὴν Ἑλλάδα μερικοί, χωρὶς νὰ σκεφθοῦν, ἔβαλαν δυστυχῶς τὴν Παναγία σὲ γραμματόσημο, ποὺ πετιέται καὶ πατιέται.

 

Μιὰ φορὰ φιλοξενεῖτο ἕνας παπᾶς στὴν Μονὴ Σταυρονικήτα καὶ στὸν Ἑξάψαλμο (1) κατέβαζε τὸ στασίδι καὶ καθόταν! «Πάτερ, τοῦ λέω, Ἑξάψαλμο λένε». «Ἔτσι τὸν ἀπολαμβάνω καλύτερα!», μοῦ λέει. Σκέψου δηλαδή! Μετὰ ἀπὸ χρόνια ἦρθε καὶ μὲ βρῆκε. Πάνω στὴν συζήτηση μοῦ εἶπε ὅτι ἔφτιαχνε χαρτοεικόνες καὶ τὶς ἔδινε εὐλογία. «Πῶς κολλᾶς τὶς εἰκόνες;», τὸν ρωτάω. «Βάζω, μοῦ λέει, κόλλα στὸ ξύλο, βάζω καὶ τὴν χαρτοεικόνα καί, ὅταν φτιάξω ἀρκετές, τὶς στοιβιάζω καὶ κάθομαι ἐπάνω, γιὰ νὰ κολλήσουν καλά. Παίρνω καὶ ἕνα βιβλίο καὶ διαβάζω λίγη ὥρα»! Ὅταν τὸ ἄκουσα, σηκώθηκαν οἱ τρίχες τῆς κεφαλῆς μου! «Τί κάνεις; τοῦ λέω. Κάθεσαι ἐπάνω στὶς εἰκόνες, γιὰ νὰ κολλήσουν;». «Γιατί; δὲν κάνει;», μοῦ λέει.

 

Βλέπεις ποῦ φθάνουν σιγὰ-σιγά! Τὸ κακὸ εἶναι ποὺ ἡ ἀνευλάβεια προχωράει· δὲν σταματάει. Ὁ ἄνθρωπος ἐξελίσσεται ἢ στὸ καλὸ ἢ στὸ κακό. Ἀπὸ ποῦ ξεκίνησε ἐκεῖνος καὶ ποῦ ἔφθασε! «Ἔτσι ἀπολαμβάνω καλύτερα τὸν Ἑξάψαλμο», εἶπε τότε καὶ μετὰ ἔφθασε νὰ πῆ: «Ἔτσι καὶ οἱ εἰκόνες θὰ κολλήσουν καὶ ἐγὼ θὰ διαβάσω». Τότε τοῦ φάνηκε παράξενο αὐτὸ ποὺ τοῦ εἶπα γιὰ τὸν Ἑξάψαλμο. Καὶ ἦταν ἄλλοι Πατέρες γέροι καὶ στέκονταν ὄρθιοι. Ἀκουμποῦσαν λίγο στὸ στασίδι καὶ δὲν κουνιόνταν καθόλου. Ἄλλο νὰ εἶναι κουρασμένος κανείς, νὰ εἶναι ἄρρωστος, νὰ τρέμουν τὰ πόδια του καὶ νὰ κάθεται – δὲν θὰ τὸν κρεμάση ὁ Χριστὸς – καὶ ἄλλο νὰ νομίζη ὅτι αὐτὸ εἶναι τὸ καλύτερο καὶ νὰ λέη: «Καθιστὸς ἀπολαμβάνω καλύτερα». Αὐτὸ πῶς νὰ τὸ δικαιολογήσης; Ἡ πνευματικὴ ζωὴ δὲν εἶναι ἀπόλαυση. Ἂν πονᾶς, κάθησε· ὁ Χριστὸς δὲν εἶναι τύραννος. Καὶ ὁ Ἀββᾶς Ἰσαὰκ λέει: «Ἂν δὲν μπορῆς ὄρθιος, κάθησε» (2). Δὲν λέει: «Ἂν μπορῆς, κάθησε»!


 

(Δὲν καθόμαστε στὸν Ἑξάψαλμο) Γιατὶ συμβολίζει τὴν Κρίση. Γι᾿ αὐτό, ὅταν διαβάζεται ὁ Ἑξάψαλμος, καλὰ εἶναι ὁ νοῦς νὰ πηγαίνη στὴν ὥρα τῆς Κρίσεως. Ὁ Ἑξάψαλμος ἕξι-ἑπτὰ λεπτὰ κρατᾶ. Στὴν πρώτη στάση οὔτε σταυρὸ δὲν κάνουμε, γιατὶ ὁ Χριστὸς τώρα δὲν θὰ ἔρθη γιὰ νὰ σταυρωθῆ, ἀλλὰ θὰ ἔρθη ὡς Κριτής.

 

 

1) Ἐκλογὴ ἕξι Ψαλμῶν (3ου, 37ου, 62ου, 87ου, 102ου, 142ου) τοῦ Ψαλτηρίου τοῦ Δαβίδ, οἱ ὁποῖοι διαβάζονται στὴν ἀρχὴ τοῦ Ὄρθρου, ὡς εἰσαγωγὴ στὴν Ἀκολουθία αὐτή. Μετὰ τὸ τέλος τῶν τριῶν πρώτων ποὺ ἀποτελοῦν τὴν πρώτη στάση, ὅταν λέγεται τὸ «Δόξα Πατρί...» καὶ τρὶς τὸ «ἀλληλούια», δὲν κάνουμε μικρὴ μετάνοια οὔτε σταυρό, ὅπως προβλέπει τὸ τυπικὸ σὲ ἄλλες περιπτώσεις.

2) Βλ. Ἀββᾶ Ἰσαὰκ τοῦ Σύρου, Οἱ Ἀσκητικοὶ Λόγοι, Λόγος ΚΗ´, σ. 104· ΚΘ´, σ. 108 καὶ ΝΗ´, σ. 212.


 

  

ΤΙ ΕΥΛΑΒΕΙΑ ΕΙΧΑΝ ΠΑΛΙΑ

 

 (Στὴν ἐποχή μας εἶναι τόσο δυσεύρετη ἡ εὐλάβεια) Γιατὶ οἱ ἄνθρωποι ἔπαψαν νὰ ζοῦν πνευματικά. Τὰ ἑρμηνεύουν ὅλα μὲ τὴν κοσμικὴ λογικὴ καὶ διώχνουν τὴν θεία Χάρη. Παλιά, τί εὐλάβεια εἶχαν οἱ ἄνθρωποι! Ἐκεῖ στὴν Αἰτωλοακαρνανία κάτι γιαγιὲς ποὺ εἶχαν πολλὴ ἁπλότητα καὶ εὐλάβεια, ἔπεφταν καὶ προσκυνοῦσαν τὰ μουλάρια τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Προυσσοῦ, ὅταν κατέβαιναν ἀπὸ τὸν Προυσσὸ γιὰ διακονία. «Αὐτὰ εἶναι τὰ μουλαράκια τῆς Παναγίας!», ἔλεγαν, καὶ δῶσ᾿ του μετάνοιες. Ἂν γιὰ τὰ μουλάρια τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας ἔδειχναν τόση εὐλάβεια, φαντάσου στὴν Παναγία πόση εὐλάβεια εἶχαν!

 

Εἶναι ἡ παράδοση. Ὁ γερο-Πρόδρομος ὁ Κορτσινόγλου, ὁ ψάλτης τοῦ Ἁγίου Ἀρσενίου, εἶχε πολλὴ εὐλάβεια. Ἔκανε καὶ ἐκεῖ στὴν Κόνιτσα ψάλτης. Γέρος, ὀγδόντα χρονῶν καὶ παραπάνω, κατέβαινε κάθε μέρα, πρωὶ-πρωί, στὴν κάτω Κόνιτσα, κοντὰ μισὴ ὥρα μὲ τὰ πόδια, γιὰ νὰ πάη νὰ ψάλη στὴν Ἐκκλησία. «Ἐγὼ εἶμαι σκυλὶ τοῦ Χριστοῦ», ἔλεγε. Καὶ τὸν χειμώνα μὲ τὸ κρύο, μὲ τὶς παγωνιές, οἱ δρόμοι ἦταν πολὺ ἐπικίνδυνοι. Ἔτρεχαν τὰ νερὰ ἀπὸ τὶς βρύσες στὸν κατήφορο καὶ πάγωναν καὶ ἔπρεπε νὰ βρῆς ποῦ νὰ πατήσης, γιὰ νὰ μὴ γλιστρήσης. Καὶ ἐκεῖνος ὅλα τὰ ἀψηφοῦσε. Τέτοια εὐλάβεια!

 

Μοῦ ἔλεγαν οἱ γονεῖς μου ὅτι οἱ Φαρασιῶτες στὴν πατρίδα εἶχαν μαζέψει χρήματα, γιὰ νὰ φτιάξουν Ναὸ ἐκεῖ στὰ Φάρασα. Ὕστερα ὅμως ὁ Ἅγιος Ἀρσένιος ἤθελε νὰ τὰ δώση στοὺς φτωχούς, ἀφοῦ εἶχαν Ναό. Πῆγε ὁ ἴδιος ὁ Ἅγιος νὰ τὰ μοιράση στὶς φτωχὲς οἰκογένειες καὶ οἱ καημένοι δὲν τὰ ἔπαιρναν. Ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία νὰ πάρουν χρήματα! Ἀφοῦ δὲν τὰ ἔπαιρναν, ἀναγκάσθηκε νὰ τὰ στείλη μὲ τὸν πρόεδρο (1) τοῦ χωριοῦ στὸν δεσπότη, στὴν Καισάρεια. «Νὰ πάρης συνοδὸ γιὰ τὸν δρόμο», τοῦ εἶπε ὁ Ἅγιος. «Ἡ εὐχή σου μοῦ φθάνει», τοῦ εἶπε ὁ πρόεδρος καὶ ἔφυγε μόνος του. Ὅταν τὰ πῆγε στὸν δεσπότη, ἐκεῖνος τὸν ρώτησε: «Καλά, ὁ Χατζεφεντῆς τί σᾶς εἶπε νὰ κάνετε τὰ χρήματα;». «Νὰ τὰ δώσουμε στὶς φτωχὲς οἰκογένειες», τοῦ ἀπάντησε ὁ πρόεδρος. «Καὶ γιατί δὲν τὸν ἀκούσατε;». «Δὲν τὰ παίρνουν οἱ ἄνθρωποι, τοῦ εἶπε, γιατὶ εἶναι χρήματα τῆς Ἐκκλησίας». Τελικὰ ὁ δεσπότης τοῦ τὰ ἔδωσε πίσω. Οἱ Φαρασιῶτες, ὅταν θὰ ἔφευγαν ἀπὸ τὰ Φάρασα μὲ τὴν Ἀνταλλαγή, εἶπαν στὸν Ἅγιο Ἀρσένιο αὐτὰ τὰ χρήματα νὰ τὰ πάρουν μαζί τους, γιὰ νὰ φτιάξουν Ἐκκλησία ἐδῶ στὴν Ἑλλάδα. Τότε  ὁ Ἅγιος Ἀρσένιος τοὺς εἶπε μὲ κλάματα: «Στὴν Ἑλλάδα θὰ βρῆτε πολλὲς Ἐκκλησίες, ἀλλὰ τὴν πίστη ποὺ ὑπάρχει ἐδῶ δὲν θὰ τὴν βρῆτε».

 

 

1) Πρόεδρος τοῦ χωριοῦ τῶν Φαράσων ἦταν ὁ πατέρας τοῦ Γέροντα.

 

 

  

ΕΥΛΑΒΕΙΑ ΣΤΙΣ ΕΙΚΟΝΕΣ

 

Πόση εὐλάβεια πρέπει νὰ ἔχουμε στὶς εἰκόνες! Ἕνας μοναχὸς ἑτοίμασε μιὰ εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Νικολάου, γιὰ νὰ τὴν δώση εὐλογία σὲ κάποιον. Τὴν τύλιξε μὲ καλὸ χαρτὶ καὶ τὴν ἔβαλε σὲ ἕνα ντουλάπι, μέχρι νὰ τὴν δώση. Ἀλλά, χωρὶς νὰ τὸ προσέξη, τὴν ἔβαλε ἀνάποδα. Σὲ λίγο ἄρχισε νὰ ἀκούγεται μέσα στὸ δωμάτιο ἕνας κρότος. Κοίταζε ὁ μοναχὸς ἀπὸ ᾿δῶ-ἀπὸ ᾿κεῖ, γιὰ νὰ δῆ ἀπὸ ποῦ ἐρχόταν αὐτὸς ὁ κρότος. Ποῦ νὰ πάη ὁ νοῦς του ὅτι ἐρχόταν ἀπὸ τὸ ντουλάπι! Ὁ κρότος συνέχιζε γιὰ ἀρκετὴ ὥρα, «τὰκ-τὰκ-τάκ»· δὲν τὸν ἄφηνε νὰ ἡσυχάση. Τελικά, ὅταν πῆγε κοντὰ στὸ ντουλάπι, κατάλαβε ὅτι ὁ κρότος ἔβγαινε ἀπὸ ἐκεῖ. Τὸ ἀνοίγει καὶ βλέπει ὅτι ὁ κρότος ἔβγαινε ἀπὸ τὴν εἰκόνα. «Τί νὰ ἔχη ἡ εἰκόνα; λέει· γιά νὰ δῶ». Μόλις τὴν ξετύλιξε, εἶδε πὼς ἦταν ἀνάποδα. Τὴν ἔστησε ὄρθια καὶ ἀμέσως σταμάτησε ὁ κρότος.

 

Ὁ εὐλαβὴς ἰδιαίτερα εὐλαβεῖται τὶς εἰκόνες. Καὶ ὅταν λέμε «εὐλαβεῖται τὶς εἰκόνες», ἐννοοῦμε ὅτι εὐλαβεῖται τὸ εἰκονιζόμενο πρόσωπο. Ὅταν ἔχη κανεὶς μιὰ φωτογραφία τοῦ πατέρα του, τῆς μάνας του, τοῦ παπποῦ του, τῆς γιαγιᾶς του, τοῦ ἀδελφοῦ του, δὲν μπορεῖ νὰ τὴν σχίση ἢ νὰ τὴν πατήση, πόσο μᾶλλον μιὰ εἰκόνα! Οἱ Ἰεχωβάδες δὲν ἔχουν εἰκόνες. Τὴν τιμὴ ποὺ ἀποδίδουμε στὶς εἰκόνες τὴν θεωροῦν εἰδωλολατρία. Εἶπα σὲ ἕναν Ἰεχωβᾶ μιὰ φορά: «Ἐσεῖς δὲν ἔχετε φωτογραφίες στὰ σπίτια σας;». «Ἔχουμε», μοῦ λέει. «Ἔ, καλά, ἡ μάνα, ὅταν τὸ παιδί της λείπη μακριά, δὲν φιλάει τὴν φωτογραφία τοῦ παιδιοῦ της;». «Τὴν φιλάει», μοῦ λέει. «Τὸ χαρτὶ φιλάει ἢ τὸ παιδί της;». «Τὸ παιδί της», μοῦ λέει. «Ἔ, ὅπως ἐκείνη, ὅταν φιλάη τὴν φωτογραφία τοῦ παιδιοῦ της, τοῦ λέω, φιλάει τὸ παιδί της καὶ ὄχι τὸ χαρτί, ἔτσι καὶ ἐμεῖς τὸν Χριστὸ φιλοῦμε· δὲν φιλοῦμε τὸ χαρτὶ ἢ τὸ σανίδι».

 

Ὅταν ἀσπάζεται ὁ ἄνθρωπος μὲ εὐλάβεια καὶ θερμὴ ἀγάπη τὶς ἅγιες εἰκόνες, παίρνει τὰ χρώματα ἀπὸ αὐτὲς καὶ ζωγραφίζονται οἱ Ἅγιοι μέσα του. Οἱ Ἅγιοι χαίρονται, ὅταν ξεσηκώνωνται ἀπὸ τὰ χαρτιὰ ἢ ἀπὸ τὰ σανίδια καὶ τυπώνωνται στὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων. Ὅταν ἀσπάζεται ὁ Χριστιανὸς μὲ εὐλάβεια τὶς ἅγιες εἰκόνες καὶ ζητάη βοήθεια ἀπὸ τὸν Χριστό, τὴν Παναγία, τοὺς Ἁγίους, μὲ τὸν ἀσπασμὸ ποὺ κάνει μὲ τὴν καρδιά του, ρουφάει μέσα στὴν καρδιά του ὄχι μόνον τὴν Χάρη τοῦ Χριστοῦ, τῆς Παναγίας ἢ τῶν Ἁγίων, ἀλλὰ καὶ τὸν Χριστὸ ὁλόκληρο ἢ τὴν Παναγία ἢ τὸν Ἅγιο, καὶ τοποθετοῦνται πιὰ στὸ Τέμπλο τοῦ Ναοῦ του. «Ναὸς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἶναι ὁ ἄνθρωπος» (1). Βλέπεις, καὶ κάθε Ἀκολουθία μὲ τὸν ἀσπασμὸ τῶν εἰκόνων ἀρχίζει καὶ μὲ τὸν ἀσπασμὸ τελειώνει. Ἐὰν τὸ καταλάβαιναν αὐτὸ οἱ ἄνθρωποι, πόση χαρὰ θὰ αἰσθάνονταν, πόση δύναμη θὰ ἔπαιρναν!


 

Ὅταν κανεὶς δὲν ἔχη εὐλάβεια καὶ ἀσπάζεται τὶς εἰκόνες, δὲν εἶναι ἄλαλα τὰ χείλη του; Καὶ ὁ εὐλαβής, ὅταν ἀσπάζεται τὶς εἰκόνες, εὔλαλα δὲν εἶναι τὰ χείλη του; Εἶναι μερικοὶ πού, ὅταν προσκυνοῦν τὴν εἰκόνα, οὔτε κἂν ἀκουμποῦν στὴν εἰκόνα. Ἄλλοι ἀκουμποῦν μόνον τὰ χείλη τους στὴν εἰκόνα, ὅταν τὴν ἀσπάζωνται. Νά, ἔτσι (Ὁ Γέροντας ἀσπάσθηκε μιὰ εἰκόνα, χωρὶς νὰ ἀκουσθῆ ὁ ἀσπασμός).

Τότε «ἄλαλα» εἶναι τὰ χείλη. Ἐνῶ ὁ εὐλαβὴς ἀσπάζεται τὴν εἰκόνα καὶ ὁ ἀσπασμὸς ἀκούγεται. Τότε τὰ χείλη εἶναι «εὔλαλα». Δὲν εἶναι ὅτι καταριοῦνται, ὅταν λένε «ἄλαλα»,  ἀλλὰ ἐκεῖνα τὰ χείλη εἶναι ἄλαλα καὶ τὰ ἄλλα εἶναι εὔλαλα. Ὅταν βλέπουμε τὶς ἅγιες εἰκόνες, πρέπει νὰ ξεχειλίζη ἡ καρδιά μας ἀπὸ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τοὺς Ἁγίους καὶ νὰ πέφτουμε νὰ τὶς προσκυνοῦμε καὶ νὰ τὶς ἀσπαζώμαστε μὲ πολλὴ εὐλάβεια. Νὰ βλέπατε ἕνα εὐλαβικὸ γεροντάκι στὴν Μονὴ Φιλοθέου, ὁ γερο–Σάββας, μὲ πόση εὐλάβεια, μὲ πόση καρδιὰ ἀσπαζόταν τὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Γλυκοφιλούσης! Σ᾿ αὐτὴν τὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας, ἐπειδὴ οἱ Πατέρες τὴν ἀσπάζονταν στὸ ἴδιο σημεῖο, ἔχει σχηματισθῆ ἕνα γρομπαλάκι!

 

Ἡ εἰκόνα ποὺ ἁγιογραφεῖται μὲ εὐλάβεια ρουφάει ἀπὸ τὸν εὐλαβῆ ἁγιογράφο τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ μεταδίδει στοὺς ἀνθρώπους παρηγοριὰ αἰώνια. Ὁ ἁγιογράφος ζωγραφίζεται, μεταφράζεται στὴν εἰκόνα ποὺ φτιάχνει· γι᾿ αὐτὸ παίζει μεγάλο ρόλο ἡ ψυχική του κατάσταση. Μοῦ ἔλεγε ὁ Παπα-Τύχων (2): «Ἐγώ, παιντί μου, ὅταν ζωγραφίζω ἐπιτάφια, ψάλλω "Ὁ εὐσχήμων Ἰωσήφ, ἀπὸ τοῦ ξύλου καφελών..."». Ἔψαλλε καὶ ἔκλαιγε συνέχεια καὶ τὰ δάκρυά του ἔπεφταν πάνω στὴν εἰκόνα. Μιὰ τέτοια εἰκόνα κάνει ἕνα αἰώνιο κήρυγμα στὸν κόσμο. Οἱ εἰκόνες αἰῶνες κηρύττουν–κηρύττουν. Ρίχνει λ.χ. ἕνας πονεμένος ἕνα βλέμμα στὴν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ ἢ τῆς Παναγίας καὶ παίρνει παρηγοριά.

 

Ὅλη ἡ βάση εἶναι ἡ εὐλάβεια. Βλέπεις, ἄλλος ἀκουμπᾶ στὸν τοῖχο ποὺ ἀκούμπησε ἡ εἰκόνα καὶ παίρνει Χάρη, καὶ ἄλλος μπορεῖ νὰ ἔχη τὴν καλύτερη εἰκόνα, ἀλλά, ἐπειδὴ δὲν ἔχει εὐλάβεια, δὲν ὠφελεῖται. Ἢ ἕνας μπορεῖ νὰ βοηθηθῆ ἀπὸ ἕναν ἁπλὸ σταυρό, καὶ ἄλλος νὰ μὴ βοηθηθῆ ἀπὸ τὸν Τίμιο Σταυρό, ὅταν δὲν ἔχη εὐλάβεια.

 

 

 

1) Βλ. Α’ Κορ. 3, 16 καὶ 6, 19.

2) Βλ. Γέροντος Παϊσίου Ἁγιορείτου, Ἁγιορεῖται Πατέρες καὶ Ἁγιορείτικα, Σουρωτὴ Θεσσαλονίκης 1993, σ. 15-40.

 

 

  

ΠΡΟΣΦΕΡΟΥΜΕ ΣΤΟ ΘΕΟ ΤΟ ΠΙΟ ΚΑΘΑΡΟ

 

Μιὰ φορὰ σκανδαλίσθηκα ἐδῶ στὸν Ναό σας. Εἶδα νὰ καῖτε στὴν Ἁγία Τράπεζα μιὰ τόσο κοντὴ λαμπάδα! Ἐγὼ δὲν ἀφήνω οὔτε στὸ μανουάλι ποὺ ἔχω μπροστὰ στὸ τέμπλο τόσο μικρὴ λαμπάδα· τὸ θεωρῶ περιφρόνηση.

Ἄλλο εἶναι νὰ καίγεται μέχρι κάτω στὰ μανουάλια ὅπου ἀνάβει κεριὰ ὁ κόσμος καὶ ἄλλο στὴν Ἁγία Τράπεζα ἢ στὴν Ἁγία Πρόθεση. Δὲν κάνει μέσα στὸ Ἱερὸ νὰ καίη μισὴ λαμπάδα· εἶναι περιφρόνηση. Ἀκόμη καὶ στὸν πολυέλαιο, ἔστω καὶ ἂν φθάνουν οἱ λαμπάδες γιὰ ὅλη τὴν Ἀκολουθία, πάλι νὰ τὶς ἀλλάζετε, ὅταν εἶναι πολὺ μικρές. Καὶ στὴν Θεία Λειτουργία, στὴν Μικρὴ καὶ στὴν Μεγάλη Εἴσοδο, πάντα νὰ χρησιμοποιῆτε μεγάλη λαμπάδα, γιατὶ συμβολίζει τὸν Τίμιο Πρόδρομο. Ἀλλοῦ σβήνουν τὰ κανδήλια, γιὰ νὰ κάνουν οἰκονομία! Δὲν καταλαβαίνουν ὅτι ὁ Θεὸς θὰ τοὺς στείλη μεγάλες εὐλογίες, ὅταν Τὸν εὐλαβοῦνται. Καὶ γιὰ τὰ μνημόσυνα εἶναι περιφρόνηση νὰ χρησιμοποιοῦνται λεπτὰ κεριὰ σὰν κεροστούπι. Εἶναι ντροπὴ νὰ τὰ δώσης καὶ στοὺς ἄλλους.

 

Ὅταν ἀφεθῆ κανεὶς στὸν Θεό, εἶναι μεγάλο πράγμα. Ἐμεῖς τρῶμε γλυκοὺς καρποὺς καὶ προσφέρουμε τὴν ρητίνη τῶν δένδρων στὸν Θεὸ μὲ τὸ θυμιατήρι. Τρῶμε τὸ μέλι καὶ προσφέρουμε στὸν Θεὸ τὸ κερί, καὶ αὐτὸ συχνὰ τὸ ἀνακατεύουμε μὲ παραφίνη. Ἕνα κερὶ προσφέρουμε στὸν Θεὸ ἀπὸ εὐγνωμοσύνη γιὰ τὶς πλουσιοπάροχες εὐλογίες Του, καὶ αὐτὸ νὰ τὸ μουρνταρεύουμε; Ποῦ νὰ μᾶς ζητοῦσε ὁ Θεὸς νὰ Τοῦ προσφέρουμε τὸ μέλι! Φαντάζομαι τότε τί θὰ κάναμε! Ἢ ζουμιὰ θὰ δίναμε ἢ λίγο ζαχαρόνερο. Ὁ Θεὸς νὰ μὴ μᾶς πάρη στὰ σοβαρά! Σὲ ὅλα μπορεῖ νὰ κάνη κανεὶς οἰκονομία ἐκτὸς ἀπὸ τὴν λατρεία στὸν Θεό. Στὸν Θεὸ θὰ προσφέρη τὸ πιὸ καθαρό, τὸ πιὸ καλό.

 

Νὰ πῆτε στὸν κόσμο: «Γιὰ τὴν ὑγεία σας δὲν κάνει νὰ καῖτε κεριὰ ἀπὸ παραφίνη στοὺς Ναούς». Ἔτσι θὰ τὸ σκεφθοῦν λιγάκι αὐτό. Ἂν εἶναι καὶ μικρὸς ὁ Ναός, τότε εἶναι ποὺ πάει νὰ σκάση κανείς. Καλύτερα νὰ ἀνάψουν ἕνα μικρὸ κεράκι καὶ νὰ εἶναι γνήσιο παρὰ ὁλόκληρη λαμπάδα μὲ παραφίνη. Πολλοὶ στὶς Ἐκκλησίες γι᾿ αὐτὸ ζαλίζονται καὶ λιποθυμοῦν. Νὰ εἶναι μικρὸς ὁ Ναὸς καὶ νὰ καίγεται ὅλη αὐτὴ ἡ παραφίνη!... Καὶ νὰ ἦταν μόνον αὐτό; Λάδια ποὺ δὲν τρώγονται θέλουν νὰ τὰ βάλουν στὰ κανδήλια! Ποῦ φθάνουν οἱ ἄνθρωποι! Στὴν Παλαιὰ Διαθήκη ἀναφέρεται ὅτι τὸ λάδι ποὺ θὰ χρησιμοποιοῦσαν στὸν Ναὸ ἔπρεπε νὰ τὸ φτιάχνουν ἀπὸ ἐλιὲς ποὺ μάζευαν πάνω ἀπὸ τὰ δένδρα καὶ ὄχι ἀπὸ αὐτὲς ποὺ ἔπεφταν κάτω. Μήπως ὁ Θεὸς ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ αὐτὸ τὸ λάδι ἢ ἀπὸ τὸ θυμίαμα; Ὄχι, ἀλλὰ συγκινεῖται ὁ Θεός, γιατὶ εἶναι μιὰ προσφορά, μὲ τὴν ὁποία ἐκφράζεται ἡ εὐγνωμοσύνη καὶ ἡ ἀγάπη τοῦ ἀνθρώπου πρὸς Αὐτόν. Στὸ Σινᾶ μοῦ εἶχε κάνει ἐντύπωση: Οἱ Βεδουΐνοι δὲν ἔχουν, οἱ καημένοι, τίποτε νὰ προσφέρουν. Καὶ βλέπεις, μαζεύουν κανένα πετραδάκι ποὺ λίγο διαφέρει ἀπὸ τὰ ἄλλα, τόοσο μικρούτσικο, ἤ, ἂν βροῦν σὲ καμμιὰ ρωγμὴ δυὸ–τρία φυλλαράκια, τὰ παίρνουν, ἀνεβαίνουν ἐπάνω στὴν πέτρα ποὺ χτύπησε ὁ Μωυσῆς μὲ τὸ ραβδί του καὶ βγῆκε τὸ νερὸ καὶ τὰ ἀφήνουν ἐκεῖ. Ἢ οἱ μητέρες ποὺ θηλάζουν πᾶνε καὶ στάζουν λίγο γάλα ἐκεῖ, μὲ τὸν λογισμό: «Νὰ μοῦ δίνη γάλα ὁ Θεός, γιὰ νὰ θηλάζω τὰ παιδιά μου»! Βλέπεις τί εὐγνωμοσύνη ἔχουν! Δὲν εἶναι μικρὸ πράγμα. Καὶ ἐμεῖς τί κάνουμε! Θὰ μᾶς κρίνουν αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι. Ἀφήνουν ἐκεῖ πάνω ξυλαράκια, φυλλαράκια, πετραδάκια... Ἔχει ὁ Θεὸς ἀνάγκη ἀπὸ αὐτά; Ὄχι, ἀλλὰ βοηθάει ὁ Θεός, γιατὶ βλέπει τὴν ἀγαθὴ καρδιά, τὴν ἀγαθὴ διάθεση. Ἔτσι ἐκφράζεται ἡ ἀγαθὴ προαίρεση.

 

Μὲ τὸ κεράκι ζητοῦμε κάτι ἀπὸ τὸν Θεό. Ὅταν τὸ ἀνάβης καὶ λὲς «γι᾿ αὐτοὺς ποὺ πάσχουν σωματικὰ καὶ ψυχικὰ καὶ γι᾿ αὐτοὺς ποὺ ἔχουν τὴν πιὸ μεγάλη ἀνάγκη», μέσα σ᾿ αὐτοὺς εἶναι καὶ οἱ ζῶντες καὶ οἱ κεκοιμημένοι. Ξέρεις πόση ἀνάπαυση νιώθουν οἱ κεκοιμημένοι, ὅταν ἀνάβουμε ἕνα κεράκι γι᾿ αὐτούς; Ἔτσι ἔχει κανεὶς πνευματικὴ ἐπικοινωνία καὶ μὲ τοὺς ζῶντας καὶ μὲ τοὺς κεκοιμημένους. Τὸ κεράκι μὲ λίγα λόγια εἶναι μιὰ κεραία ποὺ μᾶς φέρνει σὲ ἐπαφὴ μὲ τὸν Θεό, μὲ τοὺς ἀρρώστους, μὲ τοὺς κεκοιμημένους κ.λπ.

 

(Τὸ θυμίαμα) Τὸ ἀνάβουμε γιὰ δοξολογία στὸν Θεό. Τὸν δοξολογοῦμε καὶ Τὸν εὐγνωμονοῦμε γιὰ τὶς μεγάλες εὐεργεσίες Του σὲ ὅλον τὸν κόσμο. Τὸ θυμίαμα εἶναι καὶ αὐτὸ μιὰ προσφορά. Καὶ ἀφοῦ τὸ προσφέρουμε στὸν Θεὸ καὶ στοὺς Ἁγίους θυμιάζοντας τὶς εἰκόνες, θυμιάζουμε μετὰ καὶ τὶς ζωντανὲς εἰκόνες τοῦ Θεοῦ, τοὺς ἀνθρώπους.

Νὰ βάζετε καρδιὰ εἴτε πρόκειται γιὰ αἴτημα εἴτε γιὰ εὐχαριστία. Μὲ τὸ κεράκι λέω: «Θεέ μου, Σοῦ ζητάω μὲ ὅλη μου τὴν καρδιὰ νὰ μοῦ κάνης μιὰ χάρη». Καὶ μὲ τὸ θυμίαμα λέω: «Σὲ εὐχαριστῶ, Θεέ μου, μὲ ὅλη μου τὴν καρδιὰ γιὰ ὅλες τὶς δωρεές Σου. Σ᾿ εὐχαριστῶ ποὺ συγχωρεῖς τὶς δικές μου τὶς πολλὲς ἁμαρτίες καὶ τὴν ἀχαριστία ὅλου τοῦ κόσμου καὶ τὴν δική μου τὴν ἀχαριστία τὴν πολλή».

 

Ὅσο μπορεῖτε, νὰ καλλιεργῆτε τὴν εὐλάβεια, τὴν συστολή. Αὐτὸ θὰ βοηθήση νὰ δεχθῆτε τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ. Γιατί, ἅμα ἔχη κανεὶς εὐλάβεια καὶ συστολὴ πνευματική, καὶ εἶναι καὶ ταπεινός, δέχεται τὴν θεία Χάρη. Ἂν δὲν ἔχη εὐλάβεια καὶ ταπείνωση, ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ δὲν τὸν πλησιάζει. Τί λέει ἡ Γραφή; «Ἐπὶ τίνα ἐπιβλέψω, ἀλλ᾿ ἢ ἐπὶ τὸν ταπεινὸν καὶ ἡσύχιον καὶ τρέμοντα τοὺς λόγους μου;» (1).

 

 

1) Βλ. Ἡσ. 66, 2.

 

 

ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ

ΛΟΓΟΙ Β'- ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΑΦΥΠΝΙΣΗ