ΠΑΤΕΡΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ |
|
ΓΕΡΩΝ
ΠΑΪΣΙΟΣ |
ΕΓΙΝΑΝ ΚΑΙ ΟΙ ΚΑΡΔΙΕΣ ΣΙΔΕΡΕΝΙΕΣ
Ἐπειδή οἱ ἀνθρώπινες εὐκολίες ξεπέρασαν τὰ ὅρια, ἔγιναν δυσκολίες. Πλήθυναν οἱ μηχανές, πλήθυνε ὁ περισπασμός, ἔκαναν καὶ τὸν ἄνθρωπο μηχανή, καὶ τώρα οἱ μηχανές καὶ τὰ σίδερα κάνουν κουμάντο καὶ τὸν ἄνθρωπο. Γι' αὐτὸ ἔγιναν καὶ οἱ καρδιές τῶν ἀνθρώπων σιδερένιες. Μὲ ὅλα αὐτὰ τὰ μέσα ποὺ ὑπάρχουν, δὲν καλλιεργεῖται ἡ συνείδηση τῶν ἀνθρώπων. Παλιότερα οἱ ἄνθρωποι δούλευαν μὲ τὰ ζῶα καὶ ἦταν σπλαγχνικοί. Ἄν φόρτωνες τὸ ζῶο λίγο περισσότερο καὶ τὸ κακόμοιρο γονάτιζε, τὸ λυπόσουν. Ἄν ἦταν νηστικό καὶ κοίταζε μὲ παράπονο, σοῦ ράγιζε τὴν καρδιά. Θυμᾶμαι, ὅταν ἀρρώσταινε ἡ ἀγελάδα μας, ὑποφέραμε καὶ ἐμεῖς, γιατί τὴν θεωρούσαμε μέλος τῆς οἰκογενείας μας. Σήμερα οἱ ἄνθρωποι ἔχουν τὰ σίδερα καὶ ἔχουν καρδιές σιδερένιες. Ἔσπασε ἕνα σίδερο; ὀξυγονοκόλληση. Χάλασε τὸ αὐτοκίνητο; τὸ πάνε στὸ γκαράζ. Ἄν δὲν γίνεται, τὸ πετᾶνε, δὲν τὸ πονᾶνε. Σοῦ λέει: «Σίδερο εἶναι!». Δὲν δουλεύει καθόλου ἡ καρδιά. Ἔτσι ὅμως καλλιεργεῖται ἡ φιλαυτία, ὁ ἐγωισμός.
Δὲν σκέφτεται τὸν ἄλλον σήμερα ὁ ἄνθρωπος. Παλιά, ἄν ἔμενε τὸ φαγητό γιὰ τὴν ἄλλη μέρα, θὰ χαλοῦσε, καὶ σκέφτονταν οἱ ἄνθρωποι καὶ κανέναν φτωχό. «Προκειμένου νὰ χαλάση, ἔλεγαν, ἄς τὸ δώσω στὸν φτωχό». Ἕνας ποὺ εἶχε πνευματική κατάσταση ἔλεγε: «Νὰ φάη πρῶτα ὁ φτωχός καὶ ὕστερα ἐγώ». Τώρα τὸ βάζουν στὸ ψυγεῖο καὶ δὲν θυμοῦνται τὸν ἄλλον ποὺ ἔχει ἀνάγκη. Θυμᾶμαι, ὅταν εἴχαμε καλή σοδειά ἀπὸ λαχανικά κ.λπ., δίναμε καὶ στούς γείτονές μας, τὰ μοιράζαμε. Τί νὰ τὰ κάναμε τόσα; Ἔπειτα θὰ χαλοῦσαν κιόλας. Τώρα ἔχουν τὰ ψυγεῖα. «Γιατί νὰ δώσουμε στούς ἄλλους; σοῦ λέει. Τὰ βάζουμε στὸ ψυγεῖο καὶ τάχουμε γιὰ μας». Ἄφησε ποὺ τόννους ὁλόκληρους πετοῦν ἤ θάβουν στὴν χωματερή καὶ ἑκατομμύρια ἄνθρωποι ἀλλοῦ πεινοῦν.
|
ΠΑΛΑΒΩΣΑΝ ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΜΕ ΤΙΣ ΜΗΧΑΝΕΣ
Δὲν ἔχουν τελειωμό τὰ σύγχρονα μέσα. Τρέχουν πιὸ πολύ ἀπὸ τὸν νοῦ τοῦ ἀνθρώπου, γιατί βοηθάει καὶ ὁ διάβολος. Παλιά οἱ ἄνθρωποι ποὺ δὲν εἶχαν αὐτὰ τὰ μέσα, τηλέφωνα, φάξ, μηχανήματα ἕνα σωρό , εἶχαν τὴν γαλήνη του, τὴν ἁπλότητά τους.
Τώρα παλάβωσαν οἱ ἄνθρωποι μὲ τὶς μηχανές! Βασανίζονται ἀπὸ τὶς πολλές εὐκολίες, τούς πνίγει τὸ ἄγχος. Θυμᾶμαι, οἱ Βεδουΐνοι, τότε ποὺ ἤμουν στὸ Σινά (1), πόσο χαρούμενοι ἦταν. Εἶχαν μία σκηνή καὶ ζοῦσαν ἁπλά. Δὲν μποροῦσαν νὰ ζήσουν στὴν Ἀλεξάνδρεια ἤ στὸ Κάιρο, ἀναπαύονταν στὴν ἐρημιά μέσα στὶς σκηνές. Λίγο τσάι ἄν εἶχαν, ἦταν ὅλο χαρὰ καὶ δοξολογοῦσαν τὸν Θεό. Ἀλλά τώρα μὲ τὸν πολιτισμό ἄρχισαν καὶ αὐτοί νὰ ξεχνοῦν τὸν Θεό. Μπῆκαν καὶ αὐτοί στὸ εὐρωπαϊκό πνεῦμα! Τούς ἐφτίαξαν οἱ Ἑβραῖοι πρῶτα καλύβια. Μετά τούς πούλησαν ὅλα τὰ παλιά αὐτοκίνητά του Ἰσραήλ (2). Ἔ, τούς Ἑβραίους! Κάθε Βεδουΐνος εἶναι τώρα μὲ ἕνα καλύβι καὶ ἕνα χαλασμένο αὐτοκίνητο ἀπ' ἔξω, καὶ ἔχουν καὶ ἄγχος. Χαλάει τὸ αὐτοκίνητο, νὰ παιδεύωνται νὰ τὸ φτιάξουν... Καὶ ἄν ἐξετάση κανείς, τί βγάζουν ἀπὸ ὅλα αὐτά; Ἴσα-ἴσα ἔχουν πονοκέφαλο.
Παλιά ἐφτίαχναν τουλάχιστον γερά πράγματα καὶ κρατοῦσαν. Τώρα δίνεις τοῦ κόσμου τὰ χρήματα νὰ πάρης κάτι καὶ ἀμέσως χαλάει. Ὅποτε τὰ ἐργοστὰσια δωσ' τοῦ βγάζουν νέα πράγματα καὶ μαζεύουν τὰ χρήματα τοῦ κόσμου. Σκοτώνονται στὴν δουλειά οἱ ἄλλοι, γιὰ νὰ τὰ βγάλουν πέρα. Τὰ μηχανήματα εἶναι ἐπιστήμη τῶν Εὐρωπαίων ποὺ ἀσχολοῦνται μὲ τὰ κατσαβίδια. Πρῶτα φτιάχνουν, ἄς ὑποθέσουμε, ἕνα καπάκι, μετά τὸ κάνουν βιδωτό, μετά μὲ κουμπί, πιὸ τέλειο, πιὸ τέλειο... Συνέχεια δηλαδή νέα μηχανήματα τελειότερα καὶ ὁ καημένος ὁ κόσμος ζητάει νὰ πάρη τὸ τελειότερο. Δὲν προλαβαίνουν νὰ ξεχρεώσουν τὸ πρῶτο, παίρνουν δεύτερο καὶ εἶναι χρεωμένοι καὶ κουρασμένοι. Πάει καὶ ὁ φτωχός νὰ πάρη ἕνα αὐτοκίνητο ἀπὸ τὰ πιὸ φθηνά. Πουλάει ὅ,τι ἔχει, τὰ βόδια, τὰ ἄλογα – σὲ λίγο, ὅπως πᾶνε, θὰ βάζουν τὰ γαϊδουράκια στὴν βιτρίνα καὶ θὰ πληρώνουν, γιὰ νὰ βλέπουν γαϊδουράκια! – καὶ ἀγοράζει τὸ αὐτοκίνητο. Μετά τοῦ χαλάει. «Δὲν ὑπάρχουν ἀνταλλακτικά», τοῦ λένε. Ἀναγκάζεται ὁ καημένος νὰ πάρη ἄλλο. Νὰ πάρη ὅμως τέλειο δὲν μπορεῖ. Θὰ πάρη καλύτερο ἀπὸ τὸ προηγούμενο καὶ ἐκεῖνο θὰ πάη στὴν ἄκρη κ.ο.κ. Θέλει προσοχή! Νὰ μήν μποῦμε καὶ ἐμεῖς σ' αὐτὸ τὸ κανάλι, ἄλλη μόδα πιὸ τελειοποιημένη.
1)
1962 – 1964 2) Τὸ Σινά, ποὺ τώρα ἀνήκει στὴν Αἴγυπτο, τότε ἄνηκε στὸ Ἰσραήλ.
|
ΕΧΕΙ ΠΑΘΕΙ ΜΕΓΑΛΗ ΖΗΜΙΑ Ο ΚΟΣΜΟΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ
Μόνον τὸν ἑαυτό τους δὲν βλέπουν οἱ ἄνθρωποι, ὅλο τὸν κόσμο τὸν βλέπουν. Τώρα καταστρέφεται ὁ κόσμος ἀπὸ τὸ μυαλό του. Δὲν εἶναι ὅτι τούς καταστρέφει ὁ Θεός. Ἦρθε κάποιος καὶ μοῦ ἔλεγε: «Ἡ τηλεόραση, Πάτερ, εἶναι καλή». «Καλά εἶναι τὰ αὐγά, τοῦ λέω, ἅμα τὰ ἀνακατέψης ὅμως μὲ κουτσουλιά, ἄχρηστα γίνονται». Ἔτσι γίνεται καὶ μὲ τὴν τηλεόραση καὶ τὸ ραδιόφωνο. Σήμερα, ἄν ἀνοίξης τὸ ραδιόφωνο, γιὰ νὰ ἀκούσης μία εἴδηση, πρέπει νὰ ἀνεχθῆς νὰ ἀκούσης καὶ ἕνα τραγούδι, γιατί, μόλις τελειώση ἕνα τραγούδι, θὰ πῆ μία εἴδηση. Παλιά δὲν ἦταν ἔτσι. Ἤξερες τί ὥρα θὰ ἔλεγε τὴν εἴδηση στὸ ραδιόφωνο, τάκ, ἄνοιγες καὶ ἄκουγες. Τώρα εἶσαι ὑποχρεωμένος νὰ ἀκούσης καὶ τὸ τραγούδι, γιατί ἄν τὸ κλείσης, θὰ χάσης τὴν εἴδηση.
Ἔχει πάθει μεγάλη ζημιά ὁ κόσμος ἀπὸ τὴν τηλεόραση, ἰδίως τὰ παιδάκια καταστρέφονται. Ἦρθε ἕνα παιδάκι ἑπτά χρονῶν μὲ τὸν πατέρα του στὸ Καλύβι. Ἔβλεπα νὰ μιλάη μὲ τὸ στόμα τοῦ τὸ δαιμόνιό της τηλεοράσεως, ὅπως μιλάει τὸ δαιμόνιο μὲ τὸ στόμα τῶν δαιμονισμένων. Ἦταν σάν ἕνα μωρό νὰ γεννήθηκε μὲ δόντια. Σήμερα συχνά δὲν βλέπεις φυσιολογικά παιδιά, εἶναι τέρατα. Καὶ βλέπεις, δὲν παίρνουν μία στροφή παραπάνω, ἀλλὰ αὐτὸ ποὺ ἔχουν ἀκούσει, αὐτὸ ποὺ ἔχουν δεῖ, αὐτὸ ἐπαναλαμβάνουν. Ἔτσι θέλουν οἱ ἄλλοι νὰ ἀποβλακώσουν τὸν κόσμο μὲ τὴν τηλεόραση. Δηλαδή, αὐτὰ ποὺ ἀκοῦν οἱ ἄνθρωποι, αὐτὰ νὰ πιστεύουν, αὐτὰ νὰ κάνουν.
Νὰ δώσουν στὰ παιδιά νὰ καταλάβουν ὅτι μὲ τὴν τηλεόραση ἀποβλακώνονται, δὲν μποροῦν νὰ σκέφτωνται. Ἄς ἀφήσουμε ὅτι χαλοῦν τὰ μάτια τους. Αὐτή ἡ τηλεόραση εἶναι ἔργο τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ ὑπάρχει καὶ ἄλλη τηλεόραση, ἡ πνευματική. Ὅταν δηλαδή μὲ τὴν ἀπέκδυση τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου καθαρίζωνται καὶ τὰ μάτια τῆς ψυχῆς, τότε βλέπει ὁ ἄνθρωπος πιὸ μακριά χωρίς μηχανές. Εἴπανε στὰ παιδιά τούς γι' αὐτή τὴν τηλεόραση; Νὰ καταλάβουν τὴν πνευματική τηλεόραση, γιατί μὲ αὐτὰ τὰ κουτιά θὰ χαζέψουν. Οἱ Πρωτόπλαστοι εἶχαν τὸ διορατικό χάρισμα. Αὐτὸ χάθηκε μετά τὴν πτώση. Ὅταν διατηρήσουν τὰ παιδιά τὴν Χάρη τοῦ Ἁγίου Βαπτίσματος, θὰ ἔχουν καὶ διορατικό χάρισμα, πνευματική τηλεόραση. Θέλει προσοχή, δουλειά πνευματική. Οἱ μανάδες σήμερα χάνονται μὲ χαμένα πράγματα καὶ μετά: «Τί νὰ κάνω, Πάτερ; Χάνω τὸ παιδί μου!».
|
Ο ΜΟΝΑΧΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΣΥΓΧΡΟΝΑ ΜΕΣΑ
(Ο μοναχός) νὰ κοιτάξη νὰ ἔχη πάντα λίγο κατώτερο ἀπὸ αὐτὸ ποὺ χρησιμοποιεῖ ὁ κόσμος. Ἐμένα μὲ ἀναπαύει νὰ χρησιμοποιῶ τὰ ξύλα γιὰ ζέστη, γιὰ μαγείρευμα καὶ γιὰ ἐργόχειρο. Ὅταν ὅμως ἔτσι ποὺ πᾶνε μὲ τὸ ἐμπόριο τῶν δασῶν μᾶς ἐξαφανίσουν τὰ ξύλα καὶ θὰ εἶναι δυσεύρετα, τότε θὰ χρησιμοποιήσω τὸ κατώτερο ποὺ θὰ χρησιμοποιῆ ὁ κόσμος, σόμπα πετρελαίου ἤ δὲν ξέρω τί ἄλλο θὰ εἶναι φθηνό καὶ ταπεινό γιὰ θέρμανση, γκαζιέρα γιὰ τὸ ἐργόχειρο κ.λπ.
Σάν μοναχοί θὰ πρέπη νὰ ζήσουμε τουλάχιστον λίγο κατώτερα ἀπ' ὅ,τι στὸν κόσμο ἤ τουλάχιστον ὅπως ζούσαμε στὸν κόσμο. Ὄχι νὰ ἔχω καλύτερα πράγματα ἀπὸ αὐτὰ ποὺ εἶχα στὸ σπίτι μου. Τὸ Μοναστήρι κανονικά πρέπει νὰ εἶναι πιὸ φτωχό ἀπὸ τὸ σπίτι μου. Αὐτὸ βοηθάει ἐσωτερικά τὸν μοναχό καὶ βοηθάει καὶ τὸν κόσμο. Τὰ ἔχει κανονίσει ἔτσι ὁ Θεός, νὰ μή βρίσκουν ἀνάπαυση σ' αὐτὰ τὰ πράγματα οἱ ἄνθρωποι. Ἄν τούς λαϊκούς τους βασανίζη αὐτή ἡ ἐξέλιξη ἡ κοσμική, πόσο μᾶλλον τὸν μοναχό! Ἄν βρισκόμουν σ' ἕνα πλούσιο σπίτι καὶ μοῦ ἔλεγε ὁ νοικοκύρης, «ποῦ θέλεις νὰ σὲ φιλοξενήσω, γιὰ νὰ εὐχαριστηθῆς, στὸ σαλόνι μὲ τὰ ἐπίσημα ἔπιπλα ἤ σ' ἕναν σταῦλο ποῦ ἔχω μὲ κάνα-δυὸ κατσίκες;», εἰλικρινά σᾶς λέω, ἐκεῖ στὸν σταῦλο μὲ τὰ κατσίκια θὰ ἐνίωθα μεγαλύτερη ἀνάπαυση. Γιατί, ὅταν ξεκίνησα γιὰ καλόγερος, δὲν ἔφυγα ἀπὸ τὸν κόσμο, γιὰ νὰ βρῶ καλύτερο σπίτι, νὰ βρῶ παλάτι. Ξεκίνησα γιὰ κάτι χειρότερο ἀπὸ αὐτὸ ποὺ εἶχα. Ἀλλιῶς δὲν κάνω τίποτε γιὰ τὸν Χριστό. Ἀλλά ἡ σημερινή λογική εἶναι αὐτή: «Καλά, θὰ μοῦ ποῦν, ἄν μείνης σὲ ἕνα παλάτι, σὲ τί θὰ βλάψη τὴν ψυχή σου; Ἐκεῖ στὸν στὰυλο θὰ μυρίζη ἄσχημα, ἐνῶ στὸ παλάτι θὰ ἔχη καὶ μία εὐωδία, θὰ μπορῆς νὰ κάνης καὶ καμμιά μετανοια». Πρέπει νὰ ὑπάρχη αἰσθητήριο πνευματικό. Βλέπεις, στὴν πυξίδα ἔχει καὶ τὸ ἕνα βέλος μαγνήτη καὶ τὸ ἄλλο μαγνήτη καὶ γυρίζει. Ὁ Χριστός ἔχει μαγνήτη, ἀλλὰ πρέπει κι ἐμεῖς νὰ πάρουμε λίγο μαγνήτη, γιὰ νὰ γυρίζουμε πρὸς τὸν Χριστό.
Παλιά τί δυσκολίες ὑπῆρχαν στὰ Κοινόβια! Θυμᾶμαι, στὴν κουζίνα εἶχαν ἕνα καζάνι μεγάλο καὶ εἶχαν τὴν μανέλλα, γιὰ νὰ τὸ σηκώνουν. Μὲ τὰ ξύλα ἀναβαν φωτιά, γιὰ νὰ μαγειρέψουν. Πότε δυνατή φωτιά, πότε σιγανή, κολλοῦσαν τὰ φαγητά. Ὅταν κολλοῦσαν τὰ ψάρια, εἶχαν μία ἀτσαλόσκουπα, γιὰ νὰ τὰ ξεκολλοῦν. Ἄντε νὰ μαζεύουμε μετά τὴν στὰχτη ἀπὸ τὴν φωτιά, νὰ τὴν βάζουμε σ' ἕνα πιθάρι ποὺ εἶχε μία τρύπα ἀπὸ κάτω, νὰ ρίχνουμε νερό νὰ κατασταλάξη ἡ ἀλισίβα, γιὰ νὰ πλύνουμε τὰ πιάτα. Τὰ χέρια γίνονταν χάλια. Καὶ τὸ νερό τὸ ἀνεβάζαμε μὲ τὸ μαγγάνι στὸ ἀρχονταρίκι. Μερικά πράγματα ποὺ γίνονται σήμερα στὰ Μοναστήρια, δὲν δικαιολογοῦνται. Εἶδα σ' ἕνα Μοναστήρι νὰ κόβουν τὸ ψωμί μὲ μηχανή. Δὲν ταιριάζει! Νὰ εἶναι ἕνας ἄρρωστος ἤ φιλάσθενος, ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ κόψη τὸ ψωμί μὲ τὸ μαχαίρι, καὶ εἶναι ἀνάγκη νὰ τὸ κόψη, γιατί δὲν ὑπάρχει ἄλλος, τότε ἐκεῖνος, τέλος πάντων, δικαιολογεῖται. Ἀλλά νὰ βλέπης τώρα ἕναν γεροδεμένο νὰ κόβη τὸ ψωμί μὲ τὴν ρόδα! Αὐτός μπορεῖ νὰ δουλέψη κομπρεσέρ καὶ παίρνει τὴν ρόδα, γιὰ νὰ κόψη τὸ ψωμί, καὶ τὸ θεωρεῖ κατόρθωμα!
Κοιτάξτε στὰ πνευματικά νὰ προπορεύεσθε. Μή χαίρεσθε μ' αὐτὰ τὰ πράγματα, μηχανές, εὐκολίες κ.λπ. Ἄν φύγη ἀπὸ τὸν Μοναχισμό τὸ πνεῦμα τῆς ἀσκήσεως, δὲν ἔχει νόημα μετά ἡ μοναχική ζωή. Ἄν βάζουμε τὴν εὐκολία πάνω ἀπὸ τὴν καλογερική, δὲν θὰ κάνουμε προκοπή. Ὁ μοναχός ἀποφεύγει τὶς εὐκολίες, γιατί δὲν τὸν βοηθᾶνε πνευματικά. Στὴν κοσμική ζωή δυσκολεύονται οἱ ἄνθρωποι ἀπὸ τὶς εὐκολίες τὶς πολλές. Στὸν μοναχό, ἀκόμη καὶ ἄν ἔβρισκε σ' αὐτὰ ἀνάπαυση, δὲν ταιριάζει ἡ εὐκολία. Νὰ μή ζητοῦμε ἀνέσεις. Τὴν ἐποχή ποὺ ἔζησε ὁ Μέγας Ἀρσένιος δὲν ὑπῆρχαν οὔτε λούξ οὔτε τίποτε ἄλλο, ὑπῆρχαν ἐπίσημοι φανοί στὰ ἀνάκτορα μὲ λάδι πολύ λεπτό. Δὲν μποροῦσε νὰ φέρη ἕναν τέτοιο φανό στὴν ἔρημο; Ἀλλά δὲν τὸ ἔκανε. Εἶχε ἕνα φιτίλι ἤ βαμβάκι καὶ λάδι ἀπ' αὐτὰ τὰ σπορέλαια, ὅ,τι εἶχαν τότε, καὶ αὐτὸ χρησιμοποιοῦσε (1).
Στὸ διακόνημα πολλές φορές δικαιολογοῦμε τὸν ἑαυτό μας νὰ ἔχουμε μηχανές ἤ διάφορες ἄλλες εὐκολίες, γιὰ νὰ γίνη γρήγορα ἡ δουλειά καὶ νὰ ἀξιοποιηθῆ δῆθεν ὁ χρόνος μας στὰ πνευματικά, καὶ τελικά ζοῦμε πολυμέριμνη ζωή, μὲ ἄγχος, σάν κοσμικοί καὶ ὄχι σάν καλόγεροι. Ὅταν πῆγαν σ' ἕνα Μοναστήρι μερικοί νέοι μοναχοί, τὸ πρῶτο πράγμα ποὺ ἔκαναν, ἦταν νὰ πάρουν ταχυβραστῆρες, γιὰ νὰ ἔχουν χρόνο νὰ κάνουν πνευματικά, καὶ μετά κάθονταν μὲ τὶς ὧρες καὶ κουβεντίαζαν. Δὲν εἶναι δηλαδή ὅτι τὶς εὐκολίες θὰ τὶς χρησιμοποιήσουν, γιὰ νὰ κερδίσουν χρόνο καὶ νὰ τὸν ἀξιοποιήσουν στὰ πνευματικά. Σήμερα μὲ τὶς εὐκολίες κερδίζουν χρόνο, καὶ χρόνο γιὰ προσευχή δὲν ἔχουν.
Ἄς διαβάσουν τὸν βίο τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου. Ἄχ, εἶχαν φθάσει τούς ὀκτακόσιους, τούς χίλιους οἱ μοναχοί, καὶ πόσος κόσμος πήγαινε γιὰ βοήθεια! Πόσοι φτωχοί, νηστικοί πήγαιναν νὰ φᾶνε ψωμί, νὰ φιλοξενηθοῦν στὴν Λαύρα! Γιὰ νὰ τὰ βγάλη πέρα ὁ Ἅγιος εἶχε πάρει δυὸ βόδια γιὰ τὸν μύλο ἄς πάρουν καὶ αὐτοί σήμερα βόδια! Ἀναγκάσθηκε νὰ κάνη φοῦρνο, σύγχρονο γιὰ τὴν ἐποχή του, γιὰ νὰ δίνη ψωμί στούς ἀνθρώπους. Οἱ βυζαντινοί αὐτοκράτορες τὰ Μοναστήρια τὰ εἶχαν προικίσει μὲ περιουσίες, γιατί ἦταν σάν Φιλανθρωπικά Ἱδρύματα. Τὰ Μοναστήρια τὰ ἐφτίαχναν, γιὰ νὰ βοηθιέται πνευματικά καὶ ὑλικά ὁ κόσμος. Γι' αὐτὸ ἔδιναν δωρεές οἱ αὐτοκράτορες.
Πρέπει νὰ καταλάβουμε ὅτι ὅλα θὰ χαθοῦν καὶ θὰ παρουσιασθοῦμε μπροστὰ στὸν Θεό χρεωμένοι, ἐμεῖς κανονικά οἱ μοναχοί ἔπρεπε νὰ ἔχουμε ὄχι αὐτὰ ποὺ πετᾶνε οἱ σημερινοί ἄνθρωποι, ἀλλὰ ἐκεῖνα τὰ ἄχρηστα ποὺ πετοῦσαν τὴν παλιά ἐποχή οἱ πλούσιοι στούς λάκκους. Δύο πράγματα νὰ θυμάστε, πρῶτα ὅτι θὰ πεθάνουμε, ὕστερα ὅτι ἴσως πεθάνουμε ὄχι μὲ φυσιολογικό θάνατο, καὶ πρέπει νὰ εἶστε ἕτοιμες νὰ πεθάνετε μὲ ἀφύσικο θάνατο. Ἄν θυμάστε αὐτὰ τὰ δύο, ὅλα θὰ πᾶνε καλά καὶ ἀπὸ πνευματική πλευρά καὶ ἀπὸ κάθε ἄλλη πλευρά. Ὅλα μετά βρίσκουν τὸν δρόμο τους.
1) Ὁ Ἅγιος Ἀρσένιος ὁ Μέγας (354) καταγόταν ἀπὸ τὴν Ρώμη. Ἦταν μέγας κατὰ τὴν σοφία καὶ τὴν ἀρετή. Ὀνομαζόταν «πατήρ Βασιλέων», γιατί ὁ αὐτοκράτορας Θεοδόσιος τοῦ ἀνέθεσε τὴν μόρφωση τῶν δύο παιδιῶν του. Τὸ 394 μετά ἀπὸ θεία πληροφορία ἀναχωρεῖ γιὰ τὴν ἔρημό της Αἰγύπτου. Ἄν καὶ εἶχε ζήσει στὰ ἀνάκτορα, διακρίθηκε ὡς μοναχός γιὰ τὴν μεγάλη αὐστηρότητα καὶ τὴν σκληραγωγία του.
|
Η ΣΤΕΡΗΣΗ ΠΟΛΥ ΒΟΗΘΑΕΙ
Οἱ εὐκολίες στὴν ἐποχή μᾶς ἔχουν ἀποβλακώσει τὸν κόσμο. Αὐτή ἡ μαλθακότητα σήμερα ἔχει φέρει καὶ τὶς πολλές ἀρρώστιες. Παλιά τί τραβοῦσαν γιὰ νὰ ἁλωνίσουν! Τί κόπος, ἀλλὰ καὶ τί γλυκό ἦταν τὸ ψωμί! Ποῦ νὰ ἔβλεπες ψωμί πεταμένο! Ἄν εὕρισκες κανένα κομματάκι, τὸ μάζευες καὶ τὸ ἀσπαζόσουν. Ὅσοι πέρασαν Κατοχή βλέπουν ἕνα κομμάτι ψωμί καὶ τὸ βάζουν στὴν ἄκρη, ἐνῶ οἱ ἄλλοι τὸ πετοῦν, δὲν καταλαβαίνουν τὴν ἀξία του. Πετᾶνε κομμάτια ψωμί στὰ σκουπίδια, δὲν τὸ ἐκτιμοῦν. Οὔτε ἕνα «δόξα σοί ὁ Θεός» δὲν λένε οἱ περισσότεροι γιὰ τὶς εὐλογίες ποὺ δίνει ὁ Θεός. Σήμερα ὅλα γίνονται μὲ ἄνεση.
Ἡ στέρηση πολύ βοηθάει. Ὅταν στεροῦνται κάτι οἱ ἄνθρωποι, τότε μποροῦν νὰ ἀναγνωρίσουν τὴν ἀξία του. Ὅσοι στεροῦνται μὲ ἐπίγνωση, μὲ διάκριση, μὲ ταπείνωση, γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, αἰσθάνονται τὴν πνευματική χαρά. Ἄν π.χ. κάποιος πῆ, «δὲν θὰ πιῶ νερό σήμερα, γιατί ὁ τάδε εἶναι ἄρρωστος, Θεέ μου, δὲν μπορῶ νὰ κάνω τίποτε περισσότερο» καὶ τὸ κάνη, ὁ Θεὸς θὰ τὸν ποτίση ὄχι μὲ νερό ἀλλὰ μὲ λεμονάδα πνευματική, μὲ θεϊκή παρηγοριά. Οἱ ταλαιπωρημένοι, μία παραμικρή βοήθεια νὰ τούς προσφέρη κανείς, ἔχουν πολλή εὐγνωμοσύνη. Ἕνα ἀρχοντόπουλο καλομαθημένο, ὅλα τὰ χατήρια νὰ τοῦ κάνουν οἱ γονεῖς του, τίποτε δὲν τὸ εὐχαριστεῖ. Μπορεῖ νὰ τὰ ἔχη ὅλα καὶ βασανισμένο νὰ εἶναι. Τὰ κάνει ὅλα γυαλιά-καρφιά. Ἐνῶ μερικά παιδάκια, τὰ καημένα, γιὰ τὴν παραμικρή βοήθεια αἰσθάνονται μεγάλη εὐγνωμοσύνη. Ἄν ἕνας φίλος βρεθῆ νὰ τούς βάλη τὰ ναῦλα γιὰ τὸ Ἅγιον Ὅρος, πόσο εὐγνωμονοῦν καὶ αὐτόν καὶ τὸν Χριστό! Ἀκοῦς πολλά πλουσιόπαιδα νὰ λένε: «Τάχουμε ὅλα, γιατί νὰ τάχουμε ὅλα;». Γκρινιάζουν, γιατί καλοπερνοῦν, ἀντί νὰ εὐγνωμονοῦν τὸν Θεό καὶ νὰ βοηθοῦν καὶ κανέναν φτωχό! Αὐτή εἶναι ἡ μεγαλύτερη ἀχαριστία! Νιώθουν κενό, γιατί δὲν τούς λείπει τίποτε ἀπὸ τὰ ὑλικά. Τὰ βάζουν καὶ μὲ τούς γονεῖς, γιατί τούς τὰ ἔχουν ὅλα ἕτοιμα, καὶ φεύγουν ἀπὸ τὸ σπίτι καὶ γυρίζουν μὲ ἕνα γυλιό στὴν πλάτη. Καὶ οἱ γονεῖς νὰ τὰ δίνουν χρήματα, νὰ τούς πάρουν τηλέφωνο, γιὰ νὰ μήν ἀνησυχοῦν, καὶ ἐκεῖνα νὰ ἀδιαφοροῦν. Καὶ τελικά καταλήγουν οἱ γονεῖς νὰ τὰ ψάχνουν. Ἕνα παλληκάρι τὰ εἶχε ὅλα, ἀλλὰ δὲν ἦταν εὐχαριστημένο μὲ τίποτε. Ἔφυγε κρυφά ἀπὸ τὸ σπίτι καὶ κοιμόταν μέσα στὰ τραῖνα, γιὰ νὰ ταλαιπωρηθῆ. Καὶ ἦταν καὶ ἀπὸ καλή οἰκογένεια! Ἐνῶ, ἄν εἶχε μία δουλειά καὶ ζοῦσε μὲ τὸν ἱδρώτα του, θὰ εἶχε νόημα ὁ κόπος του καὶ θὰ ἦταν ἀναπαυμένο καὶ θὰ δοξολογοῦσε τὸν Θεό.
Σήμερα οἱ πιὸ πολλοί δὲν στεροῦνται, γι' αὐτὸ δὲν ἔχουν φιλότιμο. Ἄν δὲν κοπιάζη κανείς, δὲν μπορεῖ νὰ ἐκτιμήση καὶ τὸν κόπο τῶν ἄλλων. Τί νόημα ἔχει λ.χ. νὰ ζητᾶς ἐπάγγελμα ἄνετο, νὰ βγάζης χρήματα καὶ μετά νὰ ζητᾶς ταλαιπωρία; Οἱ Σουηδοί, ποὺ παίρνουν γιὰ ὅλα ἐπίδομα ἀπὸ τὸ κράτος καὶ δὲν κοπιάζουν, γυρίζουν στούς δρόμους. Κοπιάζουν γιὰ τὸν ἀέρα, νιώθουν ἄγχος, γιατί ἔχουν ἐκτροχιασθῆ πνευματικά, ὅπως οἱ ρόδες πού, ὅταν βγοῦν ἀπὸ τὸν ἄξονα, τρέχουν στὸν δρόμο χωρίς σκοπό καὶ καταλήγουν στὸν γκρεμό.
|
ΟΙ ΠΟΛΛΕΣ ΕΥΚΟΛΙΕΣ ΑΧΡΗΣΤΕΥΟΥΝ ΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟ
Ὁ κόσμος κοιτάζει τὴν ὀμορφιά σήμερα καὶ ἔτσι ξεγελιέται, μὲ τὴν ὀμορφιά. Τούς Εὐρωπαίους (1) τούς βοηθάει αὐτό, συνέχεια μὲ τὰ κατσαβίδια φτιάχνουν ὄμορφα, καινούργια πράγματα, δῆθεν πιὸ πρακτικά, γιὰ νὰ μήν κουνοῦν τὰ χέρια τούς οἱ ἄνθρωποι. Παλιά μὲ τὰ μέσα ποὺ χρησιμοποιοῦσαν στὴν ἐργασία τούς οἱ ἄνθρωποι, δυνάμωναν. Τώρα μὲ τὰ μέσα ποὺ χρησιμοποιοῦν, χρειάζεται νὰ κάνουν μετά φυσιοθεραπεία, μασάζ. Οἱ γιατροί ἐξασκοῦνται στὸ μασάζ τώρα! Βλέπεις σήμερα μαραγκούς μὲ κάτι κοιλιές! Ποῦ νὰ εὕρισκες παλιά μαραγκό μὲ κοιλιά! Γιατί μὲ τὴν πλάνη ποῦ πήγαινε πέρα-δώθε κοιλιές θὰ ἔμεναν;
Οἱ πολλές εὐκολίες, ὅταν ξεπερνοῦν τὰ ὅρια, τὸν ἀχρηστεύουν τὸν ἄνθρωπο καὶ τεμπελιάζει. Ἐνῶ μπορεῖ νὰ γυρίση κάτι μὲ τὸ χέρι, σοῦ λέει: «Ὄχι, καλύτερα νὰ πατήσω ἕνα κουμπί καὶ νὰ γυρίση μόνο τού»! Ὅταν συνηθίζη κανεὶς μὲ τὸ εὔκολο, θέλει ὅλο εὔκολα μετά. Σήμερα οἱ ἄνθρωποι θέλουν νὰ δουλεύουν λίγο καὶ νὰ πληρώνονται πολύ. Ἄν γίνεται νὰ μή δουλεύουν καὶ καθόλου, ἀκόμη καλύτερα! Αὐτὸ τὸ πνεῦμα ἔχει προχωρήσει καὶ στὴν πνευματική ζωή, θέλουμε νὰ ἁγιάσουμε δίχως κόπο. Καὶ οἱ περισσότεροι ποὺ εἶναι εὐαίσθητοι στὴν ὑγεία εἶναι ἀπὸ τὴν καλοπέραση. Ἄν γίνη ἕνας πόλεμος, ἔτσι ὅπως εἶναι καλομαθημένοι οἱ ἄνθρωποι, πῶς θὰ ἀντέξουν; παλιά τουλάχιστον ἦταν καὶ σκληραγωγημένος ὁ κόσμος, ἀκόμη καὶ τὰ παιδιά, καὶ ἄντεξαν. Τώρα θέλουν βιταμίνες B, C, D καὶ... μερσεντές, γιὰ νὰ ζήσουν! Βλέπεις, καὶ ἕνα ἀτροφικό παιδί, ἄν ἐργασθῆ, δυναμώνουν τὰ μπράτσα του. Πολλοί γονεῖς ἔρχονται καὶ μοῦ λένε: «Εἶναι παράλυτο τὸ παιδί μού», ἐνῶ στὴν πραγματικότητα ἔχει μία εὐαισθησία στὰ πόδια. Ἐκεῖνοι τὸ ταΐζουν, αὐτὸ κάθεται, τὸ ταΐζουν, κάθεται. Ὅσο κάθεται, τόσο τὰ πόδια γίνονται πιὸ ἀτροφικά καὶ μετά καταλήγει στὸ καροτσάκι: «Κάνε προσευχή, μοῦ λένε, τὸ παιδί μου εἶναι παραλυτο». Τώρα ποιός εἶναι παράλυτος, τὸ παιδί ἤ οἱ γονεῖς; Τούς λέω νὰ τὰ δίνουν τροφές ποὺ δὲν παχαίνουν, νὰ τὰ βάζουν νὰ περπατοῦν λίγο. Μετά πέφτει τὸ βάρος καὶ κινοῦνται σιγά-σιγὰ πιὸ φυσιολογικά, μέχρι ποὺ παίζουν καὶ ποδόσφαιρο! Ὁ Θεὸς θὰ βοηθήση τὰ πραγματικά παράλυτα παιδιά, ποὺ δὲν βοηθιοῦνται ἀνθρωπίνως. Ἕνα παιδάκι στὴν Κόνιτσα, πολύ ἀνάποδο, εἶχε καή ἀπὸ βόμβα. Τὸ ποδαράκι τοῦ εἶχε μαζευτῆ καὶ δὲν μποροῦσε νὰ τὸ τεντώση. Ἐπειδή ὅμως δὲν ἡσύχαζε καὶ ἀπὸ τὴν ζωηράδα τοῦ τὸ κουνοῦσε συνέχεια, τέντωσαν τὰ νεῦρα καὶ ἔγινε καλά. Πῆγε καὶ ἀντάρτης στὸν Ζέρβα! Καὶ ἐγώ, ὅταν πιάστηκε τὸ πόδι μου ἀπὸ ἰσχιαλγία, ἔκανα τὰ κομποσχοίνια περπατώντας καὶ δυνάμωσε. Ἡ κίνηση πολλές φορές βοηθάει. Ἄν ἀρρωστήσω δυὸ-τρεῖς μέρες καὶ δὲν μπορῶ νὰ κινηθῶ, λέω: «Βοήθησε μὲ, Θεέ μου, λίγο μόνο νὰ σηκωθῶ, νὰ κινηθῶ, καὶ ὕστερα θὰ τὰ βολέψω... Θὰ πάω νὰ κόψω ξύλα». Γιατί, ἄν παραμείνω ξαπλωμένος, θὰ γίνω χειρότερα. Γι' αὐτό, μόλις βρῶ λίγο κουράγιο, καὶ νὰ εἶναι ἀκόμη κρυωμένος, ζορίζομαι καὶ σηκώνομαι νὰ κόψω κανένα ξύλο. Ντύνομαι γερά, ἱδρώνω, καὶ φεύγει τὸ κρύωμα. Ξέρω, φυσικά, ὅτι μὲ τὴν ξάπλα εἶναι πιὸ ἀναπαυτικά, ἀλλὰ ζορίζω τὸν ἑαυτό μου καὶ σηκώνομαι, καὶ φεύγουν ὅλα. Νά, βλέπω, ὅταν ἔχω κόσμο καὶ κάθωμαι στὸ κούτσουρο, πιάνομαι. Μπορῶ νὰ πάρω ἕνα στρωσιδάκι καὶ νὰ βάλω – ἀλλὰ ποῦ νὰ βρεῖς μετά γιὰ ὅλους. Γι' αὐτὸ ὕστερ κάνω μία ὥρα κομποσχοίνι τὴν νύχτα περπατώντας. Καὶ ἐπειδή ἔχω πρόβλημα κάτω στὰ πόδια ποὺ κατεβαίνει τὸ αἷμα, μετά τεντώνω καὶ λίγο τὰ πόδια μου. Ἄν ἀφήσω τὸν ἑαυτό μου ἔτσι, πρέπει νὰ μὲ ὑπηρετοῦν. Ἐνῶ τώρα ὑπηρετῶ τὸν κόσμο. Καταλάβατε; Γι' αὐτὸ ὁ ἄνθρωπος νὰ μήν χαίρεται τὸ ξάπλωμα, γιατί δὲν βοηθάει.
ἐκεῖ κοντά στὸ Καλύβι μου εἶναι ἕνας Κύπριος μοναχός, ὁ Γερό-Ἰωσήφ ἀπὸ τὴν Καρπασία. Εἶναι ἑκατόν ἔξι χρονῶν (2) καὶ ἐξυπηρετεῖται ἀκόμη μόνος του. Ποῦ στὸν κόσμο σήμερα! Μερικοί συνταξιοῦχοι δὲν μποροῦν νὰ περπατήσουν. Ἀδυνατίζουν τὰ πόδια τους, παχαίνουν κιόλας ἀπὸ τὸ καθισιό καὶ ἀχρηστεύονται. Ἐνῶ, ἄν ἔκαναν κάτι, πολύ θὰ βοηθιόνταν. Τὸν Γερό-Ἰωσήφ τὸν πῆραν στὴν Μονή Βατοπεδίου. Τὸν ἔπλυναν, τὸν ἔλουσαν, τὸν περιποιήθηκαν, ἀλλὰ ἐκεῖνος τούς εἶπε: «Μόλις ἦρθα ἐδῶ, ἀρρώστησα. Ἐσεῖς μ' ἀρρωστήσατε. Νὰ μὲ πάτε στὸ Καλύβι μου νὰ πεθάνω». Ἀναγκάσθηκαν καὶ τὸν πῆγαν πίσω. Πῆγα μία μέρα νὰ τὸν δῶ. «Τι γίνεται; τοῦ λέω. Ἔμαθα πῆγες στὸ Μοναστήρι». «Ναί, πῆγα, μοῦ λέει. Μὲ πῆραν μὲ τὸ αὐτοκίνητο, μὲ πῆγαν κάτω, μ' ἔλουσαν, μὲ καθάρισαν, μὲ περιποιήθηκαν, ἀλλὰ ἐγώ ἀρρώστησα. «Νὰ μὲ πάτε πίσω», τούς εἶπα. Μόλις ἔφθασα ἐδῶ, ἔγινα καλά!». Δὲν βλέπει καὶ πλέκει κομποσχοίνια. Μία φορά ποὺ τοῦ ἔστειλα λίγο φιδέ, εἶπε: «Τί, γιὰ χτικιάρικο μὲ πέρασε ὁ Γερό-Παΐσιος καὶ μοῦ στέλνει φιδέ;». Τρώει φασόλια, ρεβίθια, κουκιά. Ἔχει τέτοια ὑγεία! Παλληκάρι εἶναι! Μὲ δύο μπαστούνια περπατάει καὶ πηγαίνει καὶ μαζεύει χόρτα μὲ δυὸ μπαστούνια. Σπέρνει κοκκάρι, κουβαλάει νερό νὰ πλύνη τὰ ροῦχα του, τὸ κεφάλι του. Νὰ διαβάση μετά τὴν Ἀκολουθία του, τὰ Ψαλτήρια, νὰ κάνη τὸν κανόνα του, τὴν εὐχή. Νὰ δῆτε, πῆρε μάστορες νὰ τοῦ φτιάξουν τὴν σκεπή καὶ πῆγε μὲ τὰ δυὸ μπαστούνια νὰ ἀνεβῆ στὴν σκάλα νὰ δή τί κάνουν. «Κατέβα κάτω!», τοῦ λένε. «Όχι, θ' ἀνέβω, τούς λέει, νὰ δῶ πῶς τὰ φτιάχνετε»! Πολύ ταλαιπωρεῖται. Ξέρετε ὅμως τί χαρὰ νιώθει! Φτερουγίζει ἡ καρδιά του! Τὰ ροῦχα τοῦ οἱ Πατέρες τὰ παίρνουν κρυφά νὰ τὰ πλύνουν. Τὸν ρώτησα μία φορά: «Ἔ, τί κάνεις μὲ τὰ ροῦχα;». «Μοῦ τὰ παίρνουν, μοῦ λέει, πολλές φορές, ἔτσι κρυφά μου τὰ παίρνουν. Τὰ πλένω καὶ 'γω, βάζω ἐκεῖ αὐτὰ τὰ «κλίνια» (3), τὰ ἀφήνω λίγες μέρες στὴν σκάφη καὶ καθαρίζουν»! Βλέπεις μία ἐμπιστοσύνη στὸν Θεό, καὶ οἱ ἄλλοι νὰ τὰ ἔχουν ὅλα καὶ νὰ ἔχουν καὶ τὴν φοβία κ.λπ. Μὲ τὴν περιποίηση αὐτός ἀρρώστησε, μὲ τὴν ἐγκατάλειψη ἔγινε καλά. Ἡ καλοπέραση δὲν βοηθάει. Ἡ ἄνεση δὲν εἶναι γιὰ τὸν μοναχό. Εἶναι ἀτιμία στὴν ἔρημο. Μπορεῖ νὰ εἶσαι καλομαθημένος, ὅμως πρέπει νὰ σκληραγωγηθῆς, ἄν εἶσαι ὑγιής, διαφορετικά δὲν εἶσαι μοναχός.
1) Ὁ Γέροντας, ὅταν ἀναφέρεται στούς Εὐρωπαίους καὶ στὴν Δύση, δὲν ὑποτιμᾶ τούς λαούς αὐτούς, ἀλλὰ θέλει νὰ χτυπήση τὸ ὀρθολογιστικό καὶ ἀθεϊστικό πνεῦμα. 2) Τὸν Νοέμβριο τοῦ 1990. 3) Ἐννοεῖ τὸ ἀπορρυπαντικό «ΚΛΙΝ».
ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ ΛΟΓΟΙ Α'- ΜΕ ΠΟΝΟ ΚΑΙ ΑΓΑΠΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΑΝΘΡΩΠΟ
|