ΠΑΤΕΡΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ

 

ΟΣΙΟΣ ΠΑΪΣΙΟΣ Ο ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ

ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΑΦΥΠΝΙΣΗ

  

Η ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΥΒΡΙΣΤΩΝ

 

– Γέροντα, στὴν Ἁγία Γραφὴ λέει ὅτι ἡ βλασφημία κατὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος δὲν συγχωρεῖται[1]. Ποιά εἶναι ἡ βλασφημία αὐτή;

 – Βλασφημία κατὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος γενικὰ εἶναι ἡ περιφρόνηση στὰ θεῖα, ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἔχη, ἐννοεῖται, τὰ λογικά του. Τότε εἶναι καὶ ἔνοχος. Π.χ. ἕναν ποὺ μοῦ εἶπε «ἄντε κι ἐσὺ καὶ οἱ θεοί σου...», τοῦ ἔδωσα μιὰ σπρωξιὰ καὶ τὸν τίναξα πέρα, γιατὶ αὐτὸ ἦταν βλασφημία. Ἢ περνᾶνε δύο ἔξω ἀπὸ μία Ἐκκλησία. Ὁ ἕνας κάνει τὸν σταυρό του καὶ λέει καὶ στὸν ἄλλο «κάνε, εὐλογημένε, κι ἐσὺ τὸν σταυρό σου...» καὶ αὐτὸς ἀντιδρᾶ: «Ἄντε κι ἐσὺ ποὺ θὰ κάνω τὸν σταυρό μου!». Αὐτὴ ἡ περιφρόνηση εἶναι βλασφημία. Ἀδύνατον ἑπομένως σὲ ἕναν εὐλαβῆ ἄνθρωπο νὰ ὑπάρχη βλασφημία. Ἀλλὰ καὶ ἡ ἀναίδεια εἶναι βλασφημία κατὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὁ ἀναιδὴς διαστρέφει ἢ καταπατάει λ.χ. μιὰ εὐαγγελικὴ ἀλήθεια, γιὰ νὰ δικαιολογήση τὴν πτώση του. Δὲν σέβεται τὴν ἀλήθεια, τὴν πραγματικότητα, ἀλλὰ τὴν τσαλακώνει ἐν γνώσει του· τσαλαπατάει ἕνα ἱερὸ πράγμα. Καὶ αὐτὸ σιγὰ-σιγὰ γίνεται πλέον κατάσταση. Στὴν συνέχεια ἀπομακρύνεται ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ καὶ ὁ ἄνθρωπος δέχεται ἐπιδράσεις δαιμονικές. Καὶ ἂν δὲν μετανοήση, τί ἐξέλιξη θὰ ἔχη... Θεὸς φυλάξοι! Ὅταν ὅμως ἕνας θυμώση καὶ βλασφημήση ἀκόμη καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, αὐτὴ ἡ βλασφημία δὲν εἶναι ἀσυγχώρητη, γιατὶ ὁ ἄνθρωπος δὲν πιστεύει τὴν βρισιὰ ποὺ εἶπε, ἀλλὰ τὴν εἶπε, ἐπειδὴ ἐκείνη τὴν στιγμή, πάνω στὸν θυμό του, ἔχασε τὸν ἔλεγχο τοῦ ἑαυτοῦ του, καὶ ἀμέσως μετανοιώνει. Ὁ ἀναιδὴς ὅμως δικαιολογεῖ τὸ ψέμα, γιὰ νὰ δικαιολογήση τὴν πτώση του. Ὅποιος δικαιολογεῖ τὴν πτώση του, δικαιολογεῖ τὸν διάβολο.

 

 – Γέροντα, πῶς δικαιολογεῖ τὴν πτώση του;

 – Μπορεῖ νὰ θυμηθῆ κάτι ποὺ λέχθηκε πρὶν ἀπὸ δέκα χρόνια γιὰ ἄλλη περίπτωση καὶ νὰ τὸ παρουσιάση σὰν παράδειγμα, γιὰ νὰ δικαιολογήση τὸν ἑαυτό του. Οὔτε ὁ διάβολος, ὁ μεγαλύτερος δικηγόρος, δὲν θὰ μποροῦσε νὰ σκεφθῆ κάτι τέτοιο ἐκείνη τὴν ὥρα.

 

 – Καὶ πῶς νιώθει αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος;

 – Πῶς νιώθει; Δὲν ἔχει ἀνάπαυση ποτέ. Ἐδῶ καὶ δίκαιο νὰ ἔχη κανείς, ὅταν πάη νὰ δικαιώση τὸν ἑαυτό του, πάλι ἀνάπαυση δὲν ἔχει, πόσο μᾶλλον νὰ μὴν ἔχη δίκαιο καὶ νὰ δικαιολογῆ τὴν πτώση του μὲ ἀναιδέστατο τρόπο. Γι' αὐτό, ὅσο μποροῦμε, νὰ προσέχουμε τὴν ἀναίδεια καὶ τὴν περιφρόνηση ὄχι μόνον πρὸς τὰ θεῖα ἀλλὰ καὶ πρὸς τὸν πλησίον μας, διότι εἶναι εἰκόνα Θεοῦ. Οἱ ἀναιδεῖς ἄνθρωποι βρίσκονται στὸ πρῶτο στάδιο τῆς βλασφημίας κατὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἐκεῖνοι ποὺ περιφρονοῦν τὰ θεῖα βρίσκονται στὸ δεύτερο, καὶ στὸ τρίτο βρίσκεται ὁ διάβολος.

 

 – Γέροντα, ὅταν μιλοῦν κατὰ τῆς Ἐκκλησίας ἢ κατὰ τοῦ Μοναχισμοῦ κ.λπ., τί πρέπει νὰ κάνη κανείς;

 – Κατ᾿ ἀρχάς, ἂν κάποιος μιλάη ἄσχημα λ.χ. γιὰ σένα ὡς ἄτομο, δὲν πειράζει. Νὰ σκεφθῆς: «Τὸν Χριστό, ποὺ ἦταν Χριστός, Τὸν ἔβριζαν, καὶ δὲν μιλοῦσε· ἐμένα ποὺ εἶμαι ἁμαρτωλὸς τί μοῦ ἀξίζει;». Ἂν ἔρχονταν νὰ βρίσουν ἐμένα ὡς ἄτομο, δὲν θὰ μὲ πείραζε καθόλου. Ἀλλά, ὅταν μὲ βρίζουν ὡς μοναχό, βρίζουν καὶ ὅλο τὸν θεσμὸ τοῦ Μοναχισμοῦ, γιατὶ ὡς μοναχὸς δὲν εἶμαι ἀνεξάρτητος, καὶ πρέπει νὰ μιλήσω. Σὲ τέτοιες περιπτώσεις πρέπει κανεὶς νὰ τοὺς ἀφήση λίγο νὰ ξεσπάσουν καὶ ὕστερα νὰ τοὺς πῆ δυὸ κουβέντες. Κάποτε στὸ λεωφορεῖο μιὰ γυναίκα ἔβριζε τοὺς παπάδες. Τὴν ἄφησα νὰ ξεσπάση καί, ὅταν σταμάτησε, τῆς εἶπα: «Ἔχουμε ἀπαιτήσεις ἀπὸ τοὺς παπάδες, ἀλλὰ καὶ αὐτοὺς δὲν τοὺς ἔρριξε ὁ Θεὸς μὲ τὰ ἀλεξίπτωτα. Εἶναι ἄνθρωποι καὶ ἔχουν ἀνθρώπινες ἀδυναμίες. Μπορεῖς ὅμως νὰ μοῦ πῆς, μιὰ μητέρα σὰν ἐσένα βαμμένη, μὲ κάτι νύχια σὰν τὸ γεράκι, τί παιδὶ θὰ γεννήση καὶ πῶς θὰ τὸ ἀναθρέψη; Καὶ παπᾶς καὶ καλόγερος νὰ γίνη, πῶς θὰ εἶναι;». Θυμᾶμαι, μιὰ ἄλλη φορά, ὅταν ταξίδευα μὲ τὸ λεωφορεῖο ἀπὸ τὴν Ἀθήνα γιὰ τὰ Γιάννενα, ἦταν ἕνας ποὺ δὲν σταμάτησε σὲ ὅλο τὸν δρόμο νὰ κατηγορῆ ἕναν μητροπολίτη ποὺ εἶχε δημιουργήσει τότε κάτι προβλήματα. Τοῦ εἶπα κανα–δυὸ κουβέντες καὶ μετὰ ἔκανα εὐχή. Ἐκεῖνος συνέχιζε. Ὅταν φθάσαμε στὰ Γιάννενα καὶ κατεβήκαμε, τὸν πῆρα λίγο παράμερα καὶ τοῦ λέω: «Μὲ γνωρίζεις ποιός εἶμαι;». «Ὄχι», μοῦ λέει. «Πῶς τότε κάθεσαι καὶ λὲς τέτοια πράγματα; Ἐγὼ μπορεῖ νὰ εἶμαι πολὺ χειρότερος ἀπὸ τὸν τάδε ποὺ βρίζεις, μπορεῖ ὅμως νὰ εἶμαι καὶ ἕνας ἅγιος. Πῶς κάθεσαι ἐσὺ καὶ λὲς μπροστά μου πράγματα ποὺ δὲν μπορῶ νὰ φαντασθῶ ὅτι τὰ κάνουν οὔτε καὶ οἱ κοσμικοὶ ἄνθρωποι; Κοίταξε νὰ διορθωθῆς, γιατὶ θὰ φᾶς σκαμπίλι δυνατὸ ἀπὸ τὸν Θεὸ – γιὰ τὸ καλό σου φυσικά». Τὸν εἶδα μετά, ἄρχισε νὰ τρέμη. Ἀλλὰ καὶ οἱ ἄλλοι κατάλαβαν, ὅπως εἶδα ἀπὸ μιὰ ἀναταραχὴ ποὺ δημιουργήθηκε.

Βλέπεις νὰ βρίζουν τὰ ἅγια καὶ ὁ ἄλλος δὲν λέει τίποτε. Σ᾿ αὐτὴν τὴν περίπτωση ἡ πραότητα εἶναι δαιμονική. Μιὰ φορὰ ποὺ ἔβγαινα ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος, συνάντησα στὸ καράβι καὶ ἕναν ποὺ εἶχε φύγει ὁ καημένος  ἀπὸ τὸ Ψυχιατρεῖο καὶ εἶχε ἔρθει στὸ Ὄρος. Φώναζε καὶ ἔβριζε συνέχεια ὅλους τοὺς μεγάλους, τοὺς κυβερνῆτες, τοὺς γιατρούς... «Τόσα χρόνια, ἔλεγε, μὲ τάραξαν στὰ ἠλεκτροσὸκ καὶ στὰ χάπια. Ἐσεῖς περνᾶτε καλά. Ἔχετε τὴν καλοπέρασή σας, τὰ αὐτοκίνητά σας. Ἐμένα ἀπὸ δώδεκα χρονῶν ἡ μάνα μου μ' ἔστειλε σ' ἕνα νησί. Εἴκοσι πέντε χρόνια γυρίζω ἀπὸ τρελλοκομεῖο σὲ τρελλοκομεῖο». Ἔβριζε ὅλα τὰ κόμματα καὶ μετὰ ἄρχισε νὰ βρίζη Χριστὸ καὶ Παναγία. Σηκώνομαι ἐπάνω, «πάψε, τοῦ λέω· δὲν ὑπάρχει καμμιὰ ἀρχὴ ἐδῶ μέσα;». Θίχθηκε, φαίνεται, ὁ συνοδός του – πρέπει νὰ ἦταν χωροφύλακας – καὶ τὸν σύμμασε λίγο. Εἶχε πεῖ ὅλο τὸ πρόβλημά του φωνάζοντας καὶ βρίζοντας. Τὸν πόνεσα. Μετὰ ἦρθε, μοῦ φίλησε τὸ χέρι. Τὸν φίλησα. Εἶχε δίκαιο. Ὅλοι λίγο-πολὺ ἔχουμε τὸ μερίδιό μας. Ἤμουν καὶ ἐγὼ αἰτία ποὺ ἔβριζε ὁ καημένος. Ἂν εἶχα πνευματικὴ κατάσταση, θὰ τὸν εἶχα κάνει καλά.

Πόσο εἶχαν ἀπογοητευθῆ οἱ Φαρασιῶτες, τότε μὲ τὴν Ἀνταλλαγή, ὅταν ἔρχονταν μὲ τὸ καράβι στὴν Ἑλλάδα! Δυὸ ναῦτες μάλωναν καὶ ἔβριζαν τὸν Χριστὸ καὶ τὴν Παναγία. Τοὺς φάνηκε πολὺ βαρύ! Σοῦ λέει: «Ἕλληνες, Χριστιανοί, νὰ βρίζουν τὸν Χριστὸ καὶ τὴν Παναγία!». Τοὺς ἅρπαξαν καὶ τοὺς πέταξαν στὴν θάλασσα. Εὐτυχῶς ἤξεραν κολύμπι καὶ γλύτωσαν. Ἀκόμη καὶ ὅταν βρίζουν κάποιον ἄνθρωπο, πρέπει νὰ τὸν ὑπερασπίσουμε, πόσο μᾶλλον τὸν Χριστό! Ἦρθε ἕνα παιδὶ στὸ Καλύβι ποὺ κούτσαινε, ἀλλὰ λαμποκοποῦσε τὸ προσωπάκι του. Λέω: «Κάτι γίνεται ἐδῶ, γιὰ νὰ λάμπη ἔτσι ἡ θεία Χάρις!». Τὸν ρώτησα «τί κάνεις κ.λπ.» καὶ μοῦ εἶπε τί συνέβη. Κάποιος, ἕνα θηρίο μέχρι ἐκεῖ πάνω, ἔβριζε τὸν Χριστὸ καὶ τὴν Παναγία καὶ τὸ παιδὶ ὅρμησε ἐπάνω του, γιὰ νὰ σταματήση. Ἐκεῖνος τὸ ἔβαλε κάτω, τὸ τσαλαπάτησε, τοῦ σακάτεψε τὰ πόδια, καὶ μετὰ τὸ καημένο κούτσαινε. Ὁμολογητής! Τί τράβηξαν οἱ Ὁμολογητές, οἱ Μάρτυρες!

 

 – Γέροντα, μερικοὶ εὐλαβεῖς νέοι δυσκολεύονται στὸν στρατὸ μὲ αὐτοὺς ποὺ βρίζουν. Τί νὰ κάνουν;

 – Θέλει διάκριση καὶ ὑπομονή. Ὁ Θεὸς θὰ βοηθήση. Ὁ ἀσυρματιστὴς ποὺ ὑπηρετούσαμε μαζὶ στὸν στρατὸ ἦταν ἕνας γιατρὸς ἄπιστος, βλάσφημος. Κάθε μέρα ἐρχόταν   στὴν μονάδα Διοικήσεως, νὰ μοῦ κάνη πλύση ἐγκεφάλου! Μοῦ ἔλεγε τὴν θεωρία τοῦ Δαρβίνου κ.λπ., κάτι πράγματα χαμένα, βλάσφημα τελείως. Μετὰ ὅμως ἀπὸ κάποιο περιστατικὸ κατάλαβε μερικὰ πράγματα. Μιὰ φορὰ ἤμασταν σὲ μιὰ ἐπιχείρηση καὶ εἴχαμε φορτωμένα σὲ ἕνα μεγάλο μουλάρι τὸν ἀσύρματο καὶ τὸ φορεῖο. Σὲ ἕναν κατήφορο, ἐπειδὴ γλιστροῦσε πολύ, ἐγὼ ἔπιανα ἀπὸ τὴν οὐρὰ τὸ ζῶο καὶ ὁ γιατρὸς τραβοῦσε τὸ καπίστρι. Σὲ μιὰ στιγμή, πῶς ἄγγιξε τὸ φορεῖο λίγο τὰ αὐτιὰ τοῦ ζώου, καὶ δίνει μιὰ τὸ ζῶο καὶ μὲ χτυπάει δυνατὰ μὲ τὰ πισινά του πόδια· μὲ πέταξε πέρα. Σὲ λίγο συνῆλθα καὶ εἶδα ὅτι περπατοῦσα! Τὸ μόνο ποὺ θυμόμουν ἦταν ὅτι φώναξα «Παναγία μου!». Τίποτε ἄλλο. Τὰ σημάδια ἀπὸ τὰ πέταλα τοῦ ζώου ἦταν πάνω μου. Ἐδῶ τὸ στῆθος ἦταν ὅλο μαῦρο. Μὲ τόση δύναμη μὲ χτύπησε τὸ ζῶο! Τὰ ἔχασε ὁ γιατρὸς ποὺ μὲ εἶδε νὰ περπατῶ! Συνεχίσαμε τὸν δρόμο μας. Λίγο πιὸ πέρα στραβοπάτησε ὁ γιατρὸς σὲ μιὰ πέτρα, ἔπεσε κάτω καὶ δὲν μποροῦσε νὰ σηκωθῆ νὰ περπατήση. Ἄρχισε νὰ φωνάζη: «Παναγία μου, Χριστέ μου»! Σοῦ λέει: «Τώρα ὅλοι θὰ μὲ ἐγκαταλείψουν· πάει, τί θὰ γίνω; Ποιός θὰ μὲ βοηθήση;». Φοβόταν μὴν τὸν πιάσουν. «Μὴ στενοχωριέσαι, τοῦ λέω, θὰ καθήσω μαζί σου. Ἂν πιάσουν ἐμένα, θὰ πιάσουν κι ἐσένα». Ὁ καημένος μετὰ σκέφθηκε: «Ὁ Ἀρσένιος[2], ἐνῶ τὸν πέταξε πέρα τὸ ζῶο, δὲν ἔπαθε τίποτε, καὶ ἐγὼ λίγο στραβοπάτησα καὶ δὲν μπορῶ νὰ περπατήσω!». Σὲ λίγο σηκώθηκε, ἀλλὰ κούτσαινε καὶ τὸν κρατοῦσα, γιὰ νὰ περπατήση. Οἱ ἄλλοι εἶχαν προχωρήσει. Πῆρε ἕνα μάθημα καὶ συνῆλθε μετά. Κάθε μέρα ἔλεγε κάτι βλασφημίες, καὶ τότε, πάνω στὸν κίνδυνο, φώναζε «Παναγία μου! Παναγία μου!». Τὸν βόλεψε ἡ Παναγία! Ἕνας ἄλλος, μοτοσυκλετιστὴς ἦταν στὸν στρατό, δύο φορὲς εἶχε σπάσει τὸ πόδι του καὶ πάλι συνέχιζε νὰ βρίζη.

 

 – Δὲν τοῦ λέγατε τίποτε, Γέροντα;

– Τί νὰ τοῦ πῶ; Ἐδῶ δὲν τοῦ ἔλεγα τίποτε καὶ ἐκεῖνος ἔβριζε συνεχῶς τὸν Χριστὸ καὶ τὴν Παναγία ἐπίτηδες, γιὰ νὰ μὲ στενοχωρῆ. Μετὰ τὸ κατάλαβα καὶ ἔκανα μόνον εὐχή. Καὶ νὰ δῆτε, ἐνῶ πρῶτα ἔβριζαν καὶ αὐτὸς καὶ οἱ ἄλλοι στὰ καλὰ καθούμενα, ὕστερα, ὅταν δυσκολεύονταν σὲ κάτι καὶ πήγαιναν νὰ βρίσουν, δάγκωναν τὴν γλῶσσα τους! Εἶναι καλύτερα, ἂν ἕνας βρίζη, βλασφημάη κ.λπ. καὶ εἶναι ἀναιδής, νὰ κάνης ὅτι εἶσαι ἀπασχολημένος καὶ δὲν ἀκοῦς καὶ νὰ λὲς τὴν εὐχή. Γιατὶ ἂν καταλάβη ὅτι τὸν παρακολουθεῖς, μπορεῖ νὰ βρίζη συνέχεια, καὶ ἔτσι γίνεσαι αἰτία νὰ δαιμονισθῆ. Ὅταν ὅμως δὲν εἶναι ἀναιδὴς ἀλλὰ εὐσυνείδητος, καὶ βρίζη ἀπὸ κακὴ συνήθεια, μπορεῖς κάτι νὰ τοῦ πῆς. Ἂν πάλι εἶναι εὐσυνείδητος, ἀλλὰ ἔχη πολὺ ἐγωισμό, πρέπει νὰ προσέξης νὰ μὴν τοῦ μιλήσης αὐστηρὰ ἀλλὰ ταπεινά, ὅσο μπορεῖς, καὶ μὲ πόνο. Τί λέει ὁ Ἀββᾶς Ἰσαάκ; «Ἔλεγξον διὰ τῆς δυνάμεως τῶν ἀρετῶν σου τοὺς φιλονεικοῦντας μετὰ σοῦ... καὶ ἀποστόμωσον αὐτοὺς διὰ τῆς πραότητος καὶ τῆς γαλήνης τῶν χειλέων σου. Ἔλεγξον τοὺς μὲν ἀκολάστους διὰ τῆς ἐναρέτου συμπεριφορᾶς σου, τοὺς δὲ ἀναισχύντους κατὰ τὰς αἰσθήσεις διὰ τῆς συστολῆς τῶν ὀμμάτων σου»[3].

 

[1] Βλ. Ματθ. 12, 31.

[2] Τὸ κατὰ κόσμον ὄνομα τοῦ Γέροντα.

[3] Ἀββᾶ Ἰσαὰκ τοῦ Σύρου, Οἱ Ἀσκητικοὶ Λόγοι, Λόγος ΚΓ´, ἔκδ. «Ἀστήρ», Ἀθήνα 1961, σ. 82–83.