ΠΑΤΕΡΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ

 

ΟΣΙΟΣ ΠΑΪΣΙΟΣ Ο ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ

Η ΑΜΑΡΤΙΑ ΦΕΡΝΕΙ ΤΙΣ ΣΥΜΦΟΡΕΣ

  

Ἡ ἁμαρτία φέρνει τὶς συμφορές

 

– Ἔρριξες φάρμακο γιὰ τὶς κάμπιες;

– Ἔρριξα, Γέροντα.

– Τόσες καλόγριες οὔτε μία κάμπια δὲν μπορεῖτε νὰ σκοτώσετε! Στὴν Κατοχή, ὅταν εἶχε πέσει ἀκρίδα, εἶχαν βγάλει ἐδῶ στὴν Χαλκιδική τὴν Ἁγία Ζώνη ἀπὸ τὴν Μονή Βατοπεδίου καὶ ἡ ἀκρίδα ἔπεφτε σύννεφα-σύννεφα στὴν θάλασσα. Στὴν Ἤπειρο, θυμᾶμαι, ἦταν σάν τὸ χιόνι. Κάναμε ὅλοι προσωπική ἐργασία, μὲ τὰ σεντόνια τὴν μαζεύαμε καὶ μετά τὴν πετούσαμε. Ἦταν καὶ ἡ πείνα..., μήν τὰ ρωτᾶς! Τί σιτάρια εἶχαν ξαναδώσει, ἀλλὰ εἶχαν σακατευθῆ.

Οἱ ἀκρίδες, οἱ πόλεμοι, ἡ ἀνομβρία, οἱ ἀρρώστιες εἶναι μάστιγα. Ὄχι ὅτι ὁ Θεὸς θέλει νὰ παιδαγωγήση ἔτσι τὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ εἶναι συνέπεια τῆς ἀπομακρύνσεως τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸν Θεό. Ὅλα αὐτὰ  συμβαίνουν, γιατί ξεφεύγει ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὸν Θεό. Ἔρχεται ἡ ὀργή τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ θυμηθῆ ὁ ἄνθρωπος τὸν Θεό καὶ νὰ ζητήση βοήθεια.. δὲν εἶναι ὅτι ὁ Θεὸς τὰ κανονίζει ἔτσι καὶ βγάζει μία διαταγή νὰ ἔρθη κάποια συμφορά στὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ ὁ Θεὸς βλέπει μέχρι ποὺ θὰ φθάση ἡ κακία τῶν ἀνθρώπων καὶ ὅτι δὲν θὰ ἀλλάξουν, καὶ γι' αὐτὸ ἐπιτρέπει νὰ συμβῆ μία συμφορά, γιὰ νὰ συνετισθοῦν. Ὄχι ὅτι τὰ κανόνισε ἔτσι ὁ Θεός.

Στὸν Ἰησοῦ τοῦ Ναυῆ[1] εἶχε πεῖ ὁ Θεὸς νὰ μήν ἐξαφανίσουν μία φυλή, τούς Φιλισταίους, γιατί αὐτή θὰ ἦταν μάστιγα γιὰ τούς Ἑβραίους, ὅταν θὰ ξεχνοῦσαν τὸν Θεό. Ὅταν λοιπόν οἱ Ἑβραῖοι ἀπομακρύνονταν ἀπὸ τὸν Θεό, εἶχε δικαιώματα ὁ διάβο­λος καὶ ἔβαζε τὰ «ξαδέρφιά» του, τούς Φιλισταίους, καὶ ὁρμοῦσαν στούς Ἑβραίους. Ἔ­παιρναν τὰ παιδιά τῶν Ἑβραίων καὶ τὰ χτυποῦσαν πάνω στὴν πέτρα, γιὰ νὰ τὰ σκοτώσουν. Κάποτε ὅμως ποὺ οἱ ἐχθροί ἦρθαν, χωρίς νὰ φταῖνε οἱ Ἰσραηλίτες, πολέμη­σε γι' αὐτούς ὁ Θεός. Ἔρριξε χαλάζι σάν πέτρες[2] καὶ τούς ἐξόντωσε, γιατί τότε οἱ Ἰσραηλίτες δικαιοῦνταν τὴν θεία ἐπέμβαση.

Πόσες ὑποσχέσεις εἶχε δώσει ὁ Θεὸς γιὰ τὸν Ναό τοῦ Σολομῶντος, καὶ ὅμως πόσες φορές κάηκε, ρήμαξε. Ὅταν ξέφευγε ὁ λαός τοῦ Ἰσραήλ, οἱ Προφῆτες φώναζαν-φώναζαν, οἱ Ἰσραηλίτες τίποτε! Ἀνέπαυαν τὸν λογισμό τους: «Ἀφοῦ, ὅταν ἔκτισε ὁ Σολομῶν τὸν Ναό, ἔδωσε τόσες εὐλογίες ὁ Θεὸς καὶ εἶπε ὅτι ἀπὸ ἐδῶ θὰ εὐλογοῦνται καὶ θὰ ἁγιάζωνται ὅλοι οἱ ἄνθρωποι[3], ἄρα θὰ μείνουν ὅλα αὐτά, καὶ τὰ τείχη μας καὶ ὁ Ναός μας. Τέτοια ὑπόσχεση ἔδωσε ὁ Θεός»! Ὁ Θεὸς ἔδωσε τέτοια ὑπόσχεση, ἀλλὰ ἐφόσον καὶ οἱ Ἰσραηλίτες θὰ ζοῦσαν σωστὰ. Εἶχε δώσει Χάρη στὸν Ναό τοῦ Σολομῶ­ντος, ἀλλά, ὅταν οἱ Ἰσραηλίτες δὲν τηροῦσαν τὶς ἐντολές, ἐπέτρεπε καὶ καιγόταν ἤ καταστρεφόταν ὁ Ναός καὶ, ὅταν μετανοοῦσαν, πάλι τὸν ἔχτιζαν. Ὅταν λ.χ. ξέφυγαν ἐπί βασιλέως Σεδεκίου, ἔρχεται ὁ Ναβουχοδονόσορ, βάζει φωτιά στὸν Ναό τοῦ Σολομῶντος, γκρεμίζει καὶ τὰ τείχη, τούς Δὲνει καὶ τούς πηγαίνει στὴν Βαβυλώνα αἰχμάλωτους[4]. Φυσικά, πῆγαν καὶ αὐτοί ποὺ δὲν ἔφταιγαν, ἀλλὰ αὐτοί εἶχαν καθαρό μισθό. Οἱ ἄλλοι ποὺ ἔφταιγαν πολύ, ξόφλησαν. Ὅσοι ἔφταιγαν λίγο καὶ ταλαιπωρή­θηκαν, εἶχαν καὶ λιγάκι μισθό. Ὅταν ἕνας γίνεται αἰτία νὰ ἔρθη ἡ ὀργή τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ ταλαιπωρηθοῦν καὶ ἄλλοι ποὺ δὲν ἔφταιγαν, ἀκόμη καὶ μισθό νὰ ἔχουν, αὐτὸ εἶναι ἐγκληματικό, γιατί οἱ ἄλλοι θὰ κληρονομοῦσαν τὴν Οὐράνια Βασιλεία χωρίς νὰ βασανισθοῦν, ἐνῶ τώρα βασανίζονται.

Πρέπει νὰ ξέρουμε ὅτι οἱ πιστοί ποὺ τηροῦν τὶς ἐντολές τοῦ Θεοῦ δέχονται τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ, καὶ ὁ Θεὸς – πῶς νὰ πῆ κανείς; – εἶναι ὑποχρεωμένος νὰ τούς βοηθάη μέσα σ' αὐτὰ  τὰ δύσκολα χρόνια. Στὴν Ἀμερική εἶχα ἀκούσει πώς παρουσιάσθηκε μία νέα ἀρρώστια[5]. Πολλοί ποὺ ζοῦν μία ἀφύσικη, ἁμαρτωλή ζωή, μολύνονται ἀπὸ αὐτήν καὶ πεθαίνουν. Τώρα ἔμαθα ὅτι παρουσιάσθηκε καὶ ἐδῶ αὐτή ἡ ἀρρώστια. Βλέπετε, δὲν καταστρέφει ὁ Θεὸς τούς ἀνθρώπους, μόνοι τους ἐξαφανίζουν τὸ σόι τους καὶ κατα­στρέφονται. Δὲν εἶναι δηλαδή ὅτι τούς τιμωρεῖ ὁ Θεός, ἀλλὰ τὴν τιμωρία τὴν δημιουρ­γοῦν μόνοι τους μὲ τὴν ἁμαρτωλή ζωή τους. Καὶ βλέπει κανεὶς νὰ ἑξαφανίζωνται ἐκεῖνοι οἱ ἄνθρωποι ποὺ δὲν ἔχει νόημα ἡ ζωή τους.

 

– Γέροντα, γιατί δὲν βρίσκεται τὸ φάρμακο τοῦ καρκίνου; Δὲν ἐπιτρέπει ὁ Θεὸς ἤ οἱ ἄνθρωποι δὲν ἐπικαλοῦνται τὴν θεία βοήθεια;

– Τὸ κακό εἶναι ὅτι καὶ νὰ βρεθῆ τὸ φάρμακο γιὰ τὸν καρκίνο, θὰ βγῆ ἄλλη ἀρρώστια. Ἦταν ἡ φυματίωση, βρῆκαν τὸ φάρμακο γιὰ τὴν φυματίωση, παρουσιάσθηκε τώρα αὐτή. Καὶ ἄν βοηθήση σ' αὐτή, θὰ βγῆ ἄλλη ἀρρώστια. Οἱ ἴδιοι οἱ ἄνθρωποι θὰ γίνουν αἰτία νὰ παρουσιασθῆ κάποια ἄλλη μετά, καὶ δὲν ἔχει τελειωμό!

 

 

Ὅ,τι ἐπιτρέπει ὁ Θεὸς εἶναι φιλάνθρωπο

 

– Γέροντα, γιατί ἐπιτρέπει ὁ Θεὸς νὰ συμβῆ μία συμφορά;

– Ὑπάρχουν πολλές περιπτώσεις. Ἄλλοτε ἐπιτρέπει ὁ Θεὸς κάτι, γιὰ νὰ βγῆ κάτι τὸ καλύτερο, καὶ ἄλλοτε ἐπιτρέπει κάτι γιὰ παιδαγωγία. Ἄλλοι ἀνταμείβονται καὶ ἄλλοι ἐξοφλοῦν, δὲν πάει τίποτε χαμένο. Νὰ ξέρετε πώς ὅ,τι ἐπιτρέπει ὁ Θεός, ἀκόμη καὶ νὰ ἐξοντωθοῦν π.χ. ἄνθρωποι, εἶναι φιλάνθρωπο, γιατί ὁ Θεὸς ἔχει «σπλάγχνα». Ὁ Προ­φήτης Ἠλίας[6] πόσους ἔσφαξε; Τριακόσιους ἱερεῖς τοῦ Βάαλ. Ὅταν τούς εἶπε: «Κά­ντε προσευχή, θὰ κάνω καὶ ἐγώ, καὶ ὅποιου ἡ φωτιά θὰ ἀνάψη ἀπὸ μόνη της, αὐτοῦ ὁ Θεὸς θὰ εἶναι ἀληθινός», ἄρχισαν οἱ εἰρεῖς τοῦ Βάαλ νὰ φωνάζουν: «Ἐπάκουσον, ὁ Θεὸς ἠμῶν, Βάαλ, ἐπάκουσον!». Ἀλλά οὔτε φωνή οὔτε ἀκρόαση. Ὁ Προφήτης Ἠλίας τούς λέει: «Εἶναι ἀπασχολημένος ὁ Θεὸς σας καὶ δὲν σᾶς ἀκούει! Φωνάξτε πιὸ δυνατά!». Ἐκεῖνοι συνέχισαν νὰ φωνάζουν καὶ νὰ ξεσχίζουν, ὅπως συνήθιζαν, τὶς σάρκες τους μὲ μαχαίρια, γιὰ νὰ πονᾶνε, καὶ νὰ φωνάζουν πιὸ δυνατά, γιὰ νὰ τούς ἀκούση ὁ Βάαλ. Ἀφοῦ τελικά δὲν κατόρθωσαν τίποτε, εἶπε ὁ Προφήτης Ἠλίας: «Βρέξτε τὰ δικά μου ξύλα». «Τρισσεύσατε», τούς εἶπε. Ἔρριξαν νερό μία, δυὸ, τρεῖς φορές! Ἀφοῦ ἀπὸ τὸ πολύ νερό εἶχαν γίνει μούσκεμα τὰ ξύλα καὶ ἔτρεχαν ἀπὸ γύρω τὰ νερά. Μόλις προσευ­χή­θηκε ὁ Προφήτης Ἠλίας, ἔπεσε φωτιά ἀπὸ τὸν οὐρανό καὶ κάηκε ὅ,τι εἶχαν στὸ θυσια­στήριο γιὰ νὰ θυσιάσουν, καὶ τὸ ἴδιο τὸ θυσιαστήριο μαζί! Τότε εἶπε: «Πιάστε τούς ἱερεῖς, γιατί παρασύρουν τὸν λαό στὴν εἰδωλολατρία» καὶ τούς ἔσφαξε ὅλους.

Πολλοί λένε: «Καλά, πῶς ἔσφαξε ὁ Προφήτης Ἠλίας τόσους;». Ὁ Θεὸς δὲν εἶναι βάρβαρος οὔτε ὁ Προφήτης ἦταν βάρβαρος. Οἱ ἱερεῖς ὅμως τῶν εἰδώλων εἶχαν πλανήσει ὅλον τὸν κόσμο, ἀφοῦ ἔφθασε ὁ Προφήτης Ἠλίας νὰ πῆ: «Ἔμεινα μόνος μου!». Τόσο πολύ! Ἀλλά καὶ οἱ ἱερεῖς τῶν εἰδώλων περισσότερο ὑπέφεραν ἀπὸ τὰ δικά τους σφαξίματα παρά ἀπὸ τὸ μαχαίρι τοῦ Προφήτη Ἠλία ποὺ ἔδωσε τέλος στὸ μαρτύριό τους. Ὁ πόνος ἀπὸ τὰ δικά τους ξεσχίσματα ἦταν μεγαλύτερος. Γιατί, βλέπεις, ὅ,τι ἐπιτρέπει ὁ Θεὸς εἶναι φιλάνθρωπο, ἐνῶ τὰ σφαξίματα τὰ δικά τους ἦταν ὀδυνηρά.

 

– Γιατί, Γέροντα, στὴν Παλαιά Διαθήκη ἡ τιμωρία τοῦ Θεοῦ ἦταν τόσο ἄμεση;

– Στὴν Παλαιά Διαθήκη ἐκείνη τὴν γλώσσα, ἐκεῖνον τὸν νόμο καταλάβαιναν. Ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς ἦταν καὶ τότε, ἀλλὰ ἐκεῖνος ὁ νόμος ἦταν γιὰ ἐκείνους τούς ἀνθρώπους ποὺ δὲν καταλάβαιναν ἀλλιῶς. Μή σᾶς φαίνεται ἐκεῖνος ὁ νόμος σκληρός καὶ τὸ Εὐαγγέλιο διαφορετικό. Ἦταν ὁ νόμος ποὺ θὰ ὠφελοῦσε ἐκείνη τὴν ἐποχή. Δὲν ἦταν ὁ νόμος ἐκεῖνος βάρβαρος, ἀλλὰ ἡ γενιά ἐκείνη ἦταν βάρβαρη. Οἱ σημερινοί ἄνθρωποι μπορεῖ νὰ κάνουν μεγαλύτερες βαρβαρότητες, ἀλλὰ τουλάχιστον μποροῦν νὰ καταλάβουν. Τώρα ἕνα κανδήλι κουνιέται καὶ πόσο οἱ ἄνθρωποι συγκλονίζονται! Ἐνῶ, βλέπεις, τότε πόσα ἔκανε ὁ Θεός! Ἔδωσε δέκα μάστιγες στὸν ΦαραὬ, γιὰ νὰ βγάλη τούς Ἰσραηλίτες ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο. Κάνει ξηρά τὴν Ἐρυθρά θάλασσα, γιὰ νὰ περάσουν. Τούς δίνει νεφέλη τὴν ἡμέρα, γιὰ νὰ μήν τούς καίη ὁ ἥλιος, στήλη φωτεινή τὴν νύχτα, γιὰ νὰ τούς ὁδηγῆ. Καὶ μετά ἀπὸ τόσα γεγονότα ἔφθασαν στὸ σημεῖο νὰ ζητήσουν γιὰ Θεό ἕνα χρυσό μοσχάρι[7]! Σήμερα οἱ ἄνθρωποι δὲν θὰ ἔλεγαν ποτέ ὅτι ἕνα μοσχάρι θὰ τούς ὁδηγήση στὴν Γῆ τῆς Ἐπαγγελίας.

 

 

Τὸν Θεό τὸν βάζουν σήμερα στὴν ἄκρη

 

Ὁ Καλός Θεὸς μᾶς δίνει πλούσιες τὶς εὐλογίες Του. Νὰ μή δείχνουμε ἀχαριστία καὶ Τὸν παροργίζουμε, γιατί ἔρχεται «ἡ ὀργή τοῦ Θεοῦ ἐπί τούς υἱούς τῆς ἀπειθείας»[8] –μή γένοιτο. Στὴν ἐποχή μας δὲν πέρασαν οἱ ἄνθρωποι οὔτε πολέμους οὔτε πείνα καὶ λένε ὅτι δὲν ἔχουν ἀνάγκη καὶ ἀπὸ τὸν Θεό. Τὰ ἔχουν ὅλα καὶ γι' αὐτὸ δὲν ἐκτιμοῦν τίποτε. Ἄν ὅμως ἔρθη δύσκολος καιρός, πείνα κ.λπ., καὶ δὲν ἔχουν τί νὰ φᾶνε, τότε θὰ ἐκτιμήσουν καὶ τὸ ψωμί καὶ τὴν μαρμελάδα καὶ ὅσα θὰ στερηθοῦν. Ἅμα δὲν δοξάζουμε τὸν Θεό, ἐπιτρέπει ὁ Θεὸς νὰ ἔρθη μία δοκιμασία, γιὰ νὰ ἐκτιμήσουμε τὰ πράγματα. Ἐνῶ, ὅταν τὰ ἐκτιμοῦμε, δὲν ἐπιτρέπει ὁ Θεὸς νὰ συμβῆ τίποτε τὸ κακό.

Παλιότερα ποὺ δὲν ὑπῆρχαν αὐτές οἱ μεγάλες εὐκολίες, καὶ ἡ ἐπιστήμη δὲν εἶχε προχωρήσει τόσο, ἀναγκάζονταν οἱ ἄνθρωποι σὲ ὅλες τὶς δυσκολίες νὰ καταφεύγουν στὸν Θεό, καὶ ὁ Θεὸς βοηθοῦσε. Τώρα, ἐπειδή ἡ ἐπιστήμη προχώρησε, τὸν Θεό Τὸν βά­ζουν στὴν ἄκρη. Πᾶνε χωρίς Θεό σήμερα. Ὑπολογίζουν: «Θὰ κάνουμε τοῦτο, θὰ κάνου­με ἐκεῖνο». Σκέφτονται τὴν πυροσβεστική, σκέφτονται τὶς γεωτρήσεις, τὸ ἕνα, τὸ ἄλλο... Ἀλλά χωρίς Θεό τί θὰ κάνουν οἱ ἄνθρωποι; Ὀργή Θεοῦ θὰ φέρουν. Βλέπεις, ὅταν δὲν βρέχη, δὲν λένε: «Θὰ κάνουμε προσευχή», ἀλλὰ «θὰ κάνουμε γεωτρηση». Καὶ τὸ κακό εἶναι ὅτι μὲ αὐτὰ  τὰ μέσα ποὺ ὑπάρχουν, σιγά-σιγὰ  ὄχι μόνον οἱ ἄπιστοι σκέφτονται ἔτσι, ἀλλὰ ἀκόμη καὶ οἱ πιστοί ἀρχίζουν νὰ ξεχνοῦν τὴν δύναμη τοῦ Θεοῦ. Τὸ καλό εἶ­ναι ποὺ μᾶς ἀνέχεται ὁ Θεός. Ἀλλά τὴν Πρόνοια τοῦ θεοῦ οὔτε καν τὴν καταλαβαίνουν οἱ ἄνθρωποι.

Μία παρέα ἔλεγε: «Δὲν ἔχουμε ἀνάγκη ἀπὸ τὸν Θεό, ἔχουμε γεωτρήσεις». Ἐνῶ τώρα πρέπει νὰ παρακαλέσουμε πιὸ πολύ τὸν Θεό νὰ κάνη διπλό θαῦμα, γιατί ἔχουν ἀλλοιώσει τὴν φύση οἱ ἄνθρωποι μὲ αὐτὰ  ποὺ κάνουν. Παρατηροῦσα τὰ σύννεφα, πή­γαιναν ἀλέ-ρετούρ. Μαζεύονταν ἀπὸ ἐδῶ, πήγαιναν ἐκεῖ, μία πάνω-μία κάτω. Φυ­σάει καὶ τὰ παίρνει ὁ ἀέρας τὰ σύννεφα καὶ ἀντί οἱ ἄνθρωποι νὰ ποῦν, «τώρα πρέπει νὰ κάνη διπλό θαῦμα ὁ Θεός, γιὰ νὰ κρατήση τὰ συννεφα», λένε, «δὲν ἔχουμε ἀνάγκη ἀπὸ τὸν Θεό». Εὐτυχῶς ποὺ ὁ Θεὸς δὲν παίρνει τοῖς μετρητοῖς ὅ,τι λέμε, ἀλλιῶς θὰ μᾶς ἔκανε...

Χτυποῦν σὲ βάθος ἑκατό-ἑκατόν πενήντα μέτρα κάτω γιὰ νερό καὶ δὲν βρίσκουν νερό. Στὸ Ναύπλιο χτύπησαν μέχρι ἑκατόν ὀγδόντα μέτρα κάτω καὶ ἔβγαλαν θαλασ­σινό νερό. Ἄλλοι πάλι εἶπαν τὸν Ἔλενο ποταμό νὰ τὸν πάνε στὴν Ἀθήνα. Δέκα χρόνια θέλουν νὰ τὸν πάνε στὴν Ἀθήνα καὶ τί ἔξοδα! Καὶ πάλι θὰ τελειώση τὸ νερό. Δὲν λένε ἕνα «ἤμαρτον» οἱ ἄνθρωποι. Σὲ ἕνα κουσοχώρι, τώρα[9] μὲ τὴν ἀνομβρία, πῆγε ἕνας πολιτικός καὶ τούς εἶπε ὅτι μὲ ἕνα σύστημα θὰ καθαρίσουν τὰ νερά ἀπὸ τούς βόθρους, γιὰ νὰ ἔχουν νερό νὰ πίνουν. Καὶ τὸ θεώρησαν σπουδαία ἰδέα! Αὐτὸ καὶ μόνο σάν λογισμός δὲν στέκει. Δῆτε ποῦ φθάνουν, νὰ πίνουν – μὲ συγχωρῆτε – τὰ οὖρα τούς οἱ ἄνθρωποι! Νὰ τὸ κάνουν αὐτὸ σὲ μία πόλη ποὺ ἔχουν ξεφύγει οἱ ἄνθρωποι, δικαιο­λογεῖται κάπως, γιατί ἔχουν παρασυρθῆ ἀπὸ τὸ κοσμικό πνεῦμα. Ἀλλά σὲ ἕνα κουτσοχώρι τὸ νὰ τούς βρῆ ἕνας σάν λύση νὰ καθαρίζουν τὰ οὔρα τους καὶ νὰ τὰ πίνουν, νὰ τὸ θεωροῦν σπουδαῖο καὶ νὰ μή στρέφουν λίγο τὸ βλέμμα τους στὸν Θεό, νὰ ποῦν ἕνα «ἤμαρτον», γιὰ νὰ ρίξη ὁ Θεὸς νερό, εἶναι φοβερό!

Καὶ στὸ Ἅγιον Ὅρος πῆγαν ἀπὸ ἕνα Μοναστήρι νὰ φυτέψουν πεῦκα, γιὰ νὰ τὰ ἐκμεταλλευθοῦν μετά καὶ νὰ κάνουν χαρτί! Ξεράθηκαν ὅλα, ἦρθε ἡ τιμωρία ἀπὸ τὸν Θεό. Καλά, βρέ παιδί, χαρτοπετσέτες καὶ χαρτί ὑγείας θὰ βγάζει τὸ Ἅγιον Ὅρος; Καταλάβατε; Ἔκαναν τὸν κόπο τὰ φύτεψαν καὶ ὅσα φύτεψαν –ὀργή Θεοῦ! – ξεράθηκαν ὅλα!

 

– Γέροντα, κατάλαβαν ὅτι δὲν ἦταν σωστό;

– Ἄχ, ποῦ νὰ καταλάβουν! Μετά ἔφεραν μηχανήματα ἀπὸ τὴν Γερμανία, νὰ κάνουν γεώτρηση, νὰ βγάλουν νερό! Χάθηκε καὶ τὸ νερό ποὺ ὑπῆρχε. Βλέπεις, ἅμα φύγη ἡ εὐαισθησία ἡ πνευματική, ποῦ ὁδηγεῖ ἡ ἐμπορική ἀντιμετώπιση; Γι' αὐτὸ σιγά-σιγὰ  χάνεται ἀπὸ τὸν Μοναχισμό αὐτή ἡ εὐλάβεια. Δὲν καταλαβαίνουν ὅτι, ἄν δὲν βρέξη, θὰ χαθοῦν καὶ τὰ νερά ποὺ ὑπάρχουν. Χρησιμοποιοῦν μόνον τὴν λογική, καὶ τὸν Θεό Τὸν βάζουν στὴν ἄκρη.

Ἀναφέρεται στὴν Παλαιά Διαθήκη[10] ὅτι σὲ μία πολιορκία τῆς Σαμαρείας ἀπὸ τούς Σύριους εἶχε τελειώσει καὶ τὸ νερό. Ἔπεσε δυστυχία, ψοφοῦσαν τὰ ζῶα καὶ ἔφθασαν οἱ μητέρες νὰ τρῶνε τὰ παιδιά τους. Πάει ὁ Προφήτης Ἐλλισαιέ στὸν οἰκονόμο τοῦ βασιλιᾶ Ἰωράμ καὶ τοῦ λέει: «Τὰ ζῶα ψόφησαν, οἱ ἄνθρωποι πεθαίνουν ἀπὸ τὴν πείνα, ἀλλὰ ὁ Θεὸς θὰ βοηθήση». Ὁ οἰκονόμος, ποῦ τὰ τακτοποιοῦσε ὅλα μὲ τὴν λο­γική, τοῦ λέει: «Πῶς θὰ βοηθήση; Ἀπὸ τὸν οὐρανό θὰ στείλη ὁ Θεός;». Τότε ὁ Προφήτης τοῦ εἶπε: «Αὔριο ὁ Θεὸς θὰ στείλη βοήθεια, ἀλλὰ ἐσύ δὲν θὰ τὴν χαρής». Καὶ πράγματι τὴν ἑπόμενη μέρα ἔφερε ὁ Θεὸς τέτοιο πανικό στὸ ἐχθρικό στρατόπεδο –ἄκουγαν οἱ ἐχθροί ποδοβολητό ἀλόγων, θόρυβο ἁρμάτων, βούιζαν τὰ αὐτιά τους καὶ νόμιζαν ὅτι ἦραν Αἰγύπτιοι γιὰ ἐνίσχυση – ποὺ τὸ ἔβαλαν στὰ πόδια καὶ ἄφησαν σκηνές, τρόφιμα, ὄπλα, ὅ,τι εἶχαν. Καὶ καθώς ἐπέστρεφαν ἔντρομοι στὴν πατρίδα τους, ἄφηναν στούς δρόμους τὰ ἱμάτια καὶ τὰ πολεμοφόδιά τους. Ἐν τῷ μεταξύ τέσσερις λεπροί Ἰσραηλίτες ποῦ ἦταν ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη, εἶπαν: «Δὲν πᾶμε στὸ ἐχθρικό στρατόπεδο μήπως βροῦμε τίποτε νὰ φᾶμε; Ἔτσι καὶ ἀλλιῶς θὰ πεθάνουμε». Πλησιάζουν μία σκηνή, ἄδεια. Πλησιάζουν ἄλλη, ἄδεια. Πουθενά ἐχθροί! Παίρνουν τρόφιμα, πράγματα, ὁλόκληρα τσουβάλια. Εἰδοποίησαν ὅτι ὀπισθοχώρησαν οἱ ἐχθροί, ἀλλὰ οἱ Ἰσραηλίτες νόμισαν ὅτι εἶναι σχέδιο. «Θα κρύφτηκαν οἱ ἐχθροί, εἶπαν, γιὰ νὰ ἀνοίξουμε τὶς πύλες καὶ νὰ μποῦν μέσα». Τότε ἕνας ἀξιωματικός εἶπε: «Πέντε ζῶα μᾶς ἔμειναν. Δὲν στέλνουμε στρατιῶτες νὰ δοῦν τί συμβαίνει;». Πῆγε κάθε στρατιώτης πρὸς μία κατεύθυνση καὶ, ὅταν ἐπέστρεψαν, εἶπαν: «Οἱ ἐχθροί ἔφυγαν πανικόβλητοι καὶ ἄφησαν ὅ,τι εἴχαν». Τότε ἔτρεξαν ὅλοι οἱ Ἰσραηλίτες νὰ βγοῦν ἀπὸ τὸ κάστρο, γιὰ νὰ πάρουν τρόφιμα κ.λπ. Καὶ καθώς ἔβγαιναν, τσαλαπάτησαν τὸν οἰκονόμο στὴν εἴσοδο τοῦ κάστρου, ποὺ προσπαθοῦσε νὰ ἐπιβάλη τὴν τάξη. Ἔτσι, ὅπως εἶχε πεῖ ὁ Προφήτης Ἐλισαιέ, ὁ οἰκο­νό­μος εἶδε τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ δὲν τὴν χάρηκε. Βλέπετε πῶς ὁ Θεὸς τὰ τακτοποίησε ὅλα;

 

 

Ὁ Θεὸς νὰ λυπηθῆ τὸν κόσμο, νὰ ρίχνη καμμιά βροχή

 

Πῶς τὰ ἔχει οἰκονομήσει ὁ Θεός! Λειώνουν τὰ χιόνια, γεμίζουν οἱ πηγές. Τώρα[11] οὔτε χιόνια οὔτε βροχές. Τί θὰ γίνη; Τί θὰ πιῆ ὁ κόσμος; Ὁ Θεὸς νὰ λυπηθῆ τὸν κόσμο, νὰ μᾶς εὐχπλαχνισθῆ, νὰ ρίχνη καμμιά βροχή, γιατί, ἄν συνεχίσουν οἱ ἀνομβρίες, σιγά-σιγὰ  θὰ ξεραθοῦν καὶ τὰ φύλλα τῶν Δὲνδρων καὶ δὲν θὰ βλέπουμε ὄχι μόνον πράσινη ἐλιά ἀλλὰ οὔτε φύλλο πράσινο. Ὅ,τι κι ἄν σπείρη ὁ ἄνθρωπος, ἄν ὁ Θεὸς δὲν ρίξη ἀπὸ πάνω τὸν ἁγιασμό, τὴν βροχή, τίποτε δὲν γίνεται. Ἡ βροχή εἶναι ἁγιασμός.

Ὁ καημένος ὁ κόσμος, ἔτσι ὅπως ἔμαθε μὲ πολλά νερά, τί θὰ κάνη μὲ τὴν ἔλλειψη τοῦ νεροῦ; Ἐκτός ποὺ ἀπὸ τὴν ἁμαρτία δὲν ρίχνει νερό ὁ Θεός, ἀλλὰ καὶ τόσο νερό ποῦ ξοδεύουν οἱ ἄνθρωποι, πῶς νὰ φθάση; Σκέφτομαι στὶς πόλεις τί θὰ γίνει! Μόνο γιὰ τὸ καζανάκι θέλουν ἕναν τενεκέ νερό. Θὰ γεμίσουν μικρόβια, μετά χολέρα. Θὰ πεθαίνουν καὶ θὰ τούς ἀφήνουν ἄταφούς τους νεκρούς καὶ θὰ ρίχνουν σκόνη γιὰ ἀπολύμανση. Εὐτυχῶς ὁ Καλός Θεὸς ἀκόμη οἰκονομάει λίγο τὸν κόσμο.

Ζοῦμε σὲ χρόνια Ἀποκαλύψεως. Ἡ ξηρασία ποῦ περνοῦμε τόσα χρόνια, ἡ ἀνομ­βρία, τί εἶναι; εἶχε παρουσιασθῆ ποτέ τέτοια ἀνομβρία; Νά, καὶ ἐδῶ στὴν Χαλκι­δική ξεράθηκε ἕνα ποτάμι, ψόφησαν τὰ ψάρια, βρωμοῦσε ὁ τόπος. Στὴν Θεσσαλονίκη ἔχουν πρόβλημα. Τὸ νερό τῆς λίμνης τοῦ Μαραθώνα ἔχει κατεβῆ πολύ καὶ φαίνονται νησά­κια-νησάκια. Ἡ στὰθμη τοῦ Πηνειοῦ κατέβηκε. Ὁ Ἔβρος εἶχε λίγο νερό καὶ οἱ Βούλγα­ροι τὸ ἔφραξαν καὶ ἔχει στερέψει. Ἄν γίνει κάτι, τὰ τάνκς περνοῦν. Καὶ στὴν Κύπρο, ἄν δὲν βρέξη φέτος, θὰ ἔχουν μεγάλο πρόβλημα νεροῦ. Μόνον αὐτά; Τόσα ἄλλα!... Τὰ Δὲνδρα, ἄλλα καίγονται, ἄλλα χαλᾶνε. Οἱ ἄνθρωποι ἀρρωσταίνουν καὶ πεθαίνουν. Ὅταν ὁ κόσμος δὲν μετανοῆ, τί βροχή νὰ ρίξη ὁ Θεός; Ἄν ἔχη κανεὶς ἐμπιστοσύνη στὸν Θεό, ξέρετε τί γίνεται; Μικρό πράγμα εἶναι νὰ ἔχη κανεὶς σύμμαχο τὸν Θεό; Γιὰ τὸν Θεό δὲν ὑπάρχει οὔτε δύσκολο θέμα οὔτε δύσκολη λύση. Ὅλα εἶναι ἁπλά γιὰ τὸν Θεό. Δὲν χρησιμοποιεῖ μεγαλύτερη δύναμη γιὰ τὰ ὑπερφυσικά καὶ μικρότερη γιὰ τὰ φυσικά ἀλλὰ τὴν ἴδια δύναμη γιὰ ὅλα. Τὸ κυριώτερο εἶναι ὁ ἄνθρωπος νὰ γαντζωθῆ στὸν Θεό.

Ἐσεῖς κάνετε προσευχή γιὰ νὰ βρέξη ἤ δὲν σᾶς ἀπασχολεῖ τὸ θέμα; Τώρα εἶναι ἐποχή νὰ ὀργώση ὁ κόσμος, γιὰ νὰ σπείρη. Ἔπρεπε ἤδη νὰ εἶναι σπαρμένα τὰ χωράφια, καὶ ἀκόμη δὲν μποροῦν νὰ τὰ ὀργώσουν. Εἶναι μία δοκιμασία ἀπὸ τὸν Θεό αὐτή ἡ ἀνομβρία. Τὸ ἔργο τοῦ μοναχοῦ αὐτὸ εἶναι, νὰ κάνη προσευχή σὲ τέτοιες περιπτώσεις. Πάντως ἀπὸ σᾶς ἔχω ἕνα παράπονο. Τὴν ἄλλη φορὰ, ἄνω ὁ κόσμος θέριζε τὰ σιτάρια γιὰ σανό, ἐπειδή δὲν ἔβρεξε, ἐσεῖς οὔτε καν τὸ κάνατε θέμα προσευχῆς. Γιατί; Ἐπειδή ἐσεῖς ποτίζατε μὲ τὸ λάστιχο; Λοιπόν, αὐτή θὰ εἶναι τελευταία φορά, ἄλλη φορὰ θὰ πρέπη νὰ πονᾶτε γιὰ τὸν κόσμο. Θὰ μαθαίνετε καὶ θὰ κάνετε προσευχή. Νὰ γράφετε καὶ σ' ἐμένα. Θὰ δώσετε ἐξετάσεις. Ἄν περάσετε, δηλαδή ἄν βρέξη, θὰ σᾶς κάνω συνέ­ταιρους στὴν προσευχή καὶ ὅ,τι θὰ παίρνουμε ἀπὸ τὴν θεία Πρόνοια θὰ τὸ μοιράζουμε...

Ὅταν κάνω προσευχή γιὰ βροχή καὶ βλέπω ἔστω καὶ ἕνα σύννεφο στὸν οὐρανό (ἀκόμη καὶ νὰ μή ρίξη βροχή), δοξάζω τὸν Θεό ποὺ παρουσίασε ἔστω καὶ ἕνα σύννεφο, καὶ μὲ πειράζει ἡ συνείδηση ποὺ ὑπάρχουν μέσα μου πολλά πνευματικά σύννεφα, τὰ ὁποῖα διώχνουν τὰ σύννεφα τοῦ Θεοῦ. Ἄν ταπεινά ζητοῦμε τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ, ὁ Θεὸς θὰ βηθήση. Ἡ προσευχή τοῦ ταπεινοῦ μαζεύει σύννεφα, ὅταν εἶναι ἀνομβρία. Καὶ πάντα νὰ εὐχώμαστε ἡ βροχή ποὺ θὰ ρίξη ὁ Θεὸς νὰ ἔχη καὶ πνευματική ἐνέργεια, νὰ σβήνη τὴν πνευματική πυρκαγιά ποὺ ἔβαλε ὁ κακός διάβολος στὸν κόσμο καὶ καίει ψυχές.

Χάρηκα μερικούς ποὺ ἄκουσα νὰ λένε: «Δὲν εἴμαστε ἄξιοι, ἀλλὰ ὁ Θεὸς πάλι μᾶς λυπήθηκε, ἔρριξε καὶ λίγη βροχή καὶ λίγα χιόνια». Ἄν ἔχουμε τέτοιους ταπεινούς λογι­σμούς, ὁ Θεὸς θὰ στείλη περισσότερα. Τουλάχιστον ἡ ἀναγνώριση εἶναι μετάνοια. Εὐτυ­χῶς ποὺ ὑπάρχει λίγο προζύμι. Νὰ παρακαλᾶτε νὰ στρίψη λίγο μὲ τὸ κατσαβιδάκι ὁ Θεὸς τὸ μυαλό τῶν ἀνθρώπων. Βλέπω μία καλή διάθεση σὲ μερικούς μεγάλους. Καταλαβαίνουν ποῦ πᾶμε.

 

 

Ὁ Θεὸς νὰ δίνη μετάνοια

 

Ὤ, ἄν καταλαβαίναμε τὴν μακροθυμία τοῦ Θεοῦ! Ἑκατό χρόνια χρειάσθηκαν γιὰ νὰ γίνη ἡ Κιβωτός τοῦ Νῶε[12]. Μήπως ὁ Θεὸς δὲν μποροῦσε νὰ κάνη γρήγορα μία Κιβωτό; Ἀλλά ἄφησε τὸν Νῶε νὰ παιδεύεται ἑκατό χρόνια, γιὰ νὰ καταλάβουν καὶ οἱ ἄλλοι καὶ νὰ μετανοήσουν. Ἐκεῖνος ἔλεγε: «Δέστε, θὰ γίνη κατακλυσμός! Μετανοῆ­στε!». Ἐκεῖνοι τὸν κορόιδευαν. «Κλουβιά, ἔλεγαν, φτιάχνει» καὶ εἶχαν τὸν χαβά τους. Καὶ τώρα, σὲ δύο λεπτά μπορεῖ ὁ Θεὸς ὅλον τὸν κόσμο νὰ τὸν συγκλονίση καὶ νὰ τὸν κάνη νὰ ἀλλάξη, νὰ γίνουν ὅλοι πιστοί, σοῦπερ πιστοί! Πῶς; Ἄν γυρίση τὸ κουμπί στὸν σεισμό σιγά-σιγὰ  ἀπὸ τὰ 5 στὰ 6 ρίχτερ... στὰ 7... Στὰ 8, οἱ πολυκατοικίες θὰ πᾶνε σάν τούς μεθυσμένους, θὰ ἀρχίση ἡ μία νὰ χτυπᾶ τὴν ἄλλη. Στὰ 10 ὅλοι θὰ ποῦν: «Ἥ­μαρτον! Σὲ παρακαλοῦμε, σῶσε μας». Μπορεῖ καὶ ὅλοι νὰ ποῦν: «Καλόγεροι θὰ γίνου­με!». Μόλις ὅμως τελειώση ὁ σεισμός, ἐνῶ ἀκόμη θὰ κουνιοῦνται λίγο, λαλᾶ δὲν θὰ πέφτουν, πάλι στὰ μπουζούκια θὰ τρέξουν. Γιατί ἡ ἐπιστροφή τούς αὐτή δὲν θὰ ἔχη πραγματική μετάνοια, ἀλλὰ ἁπλῶς θὰ ποῦν ἔτσι, γιὰ νὰ γλυτώσουν τὸ κακό.

 

– Γέροντα, ὅταν συμβαίνη λ.χ. μία θεομηνία καὶ εἶναι ὀργή Θεοῦ, ἄν προσευ­χηθοῦν οἱ δίκαιοι, δὲν εἰσακούονται;

– Ξέρεις τί γίνεται; Δὲν εἶναι ὅτι ἔχει μετάνοια ὁ κόσμος, ὅποτε εἰσακούονται ἀπὸ τὸν Θεό οἱ δίκαιοι. Ἄλλο εἶναι ὅταν παροργίζουμε τὸν Θεό καὶ τὸ ἀναγνωρίζουμε, τότε λυπᾶται ὁ Θεὸς καὶ μᾶς βοηθάει. Ἀλλά, ὅταν δὲν ἀναγνωρίζη κανεὶς ὅτι παροργίζει τὸν Θεό καὶ συνεχίζη τὸ τυπικό του, τότε πῶς νὰ ἀκούση ὁ Θεὸς τὶς προσευχές τῶν δικαίων; Σφάλλει ὁ ἄνθρωπος; Πρέπει νὰ καταλάβη ὅτι σφάλλει, γιὰ νὰ τὸν συγχωρήση ὁ Θεός. Μετά, βλέπετε, οἱ πνευματικοί ἄνθρωποι, ἄν κάνουν κάποιο σφάλμα, δὲν ἔχουν ἐλαφρυντικά. «Υπέρ τῶν ἡμετέρων ἁμαρτημάτων καὶ τῶν τοῦ λαοῦ ἁγνοημάτων», λέει μία εὐχή[13]. Γιὰ τὸν καημένο τὸν κόσμο τὰ σφάλματα εἶναι «ἀγνοήματα», ἐνῶ γιὰ τούς πνευματικούς ἀνθρώπους εἶναι «ἁμαρτήματα». Γι' αὐτό, ἄν γίνη κάποιο σφάλμα ἀπὸ πνευματικούς ἀνθρώπους, εἶναι βαρύ. Οἱ κοσμικοί ἔχουν ἐλαφρυντικά. Φέτος[14] τὸν Δε­καπενταύγουστο ποὺ ἐπίασε φωτιά στὸ Ἅγιον Ὅρος, ἦταν κάτι φοβερό! Ἔφθασαν ὅλοι οἱ εἰδικοί, ἀλλὰ κανεὶς δὲν μποροῦσε νὰ κάνη τίποτε. Ὅλοι παρακολουθοῦσαν τὴν φωτιά. Καὶ μερικοί ἔλεγαν: «Γιατί ἡ Παναγία δὲν τὴν σβήνει;». Φθάνουμε σὲ σημεῖο νὰ βλασφημοῦμε τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ. Μετά ἀπὸ ἔξι ἡμέρες ἐπίασε πάλι φωτιά σὲ ἄλλο σημεῖο, ἀλλὰ ἐπίασε βροχή καὶ τὴν ἔσβησε ἀμέσως. Δὲν καταλαβαίνουν, πῶς αὐτή ἡ φωτιά ἔσβησε καὶ ἡ ἄλλη δὲν ἔσβηνε;

Ὁρισμένοι, χωρίς νὰ γνωρίζουν τούς πνευματικούς νόμους ποὺ λειτουργοῦν, προσεύχονται μὲ πόνο, ἀλλὰ δὲν εἰσακούονται, γιατί εἶναι πιά ὀργή Θεοῦ. Ὁρισμένοι πάλι δὲν προσεύχονται, δὲν κάνουν οὔτε ἕνα κομποσχοίνι, γιατί συμφωνοῦν μὲ τὴν δικαία ὀργή τοῦ Θεοῦ, ποὺ σκοπό ἔχει νὰ συνετίση τούς ἀνθρώπους. Ὁ Θεὸς νὰ φωτίση περισσότερο ἐμᾶς τούς μοναχούς, γιατί οἱ περισσότεροι εἴμαστε μωρές παρθένες καὶ τὰ λυχνάρια μᾶς ἔχουν νερό μὲ λίγο λάδι στὸ φιτίλι. Οἱ κοσμικοί περιμένουν ἀπὸ ἐμᾶς νὰ τούς φωτίσουμε τὸν δρόμο, γιὰ νὰ μή σκοντάφτουν!

Νὰ παρακαλοῦμε νὰ δίνη ὁ Θεὸς μετάνοια στὸν κόσμο, γιὰ νὰ ἀποφύγουμε τὴν δικαία ὀργή τοῦ Θεοῦ. Ἡ μέλλουσα ὀργή τοῦ Θεοῦ δὲν μπορεῖ ν' ἀντιμετωπισθῆ διαφορετικά παρά μόνο μὲ μετάνοια καὶ τήρηση τῶν ἐντολῶν Του.

 


[1]. Βλ. Ἰ. Ναυῆ 13, 1-2 καὶ Κρίτ. 3, 1-4.

[2]. Βλ. Ἰ. Ναυῆ 10, 11.

[3]. Γ΄ Βασ. 9, 1-9

[4]. Βλ. Δ' Βασ. 24 κ.ε.

[5]. Ὁ Γέροντας ἐννοεῖ τὸ ἔιτζ. (Εἰπώθηκε τὸν Νοέμβριο τοῦ 1984).

[6].

[7]. Βλ. Ἐξ. 32, 1-6.

[8]. Ἐφ. 5, 6.

[9]. Εἰπώθηκε τὸν Νοέμβριο τοῦ 1990.

[10]. Βλ. Δ' Βασ. 7

[11]. Εἰπώθηκε τὸν Νοέμβριο τοῦ 1990, ποὺ εἶχε μεγάλη ξηρασία.

[12]. Βλ. Γέν. 5, 32 κ.ἑ.

[13]. Θεία Λειτουργία τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, εὐχή τῆς Προσκομιδῆς.

[14]. Εἰπώθηκε τὸν Νοέμβριο τοῦ 1990.