ΠΑΤΕΡΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ

 

ΓΕΡΩΝ ΠΑΪΣΙΟΣ
Η ΑΔΙΚΙΑ ΕΙΝΑΙ ΜΕΓΑΛΗ ΑΜΑΡΤΙΑ

  

Η ΑΔΙΚΙΑ ΜΑΖΕΥΕΙ ΟΡΓΗ ΘΕΟΥ

 

Μεγάλη ὑπόθεση νὰ ἔχη ὁ ἄνθρωπος τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ! Πλοῦτος εἶναι! Ὅ,τι ἔχει εὐλογία, στέκει, δὲν γκρεμίζεται. Ὅ,τι δὲν ἔχει εὐλογία, δὲν στέκει. Ἡ ἀδικία εἶναι μεγάλη ἁμαρτία. Ὅλες οἱ ἁμαρτίες ἔχουν ἐλαφρυντικά, ἡ ἀδικία δὲν ἔχει, μαζεύει ὀργή Θεοῦ. Φοβερό! Αὐτοί ποὺ ἀδικοῦν, βάζουν φωτιά στὸ κεφάλι τους. Ἀπὸ τὴν μία μεριά βλέπεις νὰ κάνουν μία ἀδικία καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη νὰ πεθαίνουν δικοί τους ἄνθρωποι καὶ νὰ μή δίνουν σημασία. Πῶς νὰ κάνουν προκοπή οἱ ἄνθρωποι μὲ τόσες ἀδικίες; Κάνουν αὐτὰ  ποὺ κάνουν, δίνουν δικαιώματα καὶ στὸν διάβολο, γι' αὐτὸ μετά περνοῦν δοκι­μασίες, τούς βρίσκουν ἀρρώστιες κ.λπ. καὶ σοῦ λένε: «Κάνε προσευχή νὰ γίνω καλά».

 

Τὰ περισσότερα κακά ποὺ συμβαίνουν εἶναι ἀπὸ ἀδικίες. Ὅταν λ.χ. μαζεύεται μὲ ἀδικία ἡ περιουσία, ζοῦν οἱ ἄνθρωποι λίγα χρόνια σάν ἀρχοντόπουλα καὶ μετά τὰ δίνουν, ὅσα μάζεψαν, στούς γιατρούς. Τί λέει ὁ Ψαλμός; «Κρεῖσσον ὀλίγον τῷ δικαίω ὑπέρ πλοῦτον ἁμαρτωλῶν πολύν» (1). «Ανεμομαζώματα, ἀνεμοσκορπίσματα». Ὅσα μα­ζεύ­ουν, φεύγουν, ὅλα ἐξανεμίζονται. Σπάνια, σὲ πολύ λίγους συμβαίνει νὰ εἶναι οἱ ἀρρώστιες, οἱ χρεωκοπίες κ.λπ. μία δοκιμασία τοῦ Θεοῦ. Αὐτοί θὰ ἔχουν καθαρό μισθό. Σ' αὐτήν τὴν περίπτωση συνήθως γίνονται ὕστερα πιὸ πλούσιοι, σάν τὸν Ἰωβ. Ἀλλά, καὶ πολλοί ἄνθρωποι ποὺ βγαίνουν ἄλειωτοι, εἶναι καὶ ἀπὸ αὐτό, κάποια ἀδικία ἔχουν κάνει.

 

 

1) Ψαλμ. 36,16

 

 

  

Ο ΑΔΙΚΟΣ ΒΑΣΑΝΙΖΕΤΑΙ

 

Ὁ ἄδικος, καὶ γενικά κάθε ἔνοχος, ὅταν δὲν ζητήση συγχώρηση, ταλαιπωρεῖται ἀπὸ τὴν συνείδησή του καὶ ἐπιπλέον ἀπὸ τὴν ἀγανάκτηση τοῦ ἀδικημένου. Γιατί, ὅταν ὁ ἀδικημένος δὲν τὸν συγχωρήση καὶ γογγύζη, τότε ὁ ἄδικος ταλαιπωρεῖται πολύ, βασανίζεται. Δὲν μπορεῖ νὰ κοιμηθῆ. Σάν νὰ τὸν χτυποῦν κύματα καὶ τὸν φέρνουν σβούρα. Εἶναι μυστήριο πράγμα τὸ πῶς τὸ πληροφορεῖται! Ὅπως, ὅταν ἕνας ἀγαπᾶ κάποιον καὶ τὸν σκέφτεται μὲ τὴν καλή ἔννοια, ἐκεῖνος τὸ πληροφορεῖται, ἔτσι καὶ σ' αὐτήν τὴν περίπτωση. Ὤ, ὁ γογγυσμός τοῦ ἄλλου τὸν κάνει ἄνω-κάτω! Καὶ μακριά νὰ εἶναι, τί στὴν Αὐστραλία, τί στὸ Γιοχάννεμπουργκ, δὲν μπορεῖ νὰ ἡσυχάση, ὅταν εἶναι ἀγανακτισμένος ὁ ἄλλος ἐξ αἰτίας του.

 

Μπορεῖ πάλι ὁ ἀδικημένος νὰ τὸν συγχώρησε τὸν ἔνοχο, ἀλλὰ νὰ ἔχη μείνει λίγη ἀγανάκτηση μέσα του. τότε καὶ ὁ ἴδιος ταλαιπωρεῖται σὲ ἕναν βαθμό, ἀλλὰ ὁ ἔνοχος ταλαιπωρεῖται πολύ ἀπὸ τὴν ἀγανάκτηση τοῦ ἄλλου. Ἄν ὅμως ὁ ἔνοχος ζητήση συγνώμη καὶ δὲν τοῦ τὴν δώση ὁ ἀδικημένος, τότε ταλαιπωρεῖται ἐκεῖνος. Δὲν ὑπάρχει μεγαλύτερη φωτιά ἀπὸ τὸ ἐσωτερικό κάψιμο τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὴν συνείδηση. Τὴν βασανίζει καὶ τὴν τρώει συνέχεια μὲ τὸ σαράκι σ' ἐτούτη τὴν ζωή καὶ πιὸ πολύ φυσικά θὰ τὴν τρώη στὴν ἄλλη ζωή, τὴν αἰώνια, «ὁ ἀκοίμητος σκώληξ», ἄν δὲν μετανοήση ὁ ἄνθρωπος σ' αὐτήν τὴν ζωή καὶ δὲν ἐπιστρέψη τὶς ἀδικίες του στούς συνανθρώπους του, ἔστω καὶ μὲ τὴν ἀγαθή του προαίρεση, σὲ περίπτωση ποὺ δὲν μπορεῖ μὲ ἄλλον τρόπο.

 

Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΕΝΟΣ ΑΔΙΚΟΥ ΔΙΚΗΓΟΡΟΥ

 

Θυμᾶμαι ἕνας δικηγόρος, ποὺ ἔκανε πολλές ἀδικίες, πόσο βασανίσθηκε στὸ τέ­λος τῆς ζωῆς του. ἐξασκοῦσε τὸ ἐπάγγελμά του σὲ μία ἐπαρχία ποὺ εἶχε πολλούς κτηνοτρόφους. Ἐκεῖ, φυσικά, γίνονταν καὶ ἀγροζημίες καὶ πολλοί βοσκοί ἔτρεχαν σ' αὐτόν τὸν δικηγόρο, γιατί μὲ πονηρά ἐπιχειρήματα ἔπειθε καὶ τὸν ἀγρονόμο καὶ τὸν εἰρηνοδίκη. Ἔτσι οἱ καημένοι γεωργοί πολλές φορές ὄχι μόνο δὲν ἔβρισκαν τὸ δίκαιο γιὰ τὰ σπαρτά ποὺ τούς κατέστρεφαν τὰ κοπάδια, ἀλλὰ ἔβρισκαν καὶ τὸν μελά τους. Ὅλοι τὸν ἤξεραν τὸν δικηγόρο αὐτόν καὶ κανεὶς τίμιος ἄνθρωπος δὲν τὸν πλησίαζε. Ἀκόμη καὶ ὁ Πνευματικός νὰ δῆτε τί συμβούλεψε ἕναν εὐαίσθητο βοσκό. Ὁ βοσκός αὐτός εἶχε ἕνα μικρό κοπάδι καὶ μία σκύλα. Μία φορά ποὺ ἡ σκύλα εἶχε γεννήσει, ἔδωσε τὰ κουταβάκια σὲ ἄλλους καὶ κράτησε μόνον τὴν μάνα. Ἐκεῖνο τὸ διάστημα εἶχε χαθῆ μία προβατίνα καὶ εἶχε ἀφήσει τὸ ἀρνάκι της ποὺ θήλαζε. Αὐτό, ἐπειδή δὲν εἶχε μάνα, ἔτρεχε πίσω ἀπὸ τὴν σκύλα καὶ θήλαζε ἀπὸ αὐτήν, ἡ ὁποία ἐνίωθε καὶ ἡ ἴδια ἀνακούφιση. Ἔτσι τὰ δύο ζῶα εἶχαν συνηθίσει καὶ τὸ ἕνα ἔβρισκε τὸ ἄλλο. Ὁ καημένος ὁ βοσκός, ὅσο καὶ νὰ προσπαθοῦσε νὰ τὰ ξεχωρίση, ἐκεῖνα ἔσμιγαν. Ἐπειδή ἦταν εὐαίσθητος ὁ βοσκός, σκέφθηκε νὰ ρωτήση τὸν Πνευματικό ἐὰν τελικά τρώγεται τὸ κρέας τοῦ ἀρνιοῦ ἤ ὄχι. Ὁ Πνευματικός, ἔχοντας ὑπ' ὄψιν του καὶ τὴν φτώχεια τοῦ βοσκοῦ, σκέφτηκε λίγο καὶ τοῦ εἶπε: «Τὸ ἀρνί αὐτό, παιδί μου, δὲν τρώγεται, γιατί θήλασε ἀπὸ τὴν σκύλα, ἀλλὰ ξέρεις τί νὰ κάνεις; Ἐπειδή ὅλοι οἱ ἄλλοι βοσκοί πηγαίνουν δῶρα στὸν δικηγόρο τὸν δείνα ἀρνιά καὶ τυριά, νὰ τοῦ πᾶς καὶ σύ αὐτὸ τὸ ἀρνί νὰ τὸ φάη. Μόνον αὐτός ἔχει εὐλογία νὰ τὸ φάη, γιατί ὅλος ὁ κόσμος ξέρει ποὺ εἶναι ἄδικος». Ὅταν εἶχε γεράσει πιά ὁ ἄδικος αὐτός δικηγόρος καὶ ἔπεσε στὸ κρεββάτι, ὑπέφερε χρόνια ἀπὸ ἐφιάλτες καὶ δὲν μποροῦσε νὰ κοιμηθῆ. Τὸν χτύπησε καὶ ἡμι­πληγία καὶ δὲν μποροῦσε οὔτε νὰ μιλήση. Προσπάθησε ὁ Πνευματικός νὰ τὸν κάνη τουλάχιστον νὰ γράψη τὶς ἁμαρτίες του, ἀλλὰ εἶχε χάσει καὶ τὸν ἔλεγχο, καὶ ἀνα­γκα­ζόταν νὰ τοῦ διαβάζη τὴν εὐχή τῶν Ἑπτὰ Παίδων, γιὰ νὰ κλείση λίγο τὰ μάτια του νὰ κοιμηθῆ. Τοῦ διάβαζε καὶ ἐξορκισμούς, γιὰ νὰ γαληνέψη λίγο, μέχρι ποὺ ἀναπαύθηκε, καὶ ἄς εὐχηθοῦμε ὁ Θεὸς νὰ τὸν ἀναπαύση πραγματικά.

 

ΠΟΤΕ ΠΙΑΝΟΥΝ ΤΑ ΜΑΓΙΑ

 

Ἐὰν ὁ ἄνθρωπος ἔχη μετάνοια καὶ ἐξομολογῆται, δὲν πιάνουν. Γιὰ νὰ πιάσουν τὰ μάγια, θὰ ἔχη δώσει κάποιο δικαίωμα ὁ ἄνθρωπος. Θὰ ἀδίκησε κάποιον, θὰ κοροϊδεύη καμμιά κοπέλα κ.λπ. Τότε θὰ πρέπη νὰ μετανοήση, νὰ ζητήση συγχώρηση, νὰ ἐξομο­λογηθῆ, νὰ τακτοποιηθῆ καὶ νὰ ἐπανορθώση αὐτὸ ποὺ ἔκανε. Γιατί ἀλλιῶς, καὶ ὅλοι οἱ παπάδες νὰ τοῦ διαβάσουν ἐξορκισμούς, δὲν λύνονται τὰ μάγια. Ἀλλά καὶ μάγια νὰ μήν τοῦ ἔκαναν, καὶ μόνον τὸ ἄχτι τῆς ἀδικημένης ψυχῆς ἀρκεῖ γιὰ νὰ τὸν βασανίζη.

 

Η ΥΛΙΚΗ ΚΑΙ Η ΗΘΙΚΗ ΑΔΙΚΙΑ

 

Ὑπάρχουν δύο μορφές ἀδικίας, ἡ ὑλική καὶ ἡ ἠθική. Ὑλική ἀδικία εἶναι, ὅταν ἀδικῆ κανεὶς τὸν ἄλλον σὲ ὑλικά πράγματα. Ἠθική εἶναι, ὅταν λ.χ. κάποιος γελάση μία κοπέλα, καὶ ἄν μάλιστα εἶναι ὀρφανή, μὲ πενταπλάσιο βάρος βαραίνει τὴν ψυχή του. στὸν πόλεμο ἡ σφαίρα ξέρεις πῶς κυνηγάει τούς ἀνήθικους; ἐκεῖ βλέπεις ἔντονα τὴν θεία δικαιοσύνη, τὴν προστασία τοῦ Θεοῦ. Ἀτιμία στὸν πόλεμο δὲν σηκώνει. Ἀνήθικο ἄνθρωπο θὰ τὸν βρῆ σφαίρα. Μία φορά πηγαίναμε μὲ τὴν διλοχία μας νὰ ἀντικατα­στη­σουμε ἕνα τάγμα. Ἐν τῷ μεταξύ ὅμως μᾶς χτύπησαν καὶ ριχτήκαμε στὴν μάχη. Ἕνας, θυμᾶμαι, ἀπὸ ἐκεῖνο τὸ τάγμα εἶχε κάνει τὴν προηγούμενη μέρα μία ἀτιμία, εἶχε βιάσει μία ἔγκυο, τὴν καημένη. Ἔ, σ' ἐκείνη τὴν ἐπιχείρηση μόνον αὐτός σκοτώθηκε!! Φοβερό! Ὅλοι ἔλεγαν μετά: «Τὸ κτῆνος, καλά ἔπαθε καὶ σκοτώθηκε!». Ἰδίως αὐτοί ποὺ κάνουν πονηριές, ποὺ κοιτάζουν νὰ ξεφύγουν ἀπὸ 'δω, νὰ ξεφύγουν ἀπὸ 'κει, τελικά δὲν γλυτώνουν. Εἶναι παρατηρημένο ὅτι ὅσοι πιστεύουν πολύ, φυσικά ζοῦνε καὶ τίμια, χριστιανικά, καὶ τὸ σῶμα τούς τὸ τίμιο προστατεύεται ἀπὸ τὰ πυρά περισσότερο ἀπ' ὅ,τι ἄν φοροῦσαν Τιμιόξυλο.

 

 

  

Η ΑΔΙΚΙΑ ΤΑΛΑΙΠΩΡΕΙ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΑΠΟΓΟΝΟΥΣ

 

Μπορεῖ σὲ μία οἰκογένεια ὁ παππούς ἤ ἡ γιαγιά νὰ ἔκαναν ἀδικίες καὶ αὐτοί νὰ εἶναι καλά. Ὅμως τὰ παιδιά ἤ τὰ ἐγγόνια τούς παιδεύονται. Ἀρρωσταίνουν καὶ ἀνα­γκάζονται νὰ δίνουν στούς γιατρούς ὅσα μαζεύτηκαν μὲ ἀδικίες, γιὰ νὰ ἐξοφλήσουν οἱ παπποῦδες τους. Κάποτε σὲ μία γνωστή μου οἰκογένεια συνέβαιναν πολλές δοκιμασί­ες. Εἶχε ἀρχίσει ἀπὸ τὸν ἀρχηγό τῆς οἰκογενείας ἀρρώστια βαρειά, ταλαιπωρία, ἔμεινε κατάκοιτος λίγα χρόνια καὶ μετά πέθανε. Στὴν συνέχεια πέθανε ἡ γυναίκα του καὶ ὕστερα τὰ παιδιά του, τὸ ἕνα κοντά στὸ ἄλλο. Πρόσφατα πέθανε καὶ τὸ τελευταῖο, τὸ πέμπτο παιδί. Ἀπὸ πολύ πλούσια οἰκογένεια ποὺ ἦταν, κατήντησε ἡ πιὸ φτωχή, γιατί πουλοῦσαν τὰ κτήματα ὅσο-ὅσο, γιὰ νὰ πληρώνουν γιατρούς καὶ ἔξοδα διάφορα. Ἀποροῦσα γι' αὐτήν τὴν οἰκογένεια: «Πῶς συμβαίνουν τόσες ἀρρώστιες καὶ ἀτυχήματα σ' αὐτούς!». Στὰ ἄτομα τῆς οἰκογένειας ποὺ γνώρισα, δὲν φαινόταν ἡ καλή περίπτωση, δηλαδή νὰ τούς δοκιμάζη ὁ Θεὸς σάν ἐκλεκτούς, ἀλλὰ μᾶλλον νὰ λειτουργοῦν οἱ πνευματικοί νόμοι τοῦ Θεοῦ. Γιὰ νὰ εἶμαι πιὸ σίγουρος, προσπάθησα νὰ μάθω ἀπὸ ἀξιόλογα γεροντάκια, συμπατριῶτες τους, καὶ ἔμαθα τὰ ἑξῆς: Ὁ ἄνθρωπος αὐτός εἶχε βρεῖ μία σχετική περιουσία ἀπὸ τὸν πατέρα του, ἀλλὰ στὴν συνέχεια τὴν αὔξησε μὲ ἀδικίες. Δηλαδή, ἐὰν τοῦ ζητοῦσε μία χήρα δανεικά, γιὰ νὰ παντρέψη τὴν κόρη της, καὶ θὰ τοῦ τὰ ἔδινε ὅταν θὰ ἁλώνιζε, αὐτός τῆς ζητοῦσε ἕνα οἰκόπεδο ποὺ εἶχε. Καὶ ἐκείνη ἐπάνω στὴν ἀνάγκη τὸ ἔδινε ὅσο-ὅσο. Ἄλλος τοῦ ζητοῦσε δάνειο νὰ πληρώση τὴν Τράπεζα καὶ θὰ τοῦ τὸ ἐπέστρεφε μόλις μάζευε τὰ βαμβάκια. Ἐκεῖνος τοῦ ζητοῦσε ἕνα χωράφι ποὺ εἶχε, καὶ στὴν ἀνάγκη ὁ ἄλλος τὸ ἔδινε ὅσο-ὅσο, γιὰ νὰ μήν τὸν κυνηγήση ἡ Τράπεζα. Ἄλλος τοῦ ζητοῦσε λίγα δανεικά, γιὰ νὰ πληρώση τούς γιατρούς, καὶ αὐτός τοῦ ζητοῦσε τὴν ἀγελάδα ποὺ εἶχε. Ἐκεῖνος ὁ καημένος τὴν ἔδινε ὅσο-ὅσο. Μὲ αὐτόν τὸν τρόπο μάζεψε μία μεγάλη περιουσία. Ὅλος ὅμως ὁ γογγυσμός τῶν πονεμένων ἀνθρώπων χτύπησε ὄχι μόνο σ' αὐτόν καὶ στὴν γυναίκα του, ἀλλὰ καὶ στὰ παιδιά τοῦ ἀκόμη. Ἔτσι λειτούργησαν οἱ πνευματικοί νόμοι καὶ ἔκαναν καὶ ἐκεῖνοι τὸ ἴδιο, γιὰ νὰ πληρώσουν δηλαδή τούς γιατρούς καὶ τὰ ἔξοδα ἀπὸ τὶς ἀρρώστιες, τὰ ἀτυχήματα κ.λπ., πουλοῦσαν ὅσο-ὅσο τὰ κτήματα, καὶ ἀπὸ πολύ πλούσιοι ἔγιναν φτωχοί, καὶ ἕνας-ἕνας ἔφυγαν ὅλοι. Ὁ Θεὸς φυσικά θὰ τούς κρίνη μὲ τὴν πολλή Του ἀγάπη καὶ δικαιοσύνη ἀνάλογα. Οἱ ἄλλοι πάλι ποὺ ἀναγκάσθηκαν, ἐπάνω στὴν ἀνάγκη ποὺ βρίσκονταν, νὰ πουλήσουν ὅ,τι εἶχαν, γιὰ νὰ ξεχρεώσουν χρέη σὲ γιατρούς κ.λπ. καὶ φτώχεψαν, θὰ ἀνταμειφθοῦν γιὰ τὴν ἀδικία ποὺ δοκίμασαν ἀνάλογα. Βέβαια καὶ οἱ ἄδικοι ἐξοφλοῦν καὶ αὐτοί ἀνάλογα.

 

 

  

ΑΥΤΟΣ ΠΟΥ ΜΑΣ ΑΔΙΚΕΙ, ΜΑΣ ΕΥΕΡΓΕΤΕΙ

  

(Αὐτόν ποὺ μᾶς ἀδικεῖ) νὰ τὸν βλέπουμε; Σάν ἕναν μεγάλο εὐεργέτη μας, ποὺ μᾶς κάνει καταθέσεις στὸ Ταμιευτήριο τοῦ Θεοῦ. Μᾶς κάνει πλούσιους αἰώνια. Μικρό πράγμα εἶναι αὐτό; Τὸν εὐεργέτη μας δὲν τὸν ἀγαποῦμε; Δὲν τοῦ ἐκφράζουμε τὴν εὐγνωμοσύνη μας; Ἔτσι καὶ αὐτόν ποὺ μᾶς ἀδικεῖ νὰ τὸν ἀγαποῦμε καὶ νὰ τὸν εὐγνωμονοῦμε, γιατί μᾶς εὐεργετεῖ αἰώνια. Οἱ ἄδικοι ἀδικοῦνται αἰώνια, ἐνῶ ὅσοι δέχονται μὲ χαρὰ τὴν ἀδικία δικαιώνονται αἰώνια.

 

Ἕνας εὐλαβής οἰκογενειάρχης δοκίμασε πολλές ἀδικίες στὴν δουλειά του. εἶχε ὅμως πολλή καλωσύνη καὶ ὅλα τὰ ὑπέμεινε χωρίς νὰ γογγύση. Ἦρθε κάποτε στὸ Καλύβι καὶ μοῦ τὰ εἶπε. Μετά μὲ ρωτάει: «Τί μὲ συμβουλεύεις νὰ κάνω;». «Ἔτσι νὰ κάνεις, τοῦ λέω, νὰ ἀποβλέπης στὴν θεία δικαιοσύνη καὶ στὴν θεία ἀνταπόδοση καὶ νὰ ὑπομένης. Τίποτε δὲν πάει χαμένο. Μὲ αὐτόν τὸν τρόπο ἀποταμιεύεις στὸ Ταμιευτήριο τοῦ Θεοῦ. Στὴν ἄλλη ζωή σίγουρα θὰ ἔχης νὰ λάβης γι' αὐτήν τὴν δοκιμασία ποὺ περνᾶς. Ἀλλά νὰ ξέρης, ὁ Καλός Θεὸς καὶ σ' αὐτήν τὴν ζωή ἀμείβει τὸν ἀδικημένο. Ἄν ὄχι πάντοτε τὸν ἴδιο, ὁπωσδήποτε τὰ παιδιά του. Ξέρει ὁ Θεός. Ἔχει πρόνοια γιὰ τὸ πλάσμα Του». Ἅμα κάνη κανεὶς ὑπομονή, ἔρχονται τὰ πράγματα στὴν θέση τους. Τὰ οἰκονομάει ὁ Θεός. Χρειάζεται ὅμως ὑπομονή χωρίς λογική. Ἀφοῦ ὁ Θεὸς βλέπει, παρακολουθεῖ, νὰ παραδίνεται ἐν λευκῷ στὸν Θεό. Βλέπεις, ὁ Ἰωσήφ δὲν μίλησε, ὅταν τὸν πούλησαν οἱ ἀδελφοί του γιὰ δοῦλο. Μποροῦσε νὰ πῆ: «Εἶμαι ἀδελφός τους». Δὲν μίλησε ὅμως, καὶ μετά μίλησε ὁ Θεὸς καὶ τὸν ἔκανε βασιλιά. Ἅμα ὅμως κανεὶς δὲν κάνη ὑπομονή, εἶναι βάσανο. Ἀπὸ 'κει καὶ πέρα θέλει νὰ τοῦ ἔρχωνται τὰ πράγματα ὅπως τοῦ ταιριάζει, ὅπως ἀναπαύεται. Καὶ ἀνάπαυση φυσικά δὲν βρίσκει καὶ οὔτε τοῦ ἔρχονται ὅλα ἔτσι ὅπως τὰ θέλει.

 

Ἐὰν κανεὶς ἀδικηθῆ σ' αὐτήν τὴν ζωή ἀπὸ ἀνθρώπους ἤ ἀπὸ δαίμονες, δὲν ἀνη­συχεῖ ὁ Θεός, γιατί κέρδος προξενεῖται στὴν ψυχή. Πολλές φορές ὅμως λέμε ὅτι μᾶς ἀ­δι­κοῦν, ἐνῶ στὴν οὐσία ἀδικοῦμε ἐμεῖς. Ἐδῶ θέλει προσοχή νὰ πιάνουμε τὸν ἑαυτό μας.

 

 

1) Βλ. Γέν. 37,20 κ.ε.

 

 

  

Η ΕΥΛΟΓΙΑ ΦΕΡΝΕΙ ΕΥΛΟΓΙΑ

ΚΑΙ Η ΑΔΙΚΙΑ ΦΕΡΝΕΙ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ

 

 Οἱ κοσμικοί δικαιολογοῦν τὸν ἑαυτό τους, ἀλλὰ καὶ τὰ Μοναστήρια, ἄν κινοῦνται ἔτσι, δὲν ἔχουν εἰλικρίνεια καὶ πάει τὸ Εὐαγγέλιο στὴν ἄκρη... Ὅταν δὲν δίνουμε τὰ ὑλικά πράγματα –, ἄν σοῦ ἀφαιρέση ἕνας τὸν χιτώνα, ἄφησε καὶ τὸ ἱμάτιο» (1) –, κάνουμε ἀρνητικό κήρυγμα καὶ οἱ κοσμικοί μετά δικαιολογοῦν τὶς πτώσεις τους. Κοιτάζουν νὰ βροῦν κάτι, γιὰ νὰ ἀναπαύσουν λίγο τὴν συνείδησή τους. Νὰ προσέχουμε, γιατί θὰ εἴμαστε ἀναπολόγητοι τὴν ἡμέρα τῆς Κρίσεως. Σκοπός εἶναι ἐμεῖς νὰ ἀμυνθοῦμε κυρίως στὰ πνευματικά καὶ ὄχι μόνο στὰ ὑλικά.

 

Ἡ εὐλογία φέρνει εὐλογία καὶ ἡ ἀδικία φέρνει τὴν καταστροφή. Αὐτὸ πολύ νὰ τὸ προσέξετε. Οὔτε νὰ κάνετε παζάρια μὲ τούς μάστορες. Γι' αὐτὸ μετά γίνονται πυρκαγιές καὶ καταστροφές στὰ Μοναστήρια. Ἕνας ὑπάλληλος ὁρκίζεται νὰ κάνη τίμια τὴν δουλειά του. ἐμεῖς σάν μοναχοί δὲν δίνουμε ἕναν τέτοιο ὅρκο ἀλλὰ διπλό, εἶναι πνευματική ἡ ὑπόσχεση ποὺ δίνουμε καὶ, ἄν τὴν παραβοῦμε, εἶναι διπλή ἡ ἁμαρτία γιὰ μας. Προσέξτε νὰ κρατήσετε μία ἰσοροπία, νὰ ὑπάρχη κάτι διαφορετικό. Βλέπω μία πληγή νὰ ὡριμάζη. Θὰ σπάση, θὰ καθαρίση. Δὲν δίνει τὴν Χάρη Τοῦ ὁ Θεὸς σὲ λανθασμένη κατάσταση. Ἔτσι θὰ ἦταν σάν νὰ βοηθοῦσε τὸν διάβολο. Κοιτάξτε νὰ ὑπάρχη εἰλικρίνεια, τιμιότης. Αὐτή ἡ κατάσταση πάει σάν τὸν μεθυσμένο ποὺ τρικλίζει. Μπορεῖ νὰ σταθῆ; Θὰ 'ρθει ἡ ὀργή τοῦ Θεοῦ. Θὰ δώσουμε ἐξετάσεις. Πρώτη φάση, θὰ χωρίση τὸ μπακίρι ἀπὸ τὸ χρυσάφι. Δεύτερη φάση, θὰ φανῆ πόσων καρατιῶν χρυσάφι εἶναι ὁ καθένας.

 

Ὁ κόσμος κινεῖται στὴν ψευτιά. Οἱ ἄνθρωποι γίνονται ψεῦτες. Ἔχουν φτιάξει ἄλλη συνείδηση. Δὲν μπορῶ νὰ γίνω ψεύτης, νὰ ἀλλάξω ἑαυτό, ἐπειδή τὸ ἀπαιτεῖ ἡ κοινωνία. Καλύτερα νὰ ταλαιπωρηθῶ. Θέλει προσοχή νὰ μήν μπή κανεὶς σ' αὐτήν τὴν κοσμική τροχιά. Ἀλλά καὶ ὅλο τὸ οἰκονομικό σύστημα ποὺ ὑπάρχει σήμερα, δὲν βοηθάει καθόλου. Οἱ ἄνθρωποι ἀναγκάζονται νὰ δηλώνουν λιγότερα κ.λπ. Μάλλωσα κάτι ἐφοριακούς ποὺ ἦταν πιστοί ἄνθρωποι. «Τι κάνετε; τούς εἶπα. Κοιτάξτε νὰ κρατηθῆ λίγο προζύμι. Ἔχω ὑπ' ὄψιν μου γεγονότα πολλά! Ἕνας πάει στὴν Ἐφορία καὶ λέει: «Ἔχω εἰσοδήματα ἕνα ἑκατομμύριο». Τοῦ βάζει ὁ ἐφοριακός ὅτι ἔχει τρία ἑκατομμύρια, γιατί ὑπάρχουν ὁρισμένοι ποὺ παρουσιάζουν τὸ ἕνα τρίτο ἀπὸ τὰ εἰσοδήματά τους, ὅποτε μὲ αὐτὸ τούς πιάνει ὅλους. Ἔτσι ὅμως, ἄν ὑπάρχη ἕνας εὐσυνείδητος καὶ ἐσεῖς τὸν κοπανᾶτε τριπλασιάζοντας τὰ ἔσοδά του, τὸν ἀναγκάζετε νὰ γίνη κλέφτης. Δηλαδή, ἀντί νὰ βοηθήσετε νὰ ἀλλάξη λίγο ἡ κατάσταση, κάνετε τὸ ἀντιθετο». «Δὲν καταλαβαίνουμε πότε μᾶς λένε τὴν ἀλήθεια», μοῦ ἀπαντοῦν. «Θα τὸ καταλαβαίνετε, τούς λέω, ἄν ζῆτε πνευματικά. Τότε θὰ μπορῆτε νὰ κάνετε αὐτήν τὴν διάκριση. Θὰ σᾶς πληροφορῆ ὁ Θεός, γιὰ νὰ καταλαβαίνετε».

 

 

1) Βλ. Ματθ. 5,40

 

 

  

ΠΩΣ ΨΕΥΤΙΣΕ Ο ΚΟΣΜΟΣ

 

Ἡ κακία τῶν ἀνθρώπων ἔχει ξεπεράσει τὰ ὅρια. Κοιτάζουν πῶς νὰ ξεγελάση ὁ ἕνας τὸν ἄλλον. Καὶ τὸ θεωροῦν κατόρθωμα ποὺ τὸν ξεγελοῦν. Ἀλήθεια, πῶς ψεύτισε ὁ κόσμος! Ὅλα ψεύτικα τὰ φτιάχνουν. Χρήματα ἐν τῷ μεταξύ παίρνουν περισσότερα ἀπ' ὅσα ἔπαιρναν οἱ παλιοί, οἱ καημένοι. Γενικά ὅλα τὰ ψεύτισαν. Μία μέρα μου ἔφερε κάποιος ντοματιές. Κάθε φυτό ἦταν σὲ ἕνα σακκουλάκι μικρούτσικο μὲ χῶμα χοντρό, μέλαγγα, ἀμμούδα χοντρή, γιὰ νὰ κρατάη τὴν ὑγρασία. Βαριοῦνται νὰ ρίξουν λίγο νερό! Οὔτε καν νὰ βάλουν κοπριά, μόνον ἐπάνω-ἐπάνω εἶχε λίγη σάν τὸ μαυροπίπερο! Ὅποτε, ὅταν τὶς ἔβγαλα ἀπὸ τὸ σακκουλάκι, ὅλη ἡ ρίζα ἦταν σάπια. Ἔρριξα ἕνα στρῶμα χῶμα ἀπὸ πάνω, γιὰ νὰ βγάλουν νέες ρίζες.

 

Καὶ πῶς ξεγελοῦν τὸν κόσμο! Νὰ δῆτε, μοῦ εἶχαν φέρει ἕνα κουτί μεγάλο μὲ γλυκά. «Θα τὸ ἀνοίξω, εἶπα, ὅταν θὰ 'ρθῆ καμμιά παρέα μεγάλη. Ἄς μήν τὸ ἀνοίξω τώρα καὶ πᾶνε μυρμήγκια». Μία μέρα μαζεύτηκαν κάμποσοι, ὑπολόγισα ὅτι θὰ φθάσουν καὶ θὰ περισσέψουν κιόλας. Μόλις τὸ ἀνοίγω, βλέπω μέσα φελιζόλ ἀπὸ 'δω, φελιζόλ ἀπὸ 'κει... Καὶ ἦταν τόοοσο μικρό αὐτὸ ποὺ εἶχε τὰ γλυκά. Ὅλο τὸ ἄλλο ἦταν ἄδειο! Μία ἄλλη φορὰ μου ἔφεραν ἕνα ἐπίσημο κουτί γλυκά δεμένο μὲ κορδέλλες. «Θα τὸ φυλάξω, εἶπα, γιὰ τὰ παιδιά τῆς Ἀθωνιάδος». Καὶ τελικά ἦταν κάτι λουκούμια σκληρά, παλιά λουκούμια! Ἐγώ τέτοια λουκούμια δὲν τὰ δίνω. Δίνω στὸν κόσμο κανένα μαλακό λουκούμι.

Τὸ θεωροῦν κατόρθωμα. Γιατί ἡ ἁμαρτία ἔχει γίνει μόδα τώρα καὶ ἡ ἀδικία θεωρεῖται ἐξυπνάδα. Τὸ κοσμικό πνεῦμα δυστυχῶς τροχάει τὸ μυαλό στὴν πονηριά, καὶ τὸ θεωρεῖ κατόρθωμα ἐκεῖνος ποὺ ἀδικεῖ τὸν συνάνθρωπό του. Παίρνει μάλιστα καὶ τὸν τίτλο: «Αὐτός εἶναι διάβολος, τὰ καταφέρνει», ἐνῶ ἐσωτερικά ὑποφέρει ἀπὸ τὸν ἔλεγχο τῆς συνειδήσεως, τὴν μικρή κόλαση.

 

 

  

Ο ΔΙΚΑΙΟΣ ΕΧΕΙ ΤΟ ΘΕΟ ΜΕ ΤΟ ΜΕΡΟΣ ΤΟΥ

 

Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι δὲν χωρᾶνε σ' αὐτόν τὸν κόσμο σήμερα. Ἄν κάποιος θέλη νὰ ζήση τίμια καὶ πνευματικά, δὲν χωράει μέσα στὸν κόσμο. Ὅταν εἶναι κανεὶς εὐαίσθητος καὶ βρεθῆ σὲ ἕνα σκληρό περιβάλλον καὶ τοῦ κάνουν τὴν ζωή μαύρη, πῶς νὰ ἀντέξη; ἤ πρέπει νὰ βρίζη κ.λπ. ἤ νὰ φύγη. Ἀλλά καὶ νὰ φύγη δὲν μπορεῖ, γιατί χρειάζεται νὰ ζήση. Τοῦ λέει τὸ ἀφεντικό: «Σοῦ ἔχω ἐμπιστοσύνη, γιατί δὲν κλέβεις, πρέπει ὅμως νὰ βάζης καὶ σάπια ἀνάμεσα στὰ καλά. Μέσα στὶς καλές μπάλες τριφύλλι πρέπει νὰ βάλης καὶ λίγες χωνεμένες»! Τὸν βάζει καὶ διευθυντή, γιὰ νὰ τὸν κρατήση, πρέπει ὅμως νὰ κάνη καὶ ἔτσι, γιατί ἀλλιῶς θὰ τὸν πετάξη ἀπὸ τὴν δουλειά. Μετά ὁ καημένος δὲν κοιμᾶται, ἀρχίζει τὰ χάπια. Ξέρετε τί τραβᾶνε οἱ καημένοι οἱ ἄνθρωποι; Τί δυσκολίες, τί ἐκβιασμούς συναντοῦν πολλοί στὶς δουλειές του ἀπὸ τούς προϊσταμένους; Τούς κάνουν τὴν ζωή μαύρη. Νὰ παρατήσουν τὴν δουλειά; Ἔχουν οἰκογένεια. Νὰ καθήσουν; Βάσανα. Μπρός βαθύ καὶ πίσω ρέμα, καὶ τὰ δυὸ στενά. Πάει νὰ σκάση κανείς. Κάνει ὑπομονή, παλεύει.

 

Σὲ ἄλλον τοῦ ἀφήνουν ὅλη τὴν δουλειά καὶ πάει ὁ συνάδελφος μόνο γιὰ νὰ πληρωθῆ. Γνωρίζω ἕναν ποὺ ἦταν κάπου διευθυντής. Ὅταν ἄλλαξαν τὰ πράγματα, τὸν ἔβγαλαν ἀπὸ διευθυντή καὶ ἔβαλαν ἄλλον τοῦ κόμματος, ποὺ οὔτε τὸ Λύκειο δὲν εἶχε τελειώσει. Τὸν ἔκαναν διευθυντή, ἀλλὰ δὲν ἤξερε τὴν δουλειά, καὶ ἔτσι δὲν μποροῦσαν νὰ πᾶνε σὲ ἄλλη θέση τὸν προηγούμενο. Λοιπόν, τί κάνουν; Βάζουν στὸν ἴδιο χῶρο καὶ δεύτερο γραφεῖο! Τὴν δουλειά τὴν ἔκανε ὁ παλιός διευθυντής καὶ ὁ νέος καθόταν, τσιγάρο, καφέ, κουβέντα... Τελείως ἀναιδής! Δὲν τοῦ ἔκοβε κιόλας, ἔλεγε ὅ,τι τοῦ ἐρχόταν, καὶ ἔπεφτε ἡ εὐθύνη μετά στὸν παλιό. Μέχρι ποὺ ἀναγκάσθηκε νὰ φύγη ὁ καημένος. «Μήπως πρέπει νὰ πάω κάπου ἀλλοῦ; Ὁ χῶρος εἶναι μικρός, δὲν χωρᾶνε δυὸ γραφεῖα. Καλύτερα, κάθησε ἐσύ ἐδώ», τοῦ εἶπε καὶ σηκώθηκε καὶ ἔφυγε, γιατί τοῦ ἔκανε καὶ τὴν ζωή μαύρη. Καὶ δὲν εἶναι μία μέρα, δυὸ. Κάθε μέρα νὰ ἔχης ἕναν τέτοιον στὸ κεφάλι σου, εἶναι βάσανο!

 

Τὸν δίκαιο ἄνθρωπο συνήθως οἱ ἄλλοι τὸν σπρώχνουν στὴν τελευταία θέση ἤ ἀκόμη τοῦ παίρνουν καὶ τὴν θέση. Τὸν ἀδικοῦν, τὸν πατοῦν –»πατοῦν ἐπί πτωμάτων», ἔτσι δὲν λέγεται; Ἀλλά, ὅσο οἱ ἄνθρωποι τὸν σπρώχνουν πρὸς τὰ κάτω, τόσο ὁ Θεὸς τὸν ἀνεβάζει πρὸς τὰ ἄνω σάν τὸν φελλό. Θέλει ὅμως πάρα πολλή ὑπομονή. Ἡ ὑπομονή ξεκαθαρίζει πολλά πράγματα. Αὐτός ποὺ θέλει νὰ ζήση μὲ ἀρετή καὶ νὰ εἶναι τίμιος στὴν δουλειά του, εἴτε ἐργάτης εἶναι εἴτε ἔμπορος εἴτε ὁτιδήποτε εἶναι, πρέπει νὰ τὸ πάρη ἀπόφαση ὅτι, ὅταν ἀρχίση τὴν δουλειά του, θὰ φθάση σὲ σημεῖο νὰ μήν ἔχη νὰ πληρώση λ.χ. οὔτε τὰ ἐνοίκια, ἄν ἔχη μαγαζί, γιὰ νὰ τοῦ ἔρθη ἡ εὐλογία τοῦ Θεοῦ. Ὄχι ὅμως νὰ πηγαίνη μὲ τὸν σκοπό: «Ἄν φθάσω μέχρις ἐκεῖ, μετά θὰ ἔχω πελατεία»! Νὰ μήν πάη μὲ τέτοιο σκοπό, γιατί τότε ὁ Θεὸς δὲν θὰ τοῦ δώση. Ἀλλά ὅταν πῆ: «Θὰ ζήσω κατὰ Θεόν, δὲν θὰ κάνω ἀδικίες, θὰ πῶ ὅτι αὐτὸ ἀξίζει πενήντα δραχμές καὶ ἐκεῖνο διακόσιες δραχμές», ὁ Θεὸς δὲν θὰ τὸν ἀφήση. Κάποιος ἄλλος ἐν τῷ μεταξύ ἐκεῖνο ποὺ θὰ τὸ δίνη αὐτός πενήντα δραχμές, θὰ τὸ δίνη πεντακόσιες δραχμές καὶ θὰ πλουτίση. Τελικά ὅμως ὁ ἀπατεώνας αὐτός θὰ φθάση σὲ σημεῖο νὰ μήν ἔχη νὰ πληρώση οὔτε τὰ ἐνοίκια καὶ θὰ τὸ κλείση τὸ μαγαζί του, γιατί ὁ κόσμος πληροφορεῖται, ἐνῶ σιγά-σιγὰ  ὁ τίμιος δὲν θὰ μπορῆ νὰ τὰ βγάλη πέρα ἀπὸ τὴν πελατεία ποὺ θὰ ἔχη, θὰ παίρνη συνέχεια ὑπαλλήλους! Ἀλλά στὴν ἀρχή θὰ δοκιμασθῆ. Ὁ καλός δοκιμάζεται στὰ χέρια τῶν κακῶν, περνάει ἀπὸ τὰ λανάρια (1).

 

Ὅταν πάη κανεὶς μὲ τὸν διάβολο, μὲ πονηριές, δὲν εὐλογεῖ ὁ Θεὸς τὰ ἔργα του. ὅ,τι κάνουν οἱ ἄνθρωποι μὲ πονηριά, δὲν εὐδοκιμεῖ. Μπορεῖ νὰ φαίνεται ὅτι προχωράει, ἀλλὰ τελικά θὰ σωριάση. Τὸ κυριώτερο εἶναι νὰ ξεκινᾶ κανεὶς ἀπὸ τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ γιὰ ὅ,τι κάνει! Ὁ ἄνθρωπος, ὅταν εἶναι δίκαιος, ἔχει τὸν Θεό μὲ τὸ μέρος του. καὶ ὅταν ἔχη καὶ λίγη παρρησία στὸν Θεό, τότε θαύματα γίνονται. Ὅταν κανεὶς βαδίζη μὲ τὸ Εὐαγγέλιο, δικαιοῦται τὴν θεία βοήθεια. Βαδίζει μὲ τὸν Χριστό. Πῶς νὰ τὸ κάνουμε; τὴν δικαιοῦται. Ὅλη ἡ βάση ἐκεῖ εἶναι. Ἀπὸ 'κει καὶ πέρα νὰ μή φοβᾶται τίποτε. Αὐτὸ ποὺ ἔχει σημασία εἶναι νὰ ἀναπαύεται ὁ Χριστός, ἡ Παναγία καὶ οἱ Ἅγιοι στὴν κάθε ἐνέργειά μας, καὶ τότε θὰ ἔχουμε τὴν εὐλογία τοῦ Χριστοῦ, τῆς Παναγίας καὶ τῶν Ἁγίων μας, καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα θὰ ἐπαναπαύεται σ' ἐμᾶς. Ἡ τιμιότης τοῦ ἀνθρώπου εἶναι τὸ ἀνώτερο Τιμιόξυλο. Ἄν ἕνας δὲν εἶναι τίμιος καὶ ἔχη Τιμιόξυλο, εἶναι σάν νὰ μήν ἔχη τίποτε. Ἕνας καὶ Τιμιόξυλο νὰ μήν ἔχη, ἄν εἶναι τίμιος, δέχεται τὴν θεία βοήθεια. Καὶ ἄν ἔχη καὶ Τιμιόξυλο, τότε!...

 

 

1) Μηχάνημα χειροκίνητο ἤ μηχανοκίνητο, μὲ τὸ ὁποῖο ἔξαιναν καὶ καθάριζαν τὸ μαλλί ποὺ ἐπρόκειτο νὰ κλωσθῆ.

 

 

  

Ο ΔΙΚΑΙΟΣ ΑΝΤΑΜΕΙΒΕΤΑΙ ΚΑΙ ΣΕ ΤΟΥΤΗ ΤΗ ΖΩΗ

(ΤΟ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΟ ΜΕ ΤΟ ΔΙΚΑΙΟ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟ ΠΟΥ ΑΝΤΑΜΟΙΦΘΗΚΕ Σ' ΑΥΤΗ ΤΗ ΖΩΗ)

 

Ἔχω δεῖ ψυχές ποὺ ἀδικήθηκαν, ἀλλὰ ὑπέμειναν τὴν ἀδικία μὲ καλούς λογι­σμούς καὶ τούς ἔλουσε ἡ Χάρις σ' αὐτήν τὴν ζωή. Πρίν ἀπὸ πολλά χρόνια μὲ εἶχε ἐπισκεφθῆ ἕνας εὐλαβής Χριστιανός, ἁπλός καὶ καλοκάγαθος, καὶ μὲ παρακάλεσε νὰ εὐχηθῶ νὰ φωτίση ὁ Χριστός τὰ παιδιά του, ὅταν ἐνηλικιωθοῦν, νὰ μήν γογγύσουν κατὰ τῶν συγγενῶν γιὰ τὴν μεγάλη ἀδικία ποὺ τούς εἶχαν κάνει, καὶ μοῦ διηγήθηκε τὴν ὑπόθεση. Ὅπως εἶδα, ὁ ἄνθρωπος αὐτός ἦταν πραγματικά ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ. Ἦταν ὁ μεγαλύτερος ἀδερφός ἀπὸ πέντε παιδιά τῆς οἰκογενείας του καὶ μετά τὸν αἰφνίδιο θάνατο τοῦ πατέρα τούς συμπαραστὰθηκε σάν καλός πατέρας στὰ ἀδέρφια. Ἐργάσθηκε σκληρά, ἀπέκτησε καὶ ἄλλη περιουσία, κτήματα κ.λπ. καὶ ἀποκατέστησε τὶς δυὸ ἀδερφές τους. Παντρεύτηκαν καὶ τὰ μικρότερα ἀδέρφια του, πῆραν ὅλα τὰ καλά κτήματα, ἐλαιῶνες κ.λπ. Καὶ σ' αὐτόν ἄφησαν τὰ ἄχρηστα, τὰ ἄγονα, κάτι ἀμμουδιές. Στὸ τέλος παντρεύτηκε καὶ αὐτός καὶ ἀπέκτησε τρία παιδάκια. Ἦταν ἡλικιωμένος φυσικά καὶ σκεφτόταν τὰ παιδιά του, ὅταν μεγαλώσουν, μήπως καταλάβουν τὴν ἀδικία καὶ γογγύσουν. Μοῦ ἔλεγε: «Ἐγώ δὲν στενοχωριέμαι γιὰ τὴν ἀδικία, γιατί διαβάζω τὸ Ψαλτήρι. Ἕνα Κάθισμα τὸ ἀπόγευμα καὶ δυὸ Καθίσματα πρίν ξημερώση. Σχεδόν τὸ ἔμαθα ἀπ' ἔξω τὸ Ψαλτήρι. Κανένας Ψαλμός δὲν λέει ὅτι οἱ ἄδικοι ἔκαναν προκοπή. Ἐνῶ τούς δικαίους τους σκέφτεται ὁ Θεός. Ἐγώ, Πάτερ μου, δὲν λυπᾶμαι τὰ κτήματα ποὺ ἔχασα, ἀλλὰ λυπᾶμαι τὰ ἀδέρφια μου ποὺ χάνουν τὴν ψυχή τους.» Ἔφυγε μετά ὁ εὐλογημένος αὐτός ἄνθρωπος καὶ μὲ ξαναεπισκέφθηκε μετά ἀπὸ δέκα χρόνια περί­που, πολύ χαρούμενος, καὶ μὲ ρωτάει: «Μὲ θυμᾶσαι, Πάτερ, μὲ θυμᾶσαι;». «Ναί», τοῦ εἶπα καὶ τὸν ρώτησα πῶς περνάει. «Έγινα πλούσιος τώρα», μοῦ ἀπάντησε. «Καί πῶς ἔγινες πλούσιος ἀδερφέ;». «Νά, ἐκεῖνα τὰ ἄχρηστα χωράφια, οἱ ἀμμουδιές, πῆραν μεγάλη ἀξία, γιατί ἦταν παραθαλάσσια. Αὐτήν τὴν φορά ἦρθα νὰ μοῦ πῆς τί νὰ τὰ κάνω τὰ πολλά χρήματα ποὺ ἔχω». «Νὰ ἐξασφαλίσης τὰ παιδιά σου μὲ ἕνα σπιτάκι καὶ νὰ κρατήσης μερικά χρήματα καὶ γιὰ τὶς σπουδές τους, μέχρι νὰ τακτοποιηθούν». «Έχω καὶ γιὰ τὰ παιδιά μου, μοῦ λέει, ἀλλὰ πάλι εἶναι πολλά». «Δώσε στούς φτωχούς συγγενεῖς σου πρῶτα καὶ μετά σὲ ἄλλους φτωχούς». «Έδωσα, Πάτερ, ἀλλὰ πάλι εἶναι πολλά». «Δώσε, γιὰ νὰ φτιάξουν τὸν Ναό τοῦ χωριοῦ σου καὶ τὰ ἐξωκκλήσια». «Έδωσα, ἀλλὰ πάλι εἶναι πολλά». Τότε τοῦ λέω: «Θὰ εὔχωμαι νὰ σὲ φωτίζη ὁ Χριστός, γιὰ νὰ κάνης καλωσύνες ἐκεῖ ποὺ ὑπάρχει μεγαλύτερη ἀναγκη». Μετά τὸν ρώτησα: «Τί κάνουν τὰ ἀδέρφια σου; ποῦ βρίσκονται;». Ξέσπασε σὲ κλάμα καὶ μὲ λυγμούς μου ἀπά­ντησε: «Δὲν ξέρω, Πάτερ μου, χάθηκαν καὶ τὰ ἴχνη τους. Εἶχαν πουλήσει τὰ κτήματα ἀπὸ τὸ χωριό, ἐλαιῶνες καὶ χωράφια, καὶ τώρα δὲν ξέρω ποὺ βρίσκονται. Εἶχαν πάει πρῶτα στὴν Γερμανία, μετά στὴν Αὐστραλία καὶ τώρα δὲν ἀκούγονται». Μετανόησα ποὺ τὸν ρώτησα γιὰ τὰ ἀδέρφια του, γιατί δὲν ἤξερα πώς θὰ λυπηθῆ τόσο πολύ. Τὸν παρηγόρησα μετά καὶ ἔφυγε εἰρηνικός. Τοῦ εἶπα νὰ εὐχηθοῦμε καὶ οἱ δυὸ νὰ μάθουμε καὶ γι' αὐτούς χαρούμενες εἰδήσεις. Θυμήθηκα μετά τὸν Ψαλμό ποὺ λέει: «Εἶδον τὸν ἀσεβῆ ὑπερυψούμενον καὶ ἐπαιρόμενον ὡς τάς κέδρους τοῦ Λιβάνου. Καὶ παρῆλθον καὶ ἰδού οὐκ ἤν καὶ ἐζήτησα αὐτόν καὶ οὔχ εὑρέθη ὁ τόπος αὐτοῦ» (1). Αὐτὸ ἀκριβῶς συνέβη μὲ τὰ ταλαίπωρα ἀδέρφια του.

 

Χειρότερο πράγμα ἀπὸ τὴν ἀδικία δὲν ὑπάρχει. Ὁτιδήποτε κάνετε, κοιτάξτε νάχετε τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ.

 

 

1) Ψαλμ. 36, 35-36.

 

ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ

ΛΟΓΟΙ Α'- ΜΕ ΠΟΝΟ ΚΑΙ ΑΓΑΠΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΑΝΘΡΩΠΟ