ΠΑΤΕΡΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ

 

ΓΕΡΩΝ ΠΑΪΣΙΟΣ
ΓΙΟΡΤΕΣ ΚΑΙ ΑΡΓΙΕΣ

  

«ΕΟΡΤΑΣΩΜΕΝ, ΠΙΣΤΟΙ, ΕΟΡΤΗΝ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗΝ» (1)

ΓΙΟΡΤΕΣ ΚΑΙ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΖΩΗ

 

Ὁ Χριστός μὲ τὴν μεγάλη Του ἀγάπη καὶ μὲ τὴν μεγάλη Του ἀγαλλίαση ποὺ σκορπάει στὶς ψυχές τῶν πιστῶν μὲ ὅλες τὶς ἅγιες γιορτές Τοῦ μᾶς ἀνασταίνει ἀληθινά, ἀφοῦ μᾶς ἀνεβάζει ψηλά πνευματικά. Ἀρκεῖ νὰ συμμετέχουμε καὶ νὰ ἔχουμε ὄρεξη πνευματική νὰ τὶς πανηγυρίζουμε πνευματικά· τότε τὶς γλεντᾶμε πνευματικά καὶ μεθᾶμε πνευματικά ἀπὸ τὸ παραδεισένιο κρασί οὐ μᾶς φέρνουν οἱ Ἅγιοι καὶ μᾶς κερνοῦν.

 

Τὶς γιορτές γιὰ νὰ τὶς ζήσουμε, πρέπει νὰ ἔχουμε τὸν νοῦ μας στὶς ἅγιες ἡμέρες καὶ ὄχι στὶς δουλειές ποὺ ἔχουμε νὰ κάνουμε γιὰ τὶς ἅγιες ἡμέρες. Νὰ σκεφτώμαστε τὰ γεγονότα τῆς κάθε ἅγιας ἡμέρας (Χριστούγεννα, Θεοφάνεια, Πάσχα κ.λπ.) καὶ νὰ λέμε τὴν εὐχή δοξολογώντας τὸν Θεό. Ἔτσι θὰ γιορτάζουμε μὲ πολλή εὐλάβεια κάθε γιορτή. Οἱ κοσμικοί ζητοῦν νὰ καταλάβουν τὰ Χριστούγεννα μὲ τὸ χοιρινό, τὸ Πάσχα μὲ τὸ ἀρνί, τὶς Ἀποκριές μὲ τὸ κομφετί. Οἱ ἀληθινοί μοναχοί ὅμως κάθε μέρα ζοῦν τὰ θεία γεγονότα καὶ ἀγάλλονται συνέχεια. Κάθε ἑβδομάδα ζοῦν τὴν Μεγάλη Ἑβδομάδα. Κάθε Τετάρτη, Πέμπτη, Παρασκευή ζοῦν τὴν Μεγάλη Τετάρτη, τὴν Μεγάλη Πέμπτη, τὴν Μεγάλη Παρασκευή, δηλαδή τὰ Πάθη τοῦ Χριστοῦ, καὶ κάθε Κυριακή τὸ Πάσχα, τὴν Ἀνάσταση. Τί, θὰ πρέπη νὰ ἔρθη ἡ Μεγάλη Ἑβδομάδα, γιὰ νὰ θυμηθῆ κανεὶς τὰ Πάθη τοῦ Χριστοῦ; Πρέπει νὰ ἔρθη τὸ Πάσχα μὲ τὸ ἀρνί, γιὰ νὰ καταλάβω τὸ «Χριστός ἀνέστη»σάν τούς κοσμικούς; Ὁ Χριστός τί εἶπε; «Ἕτοιμοι γίνεσθε» (1) εἶπε. Δὲν εἶπε, «ἑτοιμασθῆτε τώρα!».Ἀπὸ τὴν στιγμή ποὺ λέει ὁ Χριστός, «ἕτοιμοι γίνεσθε», πρέπει ὁ ἄνθρωπος, καὶ ἰδίως ὁ μοναχός, νὰ εἶναι ἕτοιμος συνέχεια. Νὰ μελετάη καὶ νὰ ζῆ τὰ θεία γεγονότα συνέχεια. Ὅταν κανεὶς μελετάη τὰ γεγονότα τῆς κάθε γιορτῆς, φυσιολογικά θὰ συγκινηθῆ καὶ μὲ ἰδιαίτερη εὐλάβεια θὰ προσευχηθῆ. Ἔπειτα στὶς Ἀκολουθίες ὁ νοῦς νὰ εἶναι στὰ γεγονότα ποὺ γιορτάζουμε καὶ μὲ εὐλάβεια νὰ παρακολουθοῦμε τὰ τροπάρια ποὺ ψάλλονται. Ὅταν ὁ νοῦς εἶναι στὰ θεία νοήματα, ζῆ τὰ γεγονότα ὁ ἄνθρωπος, καὶ ἔτσι ἀλλοιώνεται. Ὅταν σκεφτώμαστε λ.χ. ἕναν Ἅγιο ποὺ τὸν ἔχουμε σὲ εὐλάβεια ἤ τὸν Ἅγιο ποὺ γιορτάζουμε, ὁ νοῦς θὰ πάη καὶ λίγο παραπάνω· θὰ πάη στὸν Οὐρανό. Καὶ ὅταν σκεφτώμαστε τούς Ἁγίους, μᾶς σκέφτονται καὶ οἱ Ἅγιοι καὶ μᾶς βοηθοῦν. Ἔτσι πιάνει κανεὶς φιλία μὲ τούς Ἁγίους, ποὺ εἶναι καὶ ἡ πιὸ σίγουρη φιλία. Τότε μπορεῖ νὰ εἶναι μόνος καὶ νὰ ζῆ μὲ ὅλους· καὶ μὲ Ἁγίους καὶ μὲ Ἀγγέλους καὶ μὲ ὅλον τὸν κόσμο. Νὰ εἶναι μόνος καὶ νὰ νιώθη ὅλη αὐτήν τὴν συντροφιά! Εἶναι ζωντανή ἡ παρουσία τῶν Ἁγίων. Ὅλοι οἱ Ἅγιοι εἶναι παιδιά τοῦ Θεοῦ καὶ βοηθοῦν ἐμᾶς τὰ ταλαίπωρα παιδιά τοῦ Θεοῦ.

 

Τούς Ἁγίους μας, ποὺ ἔχυσαν εἴτε αἷμα εἴτε ἱδρῶτες καὶ δάκρυα γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, πάντα πρέπει νὰ τούς γιορτάζουμε μὲ εὐλάβεια, γιὰ νὰ βοηθιώμαστε. Καὶ ὅταν ἀκοῦμε τὸ Συναξάρι τούς «Τή αὐτή ἡμέρα μνήμη τοῦ Ἁγίου…», νὰ στεκώμαστε ἐκείνη τὴν στιγμή ὄρθιοι, ὅπως καὶ οἱ στρατιῶτες στέκονται προσοχή, ὅταν διαβάζωνται τὰ ὀνόματα τῶν ἠρωικῶς πεσόντων συναδέλφων τους. «Τὴν τάδε τοῦ μηνός… ὁ στρατιώτης δείνα ἔπεσε μαχόμενος ἠρωικῶς στὸ τάδε μέτωπο».

 

Στὴν γιορτή, γιὰ νὰ νιώση κανεὶς τὸ γεγονός, δὲν πρέπει νὰ δουλεύη. Τὴν Μεγάλη Παρασκευή λ.χ., ἐὰν θέλη νὰ νιώση κάτι, δὲν πρέπει νὰ κάνη τίποτε ἄλλο ἐκτός ἀπὸ προσευχή. Στὸν κόσμο οἱ καημένοι οἱ κοσμικοί τὴν Μεγάλη Ἐβδοβάδα ἔχουν δουλειές. Μεγάλη Παρασκευή νὰ δίνουν εὐχές. «Χρόνια πολλά! Νὰ ζήσετε! Μὲ μία νύφη!».… Δὲν κάνει! Ἐγώ τὴν Μεγάλη Παρασκευή κλείνομαι στὸ Καλύβι. Ὅπως καὶ μετά τὸ Ἀγγελικό Σχῆμα ἡ ἑβδομάδα τῆς ἡσυχίας ποὺ ἀκολουθεῖ, βοηθάει, γιατί ποτίζει ἡ θεία Χάρις τὴν ψυχή καὶ καταλαβαίνει ὁ μεγαλόσχημος τί ἔγινε, ἔτσι καὶ στὶς γιορτές ἡ ἡσυχία πολύ βοηθάει. Μᾶς δίνεται περισσότερη εὐκαιρία νὰ ξεκουρασθοῦμε λίγο, νὰ μελετήσουμε καὶ νὰ προσευχηθοῦμε. Θὰ ἔρθη ἕνας καλός λογισμός, θὰ ἐξετάσουμε τὸν ἑαυτό μας, θὰ ποῦμε λίγο τὴν εὐχή καὶ θὰ νιώσουμε ἔτσι κάτι ἀπὸ τὸ θεῖο γεγονός τῆς ἡμέρας.

 

 

1) Βλ. Ματθ. 24, 44.

 

 

  

«ΚΡΕΙΣΣΟΝ ΟΛΙΓΟΝ ΤΩ ΔΙΚΑΙΩ...»

ΝΑ ΜΗΝ ΔΟΥΛΕΥΟΥΜΕ ΤΙΣ ΓΙΟΡΤΕΣ

 

Σήμερα δυστυχῶς δὲν χρησιμοποιοῦμε τὴν ἐλευθερία γιὰ τὸ καλό, γιὰ τὴν ἁγιότητα, ἀλλὰ γιὰ τὴν κοσμικότητα. Παλιότερα δούλευαν οἱ ἄνθρωποι ὅλη τὴν ἑβδομάδα καὶ εἶχαν τὴν Κυριακή ἀργία. Τώρα ἔχουν καὶ τὸ Σάββατο ἀργία. Ζοῦν ὅμως τώρα περισσότερο πνευματικά ἤ ἁμαρτάνουν περισσότερο; Ἄν ἀξιοποιοῦσαν τὸν χρόνο τους στὰ πνευματικά, θὰ ἦταν διαφορετικά· θὰ ἦταν συμμαζεμένοι οἱ ἄνθρωποι. Πᾶμε νὰ κλέψουμε ἀπὸ τὰ πνευματικά, ἀπὸ τὸν Χριστό, ἐμεῖς οἱ ταλαίπωροι ἄνθρωποι. Οἱ κοσμικοί, ὅ,τι ἀγγαρεία ἔχουν νὰ κάνουν, τὴν Κυριακή θὰ συμφωνήσουν νὰ τὴν κάνουν. Ψάχνουν καμμιά Κυριακή γι’ αὐτό, καμμιά γιορτή γιὰ ’κείνο, καὶ παίρνουν ὀργή Θεοῦ. Τί βοήθεια θὰ ἔχουν μετά ἀπὸ τούς Ἁγίους; Μέρα ἀγγαρείας εἶναι ἡ Κυριακή; Καὶ κάποια ἐξυπηρέτηση νὰ θέλουν νὰ μᾶς προσφέρουν οἱ ἄλλοι, ὄχι Κυριακή.

 

Δὲν ἀφήνουμε τὸν Θεό νὰ μᾶς κάνη κουμάντο. Καὶ ὅ,τι δὲν γίνεται μὲ πίστη στὸν Θεό, δὲν ἔχει σχέση μὲ τὸν Θεό· εἶναι κάτι κοσμικό. Γι’ αὐτὸ κι ἐκεῖνο ποὺ κάνουμε, δὲν ἔχει εὐλογία, καὶ ἔτσι δὲν ἔχει καλά ἀποτελέσματα. Μετά λέμε: «Φταίει ὁ διάβολος». Δὲν φταίει ὁ διάβολος, ἀλλὰ ἐμεῖς δὲν ἀφήνουμε τὸν Θεό νὰ μᾶς βοηθήση. Ὅταν δουλεύουμε τὶς ἀργίες, δίνουμε δικαιώματα καὶ ἐξ ἀρχῆς μπαίνει ὁ διάβολος. «Κρεῖσσον ὀλίγον τῷ δικαίω ὑπέρ πλοῦτον ἁμαρτωλῶν πολύν» (1), λέει ὁ Ψαλμός. Αὐτὸ ἔχει εὐλογία· τὰ ἄλλα ὅλα εἶναι ροκανίδια. Πρέπει ὅμως νὰ ἔχη κανεὶς πίστη, φιλότιμο καὶ εὐλάβεια καὶ νὰ τὰ ἀφήνη ὅλα μὲ ἐμπιστοσύνη στὸν Θεό. Ἀλλιῶς καὶ τὶς γιορτές θὰ κουτσοδουλεύη καὶ τὶς ἄλλες μέρες θὰ χαζεύη.

 

Καὶ νὰ δῆτε ὁ Θεὸς ποτέ δὲν ἀφήνει. Κυριακή καὶ γιορτή ποτέ δὲν δούλεψα, καὶ ὁ Θεὸς ποτέ δὲν μ’ ἄφησε καὶ τὶς δουλειές τὶς εὐλογοῦσε. Θυμᾶμαι, μία φορά ἦρθαν ἁλωνιστικές μηχανές στὸ χωριό καὶ εἰδοποίησαν τὸν πατέρα ὅτι θὰ ἄρχιζαν πρῶτα ἀπὸ τὰ δικά μας χωράφια, ἡμέρα Κυριακή, καὶ μετά θὰ ἔφευγαν γιὰ κάτω. Μοῦ λέει ὁ πατέρας: «Τί θὰ κάνουμε; Ἦρθαν οἱ μηχανές». «Ἐγώ Κυριακή δὲν δουλεύω, τοῦ λέω· τὴν Δευτέρα». «Ἄν ὅμως χάσουμε αὐτήν τὴν εὐκαιρία, μοῦ λέει, θὰ παιδευτοῦμε πολύ μὲ τὰ ἄλογα». «Δὲν μὲ πειράζει, τοῦ λέω. Ἄς ἁλωνίζω μέχρι τὰ Χριστούγεννα». Πῆγα στὴν Ἐκκλησία χωρίς νὰ δώσω σημασία. Μόλις ξεκίνησαν οἱ μηχανές γιὰ τὸ ἁλώνι, ἔσπασαν στὸν δρόμο καὶ εἰδοποίησαν ξανά τὸν πατέρα: «Νὰ μᾶς συγχωρῆτε, χάλασαν οἱ μηχανές. Θὰ πᾶμε στὰ Γιάννενα νὰ τὶς φτιάξουμε καὶ τὴν Δευτέρα θὰ ἀρχίσουμε πρῶτα ἀπὸ σας»! Ἔτσι δὲν ἁλώνισαν τὴν Κυριακή ἀλλὰ τὴν Δευτέρα. Πολλά τέτοια εἶδαν τὰ μάτια μου.

 

 

1) Ψαλμ. 36, 16.


 

  

ΑΝ ΕΜΕΙΣ ΟΙ ΜΟΝΑΧΟΙ ΔΕΝ ΚΡΑΤΑΜΕ ΤΙΣ ΓΙΟΡΤΕΣ,

ΟΙ ΚΟΣΜΙΚΟΙ ΤΙ ΝΑ ΚΑΝΟΥΝ

 

Καὶ στὰ Μοναστήρια παλιά τί πνεῦμα ὑπῆρχε! Θυμᾶμαι, γιόρταζαν οἱ κοσμικοί τὴν ἡμέρα τοῦ Σταυροῦ μὲ τὸ νέο ἡμερολόγιο καὶ μετά ἔφερναν τὰ σταφύλια στὸ Ἅγιον Ὅρος. Μπορεῖ ὅμως τὴν ἡμέρα ποὺ θὰ ἔφθαναν στὸ Ὅρος νὰ εἴχαμε ἐμεῖς τοῦ Σταυροῦ μὲ τὸ δικό μας ἡμερολόγιο. Ἀλλά οἱ Πατέρες ποτέ δὲν πήγαιναν νὰ ξεφορτώσουν. Τὰ γύριζαν πίσω ἤ ἄφηναν ἐκεῖ καὶ τὸ καΐκι καὶ τὰ σταφύλια. Τὸ ἴδιο γινόταν καὶ μὲ τὸ λάδι ἤ τὴν ξυλεία, ἄν ἔρχονταν ἡμέρα γιορτῆς. Καὶ ἦταν φτωχά τὰ Μοναστήρια. Σκέφτονταν: «Ὁ ἄλλος ποῦ θὰ δή καλογήρους νὰ δουλεύουν αὐτήν τὴν ἡμέρα τί θὰ πῆ;»Χίλιες φορές προτιμοῦσαν νὰ τὰ πάρη ἡ φουρτούνα, νὰ χαθοῦν καὶ τὰ σταφύλια καὶ τὰ λάδια, παρά νὰ τὰ ξεφορτώσουν καὶ νὰ χάσουν τὴν γιορτή, νὰ σκανδαλίσουν καὶ ψυχές.

 

Τώρα… Βρέθηκα σ’ ἕνα Μοναστήρι παραμονή γιορτῆς καὶ ξεφόρτωναν σταφύλια. Παγκοινιά μετά, γιὰ νὰ πατήσουν τὰ σταφύλια. Τὸ βράδυ εἶχαν Ἀγρυπνία καὶ τὴν μετέθεσαν. Καὶ ἦταν μεγάλη γιορτή! «Ἐν ἀνάγκη καὶ νόμου μετάθεσις γίνεται»… Ἀλλοῦ Κυριακή νὰ διορθώνουν τὸ Μοναστήρι ποὺ κάηκε· πάλι θὰ καῆ! Βλέπουν καὶ οἱ κοσμικοί καὶ λένε μετά: «Δὲν εἶναι τίποτε οἱ γιορτές».

Θέλει πολλή προσοχή νὰ μή δουλεύουμε, ἰδίως ἐμεῖς οἱ μοναχοί, στὶς γιορτές, γιατί ἁμαρτάνουμε καὶ ἐμεῖς, ἀλλὰ γινόμαστε καὶ σκάνδαλο στούς κοσμικούς, καὶ διπλά ἁμαρτάνουμε. Οἱ κοσμικοί ἀφορμή ζητοῦν, ἰγα νὰ δικαιολογήσουν τὶς ἁμαρτίες τους. Αὐτοί μπορεῖ νὰ δουλεύουν μέρα-νύχτα, γιορτές νὰ μήν κρατοῦν, καὶ ἄν δοῦν μία καλόγρια ἤ ἕναν καλόγερο νὰ δουλεύη σὲ μία μεγάλη ἀνάγκη, τούς λέει μετά τὸ διάβολος: «Ἐδῶ παπάδες δουλεύουν, ἐσύ γιατί νὰ μή δουλέψης;»Μία κουβέρτα νὰ τινάξη μία καλόγρια τὴν Κυριακή, ἄν τὴν δοῦν κοσμικοί, θὰ ποῦν: «Ἀφοῦ οἱ καλόγριες δουλεύουν, ἐμεῖς γιατί νὰ μήν πᾶμε στὴν δουλειά;» Γι’ αὐτὸ θέλει πολλή προσοχή νὰ μή γινώμαστε σκάνδαλο.

 

Μπαίνει ἕνα κοσμικό πνεῦμα καὶ στὰ Μοναστήρια δυστυχῶς. Σὲ μερικά μάλιστα Μοναστήρια, ὅπως μαθαίνω, τὶς Κυριακές ἤ τὶς μεγάλες γιορτές, μόλις ἔρθη τὸ μεσημέρι, πηγαίνουν στὰ διακονήματα. Λές καὶ τὰ παιδιά τούς πεθαίνουν ἀπὸ τὴν πείνα ἤ ἔχουν χρέη καὶ θὰ βγάλουν τὸ σπίτι σὲ πλειστηριασμό!... Τόση ἀνάγκη!... Ἄλλο ὁ ἀρχοντάρης, ὁ μάγειρας· στὸ ἀρχονταρίκι, στὴν κουζίνα εἶναι ἀνάγκη· δὲν μπορεῖ νὰ μήν πάη κανείς.

Τυχαίνει καμμιά φορὰ νὰ μοῦ φέρη κάποιος ψάρι. Τοῦ λέω: «Παρ’ τὸ καὶ φύγε». Ἄν ὁ ἕνας φέρη ψάρια, ὁ ἄλλος ζωντανά, ὁ ἄλλος ψόφια, τί θὰ γίνη; Κι ἐδῶ ἄν φέρουν τὰ ψάρια μέρα γιορτῆς καὶ θέλετε νὰ τὰ ἑτοιμάσετε, τότε τί θὰ χαρῆτε ἀπὸ τὴν γιορτή; Θυμάστε τὸν Πάπα-Μηνᾶ στὴν Σκήτη τῆς Ἁγίας Ἄννης; Ἕνας ψαράς τοῦ πῆγε Κυριακή πρωί ψάρια γιὰ τὴν πανήγυρη. «Γέροντα, εἶναι φρέσκα», τοῦ λέει. «Καλά, σήμερα εἶναι Κυριακή· πότε τάπιασες καὶ εἶναι φρέσκα;»τὸν ρωτάει παραξενεμένος ὁ Πάπα-Μηνᾶς. «Σήμερα τὸ πρωί», τοῦ λέει ὁ ψαράς. «Πέταξε τὰ, παιδί μου· αὐτὰ  εἶναι ἀφορισμένα! λέει ὁ Πάπα-Μηνᾶς. Καὶ γιὰ νὰ τὸ διαπιστώσεις, δῶσε ἕνα ψάρι στὸν γάτο καὶ θὰ δής ὅτι δὲν θὰ τὸ φάη». Πράγματι ὁ ψαράς πέταξε ἕνα ψάρι στὸν γάτο καὶ ὁ γάτος γύρισε πίσω τὸ κεφάλι του· ἔδειξε ἀποστροφή. Τέτοια εὐαισθησία εἶχαν!

 

Σήμερα βλέπεις στὰ Μοναστήρια σὲ μεγάλες γιορτές ἐργάτες, μάστορες… Μία φορά, τῆς Παναγίας, σ’ ἕνα Μοναστήρι εἶχαν ἐργάτες, ὁλόκληρο συνεργεῖο μὲ ἁλυσοπρίονα καὶ ξύλευαν τὸ δάσος. Ἐνῶ ἦταν ξάστερος ὁ οὐρανός, ἦρθε ἕνα σύννεφο, ἔπεσαν κεραυνοί κοντά στούς ὑλοτόμους καὶ ἔφυγαν μὲ τέτοιο τρόμο πού, ἐνῶ πῆρε τὸ δάσος φωτιά, οὔτε καν εἰδοποίησαν. Τρόμαξαν νὰ τὴν σβήσουν ἀργότερα. Τὴν ἄλλη Κυριακή πάλι μηχανές· δυὸ συνεργεῖα ξαναβγῆκαν. Ὀργή Θεοῦ εἶναι καὶ οἱ πυρκαγιές, ἀφοῦ ξυλεύουμε Κυριακές καὶ γιορτές. Καὶ τὸ κακό εἶναι ποὺ δὲν τὸ καταλαβαίνουμε. Ἔχουμε ξεπεράσει τὸ ὅριο τῆς ἀνοχῆς τοῦ Θεοῦ.

 

Ἄν ὑπάρχη κάποια ἀνάγκη, κάνουν οἱ καλόγεροι ἕνα κομποσχοίνι, ἑκατό κόμπους, καὶ φωτίζει ὁ Θεὸς κάποιον καὶ στέλνει ἑκατό χιλιάδες. Τὸ ἔργο τοῦ μοναχοῦ εἶναι ἡ προσευχή. Ἄν δὲν ἔχουμε ἐμεῖς ἐμπιστοσύνη στὸν Θεό, ποιοί θὰ ἔχουν; Οἱ κοσμικοί; Ὑποχρεώνεται ὁ Θεὸς νὰ τὸν ἀκούη τὸν μοναχό ποὺ τοῦ ἐμπιστεύεται τὴν ζωή του. Στὸ Κοινόβιο ποὺ ἤμουν, ἦταν ἕνας παρηγουμενιάρης. Καὶ σβέλτος δὲν ἦταν καὶ πρίν τελειώση ἡ Θεία Λειτουργία δὲν ἔφευγε, ἀλλὰ καὶ τὶς δουλειές τὶς ἔκανε. Ἐγώ ἤμουν πιὸ σβέλτος, ἔφευγα καὶ πρίν τελειώσει ἡ Θεία Λειτουργία, νὰ ἑτοιμάσω τὸ Συνοδικό, καὶ μοῦ ἔρχονταν ὅλα ἀνάποδα. Πότε μου γύριζε τὸ μπρίκι καὶ μοῦ χυνόταν ὁ καφές καὶ πότε μου ἔπεφταν τὰ φλιτζάνια καὶ τὰ ποτήρια, ὅλο ἀναποδιές! Ἐκεῖνος ἔφευγε στὸ τέλος τῆς Θείας Λειτουργίας. Ἔκανε τὸν σταυρό του καὶ πίστευε ὅτι ὁ Θεὸς θὰ τὸν βοηθήση. Καὶ ἄν τὸν μάλωναν, θὰ τὸ δεχόταν ταπεινά. Εἶχε ταπείνωση καὶ διπλά ὠφελεῖτο.

 

Πάντως οἱ ἄνθρωποι, ὅταν δὲν σκαλώνουν σὲ λεπτομέρειες, ποὺ δὲν βλάπτουν ἄν παραλειφθοῦν, ὠφελοῦνται διπλά καὶ δοξολογοῦν διπλά τούς ἐορταζομένους Ἁγίους. Ὅσο μποροῦμε, νὰ προσέχουμε νὰ μήν εἶναι εἰς βάρος τῶν πνευματικῶν ὅ,τι κάνουμε, ἀλλὰ τὰ πνευματικά νὰ προηγοῦνται, γιὰ νὰ ἁγιάζωνται ὅλες οἱ ἐργασίες καὶ νὰ ἔχουμε καὶ τὶς εὐλογίες τοῦ Θεοῦ. Νὰ δίνουμε τὰ πρωτεῖα στὴν πνευματική ζωή καὶ ὄχι στὰ ὑλικά. Ἄν κανεὶς ἔχη πρῶτα τὶς δουλειές καὶ ὕστερα τὴν προσευχή, δίνει μεγαλύτερη ἀξία στὶς δουλειές παρά στὰ πνευματικά. Αὐτὸ ἔχει ὑπερηφάνεια καὶ ἀνευλάβεια. Δὲν ἁγιάζεται τὸ ἔργο ποὺ γίνεται μὲ χρεωκοπία πνευματική. Ἄν δίνουμε τὰ πρωτεῖα στὰ πνευματικά, ὁ Θεὸς ὅλα θὰ τὰ τακτοποιήση. Ἄν ἐμεῖς οἱ μοναχοί δὲν κρατᾶμε τὶς γιορτές, οἱ κοσμικοί τί νὰ κάνουν; Ἄν ἐμεῖς δὲν κάνουμε πνευματικά καὶ δὲν παρακαλοῦμε τούς Ἁγίους νὰ βοηθοῦν, ποιός θὰ παρακαλέση; Ἔτσι λέμε ὅτι πιστεύουμε στὸν Θεό, ἀλλὰ δὲν ἔχουμε ἐμπιστοσύνη στὸν Θεό. Ἄν ἐμεῖς οἱ καλόγεροι ποὺ φορᾶμε τὰ ράσα οὔτε Κανόνες σεβώμαστε, ἀκαταπατοῦμε καὶ ἀτιμάζουμε τὰ πάντα, τί νόημα ἔχει τότε ἡ ζωή μας;

 

 

  

ΔΟΥΛΕΥΟΥΝ ΚΥΡΙΑΚΕΣ ΚΑΙ ΓΙΟΡΤΕΣ

ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΒΡΙΣΚΟΥΝ ΣΥΜΦΟΡΕΣ

 

Κανονικά πρίν ἀπὸ τὸν Ἑσπερινό της γιορτῆς ἤ τῆς Κυριακῆς σταματάει κάθε ἐργασία. Καλύτερα εἶναι νὰ δουλέψη κανεὶς περισσότερο τὴν προπαραμονή, ὅταν αὐτὸ μπορῆ νὰ ρυθμισθῆ, καὶ νὰ μή δουλέψη μετά τὸν Ἑσπερινό της παραμονῆς. Ἄλλο εἶναι νὰ κάνη κανεὶς σὲ μία γιορτή ἤ τὴν Κυριακή ἕνα ἐλαφρό πράγμα τὸ ἀπόγευμα, ὅταν εἶναι μεγάλη ἀνάγκη, ἀλλὰ καὶ αὐτὸ πάλι μὲ τρόπο. Παλιά καὶ οἱ χωρικοί ποὺ ἦταν ἔξω στὰ χωράφια, μόλις ἄκουγαν τὴν καμπάνα τοῦ Ἑσπερινοῦ, ἔκαναν τὸν σταυρό τους καὶ σταματοῦσαν τὴν δουλειά. Τὸ ἴδιο καὶ οἱ γυναῖκες ποὺ κάθονταν στὴν γειτονιά. Σηκώνονταν, ἔκαναν τὸν σταυρό τους καὶ ἄφηναν τὸ πλέξιμο ἤ ὅ,τι ἄλλο ἔκαναν. Καὶ ὁ Θεὸς τούς εὐλογοῦσε. Εἶχαν τὴν ὑγεία τους καὶ χαίρονταν… Τώρα κατήργησαν τὶς γιορτές, ἀπομακρύνθηκαν ἀπὸ τὸν Θεό καὶ τὴν Ἐκκλησία καὶ τελικά ὅσα βγάζουν ἀπὸ τὴν δουλειά τούς τὰ δίνουν στούς γιατρούς καὶ στὰ νοσοκομεῖα… Μία φορά ἦρθε ἕνας πατέρας στὸ Καλύβι καὶ μοῦ λέει: «Τὸ παιδί μου ἀρρωσταίνει συχνά καὶ οἱ γιατροί δὲν μποροῦν νὰ βροῦν τί ἔχει». «Νὰ σταματήσης νὰ δουλεύης Κυριακή καὶ ὅλα θ’ ἀλλάξουν», τοῦ εἶπα. Πράγματι σταμάτησε, καὶ τὸ παιδάκι τοῦ ἔγινε καλά.

 

Πάντα λέω στούς λαϊκούς νὰ σταματήσουν νὰ δουλεύουν Κυριακές καὶ γιορτές, γιὰ νὰ μήν τούς βροῦν στὴν ζωή τούς συμφορές. Ὅλοι μποροῦν νὰ ρυθμίσουν τὴν δουλειά τους. Ὅλη ἡ βάση εἶναι ἡ πνευματική εὐαισθησία. Ἄν ὑπάρχη εὐαισθησία, βρίσκονται λύσεις γιὰ ὅλα. Καὶ ἄν λίγο ζημιωθοῦν ἀπὸ μία λύση, θὰ πάρουν εὐλογία διπλή. Πολλοί ὅμως δὲν τὸ καταλαβαίνουν. Οὔτε στὴν Θεία Λειτουργία πηγαίνουν. Ἡ Θεία Λειτουργία ἁγιάζει. Ἄν δὲν πάη ὁ Χριστιανός τὴν Κυριακή στὴν Ἐκκλησία, πῶς θὰ ἁγιασθῆ;

Δυστυχῶς ὅμως πᾶνε σιγά-σιγὰ  οἱ ἄνθρωποι νὰ μήν ἀφήσουν οὔτε γιορτές οὔτε τίποτε. Βλέπεις, ἀκόμη καὶ τὰ ὀνόματα τὰ ἀλλάζουν, γιὰ νὰ μή θυμοῦνται τούς Ἁγίους τους. Τὸ Βασιλική τὸ κάνουν Βίκυ· τὸ Ζωή, Ζωζῶ, καὶ ἔτσι λέει δυὸ φορές… «ζῶο»! Ἔβαλαν τὴν γιορτή τῆς Μάνας, τοῦ Μάη, τοῦ Ἀπρίλη… Σὲ λίγο θὰ ποῦν: «Σήμερα εἶναι ἡ γιορτή τῆς ἀγκινάρας, τὴν ἄλλη τοῦ κυπαρισσιοῦ, τὴν ἄλλη τὰ γενέθλια αὐτοῦ ποὺ βρῆκε τὴν ἀτομική βόμβα ἤ τὸ ποδόσφαιρο». Δὲν ἀφήνει ὅμως ὁ Θεός…

 

ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ

ΛΟΓΟΙ Α'- ΜΕ ΠΟΝΟ ΚΑΙ ΑΓΑΠΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΑΝΘΡΩΠΟ