ΠΑΤΕΡΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ

 

ΟΣΙΟΣ ΠΑΪΣΙΟΣ Ο ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ

ΑΠΟ ΤΗ ΖΩΗ ΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ Α'

  

ΕΜΕΙΣ Μ' ΕΝΑ ΠΑΞΙΜΑΔΙ ΠΑΜΕ ΣΤΟ ΘΕΟ

 

Διάλογος του Αγίου Γέροντος με Αμερικανό επιστήμονα.

 

«Τί κατόρθωμα κάνατε σαν έθνος μεγάλο που είστε;»

 

– «Πήγαμε στο φεγγάρι», μου απάντησε.

 

– «Πόσο μακρυά είναι» τον ρωτάω;

 

– Ας πούμε, μισό εκατομμύριο χιλιόμετρα», μου λέει.

 

– Πόσα εκατομμύρια ξοδέψατε, για να πάτε στο φεγγάρι;

 

– «Από το 1950 μέχρι τώρα, μου λέει, έχουμε ξοδέψει ποταμούς δολλαρίων».

 

– Στο Θεό πήγατε; τον ρωτάω.

 

– Πόσο μακρυά είναι ο Θεός;

 

– Ο Θεός, μου λέει, είναι πολύ μακρυά.

 

–  Εμείς όμως, του λέω, μ’ ένα παξιμάδι πάμε στον Θεό!

 

 

  

Ο ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΠΑΪΣΙΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΜΦΙΕΣΗ ΤΩΝ ΚΛΗΡΙΚΩΝ

 

Ἀπὸ τὸ βιβλίο: «Ὑπαίθριο Ἀρχονταρίκι», 
τοῦ πρωτοπρεσβυτέρου πατρὸς Διονύσιου Τάτση.

 

Ἐπισκέφτηκαν κάποτε τὸν π.Παΐσιο μερικοὶ νεαροὶ μοναχοί, ποὺ ἦταν περιποιημένοι καὶ προοδευτικοὶ καὶ τοῦ ἔλεγαν ὅτι πρέπει νὰ γίνουν ἀλλαγὲς στὴν ἐξωτερικὴ ἐμφάνιση τῶν κληρικῶν καὶ τῶν μοναχῶν.

Ὁ Γέροντας, μετὰ ἀπὸ τὴ συζήτηση, τοὺς πῆρε καὶ τοὺς πῆγε πιὸ κάτω ἀπὸ τὴν καλύβη του καὶ τοὺς ἔδειξε μία μεγάλη ἐλιὰ καὶ μία μικρὴ λέγοντάς τους: Νά, ἐδῶ εἶναι ὁ δεσπότης, κι ἔδειξε τὴ μεγάλη ἐλιά, καὶ ἐδῶ ὁ διάκος, καὶ ἔδειξε τὴ μικρὴ ἐλιά. Πῆρε στὴ συνέχεια ἕνα κοφτερὸ ἐργαλεῖο καὶ χάραξε ὁριζόντια τούς κορμούς τους. Μετὰ ἀπὸ κάμποσους μῆνες ξαναεπισκέφτηκαν τὸ Γέροντα οἱ μοναχοί. Ἐκεῖνος τοὺς πῆγε νὰ δοῦν τὰ δέντρα ποὺ εἶχαν ξεραθεῖ καὶ τοὺς εἶπε: Ἔτσι θὰ γίνεται κι ἐσεῖς ἂν ἀλλάξετε τὴν ἀμφίεση. 

Ἕνας μοναχός τοῦ εἶπε: 
-Γέροντα, δὲν λυπήθηκες τὶς ἐλιές;

-Ἐδῶ, ἀδελφέ μου, θὰ χαλάσει ὁ κόσμος καὶ τὶς ἐλιὲς σκέφτεσαι ἐσύ; Ἀπάντησε ὁ Γέροντας

Συμπέρασμα: «Τὰ δέντρα ἔριξαν τὴν στολή τους, θὰ δοῦμε τὴν προκοπή τους»!

 

 

  

Ο ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΠΑΪΣΙΟΣ ΚΑΙ Ο ΔΟΚΙΜΟΣ ΜΕ ΤΗ ΓΡΑΒΑΤΑ

 

Τον Νοέμβριο του 1965 ήρθε στην Σκήτη, για να γίνει μοναχός, ένας νέος θεολόγος. Ο Πατήρ Παΐσιος, βλέποντάς τον να φοράει γραβάτα, του την έβγαλε και την έδεσε σε ένα γαϊδουράκι. Και στην συνέχεια προσπάθησε με διάφορους τρόπους να τον βοηθήσει να αποβάλει το κοσμικό πνεύμα και την τάση για εξωτερική προβολή, ώστε να μπορέσει να γίνει μοναχός.

 

Μια φορά, για παράδειγμα, έκανε το εξής: Επειδή τον έβλεπε να χαίρεται, όταν άκουγε ότι υπήρχε η σκέψη να ανατεθεί η επάνδρωση κάποιων Μονών σε νέους θεολόγους, μεταξύ των οποίων έβαζε και τον εαυτό του, ο Πατήρ Παΐσιος πήρε και έγραψε μαζί και με άλλους μοναχούς -για να μη διακρίνεται ο γραφικός χαρακτήρας- ένα σημείωμα σε καθαρεύουσα γλώσσα σαν «επίσημη πρόσκληση». Το περιεχόμενό της ήταν περίπου το εξής:

  «Επειδή είσαι μορφωμένος, θέλουμε να σου αναθέσουμε κάποιο Μοναστήρι. Να έλθεις να συνεννοηθούμε». 

Έβαλαν την επιστολή σε έναν φάκελλο, έγραψαν απ’ έξω: «Κύριον Τάδε, Θεολόγον, Σκήτην Ιβήρων», και έδωσαν τον φάκελλο σε κάποιον άλλο μοναχό, για να του τον δώσει. Όταν ο νέος έλαβε την επιστολή, έτρεξε αμέσως στον Πατέρα Παΐσιο και με φανερή ικανοποίηση του είπε: 

«Με κάλεσαν να μου αναθέσουν κάποιο Μοναστήρι». Ο Όσιος τον άφησε να πει αρκετά, και στο τέλος γελώντας του αποκάλυψε το παιδαγωγικό του τέχνασμα και του είπε με αγάπη: 

«Βλέπεις πόση δουλειά έχουμε να κάνουμε; Βλέπεις πώς μας ξεγελάει ο διάβολος; Αυτά είναι κούφια πράγματα».
Τελικά, ύστερα από λίγους μήνες ο νέος αυτός έφυγε από την Σκήτη. Πριν φύγει, πήγε να πάρει την ευχή του Πατρός Παϊσίου, κι εκείνος με καλωσύνη του είπε: «Να πας στην ευχή του Θεού». Μόλις όμως απομακρύνθηκε τρία-τέσσερα μέτρα, τον φώναξε: 

«Γύρνα πίσω, να σου πω κάτι». Και του είπε: «Κοίταξε, είτε είσαι στον κόσμο, είτε πας σε Μοναστήρι, να γίνεις άνθρωπος του Θεού. Πήγαινε τώρα». 

Αλλά, πριν προχωρήσει καμμιά δεκαριά μέτρα, τον ξαναφώναξε: 

«Ε, στάσου, κάτι ξέχασα να σου πω». Και του είπε ξανά: «Θα σου πω κάτι να το θυμάσαι· όπου και να είσαι, αρκεί να είσαι άνθρωπος του Θεού». Και όταν απομακρύνθηκε καμμιά πενηνταριά μέτρα, τον φώναξε πάλι και του επανέλαβε τα ίδια λόγια....

 

Εκ του νέου βιβλίου 

Ο Άγιος Παΐσιος ο Αγιορείτης