ΠΑΤΕΡΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ

 

ΓΕΡΩΝ ΠΑΪΣΙΟΣ
ΑΠΛΟΠΟΙΗΣΤΕ ΤΗ ΖΩΗ ΣΑΣ

  

ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΟΣΜΙΚΗ ΕΥΤΥΧΙΑ ΒΓΑΙΝΕΙ ΤΟ ΚΟΣΜΙΚΟ ΑΓΧΟΣ

 

Ὅσο ἀπομακρύνονται οἱ ἄνθρωποι ἀπὸ τὴν φυσική ζωή, τὴν ἁπλή, καὶ προχωροῦν στὴν πολυτέλεια, τόσο αὐξάνει καὶ τὸ ἀνθρώπινο ἄγχος. Καὶ ὅσο ἀπομακρύνονται ἀπὸ τὸν Θεό, ἑπόμενο εἶναι νὰ μή βρίσκουν πουθενά ἀνάπαυση. Γι' αὐτὸ γυρίζουν ἀνήσυχοι ἀκόμη καὶ γύρω ἀπὸ τὸ φεγγάρι –σάν τὸ λουρί τῆς μηχανῆς γύρω ἀπὸ τὴν τρελλή ρόδα (1) –, γιατί ὁλόκληρος ὁ πλανήτης μας δὲν χωράει τὴν πολλή τους ἀνησυχία.

 

Ἀπὸ τὴν κοσμική καλοπέραση, ἀπὸ τὴν κοσμική εὐτυχία, βγαίνει τὸ κοσμικό ἄγχος. Ἡ ἐξωτερική μόρφωση μὲ τὸ ἄγχος ὁδηγεῖ καθημερινῶς ἑκατοντάδες ἀνθρώ­πων (ἀκόμη καὶ μικρά παιδιά μὲ ἄγχος) στὶς ψυχαναλύσεις καὶ στούς ψυχιάτρους καὶ κτίζει συνεχῶς Ψυχιατρεῖα καὶ μετεκπαιδεύει ψυχιάτρους, ἐνῶ πολλοί ψυχίατροι οὔτε Θεό πιστεύουν οὔτε ψυχή παραδέχονται. Ἑπομένως, πῶς εἶναι δυνατόν αὐτοί οἱ ἄν­θρωποι νὰ βοηθήσουν ψυχές, ἀφοῦ καὶ οἱ ἴδιοι εἶναι γεμάτοι ἀπὸ ἄγχος; Πῶς εἶναι δυνατόν ὁ ἄνθρωπος νὰ παρηγορηθῆ ἀληθινά, ἄν δὲν πιστέψη στὸν Θεό καὶ στὴν ἀληθινή ζωή, τὴν μετά θάνατον, τὴν αἰώνια; Ὅταν συλλάβη ὁ ἄνθρωπος τὸ βαθύτερο νόημα τῆς ζωῆς τῆς ἀληθινῆς, τότε φεύγει ὅλο τὸ ἄγχος του καὶ ἔρχεται ἡ θεία παρηγοριά, καὶ θεραπεύεται. Ἄν πήγαινε κανεὶς στὸ Ψυχιατρεῖο καὶ διάβαζε στούς ἀσθενεῖς τὸν Ἀββᾶ Ἰσαάκ, θὰ γίνονταν καλά ὅσοι πιστεύουν στὸν Θεό, γιατί θὰ γνώριζαν τὸ βαθύτερο νόημα τῆς ζωῆς.

 

Πᾶνε νὰ ἠρεμήσουν οἱ ἄνθρωποι εἴτε μὲ ἠρεμιστικά εἴτε μὲ θεωρίες γιόγκα, καὶ τὴν πραγματική ἠρεμία, ποὺ ἔρχεται, ὅταν ταπεινωθῆ ὁ ἄνθρωπος, δὲν τὴν ἐπιδιώκουν, γιὰ νὰ ἔρθη ἡ θεία παρηγοριά μέσα τους. Καὶ οἱ διάφοροι τουρίστες, ποὺ ἔρχονται ἀπὸ ξένες χῶρες καὶ περπατοῦν στούς δρόμους, μέσα στὸν ἥλιο, στὴν ζέστη, μέσα στὴν σκόνη, μέσα σὲ τόση φασαρία, σκέψου πόσο ὑποφέρουν! Τί ζόρισμα, τί σφίξιμο ἐσωτερικό ἔχουν, ὥστε τὸ σκάσιμο αὐτὸ τὸ ἐξωτερικό τὸ θεωροῦν ἀνάσα! Πόσο τούς διώχνει ὁ ἐαυτός τους, ποὺ θεωροῦν ἀνάπαυση ὅλη αὐτήν τὴν ταλαιπωρία!

 

Ὅταν δοῦμε ἄνθρωπο μὲ μεγάλο ἄγχος, στενοχώρια καὶ λύπη, ἐνῶ τὰ ἔχει ὅλα – τίποτε δὲν τοῦ λείπει –, πρέπει νὰ γνωρίζουμε ὅτι τοῦ λείπει ὁ Θεός. Τελικά, οἱ ἄνθρωποι βασανίζονται καὶ ἀπὸ τὸν πλοῦτο, γιατί τὰ ὑλικά ἀγαθά δὲν τούς γεμίζουν, εἶναι διπλό βάσανο. Ξέρω ἀνθρώπους πλούσιους, ποὺ τὰ ἔχουν ὅλα, δὲν ἔχουν καὶ παιδιά καὶ βασανίζονται. Βαριοῦνται ποὺ κοιμοῦνται, βαριοῦνται νὰ περπατήσουν, βασανίζονται ἀπὸ ὅλα. «Εντάξει, ἀφοῦ ἔχεις ἐλεύθερο χρόνο, λέω σὲ κάποιον, Κάνε πνευματικά. Διάβασε μία Ὥρα, διάβασε λίγο ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο». «Δὲν μπορῶ», λέει. «Κάνε ἕνα καλό, πήγαινε σὲ κανένα νοσοκομεῖο καὶ δές κανέναν ἄρρωστο». «Ποὺ νὰ πάω ὡς ἐκεῖ, σοῦ λέει, καὶ τί θὰ βγῆ;». «Πήγαινε νὰ βοηθήσης κανέναν φτωχό στὴν γειτονιά σου». «Όχι, δὲν μ' εὐχαριστεῖ, λέει, οὔτε αὐτό». Νὰ ἔχη ἐλεύθερο χρόνο, νὰ ἔχη ἕνα σωρό σπίτια, νὰ ἔχη ὅλα τὰ καλά, καὶ νὰ βασανίζεται! Ξέρετε πόσοι τέτοιοι ἄνθρωποι ὑπάρχουν; Καὶ βασανίζονται, μέχρι νὰ τούς στρίψη τὸ μυαλό. Φοβερό! Καὶ ἄν τυχόν δὲν δουλεύουν, ἀλλὰ μόνον ἀπὸ τὶς περιουσίες ἔχουν εἰσοδήματα, εἶναι οἱ πιὸ βασανισμένοι ἄνθρωποι. Ἐνῶ, ἄν ἔχουν τουλάχιστον μία δουλειά, εἶναι καλύτερα.

 

1) Στά παλιά μηχανοστάσια «τρελλή ρόδα» ὀνόμαζαν τὴν ρόδα ποὺ δὲν παρῆγε ἔργο, ἀλλὰ τὴν χρησιμοποιοῦσαν ἁπλῶς γιὰ νὰ περνοῦν τὸ λουρί τοῦ τροχοῦ, ὅταν ἤθελαν νὰ τὸν ἀπενεργοποιήσουν.

 

 

  

Η ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΖΩΗ ΜΕ ΤΟ ΣΥΝΕΧΕΣ ΚΥΝΗΓΗΤΟ ΕΙΝΑΙ ΚΟΛΑΣΗ

 

Οἱ ἄνθρωποι συνέχεια βιάζονται, τρέχουν. Αὐτήν τὴν ὥρα πρέπει νὰ βρίσκωνται ἐδῶ, τὴν ἄλλη ἐκεῖ, τὴν ἄλλη πιὸ πέρα, ἀφοῦ, γιὰ νὰ μήν ξεχνοῦν τί ἔχουν νὰ κάνουν, χρειάζεται νὰ τὰ γράφουν. Μέσα σὲ τόσο τρέξιμο πάλι καλά ποὺ θυμοῦνται τὰ ὀνόματά τους!... Οὔτε τὸν ἑαυτό τούς γνωρίζουν. Ἀλλά πῶς νὰ τὸν γνωρίσουν; Γίνεται νὰ καθρεφτισθῆς σὲ θολά νερά; Ὁ Θεὸς νὰ μὲ συγχωρέση, ἀλλὰ ὁ κόσμος κατήντησε σωστό τρελλοκομεῖο. Δὲν σκέφτονται οἱ ἄνθρωποι τὴν ἄλλη ζωή, μόνο ζητᾶνε ὅλο καὶ περισσότερα ὑλικά ἀγαθά. Γι' αὐτὸ καὶ δὲν βρίσκουν ἡσυχία καὶ τρέχουν συνέχεια.

 

Εὐτυχῶς ποὺ ὑπάρχει ἡ ἄλλη ζωή. Ἄν οἱ ἄνθρωποι ζοῦσαν αἰώνια σ' αὐτήν τὴν ζωή, μεγαλύτερη κόλαση δὲν θὰ ὑπῆρχε, ἔτσι ὅπως ἔχουν κάνει τὴν ζωή τους. Μὲ αὐτὸ τὸ ἄγχος, ἄν ζοῦσαν ὀκτακόσια, ἐννιακόσια χρόνια, ὅπως στὴν ἐποχή τοῦ Νῶε, θὰ ζοῦσαν μία μεγάλη κόλαση. Τότε ζοῦσαν ἁπλά καὶ ζοῦσαν καὶ πολλά χρόνια, γιὰ νὰ διατηρῆται ἡ Παράδοση. Τώρα γίνεται αὐτὸ ποὺ λέει ὁ Ψαλμός: «Αἱ ἡμέραι τῶν ἐτῶν ἠμῶν ἐν αὐτοῖς ἑβδομήκοντα ἔτη, ἐὰν δέ ἐν δυναστείαις, ὀγδοήκοντα ἔτη, καὶ τὸ λεῖον αὐτῶν κόπος καὶ πόνος» (1). Ἑβδομήντα χρόνια εἶναι ἴσα-ἴσα γιὰ νὰ τακτοποιήσουν τὰ παιδιά τούς οἱ ἄνθρωποι.

 

Μία μέρα πέρασε ἀπὸ τὸ Καλύβι ἕνας γιατρός ποὺ ζῆ στὴν Ἀμερική καὶ μοῦ ἔλεγε γιὰ τὴν ζωή ἐκεῖ πέρα. Οἱ ἄνθρωποι ἐκεῖ κατήντησαν μηχανές, ὅλη μέρα δουλεύουν. Κάθε μέλος τῆς οἰκογενείας πρέπει νὰ ἔχη δικό του αὐτοκίνητο. Ὕστερα στὸ σπίτι, γιὰ νὰ κινῆται ὁ καθένας ἄνετα, πρέπει νὰ ἔχουν τέσσερις τηλεοράσεις. Καὶ δώσ' του καὶ δουλεύουν καὶ κουράζονται, γιὰ νὰ βγάλουν πολλά χρήματα, γιὰ νὰ ποῦν πώς εἶναι τακτοποιημένοι καὶ εὐτυχισμένοι. Ἀλλά τί σχέση ἔχουν ὅλα αὐτὰ  μὲ τὴν εὐτυχία; Τέτοια ζωή γεμάτη ἄγχος καὶ μὲ ἕνα συνεχές κυνηγητό δὲν εἶναι εὐτυχία, εἶναι κόλαση. Τί νὰ τὴν κάνης τὴν ζωή μὲ τέτοιο ἄγχος; Ἄν ἔπρεπε ὅλος ὁ κόσμος νὰ ζῆ τὴν ζωή αὐτή, δὲν θὰ τὴν ἤθελα. Ἄν ὁ Θεὸς ἔλεγε σ' αὐτούς τούς ἀνθρώπους: «Δὲν σᾶς τιμωρῶ γιὰ τὴν ζωή ποὺ ζῆτε, ἀλλὰ θὰ σᾶς ἀφήσω αἰώνια νὰ ζῆτε ἔτσι», αὐτὸ γιὰ μένα θὰ ἦταν μία μεγάλη κόλαση.

 

Γι' αὐτὸ καὶ πολλοί ἄνθρωποι δὲν ἀντέχουν νὰ ζοῦν μέσα σὲ τέτοιες συνθῆκες καὶ βγαίνουν ἔξω στὴν ὕπαιθρο χωρίς κατεύθυνση καὶ σκοπό. Σχηματίζουν ὁμάδες, ἔξω στὴν φύση, ἄλλοι μὲ πρόγραμμα τὴν γυμναστική, ἄλλοι μὲ κάτι ἄλλο. Μοῦ εἶπαν γιὰ μερικούς ποὺ βγαίνουν στὴν ὕπαιθρο καὶ τρέχουν ἤ φεύγουν στὰ βουνά καὶ ἀνεβαίνουν σὲ ὕψος 6.000 μ. Κρατοῦν τὴν ἀναπνοή τους καὶ ἔπειτα τὴν ἀφήνουν καὶ πάλι εἰσπνέουν βαθιά... Χαμένα πράγματα. Αὐτὸ δείχνει πώς ἡ καρδιά τούς εἶναι πλακωμένη ἀπὸ τὸ ἄγχος καὶ ζητάει διέξοδο. Σὲ ἕναν τέτοιον εἶπα: «Ἐσεῖς σκάβετε λάκκο, τὸν κάνετε μεγάλο, θαυμάζετε γιὰ τὸν λάκκο ποὺ ἀνοίξατε καὶ γιὰ τὸ βάθος του καὶ... πέφτετε μέσα καὶ πάτε κάτω. Ἐνῶ ἐμεῖς σκάβουμε λάκκο καὶ βρίσκουμε μέταλλα. Ἔχει νόημα ἡ ἄσκησή μας, γιατί γίνεται γιὰ κάτι ἀνώτερο».

 

 

1) Ψαλμ. 89, 10

 

 

  

ΤΟ ΑΓΧΟΣ ΕΙΝΑΙ ΤΟΥ ΔΙΑΒΟΛΟΥ

 

(Μία ὑπέρμετρη ἄσκηση) ν γίνεται ἀπὸ φιλότιμο, χαίρεται καὶ ὁ ἄνθρωπος, χαίρεται καὶ ὁ Θεὸς γιὰ τὸ φιλότιμο παιδί Του. Ἄν σφίγγεται ἀπὸ ἀγάπη, στὰζει μέλι στὴν καρδιά του. Ἐνῶ, ἄν σφίγ­γεται ἀπὸ ἐγωισμό, βασανίζεται. Κάποιος ποὺ ἀγωνιζόταν ἐγωιστικά καὶ σφιγγόταν μὲ ἄγχος, εἶπε: «Ὤ Χριστέ μου, πολύ στενή τὴν ἔκανες τὴν πύλη! Δὲν χωράω!». Ἐνῶ, ἄν ἀγωνιζόταν ταπεινά, θὰ χωροῦσε. Ὅσοι ἀγωνίζονται ἐγωιστικά μὲ νηστεῖες, ἀγρυπνίες κ.λπ., ταλαιπωροῦνται χωρίς πνευματική ὠφέλεια, γιατί δέρουν ἀέρα καὶ ὄχι δαίμονες. Ἀντί νὰ διώξουν πειρασμούς, δέχονται περισσότερους, καὶ ἑπόμενο εἶναι νὰ συναντοῦν πολλή δυσκολία στὸν ἀγώνα τους, νὰ νιώθουν πνίξιμο ἀπὸ ἄγχος. Ἐνῶ ἐκεῖνοι ποὺ ἀγωνίζονται πολύ μὲ πολλή ταπείνωση καὶ μὲ πολλή ἐλπίδα στὸν Θεό, ἡ καρδιά τούς χαίρεται καὶ ἡ ψυχή τούς φτερουγίζει.

 

Στὴν πνευματική ζωή θέλει προσοχή. Ὅταν οἱ πνευματικοί ἄνθρωποι κινοῦνται ἀπὸ κενοδοξία, μένουν μὲ ἕνα κενό στὴν ψυχή τους. Δὲν ὑπάρχει τὸ πλήρωμα, τὸ φτερούγισμα τῆς καρδιᾶς καὶ, ὅσο μεγαλώνουν τὴν κενοδοξία τους, μεγαλώνει καὶ τὸ κενό μέσα τους καὶ περισσότερο ὑποφέρουν. Ὅπου ἄγχος καὶ ἀπελπισία, ἐκεῖ ταγκαλίστικη πνευματική ζωή. Γιὰ τίποτε νὰ μήν ἔχετε ἄγχος. Τὸ ἄγχος εἶναι τοῦ διαβόλου. Ὅταν βλέπετε ἄγχος, νὰ ξέρετε ὅτι ἐκεῖ ἔχει βάλει τὴν οὐρά τοῦ τὸ ταγκαλάκι. Ὁ διάβολος δὲν πηγαίνει κόντρα. Ἄν ὑπάρχη μία τάση, σπρώχνει καὶ αὐτός, γιὰ νὰ ταλαιπωρήση καὶ νὰ πλανήση τὸν ἄνθρωπο. Τὸν εὐαίσθητο λ.χ. τὸν κάνει ὑπερ­ευαίσθητο. Ὅταν ἔχης διάθεση νὰ κάνης μετάνοιες, σπρώχνει καὶ ὁ διάβολος νὰ κάνης περισσότερες ἀπὸ τὴν ἀντοχή σου καὶ, ἄν οἱ δυνάμεις σου εἶναι περιορισμένες, δημιουργεῖται μία νευρικότητα, γιατί δὲν τὰ βγάζεις πέρα, καὶ στὴν συνέχειά σου δημιουργεῖ ἄγχος μὲ ἐλαφρά ἀπελπισία κατ' ἀρχάς καὶ μετά συνεχίζει... Θυμᾶμαι, ὅταν ἤμουν ἀρχάριος μοναχός, ἕνα διάστημα, μόλις ἔπεφτα νὰ κοιμηθῶ, μοῦ ἔλεγε ὁ πειρασμός: «Κοιμᾶσαι; Σήκω! Τόσοι ἄνθρωποι ὑποφέρουν, τόσοι ἔχουν ἀνάγκη...». Σηκωνό­μουν καὶ ἔκανα μετάνοιες, ὅ,τι μποροῦσα. Μόλις ἔπεφτα νὰ κοιμηθῶ, ἄρχιζε ξανά: «Οἱ ἄλλοι ὑποφέρουν κι ἐσύ κοιμᾶσαι; Σήκω!». Σηκωνόμουν πάλι. Μέχρι ποὺ ἔφθασα νὰ πῶ: «Ἄχ, νὰ μοῦ κόβονταν τὰ πόδια, τί καλά! Θὰ ἤμουν τότε δικαιολο­γημένος, ἀφοῦ δὲν θὰ μποροῦσα νὰ κάνω μετανοιες». Μία Μεγάλη Σαρακοστή τὴν ἔβγαλα μὲ τὸ ζόρι, γιατί πήγαινα νὰ στριμώξω τὸν ἑαυτό μου περισσότερο ἀπὸ τὴν ἀντοχή μου.

 

Ὅταν νιώθουμε στὸν ἀγώνα μᾶς ἄγχος, νὰ ξέρουμε ὅτι δὲν κινούμαστε στὸν χῶρο τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεὸς δὲν εἶναι τύραννος νὰ μᾶς πνίγη. Καθένας νὰ ἀγωνίζεται μὲ φιλότιμο, ἀνάλογα μὲ τὶς δυνάμεις του, καὶ νὰ καλλιεργῆ τὸ φιλότιμο, γιὰ νὰ ἀναπτυχθῆ ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεό. Τότε θὰ πιέζεται ἀπὸ τὸ φιλότιμο, καὶ ὁ ἀγώνας του, δηλαδή οἱ πολλές μετάνοιες, οἱ πολλές νηστεῖες κ.λπ., δὲν θὰ εἶναι τίποτε ἄλλο παρά τὰ ξεσπάσματα τῆς ἀγάπης του, καὶ θὰ προχωρῆ μὲ πνευματική λεβεντιά.

 

Δὲν πρέπει, δηλαδή, νὰ ἀγωνίζεται κανεὶς μὲ ἀρρωστημένη σχολαστικότητα καὶ νὰ πνίγεται μετά ἀπὸ ἄγχος, παλεύοντας μὲ τούς λογισμούς, ἀλλὰ νὰ ἁπλοποιήση τὸν ἀγώνα του καὶ νὰ ἐλπίζη στὸν Χριστό καὶ ὄχι στὸν ἑαυτό του. Ὁ Χριστός ὅλο ἀγάπη, καλωσύνη καὶ παρηγοριά εἶναι καὶ ποτέ δὲν πνίγει, ἀλλὰ ἔχει ἄφθονο πνευματικό ὀξυγόνο, θεία παρηγοριά. Ἄλλο εἶναι ἐργασία πνευματική λεπτή, καὶ ἄλλο εἶναι ἀρρωστημένη σχολαστικότητα, ἡ ὁποία πνίγει μὲ τὸ ἐσωτερικό ἄγχος, ἀπὸ τὸ ἐξωτερι­κό ἀδιάκριτο ζόρισμα, ποὺ σπάει καὶ τὸ κεφάλι μὲ πονοκέφαλο.

 

Ἄν κινῆται κανεὶς ἁπλά, δὲν κουράζεται. Ὅταν ὅμως μπή ἔστω καὶ λίγο ὁ ἐγωισμός, σφίγγεται, γιὰ νὰ μήν κάνη κανένα λάθος, καὶ κουράζεται. Δὲν πειράζει, ἄς κάνη καὶ κανένα λάθος καὶ ἄς τὸν μαλώσουν καὶ λίγο. Αὐτὸ ποὺ λές, μπορεῖ νὰ δικαιολογηθῆ λ.χ. σὲ ἕναν δικαστικό, ποὺ συνέχεια ἔχει νὰ ἀντιμετωπίση δύσκολες ὑποθέσεις καὶ φοβᾶται μήπως κρίνη ἄδικα καὶ γίνη αὐτός αἰτία νὰ τιμωρηθοῦν ἀθῶες ψυχές. Πονοκέφαλος στὴν πνευματική ζωή παρουσιάζεται, ὅταν κανεὶς φέρνη εὐθύνη καὶ βρίσκεται σὲ ἀδιέξοδο, γιατί πρέπει νὰ πάρη μία ἀπόφαση, ἡ ὁποία θὰ εἶναι εἰς βάρος κάποιων καί, ἄν δὲν τὴν πάρη, ἀδικοῦνται ἄλλοι. Ὅταν δηλαδή στριμώχνεται συνέχεια ἡ συνεί­δηση. Ἐσύ, ἀδελφή, νὰ προσέξης νὰ μήν κάνης πνευματική δουλειά μὲ τὸ μυαλό ἀλλὰ μὲ τὴν καρδιά. Καὶ νὰ μήν κάνης καὶ δουλειά, χωρίς νὰ ἐμπιστεύεσαι στὸν θεό ταπεινά, γιατί ἀλλιῶς θὰ ἀγωνιᾶς, θὰ κουράζης καὶ τὸ μυαλό καὶ θὰ νιώθης ἄσχημα ψυχικά. Μέσα στὴν ἀγωνία συνήθως εἶναι κρυμμένη ἡ ἀπιστία. Ἀλλά καὶ ἀπὸ ὑπερηφάνεια μπορεῖ νὰ ἔχη κανεὶς ἀγωνία.

 

 

  

Η ΛΙΤΟΤΗΤΑ ΒΟΗΘΑΕΙ ΠΟΛΥ ΣΤΗΝ ΚΑΛΟΓΕΡΙΚΗ

  

Τὸν στρατό τὸν τιμάει τὸ χακί. Τὸ Μοναστήρι τὸ τιμάει τὸ μαῦρο. Ἄν βάλουν στὸν στρατό μαῦρα καὶ στὸ Μοναστήρι χακί, δὲν ταιριάζει. Ἄντε τώρα ἐσεῖς νὰ βάλετε ἄσπρο νοσοκομειακό σάν τὶς ἀδελφές νοσοκόμες – ἀδελφές δὲν λέγεσθε καὶ ἐσεῖς; – καὶ ἐκεῖνες μαῦρα, γιὰ νὰ φέρουν σὲ ἀπελπισία τούς ἀρρώστους καὶ νὰ ποῦν οἱ ἄρρωστοι: «Θὰ πεθάνουμε, φαίνεται, καὶ δὲν μᾶς τὸ λένε καθαρά»!... Δὲν ταιριάζει, πῶς νὰ τὸ κάνουμε! Κάτι μπορεῖ νὰ εἶναι ὄμορφο, ἀλλὰ στὸν Μοναχισμό δὲν ταιριάζει. Καὶ τὸ βελοῦδο εἶναι ὄμορφο, ἀλλά, ἄν φορέσω ἕνα ράσο βελούδινο, αὐτὸ δὲν μὲ τιμᾶ, ἀλλὰ μὲ βρίζει. Μή χρησιμοποιῆτε κόκκινα, χρωματιστὰ! Δὲν κάνει!

 

Πρέπει ὅμως νὰ τὸ καταλάβη κανεὶς αὐτό. Αὐτήν τὴν χαρὰ τῆς ἁπλότητος οἱ ἄνθρωποι δὲν τὴν ἔχουν καταλάβει ἀκόμη. Νά, ἐγώ στὸ Καλύβι βρέχω τὴν σκούπα καὶ παίρνω τὶς ἀράχνες ἀπὸ τὶς κάπνες –καὶ αὐτὸ μία φορά τὸν χρόνο τὸ κάνω – καὶ ἔτσι ὅπως εἶναι βρεγμένη ἡ σκούπα, κάνει κάτι ὄμορφα σχέδια, νερά μαῦρα-ἄσπρα πάνω στὸ ταβάνι! Ἄν τὰ δή κανείς, θὰ νομίζη ὅτι τὸ ἔχω βάψει! Ξέρετε πόσο τὸ χαίρομαι;

Γνωρίζω μοναχούς ποὺ δὲν χαρήκανε ἀπὸ τὸ πνευματικό πνεῦμα ἀλλὰ ἀπὸ τὸ κοσμικό. Δὲν νιώσανε αὐτὸ τὸ σκίρτημα, τὴν χαρὰ τῆς ἁπλότητος. Στὴν πνευματική ζωή βοηθάει πάρα πολύ ἡ λιτότητα. Ὁ μοναχός πρέπει νὰ ἔχη αὐτὰ  ποὺ τοῦ χρειάζονται καὶ αὐτὰ  ποὺ τοῦ ταιριάζουν. Ἄς περιορισθῆ μέχρι αὐτὸ ποὺ τὸν διευκολύνει λίγο, νὰ μήν πάη στὸ κοσμικό. Μία στρατιωτική λ.χ. κουβέρτα ἐξυπηρετεῖ τὴν ἀνάγκη, δὲν χρειάζεται νὰ εἶναι μία κουβέρτα δαντελωτή ἤ χρωματιστή. Ἔτσι ἔρχεται ἡ ἁπλό­τητα, ἡ πνευματική λεβεντιά.

 

Δῶσε πράγματα στὸν μοναχό, τὸν κατέστρεψες. Ἐνῶ, ὅταν ἀδειάζη ἀπὸ τὰ πράγματα κανείς, αὐτὸ ξεκουράζει. Καὶ ἄν ὁ μοναχός μαζεύη πράγματα, καταστρέφει μόνος του τὸν ἑαυτό του. Ἐγώ, ὅταν μου στέλνουν πράγματα, νιώθω βάρος καὶ θέλω νὰ ξελαφρώσω, Ἤ, ὅταν ἔχω κάτι περίσσιο στὸ Κελλί μου, αἰσθάνομαι σάν νὰ φορῶ μία σφιχτή φανέλλα. Ἄν δὲν βρῶ ποῦ νὰ τὰ δώσω, καλύτερα νὰ τὰ πετάξω. Ἐνῶ, μόλις τὰ δώσω, νιώθω μία ἀνακούφιση, μία ἐλευθερία. Ἦρθε μία φορά κάποιος γνωστός καὶ μοῦ λέει: «Γέροντα, ὁ τάδέ μου ἔδωσε αὐτὰ  τὰ πράγματα νὰ σᾶς τὰ φέρω καὶ ζήτησε νὰ εὐχηθῆτε νὰ τοῦ φύγη τὸ ἄγχος». «Νὰ φύγη ἀπὸ ἐκεῖνον καὶ νὰ ἔρθη σ' ἐμένα; Παρ' τα καὶ φύγε, τοῦ λέω. Ἐγώ τώρα γέρασα, δὲν μπορῶ νὰ πηγαίνω νὰ μοιράζω (1) πράγματα».

 

Ὅλες οἱ εὐκολίες ποὺ ἔχουν οἱ ἄνθρωποι σκλαβώνουν τὸν μοναχό ἀντί νὰ τὸν βοηθήσουν. Ὁ μοναχός πρέπει νὰ προσπαθῆ νὰ ἐλαττώνη τὶς ἀνάγκες του καὶ νὰ ἁπλοποιῆ τὴν ζωή του, ἀλλιῶς δὲν ἐλευθερώνεται. Ἄλλο καθαριότητα, ἄλλο λοῦσο. Πολύ βοηθάει, γιὰ νὰ μπορέση νὰ ἐλαττώση τὶς ἀπαιτήσεις του, νὰ κάνη πολλές δουλειές μὲ ἕνα πράγμα. Στὸ Σινά εἶχα ἕνα κονσερβοκούτι καὶ ἐκεῖ ἐφτίαχνα καὶ τὸ τσάι, ἐκεῖ καὶ τὸν χυλό. Τί νομίζετε πῶς χρειάζεται ὁ ἄνθρωπος γιὰ νὰ ζήση; Παλιά στὴν ἔρημο ἔτρωγαν μόνο χουρμάδες. Οὔτε φωτιά ἀναβαν οὔτε ξύλα χρειάζονταν. Ἐγώ τώρα πῆρα ἕνα κονσερβοκούτι ἀπὸ γάλα, τὸ ἔκοψα λίγο καὶ ἔκανα κάτι σάν χερούλι. Πιὸ εὔκολο εἶναι νὰ κάνης μ' αὐτὸ καφέ ἤ τσάι. Ἕνα καὶ ἕνα στὸ καμινέτο ζεσταίνεται! Ποῦ ἐκεῖνα τὰ μπρίκια! Θέλουν ἕνα σωρό οἰνόπνευμα, γιὰ νὰ ζεσταθοῦν! Μὲ αὐτό, λίγο βαμβάκι μὲ οἰνόπνευμα βάζεις, καὶ τάκ, γίνεται ὁ καφές. Καὶ γιὰ φῶς οὔτε λάμπα ἔχω. Μόνο μὲ τὸ κερί περνῶ τὸ βράδυ.

Γενικά τὰ ἁπλά πολύ βοηθοῦν. Νὰ ἔχετε ἁπλά καὶ στέρεα πράγματα. Τὸ ταπεινό καὶ ἁπλό καὶ οἱ κοσμικοί τὸ ἐκτιμοῦν καὶ τούς μοναχούς βοηθάει. Θυμᾶται κανεὶς τὴν φτώχεια, τὸν πόνο, τὴν καλογερική. Ὅταν εἶχε πάει στὴν Μεγίστη Λαύρα ὁ βασιλιάς Γεώργιος, οἱ Πατέρες βρῆκαν ἕναν ἀσημένιο δίσκο καὶ τοῦ πῆγαν τὸ κέρασμα. Μόλις τὸν εἶδε ἐκεῖνος, τούς εἶπε: «Ἐγώ περίμενα κάτι ἄλλο ἀπὸ σας, περίμενα ξύλινο δίσκο. Τέτοιους δίσκους τούς ἔχω βαρεθή».

 

Αὐτήν τὴν γλύκα τῆς ἁπλότητος δὲν τὴν ἔχετε καταλάβει. Ἡ ἁπλότητα ξεκουράζει. Κοίταξε τί ὡραῖο κρεμαστὰρι γίνετε μὲ ἕνα καρούλι! Πολύ πρακτικό! Ἐσεῖς βασα­νίζεσθε! Ἔχετε ἐδῶ ἕνα καρφάκι ψιλό, γιὰ νὰ κρεμάση καεῖς τὸ ράσο του. Ἄν βγῆ ὁ ἀσβέστης, θὰ πρέπη κάθε φορὰ ποὺ ξεκρεμᾶς τὸ ράσο νὰ τὸ τρίβης, γιὰ νὰ καθαρίση! Δὲν βάζετε μερικά μεγάλα καρφιά στὸν τοῖχο, γιὰ νὰ ἐξυπηρετηθῆτε. Τόσος τοῖχος οὔ­τε ἕνα καρφί! Ἤ βάζετε μία ξύλινη κρεμάστρα. Αὐτή θέλει λοῦστρο, ξεσκόνισμα κ.λπ. Ἀντί νὰ ἁπλοποιῆτε τὰ πράγματα, γιὰ νὰ μή χάνετε χρόνο, μπαίνετε στό... «πολυχρό­νιο». Θέλετε τὸ τέλειο καὶ ταλαιπωρεῖσθε. Τὸ τέλειο στὰ πνευματικά νὰ τὸ θέλετε. Νὰ μή δίνετε ὅλον τὸν δυναμισμό σας σὲ ἐξωτερικά καλλιτεχνικά, ἀλλὰ στὴν καλλιτεχνία τῆς ψυχῆς. Μέρα-νύχτα νὰ κοιτάζετε γιὰ τὴν τελειοποίηση τῆς ψυχῆς. Ἄν τὸ καλλιτεχνικό τὸ ἀξιοποιήσετε στὴν καλλιέργεια τῆς ψυχῆς, θὰ χαίρεστε γιὰ τὸ πνευματικό παλατάκι σας.


 

Τὰ περισσότερα κειμήλια ξέρετε πότε μαζεύτηκαν; Μετά τὴν Ἅλωση τῆς Κωνσταντινουπόλεως μαζεύτηκαν. Ὅλα αὐτὰ  ἦταν πρῶτα στὰ παλάτια. Ἀλλά μετά, γιὰ νὰ τὰ φυλάξουν, τὰ πήγαιναν στὰ Μοναστήρια. Ἡ βασίλισσα Μάρω (2) λ.χ. τὰ κουβαλοῦσε λίγα-λίγα ἀπὸ τὸν Σουλτάνο. Ἤ τὰ ἄφηνε κανεὶς στὸ Μοναστήρι, ὅταν πέθαινε, γιὰ νὰ μή χαθοῦν. Ὄχι ὅτι τὰ Μοναστήρια ἐπεδίωκαν νὰ τὰ παίρνουν, ἀλλὰ ἐκεῖνοι ποὺ τὰ εἶχαν, ἐνίωθαν μία ἀσφάλεια καὶ τὰ πήγαιναν ἐκεῖ. Στὰ Μοναστήρια πάλι τοῦ Ἁγίου Ὅρους ἄφηναν περιουσίες, γιὰ νὰ τρώη ψωμί ὁ κόσμος, ἐπειδή δὲν ὑπῆρχαν οὔτε Γηροκομεῖα οὔτε Ὀρφανοτροφεῖα οὔτε Ψυχιατρεῖα οὔτε Φιλανθρωπικά Ἱδρύματα. Ἔδιναν καὶ μεγάλες ἐκτάσεις, γιὰ νὰ ἔχουν τὰ Μοναστήρια νὰ δίνουν στούς λαϊκούς ποὺ εἶχαν ἀνάγκη. Τότε δηλαδή ἔβλεπαν πιὸ πέρα, βοηθοῦσαν ἐκεῖνα τὰ δύσκολα χρόνια τὸν καημένο τὸν κόσμο ὑλικά, γιὰ νὰ τὸν βοηθήσουν μετά καὶ πνευματικά. Στὰ Μοναστήρια, ὅταν πήγαιναν οἱ φτωχοί, τούς ἔδιναν καμμιά εὐλογία, καὶ ἔτσι πάντρευαν τὸ παλληκάρι τους ἤ τὴν κοπέλα τους. Δηλαδή σκοπός τούς ἦταν νὰ βοηθήσουν τὸν καημένο τὸν κόσμο, γι' αὐτὸ ἐφτίαχναν καὶ μεγάλα κτίρια. Στὴν Κατοχή ξέρεις πόσο κόσμο βοήθησαν τὰ Μοναστήρια; πάρα πολύ! Πολλοί κοσμικοί τότε εἶχαν ἐπίθετο «Καράκαλλος», γιατί, ὅταν ἕνα σπίτι ἦταν φιλόξενο, ἔλεγαν ὅτι εἶναι σάν τὴν Μονή Καρακάλλου (3). Γι' αὐτὸ γίνονταν καὶ τὰ πανηγύρια στὶς Μονές, ὅταν γιόρταζε ὁ Ἅγιος, γιὰ νὰ βρῆ λίγο ψάρι ὁ φτωχός κόσμος νὰ φάη. Νὰ χαρῆ λίγο καὶ παράλληλα νὰ βοηθηθῆ πνευματικά. Τώρα γιὰ ποιό λόγο νὰ γίνωνται τὰ πανηγύρια; Ποιός ὁ σκοπός νὰ φάη ὁ κόσμος ψάρι, ἀφοῦ σήμερα δὲν στερεῖται;

 

 

1) Ὁ Γέροντας μοίραζε τὰ πράγματα ποὺ τοῦ πήγαιναν σὲ ἄλλους μοναχούς ποὺ εἶχαν ἀνάγκη.

2) Ἡ βασίλισσα Μάρω (1418-1487) ἦταν κόρη τοῦ ἡγεμόνα τῆς Σερβίας Γεωργίου Μπράνκοβιτς (1375-1456), ὁ ὁποῖος εἶναι ὁ δεύτερος κτίτορας τῆς Ἱερᾶς Μονῆς τοῦ Ἁγίου Παύλου Ἁγίου Ὅρους. Ἡ Μάρω παντρεύθηκε τὸν Σουλτάνο Μουράτ, πατέρα τοῦ Μωάμεθ τοῦ Πορθητοῦ, καὶ χάρισε στὴν Μονή τοῦ Ἁγίου Παύλου τὰ Τίμια Δῶρα, πολλά ἅγια Λείψανα καὶ ἱερά κειμήλια. Στὴν Ἱερά Μονή Ἁγίου Παύλου σώζεται τὸ πρωτότυπό της διαθήκης της, μὲ τὴν ὁποία ἀφήνει σ' αὐτήν τὴν Μονή ὅλα τὰ κινητά πολύτιμα ἀντικείμενα ποὺ εἶχε.

3) Ἕνα ἀπὸ τὰ εἴκοσι Μοναστήρια τοῦ Ἁγίου Ὅρους.

 

 

  

Η ΠΟΛΥΤΕΛΕΙΑ ΚΟΣΜΙΚΟΠΟΙΕΙ ΤΟΥΣ ΜΟΝΑΧΟΥΣ

 

Στὴν ἐποχή μας, ὅσο πιὸ ἁπλό εἶναι κάτι, ἀκόμη καὶ σὲ ἕναν Ναό, τόσο πιὸ πολύ βοηθάει, γιατί δὲν ζοῦμε τώρα στὸ Βυζάντιο.

Ὁ Ὅσιος Παχώμιος (1) στράβωσε τὴν κολόνα, γιὰ νὰ μή θαυμάζουν τὰ ἔργα τοῦ οἱ ἄνθρωποι. Θυμάστε τὸ περιστατικό; Εἶχε φτιάξει Ναό στὸ Μοναστήρι μὲ πολλή ἐπιμέλεια καὶ τὶς κολόνες τὶς εἶχε κάνει μὲ πλίνθους. Τὸν ἔβλεπε πόσο ὡραῖος ἦταν καὶ χαιρόταν. Ἀλλά μετά σκέφθηκε ὅτι τὸ νὰ χαίρεται γιὰ τὸ ὡραῖο ἔργο ποὺ ἐφτίαξε, δὲν ἦταν κατὰ Θεόν. Ἔδεσε λοιπόν τὶς κολόνες μὲ σχοινιά καὶ, ἀφοῦ προσευχήθηκε, εἶπε στούς ἀδελφούς νὰ τὰ τραβήξουν, ὥσπου στράβωσαν οἱ κολόνες.

 

Ἐκεῖ στὸ Κελλί κόβω κάθε χρόνο λαμαρίνες καὶ βάζω στὴν σκεπή, στὰ παράθυρα, γιατί εἶναι χαλασμένα καὶ μπαίνει ἀέρας. Βάζω καὶ σανίδια, νάυλον καὶ τὰ κλείνω. Θὰ μοῦ πῆς: «Γιατί δὲν φτιάχνεις διπλά παράθυρα;». Καὶ ἐγώ τὸ ξέρω αὐτό, μαραγκός εἶμαι. Ἄν ἤθελα, μποροῦσα νὰ φτιάξω παράθυρα καὶ μὲ τρεῖς πατοῦρες, ἀλλὰ μετά φεύγει ἡ καλογερική. Ὁ τοῖχος εἶναι τελείως χάλια. Μποροῦσα καὶ ἀπὸ ἄλλους νὰ ζητήσω νὰ μὲ βοηθήσουν καὶ νὰ βολέψω τὸ Καλύβι, ἀλλὰ καὶ ἔτσι βολεύομαι. Νὰ κάνω αὐτὸ τὸ ἔξοδο γιὰ τὸν τοῖχο, ἐνῶ ὑπάρχει ἀλλοῦ τόση ἀνάγκη; Δὲν μὲ βοηθάει αὐτό. Ἄν ἔχω κανένα πεντακοσάρικο, προτιμῶ νὰ πάρω σταυρουδάκια, εἰκονάκια καὶ νὰ τὰ δώσω σὲ κανέναν πονεμένο, γιὰ νὰ βοηθηθῆ. Ἐγώ χαίρομαι μὲ τὸ νὰ δίνω. Καὶ ἀνάγκη νὰ τὸ ἔχω, δὲν τὸ ξοδεύω γιὰ μένα.

 

Ὅπως ὅταν ξεκινᾶ κανεὶς γιὰ πνευματικά, δὲν χορταίνει ποτέ, ἔτσι καὶ ὅταν ξεκινᾶ γιὰ τὰ ὄμορφα, δὲν χορταίνει ποτέ. Τώρα ξέρεις τί πρέπει νὰ γίνεται; Νὰ μή φροντίζης γιὰ τὰ καλοφτιαγμένα κτίρια, νὰ φτιάχνης τὰ ἀπαραίτητα καὶ νὰ στραφῆς στὴν δυστυχία τοῦ κόσμου μὲ προσευχή, ὅταν δὲν ἔχης νὰ δώσης, καὶ μὲ ἐλεημοσύνη, ὅταν ἔχης. Νὰ κάνετε προσευχή καὶ τὰ πιὸ ἀπαραίτητα ἀπὸ δουλειές. Ὅλα αὐτὰ  ποὺ κάνουμε, δὲν ἔχουν πολλή ζωή. Καὶ ἀξίζει νὰ δίνουμε τὴν ζωή μας, καὶ νὰ δυσκο­λεύωνται ζωές καὶ νὰ πεθαίνουν ἀπὸ τὴν πείνα ἄλλοι; Τὰ ἁπλά κτίρια καὶ τὰ ταπεινά ἀντικείμενα μεταφέρουν τούς μοναχούς νοερά στὶς σπηλιές καὶ στὰ ἀπέριττα Ἀσκητήρια τῶν Ἁγίων Πατέρων μας, καὶ ἔτσι ὠφελοῦνται πνευματικά. Ἐνῶ τὰ κοσμικά θυμίζουν κόσμο καὶ κάνουν τούς μοναχούς κοσμικούς στὴν ψυχή. Πρόσφατα (2) ἔγιναν ἀνασκαφές καὶ βρέθηκαν στὴν Νιτρία τὰ πρῶτα «Κελλία» τῶν μοναχῶν, τὰ ἀσκητικά. Στὴν συνέχεια βρέθηκαν τὰ λίγο μεταγενέστερα, ποὺ ἦταν λίγο κοσμικά, καὶ κατόπιν τὰ τελευταία ποὺ ἐμοίαζαν μὲ τὰ σαλόνια τῶν πλουσίων ἐκείνης τῆς ἐποχῆς, μὲ κάδρα καὶ ζωγραφιές στούς τοίχους κ.λπ., τὰ ὁποία ἔφεραν τὴν ὀργή τοῦ Θεοῦ, τὰ λήστεψαν καὶ τὰ κατέστρεψαν οἱ κακοποιοί.

Ὁ Χριστός γεννήθηκε στὴν Φάτνη. Ἄν ἀναπαυώμαστε στὰ κοσμικά, θὰ μᾶς φτύση ὁ Χριστός, ποὺ δὲν ἔφτυσε κανέναν: «Ἐγώ δὲν εἶχα τίποτε, θὰ πῆ. Ὅλα αὐτὰ  τὰ βρήκατε γραμμένα στὸ Εὐαγγέλιο; Τὰ εἴδατε σ' Ἐμένα; Κοσμικοί δὲν εἶστε, καλόγεροι δὲν εἶστε. Τί νὰ σᾶς κάνω; Ποῦ νὰ σᾶς βάλω;».

 

Τὰ ὡραῖα καὶ τέλεια εἶναι κοσμικά καὶ τούς πνευματικούς ἀνθρώπους δὲν τούς ἀναπαύουν. Τὰ ντουβάρια θὰ γκρεμισθοῦν ὅλα. Ἡ ψυχή... Μία ψυχή ἀξίζει περισσό­τερο ἀπὸ ὅλο τὸν κόσμο. Τί κάνουμε γιὰ τὴν ψυχή; Νὰ ἀνοίξουμε δουλειά πνευματική. Νὰ μπῆ ἡ καλή ἀνησυχία. Ὁ Χριστός θὰ ζητήση ἀπὸ μᾶς σὲ τί βοηθήσαμε τὸν κόσμο πνευματικά καὶ τί πνευματική δουλειά κάναμε, ὄχι τί ντουβάρια φτιάξαμε. Αὐτὰ  οὔτε θὰ τὰ ἀναφέρη. Γιὰ τὴν πνευματική μας πρόοδο θὰ μᾶς ζητηθῆ λόγος. Θέλω νὰ καταλάβετε τὸ πνεῦμα μου, δὲν λέω νὰ μήν γίνωνται καὶ αὐτά, χτισίματα κ.λπ., ἤ νὰ μή γίνωνται καλά, ἀλλὰ πρῶτα τὰ πνευματικά καὶ ὕστερα ὅλα τὰ ἄλλα μὲ πνευματική διάκριση.

 

 

1) Ὁ Ὅσιος Παχώμιος γεννήθηκε στὴν Ἄνω Θηβαΐδα τῆς Αἰγύπτου γύρω στὸ 280. Μετά τὴν ἀπόλυσή του ἀπὸ τὸν στρατό ἀσκήτεψε σὲ ἕναν ἐγκαταλελειμμένο εἰδωλολατρικό ναό. Τὸ 320 περίπου, μετά ἀπὸ θεϊκή ὀπτασία, ἵδρυσε τὸ πρῶτο Μοναστήρι τῶν Ταβεννησιωτῶν στὴν Ἄνω Θηβαΐδα. Ἵδρυσε συνολικά ἐννέα ἀνδρικά Μοναστήρια καὶ δύο γυναικεῖα. Κοιμήθηκε τὸ 346. Εἶναι ὁ θεμελιωτής τῆς κοινοβιακῆς ζωῆς στὴν Αἴγυπτο.

2) Εἰπώθηκε τὸ 1986.

 

  

ΑΠΛΟΠΟΙΗΣΤΕ ΤΗ ΖΩΗ ΣΑΣ

 

Οἱ κοσμικοί λένε: «Καλότυχοι αὐτοί ποὺ ζοῦν στὰ παλάτια καὶ ἔχουν ὅλες τὶς εὐκολίες». Ἀλλ' ὅμως μακάριοι εἶναι αὐτοί ποὺ κατόρθωσαν νὰ ἁπλοποιήσουν τὴν ζωή τους καὶ ἐλευθερώθηκαν ἀπὸ τὴν θηλειά τῆς κοσμικῆς αὐτῆς ἐξελίξεως τῶν πολλῶν εὐκολιῶν, ἴσον τῶν πολλῶν δυσκολιῶν, καὶ ἀπαλλάχθηκαν ἀπὸ τὸν φοβερό ἄγχος τῆς σημερινῆς ἐποχῆς μας. Ἄν δὲν ἁπλοποιήση τὴν ζωή τοῦ ὁ ἄνθρωπος, βασανίζεται. Ἐνῶ, ἄν τὴν ἁπλοποιήση, δὲν θὰ ἔχη αὐτὸ τὸ ἄγχος.

 

Ἕνας Γερμανός μία φορά στὸ Σινά εἶπε σὲ ἕνα Βεδουϊνάκι ποὺ ἦταν πανέξυπνο: «Ἐσύ εἶσαι ἔξυπνο, μπορεῖς νὰ μάθης γράμματα». «Καί μετά;», τὸν ρωτάει ἐκεῖνο. «Με­τά θὰ γίνης μηχανικός». «Καὶ μετά;». «Μετά θ' ἀνοίξης ἕνα συνεργεῖο αὐτοκινήτων». «Καί μετά;». «Μετά θὰ τὸ μεγαλώσης». «Καί μετά;». «Μετά θὰ πάρης καὶ ἄλλους νὰ δουλεύουν καὶ θὰ ἔχης πολύ προσωπικό». «Δηλαδή, τοῦ λέει, νὰ ἔχω ἕναν πονοκέφαλο, νὰ βάλω ἄλλον ἕναν πονοκέφαλο καὶ μετά νὰ βάλω καὶ ἕναν ἄλλον; Δὲν εἶναι καλύτερα τώρα ποῦ ἔχω ἥσυχο τὸ κεφάλι μου;». Ὁ περισσότερος πονοκέφαλος εἶναι ἀπὸ αὐτές τὶς σκέψεις, νὰ κάνουμε αὐτό, νὰ κάνουμε ἐκεῖνο. Ἄν ἦταν πνευματικές οἱ σκέψεις, θὰ ἐνίωθε κανεὶς πνευματική παρηγοριά καὶ δὲν θὰ εἶχε πονοκέφαλο.

 

Τώρα καὶ στούς κοσμικούς τονίζω πολύ τὴν ἁπλότητα. Γιατί πολλά ἀπὸ αὐτὰ  ποὺ κάνουν, δὲν χρειάζονται καὶ τούς τρώει τὸ ἄγχος. Τούς μιλάω γιὰ τὴν λιτότητα καὶ τὴν ἀσκητικότητα. Συνέχεια φωνάζω: «Ἁπλοποιῆστε τὴν ζωή σας, γιὰ νὰ φύγη τὸ ἄγχος». Καὶ τὰ περισσότερα διαζύγια ἀπὸ 'κει ξεκινοῦν. Πολλές δουλειές, πολλά πρά­γματα ἔχουν νὰ κάνουν οἱ ἄνθρωποι καὶ ζαλίζονται. Δουλεύουν καὶ οἱ δύο, πατέρας καὶ μάνα, ἀφήνουν καὶ τὰ παιδιά ἐγκαταλελειμμένα. Κούραση, νεῦρα – μικρό θέμα, μεγάλος καυγᾶς – αὐτόματο διαζύγιο μετά, ἐκεῖ φθάνουν. Ἄν ἁπλοποιοῦσαν ὅμως τὴν ζωή τους, θὰ ἦταν καὶ ξεκούραστοι καὶ χαρούμενοι. Αὐτὸ τὸ ἄγχος εἶναι καταστροφή!

 

Μία φορά βρέθηκα σὲ ἕνα σπίτι ποὺ ἦταν ὅλο πολυτέλεια καὶ, καθώς συζητούσαμε, μοῦ εἶπαν: «Ζοῦμε στὸν Παράδεισο, ἐνῶ ἄλλοι ἄνθρωποι στερούνται». «Ζῆτε στὴν κόλαση, τούς λέω. «Ἄφρον, ταύτη τῇ νυκτί» (1), εἶπε ὁ Θεὸς στὸν πλούσιο. Ἄν ὁ Χριστός μὲ ρωτοῦσε: «Ποῦ θέλεις νὰ σὲ βάλουμε, σὲ μία φυλακή ἤ σὲ ἕνα σπίτι σάν αὐτό;», θὰ ἔλεγα: «Σὲ μία σκοτεινή φυλακή». Γιατί ἡ φυλακή θὰ μὲ βοηθοῦσε. Θὰ μοῦ θύμιζε τὸν Χριστό, θὰ μοῦ θύμιζε τους ἁγίους Μάρτυρες, θὰ μοῦ θύμιζε τούς ἀσκητές ποὺ ἦταν στὶς ὀπές τῆς γής, θὰ μοῦ θύμιζε καλογερική. Ἡ φυλακή θὰ ἐμοίαζε καὶ λίγο μὲ τὸ κελλί μου καὶ θὰ χαιρόμουν. Αὐτὸ τὸ δικό σας τί θὰ μοῦ θύμιζε καὶ σὲ τί θὰ μὲ βοηθοῦσε; Γι' αὐτὸ οἱ φυλακές μὲ ἀναπαύουν καλύτερα ὄχι μόνον ἀπὸ ἕνα σαλόνι κοσμικό ἀλλὰ καὶ ἀπ'ἕνα ὡραῖο κελλί μοναχοῦ. Χίλιες φορές στὴν φυλακή παρά σὲ ἕνα τέτοιο σπίτι».

 

Κάποτε ποὺ εἶχα φιλοξενηθῆ στὴν Ἀθήνα σ' ἕναν φίλο μου, μὲ παρακάλεσε νὰ δεχθῶ ἕναν οἰκογενειάρχη πρίν φωτίση, γιατί ἄλλη ὥρα δὲν εὐκαιροῦσε. Ἦρθε λοιπόν χαρούμενος καὶ συνέχεια δοξολογοῦσε τὸν Θεό. Εἶχε καὶ πολλή ταπείνωση καὶ ἁπλότητα καὶ μὲ παρακαλοῦσε νὰ εὔχωμαι γιὰ τὴν οἰκογένειά του. Ὁ ἀδελφός αὐτός ἦταν περίπου τριάντα ὀκτώ ἐτῶν καὶ εἶχε ἑπτά παιδιά. Δυὸ τὸ ἀνδρόγυνο καὶ ἄλλοι δυὸ οἱ γονεῖς του, ἐν ὅλῳ ἕντεκα ψυχές, καὶ ἔμεναν ὅλοι σὲ ἕνα δωμάτιο. Μοῦ ἔλεγε μὲ τὴν ἁπλότητα ποὺ εἶχε: «Ὄρθιούς μας χωράει τὸ δωμάτιο, ἀλλά, ὅταν ξαπλώνουμε, δὲν μᾶς παίρνει, εἶναι λίγο στενόχωρα. Δόξα τῷ Θεῶ, τώρα κάναμε ἕνα ὑπόστεγο γιὰ κουζίνα καὶ βολευτήκαμε. Ἐμεῖς ἔχουμε καὶ στέγη. Πάτερ μου, ἐνῶ εἶναι ἄλλοι ποὺ μένουν στὴν ὑπαιθρο». Ἡ ἐργασία τοῦ ἦταν σιδερωτής. Ἔμενε στὴν Ἀθήνα καὶ ἔφευγε πρίν φωτίση, γιὰ νὰ βρεθῆ ἐγκαίρως στὸν Πειραιά ὅπου ἐργαζόταν. Ἀπὸ τὴν ὀρθοστασία καὶ τὶς πολλές ὑπερωρίες τὰ πόδια τοῦ εἶχαν κιρσούς καὶ τὸν ἐνοχλοῦσαν, ἀλλὰ ἡ πολλή ἀγάπη του πρὸς τὴν οἰκογένειά του τὸν ἔκανε νὰ ξεχνάη τούς πόνους καὶ τὶς ἐνοχλήσεις. Ἐλεεινολογοῦσε μάλιστα τὸν ἑαυτό τοῦ συνέχεια καὶ ἔλεγε ὅτι δὲν ἔχει ἀγάπη, γιατί δὲν κάνει καλωσύνες σάν Χριστιανός, καὶ ἐπαινοῦσε τὴν γυναίκα του ὅτι ἐκείνη κάνει καλωσύνες, γιατί ἐκτός ἀπὸ τὰ παιδιά καὶ τὰ πεθερικά της ποὺ φρόντιζε, πήγαινε καὶ ἔπαιρνε τὰ ροῦχα ἀπὸ τούς γέρους τῆς γειτονιᾶς, τὰ ἐπλένε, τούς συγύριζε καὶ τὰ σπίτια, τούς ἐφτίαχνε καὶ καμμιά σούπα. Ἔβλεπε κανεὶς στὸ πρόσωπο τοῦ καλοῦ αὐτοῦ οἰκογενειάρχη ζωγραφισμένη τὴν θεία Χάρη. Εἶχε μέσα τοῦ τὸν Χριστό καὶ ἦταν γεμά­τος χαρὰ καὶ τὸ δωμάτιό του γεμάτο ἀπὸ παραδεισένια χαρά. Ἐνῶ αὐτοί ποὺ δὲν ἔχουν μέσα τούς τὸν Χριστό, εἶναι γεμάτοι ἀπὸ ἄγχος, καὶ δυὸ ἄνθρωποι νὰ εἶναι, δὲν χωρᾶνε μέσα σὲ ἕντεκα δωμάτια. Ἐνῶ οἱ ἕντεκα αὐτοί ἄνθρωποι μὲ τὸν Χριστό, χωροῦσαν μέσα σ' ἕνα δωμάτιο.

 

Ἀκόμη καὶ πνευματικοί ἄνθρωποι, ὅσους χώρους καὶ νὰ ἔχουν, βλέπεις νὰ μή χωροῦν, γιατί μέσα τους δὲν ἔχει χωρέσει ὁ Χριστός ὁλόκληρος. Ἄν οἱ γυναῖκες ποὺ ζοῦσαν στὰ Φάρασα ἔβλεπαν τὴν πολυτέλεια ποὺ ὑπάρχει σήμερα, ἀκόμη καὶ σὲ πολλά Μοναστήρια, θὰ ἔλεγαν: «Θὰ ρίξη ὁ Θεὸς φωτιά νὰ μᾶς κάψη! Ἐγκατάλειψη Θεοῦ!». Ἐκεῖνες μάζευαν τὶς δουλειές τάκα-τάκα. Πρωί-πρωί ἔπρεπε νὰ βγάλουν τὰ γίδια, μετά νὰ συμμάσουν τὸ σπίτι. Ὕστερα πήγαιναν στὰ ἐξωκκλήσια ἤ μαζεύονταν στὶς σπηλιές, καὶ μία ποὺ ἤξερε λίγα γράμματα διάβαζε τὸ Συναξάρι τοῦ Ἁγίου της ἡμέρας. Μετά δωσ' τοῦ μετάνοιες, ἔλεγαν καὶ τὴν εὐχή. Καὶ δούλευαν, κουράζονταν. Μία γυναίκα ἔπρεπε νὰ ξέρη νὰ ράβη ὅλα τὰ ροῦχα τοῦ σπιτιοῦ. Καὶ τὰ ἔρραβαν μὲ τὸ χέρι. Μηχανές τοῦ χεριοῦ λίγες εἶχαν σὲ καμμιά πόλη, στὰ χωριά δὲν εἶχαν. Ἄν ὑπῆρχε στὰ Φάρασα ὅλο καὶ ὅλο μία μηχανή τοῦ χεριοῦ. Ἔρραβαν ἀκόμη καὶ τοῦ ἄνδρα τὰ ροῦχα καὶ ἦταν πιὸ ἄνετα, καὶ τὶς κάλτες τὶς ἔπλεκαν στὸ χέρι. Εἶχαν γοῦστο, μεράκι, ἀλλὰ τούς περίσσευε καὶ χρόνος, γιατί τὰ εἶχαν ὅλα ἁπλά. Οἱ Φαρασιῶτες δὲν κοιτοῦσαν λεπτομέρειες. Ζοῦσαν τὴν χαρὰ τῆς καλογερικῆς. Καὶ ἄν, γιὰ παράδειγμα, ἡ κουβέρτα δὲν ἦταν καλά στρωμένη καὶ κρεμόταν λίγο ἀπὸ τὴν μία μεριά καὶ ἔλεγες: «Σιάξε τὴν κουβέρτα», θὰ σοῦ ἔλεγαν: «Σὲ ἐμποδίζει στὴν προσευχή σου;».

 

Αὐτήν τὴν χαρὰ τῆς καλογερικῆς οἱ ἄνθρωποι σήμερα δὲν τὴν γνωρίζουν. Νομίζουν ὅτι δὲν πρέπει νὰ στερηθοῦν, νὰ ταλαιπωρηθοῦν. Ἄν σκέφτονταν οἱ ἄνθρωποι λίγο καλογερικά, ἄν ζοῦσαν πιὸ ἁπλά, θὰ ἦταν ἥσυχοι. Τώρα βασανίζονται. Ἄγχος καὶ ἀπελπισία στὴν ψυχή. «Ὁ τάδε πέτυχε ποὺ ἐφτίαξε δύο πολυκατοικίες ἤ ποὺ ἔμαθε πέντε γλῶσσες κ.λπ.! Ἐγώ δὲν ἔχω οὔτε ἕνα διαμέρισμα, δὲν ξέρω οὔτε μία ξένη γλώσσα. Ὤχ, χάθηκα!». Ἔχει κάποιος ἕνα αὐτοκίνητο καὶ ἀρχίζει: «Ὁ ἄλλος ἔχει καλύτερο. Νὰ πάρω καὶ ἐγώ». Παίρνει τὸ καλύτερο, ὕστερα μαθαίνει ὅτι ἄλλοι ἔχουν ἀεροπλάνα ἀτομικά καὶ πάλι βασανίζεται. Τελειωμό δὲν ἔχουν. Ἐνῶ ἄλλος ποὺ δὲν ἔχει αὐτοκίνητο, ὅταν δοξάζη τὸν Θεό, χαίρεται: «Δόξα τῷ Θεῶ, λέει, ἄς μήν ἔχω αὐτοκίνητο, ἔχω γερά τὰ πόδια μου καὶ μπορῶ νὰ περπατήσω. Πόσοι ἄνθρωποι εἶναι μὲ κομμένα πόδια, δὲν μποροῦν νὰ ἐξυπηρετηθοῦν, νὰ βγοῦν ἕναν περίπατο, θέλουν ἕναν ἄνθρωπο νὰ τούς ὑπηρετή, ἐνῶ ἐγώ ἔχω τὰ πόδια μου!». Κί ἕνας κουτσός τοὺ λέει: «Καὶ ἄλλοι ποὺ δὲν ἔχουν καὶ τὰ δυὸ πόδια;», καὶ αὐτός χαίρεται.

 

Ἡ ἀχαριστία καὶ ἡ ἀπληστία εἶναι μεγάλο κακό. Ὁ κυριευμένος ἀπὸ ὑλικά πράγματα εἶναι κυριευμένος πάντα ἀπὸ στενοχώρια καὶ ἄγχος, γιατί πότε τρέμει μήν τοῦ τὰ πάρουν καὶ πότε μήν τοῦ πάρουν τὴν ψυχή. Μία μέρα ἦρθε ἕνας πλούσιος ἀπὸ τὴν Ἀθήνα καὶ μοῦ λέει: «Πάτερ, ἔχασα τὴν ἐπαφή μὲ τὰ παιδιά μου, ἔχασα τὰ παιδιά μού». «Πόσα παιδιά ἔχεις;», τοῦ λέω. «Δύο, μοῦ λέει. Τὰ μεγάλωσα μὲ τὸ πουλιοῦ τὸ γάλα. Τί ἤθελαν καὶ δὲν τὸ εἶχαν! Ἀκόμη καὶ αὐτοκίνητο τὰ πήρα». Ἀπὸ τὴν συζήτηση βγῆκε ὅτι εἶχε καὶ αὐτός δικό του αὐτοκίνητο καὶ ἡ γυναίκα τοῦ δικό της καὶ τὰ παιδιά δικό τους. «Εὐλογημένε, τοῦ λέω, ἐσύ, ἀντί νὰ λύσης τὰ προβλήματά σου, τὰ μεγάλωσες. Τώρα θέλεις ἕνα μεγάλο γκαράζ γιὰ τὰ αὐτοκίνητα, ἕναν μηχανικό νὰ τὸν πληρώνης τετραπλάσια, γιὰ νὰ τὰ διορθώνης, χώρια ποὺ κινδυνεύετε καὶ οἱ τέσσερις κάθε στιγμή νὰ σκοτωθῆτε. Ἐνῶ, ἄν εἶχες ἁπλοποιήσει τὴν ζωή σου, θὰ ἦταν ἑνωμένη ἡ οἰκογένειά σου, θὰ καταλάβαινε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο καὶ δὲν θὰ εἶχες αὐτὰ  τὰ προβλήματα. Δὲν φταῖνε τὰ παιδιά σου τώρα, ἐσύ φταῖς ποὺ δὲν φρόντισες νὰ δώσης ἄλλη ἀγωγή στὰ παιδιά σοῦ». Μία οἰκογένεια τέσσερα αὐτοκίνητα, ἕνα γκαράζ, ἕναν μηχανικό κ.λπ.! Ἄς πάη ὁ ἄλλος λίγο ἀργότερα. Ὅλη αὐτή ἡ εὐκολία γεννάει δυσκολίες.

Ἄλλη φορὰ ἦρθε ἕνας ἄλλος οἰκογενειάρχης στὸ Καλύβι – ἦταν πέντε ἄτομα ἡ οἰκογένειά του – καὶ μοῦ λέει: «Πάτερ, ἔχουμε ἕνα αὐτοκίνητο καὶ σκέφτομαι νὰ πάρουμε ἄλλα δύο. Θὰ μᾶς διευκολύνη». «Καί πόσο θὰ σᾶς δυσκολέψη τὸ σκέφτηκες; τοῦ λέω. Τὸ ἕνα τὸ βάζεις ἐκεῖ σὲ μία τρύπα, τὰ τρία ποῦ θὰ τὰ βάλης; Θὰ θέλης ἕνα γκαράζ καὶ μία ἀποθήκη γιὰ καύσιμα. Θὰ διατρέχετε τρεῖς κινδύνους. Καλύτερα νὰ ἔχετε ἕνα καὶ νὰ περιορίσετε τὶς ἐξόδους σας. Θὰ ἔχετε χρόνο νὰ δῆτε τὰ παιδιά σας. Θὰ ἔχετε τὴν ἠρεμία σας. Ἡ ἁπλοποίηση εἶναι τὸ παν». «Δὲν τὸ σκέφθηκα αὐτό», μοῦ λέει.

 

Μαρτυρική εἶναι ἡ ζωή τους, γιατί δὲν ἁπλοποιοῦν τὰ πράγματα. Οἱ περισσότερες εὐκολίες δυσκολίες προξενοῦν. Οἱ κοσμικοί πνίγονται ἀπὸ τὰ πολλά. Ἔχουν γεμίσει εὐκολίες-εὐκολίες καὶ ἔκαναν τὴν ζωή τούς δύσκολη. Ἄν δὲν ἁπλοποιήση κανεὶς τὰ πράγματα, μία εὐκολία γεννάει ἕνα σωρό δυσκολίες.

Ὅταν ἤμασταν μικρά, κόβαμε τὸ καρούλι στὶς ἄκρες, βάζαμε μία σφήνα μέσα καὶ κάναμε ἕνα ὡραῖο παιχνίδι καὶ χαιρόμασταν μ' αὐτό. Τὰ μικρά παιδιά χαίρονται μὲ ἕνα αὐτοκινητάκι πιὸ πολύ ἀπὸ ὅ,τι ὁ πατέρας τους, ὅταν ἀγοράζη μερσεντές. Ἄν ρωτήσης ἕνα κοριτσάκι: «Τί θέλεις, ἕνα κουκλάκι ἤ μία πολυκατοικία;», νὰ δής, θὰ σοῦ πῆ: «Ἕνα κουκλάκι». Καὶ τελικά τὰ μικρά παιδιά γνωρίζουν τὴν ματαιότητα τοῦ κόσμου.

Νὰ συλλάβη κανεὶς τὸ βαθύτερο νόημα τῆς ζωῆς. «Ζητεῖτε πρῶτον τὴν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ...» (2). Ἀπὸ ἐκεῖ ξεκινᾶ ἡ ἁπλότητα καὶ κάθε σωστή ἀντιμετώπιση.

 

 

1) Λουκ. 12, 20.

2) Ματθ. 6, 33.

 

ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ

ΛΟΓΟΙ Α'- ΜΕ ΠΟΝΟ ΚΑΙ ΑΓΑΠΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΑΝΘΡΩΠΟ