ΠΑΤΕΡΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ

 

ΓΕΡΩΝ ΙΕΡΩΝΥΜΟΣ ΑΙΓΙΝΗΣ
ΕΙΔΕ ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΑΓΙΟ ΠΟΤΗΡΙΟ ΤΗ ΜΟΡΦΗ ΤΗΣ ΣΑΡΚΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΑΙΜΑΤΟΣ

  

Γέροντας Ιερώνυμος: Είδε μέσα στο Άγιο Ποτήριο

τη μορφή της σάρκας και του αίματος!

 

Μετά τη χειροτονία του λειτούργησε συνέχεια σαράντα μέρες. Τις μέρες αυτές ο π. Βασίλειος [όταν ο όσιος Ιερώνυμος Σιμωνοπετρίτης τον έκειρε Μεγαλόσχημο Μοναχό του έδωσε το όνομα Ιερώνυμος] τις έζησε σε κατάσταση θείας έκστασης και μεταρσίωσης, κάτι ανάμεσα στον ουρανό και τη γη.
Ούτε ο ίδιος αλλ’ ούτε και όσοι τις έζησαν μαζί του ξέχασαν ποτέ τις ουράνιες αυτές εμπειρίες. Μαζί με τον ιερέα του Υψίστου ανυψώνονταν στα ουράνια κι όσοι τον παρακολουθούσαν σ’ αυτές τις θείες αναβάσεις του.

Οι εμπειρίες του αυτές αύξησαν ακόμη περισσότερο το φόβο του Θεού, που τόσο έντονα αισθανόταν μέσα του. Όσο η ψυχή του υψωνόταν στα ουράνια και προσέγγιζε στο θρόνο της Θείας μεγαλειότητας, τόσο περισσότερο αισθανόταν τον εαυτό του ανάξιο να υπουργήσει [να υπηρετήσει] τα άχραντα μυστήρια και να ψηλαφήσει τον Κύριο της Δόξης.

Η μέθεξη των θείων τον έκανε να ξεφύγει απ’ τα ανθρώπινα και να δει τα «υπερφυώς τελούμενα» όχι πια σαν άνθρωπος, με μάτια θνητά, αλλά με τα νοερά μάτια της καθαρής κι αγνής ψυχής του, που βλέπουν «αυτό τούτο το σώμα του Κυρίου σφαγιαζόμενο».

Κι’ ενώ ζούσε σ’ αυτή την κατάσταση της θείας μέθεξης και του θείου γνόφου, προσφέροντας καθημερινά την αναίμακτη θυσία, τη τεσσαρακοστή μέρα απ’ τη χειροτονία του σε ιερέα αξιώθηκε να δει ένα φοβερό όραμα. Αυτό έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη μετέπειτα πορεία του, ως λειτουργού του Υψίστου.

 

Κατά τη διάρκεια της θείας λειτουργίας κι ενώ, ως συνήθως, η προσευχή του τον είχε συναρπάσει και τον είχε αναβιβάσει ψηλά, στο θρόνο του «εσφαγμένου» αρνίου, ξαφνικά είδε το Τίμιο Σώμα και Αίμα του Κυρίου να μετουσιώνεται πραγματικά και να παίρνει μέσα στο Άγιο Ποτήριο τη μορφή της σάρκας και του αίματος.

Ο π. Βασίλειος συγκλονίστηκε στη θέα του υπερφυσικού αυτού φαινομένου. Για πολλή ώρα προσευχόταν μπροστά στο θείο αυτό μυστήριο, χύνοντας άφθονα και καυτά δάκρυα. Μετά, με βήμα ασταθές από συγκίνηση και φόβο Θεού, βγήκε στην Ωραία Πύλη και έκανε απόλυση, χωρίς ν’ αποκαλύψει σε κανένα το υπερφυσικό θαύμα που έλαβε χώρα μέσα στο ιερό.
Όταν έφυγαν όλοι από την εκκλησία, ο π. Βασίλειος γονάτισε κι άφησε την αγνή ψυχή του να «κενωθεί» μπροστά στο Δημιουργό Του.

Για ώρες πολλές προσευχόταν με δάκρυα και παρακαλούσε το Θεό να νεύσει και να λάβει το θείο Σώμα Του ξανά τη μορφή του άρτου και του οίνου, για να μπορέσει να καταλύσει.
Η ταπεινή ψυχή του έβλεπε ακόμα κι αυτή την εύνοια του Θεού, να του αποκαλυφθεί με τόσο ορατό τρόπο, σαν ένδειξη της αναξιότητάς του. Κι’ αυτό του προκαλούσε συντριβή και παρακαλούσε με μεγαλύτερη θέρμη και με περισσότερα δάκρυα το Θεό.

Τέλος, μετά από προσευχή και δάκρυα αρκετών ωρών, που θα μπορούσαν να παραλληλιστούν με τις ημέρες που πέρασε ο Θεόπτης Μωυσής στο Θεοβάδιστο Όρος Σινά, τα Άχραντα Μυστήρια ξανάρθαν στην αρχική τους μορφή.
Κι ο π. Βασίλειος «κοινώνησε» κυριολεκτικά το Τίμιο Σώμα και Αίμα του Κυρίου.

 

Από το βιβλίο του Πέτρου Μπότση, “Γέροντας Ιερώνυμος ο Ησυχαστής της Αίγινας”, Αθήνα, 1999.