ΠΑΤΕΡΙΚΑ
ΚΕΙΜΕΝΑ |
|
ΓΕΡΩΝ
ΣΙΜΩΝ ΑΡΒΑΝΙΤΗΣ
ΑΠΟΦΘΕΓΜΑΤΑ
|
Αποφθέγματα
του π. Σίμωνος Αρβανίτη (+1988)
επιλεγμένα από τα πέντε
βιβλία που έγραψε γι’ αυτόν ο μαθητής του π. Ζωσιμάς
Στο τέλος κάθε
κειμένου υπάρχει μια παρένθεση, που παραπέμπει στον τόμο και τις σελίδες της
συγγραφής του πατρός Ζωσιμά.
|
01. Διδακτικός ποιμένας.
Ο π. Ζωσιμάς σταχυολόγησε αποσπάσματα από κάποιες ομιλίες του Γέροντα στην
Τράπεζα της Μονής του Αγίου Παντελεήμονος, οι οποίες είχαν μαγνητοφωνηθεί
από πνευματικά του τέκνα, ως εξής:
Α) Εκείνο που προέχει σήμερα είναι να πιστέψουμε ολόψυχα στο Θεό και ότι
τίποτε δεν γίνεται χωρίς Αυτόν. Όλα περιλαμβάνονται στη Θεία Του Πρόνοια.
Ίσως, όμως, ρωτήσουν κάποιοι: «Και τα κακά πώς εξηγούνται; Από το Θεό
προέρχονται»; Είναι πολύ μεγάλο ζήτημα αυτό και δεν το επιτρέπουν τα πέντε
λεπτά που διατίθενται γι’ αυτήν την προσλαλιά να το θίξουμε. Εκείνο που
μπορώ να πω είναι πως ο Θεός ούτε θέλει τα κακά ούτε είναι δημιουργός τους.
Είναι γεννήματα της δικής μας αμαρτίας και κακίας. Και επειδή εφευρέτης του
κακού και της αμαρτίας είναι ο σατανάς, εκμεταλλεύεται τη δική μας κακία και
μας κάνει συνεργάτες του.
Βλέποντας ο Θεός πως μένουμε στην κακία και την αμαρτία, την οποία, αν και
μας θανατώνει, λατρεύουμε και την έχουμε θρονιασμένη στις καρδιές μας, θέλει
να μας βοηθήσει να καταλάβουμε πως το κακό είναι κακό και αποβλέπει στην
καταστροφή μας εδώ στη γη και στον αιώνιο όλεθρό μας κατόπιν.
Και για να βοηθηθούμε σ’ αυτό, επιτρέπει να μας βρουν κάποια δυσάρεστα
πράγματα, όπως είναι ο πόνος, η θλίψη, οι αναποδιές της ζωής, οι αρρώστιες
κλπ. Αν κάποιος π.χ. φθονεί κάποιον άλλον, ο Θεός επιτρέπει να του συμβεί
κάποιο κακό για να καταλάβει την κακία του και να μετανοήσει, για να μπει
στο δρόμο του καλού και να μη φθονεί, αλλά να αγαπάει τον άλλον. Εμείς,
όμως, τι λέμε; «Ναι, βέβαια, το κακό είναι κακό, αλλά έλα που δεν μπορούμε
να απαλλαγούμε από αυτό»!
Λησμονούμε όμως πως ο Χριστός έγινε άνθρωπος γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο, για
να μας
βοηθήσει να απαλλαγούμε από το κακό, μέσα στο οποίο ζούμε και το οποίο μας
βασανίζει. Ο Χριστός όμως δεν ήρθε απλώς στη γη για να φύγει από κοντά μας
κάπου στα βάθη του ουρανού. Ο Χριστός είναι διαρκώς παρών στην Εκκλησία Του
και πάντα κοντά μας. Δεν είπε, αφήνοντας τους Μαθητάς Του μετά την ανάστασή
του: «Ιδού εγώ μεθ’ υμών ειμί πάσας τας ημέρας έως της συντελείας του
αιώνος»; (Ματθ. κη΄ 20). Και είμαι παρών όχι μόνο σε έναν τόπο, αλλά παντού
(σαν Θεός). Επομένως μπορώ να πραγματοποιήσω ό,τι σας υποσχέθηκα.
Αυτά λέει ο Χριστός. Πρέπει όμως να αποφασίσουμε κι’ εμείς να πάμε κοντά
του. Και αν θέλετε να με ακολουθήσετε, λέει ο Κύριος, και να είστε πάντα
κοντά μου, θα με έχετε πάντα κοντά σας, γιατί εγώ είμαι πάντα παρών. Και θα
σας δώσω όλα όσα σας υποσχέθηκα και θα ζήτε σαν σε παράδεισο. «Δόξα και τιμή
και ειρήνη παντί τω εργαζομένω το αγαθόν» (Ρωμ. β΄ 10). Η ειρήνη είμαι εγώ,
ο Χριστός, και μόνον εγώ μπορώ να σας δώσω δόξα και τιμή.
Αν όμως εσείς τρέχετε στα όσα σας προσφέρει ο κόσμος και όχι σε ό,τι σας
προσφέρω εγώ, τι να σας κάνω τότε; Εφ’ όσον θα θέλετε να με λατρεύετε, θα με
έχετε κοντά σας. Αν όμως θεωρείτε ευτυχία σας τη μέθη και τις απολαύσεις του
κόσμου αυτού, πώς θα είμαι παρών μέσα σας στην περίπτωση αυτή;
Ο κόσμος σας οδηγεί στη διαφθορά και στη φθορά. Σας υπόσχεται χαρά, υγεία,
ευτυχία. Αλλά αυτά που υπόσχεται ο κόσμος, αποτελούν απλούστατα δόλωμα για
να σας τραβήξει κοντά του. Δεν έχει όμως τίποτε να σας προσφέρει. Θέλει ο
κόσμος να σας εμποδίσει να ζήσετε παραδεισένια ζωή από αυτή τη ζωή και σας
ετοιμάζει την κόλαση από τώρα, γιατί ο παράδεισος του κόσμου είναι
πραγματική κόλαση.
Θα πείτε, ίσως, πως ο Θεός επιτρέπει δοκιμασίες. Επομένως δε πρόκειται και
κοντά του να τις αποφύγουμε. Και βέβαια θα επιτρέψει δοκιμασίες ο Θεός, μας
λέγει ο Κύριος. Πώς αλλιώς θα απαλλαγείτε από τις κακίες σας; Αν όμως με
αφήσετε να σας θεραπεύσω, τότε θα γίνετε άγγελοι. Εφόσον λοιπόν δεν δίνουμε
σημασία στην πρόσκληση του Χριστού να είμαστε μαζί του, τότε μένουμε σε
κόλαση, που μόνοι μας δημιουργούμε. Εάν δεχθούμε όμως με ευγνωμοσύνη τη
δοκιμασία που στέλνει ο Θεός, τότε και θα διορθωθούμε και πάντα θα υπάρχει η
ελπίδα να απαλλαγούμε από τη δοκιμασία. Αλλά και αν την κρατήσει, θα έχει
άλλο νόημα για μας και αυτό θα σημαίνει την προαγωγή μας σε αγιασμό.
Για να απαλλαγούμε από τα κακά ο Θεός μας αφαιρεί τα υλικά αγαθά, τα οποία
μας βλάπτουν. Αν όμως έχουμε καλή διάθεση να υπηρετήσουμε τους άλλους με
αγάπη και ζούμε ως οικονόμοι Θεού, τότε μας τα διατηρεί και γινόμαστε
άγγελοι Θεού και προκαλούμε τους άλλους να μας μιμηθούν.
Το κακό, αγαπητοί, προέρχεται από εμάς και όχι από τους άλλους. Και για μας
φέρει σε συναίσθηση ο Θεός επιτρέπει να μας κακοποιήσουν οι κακοί. Αν όμως
δεν φταίμε, και μας αδικούν οι κακοί, τότε ας χαίρωμεν και ας αγαλλιώμεν εν
εκείνη τη ημέρα. Ο Θεός θα μας αποδώσει πολλαπλάσια τιμή, που τώρα
τσαλακώνεται από τους αδίκους και πολλαπλάσια αυτών που χάνουμε ή
ζημιωνόμαστε. Ας προσέχουμε, λοιπόν, να μη βλάπτουμε εμείς τον εαυτό μας.
«Εαυτόν μη βλάπτοντα, ουδείς παραβλάψαι δύναται», λέγει ο άγιος Ιωάννης ο
Χρυσόστομος. Όποιος δεν βλάπτει τον εαυτό του, κανένας άλλος δεν μπορεί να
τον βλάψει.
Βεβαίως, κάνοντας το καλό, μπορεί να συναντήσουμε την αδικία και συκοφαντία
εκ μέρους άλλων. Ας μην απογοητευόμαστε εμείς. Δεν θα επιτρέψει ο Θεός να
χαθούμε. Εμείς θα κάνουμε υπομονή, δεν θα κακολογούμε ούτε θα βρίζουμε ούτε
θα καταριόμαστε κανέναν ούτε θα τρέχουμε στα δικαστήρια. Και ο Θεός ξέρει
και μπορεί να μας ανοίξει πηγές ευλογίας.
Η πηγή των αγαθών είναι μία, ο Θεός και Δημιουργός των όλων. Από αυτήν την
πηγή του καλού πηγάζουν και όλες οι άλλες πηγές. Ο Θεός είναι η πηγή της
χάριτος. Και δεν μπορεί ο άνθρωπος που θα πάρει κάποια χάρη και δωρεά να μην
έχει χαρά και όποια άλλη ευλογία.
Καρπός του Πνεύματος, λέγει η Γραφή, είναι αγάπη, χαρά, ειρήνη, μακροθυμία,
χρηστότης, αγαθωσύνη, πίστις, πραότης, εγκράτεια (Γαλ. ε΄ 22). Παίρνοντας
λοιπόν από την πηγή των χαρισμάτων του Αγίου Πνεύματος τις διάφορες χάριτες,
τα διάφορα χαρίσματα, πώς είναι δυνατόν να έχει κανένας μίσος, να αδικεί
τους άλλους, να είναι γενικά κακός; Παίρνοντας, λοιπόν, το Άγιον Πνεύμα, δεν
παίρνουμε λόγια, αλλά καταστάσεις μοναδικές, όπως είναι αυτές που είδαμε πιο
πάνω ως καρπούς του Πνεύματος.
Ας μη παύσουμε να ζητούμε τα χαρίσματα αυτά που ανανεώνουν την
καρδιά και την κάνουν να μη γερνάει ποτέ. Τα δώρα αυτά αναφέρονται στην
ψυχή. Και αυτή αποτελεί τον κυρίως άνθρωπο. Αυτήν πρέπει να φροντίζουμε να
ομορφαίνουμε, οπότε τιμούμε και προστατεύουμε και το σώμα μας από τη φθορά
και διαφθορά της αμαρτίας.
Ο εγκρατής άνθρωπος π.χ. δεν αφήνει το σώμα του να κυλιέται στη λάσπη. Το
ντύνει με χίλια δυό όμορφα καλύμματα, όπως είναι η αγάπη, η ελεημοσύνη, η
συγχωρητικότητα και αποκλείει τα αντίθετα, π.χ. τη φιλαργυρία, τη
ματαιοδοξία, το μίσος και όλα τα αντίστοιχά τους, που δεν φέρνουν την ειρήνη
και την τιμή.
Ο προφήτης Δαβίδ λέει σε κάποιον ψαλμό: «εθαυμαστώθη η γνώσις σου
εξ εμού». Μια ψυχή και ένα σώμα στολισμένα με πνευματικά χαρίσματα
δημιουργεί στις ψυχές των άλλων τον θαυμασμό για τον Δημιουργό τέτοιου
θαύματος. Αν ακολουθήσουμε, λοιπόν, σταθερά την ωραία και βασιλική οδό της
αγάπης προς όλους, της αλληλοβοηθείας και γενικά της αρετής, τότε ο Χριστός
θα είναι πάντα παρών μέσα μας και η χαρά θα βασιλεύει μέσα μας, ενώ η ειρήνη
θα χαρακτηρίζει τις σχέσεις μας με τους γύρω μας, μέσα και έξω από την
οικογένειά μας.
Β). Όσοι αγωνίζονται επάξια, θα πάρουν διπλό μισθό, αυτό μας βεβαιώνει η
Γραφή. Γιατί; Γιατί κανένας άγιος και κανένας αγωνιστής της Εκκλησίας μας
δεν πέρασε χωρίς διωγμούς και συκοφαντίες, χωρίς ιδιαίτερα μεγάλο πόνο και
μαρτύριο για τον Κύριο. Για όλα αυτά κάνει ιδιαίτερο λόγο ο απόστολος
Παύλος, που τα έζησε, όπως και όλοι οι άγιοι απόστολοι και οι άλλοι άγιοι.
«Εν παντί θλιβόμενοι, αλλ’ ου στενοχωρούμενοι, απορούμενοι, αλλ’ ουκ
εξαπορούμενοι, διωκόμενοι, αλλ’ ουκ εγκαταλειπόμενοι, καταβαλλόμενοι, αλλ’
ουκ απολλύμενοι...ως αγνοούμενοι και επιγινωσκόμενοι, ως αποθνήσκοντες και
ιδού ζώμεν… λοιδορούμενοι ευλογούμεν, διωκόμενοι ανεχόμεθα…».
Αυτά διαβάζουμε στις δύο προς Κορινθίους επιστολές του. Και αυτά που έζησαν
αυτοί οι άγιοι, τα ίδια, τηρουμένων κάποιων αναλογιών, πρέπει να ζούμε κι’
εμείς και με τον ίδιο τρόπο να αντιμετωπίζουμε τις διάφορες καταστάσεις.
Λένε όμως κάποιοι: «Κάνεις το καλό και βρίσκεις τον μπελά σου». Τέτοιους
«μπελάδες» βρήκαν οι άγιοι, όπως αναφέραμε πιο πάνω. Και τους δέχτηκαν
εκείνοι με πίστη, με χαρά, με ενθουσιασμό, με υπομονή, με αγάπη και αφοσίωση
στον Κύριο μέχρι θανάτου. Και γι’ αυτό και είναι άξιοι διπλού μισθού. Θα
είναι δε κρίμα να χάνουμε το καλό, να πάψουμε να το ενεργούμε, γιατί θα
υπάρξουν αντιδράσεις, συκοφαντίες κλπ. Ας μη λησμονούμε πόσα αγαθά και
αμοιβές μας ετοιμάζει ο Κύριος και τί χάνουμε λυγίζοντας, επειδή μας
κατηγορεί ο κόσμος.
Ο χριστιανός δεν φοβάται την εχθρότητα που θα συναντήσει στην καλωσύνη και
την αγάπη, με την οποία αντιμετωπίζει την κακότητα και την αντίδραση του
κόσμου. Αυτό δεν έκανε ο Χριστός; Όχι μόνο συγχώρεσε τους σταυρωτές του,
αλλά και προσευχήθηκε γι’ αυτούς. Και πρέπει ο χριστιανός να συγχωρεί σε
τόσο βαθμό, που να μπορεί να προσεύχεται γι’ αυτούς που του κάνουν κακό. Ο
χριστιανός ακόμη αποφεύγει να κατακρίνει τους άλλους.
Ο απόστολος Παύλος λέει: «Σύ τις εί ο κρίνων αλλότριον οικέτην; Τω
ιδίω Κυρίω στήκει ή πίπτει. Σταθήσεται δε. Δυνατός γάρ εστίν Θεός στήσαι
αυτόν» (Ρωμ. ιδ΄ 4). Και ο ίδιος ο Κύριος είπε: «Μη κρίνετε, ίνα μη κριθήτε»
(Ματθ. ζ΄ 1).
Είναι αλλουνού δούλος ο άλλος, δούλος του Θεού. Και είναι υπεύθυνος
έναντι μόνον του Θεού. Και αν τυχόν πέσει, ο Θεός μπορεί να τον ξανασηκώσει.
Με ποιό δικαίωμα τον κατακρίνουμε εμείς; Ο Κύριος μέρα και νύχτα προσπαθεί
και θέλει να βοηθήσει τον άνθρωπο, προκειμένου να ξαναγυρίσει στη σωστή
πορεία, στην αρχική του τάξη και κατάσταση. Κι αν το θέλει ο Κύριος για τον
κάθε πιστό, πολύ περισσότερο το θέλει για τον κάθε κληρικό και λειτουργό
του.
Κάτι που πρέπει να επιδιώκει ο κάθε χριστιανός είναι η πραότης, που τελικά
σημαίνει ταπείνωση και ειρηνική διάθεση. Και αυτό οφείλεται στο ότι
ταπείνωση σημαίνει κατοχή του πλούτου της Θεότητος. Γι’ αυτό ο ταπεινός δεν
οργίζεται, αλλά είναι ο πράος, ο ειρηνικός και ο γεμάτος γλυκύτητα, ο απλός
άνθρωπος.
Όλα αυτά αποτελούν θείο δώρο. Και μπορεί και ο πιο ασήμαντος άνθρωπος να
είναι στολισμένος με το θείο αυτό δώρο, πράγμα που ίσως οι θεωρούμενοι
σημαντικοί άνθρωποι να μη δίνουν σημασία σ’ αυτά και ιδιαιτέρως σ’ αυτούς
τους άσημους ανθρώπους. Αλλά αν οι άνθρωποι, όποιοι και να είναι αυτοί, τους
αγνοούν, δεν τους αγνοούν όμως οι άγγελοι του Θεού.
«Οράτε μη καταφρονήσητε ενός των μικρών τούτων. Λέγω γαρ υμίν, ότι οι
άγγελοι αυτών διά παντός βλέπουσι το πρόσωπον του πατρός μου του εν
ουρανοίς» (Ματθ. ιη΄ 10).
Οι μικροί και ασήμαντοι άνθρωποι, κατά κόσμον, δεν είναι ασήμαντοι στον
ουρανό. Δεν είναι περιφρονημένοι ή άξιοι υποτιμήσεως, γιατί τους προσέχουν
οι άγγελοι του Θεού, οι οποίοι σχετίζονται άμεσα με τον Θεό. Αν οι άνθρωποι
αυτοί αμαρτάνουν, θλίβονται και πονούν γι’ αυτούς οι άγγελοι. Αν, αντίθετα,
προοδεύουν, χαίρονται και πανηγυρίζουν. Και μιλούν ευνοϊκά γι’ αυτούς στο
Θεό. Ο Θεός, λοιπόν, αυτούς τους απλούς και πράους και ταπεινούς ανθρώπους
θέλει, αυτούς που δεν φαίνονται, αλλά μένουν κρυμμένοι και αφανείς, που όμως
είναι πλούσιοι εσωτερικά, πλούσιοι σε ευσέβεια, ταπείνωση και κάθε αρετή.
Εκείνο που κάνει αξιοθαύμαστο έναν άνθρωπο είναι η γλυκύτης και η καλοσύνη
πάντοτε, αλλά περισσότερο σε περιπτώσεις υποδείξεως και ελέγχου. Γιατί είναι
πολύ σημαντικό πράγμα να ελέγξει κανένας. Μόνον όποιος μιλάει με γλυκό και
πράο τρόπο, προ πάντων σήμερα, μπορεί να οδηγήσει τον άλλον σε συναίσθηση
και μετάνοια. Και τι πιο ωραίο να υβρίζεσαι και εσύ να μιλάς με γλυκό τρόπο;
Γ). Τίποτε δεν είναι γλυκύτερο και σημαντικότερο από αυτό που δημιούργησε ο
Θεός και
καλούμαστε να κοπιάσουμε κι’ εμείς λίγο για να γίνει ο κόσμος, κόσμος χαράς,
ευφροσύνης και αγαλλιάσεως.
Ο Θεός λέγει διά του προφήτου Ησαΐου: «Εάν θέλητε και εισακούσητέ
μου, τα αγαθά της γης φάγεσθε. Εάν δε μη θέλητε μηδέ εισακούσητέ μου,
μάχαιρα υμάς κατέδεται». Ο προφήτης μας λέει πως δεν θα μπορέσει ο άνθρωπος
να ιδεί ημέρες χαράς και γαλήνης και απολαύσεως των αγαθών, που έδωσε άφθονα
ο Θεός στη γη ετούτη, αν δεν υπάρξει υπακοή στο θέλημά του. Σε αντίθετη
περίπτωση, θα φάει τον άνθρωπο το μαχαίρι, δηλαδή θα βρίσκεται ο άνθρωπος σε
αντίθεση και με τον ίδιο τον εαυτό του και με τους άλλους.
Μακριά από τον Θεό υπάρχει η ταραχή, η εχθρότητα, ο θάνατος. Κοντά στο Θεό
υπάρχει ο παράδεισος για εμάς και η θύρα εισόδου μας σ’ αυτόν είναι η
μετάνοια. Και ενώ δεν έχουμε να χάσουμε τίποτε πλησιάζοντας το Χριστό, κοντά
του κερδίζουμε το παν.
Πολύ σωστά τονίζει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης πως η επιθυμία της σαρκός και η
επιθυμία των οφθαλμών και η αλαζονεία του βίου, που δεν είναι του Θεού,
είναι πράγματα που φεύγουν, είναι απατηλά και προσωρινά.
Αντίθετα, η ευσέβεια είναι ωφέλιμη αιωνίως. Και αληθινή ευσέβεια είναι να
ακολουθεί κανένας όσα είπε ο Κύριος και διδάσκει η Εκκλησία διά των Πατέρων.
Τι έχασαν οι άνθρωποι που επεδίωξαν δόξα αιώνια και ακατάλυτη; Έγιναν
μεγάλοι, όχι κατά κόσμον, αλλά κατά Θεόν…
Ας επιδιώξουμε κι εμείς να τα πετάξουμε όλα από πάνω μας και να
ντυθούμε τον Χριστόν. Ας προσπαθήσουμε να αποκτήσουμε τη σοφία του Χριστού
και όχι του κόσμου. Ο Θεός δεν έπλασε τον κόσμον ματαίως, αλλά για να ζει
και να ευφραίνεται αιωνίως. Αν αυτό το κατανοήσουμε πλήρως, τότε χάνει ο
θάνατος το φοβερό του κεντρί και γίνεται παίγνιο των ανθρώπων. Γνωρίζοντας
τον ωραίο αυτόν προορισμό, θα υποφέρουμε λιγότερο στον κόσμο αυτόν και θα
αποκτήσουν όλα υψηλότερο και ωραιότερο νόημα… Αλλά γι’ αυτό οφείλουμε να
αποκτήσουμε και τη συνείδηση αυτής της αλήθειας και τη βίωσή της, ώστε να
αποτελούν οι πιστοί το ζωντανό παράδειγμα και τη ζωντανή διδασκαλία αυτής
της αλήθειας για όλους και ιδιαίτερα για τη νέα γενεά.
Έχοντας ο άνθρωπος υπόψη του τον ωραίο του προορισμό, θα σκέπτεται μόνο το
καλό για τον πλησίον του, το καλό για τον γείτονά του και ουδέποτε θα τον
εκμεταλλευθεί, ουδέποτε θα τον αδικήσει ή θα του κάνει κακό. Και έτσι οι
σχέσεις του με τους άλλους θα είναι ομαλές, γιατί θα είναι επίσης συνεπής
στις υποχρεώσεις του, π.χ. ο εργοδότης έναντι του εργαζομένου και
αντίστροφα. Τι σημαίνουν όλα αυτά; Σημαίνουν, ότι βασιλεύει η καλοσύνη και η
αγάπη, βασιλεύει η χαρά και ο ένας προσέχει τον άλλο. Τότε και η φιλία
γίνεται στέρεη και ακατάλυτη και ο ένας φίλος θυσιάζεται για τον άλλον.
Και δεν υπάρχει αντάλλαγμα πολυτιμότερο στη ζωή σου από φίλο πιστό.
Έχεις φίλο; Θα ζήσεις στις δύσκολες στιγμές. Δεν συμβαίνει το ίδιο με τα
χρήματα που είναι φίλος άπιστος ή μάλλον δεν είναι καν φίλος. Γνωρίζοντας,
λοιπόν, τον προορισμό σου, θα μπορέσεις να αποκτήσεις το πνεύμα της αγάπης
και της θυσίας και επομένως τις προϋποθέσεις της αληθινής φιλίας και
αμοιβαιότητος.
Απλά πράγματα αυτά, αλλά δεν μπορεί το ανθρώπινο πνεύμα να τα αντιληφθεί και
πολύ
περισσότερο να τα θέσει σε εφαρμογή, αν κάποια από αυτά τα συλλάβει. Γι’
αυτό πρέπει κοντά στα άλλα ή, μάλλον, πριν από τα άλλα, να ξεκαθαρίσει τη
σκέψη του και τις ιδέες του. Και αυτό θα το πετύχει μελετώντας τον λόγο του
Θεού, Παλαιά και Καινή Διαθήκη και τους Πατέρας που την ερμηνεύουν σωστά.
Έτσι, θα έχει ανοιχτούς τους ουρανούς, όπως λέγει και ο άγιος Ιωάννης ο
Χρυσόστομος για τη μελέτη της Γραφής: «Η των Γραφών ανάγνωσις, των ουρανών
υπάνοιξις εστί». (Α-195 έως 203).
|
02. Ο Γέροντας
είχε πολύ παρρησία και αφοβία.
Μια ημέρα, στο Μοναστήρι της Μεταμορφώσεως στην Κύμη, είχε μαζευτεί πολύς
κόσμος. Είχαν πάει και μερικοί αντάρτες και είχαν και ένα κοντάρι με το
κεφάλι κάποιου παπά που είχαν σκοτώσει. Ένας από αυτούς είχε ανέβει ψηλά σε
μια εξέδρα και φώναζε: Ζήτω η ελευθερία, κάτω η παρθενία!
Ο Γέροντας, ακούγοντας αυτά, κυριεύθηκε από ζήλο Κυρίου Σαβαώθ και ξεκίνησε
να πάει να δώσει ένα μάθημα στον ασεβή. Ένας από τους πατέρες της Μονής
προσπάθησε να τον συγκρατήσει, λέγοντάς του: «Τι πας να κάνεις πάτερ Σίμων;
Δεν βλέπεις το κεφάλι του παπά στο κοντάρι»;
Ο Γέροντας δεν του έδωσε σημασία και προχώρησε προς τον αντάρτη. Ανέβηκε
πάνω στην εξέδρα και τον ήλεγξε με πολύ αυστηρό τρόπο και κατέληξε:
«Όλα όσα λες είναι αμαρτία. Πού ξέρεις εσύ, τι είναι παρθενία; Πώς τολμάς να
λες τέτοιες βλακείες και ανοησίες για πράγματα που δεν ξέρεις; Δεν μπορείς
να λες «ζήτω η ελευθερία, κάτω η παρθενία. Και επί πλέον δεν σου επιτρέπεται
να μιλάς με τον τρόπο αυτό σε ένα άγιο χώρο, όπως είναι το Μοναστήρι».
Και τον πιάνει ο π. Σίμων και με δύναμη, που εκείνος δεν φανταζόταν πως είχε
ετούτος ο παπάς, τον κατέβασε από την εξέδρα. Ο κόσμος όλος, που ήταν
μάρτυρας της σκηνής εκείνης, έμεινε κατάπληκτος από το θάρρος του π. Σίμωνα
και από την παρρησία και την αφοβία, με την οποία μίλησε για την παρθενία.
Μαινόμενος ο αντάρτης όπλισε το όπλο του έτοιμος να σκοτώσει τον π. Σίμωνα.
Όμως, ένας άλλος αντάρτης, που ήταν μαζί του, τον σταμάτησε, λέγοντάς του:
«Για όνομα του Θεού! Μην το κάνεις αυτό! Αν τον σκοτώσεις, όλο το χωριό θα
ξεσηκωθεί εναντίον μας, γιατί, αν το χωριό αυτό ζει ακόμη, το οφείλει στον
παπά αυτόν. Αυτός είναι ένας άγιος άνθρωπος. Μάλιστα κάνει και θαύματα».
«Έτσι, σταμάτησε το κακό ως εκεί. Φανερή ήταν η επέμβαση του Θεού»,
τελειώνει ο αφηγητής. (Α-66/67).
|
03. Αφιλάργυρος και συμπονετικός.
Από διήγηση ενορίτη:
Όταν χτιζόταν η μεγάλη Εκκλησία της Αγίας Βαρβάρας στη Λυκόβρυση, ήρθε από
τη Γαλλία μια Γαλλίδα με οχτώ - εννέα παιδιά. Ο π. Σίμων βγήκε και έκανε
έρανο και της έχτισε σπίτι, να βάλει η γυναίκα μέσα τα παιδιά της. Ήταν μόνη
της και χωρίς άντρα και τη λυπήθηκε.
Ερχόταν και έκανε αγιασμό και όταν ήθελα να βάλω κανένα πενηντάρι
στην τσέπη του, μου έλεγε: «Όχι, παιδί μου. Ο Χριστός ανέστησε τον Λάζαρο
και δεν πήρε φράγκο. Θεράπευσε τόσους παράλυτους και δεν πήρε φράγκο. Εμείς,
γιατί να πάρουμε λεφτά»; Και δεν έπαιρνε. Κάθε μήνα πήγαινε στους κήπους και
έκανε αγιασμό. Ο πατήρ Σίμων βοηθούσε όλο τον κόσμο. Δεν άφηνε κανέναν
αβοήθητο. (Α – 92)
|
04. Ο ηγούμενος της Μονής Φιλοθέου για τον π. Σίμωνα.
Ο Άγγελος, ένας πνευματικός αδελφός του πατρός Ζωσιμά, του είπε ότι, όταν
πήγε στο Άγιον Όρος, συνάντησε στη Μονή Φιλοθέου τον ηγούμενο της Μονής,
πατέρα Εφραίμ, και τον ρώτησε, αν γνώριζε τον Γέροντα Σίμωνα Αρβανίτη.
Ο πατήρ Εφραίμ τότε του μίλησε για την αγιότητά του και του ανέφερε και το
εξής περιστατικό:
«Είχα πάει μια μέρα στο Μοναστήρι του Γέροντα, στον Άγιο Παντελεήμονα, στην
Πεντέλη. Συνάντησα τον Γέροντα, που με προσπέρασε, πηγαίνοντας προς την
εκκλησία, και του λέω αμέσως: «Πάτερ Σίμωνα, ήρθα να σε δω και να πάρω την
ευχή σου».
Και μου απαντά ο Γέροντας: «Δεν βλέπεις, παιδί μου, που με τραβάει
από το χέρι ο Άγιος Παντελεήμονας και με πάει στην εκκλησία»; (Β-122)
|
05. Ο πατήρ Ζωσιμάς διηγείται.
Πάντα μου έλεγε ο Γέροντας: Παιδί μου, να εξομολογείσαι τους λογισμούς σου,
να καθαρίζεσαι, να μην κατηγορήσεις κανέναν άνθρωπο, οτιδήποτε και να είναι
αυτός, και να μην οργίζεσαι. Να έχεις μέσα σου ειρήνη, να διαβάζεις πολύ τα
πατερικά βιβλία και να κάνεις τα καθήκοντά σου. Να αγαπάς τους φτωχούς και
να παρέχεις την φιλοξενία.
Να τους προσφέρεις από όλα τα καλά. Πάντα να σκέφτεσαι το καλό, να λες το
καλό και να κάνεις το καλό. Εδώ στη γη που ήρθαμε, παιδί μου, πρέπει να
ξέρεις, ότι ήρθαμε μόνο και μόνο, για να πάμε στον Παράδεισο.
Εάν θυμώσεις καμιά φορά και δεν σε αφήνει ο λογισμός σου, να πας να ζητήσεις
συγγνώμη, εσύ να μην τον ακούς, γιατί είναι ο σατανάς, που παρεμποδίζει. Εσύ
να τρέξεις πρώτος και ας έχεις δίκιο. Να βιάσεις τον εαυτό σου, να πας
πρώτος να ζητήσεις συγγνώμη, για να μην προλάβει ο άλλος και έρθει και σου
αρπάξει το στέφανο. Διότι εκεί είναι ο Χριστός και σε περιμένει με το
στέφανο, για να σε στεφανώσει. Όταν προσέξεις σε αυτά που σου λέω, ο σατανάς
δεν θα μπορεί να σε πειράξει και ο Χριστός θα είναι πάντα μαζί σου. Να
είσαι, παιδί μου, πάντα στην υπακοή. (Β-130)
|
06. Βιβλία του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου.
Μια ημέρα είπε ο Γέροντας στον πατέρα Ζωσιμά: «Πάτερ Ζωσιμά, από σήμερα θα
διαβάζεις τους τόμους του Χρυσοστόμου. Θα διαβάζεις μόνο το κείμενο, όχι την
ερμηνεία. Θα τα διαβάζεις και ας μη τα καταλαβαίνεις. Σιγά, σιγά θα έρθουν
όλα και θα τα καταλαβαίνεις μετά. Θα πηγαίνεις στο καλύβι σου, θα κλείνεσαι
μέσα και θα διαβάζεις όλη την ημέρα».
Ο πατήρ Ζωσιμάς έκανε όπως του είπε ο Γέροντας. Όμως, όπως κρατούσε το
βιβλίο με τα δυο του χέρια, από κάτω από το εξώφυλλο έβγαλε ο σατανάς το
κεφάλι του και τον κοιτούσε. Τον έβλεπε και αυτός και μόλις άρχισε να
διαβάζει, ζαλιζόταν και τον έπιανε ύπνος βαθύς. Όταν ξυπνούσε, και έπιανε να
διαβάζει, ξανά του έβγαζε το κεφάλι του, τον κοιτούσε και πάθαινε το ίδιο.
Τότε, ο πατήρ Ζωσιμάς σηκώθηκε και πήγε στο Γέροντα και του είπε για τον
πειρασμό.
Ο Γέροντας του είπε: «Βλέπεις, παιδί μου, πόσο καλό κάνει η μελέτη!
Βλέπει ο σατανάς και
ξέρει, πόσο θα ωφεληθείς και δεν σε αφήνει ήσυχο». Έβγαλε το Σταυρό του, του
σταύρωσε το κεφάλι, και του είπε: «Πήγαινε τώρα, παιδί μου, και μη φοβάσαι.
Από αυτή τη στιγμή θα διαβάζεις καλά και δεν θα σε ξαναπειράξει».
Όπως το είπε, έγινε. Ο π. Ζωσιμάς διάβασε όλα τα βιβλία, και τους
96 τόμους, και δεν ξαναεμφανίσθηκε. (Β-130/131)
07. Ανάγκη, για αγιότητα!
Ο Γέροντας έλεγε στους πατέρες της Μονής: Ο κόσμος ένα πράγμα έχει
περισσότερο ανάγκη, την αγιότητα! Ο άνθρωπος πρέπει να μιμηθεί την απλότητα
των μικρών παιδιών και, απευθυνόμενος προς τον Θεόν, να λέγει: «Τι θέλεις,
Κύριε, να κάμω»;
Προσέχετε τον διάβολο. Θέλει τη διχόνοια, τη σύγχυση, την ακαταστασία. Μην
ακούτε τους λογισμούς, που σας ενσπείρει. Ο Χριστός μας, η Παναγία μας, οι
Άγιοί μας, είναι γλυκύτατοι, ωραιότατοι, με πολλή αγάπη. Σ’ αυτούς να
καταφεύγετε, για να σας προστατεύουν από τους δαίμονες. Όταν κάνεις κάτι από
ζήλο και μεγάλη αγάπη προς τον Χριστό μας, και στραβό να είναι, ο Θεός,
επειδή γίνεται από ζήλο και αγάπη για κείνον, το δέχεται και το
ευχαριστείται. (Β-131/132)
|
08. Νοερά προσευχή.
Μια ημέρα, λέει ο π. Ζωσιμάς (+2009), μου είπε ο Γέροντας Σίμων (+ 1988)
περί νοεράς προσευχής: «Εγώ, πατέρα Ζωσιμά, μπορώ και τα δύο να κάνω: Να
εξομολογώ τον κόσμο, να τους μιλάω, και να λέω και την νοερά προσευχή, χωρίς
να εμποδίζομαι και να με κουράζει. Έχω και τα δύο μαζί».
Ο Γέροντας, επίσης, μου είπε για την νοερά προσευχή:
«Όταν αρχίσεις να προσεύχεσαι και να λες το « Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του
Θεού, ελέησόν με», θα συγκεντρωθείς πρώτα στο μυαλό σου και θα αρχίζεις να
την λες, αργά στην αρχή, να προσέξεις η συγκέντρωση και οι λέξεις, που θα
λες, να πηγαίνουν μαζί και σιγά-σιγά θα την λες πιο γρήγορα. Όταν θα φεύγει
ο νους σου και οι λέξεις σου δεν πάνε μαζί, θα την λες ξανά αργά. Όταν
βλέπεις ότι πηγαίνεις καλά, θα την λες γρήγορα. Αυτό θα κάνεις κάθε φορά,
που θα προσεύχεσαι με την νοερά προσευχή».
Κάποτε ήλθε ένας προσκυνητής στο Μοναστήρι και είδα να κρατάει στο χέρι του
ένα κομποσχοίνι μεγάλο και να λέει την ευχή πολύ γρήγορα. Σαν μηχανή πήγαινε
το χέρι του. Εγώ τον κοιτούσα και απόρησα μέσα μου και έλεγα «τι ευχή να
λέει άραγε και το κάνει τόσα γρήγορα»; Ήθελα να μάθω και τον ερώτησα πώς την
λέει την ευχή και μου είπε: Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με.
Καλά, του είπα, το «Υιέ του Θεού» γιατί δεν το λες; Δεν χρειάζεται, είπε, το
ίδιο είναι. Με λίγες λέξεις λέγεται πιο γρήγορα. Εγώ το πίστεψα και άρχισα
εκείνη την ημέρα να κάνω και εγώ το ίδιο με την ευχή. Φούσκωνα από την
υπερηφάνειά μου, που έλεγα και εγώ γρήγορα την ευχή. Το βράδυ που κοιμήθηκα
βλέπω στον ύπνο μου έναν αράπη γεροδεμένο, σαν παλαιστής ήταν. Είχαμε
αγκαλιαστεί στήθος με στήθος και παλεύαμε. Αυτός είχε πολύ δύναμη.
Καταλάβαινα ότι δεν θα μπορούσα να τον νικήσω. Άρχισα να λέω την ευχή, το
«Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με». Με τίποτα δεν ελευθερωνόμουν, πότε με
έσπρωχνε αυτός πίσω, πότε εγώ.
Αυτό γινόταν συνέχεια και έλεγα μέσα μου και απορούσα, να λέω την ευχή τόση
ώρα και να μη μπορώ να ελευθερωθώ. Δεν ήξερα, τι άλλο να κάνω. Να λέω την
ευχή συνέχεια πολύ και να μη πιάνει καθόλου. Είχα κουραστεί να παλεύω, είχα
καταϊδρώσει. Εκείνη τη στιγμή θυμήθηκα να πω την ευχή, όπως μου είχε πει ο
Γέροντας, «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με».
Ακούω τον σατανά να βγάζει μια κραυγή πολύ δυνατή «Όχι!!! Δεν μπορώ να το
αντέξω αυτό».
Αμέσως έγινε ένας μαύρος καπνός και ελευθερώθηκα. Εγώ έμεινα κατάπληκτος και
είπα εκείνη τη στιγμή: «πόση δύναμη έχει η ευχή, όταν είναι μέσα και το «Υιέ
του Θεού». Χίλιες φορές είπα την ευχή χωρίς «Υιέ του Θεού» και δεν
ελευθερωνόμουν. Μια φορά είπα «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν
με», δεν το άντεξε ο σατανάς, έσκασε και διαλύθηκε σαν καπνός.
Το πρωί πήγα και τα εξομολογήθηκα στον Γέροντα... Ο Γέροντας μου είπε:
«Παιδί μου, η καλή προσευχή και η αληθινή έτσι είναι. Εσύ να μην κοιτάς πως
την λένε οι άλλοι, να την λες όπως πρέπει». Γι’ αυτό επιβάλλεται να λέμε την
νοερά προσευχή με το «Υιέ του Θεού», διότι είναι ομολογία πίστεως. Πρέπει
αυτά να τα εφαρμόζουμε και να τα βιώνουμε, για να αισθάνεται ο χριστιανός
ότι βρίσκεται μέσα στον οίκο του Θεού και να είναι συγκεντρωμένος. (Β- 105).
(Β-80/85)
09. Όχι «ευχή» και πολυλογία.
Μια ημέρα σκεφτόμουν τον Γέροντα και έλεγα: «Θεέ μου, πώς ο Γέροντας τα
κατάφερε και έφτασε τόσο ψηλά»; και λέγοντας αυτά ήρθα σε έκσταση και βλέπω
τον Γέροντα ανάσκελα ξαπλωμένο κάτω με το κομποσχοίνι στο χέρι του και
προσευχόταν ψυχή και σώματι με την νοερά προσευχή, κοιτάζοντας τον ουρανό.
Εκεί που τον κοιτούσα, ανασηκώνεται λίγο προς τα επάνω από το έδαφος, με
κοιτάζει αυστηρά με θυμό, με μάλωσε και είπε: «Δεν σ’ έχω πει, να μη μιλάς
πολύ»; Με τον έλεγχο, που μου έκανε, τρόμαξα και συνήλθα αμέσως. Εγώ
κατάλαβα πως, για να έχω την νοερά προσευχή, χρειάζεται να φύγω από την
πολυλογία, όπως λένε οι πατέρες «εκ γαρ πολυλογίας ουκ εκφεύξει αμαρτίας».
Καταστροφή στην προσευχή είναι η πολυλογία. (Β-80/85)
|
10. Άμεση προσευχή.
Είπε ο Γέροντας: Όταν σου λέει κάποιος να προσευχηθείς γι’ αυτόν, να το
κάνεις αμέσως, εκεί που βρίσκεσαι. Θα κάνεις το σταυρό σου και θα λες:
«Κύριέ μου ή Παναγία μου, δείξε, σε παρακαλώ, το έλεός σου στο δούλο σου
τάδε και δώσε του
την υγεία του ή ό,τι άλλο». Αυτό θα λες. Δύο λέξεις και με αγάπη. (Α - 140).
11. Η αξία του Μεγάλου Αγιασμού.
Ο Γέροντας είπε σε κάποιον: «Παιδί μου, ό,τι σου λέω να το πιστέψεις. Αυτό
που ένιωσες, το επέτρεψε ο Θεός, για να πιστέψεις πως ο Μέγας Αγιασμός είναι
μισή Θεία Κοινωνία. (Α-188).
12. Αγιασμός στο αυτοκίνητο.
Έλεγε κάποιος, ότι ο π. Σίμων ήταν πνευματικός του και, όταν αγόρασε το
πρώτο του αυτοκίνητο, πήγε στον παππούλη να του κάνει αγιασμό. Ο Γέροντας
του είπε:
«Παιδί μου, το αυτοκίνητο να το έχεις κατ’ οίκον εκκλησία, δηλαδή, όταν
παίρνεις ανθρώπους, να τους πηγαίνεις εκεί ακριβώς που μένουν, ούτε πιο
πάνω, ούτε πιο κάτω. Και μέσα στο αυτοκίνητο να λέτε ωφέλιμα πράγματα». (Δ
-97)
|
13. Καθαρή εξομολόγηση.
Διηγείται ο πατήρ Ζωσιμάς ότι ο Γέροντας του έλεγε πως η καθαρή
εξομολόγηση κάνει τον άνθρωπο υγιή, να μην έχει τίποτα. Όσες αρρώστιες και
αν έχει, μόλις ο ιερέας, μετά από την εξομολόγηση, του διαβάσει την ευχή με
το πετραχήλι, τον βλέπεις να αστράφτει σαν τον ήλιο. Γι’ αυτό δεν πρέπει να
λέμε στον πνευματικό να μας διαβάσει απλώς μία ευχή, για να κοινωνήσουμε.
Δεν πρέπει να μας αναπαύει αυτό, είναι λάθος. Πρέπει πρώτα να
εξομολογηθούμε, για να καθαριστούμε και μετά να μας βάλει ο πνευματικός το
πετραχήλι στο κεφάλι μας, για να γίνει ολόκληρο το μυστήριο, διότι το
πετραχήλι παίρνει όλες τις αμαρτίες μας.
«Πάτερ Ζωσιμά», έλεγε ο Γέροντας, «πρέπει να ξέρεις πως, με την καθαρή
εξομολόγηση, ο άνθρωπος αστράφτει σαν τον ήλιο. Διότι η εξομολόγηση είναι
ένα από τα επτά μυστήρια της Εκκλησίας μας και παίρνει όλη τη χάρη του Αγίου
Πνεύματος. Αυτό το είδα να γίνεται σε επτά άτομα σε όλη μου τη ζωή. Αφού
τους διάβασα την ευχή, μετά δεν μπορούσα να τους κοιτάξω, έλαμπαν σαν τον
ήλιο. (Β-144)
14. Συμβουλές εκ Θεού.
Ο Γέροντας Σίμων έλεγε: «Όσα λέγω στους εξομολογουμένους, μη νομίζετε ότι τα
βγάζω από την κοιλιά μου, αλλά παρακαλώ τον Κύριο να με φωτίσει, να πω
εκείνα τα οποία χρειάζεται ο εξομολογούμενος προς σωτηρία του». Ο Γέροντας
αγαπούσε πολύ τους εξομολογούμενους. Συνέπασχε. Όταν τους συμβούλευε να
νηστεύουν για τα διάφορα προβλήματα που αντιμετώπιζαν, νήστευε και ο ίδιος
μαζί τους. (Γ-46)
|
15. Αρρώστιες, από κατάργηση των νηστειών.
Μια συμβουλή, που έδινε σε όλους ο μακαριστός Γέροντας Σίμων, ήταν: Όποιος
νηστεύει την νηστεία που λέει η Εκκλησία μας γίνεται καλά. Γι’ αυτό όλος ο
κόσμος είναι γεμάτος αρρώστιες σήμερα, διότι κατήργησαν τις νηστείες.
(Ε-140)
16. Ακριβής τήρηση σε τάμα.
Η ίδια ως αφηγήτρια προσθέτει: «Είχαμε τάξει να κάνουμε θεία Λειτουργία σ’
ένα εκκλησάκι κοντά στην Αγία Βαρβάρα Λυκόβρυσης. Το εκκλησάκι αυτό
βρισκόταν σε μια ρεματιά και ο δρόμος για εκεί ήταν πολύ δύσβατος. Είπα,
λοιπόν, στον π. Σίμωνα: Πάτερ Σίμων, ας μη πάμε εκεί. Είναι μακριά και
φοβούμαι μήπως κουράσουμε τον κόσμο. Δεν κάνουμε εδώ τη λειτουργία, στην
Αγία Βαρβάρα»;
«Όχι, παιδί μου. Εκεί που τάξαμε, εκεί πρέπει να κάνουμε τη
Λειτουργία», απάντησε ο Γέροντας. (Α - 80)
|
17. Εξάψαλμος.
Έλεγε, ο γέροντας Σίμων, πως ο καλός Χριστιανός πρέπει να πηγαίνει πρωί-πρωί
στην εκκλησία τις Κυριακές και τις εορτές. Πρέπει να είναι μέσα, όταν ο
ιερεύς βάζει το «ευλογητός», διότι η πρώτη προσευχή, που γίνεται, είναι ο
«Εξάψαλμος», που είναι η προσευχή της κρίσεως, διότι με αυτήν την προσευχή
θα κριθούμε όλοι μας. Εάν τύχει, πηγαίνοντας στην Εκκλησία, να έχει αρχίσει
ο «Εξάψαλμος» και τον ακούσεις απ’ έξω να
διαβάζεται, θα μείνεις επί τόπου, όπου τον ακούσεις, δεν θα κινηθείς
καθόλου, ούτε ένα βήμα δεν θα κάνεις. Αν σου πει ο λογισμός σου, «μπες μέσα
στην εκκλησία και κάθισε», εσύ να μην το κάνεις. Να μείνεις εκεί που
βρίσκεσαι μέχρι να τελειώσει. Θα κάθεται ένας στα κεριά και δεν θα αφήνει
κανέναν να κινείται αυτή την ώρα, διότι γίνεται η «κρίσις» και θα κριθούμε
όπου βρεθούμε. Επίσης, θα σβήνει όλα τα κεριά, όταν αρχίζει ο «Εξάψαλμος»,
και θα τα ανάβει, μόλις τελειώσει. Τα κεριά πρέπει να σβήνουν, διότι εκείνη
τη στιγμή κάνει την παρουσία του ο Χριστός, «το αληθινό φως».
18. Σαρανταλείτουργο.
Μια χριστιανή ζήτησε από τον πατέρα Σίμωνα να κάνει ένα σαρανταλείτουργο. Ο
Γέροντας της είπε: «Ναι, παιδί μου, να ξέρεις ότι το σαρανταλείτουργο σώζει
κεκοιμημένους και ζωντανούς. Έχει πολύ μεγάλη ωφέλεια και θα σου πω ένα
περιστατικό:
Είχε έλθει κάποτε μια χήρα γυναίκα, είχε πεθάνει ο άνδρας της και
ζήτησε να κάνει ένα σαρανταλείτουργο, γιατί ο άνδρας της δεν ήταν και πολύ
κοντά στο Θεό. Δεν πρόλαβε να
τελειώσει το σαρανταλείτουργο και η γυναίκα βλέπει στον ύπνο της τον άνδρα
της γεμάτο πληγές ξεραμένες να της λέει: «Εκεί που πήγες και μ’ αυτό που για
μένα έκανες, με βγάλανε από εκεί που ήμουνα και οι πληγές αρχίζουν να
επουλώνονται». Και όταν μου το είπε, της ξαναείπα ότι το σαρανταλείτουργο
σώζει ανθρώπους». (Β-114 / 115 / 116)
|
19. Χορτασμός πολλών με ολίγα.
Ένα απόγευμα είχαν πάει πάλι εκατοντάδες άνθρωποι στο Μοναστήρι (Ιερά Μονή
Μεταμορφώσεως στην Κύμη) για αγρυπνία και με την ελπίδα πως ίσως υπήρχε και
δυνατότητα να φάνε κάτι, γιατί η πείνα θέριζε τον κόσμο. Έτος 1943,
γερμανική κατοχή. Στο Μοναστήρι είχαν μόνο μια φούχτα ρεβίθια σε ένα
σακκουλάκι και μία φούχτα πλιγούρι σε ένα άλλο.
Ο π. Σίμων είπε στη μαγείρισσα Μοσχούλα: Άκουσε τι θα κάνεις. Θα βάλεις στη
φωτιά τα δύο μεγάλα καζάνια και θα γεμίσεις ως τη μέση νερό. Μόλις δεις να
κοχλάζει το νερό, ρίξε τα ρεβίθια στο ένα καζάνι και το πλιγούρι στο άλλο,
για να κάνουμε φαγητό και να φάει ο κόσμος.
Η Μοσχούλα είχε ζωηρές αμφιβολίες γι’ αυτά που άκουσε, αλλά ο π. Σίμων την
ήλεγξε αυστηρά και της είπε:
Κάνε, παιδί μου, υπακοή. Κάνε ότι σου λέω εγώ και άφησε τις κουβέντες. Η
Μοσχούλα φοβήθηκε, βλέποντας τόσο αυστηρό και στεναχωρημένο τον Γέροντα και
είπε: Καλά πάτερ Σίμων. Θα κάνω όπως είπες. Μόλις έβρασε το νερό, η Μοσχούλα
έριξε τα υλικά στα δυο καζάνια. Μετά από λίγο πήγε να δει, τι γίνεται με το
φαγητό. Και τι να δει! Βλέπει τα δύο καζάνια να έχουν γεμίσει φαΐ και να
φουσκώνουν! Στις φωνές της έτρεξαν όλοι, φέρνοντας διάφορα δοχεία και τα
γέμισαν φαγητό, να προλάβουν, να μη ξεχειλίσουν τα καζάνια και χυθεί το φαΐ.
Το πρωί έφαγαν όλοι όσοι είχαν πάρει μέρος στην αγρυπνία. Και ήταν πολύς
λαός! Και οι πατέρες της Μονής είχαν για αρκετές ημέρες πλούσια και
χορταστική τροφή!
Πολύ αργότερα μετά από το παραπάνω θαύμα, ο πατήρ Σίμων διηγήθηκε σε
Μοναχούς, ότι προβληματίσθηκε, βλέποντας όλα τα θαύματα που γινόντουσαν στο
Μοναστήρι και, όπως περπατούσε στον κήπο, έλεγε απευθυνόμενος προς τον
Κύριο:
«Κύριέ μου, παρακαλώ, δεν ξέρω εγώ ποιος είμαι; Δεν ξέρω εγώ ότι είμαι ένας
μεγάλος αμαρτωλός; Αυτά τα θαύματα γίνονται μόνο από Αγίους. Πώς συμβαίνει
να γίνονται και με μένα; Κύριέ μου, σε παρακαλώ να μου λύσεις την απορία μου
αυτή».
Εκείνη τη στιγμή μου έγινε μια ζωντανή αποκάλυψη, είπε ο Γέροντας. Άκουσα
δυνατά τη φωνή του Θεού να μου μιλάει, αναφέροντας το όνομά μου και ένοιωθα
κάθε λέξη να μου χτυπάει αισθητά το μέτωπο:
«Σίμων, λες πως είσαι αμαρτωλός. Είσαι! Δεν σε έχω κατατάξει στους αγίους
μου, αλλά στους δικαίους. Όταν βλέπω να με παρακαλάς νύχτα-μέρα να σου
στέλνω βοήθεια για να φάει ο κόσμος και τους έχεις σαν μπαρμπούνια κι’ εσύ
να μην τρως, αλλά να μένεις μερόνυχτα νηστικός, να είσαι σαν μια σκιά του
εαυτού σου, αφού έχεις τόσο μεγάλη αγάπη για τα πλάσματά μου, πώς Εγώ να μη
σου στέλνω αυτό που μου ζητάς; Γι’ αυτό σου λέω πως, αν συνεχίσεις να έχεις
αυτή την αγάπη μέχρι τέλους, εγώ θα σε ευλογώ και δεν θα σου λείψει τίποτε».
Ο Κύριος σταμάτησε να μιλάει. Ήμουν έπειτα από αυτό, συνέχισε ο Γέροντας,
όλος χαρά. (Α-69/71)
|
20. Το καρβέλι που δεν τέλειωνε.
Μια μέρα έφτασε ένα πούλμαν στο μοναστήρι, με 50 άτομα. Ο Γέροντας είπε στον
π. Ζωσιμά να τους δώσει να φάνε. Ο π. Ζωσιμάς ετοίμασε την Τράπεζα και είδε
πως δεν υπήρχε ψωμί, παρά μόνο ένα καρβέλι. Τι να κάνει;
Το πήρε και το πήγε στον Γέροντα και είπε: «Γέροντα, δεν έχουμε ψωμί, μόνο
αυτό το καρβέλι υπάρχει». Και ο Γέροντας είπε: «Φέρ’ το εδώ». Το έδωσε, το
ευλόγησε και είπε: «Μη φοβάσαι, και κόψε το στο καλάθι. Θα φτάσει να φάνε
όλοι και θα περισσέψει».
Το πήρε και άρχισε να κόβει. Έκοβε, έκοβε ψωμί και δεν τελείωνε το καρβέλι!
Έφαγε όλο το πούλμαν και περίσσευσαν πολλά κομμάτια ψωμί. Το είπε αυτό το
θαύμα στον Γέροντα και εκείνος του είπε: «Εσύ να πιστεύεις και θα δεις και
μεγαλύτερα θαύματα». (Γ-27)
21. Πολλαπλασιασμός ψαριών.
Μια κυρία διηγείται: «Θυμάμαι, μια φορά είχε έρθει πολύς κόσμος
στην εκκλησία και τηγανίζαμε ψάρια. Εκείνη τη στιγμή είπα στον Μοναχό που
ήταν δίπλα μου: «Πάτερ, είναι πολύ λίγα τα ψάρια για τόσο κόσμο που έχουμε,
και δεν θα φτάσουνε».
Και εκείνος μου απάντησε: «Κυρία Χαρίκλεια, μην ανησυχείς. Τόσα είπε ο
Γέροντας να πάρουμε. Θα τα ευλογήσει εκείνος και θα φτάσουνε».
Ήρθε η ώρα, στρώσαμε την τραπεζαρία, ήταν όλα έτοιμα και κάθισε όλος ο
κόσμος για φαγητό. Όσοι ερχόντουσαν όλη την ημέρα, έτρωγαν και αυτοί. Πήγαμε
να καθαρίσουμε τα τραπέζια και είδαμε ένα ταψί γεμάτο ψάρια. Έμεινα με το
στόμα ανοιχτό και μου λέει ο πατέρας: «Βλέπεις, κυρία Χαρίκλεια, πόσα ψάρια
μείνανε»;
Και του λέω: «Το βλέπω. Αυτό είναι μεγάλο θαύμα! Ο πατέρας Σίμων
είναι άγιος»! (Γ-196)
|
22. Ραδιενεργά τρόφιμα.
Την εποχή που είχε προκύψει το πρόβλημα με τη ραδιενέργεια του Τσερνομπίλ,
οι βερικοκιές στο περιβόλι του Μοναστηριού του Γέροντα ήταν φορτωμένες
βερίκοκα, αλλά κανένας δεν ζύγωνε να τα κόψει, από το φόβο της
ραδιενέργειας.
Όταν ο Γέροντας το έμαθε αυτό από τον πατέρα Ζωσιμά, που τον επισκέφθηκε
άρρωστο στο σπίτι του ανιψιού του, αναστέναξε και είπε: «Πήγαινε, παιδί μου,
στο μοναστήρι, πάρε ένα καλάθι από εδώ, γέμισέ το βερίκοκα, σταύρωσέ τα και
με την εντολή μου φάε όσα θέλεις, και δεν παθαίνεις τίποτα. Φέρε κάτω να φάω
και εγώ. Αυτή είναι η δύναμη του Σταυρού! Ότι σταυρώνουμε, αγιάζεται. Εμείς
οι χριστιανοί δεν πρέπει να έχουμε φόβο σ’ αυτά τα πράγματα. Ο Χριστός μας
άφησε ισχυρά όπλα. Εάν προσέξουμε και τα κάνουμε καλή χρήση, το σημείο του
σταυρού αγιάζει και καθαρίζει και φεύγει ο κίνδυνος. Εκείνος που πιστεύει,
δεν πρέπει να φοβάται, ό,τιδήποτε και να είναι...» (Γ-39)
23. Σταύρωμα στα φαγητά.
Ο Γέροντας έλεγε, ό,τι πίνουμε ή τρώμε να το κάνουμε πρώτα «στριφτό»,
εννοώντας να το σταυρώνουμε, γιατί την εποχή μας όλα τα τρόφιμα είναι γεμάτα
ορμόνες και φυτοφάρμακα. Έτσι, με το «στριφτό», δεν θα έχουμε πρόβλημα.
(Δ-38)
|
24. Ακενόδοξο ντύσιμο και συμπεριφορά.
Η πριγκίπισσα Ειρήνη επισκέφθηκε τον Γέροντα στην Αγία Βαρβάρα και
εξομολογήθηκε. Φεύγοντας, πήρε την ευχή του και τον παρακάλεσε να περάσει
την επομένη από το Γραφείο της.
Ο Γέροντας την άλλη μέρα φόρεσε τα παλιά του ράσα και ένα παλιό, τριμμένο
καλυμμαύχι, άφησε και τα μαλλιά του ελεύθερα και αφρόντιστα, τα τράβηξε και
λίγο μπροστά του, για να φαίνονται ακατάστατα. Πήγε στο Παλάτι, τον οδήγησαν
στο Γραφείο της πριγκίπισσας και στάθηκε μπροστά της. Εκείνη τα έχασε,
βλέποντας τόση ταπείνωση από τη μεριά του Γέροντα. Έμεινε για λίγη ώρα έτσι
ακίνητη, αποσβολωμένη, θαρρείς. Μόλις συνήλθε, βγάζει από το συρτάρι της ένα
χρυσό μετάλλιο και το κρέμασε στο λαιμό του.
Ο πατήρ Σίμων τη χαιρέτησε και έφυγε χωρίς να πει λέξη.
Τα πνευματικά του παιδιά και ιδίως οι γυναίκες τον ρωτούσαν, πως τα πέρασε
στο Παλάτι και τι το έκανε το χρυσό μετάλλιο, που του χάρισε η πριγκίπισσα.
Ο Γέροντας τις μάλωνε τότε με πολύ αυστηρό τόνο και είπε πως, αν άλλη φορά
τον ρωτούσαν για το ίδιο πράγμα, θα τους έβαζε αυστηρό κανόνα. Απ’ ότι
ακούστηκε αργότερα στη Μονή του, του Αγίου Παντελεήμονος, στη Νέα Πεντέλη, ο
Γέροντας δεν κράτησε καθόλου το μετάλλιο, αλλά το έδωσε σε μια πολύ φτωχή
χήρα. (Α-94 / 95).
|
25. Καλός τρόπος στην ομιλία.
Όταν θύμωνα, μου έκανε ο Γέροντας συστάσεις να μιλάω με καλό τρόπο: «Να
προσέχεις και τον καλό τρόπο και όχι σαν αστυνομικός. Να προσέχεις και το
περπάτημά σου. Να μην είναι γρήγορες και νευρικές οι κινήσεις σου, διότι
αυτό είναι της υπερηφανείας. Να είσαι σεμνός σ’ όλα, να είσαι πολύ ευσεβής,
για να σε αγαπάνε όλοι. Να αποφεύγεις τους κακούς ανθρώπους, πολυλογάδες και
φιλοκατήγορους, για να μη σου βγει το όνομα, γιατί δεν θα μπορέσεις κατόπιν
να σταθείς πουθενά. Πάντα να σκέφτεσαι το καλό, να λες το καλό και να κάνεις
το καλό. Και πάντα να θυμάσαι ότι εδώ δεν ήλθαμε για τίποτα άλλο, μόνο και
μόνο να πάμε στον Παράδεισο». (Β-80/85)
26. Όχι έπαινοι.
Πολλές φορές ο Γέροντας έλεγε στον υποτακτικό του, π. Ζωσιμά, να μην επαινεί
κανέναν άνθρωπο, όσο καλός και αν είναι, ούτε και να τον κολακεύει και να
τον θαυμάζει, γιατί είναι καλός χριστιανός κλπ, διότι του επιτίθεται μετά ο
σατανάς, μεγάλο πόλεμο του στήνει και τον βλέπεις κατόπιν να γίνεται ο
χειρότερος και τα χάνεις που έφτασε σ’ αυτό το σημείο, και είναι να τον
λυπάσαι, που τον βλέπεις. (Β-110)
|
27. Συνείδηση.
Μια ενορίτισσα της Αγίας Βαρβάρας, Λυκόβρυση, γράφει: «Ο π. Σίμων στην
εξομολόγηση δεν μας έβαζε κανόνα. Σε ρωτούσε, πώς είναι η συνείδησή σου, αν
αισθάνεσαι καλά ή αν κρατάς κακία στον γείτονά σου ή οτιδήποτε άλλο κακό
μέσα σου και απαντούσες ανάλογα. Αν δεν συνέβαινε τίποτε κακό, έλεγε πως δεν
έχεις τίποτε. Πήγαινε στο καλό και κάνε όπως σε φωτίσει ο Θεός». (Α-87)
28. Να μιλάμε με ταπείνωση.
Ο Γέροντας συμβούλευε τα πνευματικά του τέκνα: «Όταν μιλάμε για πνευματικά
πράγματα, να μιλάμε με ταπείνωση και όχι όλοι μαζί, γιατί υπάρχει το κακό
πνεύμα και διαστρέφει την αλήθεια και κάνει να ακούγονται άλλα λόγια από
αυτά που ήδη έχουν ειπωθεί». (Α-281)
|
29. Κατάκριση και πάθη.
Είπε ο Γέροντας: «Παιδί μου, όλα τα πάθη προέρχονται από την κατάκριση. Αν
κόψεις την κατάκριση, κόβονται και τα πάθη». (Β-122)
30. Υπομονή στις δοκιμασίες.
«Παιδί μου, όταν έχεις δοκιμασίες και πειρασμούς, να μην έχεις αγωνία, πότε
θα ελευθερωθείς, αλλά να ξέρεις ότι κάνοντας υπομονή, τότε τελειοποιείσαι».
(Β-122)
|
31. Αμαρτίες - αρρώστιες.
Είπε ο Γέροντας: Τον καλό Χριστιανό, που πηγαίνει τακτικά στην εκκλησία,
νηστεύει, εξομολογείται πριν κοινωνήσει, μελετά τα βιβλία του Θεού και τον
βίο του Αγίου της ημέρας που εορτάζει, και προσέχει να μην κακολογήσει
κανέναν και αγωνίζεται κατά των παθών του, τα μάγια δεν τον αγγίζουν
καθόλου. Ο σατανάς ούτε το όνομά του δεν θέλει να ακούσει. Τα μάγια πιάνουν
αυτούς, που απομακρύνονται από την Εκκλησία. Τους ξεγελάει ο σατανάς, τους
ρίχνει στο σκοτάδι και γίνονται όργανά του. Αντιστρατεύονται τον Θεό,
βλαστημάνε τα Θεία, κατηγορούν τους ανθρώπους του Θεού, τους κοροϊδεύουν ότι
είναι καθυστερημένοι και θεωρούν τον εαυτό τους σπουδαίο.
Ο Θεός μας δίνει μια προθεσμία για να επιστρέψουμε ξανά στην Εκκλησία. Όταν
περάσει
η προθεσμία και δεν έχουμε μετανοήσει, αρχίζουν τα μαρτύρια, οι αρρώστιες.
Αυτό γίνεται για το καλό μας. Ο άνθρωπος, που είναι άρρωστος, οφείλει να
καταλάβει γιατί τιμωρήθηκε και να έλθει στην αληθινή μετάνοια, όπως ο Άσωτος
Υιός, που αναφέρει το Ιερό Ευαγγέλιο. Να βρει έναν καλό πνευματικό, να κάνει
μια γενική εξομολόγηση αληθινής μετανοίας, και να είναι βέβαιος ότι, όσες
αρρώστιες και αν έχει, μετά την εξομολόγησή του θα γίνει υγιής και θα είναι
όλος χαρά.
Η Εκκλησία μας καθημερινώς θαυματουργεί. Όμως υπάρχουν πολλοί άρρωστοι, που
πηγαίνουν στην εκκλησία, εξομολογούνται και λένε ότι δεν γίνονται καλά. Δε
γίνονται καλά, γιατί δεν αναφέρουν όλες τις αμαρτίες τους, λένε μόνο αυτά
που θέλουν. Αυτοί πηγαίνουν στην εκκλησία μόνο και μόνο να γίνουν καλά και
να ξανακάνουν τα ίδια. Γι’ αυτό δεν παίρνουν τη χάρη και λένε κατόπιν: «Ο
Θεός με δοκιμάζει πολύ εμένα. Τι του έκανα και τιμωρούμαι τόσο πολύ»; Αυτό
είναι λάθος και είναι μεγάλο ψέμα. Ο άνθρωπος, που δεν έχει αληθινή
μετάνοια, δεν δοκιμάζεται από τον Θεό, αλλά από την αμαρτία του, όπως λέει
και ο θείος Ιάκωβος στην επιστολή του: «Ο Θεός είναι απείραστος, δεν
πειράζει κανέναν, εμείς πειραζόμαστε από τις επιθυμίες μας».
Λένε μερικοί ότι και οι Άγιοι αρρωσταίνουν, έχουν και αυτοί δοκιμασίες. Ναι,
έχουν και αυτοί πάρα πολλές, αλλά τις ζητούν οι ίδιοι από τον Θεό. Ζητούν
αρρώστιες κ.τ.λ., γιατί θέλουν να αγωνιστούν. Δεν θέλουν αυτοί να πάνε στους
γιατρούς να θεραπευτούν. Εμείς τους πηγαίνουμε, γιατί δεν έχουμε πίστη και
φοβόμαστε μήπως τους χάσουμε. Εκείνος όμως, που αρρωσταίνει και τρέχει στο
γιατρό, για να μην πεθάνει, δοκιμάζεται από την αμαρτία του και όχι από
παραχώρηση Θεού. (Β-132/133/135/136)
|
32. Προσωπικές οικονομίες.
Μια κυρία ρώτησε τον Γέροντα: «Πάτερ Σίμων, είναι αμαρτία να βάζει κανένας
κάτι στην άκρη από τις οικονομίες του για κάποιες ανάγκες»;
«Όχι, παιδί μου, δεν είναι αμαρτία να έχει κανένας κάτι στην άκρη για ώρα
ανάγκης. Αμαρτία είναι το να σκέφτεσαι μόνο τα λεφτά σου και τίποτε άλλο»,
είπε ο Γέροντας. (Α-79 / 80).
33. Πρώτα ο άνθρωπος από το χρήμα.
Η ίδια ως άνω κυρία συνεχίζει: «Όταν χάνονταν χρήματα από την Εκκλησία, ο π.
Σίμων ήξερε, γιατί τα έβλεπε όλα, αλλά δεν ήθελε να φανερώσει κανέναν.
Σκέπαζε τον κλέφτη για το πνευματικό του καλό». (Α- 87).
34. Όχι υπερβολική αγάπη στα κτίσματα.
Ο Γέροντας είπε σε μια κυρία: «Να μην αγαπάς πάρα πολύ ποτέ κανέναν άνθρωπο,
ούτε ζώο, ούτε αντικείμενο, διότι γίνεται κατόπιν πόλεμος από τον πειρασμό
και μας φεύγει αυτή η υπερβολική αγάπη και ψυχραινόμαστε. Σε όλα πρέπει να
βάζουμε μέτρο». (Γ-21/22)
|
35. Κατηγορίες γάμων...
Ένα φτωχό ζευγάρι αρραβωνιασμένων ήθελε να παντρευτεί στην Αθήνα, όπου είχαν
και πολλούς συγγενείς. Σε όλες τις εκκλησίες τους ρωτούσαν, ποιας κατηγορίας
γάμο θέλανε να κάνουν και ζητούσαν τα ανάλογα χρήματα. Οι πεντακόσιες
δραχμές ήταν πολλές γι’ αυτούς και τον κουμπάρο τους.
Ο π. Σίμων, στον οποίο πήγαν και τον ρώτησαν το ίδιο πράγμα για κατηγορίες
γάμου, χαμογέλασε. Έλαμψε το πρόσωπό του, όταν του είπαν πως ήθελαν την
τελευταία κατηγορία, χωρίς πολυέλαιο. Ο πατήρ Σίμων τότε τους είπε: «Παιδιά
μου, η Εκκλησία δεν έχει κατηγορίες. Οι πολυέλαιοι θα ανάψουν όλοι να
φωτιστεί το Μυστήριο. Όσο για τα χρήματα, ρίξτε ότι μπορείτε στο κουτί της
Εκκλησίας». (Α - 90).
|
36. Για τα ψέματα.
Κάποτε, ρωτήθηκε ο Γέροντας, αν κάνει να λέμε ψέματα. Σκέφθηκε, σκέφθηκε και
τελικά είπε: «Αν είναι να σώσουμε άνθρωπο από κάποιον κίνδυνο, επιβάλλεται
να πούμε και ένα ψέμα».
«Μα, δεν είναι αυτό αμαρτία»; αντέτεινε η κυρία που ρώτησε.
«Είναι», απάντησε ο Γέροντας, «αλλά, αν είναι μια κατάσταση ανάγκης για να
σωθεί μια ψυχή, ο Θεός το συγχωράει αυτό». (Α- 88).
37. Την αλήθεια στα παιδιά.
Μια κυρία τον ρώτησε: «Γέροντα, να λέμε στο εγγονάκι μου την αλήθεια για
κάποιο οικογενειακό πρόβλημα που έχουμε»;
Ο Γέροντας της απήντησε: «Ναι, παιδί μου, την αλήθεια να του λέτε, όσο μικρό
και αν είναι». (Ε-86)
|
38. Ημερολόγια.
Μια φορά κάποια κυρία, πνευματικό παιδί του Γέροντα, πήγε στο Μοναστήρι και
είπε στον Γέροντα: «Πάτερ Σίμων, ήρθα σήμερα εδώ να πάρω την ευχή σου και να
μου δώσεις την ευλογία σου να πάω με το παλαιό ημερολόγιο, γιατί αυτό είναι
το καλό και το σωστό».
Ο Γέροντας της είπε: «Παιδί μου, θα κάνουμε απόψε προσευχή, εγώ εδώ
και εσύ στο σπίτι σου και ό,τι σου δείξει ο Θεός, θα έρθεις το πρωί να μου
το πεις».
Η κυρία συμφώνησε σ’ αυτό που της είπε ο Γέροντας, πήρε την ευχή
του και έφυγε.
Το πρωί πήγε στον Γέροντα και είπε: «Πάτερ Σίμων, είμαι η κυρία που μου
είπες να προσευχηθώ για το παλαιό ημερολόγιο. Ήρθα να σου πω ότι είδα στον
ύπνο μου πως βρέθηκα σε μια μεγάλη αίθουσα, σαν αυτές που πηγαίνει ο κόσμος
για να φάει, σε μια τραπεζαρία. Από τη μια πλευρά ήταν ένα τραπέζι μεγάλο με
παλαιά σανίδια και οι άνθρωποι ήταν όρθιοι και περίμεναν να γίνει η
προσευχή. Από την άλλη πλευρά, ήταν ένα άλλο τραπέζι, το ίδιο μεγάλο, με
καινούρια σανίδια και ο κόσμος σε στάση προσευχής. Άρχισε κάποιος να λέει
την προσευχή και όταν ήρθε η ώρα να ευλογηθεί η τράπεζα, βλέπω τον Χριστό
επάνω από την τράπεζα, που ήταν με τα παλαιά σανίδια, να την ευλογεί. Μόλις
την ευλόγησε, φεύγει αμέσως και πηγαίνει στην άλλη τράπεζα απέναντι, με τα
καινούρια σανίδια, και ευλόγησε και εκείνη. Όπως ευλόγησε τη μία, ευλόγησε
και την άλλη. Αυτό το όνειρο είδα απόψε».
Ο Γέροντας της είπε: «Το κατάλαβες αυτό που σου έδειξε ο Θεός»;
«Ναι, πάτερ Σίμων», είπε η κυρία, «το παλαιό και το νέο είναι τα ίδια, δεν
έχουν καμία διαφορά». (Β-141/142)
|
39. Κόσμος και δικαιοσύνη.
Ο Γέροντας, σε μια νυκτερινή συζήτηση με ένα πνευματικό του τέκνο, του είπε
και τούτο μεταξύ άλλων: «Ο κόσμος αυτός που ζούμε δεν γνωρίζει, τι κάνει.
Εσύ μη ζητάς να εύρεις από τον αμαρτωλό κόσμο Αλήθεια και Δικαιοσύνη».
(Α-438).
40. Οικουμενισμός.
Σε σχετική ερώτηση, τι γνώμη έχει για την λεγόμενη οικουμενική κίνηση, ο
Γέροντας απάντησε με φράση του μακαριστού πατρός Ιουστίνου Πόποβιτς: «Ο
Οικουμενισμός, παιδί μου, είναι η παναίρεση των αιώνων». (Β-20)
|
41. Πως καταστρέφονται τα μάγια.
Μια φορά είπε μια κυρία στον π. Σίμωνα, πως στο σπίτι της βρήκε κάτι μάγια,
με καρφίτσες και τα παρόμοια, και πως τα έκαψε. Ο π. Σίμων της απάντησε, πως
αυτά δεν τα καίνε, αλλά οι πιστοί τα παραδίδουν στην Εκκλησία, γιατί μόνο η
Εκκλησία μπορεί να λύσει τα μάγια και κανένας άλλος. (Α - 89).
42. Δύο οι κτύποι του πονηρού.
Μια πνευματική θυγατέρα του Γέροντα γράφει, ότι ένα βράδυ που είχε μείνει
στο Μοναστήρι, κάνανε προσευχή στο κελί της Γερόντισσας με άλλες γυναίκες
και ακούσανε στο παράθυρο δύο χτυπήματα: «τάκ - τάκ»!
Την άλλη μέρα πήγε στον Γέροντα, του το είπε, και τον ρώτησε: Τι ήτανε
Γέροντα; Και εκείνος της είπε: «Ο σατανάς ήτανε, παιδάκι μου. Γιατί εκείνος
δεν χτυπάει τρεις. Χτυπάει δύο. Το τρία το φοβάται»! (Α-320).
|
43. Ίαση και προφητεία.
Μια χριστιανή, η οποία είχε ζήσει από κοντά και είχε λάβει πολλές χάρες από
τον Γέροντα, σε μια περίπτωση που η κόρη της, ενώ ήταν καταδικασμένη από
τους γιατρούς του Νοσοκομείου Παίδων «ΑΓΛΑΪΑ ΚΥΡΙΑΚΟΥ» και ανέμεναν την
κατάληξη του παιδιού μέσα σε λίγες ώρες, η μικρή ασθενής «γύρισε» και έγινε
γρήγορα καλά. Η μάνα έκανε τάμα, μόλις έπαιρνε την κόρη της από το
Νοσοκομείο, να πήγαινε πρώτα το παιδί της στον Γέροντα και μετά στο σπίτι
της. Επί πλέον, να πουλούσε ένα οικόπεδο που είχε προίκα της και να έδινε τα
χρήματα στο Μοναστήρι. Όταν, όμως, πήγε με το παιδί στον Γέροντα και του τα
είπε όλα αυτά, εκείνος της είπε:
«Τι είναι αυτά που λες, παιδί μου; Ο Θεός δεν πληρώνεται. Να αγαπάτε τον
κόσμο, να μην κρατάτε μίσος στην καρδιά σας, ν α μη σας ενδιαφέρει τι κάνει
ο διπλανός σας και να βοηθάτε, όταν βλέπετε άνθρωπο να υποφέρει. Και όταν οι
άνθρωποι καταλάβουν ποιο είναι το φάρμακο, θα σωθούνε, ειδεμή θα πάνε
χαμένοι».
Η μάνα τον ρώτησε: Ποιό είναι το φάρμακο Γέροντα; Και ο Γέροντας
της είπε:
«Η Αγία Κοινωνία με την Ιερά Εξομολόγηση και μετάνοια, παιδί μου. Θα έρθει
ημέρα που δεν θα έχετε μέρος να θάβετε τους νεκρούς και θα τους θάβετε
ομαδικά σε λάκκους από τα ατυχήματα και τις αρρώστιες. Αυτή είναι η κατάντια
του ανθρώπου από την αμαρτία. Ξέχασε τον Θεό, τις νηστείες. Δεν προσέχει
τίποτα ιερό». (Α-383/384).
44. Πείνα.
Μια άλλη φορά, στο ίδιο παραπάνω πρόσωπο, ο Γέροντας είπε, ότι θα έρθει μια
τέτοια πείνα, που η πείνα του 1941 δεν είναι τίποτα, μπροστά σ’ αυτή που
έρχεται. Η κυρία τον ρώτησε, αν θα γίνει πόλεμος και απάντησε: Κάτι άλλο θα
γίνει, παιδί μου. (Α-388).
|
45. Ξεκαθάρισμα.
Ο Γέροντας συχνά έλεγε: «Έρχεται η ώρα που θα ξεχωρίσει η ήρα από το
σιτάρι», εννοώντας πολέμους και ακαταστασίες (υλικές και πνευματικές) και
ημέρες εκδικήσεως. (Β-20)
46. Δύσκολες μέρες.
Ο Γέροντας έλεγε πολλά για την κατάσταση της κοινωνίας. Θα έλθουν, έλεγε,
πολύ δύσκολες ημέρες. Ο κόσμος έχει ξεφύγει από τον δρόμο. (Α-353).
Μια φορά ρωτήθηκε ο πατήρ Σίμων: Τι γίνεται με τις βόμβες που
πέφτουν συνέχεια στην Αθήνα; Ήταν η χρονιά του 1982 ή 83 και ο Γέροντας
είπε: «Αυτά δεν είναι τίποτα. Πάρα πολλά θα δείτε. Πάρα πολλά για να
δοκιμαστεί ο λαός που δεν καταλαβαίνει». (Α-354).
|
47. Σεισμοί - θάνατοι νέων.
Η κυρία Μαρίνα γράφει:
«Ο Γέροντας με συμβούλευε σε πολλά πράγματα. Το 1981, πριν γίνουν οι
σεισμοί, είχαμε ανέβει με τον πατέρα Σίμωνα πάνω στο βουνό, εκεί που είναι
τα δύο βράχια και μου έδειχνε πώς θα γίνει ο σεισμός, ποια πολυκατοικία θα
πέσει, και του είπα: Μα αφού η Αθήνα είναι αντισεισμική». Και μου λέει: «Θα
βάλεις εσύ νόμο στο Θεό, τι θα κάνει»;
Έτσι, με τη βροντερή και συνάμα γλυκειά του φωνή, μου είπε, τι θα κάνω, όταν
γίνει ο σεισμός. Μού είπε ότι δεν θα βγω έξω από το σπίτι, θα προσευχηθώ, θα
θυμιάσω γύρω - γύρω και όταν όλοι οι άλλοι θα βγουν έξω και θα φωνάζουν, εγώ
δεν θα βγω από το σπίτι. Έτσι, όπως μου το είπε, έτσι και έγινε. Εγώ αυτά τα
είπα και στην οικογένεια μου και όταν ήρθε η ώρα του σεισμού, δεν βγήκαμε
στους δρόμους, όλοι οι άλλοι ήταν στους δρόμους. Φωνάζανε και βλασφημούσαν
τον Θεό, εμείς κάναμε ό,τι είχε πει ο Γέροντας και δεν φοβηθήκαμε καθόλου.
Θυμάμαι ότι τότε, που μου έλεγε για τους σεισμούς, μου είπε:
Να θυμάσαι, Μαρίνα, παιδί μου, θα έρθει η μέρα, που θα γεμίσει η άσφαλτος με
αίμα νέων παιδιών. Και εγώ του λέω, γιατί; Και ο Γέροντας είπε: Θα βλέπουμε
τόσους θανάτους κάθε μέρα, θα γεμίσει η άσφαλτος με αίμα, και τα νεκροταφεία
με νέα παιδιά.
Και πάλι τον ρώτησα: Γιατί, Γέροντα;
Για την μεγάλη αμαρτία που ζούνε θα φθάσουν σ’ αυτό το σημείο, μου είπε.
Αυτή τη στιγμή θυμάμαι αυτά τα πράγματα και από τότε που πήρα το βιβλίο
αισθάνομαι την παρουσία του Γέροντα μέσα στο σπίτι μου και έχω μεγάλη χαρά.
(Β-212)
|
48. Τάσεις αυτοκτονίας.
Μια μέρα ένα ανδρόγυνο μπήκε στο κελλάκι του Γέροντα, έπεσε στα πόδια του
κλαίγοντας, και του ζήτησε να προσευχηθεί στο Θεό για το παιδί τους, που
ήταν στρατιώτης και είχε τάσεις αυτοκτονίας. Ο Γέροντας τους είπε τα
ακόλουθα:
«Πώς το παιδί σας να μην έχει τάσεις αυτοκτονίας, τη στιγμή που εσείς, οι
γονείς, δεν έχετε μπει μέχρι τώρα μέσα σε εκκλησία; Ούτε ξέρετε, τι θα πει
νηστεία, και ειδικά Τετάρτη και Παρασκευή, και στο σπίτι σας δεν έχετε
ανάψει ποτέ καντηλάκι»;
Οι γονείς τα χάσανε και είπαν: «Ναι, πατέρα Σίμωνα, αυτή είναι η αλήθεια,
όπως ακριβώς τα είπατε. Ούτε καντηλάκι ανάβουμε στο σπίτι μας». Και κλαίγανε
οι δύο μετανοημένοι.
Ο Γέροντας τους έδωσε τότε σχετικές οδηγίες για εξομολόγηση με ειλικρινή
μετάνοια, εκκλησιασμό, νηστεία και λοιπά χριστιανικά καθήκοντα και πρόσθεσε:
«Το παιδί σας σύντομα θα απαλλαγεί από αυτές τις δαιμονικές σκέψεις
αυτοκτονίας και θα ομολογήσει τον Κύριό μας».
Το ζευγάρι υποσχέθηκε υπακοή. (Γ-154)
|
49. Κύπρος - ελευθέρωση.
Το έτος 1980, ένας Κύπριος ρώτησε τον Γέροντα, τι θα γίνει με την Κύπρο, και
εκείνος του είπε: «Παιδί μου, θα αργήσει να ελευθερωθεί η Κύπρος». (Γ-25)
50. Για το κακό στην Κύπρο.
Κάποια κυρία από την Κύπρο επισκέφθηκε τον Γέροντα στο μοναστήρι γύρω στο
1979 (δηλ. μετά την Τουρκική εισβολή του 1974). Άρχισε να του λέει διάφορα
θαυμάσια που γίνονταν σ’ αυτήν από τον Κύριο και την Παναγία και ζητούσε τη
συμβουλή του. Κι’ αυτός της απάντησε:
«Να τα λες, παιδί μου, να τα λες. Ο Θεός σου τα δίνει, για να τα λες. Και
στην Κύπρο να τα λες, παιδί μου, διότι το κακό στην Κύπρο δεν τελείωσε. Το
κακό που θα γίνει, είναι μεγάλο εκεί στην περιοχή, εάν δεν μετανοήσει ο
κόσμος. Αυτά που βλέπεις ή ακούς, είναι
του Θεού, παιδί μου, και να τα λες». (Γ-237)
|
51. Προφητεία του
Γέροντος Σίμωνος για την Ελλάδα απομαγνητοφωνημένη.
«...Όπως βλέπουμε σήμερα τον κόσμο γενικώς, ότι δεν εδύνατο ο Θεός πλέον να
ανεχθεί εκείνη την λυπηρά κατάσταση σ’ όλη την οικουμένη, μηδαμώς
εξαιρουμένης και της Ελλάδος, που την αγαπά περισσότερο και το οποίο στα
χαρτιά μας λέει και σε λίγο πραγματοποιούνται, ότι η Ελλάς, η Ελλάς θα δείτε
σε λίγο πόσο θα γίνει μεγάλη, μεγάλη, μεγάλη.
Όχι μόνο θα δείτε, θα έχει εξαίρετο και λαμπρό παράδειγμα εις όλη
την Οικουμένη, διότι ενθυμείσθε ότι εδώ δεν εχύθηκε αίμα, όταν εκήρυξε ο
Απόστολος Παύλος, ενώ ξέρεις τι αίμα χύθηκε σ’ όλα τα έθνη. Ενθυμείσθε ότι
είπε, τι είπε ο Χριστός, όταν επήγαν τινές Έλληνες, όταν επήγε ο Ανδρέας και
ο Φίλιππος. Ενθυμείσθε τώρα που είπανε, τινές άνδρες ιδείν θέλουνε τον Κύριο
και είπε: «Νυν εδοξάσθη ο Υιός του Ανθρώπου».
Και γιατί; Πώς γιατί; Τα πράγματα μαρτυρούν γιατί. Είπαμε ότι,
διότι δεν εχύθηκε αίμα, διότι μετά πιστών φιλοσόφων επλησίαζαν τον Θεό
μερικοί. Και διά τούτο, ήταν ετοιμασμένοι και ωραίαι ψυχαί. Εις αυτές τις
ωραίες ψυχές λοιπόν θέλησε ο Θεός, τις ολίγες, να πλέξει το εγκώμιο.
Συν τούτο έχομε και ένα άλλο. Ποιος ο λόγος λοιπόν, αυτοί οι Απόστολοι, να
μην έγραψαν τα Ευαγγέλια, την Καινή Διαθήκη, τα άλλα όλα εις την εβραϊκήν
γλώσσα, την δική τους, που μάλιστα ήταν και αγράμματοι; Προς εντροπήν των
συμπατριωτών, διότι ήταν ανάξιοι αυτοί, που σταύρωσαν τον Χριστό, να
ακούσουνε στην εβραϊκή γλώσσα τα λόγια αυτών. Και έγραψαν εις την ελληνική,
γιατί η Ελλάς είχε την γλώσσα αυτήν, η οποία ήταν ωραία γλώσσα, αφ’ ενός μεν
που ήτανε ωραία γλώσσα και είχε απήχηση σ’ όλη την οικουμένη, αλλά αφ’
ετέρου δε, ότι ήτανε και άξιοι. Διότι δεν ηθέλησαν να κάνουν κακό.
Ότι ήταν αμαρτωλοί, όλος ο κόσμος. Ήτανε αμαρτωλοί, αλλά όμως και
δεν μπορούσανε να μην δεχθούν το ωραίο, το οποίο ήκουσαν, την υψηλήν αυτήν,
την υψηλή διδασκαλία, την εδέχθησαν. Όχι ότι δεν ήτανε αμαρτωλοί. Αμαρτωλοί
ήτανε, αλλά δεν εδέχοντο τα άλλα έθνη. Ολίγοι μόνοι. Και γι’ αυτό έγιναν
τόσα και τόσα μαρτύρια, τις χιλιάδες των μαρτύρων. Άρα, λοιπόν, διά τούτο
και φυλάει ο Θεός την Ελλάδα, τώρα ιδιαιτέρως να την δοξάσει, αν και πάντοτε
έδειχνε το μεγαλείον (η Ελλάς), όταν εγινότανε πόλεμος, αλλά και τώρα ιδίως
που πρόκειται λοιπόν άπαντες διά παντός.
Όχι ότι θα την μεγαλώσει ο Θεός. Θα την ανυψώσει, θα την δοξάσει. Τώρα όμως,
ολίγες ημέρες έχουμε, οπότε επέρχεται η κάθαρσις, έχουμε ολίγες ημέρες -να
μην έρχονται σε απόγνωση (οι Έλληνες). Μόνο οφείλουμε να κηρύττουμε παντού
και να λέγομε παντού ότι και πολλά καλά θέλουμε (δει). Έχει πει και ο Θεός
ότι «ουδέ θριξ της κεφαλής δεν θα πειραχθή εις τους μετανοούντας», αλλά όχι
μετάνοια όπως την θέλουμε.
Άρα λοιπόν, αγαπητοί, οφείλουμε να γνωρίσουμε ότι, μη φοβηθούμε ό,τι λέγουν,
ό,τι κάνουν και ό,τι γίνεται, «ταύτα δει γενέσθαι». Καταλάβατε; Πρέπει να
γίνουν αυτά. Ήρθε η ώρα πλέον να καθαρίσει -όχι η Δευτέρα Παρουσία- να
καθαρίσει η ήρα από το στάρι.
Και η πρώτη, η πρώτη Ελλάς (θα είναι) αυτή που θα υποστεί από τους Τούρκους
μία μικρή, μία μικρή -αυτήν όπως είπομεν- προσβολή, αλλά είναι ο τάφος τους
όμως -της Τουρκίας. Ο τάφος τους καθώς το είχανε πει και αυτοί οι Τούρκοι,
όπως είπαν μερικοί τώρα...
Άρα λοιπόν, άρα λοιπόν, να είμεθα ετοιμασμένοι, χαρούμενοι, ότι ο μετανοών
άνθρωπος, δεν πρόκειται να υποστή τίποτα. Να είμεθα χαρούμενοι, διότι
εγνωρίσαμε τον Χριστό, αλλά όχι όμως να τον λατρεύουμε όπως θέλει (ο)
καθένας και (να) λέγονται χριστιανοί άνθρωποι (οι ετερόδοξοι).
Αν θέλουμε να δούμε τον Χριστό, πρέπει να είμαστε ανεξίκακοι, πρέπει να
έχουμε αγάπη, διά να την μεταδίδουμε και αυτοί, με την συμπεριφορά μας, με
τον τρόπο μας και με τις καλές πράξεις μας. Και αν οι άλλοι άνθρωποι είναι
αδύνατοι, να τους βοηθήσουμε. Εάν οι άλλοι αυτοί είναι κακοί, να
προσπαθήσουμε, αν είναι δυνατόν θα δεχθούν, να δεχθούν την διδασκαλία του
Χριστού. Τότε ασφαλώς ο άνθρωπος αυτός θα καταξιωθή διά διπλής, όχι μερίδος,
αλλά τιμής παρά του Θεού και παρά των ανθρώπων». (Γ-258/259/260) |
|