ΠΑΤΕΡΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ |
|
ΓΕΡΩΝ
ΚΛΕΟΠΑΣ ΙΛΙΕ |
Η Ρουμάνα χωρική και το άκτιστο φως
Ένα χειμωνιάτικο πρωϊνὸ ὁ περίφημος ρουμάνος ασκητὴς Κλεόπας ᾿Ιλίε
βρισκόταν στὸ ῾Ιερό ἑνὸς μοναστηριακού Ναού καὶ διάβαζε γονατιστὸς τὴν ᾿Ακολουθία
τῆς Θείας Μεταλήψεως.
Μετά απὸ λίγη ὥρα μπῆκε στὴν ᾿Εκκλησία γιὰ νὰ προσευχηθή μιὰ γυναίκα ποὺ
εἶχε ἔρθει στὸ Μοναστήρι απὸ τὸ βράδυ.
«Προσκυνούσε όλες τὶς εἰκόνες καὶ ἔκανε παντού μετάνοιες, διηγεῖται ὁ π.
Κλεόπας.
Δὲν γνώριζε ὅτι κάποιος ἦταν μέσα
στὴν ᾿Εκκλησία. Την παρατηρούσα συνεχῶς απὸ τὴν ῾Ωραία Πύλη. ᾿Εκείνη, ἀφού
προσκύνησε τὶς εἰκόνες, γονάτισε στὸ μέσον τῆς ᾿Εκκλησίας, ὕψωσε τὰ χέρια
της καὶ ἔλεγε ἀπὸ τὴν καρδιά της αυτά τὰ λόγια:
᾿Ιδοὺ λοιπόν, ποιὸς ἔχει τὸ δῶρο τῆς προσευχῆς! Να που οἱ λαϊκοὶ ξεπερνοῦν
καμμιὰ φορὰ τους Μοναχούς! ᾿Εγὼ ἔκανα μετά προσκομιδή καὶ από την μεγάλη μου
συγκίνηση άρχισα να κλαίω καὶ ἔτρεμα μὲ τὰ χαρτιὰ μνημονεύσεως στὸ χέρι.
Μόνον ο Θεός γνωρίζει πόσοι υπάρχουν ἐκλεκτοὶ σ᾿ αυτόν τον κόσμο!». Μοναχοῦ Σεραφείμ, Χαρίσματα καὶ Χαρισματοῦχοι, τ.Γʹσελ.217-218, ᾿Εκδόσεις ῾Ιερᾶς Μονῆς Παρακλήτου, ᾿Ωρωπὸς ᾿Αττικῆς 1990.
|