ΠΑΤΕΡΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ |
|||||
|
|||||
ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΚΑΒΑΣΙΛΑΣ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΕΝ ΧΡΙΣΤΩ ΖΩΗΣ |
|||||
ΚΕΙΜΕΝΟ |
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ |
||||
91. Και γαρ δια τον καινόν άνθρωπον ανθρώπου φύσις συνέστη το εξ αρχής, και νους και επιθυμία προς εκείνον κατεσκευάσθη· και λογισμόν ελάβομεν ίνα τον Χριστόν γινώσκωμεν, επιθυμίαν ίνα προς εκείνον τρέχωμεν· μνήμην έσχομεν ίνα εκείνον φέρωμεν· επεί και δημιουργουμένοις, αυτός αρχέτυπον ην. 92. Ου γαρ ο παλαιός του καινού, αλλ’ ο νέος Αδάμ του παλαιού παράδειγμα. Ει γαρ και καθ’ ομοιότητα του παλαιού τον νέον λέγεται γεγενήσθαι, αλλά δια την φθοράν ης απήρξατο μεν εκείνος, εκληρονόμησε δε ούτος, ως αν την της φύσεως αρρωστίαν τοις παρ’ εαυτώ φαρμάκοις ανέλη, και, η φησι Παύλος, «καταποθή το θνητόν υπό της ζωής». 93. Ως ένεκά γε της φύσεως αυτής αρχέτυπον ο παλαιός Αδάμ ημίν αν είη, τοις πρότερον εκείνον επισταμένοις· ω δε πάντα πριν είναι προ των οφθαλμών, ο πρεσβύτερος του δευτέρου μίμημα, και κατά την ιδέαν εκείνου και την εικόνα πέπλασται μεν, ουκ έμεινε δε· μάλλον δε ωρμήθη μεν προς εκείνην, ου κατείληφε δε. Όθεν και τον νόμον εδέξατο μεν εκείνος, έσωσε δε ούτος· και την υπακοήν απητήθη μεν ο παλαιός, απέδωκε δε ο νέος «μέχρι θανάτου, θανάτου δε σταυρού», φησί Παύλος· και ο μεν παρανομών δήλος ην, ων δέον άνθρωπον έχειν ατελώς έχων· ου γαρ παρήει την φύσιν ο νόμος ον υπερβάντα κολάζειν δίκαιον ην, ο δε τέλειος εν άπασιν ην, και· «Τετήρηκα, φησί, τας εντολάς του Πατρός μου.» 94. Και ο μεν την ατελή ζωήν εισήνεγκεν, η μυρίων δείται βοηθημάτων· ο δε της τελεωτάτης, λέγω δη της αθανάτου, πατήρ εγένετο τοις ανθρώποις. Και προς την αθανασίαν η φύσις ηπείγετο μεν εξ αρχής, αφίκετο δε ύστερον επί του Σωτήρος σώματος, όπερ αυτός εις την αθάνατον ζωήν από των νεκρών αναστήσας, ηγεμών υπήρξε της αθανασίας τω γένει. Και ίνα το παν είπω· τον αληθινόν άνθρωπον και τέλειον, και τρόπων και ζωής και των άλλων ένεκα πάντων, πρώτος και μόνος έδειξεν ο Σωτήρ. 95. Ει γε τούτό εστιν ως αληθώς όρος ανθρώπου προς ό βλέπων έσχατον έπλαττεν αυτόν ο Θεός, λέγω δη τον βίον τον ακήρατον, επειδάν φθοράς μεν η καθαρόν αυτώ το σώμα, γνώμη δε πάσης αμαρτίας απηλλαγμένη· ενταύθα γαρ τέλειον αν είη το κατ’ αυτόν, όταν ο δημιουργός αυτόν α δείν ωήθη πάντα εργάσηται, επεί και αγάλματος αποκαθίσταται κάλλος τη τελευταία του τεχνίτου χειρί· ει τοίνυν ο μεν πολλού τινος εδέησεν είναι τέλειος, ο δ’ ην εν άπασι, και της τελειότητος τοις ανθρώποις μετέδωκε και το γένος άπαν εις εαυτόν ήρμοσεν, πως ου τα δεύτερα των προτέρων παραδείγματα, και τον μεν αρχέτυπον είναι χρή νομίζειν, τον δε εκείθεν ειλήφθαι; Των γαρ ατοπωτάτων προς τα ατελή τα τελεώτατα πάντων επείγεσθαι νομίζειν, και τοις βελτίοσι παραδείγματα προκείσθαι τα χείρω, και τους τυφλούς ηγείσθαι τοις βλέπουσιν. 96. Ου γαρ ότι τον χρόνον πρότερα εκείνα δίκαιον αν είη θαυμάζειν, αλλ’ ότι τέλεια ταύτα, των ατελών αρχάς είναι προσήκε πιστεύειν, εκείνο ενθυμουμένους ότι και προς την ανθρώπου χρείαν, πολλά κατεσκεύασται μεν, πρότερα δε, και ο πάντων τούτων κανών άνθρωπος ύστατος απάντων της γης εξελήλυθεν. 97. Είεν. Υπέρ τούτων τοίνυν απάντων και φύσει και γνώμη και λογισμοίς άνθρωπος προς τον Χριστόν ίεται, ου δια την θεότητα μόνον, η πάντων ούσα τυγχάνει τέλος, αλλά και της φύσεως ένεκα της ετέρας· και ούτος μεν το κατάλυμα των ανθρωπίνων ερώτων, ούτος δε τρυφή λογισμών, και το παρά τούτον οτιούν η φιλείν η λογίζεσθαι περιφανής του δέοντος αμαρτία και των εξ αρχής υποτεθέντων τη φύσει παρατροπή.
|
91. ..Για τον καινό άνθρωπο δημιουργήθηκε εξαρχής η ανθρώπινη φύση. Σ' Αυτόν προσαρμόστηκε ο νους και η επιθυμία. Λάβαμε νου, για να γνωρίζουμε τον Χριστό, επιθυμία για να τρέχουμε προς Αυτόν, μνήμη για να Τον ενθυμούμαστε. Άλλωστε και κατά τη δημιουργία μας Αυτός ήταν το αρχέτυπο. 92. Γιατί δεν ήταν ο παλαιός Αδάμ πρότυπο τού Νέου Αδάμ, αλλά ο Νέος τού παλαιού. Και αν αναφέρεται ότι ο Νέος Αδάμ γεννήθηκε "εν ομοιώματι τού παλαιού", αυτό λέγεται σε σχέση με τη φθορά που εισήγαγε ο παλαιός Αδάμ και κληρονόμησε ο Νέος, για να καταργήσει την ασθένεια τής φύσεως με τα θεραπευτικά μέσα που διέθετε, και όπως λέει ο Παύλος, "να καταπωθή το θνητό από τη ζωή" (Β΄ Κορ. 5: 4). 93. Βέβαια, σύμφωνα με τη φυσική τάξη τών πραγμάτων, αρχέτυπο για μάς είναι ο παλαιός Αδάμ, ως προγενέστερος. Για τον Θεό όμως, που έχει τα πάντα προ οφθαλμών πριν γίνουν, ο παλαιός είναι απομίμηση τού Νέου. Πλάστηκε κατά την ιδέα και την εικόνα Εκείνου, αλλά δεν παρέμεινε σ' αυτήν. Ή μάλλον ξεκίνησε γι' αυτήν, αλλά δεν έφθασε. Γι' αυτό και παρέλαβε το νόμο ο παλαιός, αλλά τον διαφύλαξε ο Νέος. Και η υπακοή ζητήθηκε από τον παλαιό, αλλά την εκπλήρωσε ο Νέος "μέχρι θανάτου, θανάτου δε σταυρού" (Φιλ. 2: 8), καθώς λέει ο Παύλος. Ο πρώτος με την παράβαση τού νόμου φανέρωσε ότι δεν είχε στην εντέλεια αυτά που πρέπει να έχει ο άνθρωπος. Γιατί δεν ήταν πάνω από τη φύση μας ο νόμος που ήταν δίκαιο να τιμωρεί τον παραβάτη. Ο Δεύτερος όμως ήταν κατά πάντα τέλειος. Γι' αυτό λέει: "Τετήρηκα τας εντολάς τού Πατρός μου" (Ιω. 15: 10). 94. Εκείνος έφερε στον κόσμο την ατελή ζωή που χρειάζεται μύριες βοήθειες. Αυτός υπήρξε για τους ανθρώπους πατέρας τής τελειότερης ζωής, δηλαδή τής αθανάτου. Η φύση μας έτεινε βέβαια εξ αρχής προς την αθανασία, αλλά έφθασε σ' αυτήν αργότερα χάρη στο Σώμα τού Σωτήρος, που ανέστησε ο Ίδιος εκ νεκρών στην αθάνατη ζωή κι έγινε για το γένος μας αρχηγός τής αθανασίας. Και για να συνοψίσω: Πρώτος και μόνος ο Σωτήρας έδειξε τον αληθινό και τέλειο άνθρωπο και με το ήθος Του και με τη ζωή Του και με όλα τα άλλα. 95. Αυτός είναι λοιπόν ο προορισμός τού ανθρώπου, προς τον οποίο απέβλεπε ο Θεός, όταν τον δημιουργούσε: η άφθαρτη ζωή. Σ' αυτήν θα φθάσει όταν απαλλαγεί το σώμα του από την φθορά και η θέλησή του από την αμαρτία. Τότε δηλαδή θα τελειοποιηθεί, όταν ο Δημιουργός επιτελέσει σ' αυτόν όλα όσα έκρινε ότι τού χρειάζονται, όπως και το κάλλος τού αγάλματος ολοκληρώνεται στο τελευταίο χέρι τού τεχνίτου. Αν λοιπόν ο παλαιός Αδάμ απείχε πολύ από την τελειότητα, ενώ ο Νέος ήταν κατά πάντα τέλειος και μετέδωσε την τελειότητα στους ανθρώπους και προσάρμοσε στον εαυτό Του όλο το γένος μας, πώς τα δεύτερα δεν είναι υποδείγματα τών παλαιοτέρων; Πώς να μη θεωρούμε ότι ο Νέος είναι το αρχέτυπο από το οποίο προήλθε ο παλαιός; Γιατί είναι τελείως άτοπο να νομίζουμε ότι τα τελειότερα φέρονται προς τα ατελή και τα κατώτερα γίνονται υποδείγματα για τα καλύτερα ή ότι οι τυφλοί οδηγούν αυτούς που βλέπουν. 96. Ούτε πρέπει ν' απορούμε, αν προηγούνται εκείνα χρονικά, αλλά να πιστεύουμε ότι τα τέλεια είναι κανόνας για τα ατελή αναλογιζόμενοι και τούτο: Πολλά πράγματα δημιουργήθηκαν για τις ανάγκες τού ανθρώπου πριν από αυτόν, ενώ ο άνθρωπος, ο ρυθμιστής τους, πλάστηκε τελευταίος από χώμα. 97. Ας είναι. Για όλους λοιπόν αυτούς τους λόγους ο άνθρωπος και με τη φύση και με τη θέληση και με τους λογισμούς κατευθύνεται προς τον Χριστό. Όχι μόνο εξαιτίας τής θεότητος που είναι ο τελικός σκοπός όλων, αλλά και εξαιτίας τής ανθρώπινης φύσεώς Του. Αυτός είναι το κατάλυμα τών ανθρωπίνων πόθων. Αυτός η τρυφή τών λογισμών. Το ν' αγαπά ή να σκέπτεται κανείς κάτι άλλο εκτός από Αυτόν είναι καταφανής παρέκκληση από το ορθό και εκτροπή από τους όρους που εξαρχής έχουν τεθεί στη φύση...
|
||||
|