ΠΑΤΕΡΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ |
|
ΑΓΙΟΣ ΑΝΤΩΝΙΟΣ Ο ΜΕΓΑΣ |
Φοβερή οπτασία του Αγίου Αντωνίου γιά τούς αιρετικούς: Άλογα κτήνη γύρω απὸ τήν Αγία Τράπεζα
Eἶναι ὄντως φοβερὸ τὸ ὅραμα ποὺ εἶδε ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος σχετικὰ μὲ τὴν παρουσία αἱρετικῶν μέσα σὲ ὀρθόδοξους ναούς. Τὸ ὅραμα αὐτὸ αἰτιολογεῖ, ἐξηγεῖ παραστατικὰ γιὰ ποιὸ λόγο οἱ Ἅγιοι Πατέρες ἀπαγορεύουν μὲ συνοδικοὺς κανόνες τὴν εἴσοδο αἱρετικῶν σὲ καθαγιασμένους χώρους, τὴν συμμετοχὴ τους σὲ ἀκολουθίες καὶ λειτουργίες, τὶς συμπροσευχὲς καὶ τὰ συλλείτουργα. Οἱ αἱρετικοὶ μὴ δεχόμενοι τὴν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Ἁγίων, ἐπηρεάζονται ἀπὸ τοὺς δαίμονες καὶ τὸν πατέρα τους τὸν διάβολο, στὴν προβολὴ πλανεμένων ἀπόψεων.
Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ διδασκαλία τους «μᾶλλον ἄγονος καὶ ἄλογος καὶ διανοίας ἐστὶν
οὐκ ὀρθῆς, ὡς ἡ τῶν ἡμιόνων ἀλογία».
Κατὰ τὴν διήγηση τοῦ Μ. Ἀθανασίου στὸ «Βίο», ἐνῶ ἠσχολεῖτο μὲ τὸ ἐργόχειρό του καθιστὸς ὁ Μ. Ἀντώνιος, περιῆλθε σὲ ἕνα εἶδος ἐκστάσεως καὶ ἀναστέναζε πολὺ βλέποντας τὴν ὀπτασία. Μετὰ ἀπὸ ἀρκετὴ ὥρα στράφηκε πρὸς τοὺς παρισταμένους μοναχούς, ἐξακολούθησε νὰ στενάζῃ καὶ νὰ τρέμῃ. Ἔπεσε στὰ γόνατα γιὰ νὰ προσευχηθῇ καὶ ἔμεινε γονατιστὸς ἐπὶ πολλὴ ὥρα. Ὅταν σηκώθηκε ἔκλαιγε ὁ Γέροντας. Ἐτρόμαξαν οἱ παριστάμενοι καὶ ἐφοβήθηκαν πολύ, γι’ αὐτὸ τὸν παρακάλεσαν νὰ τοὺς ἐξηγήσῃ. Καὶ ἀφοῦ τὸν ἐπίεσαν πολὺ καὶ τὸν ἐξεβίασαν ἀναστέναξε πάλι καὶ εἶπε: «Παιδιά μου εἶναι καλύτερα νὰ πεθάνω, πρὶν νὰ συμβοῦν ὅσα εἶδα στὴν ὀπτασία. Θὰ πέσῃ στὴν Ἐκκλησία ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ, καὶ θὰ παραδοθῇ σὲ ἀνθρώπους ποὺ εἶναι ἄλογα κτήνη. Εἶδα τὴν Ἁγία Τράπεζα τοῦ ναοῦ, στὸ Κυριακὸ τῆς σκήτης νὰ περικυκλώνεται σ’ ὅλες τὶς πλευρὲς ἀπὸ μουλάρια, τὰ ὁποῖα κλωτσοῦσαν καὶ χοροπηδοῦσαν, ὅπως συνηθίζουν νὰ κάνουν αὐτὰ τὰ ἄλογα κτήνη. Εἴδατε καὶ ἀντιληφθήκατε πῶς ἐστέναζα προηγουμένως; Τὸ ἔκανα γιατὶ ἄκουσα φωνὴ ποὺ ἔλεγε: «Θὰ μιανθῇ τὸ θυσιαστήριό μου». Αὐτὰ εἶδε ὁ Γέροντας. Καὶ μετὰ ἀπὸ δύο ἀκριβῶς ἔτη ἔγινε ἐπίθεση τῶν Ἀρειανῶν καὶ ἡ ἁρπαγὴ τῶν Ἐκκλησιῶν. Ἅρπαξαν τὰ ἱερὰ σκεύη μὲ τὴ βία, τὰ ἔδωσαν σὲ εἰδωλολάτρες νὰ τὰ κρατοῦν, τοὺς ἐξανάγκασαν νὰ μετέχουν στὶς συνάξεις τους καὶ παρόντων αὐτῶν ἔκαναν στὴν Ἁγία Τράπεζα ὅ,τι ἤθελαν. Τότε καταλάβαμε ὅλοι μας, λέγει ὁ Μ. Ἀθανάσιος, ὅτι τὰ λακτίσματα ἐκεῖνα τῶν ἡμιόνων προεμήνυαν στὸν Ἀντώνιο ὅσα πράττουν τώρα οἱ Ἀρειανοὶ ὡς κτήνη. Μετὰ τὴν ὀπτασία ἔνιωσε τὴν ἀνάγκη ὁ Γέροντας νὰ ἐνθαρρύνῃ καὶ νὰ παρηγορήσῃ τοὺς γύρω του λέγοντας: «Μὴ λυπᾶσθε, παιδιά μου, γιατὶ ὅπως ὀργίσθηκε ὁ Κύριος, ἔτσι πάλι καὶ θὰ θεραπεύσῃ τὸ κακό. Σύντομα ἡ Ἐκκλησία θὰ ἐπαναποκτήσῃ τὴν ὀμορφιά της καὶ θὰ λάμψῃ. Θὰ δεῖτε αὐτοὺς ποὺ ἐξορίστηκαν νὰ ἐπιστρέφουν, τὴν ἀσέβεια νὰ ὑποχωρῇ καὶ νὰ κρύβεται, καὶ τὴν εὐσεβὴ πίστη νὰ ἐμφανίζεται καὶ νὰ κυριαρχῇ παντοῦ, ἀρκεῖ σεῖς νὰ μὴν μιανθῆτε ἀπὸ τὴν αἵρεση τῶν Ἀρειανῶν, γιατὶ δὲν εἶναι ἡ διδασκαλία τῶν Ἀποστὸλων, ἀλλὰ τῶν δαιμόνων καὶ τοῦ πατρὸς αὐτῶν τοῦ διαβόλου, ἄλογη καὶ ἄκαρπη, σὰν τὴν ἀλογία τῶν ἡμιόνων».
|