ΠΑΤΕΡΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ |
|
ΑΓΙΟΣ ΑΝΤΩΝΙΟΣ Ο ΜΕΓΑΣ |
ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΕΣ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΑΝΤΩΝΙΟΥ (ΑΠΟ ΤΟ ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ)
Είπε ο αββάς Αντώνιος:
«Η ζωή και ο θάνατος της ψυχής εξαρτάται από τον πλησίον. Αν κερδίσουμε τον αδελφό, τον θεό κερδίζουμε, ενώ αν σκανδαλίσουμε τον αδελφό, στον Χριστό αμαρτάνουμε».
Ρώτησε κάποιος τον αββά Αντώνιο:
Ο αββάς Αντώνιος κάποια φορά βυθίζοντας βαθιά τη σκέψη
του, ζήτησε να μάθει τα κρίματα του Θεού:
Πήγαν κάποιοι στον αββά Αντώνιο και του είπαν:
Είπε ο αββάς Αντώνιος: «Είδα όλες τις παγίδες του εχθρού -του διαβόλου- απλωμένες πάνω στη γη. Και στέναξα και είπα: Ποιος άραγε μπορεί να τις προσπεράσει; Και άκουσα φωνή να μου λέει: Η ταπεινοφροσύνη».
Είπε πάλι: «Είναι μερικοί που έλιωσαν τα σώματά τους με την άσκηση, επειδή όμως τους έλειπε η διάκριση, βρέθηκαν μακριά από τον Θεό».
«Κανείς δεν μπορεί να εισέλθει στη βασιλεία των ουρανών, χωρίς να δοκιμάσει πειρασμούς (=δοκιμασίες). Βγάλε από τη μέση τους πειρασμούς και τότε κανείς δεν θα υπάρχει που να σώζεται.»
"Αυτός που χτυπάει τη μάζα του σιδήρου, πιο μπροστά βάζει
στο μυαλό του τι πρόκειται να κάνει, δρεπάνι, μαχαίρι, τσεκούρι;
Κάποιος που κυνηγούσε στην έρημο άγρια ζώα, είδε τον αββά Αντώνιο να αστειεύεται με τους αδελφούς και σκανδαλίστηκε. Θέλοντας δε ο γέροντας να τον διδάξει ότι είναι ανάγκη πού και πού να συγκαταβαίνει κανείς στους αδελφούς, τού λέγει: «Βάλε μια σαϊτα στο τόξο σου και τέντωσέ το». Το έκαμε εκείνος. Τού λέγει: «Τέντωσέ το πιο πολύ». Και το τέντωσε. Και πάλι τού λέγει: «Ακόμη πιο πολύ». Τού απαντά τότε ο κυνηγός: "Αν το τεντώσω υπερβολικά, θα σπάσει το τόξο». Και ο γέροντας τού λέει: «Έτσι και στο έργο του Θεού. Αν τεντώσουμε υπερβολικά τη συμπεριφορά μας απέναντι στους αδελφούς, θα σπάσουν και αυτοί. Πρέπει λοιπόν πού και πού να συγκαταβαίνουμε στους αδελφούς». Και έφυγε πολύ ωφελημένος από τον γέροντα. Οι δε αδελφοί, στηριγμένοι, έφυγαν και πήγαν στον τόπο τους.
Πήγαν κάποτε μερικοί γέροντες στον αββά Αντώνιο και ήταν ο αββάς Ιωσήφ μαζί του. Και θέλοντας ο γέροντας να τους δοκιμάσει, τους πρόβαλε ένα ρητό της Γραφής και άρχισε, από τους πιο νέους, να τους ρωτά για το νόημά του. Και καθένας απαντούσε κατά τη δύναμή του. Ο δε γέροντας έλεγε στον καθένα: «Δεν το βρήκες». Ύστερα από όλους, λέει στον αββά Ιωσήφ: «Εσύ τί έχεις να πεις πάνω σ' αυτό το ρητό;» Αποκρίνεται εκείνος: «Δεν ξέρω». Λέει λοιπόν ο αββάς Αντώνιος: «Πάντως ο αββάς Ιωσήφ βρήκε τον δρόμο, γιατί είπε, "δεν ξέρω".»
Είπε ο αββάς Αντώνιος: «Έρχεται καιρός που οι άνθρωποι θα παραλογίζονται. Και αν δουν κάποιον να μη παραλογίζεται, θα ξεσηκωθούν εναντίον του, λέγοντας: "Εσύ είσαι παράλογος". Και αυτό θα συμβεί, γιατί δεν θα είναι όμοιός τους».
Κάποιοι αδελφοί πήγαν στον αββά Αντώνιο και του ανέφεραν ένα ρητό από το Λευιτικό. Βγήκε λοιπόν ο γέροντας στην έρημο και τον ακολούθησε ο αββάς Αμμωνάς κρυφά, γνωρίζοντας τη συνήθειά του. Ο γέροντας απομακρύνθηκε πολύ, στάθηκε για προσευχή και φώναξε δυνατά: «Θεέ μου, στείλε μου τον Μωυσή να μου εξηγήσει αυτό το ρητό». Και ακούστηκε φωνή, που μιλούσε μαζί του. Είπε λοιπόν ο αββάς Αμμωνάς: «Τη φωνή που μιλούσε μαζί του, την άκουσα. Αλλά το νόημα του λόγου δεν το έμαθα».
Τρεις από τους πατέρες είχαν τη συνήθεια να πηγαίνουν κάθε χρονιά στον μακάριο Αντώνιο. Και οι μεν δύο τον ρωτούσαν σχετικά με τους λογισμούς και τη σωτηρία της ψυχής. Ο άλλος όμως σιωπούσε πάντα, μη ρωτώντας τίποτε. Μετά λοιπόν από πολύ καιρό, του λέγει ο αββάς Αντώνιος: «Τόσο καιρό έρχεσαι εδώ και τίποτε δεν με ρωτάς». Και εκείνος του αποκρίνεται και του λέγει: «Μου αρκεί μόνο να σε βλέπω, πάτερ».
Έλεγαν μερικοί για τον αββά Αντώνιο, ότι τον φώτιζε σε όλα το Άγιο Πνεύμα, αλλά δεν ήθελε να μιλά, εξαιτίας των ανθρώπων. Γιατί και όσα γίνονταν στον κόσμο και όσα έμελλαν να συμβούν, τα γνώριζε.
Κάποιοι αδελφοί πήγαν στον αββά Αντώνιο να του αναφέρουν
τα οράματα που έβλεπαν, και να πληροφορηθούν απ΄αυτόν εάν πρόκειται για
αληθινά οράματα ή τα δημιουργούν οι δαίμονες.
Κάποιος αδελφός είπε στον αββά Αντώνιο:
Είπε επίσης ότι ο Θεός δεν επιτρέπει να ΄ρθουν οι μεγάλοι πειρασμοί στη γενιά αυτή όπως στις παλαιότερες, γιατί γνωρίζει ότι είναι αδύναμοι και δεν αντέχουν.
Είπε πάλι: «Γνωρίζω μοναχούς, που ύστερα από πολλούς κόπους, έπεσαν και τους σάλεψαν τα λογικά, επειδή στήριξαν ελπίδες στον εαυτό τους και δεν λογάριασαν τη θεία εντολή, που λέει: "Επερώτησον τον πατέρα σου και αναγγελεί σοι" (Δευτερονόμιον 32,7)».
Κάποιος αδελφός που απαρνήθηκε τον κόσμο, μοίρασε τα
υπάρχοντά του στους φτωχούς, κράτησε όμως λίγα για τον εαυτό του και πήγε
στον αββά Αντώνιο. Όταν το ΄μαθε αυτό ο Γέροντας του λέει:
Είπε ο αββάς Αντώνιος: "Νομίζω πώς το σώμα έχει μία
φυσική κίνηση που έχει γίνει ένα μ΄αυτό, αλλά δεν ενεργεί χωρίς τη
συγκατάθεση της ψυχής, σημειώνει μόνο στο σώμα μια απαθή κίνηση. Υπάρχει
όμως και άλλη κίνηση που προέρχεται από το ότι τρέφουμε και περιποιούμαστε
το σώμα με φαγητά και ποτά. Και η θερμότητα του αίματος που οφείλεται σ΄αυτά,
διεγείρει το σώμα σε ενέργεια.
Σε κάποιον αδελφό που έμενε στο κοινόβιο του αββά Ηλίτ,
συνέβη κάποτε ένας πειρασμός. Γι΄αυτό τον έδιωξαν από κει και πήγε κοντά
στον αββά Αντώνιο, στο όρος. Αφού έμεινε ο αδελφός κοντά του κάποιο χρονικό
διάστημα, τον έστειλε ο αββάς στο κοινόβιο απ΄όπου είχε φύγει. Εκείνοι όμως
μόλις τον είδαν, τον ξανάδιωξαν και ο αδελφός γύρισε πάλι στον αββά Αντώνιο
και του είπε:
Κάποιοι αδελφοί από τη σκήτη ξεκίνησαν να επισκεφθούν τον
αββά Αντώνιο. Μπήκαν λοιπόν σ΄ένα καράβι για να πάνε και σ΄αυτό βρήκαν έναν
άλλο Γέροντα, που ήθελε κι αυτός να πάει εκεί. Δεν τον γνώριζαν όμως αυτόν
οι αδελφοί. Καθισμένοι λοιπόν μέσα στο καράβι ανέφεραν μεταξύ τους
αποφθέγματα Πατέρων ή ρητά από τη Γραφή και από ανάμεσα για το εργόχειρό
τους. Ο Γέροντας έμενε εντελώς σιωπηλός. Σαν βγήκαν στο λιμάνι, παρατήρησαν
ότι και ο Γέροντας πήγαινε προς τον αββά Αντώνιο.
Είπε ο αββάς Αντώνιος:
Όταν ο αββάς Αντώνιος ασκήτευε στην έρημο, έπεσε κάποτε
σε ακηδία και σε μεγάλη σύγχυση των λογισμών του και έλεγε στον Θεό:
|