ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ

 

ΠΑΡΑΛΕΙΠΟΜΕΝΩΝ Β'- ΚΕΦ. 10-16

 

 

Η ΔΙΑΣΠΑΣΗ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ- ΡΟΒΟΑΜ ΚΑΙ ΙΕΡΟΒΟΑΜ

Η ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΤΟΥ ΑΒΙΑ ΚΑΙ ΤΟΥ ΑΣΑ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10- Η ΔΙΑΙΡΕΣΗ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ

                                    Η διαίρεση του Βασιλείου

Β Παραλ. 10,1    Καὶ ἦλθε Ῥοβοὰμ εἰς Συχέμ, ὅτι εἰς Συχὲμ ἤρχετο πᾶς Ἰσραὴλ βασιλεῦσαι αὐτόν.

Β Παραλ. 10,1          Ο Ροβοάμ μετέβη εις την Συχέμ, διότι εις την Συχέμ θα ήρχοντο και όλοι οι Ισραηλίται να τον ανακηρύξουν βασιλέα.

Β Παραλ. 10,2    καὶ ἐγένετο ὡς ἤκουσεν Ἱεροβοὰμ υἱὸς Ναβάτ -καὶ αὐτὸς ἐν Αἰγύπτῳ, ὡς ἔφυγεν ἀπὸ προσώπου Σαλωμὼν τοῦ βασιλέως καὶ κατῴκησεν Ἱεροβοὰμ ἐν Αἰγύπτῳ- καὶ ἀπέστρεψεν Ἱεροβοὰμ ἐξ Αἰγύπτου.

Β Παραλ. 10,2         Το γεγονός αυτό επληροφορήθη ο Ιεροβοάμ, ο υιός του Ναβάτ- αυτός ο Ιεροβοάμ ευρίσκετο εις την Αίγυπτον, φεύγων από το πρόσωπον του Σολομώντος, εκεί εις την Αίγυπτον είχεν εγκατασταθή- Οταν δε έμαθε τον θάνατον του Σολομώντος επέστρεψεν από την Αίγυπτον εις την πατρίδα του.

Β Παραλ. 10,3    καὶ ἀπέστειλαν καὶ ἐκάλεσαν αὐτόν, καὶ ἦλθεν Ἱεροβοὰμ καὶ πᾶσα ἡ ἐκκλησία Ἰσραὴλ πρὸς Ῥοβοὰμ λέγοντες·

Β Παραλ. 10,3         Οι Ισραηλίται έστειλαν ανθρώπους και τον προσεκάλεσαν. Ο Ιεροβοάμ και όλη η συγκέντρωσις των Ισραηλιτών ήλθον εις την Συχέμ και ειπόν προς τον Ροβοάμ·

Β Παραλ. 10,4    ὁ πατήρ σου ἐσκλήρυνε τὸν ζυγὸν ἡμῶν, καὶ νῦν ἄφες ἀπὸ τῆς δουλείας τοῦ πατρός σου τῆς σκληρᾶς καὶ ἀπὸ τοῦ ζυγοῦ αὐτοῦ τοῦ βαρέος, οὗ ἔδωκεν ἐφ᾿ ἡμᾶς, καὶ δουλεύσομέν σοι.

Β Παραλ. 10,4         “ο πατήρ σου είχε καταστήσει σκληρόν και βαρύν τον ζυγόν της φορολογίας του εις ημάς. Αλάφρωσε συ τώρα την σκληράν αυτήν δουλείαν του πατρός σου, κάμε ελαφρότερον τον βαρύν ζυγόν, τον οποίον επέβαλεν εις ημάς. Ημείς δε θα είμεθα δούλοι εις σέ”.

Β Παραλ. 10,5    καὶ εἶπεν αὐτοῖς· πορεύεσθε ἕως τριῶν ἡμερῶν καὶ ἔρχεσθε πρός με· καὶ ἀπῆλθεν ὁ λαός.

Β Παραλ. 10,5         Ο βασιλεύς είπεν εις αυτούς· “πηγαίνετε και ύστερα από τρεις ημέρας ελάτε πάλιν εις εμέ”. Ο λαός απήλθεν.

Β Παραλ. 10,6    καὶ συνήγαγεν ὁ βασιλεὺς Ῥοβοὰμ τοὺς πρεσβυτέρους τοὺς ἑστηκότας ἐναντίον τοῦ Σαλωμὼν τοῦ πατρὸς αὐτοῦ ἐν τῷ ζῆν αὐτὸν λέγων· πῶς ὑμεῖς βουλεύεσθε τοῦ ἀποκριθῆναι τῷ λαῷ τούτῳ λόγον;

Β Παραλ. 10,6         Ο βασιλεύς Ροβοάμ συνεκάλεσε τους γεροντοτέρους συμβούλους, οι οποίοι ήσαν άλλοτε πλησίον του πατρός του του Σολομώντος, όταν αυτός εζούσε, και τους ηρώτησε· “τι και πως με συμβουλεύετε σεις, να απαντήσω εις την παράκλησιν αυτήν του λαού τούτου;”

Β Παραλ. 10,7    καὶ ἐλάλησαν αὐτῷ λέγοντες· ἐὰν ἐν τῇ σήμερον γένῃ εἰς ἀγαθὸν τῷ λαῷ τούτῳ καὶ εὐδοκήσῃς καὶ λαλήσῃς αὐτοῖς λόγους ἀγαθούς, καὶ ἔσονταί σοι παῖδες πάσας τὰς ἡμέρας.

Β Παραλ. 10,7         Εκείνοι ωμίλησαν προς αυτόν και του είπαν· “εάν σήμερον δειχθής συ επιεικής εις αυτόν τον λαόν και θελήσης να ομιλήσης προς αυτούς λόγια αγαθά και ευπρόσδεκτα, αυτοί θα γίνουν δούλοι σου όλας τας ημέρας της ζωής σου”.

Β Παραλ. 10,8    καὶ κατέλιπε τὴν βουλὴν τῶν πρεσβυτέρων, οἳ συνεβουλεύσαντο αὐτῷ, καὶ συνεβουλεύσατο μετὰ τῶν παιδαρίων τῶν συνεκτραφέντων μετ᾿ αὐτοῦ τῶν ἑστηκότων ἐναντίον αὐτοῦ.

Β Παραλ. 10,8         Ο βασιλεύς όμως απέρριψε την συμβουλήν των πρεσβυτέρων, οι οποίοι έτσι τον είχαν συμβουλεύσει, και εζήτησε την γνώμην νεαρών συνομηλίκων του, μαζή με τους οποίους είχεν ανατραφή και οι οποίοι ευρίσκοντο κοντά του συνεχώς ως σύντροφοί του.

Β Παραλ. 10,9    καὶ εἶπεν αὐτοῖς· τί ὑμεῖς βουλεύεσθε καὶ ἀποκριθήσομαι λόγον τῷ λαῷ τούτῳ, οἳ ἐλάλησαν πρός με λέγοντες· ἄνες ἀπὸ τοῦ ζυγοῦ, οὗ ἔδωκεν ὁ πατήρ σου ἐφ᾿ ἡμᾶς;

Β Παραλ. 10,9         Ο Ροβοάμ τους ηρώτησε· “τι και σεις με συμβουλεύετε να αποκριθώ εις την πρότασιν του λαού τούτου, των ανθρώπων, οι οποίοι μου ωμίλησαν και είπαν· Καμε ελαφρότερον τον ζυγόν της φορολογίας, τον οποίον επέβαλεν ο πατήρ σου εις ημάς;”

Β Παραλ. 10,10   καὶ ἐλάλησαν αὐτῷ τὰ παιδάρια τὰ ἐκτραφέντα μετ᾿ αὐτοῦ λέγοντες· οὕτως λαλήσεις τῷ λαῷ τῷ λαλήσαντι πρός σε λέγων· ὁ πατήρ σου ἐβάρυνε τὸν ζυγὸν ἡμῶν καὶ σὺ ἄφες ἀφ᾿ ἡμῶν, οὕτως ἐρεῖς· ὁ μικρὸς δάκτυλός μου παχύτερος τῆς ὀσφύος τοῦ πατρός μου·

Β Παραλ. 10,10       Οι νεαροί, οι οποίοι είχον ανατραφή μαζή με αυτόν, του είπαν· “ιδού, πως θα απαντήσης εις αυτόν τον λαόν, ο οποίος ωμίλησε προς σε και σου είπεν· Ο πατήρ σου είχεν επιβάλει επάνω μας βαρύν ζυγόν, συ όμως αλάφρωσε τον ζυγόν αυτόν από ημάς. Ιδού πως θα απαντήσης· Το μικρότερο δάκτυλον της χειρός μου είναι χονδρότερο και ισχυρότερο από την μέσην του πατρός μου.

Β Παραλ. 10,11   καὶ νῦν ὁ πατήρ μου ἐπαίδευσεν ὑμᾶς ζυγῷ βαρεῖ, κἀγὼ προσθήσω ἐπὶ τὸν ζυγὸν ἡμῶν, ὁ πατήρ μου ἐπαίδευσεν ὑμᾶς ἐν μάστιξι κἀγὼ παιδεύσω ὑμᾶς ἐν σκορπίοις.

Β Παραλ. 10,11        Και τώρα ακούσατε· ο πατέρας μου σας επέβαλε βαρύν ζυγόν, εγώ θα προσθέσω και θα κάμω ακόμη βαρύτερον αυτόν τον ζυγόν. Ο πατέρας μου σας ετιμωρούσε με απλά μαστίγια, εγώ θα σας τιμωρώ με μάστιγας, που θα έχουν αγκάθια σαν το κεντρί του σκορπιού”.

Β Παραλ. 10,12   καὶ ἦλθεν Ἱεροβοὰμ καὶ πᾶς ὁ λαὸς πρὸς Ῥοβοὰμ τῇ ἡμέρᾳ τῇ τρίτῃ, ὡς ἐλάλησεν ὁ βασιλεὺς λέγων· ἐπιστρέψατε πρός με ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῇ τρίτῃ.

Β Παραλ. 10,12       Κατά την τρίτην ημέραν ο Ιεροβοάμ και όλος ο άλλος ισραηλιτικός λαός ήλθον προς τον Ροβοάμ, όπως ο βασιλεύς είχε δώσει εντολήν εις αυτούς λέγων· “επανέλθετε προς εμέ την τρίτην ημέραν”.

Β Παραλ. 10,13   καὶ ἀπεκρίθη ὁ βασιλεὺς σκληρά, καὶ ἐγκατέλιπεν ὁ βασιλεὺς Ῥοβοὰμ τὴν βουλὴν τῶν πρεσβυτέρων

Β Παραλ. 10,13        Ο βασιλεύς Ροβοάμ, ο οποίος είχεν απορρίψει την καλήν συμβουλήν των γεροντότερων, απεκρίθη προς αυτούς με σκληρότητα.

Β Παραλ. 10,14   καὶ ἐλάλησε πρὸς αὐτοὺς κατὰ τὴν βουλὴν τῶν νεωτέρων λέγων· ὁ πατήρ μου ἐβάρυνε τὸν ζυγὸν ὑμῶν καὶ ἐγὼ προσθήσω ἐπ᾿ αὐτόν, ὁ πατήρ μου ἐπαίδευσεν ὑμᾶς ἐν μάστιξι καὶ ἐγὼ παιδεύσω ὑμᾶς ἐν σκορπίοις.

Β Παραλ. 10,14       Απήντησε προς αυτούς σύμφωνα με την συμβουλήν των νεαρών συντρόφων του και τους είπεν· “ο πατήρ μου σας επέβαλε βαρύν ζυγόν, εγώ θα προσθέσω και θα κάμω ακόμη βαρύτερον τον ζυγόν αυτόν. Ο πατέρας μου σας επαίδευσε με μαστίγια, εγώ θα σας τιμωρώ με αγκαθωτά μαστίγια”.

Β Παραλ. 10,15   καὶ οὐκ ἤκουσεν ὁ βασιλεὺς τοῦ λαοῦ, ὅτι ἦν μεταστροφὴ παρὰ τοῦ Θεοῦ λέγων· ἀνέστησε Κύριος τὸν λόγον αὐτοῦ, ὃν ἐλάλησεν ἐν χειρὶ Ἀχιὰ τοῦ Σηλωνίτου περὶ Ἱεροβοὰμ υἱοῦ Ναβὰτ

Β Παραλ. 10,15        Ετσι δε ο βασιλεύς Ροβοάμ δεν άκουσε την παράκλησιν του λαού του· αυτό ήτο παραχώρησις Θεού, ώστε ο Κυριος να πραγματοποιήση τον λόγον, τον οποίον είχεν είπει δια μέσου Αχιά του Σηλωνίτου περί του Ιεροβοάμ, του υιού του Ναβάτ,

Β Παραλ. 10,16   καὶ παντὸς Ἰσραήλ, ὅτι οὐκ ἤκουσεν ὁ βασιλεὺς αὐτῶν. καὶ ἀπεκρίθη ὁ λαὸς πρὸς τὸν βασιλέα λέγων· τίς ἡμῶν ἡ μερὶς ἐν Δαυὶδ καὶ κληρονομία ἐν υἱῷ Ἰεσσαί; εἰς τὰ σκηνώματά σου, Ἰσραήλ· νῦν βλέπε τὸν οἶκόν σου, Δαυίδ. καὶ ἐπορεύθη πᾶς Ἰσραὴλ εἰς τὰ σκηνώματα αὐτοῦ·

Β Παραλ. 10,16       και περί όλου του ισραηλιτικού λαού. Ιδού διατί ήλθαν έτσι τα πράγματα, ώστε να μη ακούση ο βασιλεύς αυτούς. Τοτε ο λαός απήντησε προς τον βασιλέα και είπαν μεταξύ των· “ποία σχέσις υπάρχει μεταξύ ημών και του Δαυίδ; Εχομεν καμμίαν κληρονομίαν ημείς στον Δαυίδ, τον υιόν του Ιεσσαί; Λοιπόν, Ισραηλίται, ας επιστρέψωμεν ο καθένας στον οίκον του. Και τώρα συ, γενεά του Δαυίδ, κύτταξε το σπίτι σου”. Ολος ο ισραηλιτικός λαός επέστρεψεν εις τας πόλεις του.

Β Παραλ. 10,17   καὶ ἄνδρες Ἰσραὴλ καὶ οἱ κατοικοῦντες ἐν πόλεσιν Ἰούδα καὶ ἐβασίλευσεν ἐπ᾿ αὐτῶν Ῥοβοάμ.

Β Παραλ. 10,17        Ετσι δε ο Ροβοάμ εβασίλευσε μόνον στους Ισραηλίτας εκείνους, οι οποίοι κατοικούσαν εις τας πόλεις της φυλής του Ιούδα.

Β Παραλ. 10,18   καὶ ἀπέστειλεν ἐπ᾿ αὐτοὺς Ῥοβοὰμ ὁ βασιλεὺς τὸν Ἀδωνιρὰμ τὸν ἐπὶ τοῦ φόρου, καὶ ἐλιθοβόλησαν αὐτὸν οἱ υἱοὶ Ἰσραὴλ λίθοις καὶ ἀπέθανε. καὶ ὁ βασιλεὺς Ῥοβοὰμ ἔσπευσε τοῦ ἀναβῆναι εἰς τὸ ἅρμα τοῦ φυγεῖν εἰς Ἱερουσαλήμ.

Β Παραλ. 10,18       Ο Ροβοάμ, ο βασιλεύς, έστειλε προς τους αποστατήσαντας από αυτόν Ισραηλίτας τον Αδωνιράμ, επόπτην επί της αναγκαστικής εργασίας. Αυτόν όμως οι Ισραηλίται τον ελιθοβόλησαν και τον εφόνευσαν. Ο ίδιος δε ο βασιλεύς Ροβοάμ μόλις διέφυγε τον κίνδυνον, διότι έσπευσε και ανέβηκε στο πολεμικόν του άρμα και έφυγε προς την Ιερουσαλήμ.

Β Παραλ. 10,19   καὶ ἠθέτησεν Ἰσραὴλ ἐν τῷ οἴκῳ Δαυὶδ ἕως τῆς ἡμέρας ταύτης.

Β Παραλ. 10,19       Ετσι οι Ισραηλίται απεστάτησαν από την οικογένειαν του Δαυίδ έως την ημέραν αυτήν.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11- Η ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΤΟΥ ΡΟΒΟΑΜ ΚΑΙ ΤΟΥ ΙΕΡΟΒΟΑΜ

                                    Ο Θεός αποτρέπει τον εμφύλιο πόλεμο

Β Παραλ. 11,1    Καὶ ἦλθε Ῥοβοὰμ εἰς Ἱερουσαλὴμ καὶ ἐξεκκλησίασε τὸν Ἰούδαν καὶ Βενιαμὶν ἑκατὸν ὀγδοήκοντα χιλιάδας νεανίσκων ποιούντων πόλεμον, καὶ ἐπολέμει πρὸς Ἰσραὴλ τοῦ ἐπιστρέψαι τὴν βασιλείαν τῷ Ῥοβοάμ.

Β Παραλ. 11,1           Οταν ο Ροβοάμ ήλθεν εις την Ιερουσαλήμ, συνεκέντρωσεν όλους, όσοι ηδύναντο να λάβουν μέρος στον πόλεμον, νέους κατά την ηλικίαν, από την φυλήν του Ιούδα και του Βενιαμίν, εκατόν ογδοήκοντα χιλιάδας εν όλω. Με αυτούς ανέλαβε πόλεμον εναντίον των Ισραηλιτών, δια να τους επαναφέρη και τους υποτάξη εις την βασιλείαν του.

Β Παραλ. 11,2    καὶ ἐγένετο λόγος Κυρίου πρὸς Σαμαίαν ἄνθρωπον τοῦ Θεοῦ λέγων·

Β Παραλ. 11,2          Λογος όμως του Κυρίου έγινε προς τον άνθρωπον του Θεού, τον προφήτην Σαμαίαν, και είπε προς αυτόν·

Β Παραλ. 11,3    εἰπὸν πρὸς Ῥοβοὰμ τὸν τοῦ Σαλωμὼν καὶ πάντα Ἰούδαν καὶ Βενιαμὶν λέγων·

Β Παραλ. 11,3          “ειπέ στον Ροβοάμ τον υιόν του Σολομώντος και προς όλην την φυλήν Ιούδα και την φυλήν Βενιαμίν τα εξής·

Β Παραλ. 11,4    τάδε λέγει Κύριος· οὐκ ἀναβήσεσθε καὶ οὐ πολεμήσεσθε πρὸς τοὺς ἀδελφοὺς ὑμῶν· ἀποστρέφετε ἕκαστος εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ, ὅτι παρ᾿ ἐμοῦ ἐγένετο τὸ ῥῆμα τοῦτο. καὶ ἐπήκουσαν τοῦ λόγου Κυρίου καὶ ἀπεστράφησαν τοῦ μὴ πορευθῆναι ἐπὶ Ἱεροβοάμ.

Β Παραλ. 11,4          Αυτά διατάσσει ο Κυριος. Δεν θα εκστρατεύσετε και δεν θα πολεμήσετε τους αδελφούς σας τους Ισραηλίτας. Αλλά ο καθένας από σας ας επιστρέψη στον οίκον του, διότι κατόπιν ιδικής μου παραχωρήσεως επραγματοποιήθη το γεγονός αυτό, ο χωρισμός δηλαδή των Ισραηλιτών από σας. Εκείνοι υπήκουσαν στον λόγον του Κυρίου και απέφυγαν έτσι να εκστρατεύσουν εναντίον του Ιεροβοάμ.

 

                                    Η βασιλεία του Ροβοάμ

Β Παραλ. 11,5    καὶ κατῴκησε Ῥοβοὰμ εἰς Ἱερουσαλὴμ καὶ ᾠκοδόμησε πόλεις τειχήρεις ἐν τῇ Ἰουδαίᾳ.

Β Παραλ. 11,5          Ο Ροβοάμ εγκατεστάθη εις την Ιερουσαλήμ και οικοδόμησεν οχυράς πόλεις εις την Ιουδαίαν.

Β Παραλ. 11,6    καὶ ᾠκοδόμησε τὴν Βηθλεὲμ καὶ Αἰτὰν καὶ Θεκωὲ

Β Παραλ. 11,6          Ωχύρωσε την Βηθλεέμ, την Αιτάν, την Θεκωέ,

Β Παραλ. 11,7    καὶ Βαιθσουρὰ καὶ τὴν Σοχὼθ καὶ τὴν Ὀδολλὰμ

Β Παραλ. 11,7          την Βαιθσουρά, την Σοχώθ, την Οδολλάμ,

Β Παραλ. 11,8    καὶ τὴν Γὲθ καὶ τὴν Μαρισὰν καὶ τὴν Ζὶφ

Β Παραλ. 11,8          την Γέθ, την Μαρισάν, την Ζιφ,

Β Παραλ. 11,9    καὶ τὴν Ἀδωραὶμ καὶ Λαχίς, καὶ τὴν Ἀζηκὰ

Β Παραλ. 11,9          την Αδωραίμ, την Λαχίς, την Αζηκά,

Β Παραλ. 11,10   καὶ τὴν Σαραὰ καὶ τὴν Αἰλὼμ καὶ τὴν Χεβρών, ἥ ἐστι τοῦ Ἰούδα καὶ Βενιαμίν, πόλεις τειχήρεις.

Β Παραλ. 11,10        την Σαραά, την Αιλώμ και την Χεβρών, πόλεις οχυράς, αι οποίαι ευρίσκοντο στο βασίλειον της φυλής Ιούδα και Βενιαμίν.

Β Παραλ. 11,11   καὶ ὠχύρωσεν αὐτὰς τείχεσι καὶ ἔδωκεν ἐν αὐταῖς ἡγουμένους καὶ παραθέσεις βρωμάτων, ἔλαιον καὶ οἶνον,

Β Παραλ. 11,11         Αφού ωχύρωσεν αυτάς με τείχη, εγκατέστησεν εις αυτάς αρχηγούς και τας εφωδίασε με παρακαταθήκας τροφίμων, ελαίου και οίνου.

Β Παραλ. 11,12   κατὰ πόλιν καὶ κατὰ πόλιν θυρεοὺς καὶ δόρατα, καὶ κατίσχυσεν αὐτὰς εἰς πλῆθος σφόδρα· καὶ ἦσαν αὐτῷ Ἰούδα καὶ Βενιαμίν.

Β Παραλ. 11,12        Καθε μίαν από τας πόλεις αυτάς εφωδίασε με ασπίδας και δόρατα. Ετσι δε τας κατέστησε πάρα πολύ ισχυράς. Αι φυλαί του Ιούδα και του Βενιαμίν ανήκον στον βασιλέα τον Ροβοάμ.

 

                                    Ο Ιεροβοάμ εκτρέπεται στην ειδωλολατρία

Β Παραλ. 11,13   καὶ οἱ ἱερεῖς καὶ οἱ Λευῖται, οἳ ἦσαν ἐν παντὶ Ἰσραὴλ συνήχθησαν πρὸς αὐτὸν ἐκ πάντων τῶν ὁρίων·

Β Παραλ. 11,13        Οι ιερείς και οι Λευίται, οι οποίοι ήσαν εγκατεστημένοι μεταξύ όλων των Ισραηλιτών, ήλθον από τας περιοχάς των και συνεκεντρώθησαν προς τον βασιλέα Ροβοάμ.

Β Παραλ. 11,14   ὅτι ἐγκατέλιπον οἱ Λευῖται τὰ σκηνώματα τῆς κατασχέσεως αὐτῶν καὶ ἐπορεύθησαν πρὸς Ἰούδα εἰς Ἱερουσαλήμ, ὅτι ἐξέβαλεν αὐτοὺς Ἱεροβοὰμ καὶ οἱ υἱοὶ αὐτοῦ μὴ λειτουργεῖν Κυρίῳ

Β Παραλ. 11,14        Τούτο δε έγινε, διότι οι Λευίται εγκατέλειψαν τας πόλεις, αι οποίαι τους είχον δοθή ως ιδιοκτησία των και αι οποίαι ευρίσκοντο εις την περιοχήν του βασιλείου του Ισραήλ, και ήλθον εις την φυλήν Ιούδα εις Ιερουσαλήμ, διότι ο Ιεροβοάμ και οι υιοί του είχαν απαγορεύσει εις αυτούς να λατρεύουν τον Κυριον.

Β Παραλ. 11,15   καὶ κατέστησεν ἑαυτῷ ἱερεῖς τῶν ὑψηλῶν καὶ τοῖς εἰδώλοις καὶ τοῖς ματαίοις καὶ τοῖς μόσχοις, ἃ ἐποίησεν Ἱεροβοάμ,

Β Παραλ. 11,15        Ο Ιεροβοάμ εξέλεξε δια τον εαυτόν του ιερείς, που δεν ανήκαν εις την φυλήν Λευι, και τους εγκατέστησεν στους υψηλούς ειδωλολατρικούς τόπους, εις τα ψευδή είδωλα και στους ειδωλολατρικούς μόσχους, τους οποίους ο ίδιος ο Ιεροβοάμ είχε κατασκευάσει.

Β Παραλ. 11,16   καὶ ἐξέβαλεν αὐτοὺς ἀπὸ φυλῶν Ἰσραήλ, οἳ ἔδωκαν καρδίαν αὐτῶν τοῦ ζητῆσαι Κύριον Θεὸν Ἰσραὴλ καὶ ἦλθον εἰς Ἱερουσαλὴμ θῦσαι Κυρίῳ Θεῷ τῶν πατέρων αὐτῶν

Β Παραλ. 11,16        Εδίωξε δε από τας ισραηλιτικάς φυλάς όλους εκείνους, οι οποίοι είχαν δώσει την καρδίαν των εις την λατρείαν Κυρίου του Θεού του ισραηλιτικού λαού. Δια τούτο και οι Λευίται αυτοί ήλθον εις την Ιερουσαλήμ, να προσφέρουν θυσίας εις Κυριον τον Θεόν των πατέρων των.

Β Παραλ. 11,17   καὶ κατίσχυσαν τὴν βασιλείαν Ἰούδα καὶ κατίσχυσαν Ῥοβοὰμ τὸν τοῦ Σαλωμὼν εἰς ἔτη τρία, ὅτι ἐπορεύθη ἐν ταῖς ὁδοῖς Δαυὶδ καὶ Σαλωμὼν ἔτη τρία.

Β Παραλ. 11,17        Ετσι δε αυτοί με την παρουσίαν των ενίσχυσαν την βασιλείαν της φυλής του Ιούδα, ενίσχυσαν και τον Ροβοάμ τον υιόν του Σολομώντος επί τρία έτη, διότι επί τρία έτη ο Ροβοάμ επορεύετο τον δρόμον, που ηκολούθησεν ο πάππος του ο Δαυίδ και ο πατήρ του ο Σολομών.

 

                                    Η οικογένεια του Ροβοάμ

Β Παραλ. 11,18   καὶ ἔλαβεν ἑαυτῷ Ῥοβοὰμ γυναῖκα τὴν Μολλὰθ θυγατέρα Ἱεριμοὺθ υἱοῦ Δαυὶδ καὶ Ἀβιγαίαν θυγατέρα Ἑλιὰβ τοῦ Ἰεσσαί,

Β Παραλ. 11,18        Ο Ροβοάμ επήρεν ως σύζυγόν του την Μολλάθ θυγατέρα του Ιεριμούθ, υιού του Δαυίδ, και την Αβιγαίαν θυγατέρα του Ελιάβ, υιού του Ιεσσαί.

Β Παραλ. 11,19   καὶ ἔτεκεν αὐτῷ υἱοὺς τὸν Ἰαοὺς καὶ τὸν Σαμαρίαν καὶ τὸν Ζαάμ.

Β Παραλ. 11,19        Αυτή εγέννησεν εις αυτόν υιούς τον Ιαούς, τον Σαμαρίαν και τον Ζαάμ.

Β Παραλ. 11,20   καὶ μετὰ ταῦτα ἔλαβεν ἑαυτῷ τὴν Μααχὰ θυγατέρα Ἀβεσσαλώμ, καὶ ἔτεκεν αὐτῷ τὸν Ἀβιὰ καὶ τὸν Ἰετθὶ καὶ τὸν Ζηζὰ καὶ τὸν Σαλημώθ.

Β Παραλ. 11,20       Μετά ταύτα ο Ροβοάμ επήρεν ως σύζυγόν του την Μααχά, θυγατέρα του Αβεσσαλώμ. Αυτή του εγέννησε τον Αβιά, τον Ιετθί, τον Ζηζά και τον Σαλημώθ.

Β Παραλ. 11,21   καὶ ἠγάπησε Ῥοβοὰμ τὴν Μααχὰ θυγατέρα Ἀβεσσαλὼμ ὑπὲρ πάσας τὰς γυναῖκας αὐτοῦ καὶ τὰς παλλακὰς αὐτοῦ, ὅτι γυναῖκας δεκαοκτὼ εἶχε καὶ παλλακὰς τριάκοντα· καὶ ἐγέννησεν υἱοὺς εἴκοσι καὶ ὀκτὼ καὶ θυγατέρας ἑξήκοντα.

Β Παραλ. 11,21        Ο Ροβοάμ ηγάπησε την σύζυγόν του Μααχά, την θυγατέρα του Αβεσσαλώμ, περισσότερον από όλας τας άλλας συζύγους και παλλακάς του. Είχε δε δεκαοκτώ γυναίκας και τριάκοντα παλλακάς. Από αυτάς απέκτησεν εικοσιοκτώ υιούς και εξήκοντα θυγατέρας.

Β Παραλ. 11,22   καὶ κατέστησεν εἰς ἄρχοντα Ἀβιὰ τὸν τῆς Μααχὰ εἰς ἡγούμενον ἐν τοῖς ἀδελφοῖς αὐτοῦ, ὅτι βασιλεῦσαι διενοεῖτο αὐτόν·

Β Παραλ. 11,22       Ο Ροβοάμ ανέδειξεν άρχοντα τον Αβιά, τον υιόν της Μααχά, αρχηγόν μεταξύ των αδελφών του, διότι είχε κατά νουν να τον ανακηρύξη διάδοχόν του εις την βασιλείαν.

Β Παραλ. 11,23   καὶ ηὐξήθη παρὰ πάντας τοὺς υἱοὺς αὐτοῦ ἐν πᾶσι τοῖς ὁρίοις Ἰούδα καὶ Βενιαμὶν καὶ ἐν ταῖς πόλεσι ταῖς ὀχυραῖς καὶ ἔδωκεν αὐταῖς τροφὰς πλῆθος πολὺ καὶ ᾐτήσατο πλῆθος γυναικῶν.

Β Παραλ. 11,23        Αυτός ο Αβιά ανεδείχθη περισσότερον από όλους τους άλλους υιούς του Ροβοάμ, οι οποίοι ευρίσκοντο διεσκορπισμένοι καθ' όλα τα όρια της φυλής Ιούδα και Βενιαμίν μέσα εις οχυράς πόλεις. Ο Αβιά εφωδίασεν αυτάς τας οχυράς πόλεις με πολλά τρόφιμα. Εζήτησε δε και έλαβε δια τον εαυτόν του πολυαρίθμους γυναίκας.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12- Η ΕΙΣΒΟΛΗ ΤΩΝ ΑΙΓΥΠΤΙΩΝ - ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΡΟΒΟΑΜ

                                    Εισβολή των Αιγυπτίων

Β Παραλ. 12,1    Καὶ ἐγένετο ὡς ἡτοιμάσθη ἡ βασιλεία Ῥοβοὰμ καὶ ὡς κατεκρατήθη, ἐγκατέλιπε τὰς ἐντολὰς Κυρίου καὶ πᾶς Ἰσραὴλ μετ᾿ αὐτοῦ.

Β Παραλ. 12,1          Οταν η βασιλεία του Ροβοάμ ετακτοποιήθη και εστερεώθη και αυτός έγινε ισχυρός, εγκατέλειψε τας εντολάς του Κυρίου και μαζή με αυτόν όλος ο Ιουδαϊκός λαός.

Β Παραλ. 12,2    καὶ ἐγένετο ἐν τῷ ἔτει τῷ πέμπτῳ τῆς βασιλείας Ῥοβοὰμ ἀνέβη Σουσακὶμ βασιλεὺς Αἰγύπτου ἐπὶ Ἱερουσαλήμ, ὅτι ἥμαρτον ἐναντίον Κυρίου,

Β Παραλ. 12,2         Ακριβώς δε διότι οι Ιουδαίοι ημάρτησαν ενώπιον του Κυρίου, κατά το πέμπτον έτος της βασιλείας του Ροβοάμ ο Σουσακίμ, ο βασιλεύς της Αιγύπτου, επήλθεν εναντίον της Ιερουσαλήμ

Β Παραλ. 12,3    ἐν χιλίοις καὶ διακοσίοις ἅρμασι καὶ ἑξήκοντα χιλιάσιν ἵππων, καὶ οὐκ ἦν ἀριθμὸς τοῦ πλήθους τοῦ ἐλθόντος μετ᾿ αὐτοῦ ἐξ Αἰγύπτου, Λίβυες, Τρωγοδύται καὶ Αἰθίοπες.

Β Παραλ. 12,3         με χίλια διακόσια πολεμικά άρματα και εξήντα χιλιάδες ιππείς. Αναρίθμητοι δε ήσαν αυτοί, που είχαν ακολουθήσει τον Σουσακίμ από την Αίγυπτον, Λιβυες, Τρωγλοδύται και Αιθίοπες.

Β Παραλ. 12,4    καὶ κατεκράτησαν τῶν πόλεων τῶν ὀχυρῶν, αἳ ἦσαν ἐν Ἰούδᾳ, καὶ ἦλθον εἰς Ἱερουσαλήμ.

Β Παραλ. 12,4         Ολοι αυτοί υπερίσχυσαν και εκυρίευσαν τας οχυράς πόλεις, αι οποίαι ανήκον εις την Ιουδαίαν, και έφθασαν έως εις την Ιερουσαλήμ.

Β Παραλ. 12,5    καὶ Σαμαίας ὁ προφήτης ἦλθε πρὸς Ῥοβοὰμ καὶ πρὸς τοὺς ἄρχοντας Ἰούδα τοὺς συναχθέντας εἰς Ἱερουσαλὴμ ἀπὸ προσώπου Σουσακὶμ καὶ εἶπεν αὐτοῖς· οὕτως εἶπε Κύριος· ὑμεῖς ἐγκατελίπετέ με, καὶ ἐγὼ ἐγκαταλείψω ὑμᾶς ἐν χειρὶ Σουσακίμ.

Β Παραλ. 12,5         Ο προφήτης Σαμαίας παρουσιάσθη ενώπιον του Ροβοάμ και των αρχόντων του βασιλείου Ιούδα, οι οποίοι φεύγοντες από τον Σουσακίμ είχαν συγκεντρωθή εις την Ιερουσαλήμ, και τους είπεν· “αυτά είπεν ο Κυριος· Σεις με εγκατελείψατε και εγώ θα σας εγκαταλείψω εις τα χέρια του Σουσακίμ”.

Β Παραλ. 12,6    καὶ ᾐσχύνθησαν οἱ ἄρχοντες Ἰσραὴλ καὶ ὁ βασιλεὺς καὶ εἶπαν· δίκαιος ὁ Κύριος.

Β Παραλ. 12,6         Οι άρχοντες του Ισραήλ και ο βασιλεύς κατελήφθησαν από εντροπήν και από το αίσθημα της ενοχής και είπαν εν μετανοία· “δίκαιος είναι ο Κυριος”.

Β Παραλ. 12,7    καὶ ἐν τῷ ἰδεῖν Κύριον ὅτι ἐνετράπησαν, καὶ ἐγένετο λόγος Κυρίου πρὸς Σαμαίαν λέγων· ἐνετράπησαν, οὐ καταφθερῶ αὐτούς· καὶ δώσω αὐτοὺς ὡς μικρὸν εἰς σωτηρίαν, καὶ οὐ μὴ στάξῃ ὁ θυμός μου ἐν Ἱερουσαλήμ,

Β Παραλ. 12,7         Ο Κυριος, όταν είδεν ότι αυτοί εταπεινώθησαν ενώπιόν του, είπε προς τον Σαμαίαν και τα εξής· “αυτοί συνετρίβησαν και εταπεινώθησαν, δεν θα καταστρέψω αυτούς. Επί ολίγον χρονικόν διάστημα θα δώσω εις αυτούς την σωτηρίαν των και ο θυμός μου δεν θα εκσπάση εναντίον της Ιερουσαλήμ.

Β Παραλ. 12,8    ὅτι ἔσονται εἰς παῖδας καὶ γνώσονται τὴν δουλείαν μου καὶ τὴν δουλείαν τῆς βασιλείας τῆς γῆς.

Β Παραλ. 12,8         Θα υποταχθούν όμως και θα γίνουν δούλοι στον Σουσακίμ, δια να μάθουν ποία διαφορά υπάρχει μεταξύ της ιδικής μου δουλείας και της δουλείας των βασιλέων της γης”.

Β Παραλ. 12,9    καὶ ἀνέβη Σουσακὶμ βασιλεὺς Αἰγύπτου ἐπὶ Ἱερουσαλὴμ καὶ ἔλαβε τοὺς θησαυροὺς τοὺς ἐν οἴκῳ Κυρίου καὶ τοὺς θησαυροὺς τοὺς ἐν οἴκῳ τοῦ βασιλέως, τὰ πάντα ἔλαβε· καὶ ἔλαβε τοὺς θυρεοὺς τοὺς χρυσοῦς, οὓς ἐποίησε Σαλωμών,

Β Παραλ. 12,9         Ο Σουσακίμ ο βασιλεύς της Αιγύπτου εισήλθε νικητής εις την Ιερουσαλήμ, επήρεν όλους τους θησαυρούς, οι οποίοι υπήρχον στον ναόν του Κυρίου, και τους θησαυρούς που υπήρχον εις τα ανάκτορα του βασιλέως. Τα επήρεν όλα. Επήρεν επίσης τας χρυσάς μεγάλας ασπίδας, τας οποίας είχε κατασκευάσει ο Σολομών.

Β Παραλ. 12,10   καὶ ἐποίησεν ὁ βασιλεὺς Ῥοβοὰμ θυρεοὺς χαλκοῦς ἀντ᾿ αὐτῶν. καὶ κατέστησεν ἐπ᾿ αὐτὸν Σουσακὶμ ἄρχοντας παρατρεχόντων, τοὺς φυλάσσοντας τὸν πυλῶνα τοῦ βασιλέως.

Β Παραλ. 12,10       Ο δε βασιλεύς Ροβοάμ αντί των χρυσών ασπίδων κατεσκεύασε χαλκίνας ασπίδας. Ο Σουσακίμ εγκατέστησε κοντά στον Ροβοάμ άρχοντας της σωματοφυλακής του, οι οποίοι εφύλασσαν την πύλην των βασιλικών ανακτόρων.

Β Παραλ. 12,11   καὶ ἐγένετο ἐν τῷ εἰσελθεῖν τὸν βασιλέα εἰς οἶκον Κυρίου, εἰσεπορεύοντο οἱ φυλάσσοντες καὶ οἱ παρατρέχοντες καὶ οἱ ἐπιστρέφοντες εἰς ἀπάντησιν τῶν παρατρεχόντων.

Β Παραλ. 12,11        Καθε δε φοράν, που ο βασιλεύς επρόκειτο να εισέλθη από το ανακτορόν του στον ναόν του Κυρίου, τον συνώδευεν εμπρός και οπίσω η βασιλική φρουρά, η οποία ηνούτο με την οπισθοφυλακήν.

Β Παραλ. 12,12   καὶ ἐν τῷ ἐντραπῆναι αὐτὸν ἀπεστράφη ἀπ᾿ αὐτοῦ ὀργὴ Κυρίου καὶ οὐκ εἰς καταφθορὰν εἰς τέλος· καὶ γὰρ ἐν Ἰούδᾳ ἦσαν λόγοι ἀγαθοί.

Β Παραλ. 12,12       Χαρις εις την ταπείνωσιν αυτήν του Ροβοάμ απετράπη η οργή του Κυρίου από αυτόν και δεν ετιμωρήθη με τελείαν καταστροφήν. Τούτο έγινεν ακόμη, διότι συνέβησαν στο βασίλειον του Ιούδα και μερικά αγαθά γεγονότα.

 

                                    Θάνατος του Ροβοάμ

Β Παραλ. 12,13   Καὶ κατίσχυσεν ὁ βασιλεὺς Ῥοβοὰμ ἐν Ἱερουσαλὴμ καὶ ἐβασίλευσε. καὶ τεσσαράκοντα καὶ ἑνὸς ἐτῶν Ῥοβοὰμ ἐν τῷ βασιλεῦσαι αὐτὸν καὶ ἑπτακαίδεκα ἔτη ἐβασίλευσεν ἐν Ἱερουσαλήμ, ἐν τῇ πόλει, ᾗ ἐξελέξατο Κύριος ἐπονομάσαι τό ὄνομα αὐτοῦ ἐκεῖ ἐκ πασῶν φυλῶν υἱῶν Ἰσραήλ· καὶ τὸ ὄνομα τῆς μητρὸς αὐτοῦ Νοομμὰ ἡ Ἀμανῖτις.

Β Παραλ. 12,13        Ο βασιλεύς Ροβοάμ εστερεώθη εις την Ιερουσαλήμ και εβασίλευσεν εκεί. Οταν ανήλθεν στον βασιλικόν θρόνον, ήτο ηλικίας τεσσαράκοντα και ενός ετών. Εβασίλευσεν εις την Ιερουσαλήμ επί δέκα επτά έτη εις την πόλιν αυτήν, την οποίαν από όλας τας πόλεις των άλλων φυλών του ισραηλιτικού λαού είχεν εκλέξει ο Κυριος, δια να λατρεύεται και να υμνήται εκεί το Ονομά του. Το όνομα της μητρός του Ροβοάμ ήτο Νοομμά η οποία κατήγετο από τους Αμμωνίτας.

Β Παραλ. 12,14   καὶ ἐποίησε τὸ πονηρόν, ὅτι οὐ κατεύθυνε τὴν καρδίαν αὐτοῦ ἐκζητῆσαι τὸν Κύριον.

Β Παραλ. 12,14       Και ο Ροβοάμ διέπραξε το πονηρόν της ειδωλολατρείας και έτσι δεν κατηύθυνε την καρδίαν του προς τον Κυριον, δια να λατρεύση αυτόν.

Β Παραλ. 12,15   καὶ λόγοι Ῥοβοὰμ οἱ πρῶτοι καὶ ἔσχατοι οὐκ ἰδοὺ γεγραμμένοι ἐν τοῖς λόγοις Σαμαία τοῦ προφήτου καὶ Ἀδδὼ τοῦ ὁρῶντος καὶ πράξεις αὐτοῦ; καὶ ἐπολέμησε Ῥοβοὰμ τὸν Ἱεροβοὰμ πάσας τὰς ἡμέρας.

Β Παραλ. 12,15        Αι πρώται και αι τελευταίαι πράξστου Ροβοάμ έχουν καταχωρηθή εις τα γραπτά του προφήτου Σαμαίου και του προφήτου Αδδώ· όλαι αι πράξεις αυτού. Ο Ροβοάμ ευρίσκετο εις εμπόλεμον κατάστασιν εναντίον του Ιεροβοάμ όλας τας ημέρας της ζωής του.

Β Παραλ. 12,16   καὶ ἀπέθανε Ῥοβοὰμ μετὰ τῶν πατέρων αὐτοῦ καὶ ἐτάφη ἐν πόλει Δαυίδ, καὶ ἐβασίλευσεν Ἀβιὰ υἱὸς αὐτοῦ ἀντ᾿ αὐτοῦ.

Β Παραλ. 12,16       Ο Ροβοάμ απέθανε και ετάφη μαζή με τους προγόνους του εις την πόλιν Δαυΐδ, εις την Ιερουσαλήμ. Αντί δε αυτού έγινε βασιλεύς ο υιός του, ο Αβιά.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 13- Η ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΤΟΥ ΑΒΙΑ ΣΤΟΝ ΙΟΥΔΑ

                                    Η βασιλεία του Αβιά στον Ιούδα

Β Παραλ. 13,1    Ἐν τῷ ὀκτωκαιδεκάτῳ ἔτει τῆς βασιλείας Ἱεροβοὰμ ἐβασίλευσεν Ἀβιὰ ἐπὶ Ἰούδαν·

Β Παραλ. 13,1          Ο Αβιά έγινε βασιλεύς στο βασίλειον του Ιούδα κατά το δέκατον όγδοον έτος της βασιλείας του Ιεροβοάμ.

Β Παραλ. 13,2    τρία ἔτη ἐβασίλευσεν ἐν Ἱερουσαλήμ, καὶ ὄνομα τῇ μητρὶ αὐτοῦ Μααχὰ θυγάτηρ Οὐριὴλ ἀπὸ Γαβαών. καὶ πόλεμος ἦν ἀνὰ μέσον Ἀβιὰ καὶ ἀνὰ μέσον Ἱεροβοάμ.

Β Παραλ. 13,2         Τρία έτη εβασίλευσεν εις την Ιερουσαλήμ. Η μητέρα του ωνομάζετο Μααχά, ήτο θυγάτηρ του Ουριήλ του καταγομένου από την πόλιν Γαβαών. Μεταξύ δε του Αβιά και του Ιεροβοάμ υπήρχε πόλεμος.

Β Παραλ. 13,3    καὶ παρετάξατο Ἀβιὰ ἐν δυνάμει πολεμισταῖς δυνάμεως τετρακοσίαις χιλιάσιν ἀνδρῶν δυνατῶν, καὶ Ἱεροβοὰμ παρετάξατο πρὸς αὐτὸν πόλεμον ἐν ὀκτακοσίαις χιλιάσι, δυνατοὶ πολεμισταὶ δυνάμεως.

Β Παραλ. 13,3          Ο Αβιά παρετάχθη εις μάχην εναντίον του Ιεροβοάμ με στρατόν τετρακοσίων χιλιάδων εμπειροπολέμων ανδρών. Αλλά και ο Ιεροβοάμ παρετάχθη εναντίον του προς μάχην με οκτακοσίας χιλιάδας γενναίων πολεμικών ανδρών.

Β Παραλ. 13,4    καὶ ἀνέστη Ἀβιὰ ἀπὸ τοῦ ὄρους Σομόρων, ὅ ἐστιν ἐν τῷ ὄρει Ἐφραίμ, καὶ εἶπεν· ἀκούσατε Ἱεροβοὰμ καὶ πᾶς Ἰσραήλ·

Β Παραλ. 13,4         Από το όρος Σομόρων, το οποίον ευρίσκεται εις την ορεινήν χώραν της φυλής του Εφραίμ, ο Αβιά εσηκώθη και είπε προς τους εχθρούς του τους Ισραηλίτας· “ακούσατέ με, Ιεροβοάμ και σεις οι Ισραηλίται.

Β Παραλ. 13,5    οὐχ ὑμῖν γνῶναι ὅτι Κύριος ὁ Θεὸς Ἰσραὴλ ἔδωκε βασιλέα ἐπὶ τὸν Ἰσραὴλ εἰς τὸν αἰῶνα τῷ Δαυὶδ καὶ τοῖς υἱοῖς αὐτοῦ διαθήκῃ ἁλός;

Β Παραλ. 13,5          Δεν γνωρίζετε σεις ότι Κυριος ο Θεός του Ισραήλ έδωσε την βασιλείαν επί όλου του ισραηλιτικού λαού δια παντός στον Δαυίδ και τους υιούς του και τούτο με διαθήκην άλατος, δηλαδή ακατάλυτον;

Β Παραλ. 13,6    καὶ ἀνέστη Ἱεροβοὰμ ὁ τοῦ Ναβὰτ ὁ παῖς Σαλωμὼν τοῦ Δαυὶδ καὶ ἀπέστη ἀπὸ τοῦ κυρίου αὐτοῦ.

Β Παραλ. 13,6         Και όμως ο Ιεροβοάμ, ο υιός του Ναβάτ ο δούλος αυτός του Σολομώντος του υιού του Δαυίδ, απεστάτησεν από τον κύριόν του.

Β Παραλ. 13,7    καὶ συνήχθησαν πρὸς αὐτὸν ἄνδρες λοιμοὶ υἱοὶ παράνομοι, καὶ ἀντέστη πρὸς Ῥοβοὰμ τὸν τοῦ Σαλωμών, καὶ Ῥοβοὰμ ἦν νεώτερος καὶ δειλὸς τῇ καρδίᾳ καὶ οὐκ ἀντέστη κατὰ πρόσωπον αὐτοῦ.

Β Παραλ. 13,7          Γυρω δε από αυτόν συνεκεντρώθησαν άνδρες διεφθαρμένοι και παράνομοι. Μαζή δε με αυτούς αντιστάθηκε εναντίον του Ροβοάμ του υιού του Σολομώντος. Ο Ροβοάμ τότε ήτο μικρός εις την ηλικίαν και δειλός εις την καρδίαν. Δι' αυτό δε και δεν ημπόρεσε να αντισταθή εναντίον του Ιεροβοάμ.

Β Παραλ. 13,8    καὶ νῦν ὑμεῖς λέγετε ἀντιστῆναι κατὰ πρόσωπον βασιλείας Κυρίου διὰ χειρὸς υἱῶν Δαυίδ· καὶ ὑμεῖς πλῆθος πολὺ καὶ μεθ᾿ ὑμῶν μόσχοι χρυσοῖ, οὓς ἐποίησεν ὑμῖν Ἱεροβοὰμ εἰς θεούς.

Β Παραλ. 13,8         Και τώρα σεις επήρατε την απόφασιν να αντισταθήτε εναντίον της βασιλείας του Κυρίου, η οποία ευρίσκεται εις τα χέρια των υιών του Δαυίδ. Είσθε, βέβαια, πολυάριθμοι και μαζή σας έχετε τους χρυσούς ειδωλολατρικούς μόσχους, τους οποίους κατεσκεύασε και παρέδωσεν εις σας ο Ιεροβοάμ ως θεούς.

Β Παραλ. 13,9    ἦ οὐκ ἐξεβάλετε τοὺς ἱερεῖς Κυρίου τοὺς υἱοὺς Ἀαρὼν καὶ τοὺς Λευίτας καὶ ἐποιήσατε ἑαυτοῖς ἱερεῖς ἐκ τοῦ λαοῦ τῆς γῆς πάσης; ὁ προσπορευόμενος πληρῶσαι τὰς χεῖρας ἐν μόσχῳ ἐκ βοῶν καὶ κριοῖς ἑπτὰ καὶ ἐγίνετο εἰς ἱερέα τῷ μὴ ὄντι θεῷ.

Β Παραλ. 13,9         Αλήθεια, σεις δεν εδιώξατε τους αληθινούς ιερείς του Κυρίου, τους απογόνους του Ααρών, και τους Λευίτας και εκάματε δια τον εαυτόν σας ιερείς, προερχομένους από οποιονδήποτε λαόν όλης της χώρας; Καθένας, ο οποίος ήρχετο να αφιερώση τον εαυτόν του φέρων εις τα χέρια του μόσχον και επτά κριούς, εγίνετο ιερεύς εις θεόν μη πραγματικόν.

Β Παραλ. 13,10   καὶ ἡμεῖς Κύριον τὸν Θεὸν ἡμῶν οὐκ ἐγκατελίπομεν, καὶ οἱ ἱερεῖς αὐτοῦ λειτουργοῦσι τῷ Κυρίῳ οἱ υἱοὶ Ἀαρὼν καὶ οἱ Λευῖται, καὶ ἐν ταῖς ἐφημερίαις αὐτῶν·

Β Παραλ. 13,10        Ημείς όμως δεν εγκαταλείψαμεν Κυριον τον Θεόν μας και οι αληθινοί ιερείς, οι απόγονοι δηλαδή του Ααρών, υπηρετούν εδώ τον Κυριον μαζή με τους Λευίτας, τακτοποιημένοι εις τας ιερατικάς αυτών τάξεις.

Β Παραλ. 13,11   θυμιῶσι τῷ Κυρίῳ ὁλοκαύτωμα πρωΐ καὶ δείλης καὶ θυμίαμα συνθέσεως καὶ προθέσεις ἄρτων ἐπὶ τῆς τραπέζης τῆς καθαρᾶς, καὶ ἡ λυχνία ἡ χρυσῆ καὶ οἱ λύχνοι τῆς καύσεως ἀνάψαι δείλης, ὅτι φυλάσσομεν τὰς φυλακὰς Κυρίου τοῦ Θεοῦ τῶν πατέρων ἡμῶν, καὶ ὑμεῖς ἐγκατελίπετε αὐτόν.

Β Παραλ. 13,11        Αυτοί προσφέρουν θυμίαμα στον Κυριον, όπως επίσης και το καθιερωμένον δια κάθε πρωΐαν και εσπέραν ολοκαύτωμα· προσφέρουν και το ευώδες θυμίαμα το σύνθετον από πολλά αρώματα. Αυτοί θέτουν τους άρτους της προθέσεως επάνω εις την καθαράν τράπεζαν, ανάπτουν κάθε απόγευμα τους λύχνους της χρυσής λυχνίας. Και ταύτα, διότι ημείς τηρούμεν τας εντολάς Κυρίου του Θεού των πατέρων μας, ενώ σστον έχετε εγκαταλείψει.

Β Παραλ. 13,12   καὶ ἰδοὺ μεθ᾿ ἡμῶν ἐν ἀρχῇ Κύριος καὶ οἱ ἱερεῖς αὐτοῦ καὶ αἱ σάλπιγγες τῆς σημασίας τοῦ σημαίνειν ἐφ᾿ ἡμᾶς. οἱ υἱοὶ τοῦ Ἰσραὴλ μὴ πολεμήσητε πρὸς Κύριον Θεὸν τῶν πατέρων ἡμῶν, ὅτι οὐκ εὐοδώσεται ὑμῖν.

Β Παραλ. 13,12        Ιδού, ιδικός μας αρχηγός και μαζή με ημάς είναι ο Κυριος και οι ιερείς του, όπως και αι ιεραί σάλπιγγες, δια να σαλπίζουν δι' ημάς τα ιερά σαλπίσματά των. Παιδιά του ισραηλιτικού λαού, μη πολεμήτε Κυριον τον Θεόν των πατέρων σας, διότι δεν θα ευοδωθή ο πόλεμός σας εναντίον μας”.

Β Παραλ. 13,13   καὶ Ἱεροβοὰμ ἀπέστρεψε τὸ ἔνεδρον ἐλθεῖν αὐτῷ ἐκ τῶν ὄπισθεν· καὶ ἐγένετο ἔμπροσθεν Ἰούδα, καὶ τὸ ἔνεδρον ἐκ τῶν ὄπισθεν.

Β Παραλ. 13,13        Ο Ιεροβοάμ δεν συνεκινήθη από αυτά, αλλά έστησε την ενέδραν του οπίσω από τους Ιουδαίους. Ετσι δε υπήρχε στρατός του Ιεροβοάμ εμπρός από τον στρατόν των Ιουδαίων και πίσω από αυτούς ήτο η ενέδρα.

Β Παραλ. 13,14   καὶ ἀπέστρεψεν Ἰούδας, καὶ ἰδοὺ αὐτοῖς ὁ πόλεμος ἐκ τῶν ἔμπροσθεν καὶ ἐκ τῶν ὄπισθεν, καὶ ἐβόησαν πρὸς Κύριον, καὶ οἱ ἱερεῖς ἐσάλπισαν ταῖς σάλπιγξι·

Β Παραλ. 13,14        Ο στρατός των Ιουδαίων εστράφη οπίσω και ιδού είδεν αίφνης, ότι ο πόλεμος εναντίον αυτών ήτο και έμπροσθεν και όπισθεν, με κραυγήν δε μεγάλην εζήτησαν τον Κυριον προς βοήθειαν, οι δε ιερείς εσάλπισαν με τας ιεράς σάλπιγγας.

Β Παραλ. 13,15   καὶ ἐβόησαν ἄνδρες Ἰούδα καὶ ἐγένετο ἐν τῷ βοᾶν ἄνδρας Ἰούδα καὶ Κύριος ἐπάταξε τὸν Ἱεροβοὰμ καὶ τὸν Ἰσραὴλ ἐναντίον Ἀβιὰ καὶ Ἰούδα.

Β Παραλ. 13,15        Ο στρατός των Ιουδαίων εβόησε με μεγάλην κραυγήν, ο δε Κυριος εκτύπησε τον Ιεροβοάμ και τον ισραηλιτικόν λαόν εμπρός στον Αβιά και στον ιουδαϊκόν λαόν.

Β Παραλ. 13,16   καὶ ἔφυγον οἱ υἱοὶ Ἰσραὴλ ἀπὸ προσώπου Ἰούδα, καὶ παρέδωκεν αὐτοὺς Κύριος εἰς τὰς χεῖρας αὐτῶν.

Β Παραλ. 13,16        Οι Ισραηλίται ετράπησαν εις φυγήν ενώπιον των Ιουδαίων και παρέδωκεν αυτούς ο Κυριος εις τα χέρια των Ιουδαίων.

Β Παραλ. 13,17   καὶ ἐπάταξεν ἐν αὐτοῖς Ἀβιὰ καὶ ὁ λαὸς αὐτοῦ πληγὴν μεγάλην, καὶ ἔπεσον τραυματίαι ἀπὸ Ἰσραὴλ πεντακόσιαι χιλιάδες ἄνδρες δυνατοί.

Β Παραλ. 13,17        Ο Αβιά και ο στρατός του εκτύπησαν και επέφεραν μεγάλην καταστροφήν, ώστε έπεσαν στο πεδίον της μάχης νεκροί πεντακόσιαι χιλιάδες εμπειροπόλεμοι άνδρες.

Β Παραλ. 13,18   καὶ ἐταπεινώθησαν οἱ υἱοὶ Ἰσραὴλ ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ, καὶ κατίσχυσαν οἱ υἱοὶ Ἰούδα, ὅτι ἤλπισαν ἐπὶ Κύριον Θεὸν τῶν πατέρων αὐτῶν.

Β Παραλ. 13,18        Οι Ισραηλίται εταπεινώθησαν κατά την ημέραν εκείνην, οι δε Ιουδαίοι υπερίσχυσαν και τους ενίκησαν, διότι είχαν στηρίξει τας ελπίδας των εις Κυριον τον Θεόν των πατέρων των.

Β Παραλ. 13,19   καὶ κατεδίωξεν Ἀβιὰ ὀπίσω Ἱεροβοὰμ καὶ προκατελάβετο παρ᾿ αὐτοῦ πόλεις, τὴν Βαιθὴλ καὶ τὰς κώμας αὐτῆς καὶ τὴν Ἰσανὰ καὶ τὰς κώμας αὐτῆς καὶ τὴν Ἐφρὼν καὶ τὰς κώμας αὐτῆς.

Β Παραλ. 13,19        Ο Αβιά κατεδίωξε τον Ιεροβοάμ και κατέλαβε τας πόλεις αυτού, την Βαιθήλ και τας περί αυτήν κώμας, την Ισανά και τας περί αυτήν κώμας, Εφρών και τας περί αυτήν κώμας.

Β Παραλ. 13,20   καὶ οὐκ ἔσχεν ἰσχὺν Ἱεροβοὰμ ἔτι πάσας τὰς ἡμέρας Ἀβιά, καὶ ἐπάταξεν αὐτὸν Κύριος, καὶ ἐτελεύτησε.

Β Παραλ. 13,20       Καθ' όλας δε τας ημέρας που έζησεν ο Αβιά, ο Ιεροβοάμ ουδέποτε απέκτησε πλέον την δύναμίν του, ο δε Κυριος εκτύπησεν αυτόν και τον εθανάτωσε.

Β Παραλ. 13,21   καὶ κατίσχυσεν Ἀβιὰ καὶ ἔλαβεν ἑαυτῷ γυναῖκας δεκατέσσαρας καὶ ἐγέννησεν υἱοὺς εἰκοσιδύο καὶ ἑκκαίδεκα θυγατέρας.

Β Παραλ. 13,21        Ο Αβιά όμως έγινεν ισχυρός, αυτός επήρεν ως συζύγους δεκατέσσερας γυναίκας, εγέννησε δε είκοσι δυό υιούς και δεκαέξ θυγατέρας.

Β Παραλ. 13,22   καὶ οἱ λοιποὶ λόγοι Ἀβιὰ καὶ αἱ πράξεις αὐτοῦ καὶ οἱ λόγοι αὐτοῦ γεγραμμένοι ἐπὶ βιβλίῳ τοῦ προφήτου Ἀδδώ.

Β Παραλ. 13,22       Αι άλλαι πράξστου Αβιά, αι ενεργειαί του και οι λόγοι του, είναι γραμμένα στο βιβλίον του προφήτου Αδδώ.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 14- Η ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΤΟΥ ΑΣΑ ΣΤΟΝ ΙΟΥΔΑ

                                    Η βασιλεία του Ασά στον Ιούδα

Β Παραλ. 14,1    Καὶ ἀπέθανεν Ἀβιὰ μετὰ τῶν πατέρων αὐτοῦ, καὶ ἔθαψαν αὐτὸν ἐν πόλει Δαυίδ, καὶ ἐβασίλευσεν Ἀσὰ υἱὸς αὐτοῦ ἀντ᾿ αὐτοῦ. ἐν ταῖς ἡμέραις Ἀσὰ ἡσύχασεν ἡ γῆ Ἰούδα δέκα ἔτη,

Β Παραλ. 14,1          Ο Αβιά απέθανε και έθαψαν αυτόν με τους προπάτοράς του εις την πόλιν του Δαυίδ, την Ιερουσαλήμ. Αντί δε αυτού έγινε βασιλεύς ο υιός του, ο Ασά. Κατά την εποχήν του Ασά το βασίλειον του Ιούδα έμενεν ήσυχον επί δέκα έτη.

Β Παραλ. 14,2    καὶ ἐποίησε τὸ καλὸν καὶ τὸ εὐθὲς ἐνώπιον Κυρίου τοῦ Θεοῦ αὐτοῦ.

Β Παραλ. 14,2         Αυτός έπραξε το ορθόν και ευάρεστον ενώπιον Κυρίου του Θεού του.

Β Παραλ. 14,3    καὶ ἀπέστησε τὰ θυσιαστήρια τῶν ἀλλοτρίων καὶ τὰ ὑψηλὰ καὶ συνέτριψε τὰς στήλας καὶ ἐξέκοψε τὰ ἄλση

Β Παραλ. 14,3         Αυτός απεμάκρυνε τα θυσιαστήρια των ξένων θεών, απηγόρευσε τους υψηλούς ειδωλολατρικούς τόπους, συνέτριψε τας ειδωλολατρικάς στήλας και κατέκαψε τα άλση των ειδώλων.

Β Παραλ. 14,4    καὶ εἶπε τῷ Ἰούδᾳ ἐκζητῆσαι τὸν Κύριον Θεὸν τῶν πατέρων αὐτῶν καὶ ποιῆσαι τόν νόμον καὶ τὰς ἐντολάς.

Β Παραλ. 14,4         Διέταξεν επίσης τους Ιουδαίους να λατρεύουν Κυριον τον Θεόν των πατέρων των και να εφαρμόζουν τον Νομον αυτού και τας εντολάς του.

Β Παραλ. 14,5    καὶ ἀπέστησεν ἀπὸ πασῶν πόλεων Ἰούδα τὰ θυσιαστήρια καὶ τὰ εἴδωλα, καὶ εἰρήνευσε

Β Παραλ. 14,5         Απεμάκρυνεν από όλας τας πόλστου βασιλείου του Ιούδα τα θυσιαστήρια και τα είδωλα. Ετσι δε το βασίλειον του Ιούδα είχε περίοδον ειρήνης.

Β Παραλ. 14,6    πόλεις τειχήρεις ἐν γῇ Ἰούδα, ὅτι εἰρήνευσεν ἡ γῆ· καὶ οὐκ ἦν αὐτῷ πόλεμος ἐν τοῖς ἔτεσι τούτοις, ὅτι κατέπαυσε Κύριος αὐτῷ.

Β Παραλ. 14,6         Εκτισε περιτειχισμένας οχυράς πόλεις εις την περιοχήν της φυλής του Ιούδα, διότι η χώρα ευρίσκετο εις ειρηνικήν περίοδον. Δεν υπήρχε πόλεμος κατά τα έτη αυτά, διότι ο Κυριος είχεν αναπαύσει αυτόν από τους πολέμους.

Β Παραλ. 14,7    καὶ εἶπε τῷ Ἰούδᾳ· οἰκοδομήσωμεν τὰς πόλεις ταύτας καὶ ποιήσωμεν τείχη καὶ πύργους καὶ πύλας καὶ μοχλούς, ἐν ᾧ τῆς γῆς κυριεύσομεν, ὅτι καθὼς ἐξεζητήσαμεν Κύριον τὸν Θεὸν ἡμῶν, ἐξεζήτησεν ἡμᾶς καὶ κατέπαυσεν ἡμᾶς κυκλόθεν καὶ εὐώδωσεν ἡμῖν.

Β Παραλ. 14,7         Είπεν ο Ασά στους Ιουδαίους· “ας ανοικοδομήσωμεν αυτάς τας πόλεις, ας τας περιβάλωμεν με τείχη και επάνω εις τα τείχη ας κτίσωμεν πύργους, ας θέσωμεν πύλας και μοχλούς, εφ' όσον η χώρα ευρίσκεται υπό την κυριαρχίαν μας, διότι, όπως ημείς εζητήσαμεν και ελατρεύσαμεν Κυριον τον Θεόν μας, έτσι και ο Θεός ενδιεφέρθη δι' ημάς και μας ανέπαυσεν από τους κύκλω εχθρούς μας και κατευώδωσε τα έργα μας.

Β Παραλ. 14,8    καὶ ἐγένετο δύναμις τῷ Ἀσὰ ὁπλοφόρων αἰρόντων θυρεοὺς καὶ δόρατα ἐν γῇ Ἰούδα τριακόσιαι χιλιάδες καὶ ἐν γῇ Βενιαμὶν πελτασταὶ καὶ τοξόται διακόσιαι καὶ ὀγδοήκοντα χιλιάδες, πάντες οὗτοι πολεμισταὶ δυνάμεως.

Β Παραλ. 14,8         Απέκτησε δε ο Ασά στρατιωτικήν δύναμιν ενόπλων ανδρών, που έφεραν μεγάλας ασπίδας και δόρατα από την φυλήν του Ιούδα τριακοσίας χιλιάδας· από δε την φυλήν του Βενιαμίν διακοσίας ογδοήκοντα χιλιάδας τοξότας και στρατιώτας, που έφεραν μικράς ασπίδας. Ολοι αυτοί ήσαν ισχυροί και έμπειροι δια τον πόλεμον.

Β Παραλ. 14,9    καὶ ἐξῆλθεν ἐπ᾿ αὐτοὺς Ζαρὲ ὁ Αἰθίοψ ἐν δυνάμει ἐν χιλίαις χιλιάσι καὶ ἅρμασι τριακοσίοις, καὶ ἦλθεν ἕως Μαρισά.

Β Παραλ. 14,9         Εναντίον όμως αυτών εξεστράτευσεν από την Αιθιοπίαν ο Ζαρέ με στρατόν ένα εκατομμύριον και με τριακόσια πολεμικά άρματα. Αυτός έφθασεν έως την Μαρισά.

Β Παραλ. 14,10   καὶ ἐξῆλθεν Ἀσὰ εἰς συνάντησιν αὐτῷ καὶ παρετάξατο πόλεμον ἐν τῇ φάραγγι κατὰ βοῤῥᾶν Μαρισά.

Β Παραλ. 14,10       Ο Ασά εξήλθεν εναντίον του εις πόλεμον και παρετάχθη δια την μάχην εις την κοιλάδα, η οποία ευρίσκετο προς βορράν της Μαρισά.

Β Παραλ. 14,11   καὶ ἐβόησεν Ἀσὰ πρὸς Κύριον Θεὸν αὐτοῦ καὶ εἶπε· Κύριε, οὐκ ἀδυνατεῖ παρὰ σοὶ σώζειν ἐν πολλοῖς καὶ ἐν ὀλίγοις· κατίσχυσον ἡμᾶς, Κύριε ὁ Θεὸς ἡμῶν, ὅτι ἐπὶ σοὶ πεποίθαμεν καὶ ἐπὶ τῷ ὀνόματί σου ἤλθομεν ἐπὶ τὸ πλῆθος τὸ πολὺ τοῦτο· Κύριε ὁ Θεὸς ἡμῶν, μὴ κατισχυσάτω πρός σε ἄνθρωπος.

Β Παραλ. 14,11        Ο Ασά εβόησε προς Κυριον τον Θεόν του και είπε· “Κυριε, δεν είναι εις σε αδύνατον να μας σώσης με πολλούς και με ολίγους άνδρας μας. Ενίσχυσέ μας και τώρα, Κυριε ο Θεός ημών, διότι εις σε έχομεν στηρίξει τας ελπίδας μας και εν ονόματί σου ήλθομεν να αντιπαραταχθώμεν στο μέγα τούτο πλήθος των ανδρών. Κυριε, ο Θεός ημών, ας μη υπερισχύση ενώπιόν σου αυτός ο άνθρωπος”.

Β Παραλ. 14,12   καὶ ἐπάταξε Κύριος τοὺς Αἰθίοπας ἐναντίον Ἰούδα, καὶ ἔφυγον Αἰθίοπες·

Β Παραλ. 14,12       Ο Κυριος εκτύπησε και κατετρόπωσε τους Αιθίοπας ενώπιον του Ιούδα, ώστε οι Αιθίοπες ετράπησαν εις φυγήν.

Β Παραλ. 14,13   καὶ κατεδίωξεν αὐτοὺς Ἀσὰ καὶ ὁ λαὸς αὐτοῦ ἕως Γεδώρ, καὶ ἔπεσον Αἰθίοπες ὥστε μὴ εἶναι ἐν αὐτοῖς περιποίησιν, ὅτι συνετρίβησαν ἐνώπιον Κυρίου καὶ ἐναντίον τῆς δυνάμεως αὐτοῦ, καὶ ἐσκύλευσαν σκῦλα πολλά.

Β Παραλ. 14,13        Ο Ασά τους κατεδίωξε μαζή με τον στρατόν του έως την Γεδώρ. Επεσαν δε τόσοι πολλοί από τους Αιθίοπας, ώστε δεν κατώρθωσαν πλέον να αναλάβουν δύναμιν, διότι συνετρίβησαν ενώπιον του Κυρίου και ενώπιον του στρατού του. Ο Ασά και ο στρατός του επήραν πολλά λάφυρα από τους νικηθέντας εχθρούς.

Β Παραλ. 14,14   καὶ ἐξέκοψαν τὰς κώμας αὐτῶν κύκλῳ Γεδώρ, ὅτι ἐγενήθη ἔκστασις Κυρίου ἐπ᾿ αὐτούς, καὶ ἐσκύλευσαν πάσας τὰς πόλεις αὐτῶν, ὅτι πολλὰ σκῦλα ἐγενήθη αὐτοῖς·

Β Παραλ. 14,14       Οι Ιουδαίοι εν συνεχεία κατέλαβον τας κώμας, που υπήρχον γύρω από την Γεδώρ, διότι κατάπληξις εκ μέρους του Κυρίου έπεσεν εις τας πόλεις αυτάς. Ετσι οι Ιουδαίοι ελεηλάτησαν όλας αυτάς τας πόλεις, διότι υπήρχον πολλά λάφυρα εις αυτάς.

Β Παραλ. 14,15   καί γε σκηνὰς κτήσεων, τοὺς Ἀλιμαζονεῖς, ἐξέκοψαν καὶ ἔλαβον πρόβατα πολλὰ καὶ καμήλους καὶ ἐπέστρεψαν εἰς Ἱερουσαλήμ.

Β Παραλ. 14,15        Κατέλαβον πολλά ποιμνιοστάσια, κατέβαλον τους Αλιμαζονείς, εξέκοψαν και παρέλαβον πολλά πρόβατα και καμήλους και επέστρεψαν εις την Ιερουσαλήμ.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 15- ΟΙ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΤΟΥ ΑΣΑ

                                    Οι μεταρρυθμίσεις του Ασά

Β Παραλ. 15,1    Καὶ Ἀζαρίας υἱὸς Ὠδήδ, ἐγένετο ἐπ᾿ αὐτὸν πνεῦμα Κυρίου,

Β Παραλ. 15,1          Πνεύμα Κυρίου ήλθε κατά τον καιρόν εκείνον στον Αζαρίαν, τον υιόν του Ωδήδ.

Β Παραλ. 15,2    καὶ ἐξῆλθεν εἰς ἀπάντησιν Ἀσὰ καὶ παντὶ Ἰούδᾳ καὶ Βενιαμὶν καὶ εἶπεν· ἀκούσατέ μου, Ἀσὰ καὶ πᾶς Ἰούδα καὶ Βενιαμίν. Κύριος μεθ᾿ ὑμῶν ἐν τῷ εἶναι ὑμᾶς μετ᾿ αὐτοῦ, καὶ ἐὰν ἐκζητήσητε αὐτόν, εὑρεθήσεται ὑμῖν, καὶ ἐὰν ἐγκαταλίπητε αὐτόν, ἐγκαταλείψει ὑμᾶς.

Β Παραλ. 15,2         Εξήλθεν αυτός να προϋπαντήση τον Ασά και όλους τους άνδρας της φυλής του Ιούδα και του Βενιαμίν και είπεν· “ακούσατέ με, Ασά και όλοι οι Ιουδαίοι και οι της φυλής Βενιαμίν. Ο Κυριος είναι μαζή σας, διότι και σεις είσθε μαζή με αυτόν. Εάν σεις εξακολουθήσετε να καταφεύγετε προς αυτόν και να τον λατρεύετε, και αυτός θα ευρίσκεται μαζή σας. Εάν όμως σστον εγκαταλείψετε, και αυτός θα σας εγκαταλείψη.

Β Παραλ. 15,3    καὶ ἡμέραι πολλαὶ τῷ Ἰσραὴλ ἐν οὐ θεῷ ἀληθινῷ καὶ οὐχ ἱερέως ὑποδεικνύοντος καὶ ἐν οὐ νόμῳ·

Β Παραλ. 15,3          Επί πολύ όμως χρονικόν διάστημα Οι Ισραηλίται θα είναι χωρίς τον αληθινόν Θεόν, χωρίς ιερέα να τους διδάσκη, χωρίς Νομον.

Β Παραλ. 15,4    καὶ ἐπιστρέψει αὐτοὺς ἐπὶ Κύριον Θεὸν Ἰσραήλ, καὶ εὑρεθήσεται αὐτοῖς.

Β Παραλ. 15,4         Η θλίψις όμως θα επαναφέρη αυτούς προς Κυριον τον Θεόν του Ισραήλ και ο Κυριος θα ευρεθή πάλιν μαζή τους.

Β Παραλ. 15,5    καὶ ἐν ἐκείνῳ τῷ καιρῷ οὐκ ἔστιν εἰρήνη τῷ ἐκπορευομένῳ καὶ τῷ εἰσπορευομένῳ, ὅτι ἔκστασις Κυρίου ἐπὶ πάντας τοὺς κατοικοῦντας τὰς χώρας.

Β Παραλ. 15,5          Κατά τον καιρόν όμως εκείνον δεν θα υπάρχη ειρήνη και ασφάλεια εις καθένα, που θα περιοδεύη ανά την χώραν αυτήν, διότι κάποιος θείος τρόμος θα επιπέση εις όλους τους κατοίκους των χωρών αυτών.

Β Παραλ. 15,6    καὶ πολεμήσει ἔθνος πρὸς ἔθνος καὶ πόλις πρὸς πόλιν, ὅτι ὁ Θεὸς ἐξέστησεν αὐτοὺς ἐν πάσῃ θλίψει.

Β Παραλ. 15,6         Το ένα έθνος θα πολεμή εναντίον του άλλου έθνους και η μία πόλις εναντίον της άλλης πόλεως, διότι ο Θεός θα τους έχη κτυπήσει με θλίψεις κάθε είδους.

Β Παραλ. 15,7    καὶ ὑμεῖς ἰσχύσατε, καὶ μὴ ἐκλυέσθωσαν αἱ χεῖρες ὑμῶν, ὅτι ἔστι μισθὸς τῇ ἐργασίᾳ ὑμῶν.

Β Παραλ. 15,7          Σεις όμως να φανήτε γενναίοι και αι χείρες σας ας μη παραλύσουν, διότι εις την εργασίαν σας θα δοθή η πρέπουσα αμοιβή”.

Β Παραλ. 15,8    καὶ ἐν τῷ ἀκοῦσαι τοὺς λόγους τούτους καὶ τὴν προφητείαν Ἀδὰδ τοῦ προφήτου καὶ κατίσχυσε καὶ ἐξέβαλε τὰ βδελύγματα ἀπὸ πάσης τῆς γῆς Ἰούδα καὶ Βενιαμὶν καὶ ἀπὸ τῶν πόλεων, ὧν κατέσχεν Ἱεροβοὰμ ἐν ὄρει Ἐφραίμ, καὶ ἐνεκαίνισε τὸ θυσιαστήριον Κυρίου, ὃ ἦν ἔμπροσθεν τοῦ ναοῦ Κυρίου.

Β Παραλ. 15,8         Οταν οι Ιουδαίοι, και μάλιστα ο Ασά, ήκουσε τους λόγους αυτούς και την προφητείαν του προφήτου Αδάδ, ενισχύθη ακόμη περισσότερον και εξεδίωξε τα βδελυρά ειδωλολατρικά αγάλματα από όλην την χώραν της φυλής Ιούδα και Βενιαμίν και από τας πόλεις, τας οποίας είχε προηγουμένως καταλάβει ο Ιεροβοάμ εις την ορεινήν περιοχήν της φυλής του Εφραίμ. Επεσκεύασε δε και ενεκαινίασε το θυσιαστήριον του Κυρίου, το οποίον ευρίσκετο εμπρός του ναού του Κυρίου εις την Ιερουσαλήμ.

Β Παραλ. 15,9    καὶ ἐξεκκλησίασε τὸν Ἰούδαν καὶ Βενιαμὶν καὶ τοὺς προσηλύτους τοὺς παροικοῦντας μετ᾿ αὐτοῦ ἀπὸ Ἐφραὶμ καὶ ἀπὸ Μανασσῆ καὶ ἀπὸ Συμεών, ὅτι προσετέθησαν πρὸς αὐτὸν πολλοὶ τοῦ Ἰσραὴλ ἐν τῷ ἰδεῖν αὐτούς, ὅτι Κύριος ὁ Θεὸς αὐτοῦ μετ᾿ αὐτοῦ.

Β Παραλ. 15,9         Συνεκέντρωσεν όλους τους άνδρας της φυλής Ιούδα και της φυλής Βενιαμίν, όπως επίσης και τους ξένους, οι οποίοι παρεπιδημούσαν με αυτούς, από τας φυλάς Εφραίμ, Μανασσή και Συμεών, διότι πολλοί είχαν προστεθή προς αυτόν, όταν αυτοί είδαν ότι Κυριος ο Θεός ήτο μαζή του.

Β Παραλ. 15,10   καὶ συνήχθησαν εἰς Ἱερουσαλὴμ ἐν τῷ μηνὶ τῷ τρίτῳ ἐν τῷ ἔτει τῷ πεντεκαιδεκάτῳ τῆς βασιλείας Ἀσά.

Β Παραλ. 15,10        Αυτοί συνεκεντρώθησαν εις την Ιερουσαλήμ κατά τον τρίτον μήνα του δεκάτου πέμπτου έτους της βασιλείας του Ασά.

Β Παραλ. 15,11   καὶ ἔθυσε τῷ Κυρίῳ ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ ἀπὸ τῶν σκύλων, ὧν ἤνεγκαν, μόσχους ἑπτακοσίους καὶ πρόβατα ἑπτακισχίλια.

Β Παραλ. 15,11        Ο Ασά προσέφερε θυσίαν προς τον Κυριον κατά την ημέραν εκείνην, από τα λάφυρα, τα οποία είχαν φέρει εις την Ιερουσαλήμ, επτακοσίους μόσχους και επτά χιλιάδες πρόβατα.

Β Παραλ. 15,12   καὶ διῆλθεν ἐν διαθήκῃ ζητῆσαι Κύριον Θεὸν τῶν πατέρων αὐτῶν ἐξ ὅλης τῆς καρδίας καὶ ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς αὐτῶν·

Β Παραλ. 15,12        Ανέλαβε την υποχρέωσιν δια διαθήκης να καταφεύγουν οι Ιουδαίοι προς Κυριον τον Θεόν των πατέρων των και να λατρεύουν αυτόν με όλην των την καρδίαν και με όλην των την ψυχήν.

Β Παραλ. 15,13   καὶ πᾶς, ὃς ἐὰν μὴ ἐκζητήσῃ τὸν Κύριον Θεὸν τοῦ Ἰσραήλ, ἀποθανεῖται ἀπὸ νεωτέρου ἕως πρεσβυτέρου, ἀπὸ ἀνδρὸς ἕως γυναικός.

Β Παραλ. 15,13        Καθε δε Ιουδαίος, ο οποίος δεν θα ελάτρευε Κυριον τον Θεόν του ισραηλιτικού λαού, θα εφονεύετο, από τον νεώτερον έως τον μεγαλύτερον, από άνδρα έως γυναίκα.

Β Παραλ. 15,14   καὶ ὤμοσαν ἐν Κυρίῳ ἐν φωνῇ μεγάλῃ καὶ ἐν σάλπιγξι καὶ ἐν κερατίναις.

Β Παραλ. 15,14        Ολοι ωρκίσθησαν στον Κυριον με φωνήν μεγάλην, καθ' ον χρόνον ηχούσαν αι ιεραί κεράτιναι σάλπιγγες.

Β Παραλ. 15,15   καὶ ηὐφράνθησαν πᾶς Ἰούδα περὶ τοῦ ὅρκου, ὅτι ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς ὤμοσαν καὶ ἐν πάσῃ θελήσει ἐζήτησαν αὐτόν, καὶ εὑρέθη αὐτοῖς καὶ κατέπαυσε Κύριος αὐτοῖς κυκλόθεν.

Β Παραλ. 15,15        Ολοι οι Ιουδαίοι ευφράνθησαν δια τον όρκον, που είχαν δώσει, διότι ωρκίσθησαν με όλην των την ψυχήν και με όλην την θέλησίν των να λατρεύουν τον Θεόν. Ο δε Κυριος ήλθε βοηθός εις αυτούς, τους ανέπαυσε και τους περιεφρούρησεν από τους γύρω εχθρούς.

Β Παραλ. 15,16   καὶ τὴν Μααχὰ τὴν μητέρα αὐτοῦ μετέστησε τοῦ μὴ εἶναι τῇ Ἀστάρτῃ λειτουργοῦσαν καὶ κατέκοψε τὸ εἴδωλον καὶ κατέκαυσεν ἐν χειμάῤῥῳ Κέδρων.

Β Παραλ. 15,16        Ο Ασά και αυτήν ακόμη την μητέρα του την Μααχά καθήρεσεν από το αξίωμα της βασιλομήτορος και την εξετόπισε, δια να μη είναι πλέον λειτουργός εις την θεάν Αστάρτην. Το δε είδωλον αυτό της θεάς το κατέκοψε και το κατέκαυσεν στον χείμαρρον των Κέδρων.

Β Παραλ. 15,17   πλὴν τὰ ὑψηλὰ οὐκ ἀπέστησαν, ἔτι ὑπῆρχεν ἐν τῷ Ἰσραήλ· ἀλλ᾿ ἡ καρδία Ἀσὰ ἐγένετο πλήρης πάσας τὰς ἡμέρας αὐτοῦ.

Β Παραλ. 15,17        Αλλά τους υψηλούς λατρευτικούς τόπους δεν τους κατήργησαν οι Ιουδαίοι και έτσι αυτοί υπήρχον ακόμη εν μέσω του ισραηλιτικού λαού. Η καρδιά όμως του Ασά εδόθη εξ ολοκλήρου προς τον Θεόν όλας τας ημέρας της ζωής του.

Β Παραλ. 15,18   καὶ εἰσήνεγκε τὰ ἅγια Δαυὶδ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ καὶ τὰ ἅγια οἴκου τοῦ Θεοῦ, ἀργύριον καὶ χρυσίον καὶ σκεύη.

Β Παραλ. 15,18        Ο Ασά ετοποθέτησεν στον ναόν όλα τα αφιερώματα του προπάτορός του Δαυίδ και τα αφιερώματα γενικώς τα προοριζόμενα δια τον ναόν του Θεού, αργύριον και χρυσίον και ιερά σκεύη.

Β Παραλ. 15,19   καὶ πόλεμος οὐκ ἦν μετ᾿ αὐτοῦ ἕως τοῦ πέμπτου καὶ τριακοστοῦ ἔτους τῆς βασιλείας Ἀσά.

Β Παραλ. 15,19        Πολεμος εναντίον του Ασά δεν έγινε μέχρι του τριακοστού πέμπτου έτους της βασιλείας του.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 16- Η ΑΠΕΡΙΣΚΕΨΙΑ ΚΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΑΣΑ

                                    Η απερισκεψία του Ασά

Β Παραλ. 16,1    Καὶ ἐν τῷ ὀγδόῳ καὶ τριακοστῷ ἔτει τῆς βασιλείας Ἀσὰ ἀνέβη βασιλεὺς Ἰσραὴλ ἐπὶ Ἰούδαν καὶ ᾠκοδόμησε τὴν Ῥαμὰ τοῦ μὴ δοῦναι ἔξοδον καὶ εἴσοδον τῷ Ἀσὰ βασιλεῖ Ἰούδα.

Β Παραλ. 16,1          Κατά το τριακοστόν όγδοον έτος της βασιλείας του Ασά, ο Βαασά, βασιλεύς του βασιλείου του Ισραήλ, εξεστράτευσεν εναντίον του βασιλείου του Ιούδα και ωχύρωσε την Ραμά, δια να μη παρέχη στον Ασά, τον βασιλέα των Ιουδαίων, ελευθερίαν να εισέρχεται και να εξέρχεται εις την χώραν του.

Β Παραλ. 16,2    καὶ ἔλαβεν Ἀσὰ ἀργύριον καὶ χρυσίον ἐκ θησαυρῶν οἴκου Κυρίου καὶ οἴκου τοῦ βασιλέως καὶ ἀπέστειλε πρὸς τὸν υἱὸν τοῦ Ἄδερ βασιλέως Συρίας τὸν κατοικοῦντα ἐν Δαμασκῷ λέγων·

Β Παραλ. 16,2         Ο Ασά επήρεν αργύριον και χρυσίον από τους θησαυρούς του ναού του Κυρίου και από το βασιλικόν θησαυροφυλάκιον και έστειλεν αυτά με απεσταλμένους του προς τον υιόν του Αδερ, βασιλέα της Συρίας, ο οποίος κατοικούσεν εις την Δαμασκόν και του παρήγγειλε·

Β Παραλ. 16,3    διάθου διαθήκην ἀνὰ μέσον ἐμοῦ καὶ σοῦ καὶ ἀνὰ μέσον τοῦ πατρός μου καὶ ἀνὰ μέσον τοῦ πατρός σου· ἰδοὺ ἀπέσταλκά σοι χρυσίον καὶ ἀργύριον, δεῦρο καὶ διασκέδασον ἀπ᾿ ἐμοῦ τὸν Βαασὰ βασιλέα Ἰσραὴλ καὶ ἀπελθέτω ἀπ᾿ ἐμοῦ.

Β Παραλ. 16,3         “κλείσε συμφωνίαν φιλίας μεταξύ εμού και σου, ομοίαν προς εκείνην που υπήρχε μεταξύ του πατρός μου και του πατρός σου. Ιδού εγώ σου έχω αποστείλει χρυσίον και αργύριον. Ελα και διασκόρπισε μακράν από εμέ τον Βαασά, βασιλέα των Ισραηλιτών, δια να απέλθη αυτός από την περιοχήν μου”.

Β Παραλ. 16,4    καὶ ἤκουσεν υἱὸς Ἄδερ τοῦ βασιλέως Ἀσὰ καὶ ἀπέστειλε τοὺς ἄρχοντας τῆς δυνάμεως αὐτοῦ ἐπὶ τὰς πόλεις Ἰσραὴλ καὶ ἐπάταξε τὴν Ἀϊὼν καὶ τὴν Δὰν καὶ τὴν Ἀβελμαΐν καὶ πάσας τὰς περιχώρους Νεφθαλί.

Β Παραλ. 16,4         Ο υιός του Αδερ, ο βασιλεύς της Συρίας εδέχθη την πρότασιν του Ασά και έστειλε τους αρχηγούς με τον στρατόν του εναντίον των πόλεων του βασιλείου του Ισραήλ και εκτύπησε τας πόλεις, την Αϊών, την Δαν και την Αβελαν και όλην την χώραν της φυλής του Νεφθαλί.

Β Παραλ. 16,5    καὶ ἐγένετο ἐν τῷ ἀκοῦσαι Βαασὰ ἀπέλιπε τοῦ μηκέτι οἰκοδομεῖν τὴν Ῥαμὰ καὶ κατέπαυσε τὸ ἔργον αὐτοῦ.

Β Παραλ. 16,5         Οταν ο Βαασά επληροφορήθη τούτο, εσταμάτησε πλέον να οχυρώνη την Ραμά και διέκοψε την εργασίαν του αυτήν.

Β Παραλ. 16,6    καὶ Ἀσὰ βασιλεὺς ἔλαβε πάντα τὸν Ἰούδαν καὶ ἔλαβε τοὺς λίθους τῆς Ῥαμὰ καὶ τὰ ξύλα αὐτῆς, ἃ ᾠκοδόμησε Βαασά, καὶ ᾠκοδόμησεν ἐν αὐτοῖς τὴν Γαβαὲ καὶ τὴν Μασφά.

Β Παραλ. 16,6         Ο βασιλεύς Ασά επήρε τότε μαζή του όλους τους Ιουδαίους, ήλθεν εις την Ραμά, επήρε τους λίθους και τα ξύλα με τα οποία ωχύρωνεν ο Βαασά την Ραμά, και με αυτά ωχύρωσεν αυτός την Γαβαέ και την Μασφά.

Β Παραλ. 16,7    καὶ ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ ἦλθεν Ἀνανὶ ὁ προφήτης πρὸς Ἀσὰ βασιλέα Ἰούδα καὶ εἶπεν αὐτῷ· ἐν τῷ πεποιθέναι σε ἐπὶ βασιλέα Συρίας καὶ μὴ πεποιθέναι σε ἐπὶ Κύριον Θεόν σου, διὰ τοῦτο ἐσώθη ἡ δύναμις Συρίας ἀπὸ τῆς χειρός σου.

Β Παραλ. 16,7         Κατά την εποχήν εκείνην ήλθεν προς τον Ασά, τον βασιλέα της φυλής Ιούδα, ο Ανανί ο προφήτης και του είπε· “επειδή συ εστήριξες την πεποίθησίν σου στον βασιλέα της Συρίας και δεν εστηρίχθης εις Κυριον τον Θεόν σου, δια τούτο διέφυγεν από τα χέρια σου ο στρατός της Συρίας και εσώθη.

Β Παραλ. 16,8    οὐχ οἱ Αἰθίοπες καὶ Λίβυες ἦσαν εἰς δύναμιν πολλὴν εἰς θάρσος, εἰς ἱππεῖς εἰς πλῆθος σφόδρα; καὶ ἐν τῷ πεποιθέναι σε ἐπὶ Κύριον παρέδωκεν εἰς χεῖράς σου;

Β Παραλ. 16,8         Οι Αιθίοπες και οι Λιβυες δεν ήσαν περισσότεροι και ορμητικότεροι; Δεν είχαν αυτοί και πολυάριθμον ιππικόν; Και όμως, επειδή είχες στηρίξει την πεποίθησίν σου στον Κυριον, ο Κυριος παρέδωκεν αυτούς εις τα χέρια σου.

Β Παραλ. 16,9    ὅτι οἱ ὀφθαλμοὶ Κυρίου ἐπιβλέπουσιν ἐν πάσῃ τῇ γῇ κατισχῦσαι ἐν πάσῃ καρδίᾳ πλήρει πρὸς αὐτόν. ἠγνόηκας ἐπὶ τούτῳ· ἀπὸ τοῦ νῦν ἔσται μετὰ σοῦ πόλεμος.

Β Παραλ. 16,9         Διότι οι οφθαλμοί του Κυρίου επιβλέπουν εις όλην την οικουμένην, δια να στηρίζουν και να ενισχύουν εκείνους, οι οποίοι έχουν εξ ολοκλήρου αφωσιωμένην την καρδίαν των προς αυτόν. Συ όμως ηγνόησες αυτόν. Από τώρα και στο μέλλον θα γίνεται πόλεμος εναντίον σου”.

Β Παραλ. 16,10   καὶ ἐθυμώθη Ἀσὰ τῷ προφήτῃ καὶ παρέθετο αὐτὸν εἰς φυλακήν, ὅτι ὠργίσθη ἐπὶ τούτῳ· καὶ ἐλυμήνατο Ἀσὰ ἐν τῷ λαῷ ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ.

Β Παραλ. 16,10       Ο Ασά εθύμωσεν εναντίον του προφήτου και έρριψεν αυτόν εις την φυλακήν, διότι ωργίσθη δια τα λόγια του. Επί πλέον έλαβε κατά τον καιρόν εκείνον και σκληρά μέτρα εναντίον μερικών εκ του λαού του.

 

                                    Ο θάνατος του Ασά

Β Παραλ. 16,11   Καὶ ἰδοὺ οἱ λόγοι Ἀσὰ οἱ πρῶτοι καὶ οἱ ἔσχατοι γεγραμμένοι ἐν βιβλίῳ βασιλέων Ἰούδα καὶ Ἰσραήλ.

Β Παραλ. 16,11        Ιδού, τα αλλά έργα του Ασά τα πρώτα και τα τελευταία, είναι γραμμένα στο βιβλίον των βασιλέων του Ιούδα και του Ισραήλ.

Β Παραλ. 16,12   καὶ ἐμαλακίσθη Ἀσὰ ἐν τῷ ἔτει τῷ ἐνάτῳ καὶ τριακοστῷ τῆς βασιλείας αὐτοῦ τοὺς πόδας, ἕως σφόδρα ἐμαλακίσθη· καὶ ἐν τῇ μαλακίᾳ αὐτοῦ οὐκ ἐζήτησε τὸν Κύριον, ἀλλὰ τοὺς ἰατρούς.

Β Παραλ. 16,12       Ο Ασά κατά το τριακοστόν ένατον έτος της βασιλείας του, ησθένησε στους πόδας του και υπέφερε πάρα πολύ. Κατά την ασθένειάν του αυτήν δεν εζήτησε την βοήθειαν του Κυρίου, αλλά κατέφυγεν στους ιατρούς.

Β Παραλ. 16,13   καὶ ἐκοιμήθη Ἀσὰ μετὰ τῶν πατέρων αὐτοῦ καὶ ἐτελεύτησεν ἐν τῷ τεσσαρακοστῷ ἔτει τῆς βασιλείας αὐτοῦ,

Β Παραλ. 16,13        Ο Ασά απέθανε και ετάφη μαζή με τους πατέρας του. Απέθανε δε κατά το τεσσαρακοστόν έτος της βασιλείας του.

Β Παραλ. 16,14   καὶ ἔθαψαν αὐτὸν ἐν τῷ μνήματι, ᾧ ὤρυξεν ἑαυτῷ ἐν πόλει Δαυίδ, καὶ ἐκοίμησαν αὐτὸν ἐπὶ τῆς κλίνης καὶ ἔπλησαν ἀρωμάτων καὶ γένη μύρων μυρεψῶν καὶ ἐποίησαν αὐτῷ ἐκφορὰν μεγάλην ἕως σφόδρα.

Β Παραλ. 16,14       Εθαψαν αυτόν εις μνημείον, το οποίον ο ίδιος δια τον εαυτόν του είχεν ανοίξει εις την πόλιν του Δαυίδ. Τον ετοποθέτησαν στο νεκροκράββατον, που είχαν γεμίσει με αρώματα και διάφορα άλλα είδη μύρων, τα οποία κατασκευάζουν οι μυροποιοί. Εκαμαν έτσι εις αυτόν πολύ μεγάλην και επίσημον κηδείαν.

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΑ

1

2

3

4

5

6

7

8

9

10

11

12

13

14

15

16

17

18

19

20

21

22

23

24

25

26

27

28

29

30

31

32

33

34

35

36