ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ

 

ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΙΕΡΕΜΙΟΥ- ΚΕΦ. 1

 

 

ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΙΕΡΕΜΙΟΥ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1- ΤΟ ΨΕΥΔΟΣ ΚΑΙ Η ΑΝΟΗΣΙΑ ΤΗΣ ΕΙΔΩΛΟΛΑΤΡΙΑΣ

Ἀντίγραφον ἐπιστολῆς, ἧς ἀπέστειλεν Ἱερεμίας πρὸς τοὺς ἀχθησομένους αἰχμαλώτους εἰς Βαβυλῶνα ὑπὸ τοῦ βασιλέως τῶν Βαβυλωνίων ἀναγγεῖλαι αὐτοῖς καθότι ἐπετάγη αὐτῷ ὑπὸ τοῦ Θεοῦ.

Αντίγραφαν της επιστολής, την οποίαν απέστειλεν ο Ιερεμίας προς τους Ιουδαίους, που θα εσύροντο αιχμάλωτοι εις την Βαβυλώνα υπό του βασιλέως της Βαβυλώνος, δια να αναγγείλη εις αυτούς ο,τι είχε διαταχθή αυτός από τον Θεόν.

Επ. Ιερ. 1,1        Διὰ τὰς ἁμαρτίας, ἃς ἡμαρτήκατε ἐναντίον τοῦ Θεοῦ, ἀχθήσεσθε εἰς Βαβυλῶνα αἰχμάλωτοι ὑπὸ Ναβουχοδονόσορ βασιλέως τῶν Βαβυλωνίων

Επ. Ιερ. 1,1               Δια τας αμαρτίας, τας οποίας διεπράξατε ενώπιον του Θεού, θα οδηγηθήτε αιχμάλωτοι εις την Βαβυλώνα υπό του βασιλέως των Βαβυλωνίων Ναβουχοδονόσορος.

Επ. Ιερ. 1,2        εἰσελθόντες οὖν εἰς Βαβυλῶνα ἔσεσθε ἐκεῖ ἔτη πλείονα καὶ χρόνον μακρὸν ἕως γενεῶν ἑπτά· μετὰ τοῦτο δὲ ἐξάξω ὑμᾶς ἐκεῖθεν μετ᾿ εἰρήνης.

Επ. Ιερ. 1,2               Μια φορά, λοιπόν, και θα φθάσετε εις την Βαβυλώνα, θα μείνετε εκεί επί πολλά έτη, επί μακρόν χρόνον, μέχρις επτά γενεών. Επειτα δε θα σας βγάλω εγώ από εκεί, λέγει ο Θεός, κατά ένα τρόπον ειρηνικόν.

Επ. Ιερ. 1,3        νυνὶ δὲ ὄψεσθε ἐν Βαβυλῶνι θεοὺς ἀργυροῦς καὶ χρυσοῦς καὶ ξυλίνους ἐπ᾿ ὤμοις αἰρομένους, δεικνύντας φόβον τοῖς ἔθνεσιν.

Επ. Ιερ. 1,3               Τωρα όμως θα ιδήτε εις την Βαβυλώνα θεούς αργυρούς και χρυσούς και ξυλίνους, τους οποίους οι άνθρωποι θα φέρουν επάνω στους ώμους και οι οποίοι θα εμπνέουν φόβον εις τα έθνη.

Επ. Ιερ. 1,4        εὐλαβήθητε οὖν μὴ καὶ ὑμεῖς ἀφομοιωθέντες τοῖς ἀλλοφύλοις ἀφομοιωθῆτε καὶ φόβος ὑμᾶς λάβῃ ἐπ᾿ αὐτοῖς

Επ. Ιερ. 1,4               Προσέξατε, λοιπόν, μήπως και σεις αφομοιωθήτε με τους αλλοφύλους, μήπως ομοιάσετε με αυτούς και σας καταλάβη φόβος από τους θεούς των.

Επ. Ιερ. 1,5        ἰδόντας ὄχλον ἔμπροσθεν καὶ ὄπισθεν αὐτῶν προσκυνοῦντας αὐτά· εἴπατε δὲ τῇ διανοίᾳ· σοὶ δεῖ προσκυνεῖν, δέσποτα.

Επ. Ιερ. 1,5               Οταν μάλιστα ίδετε πολύν λαόν έμπροσθεν και όπισθεν από τους ειδωλικούς αυτούς θεούς να τους προσκυνούν, ειπέτε από μέσα σας· “σε μόνον πρέπει να προσκυνούμεν, Δεσποτα”.

Επ. Ιερ. 1,6        ὁ γὰρ ἄγγελός μου μεθ᾿ ὑμῶν ἐστιν, αὐτός τε ἐκζητῶν τὰς ψυχὰς ὑμῶν.

Επ. Ιερ. 1,6               Ο δε άγγελός μου θα είναι μαζή σας, και αυτός θα ενδιαφέρεται και θα φροντίζη δια την ζωήν σας.

Επ. Ιερ. 1,7        γλῶσσα γὰρ αὐτῶν ἐστι κετεξυσμένη ὑπὸ τέκτονος, αὐτά τε περίχρυσα καὶ περιάργυρα, ψευδῆ δ᾿ ἐστὶ καὶ οὐ δύνανται λαλεῖν.

Επ. Ιερ. 1,7               Η γλώσσα των ειδωλικών θεών είναι σκαλισμένη από γλύπτην. Επάνω εις αυτά έχουν θέσει επικαλύμματα από χρυσόν και άργυρον. Είναι όμως θεοί ψευδείς, δεν ημπορούν να ομιλούν.

Επ. Ιερ. 1,8        καὶ ὥσπερ παρθένῳ φιλοκόσμῳ λαμβάνοντες χρυσίον κατασκευάζουσι στεφάνους ἐπὶ τὰς κεφαλὰς τῶν θεῶν αὐτῶν·

Επ. Ιερ. 1,8               Οπως δε δια μίαν νεάνιδα φιλάρεσκον λαμβάνουν οι άνθρωποι χρυσόν και κατασκευάζουν στεφάνους, που τους θέτουν εις την κεφαλήν της, έτσι κατασκευάζουν και στεφάνους, τους οποίους θέτουν εις τα κεφάλια των θεών των.

Επ. Ιερ. 1,9        ἔστι δὲ καὶ ὅτε ὑφαιρούμενοι οἱ ἱερεῖς ἀπὸ τῶν θεῶν αὐτῶν χρυσίον καὶ ἀργύριον εἰς ἑαυτοὺς καταναλώσουσι, δώσουσι δὲ ἀπ᾿ αὐτῶν καὶ ταῖς ἐπὶ τοῦ στέγους πόρναις.

Επ. Ιερ. 1,9               Μερικές δε φορές υπάρχουν ιερείς, οι οποίοι κλέπτουν από τους θεούς αυτούς το χρυσίον και το αργύριον, δια να το χρησιμοποιήσουν προς ιδικήν των χρήσιν, να δώσουν δε ένα μέρος από αυτά και εις τας πόρνας, αι οποίαι κατοικούν εις τας σοφίτας των ειδωλικών ναών.

Επ. Ιερ. 1,10      κοσμοῦσί τε αὐτοὺς ὡς ἀνθρώπους τοῖς ἐνδύμασι, θεοὺς ἀργυροῦς καὶ θεοὺς χρυσοῦς καὶ ξυλίνους· οὗτοι δὲ οὐ διασῴζονται ἀπὸ ἰοῦ καὶ βρωμάτων.

Επ. Ιερ. 1,10             Στολίζουν δε με πλούσια ενδύματα, αυτούς τους θεούς τους αργυρούς, τους θεούς τους χρυσούς και τους θεούς τους ξυλίνους, ως εάν είναι άνθρωποι. Αυτοί δμως δεν ημπορούν μόνοι των να προφυλαχθούν από την σκωριάν και την διάβρωσιν.

Επ. Ιερ. 1,11      περιβεβλημένων αὐτῶν ἱματισμὸν πορφυροῦν, ἐκμάσσονται τὸ πρόσωπον αὐτῶν διὰ τὸν ἐκ τῆς οἰκίας κονιορτόν, ὅς ἐστι πλείω ἐπ᾿ αὐτοῖς.

Επ. Ιερ. 1,11              Εν δε τους ενδύουν ίμέ ιματισμούς πορφυρούς, οι άνθρωποι σπογγίζουν το πρόσωπον αυτών, δια να αφαιρέσουν τον από τον ναόν κονιορτόν, ο οποίος είναι περισσότερος επάνω των.

Επ. Ιερ. 1,12      καὶ σκῆπτρον ἔχει ὡς ἄνθρωπος κριτὴς χώρας, ὃς τὸν εἰς αὐτὸν ἁμαρτάνοντα οὐκ ἀνελεῖ.

Επ. Ιερ. 1,12             Ενας από αυτούς κρατεί σκήπτρον ως άνθρωπος, κριτής τάχα της χώρας. Αλλά δεν ημπορεί να θανατώση εκείνον, ο οποίος αμαρτάνει εις αυτόν.

Επ. Ιερ. 1,13      ἔχει δὲ ἐγχειρίδιον ἐν δεξιᾷ καὶ πέλεκυν, ἑαυτὸν δὲ ἐκ πολέμου καὶ λῃστῶν οὐκ ἐξελεῖται.

Επ. Ιερ. 1,13             Αλλος έχει μάχαιραν στο δεξιόν του χέρι η πέλεκυν· δεν ημπορεί όμως να γλυτώση τον εαυτόν του από τον πόλεμον και τους ληστάς.

Επ. Ιερ. 1,14      ὅθεν γνώριμοί εἰσιν οὐκ ὄντες θεοί· μὴ οὖν φοβηθῆτε αὐτούς. -

Επ. Ιερ. 1,14             Από όλα αυτά γίνεται φανερόν, ότι αυτοί δεν είναι θεοί· μη, λοιπόν, ποτέ τους φοβηθήτε.

Επ. Ιερ. 1,15      Ὥσπερ γὰρ σκεῦος ἀνθρώπου συντριβὲν ἀχρεῖον γίνεται, τοιοῦτοι ὑπάρχουσιν οἱ θεοὶ αὐτῶν, καθιδρυμένων αὐτῶν ἐν τοῖς οἴκοις.

Επ. Ιερ. 1,15             Διότι, όπως ένα πήλινον σκεύος ανθρώπου, όταν συντριβή γίνεται άχρηστον, έτσι είναι και οι θεοί των αλλοεθνών, τους οποίους έχουν εγκαταστήσει στους ναούς και εις τα σπίτια των.

Επ. Ιερ. 1,16      οἱ ὀφθαλμοὶ αὐτῶν πλήρεις εἰσὶ κονιορτοῦ ἀπὸ τῶν ποδῶν τῶν εἰσπορευομένων.

Επ. Ιερ. 1,16             Τα μάτια των είναι γεμάτα από κονιορτόν, τον οποίον σηκώνουν τα πόδια των εισερχομένων.

Επ. Ιερ. 1,17      καὶ ὥσπερ τινὶ ἠδικηκότι βασιλέα περιπεφραγμέναι εἰσὶν αἱ αὐλαί, ὡς ἐπὶ θανάτῳ ἀπηγμένῳ, τοὺς οἴκους αὐτῶν ὀχυροῦσιν οἱ ἱερεῖς θυρώμασί τε καὶ κλείθροις καὶ μοχλοῖς, ὅπως ὑπὸ τῶν λῃστῶν μὴ συληθῶσι.

Επ. Ιερ. 1,17             Και όπως θύραι και αυλαί είναι κλεισμέναι ολόγυρα από κάποιον, που προσέβαλε τον βασιλέα και ο οποίος οδηγείται προς τον θάνατον, έτσι και οι ιερείς οχυρώνουν και ασφαλίζουν με θύρας και με κλείθρα και με μοχλούς τους ναούς των θεών των, δια να μη λεηλατηθούν από ληστάς.

Επ. Ιερ. 1,18      λύχνους καίουσι καὶ πλείους ἢ ἑαυτοῖς, ὧν οὐδένα δύνανται ἰδεῖν.

Επ. Ιερ. 1,18             Ανάπτουν δια τους θεούς των περισσοτέ-ρους λύχνους παρά δια τους εαυτούς των, καίτοι οι θεοί αυτοί δεν ημπορούν κανένα να διακρίνουν.

Επ. Ιερ. 1,19      ἔστι μὲν ὥσπερ δοκὸς τῶν ἐκ τῆς οἰκίας, τὰς δὲ καρδίας αὐτῶν φασὶν ἐκλείχεσθαι, τῶν ἀπὸ τῆς γῆς ἑρπετῶν κατεσθόντων αὐτούς τε καὶ τὸν ἱματισμὸν αὐτῶν, οὐκ αἰσθάνονται.

Επ. Ιερ. 1,19             Οι θεοί αυτοί είναι όμοιοι προς δοκάρια οικίας. Το εσωτερικόν των, όπως λέγουν, γλύφεται από τους σκώληκας της γης, οι οποίοι κατατρώγουν αυτούς και τον ιματισμόν των. Αυτοί όμως δεν αισθάνονται τίποτε.

Επ. Ιερ. 1,20      μεμελανωμένοι τὸ πρόσωπον αὐτῶν ἀπὸ τοῦ καπνοῦ τοῦ ἐκ τῆς οἰκίας.

Επ. Ιερ. 1,20            Είναι μαυρισμένοι στο πρόσωπόν των από τον καπνόν του ναού.

Επ. Ιερ. 1,21      ἐπὶ τὸ σῶμα αὐτῶν καὶ ἐπὶ τὴν κεφαλὴν αὐτῶν ἐφίπτανται νυκτερίδες, χελιδόνες καὶ τὰ ὄρνεα, ὡσαύτως δὲ καὶ οἱ αἴλουροι.

Επ. Ιερ. 1,21             Επάνω στο σώμα των, και εις αυτήν ακόμη την κεφαλήν των, πετούν νυκτερίδες, χελιδόνια και άλλα πτηνά. Επάνω εις αυτούς κάθηνται επίσης και οι γάτοι.

Επ. Ιερ. 1,22      ὅθεν γνώσεσθε ὅτι οὐκ εἰσὶ θεοί· μὴ οὖν φοβεῖσθε αὐτά. -

Επ. Ιερ. 1,22            Λοιπόν, μάθετε καλά και κατανοήσατε, ότι αυτοί δεν είναι θεοί· μη λοιπόν τους φοφηθήτε.

Επ. Ιερ. 1,23      Τὸ γὰρ χρυσίον, ὃ περίκεινται εἰς κάλλος, ἐὰν μή τις ἐκμάξῃ τὸν ἰόν, οὐ μὴ στίλψωσιν· οὐδὲ γάρ, ὅτε ἐχωνεύοντο, ᾐσθάνοντο.

Επ. Ιερ. 1,23            Εάν κανείς δεν σπογγίση την σκωριάν του χρυσίου, που τους περιβάλλει, δια να τους δώση ωραιότητα, δεν θα αποκτήσουν αυτοί όψιν στιλπνήν. Αλλως αυτά, ούτε όταν είχαν τεθή στο χωνευτήριον του πυρός, ησθάνοντο τίποτε.

Επ. Ιερ. 1,24      ἐκ πάσης τιμῆς ἠγορασμένα ἐστίν, ἐν οἷς οὐκ ὖστι πνεῦμα.

Επ. Ιερ. 1,24            Ηγοράσθησαν, αδιάφορον αντί ποίας τιμής, και όμως δεν υπάρχει πνοή ζωής μέσα των.

Επ. Ιερ. 1,25      ἄνευ ποδῶν ἐπ᾿ ὤμοις φέρονται ἐνδεικνύμενοι τὴν ἑαυτῶν ἀτιμίαν τοῖς ἀνθρώποις, αἰσχύνονταί τε καὶ οἱ θεραπεύοντες αὐτὰ

Επ. Ιερ. 1,25            Είναι χωρίς πόδια και δια τούτο φέρονται επάνω στους ώμους και έτσι φανερώνουν στους ανθρώπους την ευτέλειάν των και την αδυναμίαν των. Δια λογαριασμόν των εντρέπονται και αυτοί άκομη, οι οποίοι τους υπηρετούν.

Επ. Ιερ. 1,26      διὰ τὸ εἴ ποτε ἐπὶ τὴν γῆν πέσῃ, μὴ δι᾿ αὐτῶν ἀνίστασθαι· μήτε ἐάν τις αὐτὸ ὀρθὸν στήσῃ, δι᾿ ἑαυτοῦ κινηθήσεται, μήτε ἐὰν κλιθῇ, οὐ μὴ ὀρθωθῇ, ἀλλ᾿ ὥσπερ νεκροῖς τὰ δῶρα αὐτοῖς παρατίθεται.

Επ. Ιερ. 1,26            Εάν δε συμβή ποτέ και πέσουν κάτω εις την γην οι ειδωλικοί αυτοί θεοί, δεν ημπορούν μόνοι των να σηκωθούν. Ούτε εάν κανείς στήση όρθιον το άγαλμα, ημπορεί αυτό να κινηθή. Ούτε εάν κλίνη και είναι έτοιμον να πέση, ημπορεί να ορθωθή. Οπως στους αναισθήτους νεκρούς, έτσι και εις αυτά προσφέρουν τα δώρα των οι άνθρωποι.

Επ. Ιερ. 1,27      τὰς δὲ θυσίας αὐτῶν ἀποδόμενοι οἱ ἱερεῖς αὐτῶν καταχρῶνται· ὡσαύτως δὲ καὶ αἱ γυναῖκες αὐτῶν ἀπ᾿ αὐτῶν ταριχεύουσαι οὔτε πτωχῷ οὔτε ἀδυνάτῳ μὴ μεταδῶσι.

Επ. Ιερ. 1,27            Τας δε προσφερομένας εις αυτά θυσίας οι ιερείς τας πωλούν και τας εκμεταλλεύονται προς ίδιον όφελος. Επίσης και αι γυναίκες των ιερέων αλατίζουν τας προσφερομένας θυσίας, δια να τας κρατήσουν δια τον εαυτόν των, και δεν δίδουν τίποτε από αυτάς ούτε στον πτωχόν, ούτε στον αδύνατον.

Επ. Ιερ. 1,28      τῶν θυσιῶν αὐτῶν ἀποκαθημένη καὶ λεχὼ ἅπτονται. γνόντες οὖν ἀπὸ τούτων ὅτι οὐκ εἰσὶ θεοί, μὴ φοβηθῆτε αὐτούς. -

Επ. Ιερ. 1,28            Τας προς τα είδωλα προσφερομένας θυσίας εγγίζουν η εμμηνορροούσα γυναίκα και η λεχώνα, χωρίς αυτά να διαμαρτύρωνται δια τον μολυσμόν. Από αυτά, λοιπόν, ημπορείτε να γνωρίσετε και να κατανοήσετε, ότι τα είδωλα δεν είναι θεοί. Μη λοιπόν τα φοβηθήτε.

Επ. Ιερ. 1,29      Πόθεν γὰρ κληθείησαν θεοί; ὅτι γυναῖκες παραιτιθέασι θεοῖς ἀργυροῖς καὶ χρυσοῖς καὶ ξυλίνοις·

Επ. Ιερ. 1,29            Πως, λοιπόν, είναι δυνατόν να αποκληθούν και αναγνωρισθούν αυτοί θεοί; Γυναίκες είναι, που ετοιμάζουν και παραθέτουν προσφοράς στους αργυρούς, τους χρυσούς και ξυλίνους αυτούς θεούς.

Επ. Ιερ. 1,30      καὶ ἐν τοῖς οἴκοις αὐτῶν οἱ ἱερεῖς διφρεύουσιν, ἔχοντες τοὺς χιτῶνας διεῤῥωγότας καὶ τὰς κεφαλὰς καὶ τοὺς πώγωνας ἐξυρημένους, ὧν αἱ κεφαλαὶ ἀκάλυπτοί εἰσιν,

Επ. Ιερ. 1,30            Εις τους ναούς των ειδωλικών αυτών θεών οι ιερείς κάθονται αναπαυτικά, εις πολυθρόνας, με σχισμένους τους χιτώνας των, με ξυρισμένας τας κεφαλάς και τους πώγωνας· και αι κεφαλαί των μένουν ακάλυπτοι, πράγμα ασεβές.

Επ. Ιερ. 1,31      ὠρύονται δὲ βοῶντες ἐναντίον τῶν θεῶν αὐτῶν ὥσπερ τινὲς ἐν περιδείπνῳ νεκροῦ.

Επ. Ιερ. 1,31             Ωρυονται εμπρός στους ειδωλικούς αυτούς θεούς μεγαλοφώνως, όπως κάνουν οι συνδαιτυμόνες εις ένα δείπνον δια προσφιλή νεκρόν.

Επ. Ιερ. 1,32      ἀπὸ τοῦ ἱματισμοῦ αὐτῶν ἀφελόμενοι οἱ ἱερεῖς ἐνδύσουσι τὰς γυναῖκας αὐτῶν καὶ τὰ παιδία.

Επ. Ιερ. 1,32            Οι ιερείς αφαιρούν από τον ιματισμόν των θεών και ενδύουν τας γυναίκας και τα παιδιά των.

Επ. Ιερ. 1,33      οὔτε ἐὰν κακὸν πάθωσιν ὑπό τινος οὔτε ἐὰν ἀγαθόν, δυνήσονται ἀνταποδοῦναι· οὔτε καταστῆσαι βασιλέα δύνανται οὔτε ἀφελέσθαι.

Επ. Ιερ. 1,33             Αψυχοι καθώς είναι οι θεοί αυτοί ούτε αν πάθουν κακόν από κάποιον, ούτε εάν τιμηθούν από άλλον ημπορούν να ανταποδώσουν. Δεν έχουν την δύναμιν ούτε να εγκαταστήσουν βασιλέα, ούτε και να τον εκθρονίσουν.

Επ. Ιερ. 1,34      ὡσαύτως οὔτε πλοῦτον οὔτε χαλκὸν οὐ μὴ δύνωνται διδόναι· ἐάν τις εὐχὴν αὐτοῖς εὐξάμενος μὴ ἀποδῷ, οὐ μὴ ἐπιζητήσωσιν.

Επ. Ιερ. 1,34            Επίσης δεν ημπορον ούτε πλούτον να δώσουν, ούτε καν όλίγον χαλκόν. Εάν κανείς κάμη προς αυτούς κάποιο τάμα και δεν το εκπληρώση, δεν θα το ζητήσουν αυτοί.

Επ. Ιερ. 1,35      ἐκ θανάτου ἄνθρωπον οὐ μὴ ῥύσωνται οὔτε ἥττονα ἀπὸ ἰσχυροῦ μὴ ἐξέλωνται.

Επ. Ιερ. 1,35             Δεν ημπορούν να διασώσουν άνθρωπον από τον θάνατον, ούτε να γλυτώσουν τον αδύνατον από τα χέρια του ισχυρού.

Επ. Ιερ. 1,36      ἄνθρωπον τυφλὸν εἰς ὅρασιν οὐ μὴ περιστήσωσιν, ἐν ἀνάγκῃ ἄνθρωπον ὄντα οὐ μὴ ἐξέλωνται.

Επ. Ιερ. 1,36            Δεν ημπορούν να αποκαταστήσουν την δράσιν εις άνθρωπον τυφλόν. Δεν ημπορούν να γλυτώσουν άνθρωπον ευρισκόμενον εις ανάγκην.

Επ. Ιερ. 1,37      χήραν οὐ μὴ ἐλεήσωσιν οὔτε ὀρφανὸν εὖ ποιήσωσι.

Επ. Ιερ. 1,37             Την χήραν δεν είναι εις θέσιν να την ελεήσουν, ούτε στο ορφανόν να κάμουν κάτι καλόν.

Επ. Ιερ. 1,38      τοῖς ἀπὸ τοῦ ὄρους λίθοις ὡμοιωμένοι εἰσὶ τὰ ξύλινα καὶ τὰ περίχρυσα καὶ τὰ περιάργυρα, οἱ δὲ θεραπεύοντες αὐτὰ καταισχυνθήσονται.

Επ. Ιερ. 1,38            Ομοια με τους αποσπασθέντας από του όρους λίθους είναι τα ξύλινα αγάλματα, τα σκεπασμένα από χρυσόν και άργυρον. Και αυτοί, που τα υπηρετούν και προσφέρουν θυσίας, εντρέπονται δια λογαριασμόν των.

Επ. Ιερ. 1,39      πῶς οὖν νομιστέον ἢ κλητέον ὑπάρχειν αὐτοὺς θεούς;

Επ. Ιερ. 1,39            Πως λοιπόν είναι δυνατόν να σκεφθή κανείς, πολύ δε περισσότερον και να είπη, ότι αυτοί είναι θεοί;

Επ. Ιερ. 1,40      ἔτι δὲ καὶ αὐτῶν τῶν Χαλδαίων ἀτιμαζόντων αὐτά, οἵ, ὅταν ἴδωσιν ἐνεὸν μὴ δυνάμενον λαλῆσαι, προσενεγκάμενοι τὸν Βῆλον ἀξιοῦσι φωνῆσαι, ὡς δυνατοῦ ὄντος αὐτοῦ αἰσθέσθαι,

Επ. Ιερ. 1,40            Και αυτοί ακόμη οι Χαλδαίοι καταφρονούν τα ειδωλικά αυτά αγάλματα, όταν άλαλον, που δεν ημπορεί να ομιλήση, τον οδηγούν στον Βήλον παρακαλούντες και αξιούντες από αυτόν να δώση φωνήν στον άλαλον, διότι, τάχα, είναι ικανός να αισθανθή και να ακούση την δέησίν των!

Επ. Ιερ. 1,41      καὶ οὐ δύνανται αὐτοὶ νοήσαντες καταλιπεῖν αὐτά, αἴσθησιν γὰρ οὐκ ἔχουσιν.

Επ. Ιερ. 1,41             Και παρ' όλον τούτο, αυτοί δεν είναι εις θέσιν να λογικευθούν, ώστε να εγκαταλείψουν τα είδωλα. Τοσον πολύ τους λείπει η ορθοφροσύνη και η σύνεσις!

Επ. Ιερ. 1,42      αἱ δὲ γυναῖκες περιθέμεναι σχοινία ἐν ταῖς ὁδοῖς ἐγκάθηνται θυμιῶσαι τὰ πίτυρα·

Επ. Ιερ. 1,42            Αι ιερόδουλοι γυναίκες τυλίγονται με σχοινία, κάθονται στους δρόμους και καίουν στους θεούς των αντί θυμιάματος πίτουρα.

Επ. Ιερ. 1,43      ὅταν δέ τις αὐτῶν ἐφελκυσθεῖσα ὑπό τινος τῶν παραπορευομένων κοιμηθῇ, τὴν πλησίον ὀνειδίζει, ὅτι οὐκ ἠξίωται ὥσπερ καὶ αὐτὴ οὔτε τὸ σχοινίον αὐτῆς διεῤῥάγη.

Επ. Ιερ. 1,43            Οταν δε κάποια γυναίκα από αυτάς ελκυσθή από κανένα διαβάτην και κοιμηθή μαζή του, ειρωνεύεται και περιπαίζει την πλησίον αυτής, διότι δεν ηξιώθη της τιμής, που η ιδία ηξιώθη, και έτσι το σχοινίον της δεν έσπασε!

Επ. Ιερ. 1,44      πάντα τὰ γενόμενα ἐν αὐτοῖς ἐστι ψευδῆ· πῶς οὖν νομιστέον ἢ κλητέον ὡς θεοὺς αὐτοὺς ὑπάρχειν;

Επ. Ιερ. 1,44            Ολα όσα γίνονται εις τα είδωλα και στους ειδωλικούς ναούς είναι ψεύδος και απάτη. Πως λοιπόν είναι δυνατόν να σκεφθή κανείς, πολύ δε περισσότερον πως είναι δυνατόν να αποκαλέση τα άψυχα αυτά είδωλα, ως θεούς πραγματικούς και υπαρκτούς;

Επ. Ιερ. 1,45      ὐπὸ τεκτόνων καὶ χρυσοχόων κατεσκευασμένα εἰσίν· οὐδὲν ἄλλο μὴ γένωνται ἢ ὃ βούλονται οἱ τεχνῖται αὐτὰ γενέσθαι.

Επ. Ιερ. 1,45            Κατασκευάζονται από γλύπτας και χρυσοχόους και τίποτε άλλο αυτά δεν ημπορούν να γίνουν, ειμή μόνον εκείνο το οποίον θέλουν οι τεχνίται.

Επ. Ιερ. 1,46      αὐτοί τε οἱ κατασκευάζοντες αὐτὰ οὐ μὴ γένωνται πολυχρόνιοι·

Επ. Ιερ. 1,46            Και αυτοί οι τεχνίται, που τα κατασκευάζουν, δεν θα μείνουν βέβαια πολυχρόνιοι.

Επ. Ιερ. 1,47      πῶς τε δὴ μέλλει τὰ ὑπ᾿ αὐτῶν κατασκευασθέντα εἶναι θεοί; κατέλιπον γὰρ ψεύδη καὶ ὄνειδος τοῖς ἐπιγινομένοις.

Επ. Ιερ. 1,47            Και λοιπόν, πως είναι δυνατόν τα κατασκευασθέντα από αυτούς να είναι θεοί; Οι τεχνίται αυτοί δεν αφήκαν στους επιγενεστέρους των παρά ψεύτικα πράγματα και καταισχύνην.

Επ. Ιερ. 1,48      ὅταν γὰρ ἐπέλθῃ ἐπ᾿ αὐτὰ πόλεμος καὶ κακά, βουλεύονται πρὸς ἑαυτοὺς οἱ ἱερεῖς ποῦ συναποκρυβῶσι μετ᾿ αὐτῶν.

Επ. Ιερ. 1,48            Οταν εκραγή πόλεμος και επέλθη εναντίον των και έλθουν συμφοραί, οι ιερείς συσκέπτονται μεταξύ των, που θα κρυβούν μαζή με αυτούς τους θεούς των.

Επ. Ιερ. 1,49      πῶς οὖν οὐκ ἔστιν αἰσθέσθαι ὅτι οὐκ εἰσὶ θεοί, οἳ οὔτε σῴζουσιν ἑαυτοὺς ἐκ πολέμου οὔτε ἐκ κακῶν;

Επ. Ιερ. 1,49            Πως λοιπόν είναι δυνατόν, να μη αντιληφθή κανείς, ότι δεν είναι θεοί αυτοί, οι οποίοι ούτε τον εαυτόν τους είναι δυνατόν να σώσουν από τον πόλεμον και τας συμφοράς;

Επ. Ιερ. 1,50      ὑπάρχοντα γὰρ ξύλινα καὶ περίχρυσα καὶ περιάργυρα γνωσθήσεται μετὰ ταῦτα, ὅτι ἐστὶ ψευδῆ· τοῖς ἔθνεσι πᾶσι τοῖς τε βασιλεῦσι φανερὸν ἔσται, ὅτι οὐκ εἰσὶ θεοί, ἀλλὰ ἔργα χειρῶν ἀνθρώπων, καὶ οὐδὲν Θεοῦ ἔργον ἐν αὐτοῖς ἐστι.

Επ. Ιερ. 1,50            Εκ των υστέρων, βέβαια, θα κατανοηθή, ότι τα ξύλινα αυτά κατασκευάσματα, τα περιβεβλημένα χρυσόν και άργυρον, είναι ψεύτικα. Εις όλα τα έθνη και στους βασιλείς είναι φανερόν, ότι αυτά δεν είναι θεοί, αλλά έργα χειρών ανθρώπων. Και κανένα έργον θεού δεν γίνεται από αυτά.

Επ. Ιερ. 1,51      τίνι οὖν γνωστέον ἐστίν, ὅτι οὐκ εἰσὶ θεοί;

Επ. Ιερ. 1,51             Υπάρχει, τάχα, κανείς, που έχει ανάγκην να μάθη, ότι αυτά δεν είναι θεοί;

Επ. Ιερ. 1,52      βασιλέα γὰρ χώρας οὐ μὴ ἀναστήσωσιν οὔτε ὑετὸν ἀνθρώποις οὐ μὴ δῶσι,

Επ. Ιερ. 1,52            Βασιλέα κάποιας χώρας δεν ημπορούν να ενθρονίσουν, ούτε βροχήν είναι, εις θέσιν να δώσουν στους ανθρώπους.

Επ. Ιερ. 1,53      κρίσιν τε οὐ μὴ διακρίνωσιν αὐτῶν, οὐδὲ μὴ ῥύσωνται ἀδικούμενον ἀδύνατοι ὄντες· ὥσπερ γὰρ κορῶναι ἀναμέσον τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς.

Επ. Ιερ. 1,53             Δεν ημπορούν να δικάσουν ούτε τας ιδικάς των υποθέσεις. Αδύνατοι, καθώς είναι, δεν ημπορούν να γλυτώσουν ένα αδικούμενον άνθρωπον. Είναι όμοιοι με τας κουρούνας, α οποίαι πετούν μεταξύ ουρανού και γης.

Επ. Ιερ. 1,54      καὶ γὰρ ὅταν ἐμπέσῃ εἰς οἰκίαν θεῶν ξυλίων ἢ περιχεύσων ἢ περιαργύρων πῦρ, οἱ μὲν ἱερεῖς αὐτῶν φεύξονται καὶ διασωθήσονται, αὐτοὶ δὲ ὥσπερ δοκοὶ μέσοι κατακαυθήσονται.

Επ. Ιερ. 1,54            Οταν δε πέση πυρ και ανάψη πυρκαϊά στον ναόν των ξυλίνων αυτών η επιχρυσωμένων η επαργυρωμένων ειδωλικών θεών, οι μεν ιερείς θα τραπούν εις φυγήν και θα διασωθούν, οι θεοί των όμως θα καούν, όπως και οι ξύλινοι δοκοί, που υπάρχουν μέσα στον ναόν.

Επ. Ιερ. 1,55      βασιλεῖ δὲ καὶ πολεμίοις οὐ μὴ ἀντιστῶσι.

Επ. Ιερ. 1,55             Ούτε εις βασιλείς, ούτε και εις εχθρούς ανθίστανται.

Επ. Ιερ. 1,56      πῶς οὖν ἐκδεκτέον ἢ νομιστέον ὅτι εἰσὶ θεοί; οὔτε ἀπὸ κλεπτῶν οὔτε ἀπὸ λῃστῶν οὐ μὴ διασωθῶσι θεοὶ ξύλινοι καὶ περιάργυροι καὶ περίχρυσοι,

Επ. Ιερ. 1,56            Πως, λοιπόν, είναι δυνατόν να δεχθή κανείς η να νομίση ότι αυτοί είναι θεοί; Ούτε από κλέπτας ούτε από ληστάς είναι δυνατόν να διασωθούν αυτοί οι ξύλινοι θεοί, οι περιάργυροι και οι περίχρυσοι.

Επ. Ιερ. 1,57      ὧν οἱ ἰσχύοντες περιελοῦνται τὸ χρυσίον καὶ τὸ ἀργύριον, καὶ τὸν ἱματισμὸν τὸν περικείμενον αὐτοῖς ἀπελεύσονται ἔχοντες, οὔτε ἑαυτοῖς οὐ μὴ βοηθήσωσιν·

Επ. Ιερ. 1,57             Οι ισχυροί άνθρωποι ημπορούν να αφαιρέσουν τον χρυσόν και τον άργυρον και τα ιμάτια, που περιβάλλουν τους θεούς αυτούς, να τα παραλάβουν και να απέλθουν. Και οι θεοί δεν είναι εις θέσιν να βοηθήσουν τον εαυτόν των.

Επ. Ιερ. 1,58      ὥστε κρεῖσσον εἶναι βασιλέα ἐπιδεικνύμενον τὴν ἑαυτοῦ ἀνδρείαν ἢ σκεῦος ἐν οἰκίᾳ χρήσιμον, ἐφ᾿ ᾧ χρήσεται ὁ κεκτημένος, ἢ οἱ ψευδεῖς θεοί· ἢ καὶ θύρα ἐν οἰκίᾳ διασῴζουσα τὰ ἐν αὐτῇ ὄντα ἢ ψευδεῖς θεοί· καὶ ξύλινος στύλος ἐν βασιλείοις ἢ οἱ ψευδεῖς θεοί.

Επ. Ιερ. 1,58            Ωστε είναι προτιμότερος και αξιώτερος ένας βασιλεύς, που επιδεικνύει την δύναμίν του, η ένα σκεύος οικιακής χρήσεως, το οποίον ο ιδιοκτήτης χρησιμοποιεί όπου πρέπει, παρά οι ψευδείς θεοί. Καλύτερα είναι μία θύρα εις την οικίαν, η οποία, όταν κλεισθή, περιφρουρεί όσα υπάρχουν εις την οικίαν, παρά οι ψευδείς θεοί. Και ένας ξύλινος στύλος εις τα βασιλικά ανάκτορα είναι προτιμότερος από τους ψευδείς αυτούς θεούς.

Επ. Ιερ. 1,59      ἥλιος μὲν γὰρ καὶ σελήνη καὶ ἄστρα ὄντα λαμπρὰ καὶ ἀποστελλόμενα ἐπὶ χρείας εὐήκοά εἰσιν·

Επ. Ιερ. 1,59            Ο ήλιος, η σελήνη και τα άστρα, που λάμπουν στον ουρανόν και αποστέλλονται δια την εξυπηρέτησιν των ανθρώπων, υπακούουν στον θεόν, τον δημιουργόν των.

Επ. Ιερ. 1,60      ὡσαύτως καὶ ἀστραπή, ὅταν ἐπιφανῇ, εὔοπτός ἐστι, τὸ δ᾿ αὐτὸ καὶ πνεῦμα ἐν πάσῃ χώρᾳ πνεῖ.

Επ. Ιερ. 1,60            Επίσης και η αστραπή, όταν εμφανισθή στον ουρανόν, είναι ωραία να την βλέπη κανείς. Το ίδιο και ο αήρ, ο οποίος πνέει εις όλας τας χώρας.

Επ. Ιερ. 1,61      καὶ νεφέλαις ὅταν ἐπιταγῇ ὑπὸ τοῦ Θεοῦ ἐπιπορεύεσθαι ἐφ᾿ ὅλην τὴν οἰκουμένην, συντελοῦσι τὸ ταχθέν· τό τε πῦρ ἐξαποσταλὲν ἄνωθεν ἐξαναλῶσαι ὄρη καὶ δρυμούς, ποιεῖ τὸ συνταχθέν.

Επ. Ιερ. 1,61             Και τα νέφη, όταν κατά διαταγήν του θεού πορεύωνται επάνω εις όλην την οικουμένην, εκτελούν την ανατεθείσαν εις αυτά εντολήν και υπηρεσίαν. Και το πυρ, όταν αποστέλλεται άνωθεν από τον θεόν, δια να καταστρέψη όρη και δάση, εκτελεί την διαταγήν, που έλαβε.

Επ. Ιερ. 1,62      ταῦτα δὲ οὔτε ταῖς ἰδέαις οὔτε ταῖς δυνάμεσιν αὐτῶν ἀφωμοιωμένα ἐστίν.

Επ. Ιερ. 1,62            Τα είδωλα όμως κατ' ουδένα τρόπον είναι όμοια προς αυτά, ούτε από απόψεως εμφανίσεως, ούτε και ως προς την δύναμιν.

Επ. Ιερ. 1,63      ὅθεν οὔτε νομιστέον οὔτε κλητέον ὑπάρχειν αὐτοὺς θεούς, οὐ δυνατῶν ὄντων αὐτῶν οὔτε κρίσιν κρῖναι οὔτε εὖ ποιῆσαι ἀνθρώποις.

Επ. Ιερ. 1,63            Επομένως δεν πρέπει ποτέ κανείς ούτε να πιστεύση, ούτε να καλέση αυτά θεούς αληθινούς και υπαρκτούς, έφ' όσον δεν είναι εις θέσιν ούτε να δικάσουν κάποιον ούτε να ευεργετήσουν τους ανθρώπους.

Επ. Ιερ. 1,64      γνόντες οὖν ὅτι οὐκ εἰσὶ θεοί, μὴ φοβηθῆτε αὐτούς·

Επ. Ιερ. 1,64            Αφού λοιπόν γνωρίσετε καλά και κατανοήσετε, ότι δεν είναι αυτά θεοί, μη τα φοβηθήτε.

Επ. Ιερ. 1,65      οὔτε γὰρ βασιλεῦσιν οὐ μὴ καταράσωνται οὔτε μὴ εὐλογήσωσι.

Επ. Ιερ. 1,65            Διότι ούτε τους βασιλείς ημπορούν να καταρασθούν ούτε και να τους ευλογήσουν.

Επ. Ιερ. 1,66      σημεῖά τε ἐν ἔθνεσιν ἐν οὐρανῷ οὐ μὴ δείξωσιν, οὐδὲ ὡς ὁ ἥλιος λάμψουσιν οὐδὲ φωτιοῦσιν ὡς ἡ σελήνη.

Επ. Ιερ. 1,66            Υπερφυσικά σημεία και θαύματα δεν ημπορούν να δείξουν, ούτε εις τα έθνη, ούτε στον ουρανόν. Δεν ημπορούν να λάμψουν ούτε ως ο ήλιος, ούτε και να φωτίσουν όπως η σελήνη.

Επ. Ιερ. 1,67      τὰ θηρία ἐστὶκρείττῳ αὐτῶν, ἃ δύνανται ἐκφυγόντα εἰς σκέπην ἑαυτὰ ὠφελῆσαι.

Επ. Ιερ. 1,67            Τα θηρία είναι καλύτερα από αυτά, διότι όταν ευρεθούν εις κίνδυνον ημπορούν να καταφύγουν εις κάποιο καταφύγιον και επομένως να ωφελήσουν τον εαυτόν των.

Επ. Ιερ. 1,68      κατ᾿ οὐδένα οὖν τρόπον ἡμῖν ἐστι φανερὸν ὅτι εἰσὶ θεοί. διὸ μὴ φοβηθῆτε αὐτούς·

Επ. Ιερ. 1,68            Κατ' ουδένα, λοιπόν, τρόπον είναι εις ημάς φανερόν και πειστικόν, ότι αυτά τα είδωλα είναι θεοί. Δια τούτο μη τα φοφηθήτε.

Επ. Ιερ. 1,69      ὥσπερ γὰρ ἐν σικυηράτῳ προβασκάνιον οὐδὲν φυλάσσον, οὕτως οἱ θεοὶ αὐτῶν εἰσὶ ξύλινοι καὶ περίχρυσοι καὶ περιάργυροι.

Επ. Ιερ. 1,69            Οπως δε ένα σκιάχτρον κατά των πτηνών εις αγρόν αγγουριών τίποτε δεν προφυλάσσει, έτσι είναι και οι θεοί αυτοί οι ξύλινοι, οι περιχρυσωμένοι και περιαργυρωμένοι.

Επ. Ιερ. 1,70      τὸν αὐτὸν τρόπον καὶ τῇ ἐν κήπῳ ῥάμνῳ, ἐφ᾿ ἧς πᾶν ὄρνεον ἐπικάθηται, ὡσαύτως δὲ καὶ νεκρῷ ἐῤῥιμμένῳ ἐν σκότει ἀφωμοίωνται οἱ θεοὶ αὐτῶν ξύλινοι καὶ περίχρυσοι καὶ περιάργυροι.

Επ. Ιερ. 1,70            Οι ξύλινοι αυτοί θεοί είναι επίσης όμοιοι προς ακανθώδη θάμνον κήπου τινός, επάνω στον οποίον κάθε πτηνόν ημπορεί να καθίση. Αυτοί οι ξύλινοι, οι επίχρυσοι και επάργυροι θεοί είναι επίσης όμοιοι με ένα πτώμα, που έχει ριφθή στο σκότος του τάφου.

Επ. Ιερ. 1,71      ἀπό τε τῆς πορφύρας καὶ τῆς μαρμάρου τῆς ἐπ᾿ αὐτοῖς σηπομένης γνωσθήσονται ὅτι οὐκ εἰσὶ θεοί· αὐτά τε ἐξ ὑστέρου βρωθήσονται, καὶ ἔσται ὄνειδος ἐν τῇ χώρᾳ.

Επ. Ιερ. 1,71             Είναι δυνατόν να γνωρίση και κατανοήση κανείς, ότι αυτά τα είδωλα δεν είναι αληθινοί θεοί, από την περιβολήν των, από την πορφύραν και από το λευκόν ως μάρμαρον ένδυμά των, τα οποία σήπονται και φθείρονται. Και τα ίδια αυτά τα είδωλα δραδύτερον θα φθαρούν και θα είναι εντροπή και εξευτελισμός εις την χώραν, όπου λατρεύονται.

Επ. Ιερ. 1,72      κρεῖσσον οὖν ἄνθρωπος δίκαιος οὐκ ἔχων εἴδωλα, ἔσται γὰρ μακρὰν ἀπὸ ὀνειδισμοῦ.

Επ. Ιερ. 1,72            Το συμπέρασμα, λοιπόν, είναι, ότι α-ξιώτερος και καλύτερος είναι ο άνθρωπος, που είναι δίκαιος και δεν έχει είδωλα. Αυτός θα αποφύγη κάθε εξευτελισμόν.