ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ

 

ΔΑΝΙΗΛ- ΚΕΦ. 7-12

 

 

ΤΑ ΟΡΑΜΑΤΑ ΤΟΥ ΔΑΝΙΗΛ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7- ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΟΡΑΜΑ ΤΟΥ ΔΑΝΙΗΛ:  

ΤΑ ΚΟΣΜΙΚΑ ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

                           Το πρώτο όραμα του Δανιήλ- τα κοσμικά βασίλεια και το βασίλειο του Θεού

Δαν. 7,1            Ἐν ἔτει πρώτῳ Βαλτάσαρ βασιλέως Χαλδαίων Δανιὴλ ἐνύπνιον εἶδε, καὶ αἱ ὁράσεις τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ ἐπὶ τῆς κοίτης αὐτοῦ, καὶ τὸ ἐνύπνιον αὐτοῦ ἔγραψεν·

Δαν. 7,1                     Κατά το πρώτον έτος της βασιλείας του Βαλτάσαρ, βασιλέως των Χολδαίων, ο Δανιήλ είδεν ενύπνιον, θεία οράματα εις την διάνοιάν του, καθώς εκοιμάτο επάνω εις την κλίνην του. Αυτό δε το ενύπιόν του το έγραψεν·

Δαν. 7,2            ἐγὼ Δανιὴλ ἐθεώρουν ἐν ὁράματί μου τῆς νυκτὸς καὶ ἰδοὺ οἱ τέσσαρες ἄνεμοι τοῦ οὐρανοῦ προσέβαλον εἰς τὴν θάλασσαν τὴν μεγάλην.

Δαν. 7,2                    “Εγώ, ο Δανιήλ, είδον κατά την νύκτα ένα όραμα· και ιδού τέσσαρες άνεμοι από τον ουρανόν προσέβαλαν και ανετάραξαν την θάλασσαν την μεγάλην, την Μεσόγειον.

Δαν. 7,3            καὶ τέσσαρα θηρία μεγάλα ἀνέβαινον ἐκ τῆς θαλάσσης διαφέροντα ἀλλήλων.

Δαν. 7,3                     Τέσσαρα δε μεγάλα θηρία, διαφορετικά το ένα από το άλλο, εξήρχοντο από την θάλασσαν.

Δαν. 7,4            τὸ πρῶτον ὡσεὶ λέαινα, καὶ πτερὰ αὐτῇ ὡσεὶ ἀετοῦ· ἐθεώρουν ἕως οὗ ἐξετίλη τὰ πτερὰ αὐτῆς, καὶ ἐξῄρθη ἀπὸ τῆς γῆς καὶ ἐπὶ ποδῶν ἀνθρώπου ἐστάθη, καὶ καρδία ἀνθρώπου ἐδόθη αὐτῇ.

Δαν. 7,4                    Το πρώτον ωμοίαζε με λέαιναν, είχε δε πτερά όμοια προς τα πτερά του αετού. Παρατηρούσα με προσοχήν, έως ότου εμαδήθησαν τα πτερά της λεαίνης. Αυτή εσηκώθη ορθία εις την γην και εστάθη επί τους πόδας της ως άνθρωπος. Εδόθη δε εις αυτήν καρδία ανθρώπου.

Δαν. 7,5            καὶ ἰδοὺ θηρίον δεύτερον ὅμοιον ἄρκῳ, καὶ εἰς μέρος ἓν ἐστάθη, καὶ τρεῖς πλευραὶ ἐν τῷ στόματι αὐτῆς ἀναμέσον τῶν ὀδόντων αὐτῆς, καὶ οὕτως ἔλεγον αὐτῇ· ἀνάστηθι, φάγε σάρκας πολλάς.

Δαν. 7,5                     Και ιδού, ενεφανίσθη κατόπιν δεύτερον θηρίον, το οποίον ωμοίαζε με άρκτον. Εστάθη προς το ένα μέρος, στο στόμα της, ανάμεσα από τα δόντια της υπήρχον τρεις πλευραί με κρέας. Ηκούσθη δε μία φωνή, η οποία έλεγε προς αυτήν· Σηκω και φάγε πολλάς σάρκας.

Δαν. 7,6            ὀπίσω τούτου ἐθεώρουν καὶ ἰδοὺ θηρίον ἕτερον ὡσεὶ πάρδαλις, καὶ αὐτῇ πτερὰ τέσσαρα πετεινοῦ ὑπεράνω αὐτῆς, καὶ τέσσαρες κεφαλαὶ τῷ θηρίῳ, καὶ ἐξουσία ἐδόθη αὐτῇ.

Δαν. 7,6                    Αμέσως πίσω από αυτό έβλεπα, ότι ήρχετο άλλο θηρίον, το οποίον ωμοίαζε με πάρδαλιν. Εις αυτό και στο επάνω μέρος του σώματός του υπήρχον τέσσαρες πτέρυγες πτηνού. Εις το θηρίον αυτό επίσης υπήρχον τέσσαρες κεφαλαί. Μεγάλη δε εξουσία του εδόθη.

Δαν. 7,7            ὀπίσω τούτου ἐθεώρουν καὶ ἰδοὺ θηρίον τέταρτον φοβερὸν καὶ ἔκθαμβον καὶ ἰσχυρὸν περισσῶς, καὶ οἱ ὀδόντες αὐτοῦ σιδηροῖ μεγάλοι, ἐσθίον καὶ λεπτῦνον καὶ τὰ ἐπίλοιπα τοῖς ποσὶν αὐτοῦ συνεπάτει, καὶ αὐτὸ διάφορον περισσῶς παρὰ πάντα τὰ θηρία τὰ ἔμπροσθεν αὐτοῦ, καὶ κέρατα δέκα αὐτῷ.

Δαν. 7,7                     Πισω από το θηρίον αυτό είδα να έρχεται αμέσως ένα άλλο τέταρτον φοβερόν θηρίον εμπνέον κατάπληξιν και τρόμον, πάρα πολύ δε ισχυρόν. Τα δόντια του ήσαν μεγάλα και σιδερένια. Συνέτριβε και κατέτρωγε κατά την όρεξιν αυτού, τα δε υπόλοιπα καταπατούσε με τα πόδια του. Το θηρίον αυτό ήτό κατά πολύ διαφορετικόν από τα άλλα θηρία, που είχαν προηγηθή. Εφερε δε δέκα κέρατα.

Δαν. 7,8            προσενόουν τοῖς κέρασιν αὐτοῦ, καὶ ἰδοὺ κέρας ἕτερον μικρὸν ἀνέβη ἐν μέσῳ αὐτῶν, καὶ τρία κέρατα τῶν ἔμπροσθεν αὐτοῦ ἐξεῤῥιζώθη ἀπὸ προσώπου αὐτοῦ, καὶ ἰδοὺ ὀφθαλμοὶ ὡσεὶ ὀφθαλμοὶ ἀνθρώπου ἐν τῷ κέρατι τούτῳ καὶ στόμα λαλοῦν μεγάλα.

Δαν. 7,8                    Παρετήρησα με προσοχήν τα κέρατά του και είδα και ιδού, ένα μικρόν κέρατον εφύτρωσεν ανάμεσα από τα άλλα. Τρία δε από τα δέκα προηγούμενα κέρατα εξερριζώθησαν, αμέσως μόλις ενεφανίσθη το μικρόν κέρας. Εις το μικρόν αυτό κέρας υπήρχον οφθαλμοί όμοιοι με ανθρωπίνους οφθαλμούς και στόμα, το οποίον εμεγαλαυχούσε και αλαζονεύετο.

Δαν. 7,9            ἐθεώρουν ἕως ὅτου οἱ θρόνοι ἐτέθησαν, καὶ παλαιὸς ἡμερῶν ἐκάθητο, καὶ τὸ ἔνδυμα αὐτοῦ λευκὸν ὡσεὶ χιών, καὶ ἡ θρὶξ τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ ὡσεὶ ἔριον καθαρόν, ὁ θρόνος αὐτοῦ φλὸξ πυρός, οἱ τροχοὶ αὐτοῦ πῦρ φλέγον·

Δαν. 7,9                    Παρετήρουν με προσοχήν και έβλεπα, μέχρις ότου ετέθησαν θρόνοι και ο παλαιός των ημέρων, ο προαιώνιος Θεός και πατήρ, εκάθισεν στον θρόνον. Το ένδυμά του ήτο λευκόν ωσάν το χιόνι και αι τρίχες της κεφαλής του λευκαί ωσάν το καθαρόν ολόλευκον έριον. Ο θρόνος αυτού ήτο φλόγα πυρός και οι τροχοί του θρόνου του ήσαν πυρ, που εξέπεμπε φλόγας.

Δαν. 7,10           ποταμὸς πυρὸς εἷλκεν ἔμπροσθεν αὐτοῦ· χίλιαι χιλιάδες ἐλειτούργουν αὐτῷ, καὶ μύριαι μυριάδες παρειστήκεισαν αὐτῷ· κριτήριον ἐκάθισε, καὶ βίβλοι ἠνεῴχθησαν.

Δαν. 7,10                   Πυρινος ποταμός έτρεχεν έμπροσθέν του. Χιλιαι χιλιάδες αγγέλων τον υπηρετούσαν και μύριαι μυριάδες αγγέλων ίσταντο πλησίον του. Κριτήριον εστήθη και τα βιβλία ηνοίχθησαν.

Δαν. 7,11           ἐθεώρουν τότε ἀπὸ φωνῆς τῶν λόγων τῶν μεγάλων, ὧν τὸ κέρας ἐκεῖνο ἐλάλει, ἕως οὗ ἀνῃρέθη τὸ θηρίον καὶ ἀπώλετο, καὶ τὸ σῶμα αὐτοῦ ἐδόθη εἰς καῦσιν πυρός.

Δαν. 7,11                   Εστράφην τότε εκεί, όπου ηκούετο μία φωνή των μεγάλων λόγων, του οποίους εξεστόμιζε το μικρόν εκείνο κέρατον, μέχρις ότου εφονεύθη το θηρίον και εξηφανίσθη και το σώμα του πάρεδόθη να καή στο πυρ.

Δαν. 7,12           καὶ τῶν λοιπῶν θηρίων μετεστάθη ἡ ἀρχή, καὶ μακρότης ζωῆς ἐδόθη αὐτοῖς ἕως καιροῦ καὶ καιροῦ.

Δαν. 7,12                   Και από το αλλά θηρία αφηρέθη η εξουσία, αλλά εδόθη εις αυτά παράτασις ζωής μέχρις ωρισμένου καιρού.

Δαν. 7,13           ἐθεώρουν ἐν ὁράματι τῆς νυκτὸς καὶ ἰδοὺ μετὰ τῶν νεφελῶν τοῦ οὐρανοῦ ὡς υἱὸς ἀνθρώπου ἐρχόμενος ἦν καὶ ἕως τοῦ παλαιοῦ τῶν ἡμερῶν ἔφθασε καὶ ἐνώπιον αὐτοῦ προσηνέχθη.

Δαν. 7,13                   Εβλεπα μετά προσοχής στο όραμα της νυκτός και ιδού κάποιος, ως υιός ανθρώπου, ήρχετο επ' των νεφελών του ουρανού, έφθασε εμπρός στον παλαιόν των ημερών και ωδηγήθη προς αυτόν υπό των αγγέλων εν δόξη.

Δαν. 7,14           καὶ αὐτῷ ἐδόθη ἡ ἀρχὴ καὶ ἡ τιμὴ καὶ ἡ βασιλεία, καὶ πάντες οἱ λαοί, φυλαί, γλῶσσαι αὐτῷ δουλεύσουσιν· ἡ ἐξουσία αὐτοῦ ἐξουσία αἰώνιος, ἥτις οὐ παρελεύσεται, καὶ ἡ βασιλεία αὐτοῦ οὐ διαφθαρήσεται.-

Δαν. 7,14                   Εις αυτόν εδόθη η εξουσία, η τιμή και η βασιλεία και όλοι οι άνθρωποι λαοί, φυλαί και γλώσσαι θα υπηρετήσουν αυτόν. Η εξουσία του θα είναι εξουσία αιωνία και η βασιλεία αυτού ποτέ δεν θα φθαρή και δεν θα σβήση.

 

                              Η σημασία του πρώτου οράματος

Δαν. 7,15           Ἔφριξε τὸ πνεῦμά μου ἐν τῇ ἕξει μου, ἐγὼ Δανιήλ, καὶ αἱ ὁράσεις τῆς κεφαλῆς μου ἐτάρασσόν με.

Δαν. 7,15                   Εφριξεν εντός μου το πνεύμα μου, εγώ ο Δανιήλ το βεβαιώνω τούτο, και τα οράματα αυτά της κεφαλής μου με συνετάραξαν.

Δαν. 7,16           καὶ προσῆλθον ἑνὶ τῶν ἑστηκότων καὶ τὴν ἀκρίβειαν ἐζήτουν παρ᾿ αὐτοῦ μαθεῖν περὶ πάντων τούτων, καὶ εἶπέ μοι τὴν ἀκρίβειαν καὶ τὴν σύγκρισιν τῶν λόγων ἐγνώρισέ μοι·

Δαν. 7,16                   Επλησίασα τότε ένα από τα παρευρισκόμενα ουράνια πνεύματα και εζητούσα να μάθω την ακριβή σημασίαν όλων αυτών που είδα. Εκείνο δέ μου απήντησε και μου κατέστησε γνωστήν την ακρίβειαν και την ερμηνείαν των πραγμάτων αυτών.

Δαν. 7,17           ταῦτα τὰ θηρία τὰ μεγάλα τὰ τέσσαρα, τέσσαρες βασιλεῖαι ἀναστήσονται ἐπὶ τῆς γῆς,

Δαν. 7,17                   Αυτά τα τέσσαρα μεγάλα θηρία, μου είπε, είναι αι τέσσαρες βασιλείαι, αι οποίαι η μία μετά την άλλην θα εμφανισθούν επί της γης.

Δαν. 7,18           αἳ ἀρθήσονται· καὶ παραλήψονται τὴν βασιλείαν ἅγιοι Ὑψίστου καὶ καθέξουσιν αὐτὴν ἕως αἰῶνος τῶν αἰώνων.

Δαν. 7,18                   Αυταί όμως θα εξαφανισθούν και θα λάβουν την βασιλείαν κατόπιν οι άγιοι του Υψίστου Θεού και θα κρατήσουν αυτήν αιωνίαν και αναφαίρετον.

Δαν. 7,19           καὶ ἐζήτουν ἀκριβῶς περὶ τοῦ θηρίου τοῦ τετάρτου, ὅτι ἦν διαφέρον παρὰ πᾶν θηρίον, φοβερὸν περισσῶς, οἱ ὀδόντες αὐτοῦ σιδηροῖ καὶ ὄνυχες αὐτοῦ χαλκοῖ. ἐσθίον καὶ λεπτῦνον καὶ τὰ ἐπίλοιπα τοῖς ποσὶν αὐτοῦ συνεπάτει·

Δαν. 7,19                   Ιδιαιτέρως τότε εζήτησα ακριβεστέρας πληροφορίας περί του τετάρτου θηρίου, διότι αυτό ήτο πολύ διαφορετικόν από τα άλλα τρία· πάρα πολύ φοβερόν τα δόντια του σιδερένια, τα νύχια του χάλκινα. Κατέτρωγε και συνέτριβε όσα ήθελε, τα δε υπόλοιπα τα καταπατούσε με τα πόδια του.

Δαν. 7,20           καὶ περὶ τῶν κεράτων αὐτοῦ τῶν δέκα τῶν ἐν τῇ κεφαλῇ αὐτοῦ καὶ τοῦ ἑτέρου τοῦ ἀναβάντος καὶ ἐκτινάξαντος τῶν προτέρων τρία, κέρας ἐκεῖνο, ᾧ οἱ ὀφθαλμοὶ καὶ στόμα λαλοῦν μεγάλα καὶ ἡ ὅρασις αὐτοῦ μείζων τῶν λοιπῶν.

Δαν. 7,20                  Εζητούσα πληροφορίας δια τα δέκα κέρατα, που υπήρχον εις την κεφαλήν του, και δια το άλλο κέρας, που εφύτρωσε και το οποίον εξερρίζωσε και επέταξεν στο έδαφος τα προηγούμενα τρία· δια το κέρατον εκείνο, το οποίον είχεν οφθαλμούς και στόμα που μεγολαυχούσε και αλαζονεύετο η δε εμφάνισίς του ήτο μεγαλύτερα κι περισσότερον εντυπωσιακή από την των άλλων κεράτων.

Δαν. 7,21           ἐθεώρουν καὶ τὸ κέρας ἐκεῖνο ἐποίει πόλεμον μετὰ τῶν ἁγίων καὶ ἴσχυσε πρὸς αὐτούς,

Δαν. 7,21                   Εβλεπα μετά προσοχής και είδον, ότι το κέρατον εκείνο έκαμε πόλεμον εναντίον των ανθρώπων του Θεού και τους ενίκησε.

Δαν. 7,22           ἕως οὗ ἦλθεν ὁ παλαιὸς ἡμερῶν καὶ τὸ κρίμα ἔδωκεν ἁγίοις Ὑψίστου, καὶ ὁ καιρὸς ἔφθασε καὶ τὴν βασιλείαν κατέσχον οἱ ἅγιοι.

Δαν. 7,22                  Μέχρις ότου ήλθεν ο παλαιός των ημερών, ο προαιώνιος Θεός, ο οποίος έδωσε την νίκην στους αγίους ανθρώπους του Υψίστου. Και έτσι έφθασεν ο καιρός, κατά τον οποίον οι άγιοι κατέλαβον την βασιλείαν.

Δαν. 7,23           καὶ εἶπε· τὸ θηρίον τὸ τέταρτον, βασιλεία τετάρτη ἔσται ἐν τῇ γῇ, ἥτις ὑπερέξει πάσας τὰς βασιλείας καὶ καταφάγεται πᾶσαν τὴν γῆν καὶ συμπατήσει αὐτὴν καὶ κατακόψει.

Δαν. 7,23                  Μου είπε λοιπόν· Το τέταρτον θηρίον είναι η τετάρτη βασιλεία επάνω εις την γην, η οποία από απόψεως δυνάμεως και αγριότητος θα υπερέχη από τας άλλας βασιλείας. Θα καταφάγη όλην την οικουμένην, θα ποδοπατήση και θα κατακόψη αυτήν.

Δαν. 7,24           καὶ τὰ δέκα κέρατα αὐτοῦ, δέκα βασιλεῖς ἀναστήσονται, καὶ ὀπίσω αὐτῶν ἀναστήσεται ἕτερος, ὃς ὑπεροίσει κακοῖς πάντας τοὺς ἔμπροσθεν, καὶ τρεῖς βασιλεῖς ταπεινώσει·

Δαν. 7,24                  Τα δέκα κέρατα του θηρίου αυτού συμβολίζουν τους δέκα βασιλείς, που θα εμφανισθούν. Κατόπιν από αυτούς θα εμφανισθή ένας άλλος, ο οποίος θα ξεπεράση όλους τους προηγηθέντας εις έργα κακά και ολέθρια, τους δε τρεις βασιλείς θα κτυπήση και θα εξευτελιση.

Δαν. 7,25           καὶ λόγους πρὸς τὸν Ὕψιστον λαλήσει καὶ τοὺς ἁγίους Ὑψίστου παλαιώσει καὶ ὑπονοήσει τοῦ ἀλλοιῶσαι καιροὺς καὶ νόμον. καὶ δοθήσεται ἐν χειρὶ αὐτοῦ ἕως καιροῦ καὶ καιρῶν καὶ ἥμισυ καιροῦ.

Δαν. 7,25                  Αυτός θα εκσφενδονίση λόγους αλαζονικούς και υβριστικούς εναντίον του Υψίστου Θεού. Θα καταδιώξη και θα αχρηστεύση τους αγίους του Υψίστου Θεού. Θα σχεδιάση να αλλάξη τους καιρούς και τον νόμον του Θεού, να δημιουργήση νέαν τάξιν πραγμάτων. Μέχρις ωρισμένου καιρού θα παραχωρηθή εις αυτόν μία τέτοια εξουσία.

Δαν. 7,26           καὶ τὸ κριτήριον καθίσει καὶ τὴν ἀρχὴν μεταστήσουσι τοῦ ἀφανίσαι καὶ τοῦ ἀπολέσαι ἕως τέλους.

Δαν. 7,26                  Κατόπιν όμως το κριτήριον του Θεού θα καθίση και οι άγγελοι του Θεού θα αφαιρέσουν την εξουσίαν του, θα τον εξαφανίσουν και θα τον εξολοθρεύσουν εξ ολοκλήρου.

Δαν. 7,27           καὶ ἡ βασιλεία καὶ ἡ ἐξουσία καὶ ἡ μεγαλωσύνη τῶν βασιλέων τῶν ὑποκάτω παντὸς τοῦ οὐρανοῦ ἐδόθη ἁγίοις Ὑψίστου, καὶ ἡ βασιλεία αὐτοῦ βασιλεία αἰώνιος, καὶ πᾶσαι αἱ ἀρχαὶ αὐτῷ δουλεύσουσι καὶ ὑπακούσονται.

Δαν. 7,27                  Επειτα η βασιλεία και η εξουσία και το μεγαλείον των βασιλέων, όλων όσοι ευρίσκονται κάτω από τον ουρανόν, θα δοθή στους αγίους του Υψιστου Θεού. Η βασιλεία αυτού είναι βασιλεία αιωνία. Ολαι αι αρχαί θα τον υπηρετούν και θα υπακούουν εις αυτόν.

Δαν. 7,28           ἕως ὧδε τὸ πέρας τοῦ λόγου. ἐγὼ Δανιήλ, οἱ διαλογισμοί μου ἐπὶ πολὺ συνετάρασσόν με, καὶ ἡ μορφή μου ἠλλοιώθη ἐπ᾿ ἐμοί, καὶ τὸ ῥῆμα ἐν τῇ καρδίᾳ μου διετήρησα.

Δαν. 7,28                  Εδώ παίρνει πέρας ο λόγος. Εγώ, ο Δανιήλ, επιβεβαιώνω και υπογράφω αυτά. Οι διαλογισμοί μου επί πολύ διάστημα χρόνου με συνετάρασσαν και η όψις του προσώπου μου ήλλαξεν επάνω μου. Αλλά τα αποκαλυπτικά αυτά οράματα και λόγια τα διετήρησα πιστώς μέσα εις την καρδίαν μου”.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8- ΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΟΡΑΜΑ ΤΟΥ ΔΑΝΙΗΛ:

Η ΜΟΝΟΜΑΧΙΑ ΤΩΝ ΚΡΙΑΡΙΩΝ ΚΑΙ ΤΟΥ ΤΡΑΓΟΥ

                            Το δεύτερο όραμα του Δανιήλ- Η μονομαχία των κριαριών και του τράγου.

Δαν. 8,1            Ἐν ἔτει τρίτῳ τῆς βασιλείας Βαλτάσαρ τοῦ βασιλέως ὅρασις ὤφθη πρός με, ἐγὼ Δανιήλ, μετὰ τὴν ὀφθεῖσάν μοι τὴν ἀρχήν.

Δαν. 8,1                     Κατά το τρίτον έτος της βασιλείας του βασιλέως Βαλτάσαρ, παρουσιάσθη εις εμέ τον Δανιήλ ένα όραμα, έπειτα από το όραμα, το οποίον είχα ίδει προηγουμένως.

Δαν. 8,2            καὶ ἤμην ἐν Σούσοις τῇ βάρει, ἥ ἐστιν ἐν χώρᾳ Αἰλὰμ καὶ εἶδον ἐν ὁράματι καὶ ἤμην ἐπὶ τοῦ Οὐβὰλ

Δαν. 8,2                    Ευρισκόμην εις τα Σούσα εις ένα οχυρόν πύργον, που ευρίσκετο εις την χώραν Αιλάμ. Εκεί είδον ένα όραμα. Είδα δηλαδή, ότι ευρισκόμην πλησίον στον ποταμόν Ουβάλ.

Δαν. 8,3            καὶ ᾖρα τοὺς ὀφθαλμούς μου καὶ εἶδον· καὶ ἰδοὺ κριὸς εἷς ἑστηκὼς πρὸ τοῦ Οὐβάλ. καὶ αὐτῷ κέρατα ὑψηλά, καὶ τὸ ἓν ὑψηλότερον τοῦ ἑτέρου, καὶ τὸ ὑψηλὸν ἀνέβαινεν ἐπ᾿ ἐσχάτων.

Δαν. 8,3                    Εσήκωσα τα μάτια μου· και είδα· και ιδού, ένας κριος εστέκετο πλησίον του ποταμού Ουβάλ. Είχε δύο κέρατα υψηλά, το ένα υψηλότερον από το άλλο, αυτό δε και ολοένα εμεγάλωνεν ανερχόμενον.

Δαν. 8,4            καὶ εἶδον τὸν κριὸν κερατίζοντα κατὰ θάλασσαν καὶ βοῤῥᾶν καὶ νότον, καὶ πάντα τὰ θηρία οὐ στήσεται ἐνώπιον αὐτοῦ, καὶ οὐκ ἦν ὁ ἐξαιρούμενος ἐκ χειρὸς αὐτοῦ, καὶ ἐποίησε κατὰ τὸ θέλημα αὐτοῦ καὶ ἐμεγαλύνθη.

Δαν. 8,4                    Είδα, ότι κριος αυτός εκτυπούσε με τα κέρατά του προς δυσμάς, προς βορράν και προς νότον. Κανένα από τα θηρία δεν ήτο δυνατόν να αντισταθή ενώπιόν του, κανείς δεν ημπορούσε να γλυτώση από την δύναμίν του. Εκανε ο,τι ήθελε και έτσι ανεδείχθη ένδοξος και μέγας.

Δαν. 8,5            καὶ ἐγὼ ἤμην συνίων καὶ ἰδοὺ τράγος αἰγῶν ἤρχετο ἀπὸ λιβὸς ἐπὶ πρόσωπον πάσης τῆς γῆς καὶ οὐκ ἦν ἁπτόμενος τῆς γῆς, καὶ τῷ τράγῳ κέρας θεωρητὸν ἀναμέσον τῶν ὀφθαλμῶν αὐτοῦ.

Δαν. 8,5                    Εγώ παρατηρούσα με πολλήν προσοχήν, και ιδού, παρουσιάσθη ένας τράγος αιγών, ο οποίος ήρχετο από τα νοτιοδυτικά και προχωρούσε επάνω εις όλην την γην. Καθώς δε με μεγάλην ταχύτητα έτρεχεν, εφαίνετο ότι δεν ήγγιζε την γην. Είχε δε ανάμεσα στους οφθαλμούς του ένα μεγαλοπρεπές ξιοπαρατήρητον κέρατον.

Δαν. 8,6            καὶ ἦλθεν ἕως τοῦ κριοῦ τοῦ τά κέρατα ἔχοντος, οὗ εἶδον, ἑστῶτος ἐνώπιον τοῦ Οὐβὰλ καὶ ἔδραμε πρὸς αὐτὸν ἐν ὁρμῇ τῆς ἰσχύος αὐτοῦ.

Δαν. 8,6                    Αυτός ήλθε μέχρι του κριου, που είχε τα δέκα κέρατα και τον οποίον κριον είχα ίδει προηγουμένως να ίσταται πλησίον του ποταμού Ουβάλ. Ετρεξεν εναντίον αυτού με όλην την ορμήν της δυνάμεώς του.

Δαν. 8,7            καὶ εἶδον αὐτὸν φθάνοντα ἕως τοῦ κριοῦ, καὶ ἐξηγριάνθη πρὸς αὐτὸν καὶ ἔπαισε τὸν κριὸν καὶ συνέτριψεν ἀμφότερα τὰ κέρατα αὐτοῦ, καὶ οὐκ ἦν ἰσχὺς τῷ κριῷ τοῦ στῆναι ἐνώπιον αὐτοῦ· καὶ ἔῤῥιψεν αὐτὸν ἐπὶ τὴν γῆν καὶ συνεπάτησεν αὐτόν, καὶ οὐκ ἦν ὁ ἐξαιρούμενος τὸν κριὸν ἐκ χειρὸς αὐτοῦ.

Δαν. 8,7                    Τον είδα να φθάνη μέχρι του κριου. Εξηγριώθη μόλις τον αντίκρυσε, εκτύπησε τον κριόν, συνέτριψε και τα δύο αυτού κέρατα και δεν υπήρχε πλέον δύναμις στον κριόν, να αντισταθή εναντίον αυτού. Ο τράγος τον έρριψε κατά γης και τον κατεπάτησε και δεν υπήρχε κανείς, που να έχη την δύναμιν, να τον γλυτώση από αυτόν.

Δαν. 8,8            καὶ ὁ τράγος τῶν αἰγῶν ἐμεγαλύνθη ἕως σφόδρα, καὶ ἐν τῷ ἰσχῦσαι αὐτὸν συνετρίβη τὸ κέρας αὐτοῦ τὸ μέγα, καὶ ἀνέβη ἕτερα κέρατα τέσσαρα ὑποκάτω αὐτοῦ εἰς τοὺς τέσσαρας ἀνέμους τοῦ οὐρανοῦ.

Δαν. 8,8                    Ο τράγος αυτός των αιγών έγινε μέγας και ένδοξος πολύ. Αλλά καθώς έφθασεν εις την μεγάλην υτήν δύναμι και δόξαν, συνετρίβη το ένα το μεγάλο κέρατον αυτού. Τοτε εφύτρωσαν τέσσαρα αλλά κέρατα αντί του ενός, που είχε συντριβή, και είχαν κατεύθυνσιν προς τα τέσσαρα σημεία του ορίζοντος.

Δαν. 8,9            καὶ ἐκ τοῦ ἑνὸς αὐτῶν ἐξῆλθε κέρας ἓν ἰσχυρὸν καὶ ἐμεγαλύνθη περισσῶς πρὸς τὸν νότον καὶ πρὸς τὴν ἀνατολὴν καὶ πρὸς τὴν δύναμιν·

Δαν. 8,9                    'Απο ένα δε εξ αυτών των κεράτων εβγήκε άλλο πολύ ισχυρόν κέρας, το οποίον εμεγάλωσε υπερβολικά με κατεύθυνσιν προς νότον και προς ανατολάς και προς την δύναμιν την μεγάλην.

Δαν. 8,10           καὶ ἐμεγαλύνθη ἕως τῆς δυνάμεως τοῦ οὐρανοῦ, καὶ ἔπεσεν ἐπὶ τὴν γῆν ἀπὸ τῆς δυνάμεως τοῦ οὐρανοῦ καὶ ἀπὸ τῶν ἄστρων, καὶ συνεπάτησαν αὐτά,

Δαν. 8,10                  Υψωθ έως εις τας δυνάμστου ουρανού. Ενα μέρος των δυνάμεων του ουρανού και ένα μέρος των άστρων έπεσαν κάτω και κατεπατήθησαν από τους ανθρώπους του.

Δαν. 8,11           καὶ ἕως οὗ ὁ ἀρχιστράτηγος ῥύσεται τὴν αἰχμαλωσίαν, καὶ δι᾿ αὐτὸν θυσία ἐταράχθη, καὶ ἐγενήθη καὶ κατευοδώθη αὐτῷ, καὶ τὸ ἅγιον ἐρημωθήσεται·

Δαν. 8,11                   Η καταπάτησις αυτή θα συνεχισθή, μεχρις ότου ο αρχιστράτηγος του Θεού γλυτώση τους ανθρώπους του Θεού από την αιχμαλωσίαν. Εξ αιτίας του ανθρώπου αυτού, που εικονίζεται με το μεγάλο κέρατο, διεταράχθησαν αι προσφοραί τω θυσιών στο θυσιαστήριρν της Ιερουσαλήμ, υπεδουλώθη αυτή εις εκείνον και όλα τα κατακτητικά έργα εκείνου κατευωδόθησαν, ο δε ναός του Θεού ηρημώθη.

Δαν. 8,12           καὶ ἐδόθη ἐπὶ τὴν θυσίαν ἁμαρτία, καὶ ἐῤῥίφη χαμαὶ ἡ δικαιοσύνη, καὶ ἐποίησε καὶ εὐοδώθη.

Δαν. 8,12                  Ο κακός αυτός άρχων έπραξε κατ' αυτόν τον τρόπον και επέτυχεν ει τας ενεργείας του, διότι οι προσφέροντες κατά την εποχήν εκείνην θυσίαν προς το Θεόν ημάρταναν και εποδοπατείτο εκ μέρους αυτών των ιδίων κάθε δίκαιον Θεού

Δαν. 8,13           καὶ ἤκουσα ἑνὸς ἁγίου λαλοῦντος, καὶ εἶπεν εἷς ἅγιος τῷ φελμουνὶ τῷ λαλοῦντι· ἕως πότε ἡ ὅρασις στήσεται, ἡ θυσία ἡ ἀρθεῖσα καὶ ἡ ἁμαρτία ἐρημώσεως ἡ δοθεῖσα, καὶ τὸ ἅγιον καὶ ἡ δύναμις συμπατηθήσεται;

Δαν. 8,13                   Ηκουσα τότε ένα άγιον να ομιλή. Ενας δε άγιος είπεν εις εκείνον, ο οποίος ωμιλούσε· “μέχρι πότε θα σταματήσου τα συμβολιζόμενα δια της οράσεως αυτής; Εως πότε θα εκταθή η κατάπαυσις της θυσίας και η εξ αιτίας της τιμωρίας ερήμωσις της περιοχής; Εως πότε ο άγιος ναός και το θυσιαστήριόν του, όπως επίσης και η δύναμις του ισραηλιτικού λαού, θα καταπατώνται όλα από τους εχθρούς;”

Δαν. 8,14           καὶ εἶπεν αὐτῷ· ἕως ἐσπέρας καὶ πρωΐ ἡμέραι δισχίλιαι καὶ τριακόσιαι, καὶ καθαρισθήσεται τὸ ἅγιον. -

Δαν. 8,14                  Και εκείνος απήντησε· “έως ότου περάσουν διαδοχικώς δύο χιλιάδες τριακόσια ημερονύκτια. Τοτε θα καθαρισθή ο ναός του Θεού από την βεβήλωσιν”.

 

                             Η σημασία του δεύτερου οράματος

Δαν. 8,15           Καὶ ἐγένετο ἐν τῷ ἰδεῖν με, ἐγὼ Δανιήλ, τὴν ὅρασιν καὶ ἐζήτουν σύνεσιν, καὶ ἰδοὺ ἔστη ἐνώπιον ἐμοῦ ὡς ὅρασις ἀνδρός.

Δαν. 8,15                   Εγώ, ο Δανιήλ, όταν είδα το όραμα, εσκεπτόμην και προσπαθούσα να κατανοήσω την σημασίαν αυτού και ιδού, εστάθη πλησίον μου κάποιος, ο οποίος είχε την εμφάνισιν ανδρός.

Δαν. 8,16           καὶ ἤκουσα φωνὴν ἀνδρὸς ἀναμέσον τοῦ Οὐβάλ, καὶ ἐκάλεσε καὶ εἶπε· Γαβριήλ, συνέτισον ἐκεῖνον τὴν ὅρασιν.

Δαν. 8,16                  Και ήκουσα την φωνήν ενός ανδρός, ο οποίος εστέκετο εν μέσω του ποταμού Ουβάλ, η οποία φωνή εφώναξε και είπε· “Γαβριήλ, εξηγησε εις αυτόν το όραμα εκείνο”.

Δαν. 8,17           καὶ ἦλθε καὶ ἔστη ἐχόμενος τῆς στάσεώς μου, καὶ ἐν τῷ ἐλθεῖν αὐτὸν ἐθαμβήθην, καὶ πίπτω ἐπὶ πρόσωπόν μου, καὶ εἶπε πρός με· σύνες, υἱὲ ἀνθρώπου· ἔτι γὰρ εἰς καιροῦ πέρας ἡ ὅρασις.

Δαν. 8,17                   Αυτός ήλθε και εστάθη πολύ κοντά μου. Οταν δέ με επλησίασεν, εγώ κατελήφθην από δέος και θαυμασμόν και έπεσα αμέσως πρηνής με το πρόσωπόν μου κάτω εις την γην. Εκείνος δέ μου ειπέ· “Υιέ ανθρώπου, κατανόησε τούτο· ότι η όρασις αποκαλύπτει το τέλος του καιρού, του καιρού της βασιλείας των θηρίων”,

Δαν. 8,18           καὶ ἐν τῷ λαλεῖν αὐτὸν μετ᾿ ἐμοῦ πίπτω ἐπὶ πρόσωπόν μου ἐπὶ τὴν γῆν, καὶ ἥψατό μου καὶ ἔστησέ με ἐπὶ πόδας

Δαν. 8,18                  Οταν εκείνος μου ωμιλούσε, εγώ είχα πέσει πρηνής με το πρόσωπον στο έδαφος, με ήγγισε, με εσήκωσε εις τα ποδια μου

Δαν. 8,19           καὶ εἶπεν· ἰδοὺ ἐγὼ γνωρίζω σοι τὰ ἐσόμενα ἐπ᾿ ἐσχάτων τῆς ὀργῆς· ἔτι γὰρ εἰς καιροῦ πέρας ἡ ὅρασις.

Δαν. 8,19                  και μου είπε· “ιδού, εγώ θα καταστήσω εις σε γνωστά αυτά, τα οποία θα συμβούν, όταν θα λάβη τέλος η τιμωρός θεία οργή. Τα σημαινόμενα δια του οράματος συμβολίζουν το πέρας της κυριαρχίας των θηρίων.

Δαν. 8,20           ὁ κριός, ὃν εἶδες, ὁ ἔχων τὰ κέρατα βασιλεὺς Μήδων καὶ Περσῶν.

Δαν. 8,20                  Ο κριός, τον οποίον είδες είναι ο βασιλεύς των Μηδων και των Περσών.

Δαν. 8,21           ὁ τράγος τῶν αἰγῶν βασιλεὺς Ἑλλήνων· καὶ τὸ κέρας τὸ μέγα, ὃ ἦν ἀναμέσον τῶν ὀφθαλμῶν αὐτοῦ, αὐτός ἐστιν ὁ βασιλεὺς ὁ πρῶτος.

Δαν. 8,21                  Ο τράγος των αιγών είναι ο βασιλεύς των Ελλήνων. Το μεγάλο κέρας, το οποίον ήτο ανάμεσα στους οφθαλμούς του, αυτός είναι ο πρώτος και μέγας βασιλεύς των Ελλήνων.

Δαν. 8,22           καὶ τοῦ συντριβέντος, οὗ ἔστησαν τέσσαρα κέρατα ὑποκάτω, τέσσαρες βασιλεῖς ἐκ τοῦ ἔθνους αὐτοῦ ἀναστήσονται καὶ οὐκ ἐν τῇ ἰσχύϊ αὐτοῦ.

Δαν. 8,22                  Η συντριβή του μεγάλου αυτού κέρατος και τα τέσσαρα αλλά, τα οποία αντ' αυτού εφύτρωσαν, υποδηλώνουν τέσσαρας βασιλείς από το έθνος αυτό, οι οποίοι θα εγερθούν, χωρίς όμως να έχουν και την δύναμιν του πρώτου.

Δαν. 8,23           καὶ ἐπ᾿ ἐσχάτων τῆς βασιλείας αὐτῶν, πληρουμένων τῶν ἁμαρτιῶν αὐτῶν, ἀναστήσεται βασιλεὺς ἀναιδὴς προσώπῳ καὶ συνίων προβλήματα.

Δαν. 8,23                  Κατά το τέλος της βασιλείας αυτών, όταν πλέον θα έχουν φθάσει εις την πληρότητά των αι αμαρτίαι των αποστατών Ιουδαίων, θα εμφανισθή ένας αδιάντροπος βασιλεύς, πανούργος και πολυμήχανος.

Δαν. 8,24           καὶ κραταιὰ ἡ ἰσχὺς αὐτοῦ καὶ θαυμαστὰ διαφθερεῖ καὶ κατευθυνεῖ καὶ ποιήσει καὶ διαφθερεῖ ἰσχυροὺς καὶ λαὸν ἅγιον.

Δαν. 8,24                  Θα έχη μεγάλην δύναμιν, θα επιφέρη αδιηγήτου καταοτροφάς. Θα φέρη εις πέρας τας ενεργείας του. Θα πράττη ο,τι θέλει και θα καταστρέψη ισχυρούς λαούς και αυτόν ακόμη τον άγιον λαόν του Θεού.

Δαν. 8,25           καὶ ὁ ζυγὸς τοῦ κλοιοῦ αὐτοῦ κατευθυνεῖ· δόλος ἐν τῇ χειρὶ αὐτοῦ, καὶ ἐν καρδίᾳ αὐτοῦ μεγαλυνθήσεται καὶ δόλῳ διαφθερεῖ πολλοὺς καὶ ἐπὶ ἀπωλείας πολλῶν στήσεται καὶ ὡς ὠὰ χειρὶ συντρίψει.

Δαν. 8,25                  Ο ζυγός της τυρανικής υποταγής θα, επεκταθή επιτυχώς εις λαούς. Θα ενεργή μετά δολιότητος, θα αλαζονευθή κατά τη καρδίαν αυτού και δια της πανουργία και των μηχανορραφιών του θα καταστρέψη πολλούς. Επάνω δε εις τα ερείπια πολλών θα σταθή αυτός υπερήφανος. Θα συντρίβη τους άλλους, με όσην ευκολίαν σπάζει κανείς ένα αυγό.

Δαν. 8,26          καὶ ἡ ὅρασις τῆς ἑσπέρας καὶ τῆς πρωΐας τῆς ῥηθείσης ἀληθής ἐστι· καὶ σὺ σφράγισον τὴν ὅρασιν, ὅτι εἰς ἡμέρας πολλάς.

Δαν. 8,26                  Το όραμα των δυο χιλιάδων τριακοσίων ημερονυκτίων έχει και αυτό το νόημά του, είναι αληθές. Συ όμως τήρησε σιγήν, κράτησε ανερμήνευτον την όρασιν αυτήν, διότι αναφέρεται εις ένα απτομακρυσμένον χρονικόν διάστημα”.

Δαν. 8,27           καὶ ἐγὼ Δανιὴλ ἐκοιμήθην καὶ ἐμαλακίσθην ἡμέρας καὶ ἀνέστην καὶ ἐποίουν τὰ ἔργα τοῦ βασιλέως· καὶ ἐθαύμαζον τὴν ὅρασιν, καὶ οὐκ ἦν ὁ συνίων.

Δαν. 8,27                  Επειτα από τας οράσεις αυτάς εγώ, ο Δανιήλ, έπεσα εις τεταραγμένον ύπνον, ησθένησα επί μερικάς ημέρας έπειτα από τας οποίας εσηκώθην και εξετέλουν, όπως συνήθως, τα έργα του βασιλέως. Ανελογιζόμην όμως με θαυμασμόν αυτά, τα οποία είδα και ήκουσα, χωρίς και να ημπορώ να εισχωρήσω στο πλήρες νόημά των.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9- Ο ΔΑΝΙΗΛ ΠΑΡΑΚΑΛΕΙ ΤΟ ΘΕΟ ΓΙΑ ΕΥΣΠΛΑΧΝΙΑ ΚΑΙ ΦΩΤΙΣΜΟ  

Ο ΑΓΓΕΛΟΣ ΕΞΗΓΕΙ ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΤΩΝ 70 ΕΠΤΑΕΤΙΩΝ

                            Ο Δανιήλ παρακαλεί το Θεό για ευσπλαχνία και φωτισμό

Δαν. 9,1            Ἐν τῷ πρώτῳ ἔτει Δαρείου τοῦ υἱοῦ Ἀσουήρου ἀπὸ τοῦ σπέρματος τῶν Μήδων, ὃς ἐβασίλευσεν ἐπὶ βασιλείαν Χαλδαίων,

Δαν. 9,1                     Κατά το πρώτον έτος της βασιλείας του Δαρείου, Βασιλέως των Χαλδαίων, ο οποίος ήτο υιός του Ασουήρου, από το γένος των Μηδων,

Δαν. 9,2            ἐν ἔτει ἑνὶ τῆς βασιλείας αὐτοῦ ἐγὼ Δανιὴλ συνῆκα ἐν ταῖς βίβλοις τὸν ἀριθμὸν τῶν ἐτῶν, ὃς ἐγενήθη λόγος Κυρίου πρὸς Ἱερεμίαν τὸν προφήτην εἰς συμπλήρωσιν ἐρημώσεως Ἱερουσαλήμ, ἑβδομήκοντα ἔτη.

Δαν. 9,2                    κατά το πρώτον, λοιπόν, έτος της βασιλείας του, εγώ, ο Δανιήλ εμελέτησα με πολλήν προσοχήν τα ιερά βιβλία και ειδικώτερα το σημείον εκείνο, το οποίον ανεφέρετο στον αριθμόν των ετών, που είχεν αποκαλυφθή εις τυν προφήτην Ιερεμίαν δια λόγου Θεού, και σύμφωνα προς τον οποίον προφητικόν λόγον, θα διαρκούσε η ερήμωση της Ιερουσαλήμ επί εδδομηκοντα έτη.

Δαν. 9,3            καὶ ἔδωκα τὸ πρόσωπόν μου πρὸς Κύριον τὸν Θεὸν τοῦ ἐκζητῆσαι προσευχὴν καὶ δεήσεις ἐν νηστείαις καὶ σάκκῳ καὶ σποδῷ·

Δαν. 9,3                    Εστρεψα τότε εγώ το πρόσωπόν μου και την καρδίαν μου προς Κυριον τον Θεόν, δια να του υποβαλω θερμήν προσευχήν και ικεσίας, με νηστείας, φορών σάκκον και καθήμενος επάνω εις στάκτην.

Δαν. 9,4            καὶ προσευξάμην πρὸς Κύριον τὸν Θεόν μου καὶ ἐξωμολογησάμην καὶ εἶπα· Κύριε ὁ Θεὸς ὁ μέγας καὶ θαυμαστός, ὁ φυλάσσων τὴν διαθήκην σου καὶ τὸ ἔλεός σου τοῖς ἀγαπῶσί σε καὶ τοῖς φυλάσσουσι τὰς ἐντολάς σου,

Δαν. 9,4                    Προσηυχήθην προς Κυριον τον Θεόν μου, αφήκα να εκχυθή το περιεχόμενον της καρδίας μου και είπα προς αυτόν· “Κυριε, συ που είσαι ο μέγας και θαυμαστός Θεός, ο οποίος τηρείς την διαθήκην σου και το έλεός σου εις εκείνους, που σε αγαπούν και προσπαθούν να τηρούν τας εντολάς σου, άκουσε την εξομολόγησίν μου.

Δαν. 9,5            ἡμάρτομεν, ἠδικήσαμεν, ἠνομήσαμεν καὶ ἀπέστημεν καὶ ἐξεκλίναμεν ἀπὸ τῶν ἐντολῶν σου καὶ ἀπὸ τῶν κριμάτων σου.

Δαν. 9,5                    Ημαρτήσαμεν πράγματι, διεπράξαμεν αδικίας, παρέβημεν τον Νομον σου, απεμακρύνθημεν από σέ, εξεκλίναμεν από τας εντολάς σου και από τα προστάγματά σου.

Δαν. 9,6            καὶ οὐκ εἰσηκούσαμεν τῶν δούλων σου τῶν προφητῶν, οἳ ἐλάλουν ἐν τῷ ὀνόματί σου πρὸς τοὺς βασιλεῖς ἡμῶν καὶ ἄρχοντας ἡμῶν καὶ πατέρας ἡμῶν, καὶ πρὸς πάντα τὸν λαὸν τῆς γῆς.

Δαν. 9,6                    Δεν υπηκούσαμεν στους δούλους σου τους προφήτας, οι οποίοι εξ ονόματός σου ωμιλούσαν προς τους βασιλείς και προς τους άρχοντας ημών και τους προγόνους ημών και προς όλον τον ισραηλιτικόν λαόν της χώρας.

Δαν. 9,7            σοὶ Κύριε ἡ δικαιοσύνη, καὶ ἡμῖν ἡ αἰσχύνη τοῦ προσώπου ὡς ἡ ἡμέρα αὕτη, ἀνδρὶ Ἰούδα καὶ τοῖς ἐνοικοῦσιν ἐν Ἱερουσαλὴμ καὶ παντὶ Ἰσραήλ, τοῖς ἐγγὺς καὶ τοῖς μακρὰν ἐν πάσῃ τῇ γῇ, οὗ διέσπειρας αὐτοὺς ἐκεῖ, ἐν ἀθεσίᾳ αὐτῶν, ᾗ ἠθέτησαν.

Δαν. 9,7                    Εις σέ, Κυριε, υπάρχει η δικαιοσύνη και εις ημάς η καταισχύνη εις τα πρόσωπά μας, όπως μαρτυρεί η περίοδος αυτή της δουλείας μας· εις κάθε Ιουδαίον, εις αυτούς που κατοικούν την Ιερουσαλήμ, εις κάθε Ισραηλίτην, εις όλους όσοι ευρίσκονται πλησίον η μακράν, εις όλα τα μέρη, όπου συ, εν τη δικαιοσύνη σου, τους διεσκόρπισες, εξ αιτίας των παραβάσεων, τας οποίας αυτοί διέπραξαν.

Δαν. 9,8            ἐν σοὶ Κύριέ ἐστιν ἡμῶν ἡ δικαιοσύνη καὶ ἡμῖν ἡ αἰσχύνη τοῦ προσώπου καὶ τοῖς βασιλεῦσιν ἡμῶν καὶ τοῖς ἄρχουσιν ἡμῶν καὶ τοῖς πατράσιν ἡμῶν, οἵτινες ἡμάρτομέν σοι.

Δαν. 9,8                    Εις σέ, Κυριε, υπάρχει η δικαιοσύνη, της οποίας και ημείς τιμωρούμενοι λαμβάνομεν πείραν. Εις ημάς δε υπάρχει η καταισχύνη του προσώπου μας· στους βασιλείς μας, στους άρχοντας μας, στους προγόνους μας, εις όλους μας, οι οποίοι ημαρτήσαμεν απέναντί σου.

Δαν. 9,9            Κυρίῳ τῷ Θεῷ ἡμῶν οἱ οἰκτιρμοὶ καὶ οἱ ἱλασμοί, ὅτι ἀπέστημεν

Δαν. 9,9                    Αλλά εις σε τον Κυριον και Θεόν μας υπάρχει η ευσπλαγχνία και το έλεος δι' ημάς, οι οποίοι επανεστατήσαμεν απέναντί σου.

Δαν. 9,10           καὶ οὐκ εἰσηκούσαμεν τῆς φωνῆς Κυρίου τοῦ Θεοῦ ἡμῶν πορεύεσθαι ἐν τοῖς νόμοις αὐτοῦ, οἷς ἔδωκε κατὰ πρόσωπον ἡμῶν ἐν χερσὶ τῶν δούλων αὐτοῦ τῶν προφητῶν.

Δαν. 9,10                  Δεν υπηκούσαμεν εις την φωνήν του Κυρίου και Θεού μας, να πορευθώμεν και να ζήσωμεν σύμφωνα με τους νόμους, τους οποίους αυτός έδωκε δια μέσου των δούλων του, των προφητών.

Δαν. 9,11           καὶ πᾶς Ἰσραὴλ παρέβησαν τὸν νόμον σου καὶ ἐξέκλιναν τοῦ μὴ ἀκοῦσαι τῆς φωνῆς σου, καὶ ἐπῆλθεν ἐφ᾿ ἡμᾶς ἡ κατάρα καὶ ὁ ὅρκος ὁ γεγραμμένος ἐν νόμῳ Μωυσέως δούλου τοῦ Θεοῦ, ὅτι ἡμάρτομεν αὐτῷ.

Δαν. 9,11                   Ολοι οι Ισραηλίται παρέβησαν τον Νομον σου, παρεξέκλιναν, ώστε να μην υπακούσουν εις την ιδικήν σου φωνήν· και έτσι έπεσεν επάνω μας η κατάρα, η ένορκος διακήρυξις σου του Θεού περί της τιμωρίας των αμαρτωλών, που είναι γραμμένη στον νόμον του Μωϋσέως, του δούλου του Θεού, διότι ημείς ημαρτήσαμεν απέναντι του Θεού.

Δαν. 9,12           καὶ ἔστησε τοὺς λόγους αὐτοῦ, οὓς ἐλάλησεν ἐφ᾿ ἡμᾶς καὶ ἐπὶ τοὺς κριτὰς ἡμῶν, οἳ ἔκρινον ἡμᾶς, ἐπαγαγεῖν ἐφ᾿ ἡμᾶς κακὰ μεγάλα, οἷα οὐ γέγονεν ὑποκάτω παντὸς τοῦ οὐρανοῦ κατὰ τὰ γενόμενα ἐν Ἱερουσαλήμ.

Δαν. 9,12                  Εξεπλήρωσε τους λόγους, τους οποίους είχεν είπει εναντίον ημών, εναντίον των δικαστών, οι οποίοι μας εδίκαζαν· ότι θα επιφέρη εναντίον μας κακά μεγάλα, τέτοια τα οποία δεν είχαν γίνει άλλοτε κάτω από τον ουρανόν, ωσάν αυτά τα οποία συνέβησαν εις βάρος της Ιερουσαλήμ.

Δαν. 9,13           καθὼς γέγραπται ἐν τῷ νόμῳ Μωυσῆ, πάντα τὰ κακὰ ταῦτα ἦλθεν ἐφ᾿ ἡμᾶς, καὶ οὐκ ἐδεήθημεν τοῦ προσώπου Κυρίου τοῦ Θεοῦ ἡμῶν ἀποστρέψαι ἀπὸ τῶν ἀδικιῶν ἡμῶν καὶ τοῦ συνιέναι ἐν πάσῃ ἀληθείᾳ σου.

Δαν. 9,13                   Οπως είναι γραμμένον στον νόμον του Μωϋσέως, όλα αυτά τα κακά έπεσαν επάνω μας και ημείς δεν εσυνετίσθημεν, δεν μετενοήσαμεν, δεν απεμακρύνθημεν από τας αδικίας μας, δεν προσεπαθήσαμεν να κατανοήσωμεν και να ζήσωμεν σύμφωνα με το θέλημα του Θεού, και δεν ικετεύσαμεν με θερμάς δεήσστον Κυριον,

Δαν. 9,14           καὶ ἐγρηγόρησε Κύριος καὶ ἐπήγαγεν αὐτὰ ἐφ᾿ ἡμᾶς, ὅτι δίκαιος Κύριος ὁ Θεὸς ἡμῶν ἐπὶ πᾶσαν τὴν ποίησιν αὐτοῦ, ἣν ἐποίησε, καὶ οὐκ εἰσηκούσαμεν τῆς φωνῆς αὐτοῦ.

Δαν. 9,14                  Και όμως ο Κυριος ηγρύπνησε δι' ημάς και επέφερε τας παιδαγωγικάς αυτάς τιμωρίας εναντίον μας, διότι ο Κυριος ο Θεός μας είναι δίκαιος εις όλα τα έργα, τα οποία πραγματοποιεί. Ημείς όμως και πάλιν δεν υπηκούσαμεν εις την φωνήν του.

Δαν. 9,15           καὶ νῦν, Κύριε ὁ Θεὸς ἡμῶν, ὃς ἐξήγαγες τὸν λαόν σου ἐκ γῆς Αἰγύπτου ἐν χειρὶ κραταιᾷ καὶ ἐποίησας σεαυτῷ ὄνομα ὡς ἡ ἡμέρα αὕτη, ἡμάρτομεν, ἠνομήσαμεν.

Δαν. 9,15                   Και τώρα, Κυριε ο Θεός μας, συ ο οποίος εβγαλες ελεύθερον τον λαόν σου από την χώραν της Αιγύπτου με ακατανίκητοι δύναμιν και κατέστησες ένδοξον και περίφημον το Ονομά σου μέχρι και της σημερινής ημέρας, άκουσε την προσευχήν μας. Ομολογούμεν ότι ημαρτήσαμεν, ότι παρέβημεν τον Νομον σου.

Δαν. 9,16           Κύριε, ἐν πάσῃ ἐλεημοσύνῃ σου ἀποστραφήτω δὴ ὁ θυμός σου καὶ ἡ ὀργή σου ἀπὸ τῆς πόλεώς σου Ἱερουσαλὴμ ὄρους ἁγίου σου, ὅτι ἡμάρτομεν, καὶ ἐν ταῖς ἀδικίαις ἡμῶν καὶ τῶν πατέρων ἡμῶν Ἱερουσαλὴμ καὶ ὁ λαός σου εἰς ὀνειδισμὸν ἐγένετο ἐν πᾶσι τοῖς περικύκλῳ ἡμῶν.

Δαν. 9,16                  Αλλά, Κυριε, συ ο οποίος έχεις πάσαν ελεημοσύνην και άπειρον το έλεος, ας αποστροφή τώρα ο θυμός και η οργή σου από την πόλιν σου την Ιερουσαλήμ, από το άγιόν σου όρος, όπου ο ναός και το θυσιαστήριων. Διότι ημείς ημαρτήσαμεν και εξ αιτίας των ιδικών μας αδικιών και των αδικιών, που είχαν διαπράξει οι πατέρες μας και ο ισραηλιτικός λαός, παρεδόθη η Ιερουσαλήμ εις ονειδισμόν εις όλους τους κύκλω λαούς.

Δαν. 9,17           καὶ νῦν εἰσάκουσον, Κύριε ὁ Θεὸς ἡμῶν, τῆς προσευχῆς τοῦ δούλου σου καὶ τῶν δεήσεων αὐτοῦ καὶ ἐπίφανον τὸ πρόσωπόν σου ἐπὶ τὸ ἁγίασμά σου τὸ ἔρημον ἕνεκέν σου, Κύριε·

Δαν. 9,17                   Και τώρα, Κυριε ο Θεός ημών, άκουσε την προσευχήν του δούλου σου και τας θερμάς ικεσίας, που σου απευθύνει. Ας φανή ευμενές το πρόσωπόν σου προς τον έρημον ναόν σου, ένεκέν σου, Κυριε.

Δαν. 9,18           κλῖνον ὁ Θεός μου τὸ οὗς σου καὶ ἄκουσον· ἄνοιξον τοὺς ὀφθαλμούς σου καὶ ἰδὲ τὸν ἀφανισμὸν ἡμῶν καὶ τῆς πόλεώς σου, ἐφ᾿ ἧς ἐπικέκληται τὸ ὄνομά σου ἐπ᾿ αὐτῆς, ὅτι οὐκ ἐπὶ ταῖς δικαιοσύναις ἡμῶν ῥιπτοῦμεν τὸν οἰκτιρμὸν ἡμῶν ἐνώπιόν σου, ἀλλ᾿ ἐπὶ τοὺς οἰκτιρμούς σου τοὺς πολλούς, Κύριε.

Δαν. 9,18                  Κλίνε, Κυριε, το αυτί σου και άκουσε την προσευχήν μου. Ανοιξε, Κυριε, τους οφθαλμούς σου και ιδέ τον εξαφανισμόν και ημών και της πόλεώς σου, εις την οποίαν πόλιν ηκούετο και εδοξάζετο το Ονομά σου. Δεν προσπίπτομεν ενώπιόν σου και δεν σε παρακαλούμεν να μας λυπηθής χάρις εις τας δικαιοσύνας μας, αλλά χάρις στους πολλούς οικτιρμούς σου, Κυριε.

Δαν. 9,19           εἰσάκουσον, Κύριε, ἱλάσθητι Κύριε, πρόσχες Κύριε καὶ ποίησον· μὴ χρονίσῃς ἕνεκέν σου, ὁ Θεός μου, ὅτι τὸ ὄνομά σου ἐπικέκληται ἐπὶ τὴν πόλιν σου καὶ ἐπὶ τὸν λαόν σου. -

Δαν. 9,19                  Ακουσε Κυριε, την προσευχήν μας. Δείξε στοργήν και έλεος προς ημάς. Στρέψε την προσοχήν σου και κάμε ο,τι πρέπει δια την σωτηρίαν μας. Εφ' όσον είσαι Θεός του ελέους, μη βραδύνης, Κυριε, διότι το Ονομά σου ανεφέρετο και εδοξάζετο εις την πόλιν σου την Ιερουσαλήμ, όπως και στον λαόν σου”.

 

                             Ο άγγελος εξηγεί το μυστικό των 70 επταετιών

Δαν. 9,20           Καὶ ἔτι ἐμοῦ λαλοῦντος καὶ προσευχομένου καὶ ἐξαγορεύοντος τὰς ἁμαρτίας μου καὶ τὰς ἁμαρτίας τοῦ λαοῦ μου Ἰσραὴλ καὶ ῥιπτοῦντος τὸν ἔλεόν μου ἐναντίον τοῦ Κυρίου τοῦ Θεοῦ μου περὶ τοῦ ὄρους τοῦ ἁγίου

Δαν. 9,20                  Εν εγώ συνέχιζα ακόμη να ομιλώ προς τον Θεόν και προσηυχόμην προς αυτόν, εξαμολογούμενος τας αμαρτίας μου και τας αμαρτίας του ισραηλιτικού μου λαού και επιρρίπτων τον εαυτόν μου στο έλεος Κυρίου του Θεού μου δια την απελεύθερωσιν του αγίου του όρους,

Δαν. 9,21           καὶ ἔτι ἐμοῦ λαλοῦντος ἐν τῇ προσευχῇ καὶ ἰδοὺ ἀνὴρ Γαβριήλ, ὃν εἶδον ἐν τῇ ὁράσει ἐν τῇ ἀρχῇ, πετόμενος καὶ ἥψατό μου ὡσεὶ ὥραν θυσίας ἑσπερινῆς.

Δαν. 9,21                  ενώ, λοιπόν, εγώ ακόμη δια της προσευχής ωμιλούσα προς τον Κυριον, ιδού, ένας ανήρ, ο Γαβριήλ, τον οποίον είχον ίδει και στο προηγούμενον όραμα, πετώντας ήλθε κοντά μου κατά την ώραν της εσπερινής θυσίας,

Δαν. 9,22           καὶ συνέτισέ με καὶ ἐλάλησε μετ᾿ ἐμοῦ καὶ εἶπε· Δανιήλ, νῦν ἐξῆλθον συμβιβάσαι σε σύνεσιν·

Δαν. 9,22                  μου ωμίλησε και μου εδωσε να εννοήσω μερικά πράγματα, που δεν τα είχα κατανοήσει προηγουμένως. “Δανιήλ, μου είπε, εγώ ήλθα να σε κατατοπίσω και να σου δώσω να εννοήσης.

Δαν. 9,23           ἐν ἀρχῇ τῆς δεήσεώς σου ἐξῆλθε λόγος, καὶ ἐγὼ ἦλθον τοῦ ἀναγγεῖλαί σοι. ὅτι ἀνὴρ ἐπιθυμιῶν εἶ σύ· καὶ ἐννοήθητι ἐν τῷ ῥήματι καὶ σύνες ἐν τῇ ὀπτασίᾳ.

Δαν. 9,23                  Οταν ήρχισες να προσεύχεσαι, εβγήκεν από το στόμα σου παράκλησις. Και ιδού, εγώ ήλθα να απαντήσω εις αυτά που εζητούσες. Διότι συ είσαι ανήρ ευγενών και αγίων επιθυμιών. Πρόσεξε, λοιπόν, στους λόγους μου, δια να εννοήσης με σύνεσιν αυτά, που είδες και ήκουσες στο όραμα.

Δαν. 9,24           ἑβδομήκοντα ἑβδομάδες συνετμήθησαν ἐπὶ τὸν λαόν σου καὶ ἐπὶ τὴν πόλιν τὴν ἁγίαν σου τοῦ συντελεσθῆναι ἁμαρτίαν καὶ τοῦ σφραγίσαι ἁμαρτίας καὶ ἀπαλεῖψαι τὰς ἀνομίας καὶ τοῦ ἐξιλάσασθαι ἀδικίας καὶ τοῦ ἀγαγεῖν δικαιοσύνην αἰώνιον καὶ τοῦ σφραγίσαι ὅρασιν καὶ προφήτην καὶ τοῦ χρῖσαι ἅγιον ἁγίων.

Δαν. 9,24                  Εις εβδομήκοντα εβδομάδας ετών περιωρίσθησαν αι συμφοραί και αι θλίψστου λαού σου και της αγίας σου πόλεως της Ιερουσαλήμ, δια να τεθή τέρμα εις τας αμαρτίας σας, δια να τεθή σφραγίς τέρματος εις την αμαρτίαν, δια να εξαλειφθούν όλαι αι παρανομίαι των ανθρώπων, δια να εξιλεωθούν ενώπιον του Θεού αι αδικίαι και να αποκατασταθή αιωνία δικαιοσύνη, και δια να τεθή τέρμα και σφραγίς πλέον εις κάθε χριστολογικήν προφητείαν, εις κάθε χριστολογικόν προφήτην, διότι τότε θα χρισθή προφήτης ο αγιώτατος από όλους τους προφήτας.

Δαν. 9,25           καὶ γνώσῃ καὶ συνήσεις· ἀπὸ ἐξόδου λόγου τοῦ ἀποκριθῆναι καὶ τοῦ οἰκοδομῆσαι Ἱερουσαλὴμ ἕως χριστοῦ ἡγουμένου ἑβδομάδες ἑπτὰ καὶ ἑβδομάδες ἑξηκονταδύο· καὶ ἐπιστρέψει καὶ οἰκοδομηθήσεται πλατεῖα καὶ τεῖχος, καὶ ἐκκενωθήσονται οἱ καιροί.

Δαν. 9,25                  Μαθε και κατανόησε καλά, ότι από την ημέραν, που θα εκδοθή διάταγμα δια την ανοικοδόμησιν της Ιερουσαλήμ, μέχρι της ημέρας που θα εμφανισθή ο αρχών, ο οποίος θα έχη χρισθή από εμέ, θα περάσουν επτά εδοομάδες ετών και άλλαι εξήκοντα δύο εβδομάδες ετών. Μετά τας πρώτας επτά εβδομάδας θα επιστρέψουν οι Ιουδαίοι αιχμάλωτοι και θα ανοικοδομηθη η πλατεία και το τείχος της πόλεως και θα πραγματοποιηθούν έτσι οι πρώτοι καιροί.

Δαν. 9,26           καὶ μετὰ τὰς ἑβδομάδας τὰς ἑξηκονταδύο ἐξολοθρευθήσεται χρῖσμα, καὶ κρίμα οὐκ ἔστιν ἐν αὐτῷ· καὶ τὴν πόλιν καὶ τὸ ἅγιον διαφθερεῖ σὺν τῷ ἡγουμένῳ τῷ ἐρχομένῳ καὶ ἐκκοπήσονται ἐν κατακλυσμῷ, καὶ ἕως τέλους πολέμου συντετμημένου τάξει ἀφανισμοῖς.

Δαν. 9,26                  Μετά δε την παρέλευσιν των εξήντα δύο εβδομάδων ετών, θα θανατωθή ο χριστός. Κυρίου, ο Σωτήρ, χωρίς να υπάρχη καμμία απολύτως αμαρτία και αιτία θανάτου δι' αυτόν. Η πόλις της Ιερουσαλήμ και ο άγιος ναός θα καταστραφούν μαζή με τους ηγουμένους, τους άρχοντας της εποχής εκείνης. Οι κάτοικοι θα κατακλυσθούν από συμφοράς και ένας ξένος λαός θα αναλάβη πάλεμον κατά του Ισραήλ, μέχρι δε τέλους του πολέμου θα επιφέρη φοβεράς καταστροφάς και τρομερούς αφανισμούς.

Δαν. 9,27           καὶ δυναμώσει διαθήκην πολλοῖς, ἑβδομὰς μία· καὶ ἐν τῷ ἡμίσει τῆς ἑβδομάδος ἀρθήσεταί μου θυσία καὶ σπονδή, καὶ ἐπὶ τὸ ἱερὸν βδέλυγμα τῶν ἐρημώσεων, καὶ ἕως τῆς συντελείας καιροῦ συντέλεια δοθήσεται ἐπὶ τὴν ἐρήμωσιν.

Δαν. 9,27                  Κατά μίαν εβδομάδα ετών ο Χριστός θα συνάψη και θα καταστήση ισχυράν και έγκυρον μίαν νέον διαθήκην. Κατά δε το μέσον της εβδομάδος αυτής, που θα προσφερθή η μεγάλη θυσία του λυτρωτού Χριστού, θα τεθή οριστικόν πλέον τέρμα εις τας παλαιάς θυσίας και σπονδάς. Εις δε τον ναόν μου και τον λαόν του Ισραήλ, θα εισέλθουν βδελυραί δυνάμεις καταστροφής και ερημώσεως. Τέρμα δε εις την καταστροφήν θα τεθή όταν συμπληρωθή ο ωρισμένος χρόνος.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10- ΤΟ ΤΡΙΤΟ ΟΡΑΜΑ ΤΟΥ ΔΑΝΙΗΛ: Ο ΑΝΤΡΑΣ ΜΕ ΤΑ ΠΥΡΙΝΑ ΜΑΤΙΑ

Δαν. 10,1           Ἐν ἔτει τρίτῳ Κύρου βασιλέως Περσῶν λόγος ἀπεκαλύφθη τῷ Δανιήλ, οὗ τὸ ὄνομα ἐπεκλήθη Βαλτάσαρ, καὶ ἀληθινὸς ὁ λόγος, καὶ δύναμις μεγάλη καὶ σύνεσις ἐδόθη αὐτῷ ἐν τῇ ὀπτασίᾳ.

Δαν. 10,1                   Κατά το τρίτον έτος της βασιλείας του Κυρου, βασιλέως των Περσών, απεκαλύφθη στον Δανιήλ, ο οποίος επωνομάζετο και Βαλτάσαρ, προφητικός λόγος. Αυτός ο προφητικός λόγος ήτο αληθινός, θείος, μεγάλη δε η δύναμίς του. Εις τον Δανιήλ εδόθη σύνεσις, ώστε να κατανόηση το προφητικόν εκείνο όραμα.

Δαν. 10,2           ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις ἐγὼ Δανιὴλ ἤμην πενθῶν τρεῖς ἑβδομάδας ἡμερῶν·

Δαν. 10,2                  Κατά τας ημέρας εκείνας εγώ ο Δανιήλ επενθούσα επί τρεις ολοκλήρους εβδομάδας.

Δαν. 10,3           ἄρτον ἐπιθυμιῶν οὐκ ἔφαγον, καὶ κρέας καὶ οἶνος οὐκ εἰσῆλθεν εἰς τὸ στόμα μου, καὶ ἄλειμμα οὐκ ἠλειψάμην ἕως πληρώσεως τριῶν ἑβδομάδων ἡμερῶν.

Δαν. 10,3                   Κανένα γευστικόν και ευχάριστον φαγητόν δεν έφαγα. Κρέας και οίνος δεν εισήλθον στο στόμα μου, με μύρα δεν ηλείφθην, μέχρις ότου συνεπληρώθησαν αι ημέραι των τριών εβδομάδων.

Δαν. 10,4           ἐν ἡμέρᾳ εἰκοστῇ τετάρτῃ τοῦ μηνὸς τοῦ πρώτου, καὶ ἐγὼ ἤμην ἐχόμενα τοῦ ποταμοῦ τοῦ μεγάλου, αὐτός ἐστι Τίγρις, Ἐδδεκέλ,

Δαν. 10,4                  Κατά την εικοστήν τετάρτην του πρώτου μηνός εγώ ευρισκόμην πλησίον του μεγάλου ποταμού, του οποίου το όνομα είναι Τιγρις, εβραϊστί δε Εδδεκέλ.

Δαν. 10,5           καὶ ᾖρα τοὺς ὀφθαλμούς μου καὶ εἶδον καὶ ἰδοὺ ἀνὴρ εἷς ἐνδεδυμένος βαδδίν, καὶ ἡ ὀσφὺς αὐτοῦ περιεζωσμένη ἐν χρυσίῳ Ὠφάζ,

Δαν. 10,5                   Εσήκωσα τα μάτια μου και ιδού, είδον ένα άνδρα, ο οποίος εφορούσε λίνον ένδυμα και είχε ζωσμένην την μέσην αυτού με ζώνην κοσμημένην με χρυσίον Ωφάζ.

Δαν. 10,6           καὶ τὸ σῶμα αὐτοῦ ὡσεὶ θαρσίς, καὶ τὸ πρόσωπον αὐτοῦ ὡσεὶ ὅρασις ἀστραπῆς, καὶ οἱ ὀφθαλμοὶ αὐτοῦ ὡσεὶ λαμπάδες πυρός, καὶ οἱ βραχίονες αὐτοῦ καὶ τὰ σκέλη ὡς ὅρασις χαλκοῦ στίλβοντος καὶ ἡ φωνὴ τῶν λόγων αὐτοῦ ὡς φωνὴ ὄχλου.

Δαν. 10,6                  Το σώμα του εφαίνετο ωσάν τον πολύτιμον λίθον θαρσίς, το δε πρόσωπόν του είχε την λάμψιν της αστραπής. Τα μάτια του έλαμπαν ωσάν λαμπάδες πυρός, οι βραχίονες του και τα σκέλη του ωσάν στίλβων χαλκός και ο ήχος των λόγων του ήτο ωσάν τον ήχον πολυαρίθμων ανθρώπων.

Δαν. 10,7           καὶ εἶδον ἐγὼ Δανιὴλ μόνος τὴν ὀπτασίαν, καὶ οἱ ἄνδρες οἱ μετ᾿ ἐμοῦ οὐκ εἶδον τὴν ὀπτασίαν, ἀλλ᾿ ἢ ἔκστασις μεγάλη ἐπέπεσεν ἐπ᾿ αὐτούς, καὶ ἔφυγον ἐν φόβῳ.

Δαν. 10,7                   Εγώ μόνος ο Δανιήλ είδα αυτήν την οπτασίαν. Οι άνδρες, που ήσαν μαζή μου, δεν είδαν το όραμα, αλλά κατέλαβεν αυτούς μεγάλο δέος και έφυγαν τρομαγμένοι.

Δαν. 10,8           καὶ ἐγὼ ὑπελείφθην μόνος, καὶ εἶδον τὴν ὀπτασίαν τὴν μεγάλην ταύτην, καὶ οὐχ ὑπελείφθη ἐν ἐμοὶ ἰσχύς, καὶ ἡ δόξα μου μετεστράφη εἰς διαφθοράν, καὶ οὐκ ἐκράτησα ἰσχύος.

Δαν. 10,8                  Εγώ απέμεινα μόνος εκεί και είδα την μεγάλην αυτήν οπτασίαν. Εξ αιτίας δε του μεγαλειώδους αυτού οράματος δεν μου έμεινε καμμία δύναμις. ' Ηλλοιώθη και παρεμορφώθη το πρόσωπόν μου. Εχασα την σωματικήν δύναμιν και δεν ηδυνάμην να σταθώ όρθιος.

Δαν. 10,9           καὶ ἤκουσα τὴν φωνὴν τῶν λόγων αὐτοῦ καὶ ἐν τῷ ἀκοῦσαί με αὐτοῦ ἤμην κατανενυγμένος, καὶ τὸ πρόσωπόν μου ἐπὶ τὴν γῆν.

Δαν. 10,9                  Ηκουσα την φωνήν των λόγων του και όταν την ήκουσα, εκυριεύθην από φόβον. Επεσα κάτω με το πρόσωπον στο έδαφος.

Δαν. 10,10         καὶ ἰδοὺ χεὶρ ἁπτομένη μου καὶ ἤγειρέ με ἐπὶ τὰ γόνατά μου.

Δαν. 10,10                 Και ιδού, ένα χέρι με ήγγισε και με εσήκωσε εις τα γόνατά μου

Δαν. 10,11         καὶ εἶπε πρός με· Δανιὴλ ἀνὴρ ἐπιθυμιῶν, σύνες ἐν τοῖς λόγοις, οἷς ἐγὼ λαλῶ πρός σε, καὶ στῆθι ἐπὶ τῇ στάσει σου, ὅτι νῦν ἀπεστάλην πρός σε. καὶ ἐν τῷ λαλῆσαι αὐτὸν πρός με τὸν λόγον τοῦτον ἀνέστην ἔντρομος.

Δαν. 10,11                 και μου είπε· “Δανιήλ, άνθρωπε ευγενών και αγίων επιθυμιών, άκου με προσοχήν και προσπάθησε να κατανόησης τα λόγια, τα οποία εγώ θα σου είπω. Στάσου όρθιος, διότι εγώ έχω αποσταλή προς σε εκ μέρους του Θεού”. Οταν μου είπεν αυτόν τον λόγον εσηκώθηκα όρθιος, αλλά και κατατρομαγμένος.

Δαν. 10,12         καὶ εἶπε πρός με· μὴ φοβοῦ, Δανιήλ, ὅτι ἀπὸ τῆς πρώτης ἡμέρας, ἧς ἔδωκας τὴν καρδίαν σου τοῦ συνεῖναι καὶ κακωθῆναι ἐναντίον Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου, ἠκούσθησαν οἱ λόγοι σου, καὶ ἐγὼ ἦλθον ἐν τοῖς λόγοις σου.

Δαν. 10,12                 Εκείνος δέ μου είπε· “μη φοβείσαι, Δανιήλ, διότι από την πρώτην ημέραν, κατά την οποίαν συ παρέδωσες την καρδίαν σου να μάθης την αλήθειαν, να σκληραγωγηθής και να ταλαιπωρηθής ενώπιον Κυρίου του Θεού σου, ηκούσθησαν οι λόγοι σου από τον Θεόν και εγώ ήλθα να δώσω απόκρισιν στους λόγους σου.

Δαν. 10,13         καὶ ὁ ἄρχων βασιλείας Περσῶν εἱστήκει ἐξ ἐναντίας μου εἴκοσι καὶ μίαν ἡμέραν, καὶ ἰδοὺ Μιχαὴλ εἷς τῶν ἀρχόντων τῶν πρώτων ἦλθε βοηθῆσαί μοι, καὶ αὐτὸν κατέλιπον ἐκεῖ μετὰ τοῦ ἄρχοντος βασιλείας Περσῶν,

Δαν. 10,13                 Ο άγγελος, ο άρχων, κατ' εντολήν του Θεού, του βασιλείου των Περσών, είχε σταθή απέναντί μου και επί είκοσι και μίαν ημέραν με ημπόδιζε. Και ιδού, ο Μιχαήλ ένας από τους πρώτους άρχοντας του ουρανού, ήλθε να με βοηθήση. Αφήκα εγώ αυτόν εκεί να αντιμετωπίση τον άρχοντα του βασιλείου των Περσών,

Δαν. 10,14         καὶ ἦλθον συνετίσαι σε ὅσα ἀπαντήσεται τῷ λαῷ σου ἐπ᾿ ἐσχάτων τῶν ἡμερῶν, ὅτι ἔτι ἡ ὅρασις εἰς ἡμέρας. -

Δαν. 10,14                 και ήλθα να σε ενημερώσω, δια να μάθης τι θα συμβούν στον λαόν σου κατά τας τελευταίας ημέρας. Διότι αυτό το όραμα αναφέρεται εις τας ημέρας εκείνας”.

Δαν. 10,15         Καὶ ἐν τῷ λαλῆσαι αὐτὸν μετ᾿ ἐμοῦ κατὰ τοὺς λόγους τούτους ἔδωκα τὸ πρόσωπόν μου ἐπὶ τὴν γῆν καὶ κατενύγην.

Δαν. 10,15                 Οταν εκείνος μου είπεν αυτούς τους λόγους, εγύρισα το πρόσωπόν μου προς την γην και εκυριεύθην από μεγάλην συγκίνησιν.

Δαν. 10,16         καὶ ἰδοὺ ὡς ὁμοίωσις υἱοῦ ἀνθρώπου ἥψατο τῶν χειλέων μου· καὶ ἤνοιξα τὸ στόμα μου καὶ ἐλάλησα καὶ εἶπα πρὸς τὸν ἑστῶτα ἐναντίον μου· Κύριε, ἐν τῇ ὀπτασίᾳ σου ἐστράφη τὰ ἐντός μου ἐν ἐμοί, καὶ οὐκ ἔσχον ἰσχύν·

Δαν. 10,16                 Και ιδού, κάποιος, που ομοίαζε με άνθρωπον, ήγγισε τα χείλη μου, ήνοιξα το στόμα μου, ωμίλησα προς αυτόν που ίστατο απέναντί μου και του είπα· “Κυριε, καθώς σε είδα, συνεταράχθη το εσωτερικόν μου και δεν μου απέμεινε πλέον δύναμις.

Δαν. 10,17         καὶ πῶς δυνήσεται ὁ παῖς σου, Κύριε, λαλῆσαι μετὰ τοῦ Κυρίου μου τούτου; καὶ ἐγὼ ἀπὸ τοῦ νῦν οὐ στήσεται ἐν ἐμοὶ ἰσχύς, καὶ πνεῦμα οὐχ ὑπελείφθη ἐν ἐμοί.

Δαν. 10,17                 Και πως θα ημπορέσω εγώ ο δούλος σου, Κυριε, να ομιλήσω με σε τον Κυριον μου; Διότι από την στιγμήν αυτήν δεν απέμεινε δύναμις εντός μου. Και αυτή η αναπνοή μου έχει κοπή”.

Δαν. 10,18         καὶ προσέθετο καὶ ἥψατό μου ὡς ὅρασις ἀνθρώπου καὶ ἐνίσχυσέ με

Δαν. 10,18                 Εκείνος που ωμοίαζε με άνθρωπον, με ήγγισε πάλιν, με ενίσχυσε

Δαν. 10,19         καὶ εἶπέ μοι· μὴ φοβοῦ ἀνὴρ ἐπιθυμιῶν, εἰρήνη σοι· ἀνδρίζου καὶ ἴσχυε. καὶ ἐν τῷ λαλῆσαι αὐτὸν μετ᾿ ἐμοῦ ἴσχυσα καὶ εἶπα· λαλείτω ὁ Κύριός μου, ὅτι ἐνίσχυσάς με.

Δαν. 10,19                 και μου είπε· “μη φοβείσαι, άνθρωπε των ευγενών και αγίων επιθυμιών. Η ειρήνη ας είναι μαζή σου. Παρε θάρρος και δύναμιν”. Καθώς δε εκείνος ωμίλησεν έτσι προς εμέ, ησθάνθην ότι επήρα δύναμιν και είπα· “ας ομιλήση ο Κυριος μου, διότι συ με ενεδυνάμωσες”.

Δαν. 10,20         καὶ εἶπεν· εἰ οἶδας, ἱνατί ἦλθον πρός σε; καὶ νῦν ἐπιστρέψω τοῦ πολεμῆσαι μετὰ τοῦ ἄρχοντος Περσῶν· καὶ ἐγὼ ἐξεπορευόμην, καὶ ὁ ἄρχων τῶν Ἑλλήνων ἤρχετο,

Δαν. 10,20                Εκείνος είπε· “γνωρίζεις, τάχα, διατί ήλθα προς σέ; Τωρα εγώ θα επιστρέψω να πολεμήσω με τον άρχοντα άγγελον τον εξουσιάζοντα στους Πέρσας. Οταν εγώ έφευγα, ήρχετο ο άγγελος άρχων των Ελλήνων.

Δαν. 10,21         ἀλλ᾿ ἢ ἀναγγελῶ σοι τὸ ἐντεταγμένον ἐν γραφῇ ἀληθείας, καὶ οὐκ ἔστιν εἷς ἀντεχόμενος μετ᾿ ἐμοῦ περὶ τούτων, ἀλλ᾿ ἢ Μιχαὴλ ὁ ἄρχων ὑμῶν.

Δαν. 10,21                 Ηλθα λοιπόν να σου αναγγείλω αυτό, που είναι γραμμένον στο βιβλίον της αληθείας. Δεν υπάρχει κανείς άλλος να με βοηθήση εις τας υποθέσεις αυτάς, ειμή μόνον ο άρχων του ιδικού σας έθνους, ο Αρχάγγελος Μιχαήλ.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11- ΠΡΟΦΗΤΕΙΕΣ ΠΕΡΙ ΠΟΛΕΜΩΝ ΜΕΤΑΞΥ ΤΩΝ ΕΘΝΩΝ

Δαν. 11,1           Καὶ ἐγὼ ἐν ἔτει πρώτῳ Κύρου ἔστην εἰς κράτος καὶ ἰσχύν.

Δαν. 11,1                    Κατά το πρώτον έτος της βασιλείας του Βασιλέως Κυρου απέκτησα εγώ ισχύν και δύναμιν.

Δαν. 11,2           καὶ νῦν ἀλήθειαν ἀναγγελῶ σοι· ἰδοὺ ἔτι τρεῖς βασιλεῖς ἀναστήσονται ἐν τῇ Περσίδι, καὶ ὁ τέταρτος πλουτήσει πλοῦτον μέγαν παρὰ πάντας· καὶ μετὰ τὸ κρατῆσαι αὐτὸν τοῦ πλούτου αὐτοῦ ἐπαναστήσεται πάσαις βασιλείαις Ἑλλήνων.

Δαν. 11,2                   Τωρα θα σου είπω την αλήθειαν δια τα μελλοντικά γεγονότα. Ιδού, τρεις ακόμη βασιλείς θα εγερθούν εις την Περσίαν. Ο τέταρτος θα αποκτήση μεγάλον πλούτον, περισσότερον από όλους τους άλλους. Οταν δε γίνη κύριος του απέραντου αυτού πλούτου, θα στραφή και θα εκστρατεύση εναντίον όλων των ελληνικών βασιλείων.

Δαν. 11,3           καὶ ἀναστήσεται βασιλεὺς δυνατὸς καὶ κυριεύσει κυριείας πολλῆς καὶ ποιήσει κατὰ τό θέλημα αὐτοῦ.

Δαν. 11,3                   Επειτα θα εγερθή άλλος βασιλεύς ισχυρός, θα επεκτείνη την κυριαρχίαν του εις πολλήν έκτασιν και θα κάμνη αυτό, που θέλει.

Δαν. 11,4           καὶ ὡς ἂν στῇ, ἡ βασιλεία αὐτοῦ συντριβήσεται, καὶ διαιρεθήσεται εἰς τοὺς τέσσαρας ἀνέμους τοῦ οὐρανοῦ καὶ οὐκ εἰς τὰ ἔσχατα αὐτοῦ, οὐδὲ κατὰ τὴν κυριείαν αὐτοῦ, ἣν ἐκυρίευσεν· ὅτι ἐκτιλήσεται ἡ βασιλεία αὐτοῦ καὶ ἑτέροις ἐκτὸς τούτων.

Δαν. 11,4                   Οταν δε θα εδραιωθή πλέον η δύναμις του βασιλείου του, θα καταστραφή και αυτός. Θα διαιρεθή το βασίλειόν του εις τα τέσσαρα σημεία του ορίζοντος, χωρίς όμως και να περιέλθη στους απογόνους του. Δεν θα κυβερνηθούν όμως τα τέσσαρα αυτά βασίλεια, όπως εκείνος τα είχε κυβερνήσει. Διότι το βασίλειόν του εν τω συνόλω πλέον θα εκριζωθή και θα περιέλθη εις άλλους εκτός αυτών.

Δαν. 11,5           καὶ ἐνισχύσει ὁ βασιλεὺς τοῦ νότου· καὶ εἷς τῶν ἀρχόντων αὐτοῦ ἐνισχύσει ἐπ᾿ αὐτὸν καὶ κυριεύσει κυριείαν πολλὴν ἐπ᾿ ἐξουσίας αὐτοῦ.

Δαν. 11,5                   Ο βασιλεύς των νοτίων περιοχών θα αποκτήση δύναμιν μεγάλην. Ενας όμως από τους στρατηγούς του θα αναδειχθή ισχυρότερος από αυτόν και θα κυριάρχηση με πολλήν δύναμιν επί του βασιλείου αυτού.

Δαν. 11,6           καὶ μετὰ τὰ ἔτη αὐτοῦ συμμειγήσονται, καὶ θυγάτηρ βασιλέως τοῦ νότου εἰσελεύσεται πρὸς βασιλέα τοῦ βοῤῥᾶ τοῦ ποιῆσαι συνθήκας μετ᾿ αὐτοῦ· καὶ οὐ κρατήσει ἰσχύος βραχίονος, καὶ οὐ στήσεται τὸ σπέρμα αὐτοῦ, καὶ παραδοθήσεται αὐτὴ καὶ οἱ φέροντες αὐτὴν καὶ ἡ νεᾶνις καὶ ὁ κατισχύων αὐτὴν ἐν τοῖς καιροῖς.

Δαν. 11,6                   Επειτα από ολίγα έτη θα έλθουν εις κοινωνίαν γάμου τα δύο αυτά βασίλεια, διότι η θυγάτηρ του προς νότον βασιλέως θα υπανθρευθή τον βασιλέα του βορρά. Ετσι δε θα συναφθή μεταξύ των δύο βασιλείων συνθήκη. Η θυγάτηρ όμως αυτή δεν θα κρατήση την δύναμιν του βασιλείου και ούτε οι απόγονοι του βασιλέως θα σταθούν εις την εξουσίαν. Η ιδία αυτή, οι ακόλουθοί της, η κόρη της και αυτός, ο οποίος θα την υποστηρίζη, θα παραδοθούν κατά τον καιρόν εκείνον εις καταστροφήν.

Δαν. 11,7           καὶ στήσεται ἐκ τοῦ ἄνθους τῆς ῥίζης αὐτῆς τῆς ἑτοιμασίας αὐτοῦ καὶ ἥξει πρὸς τὴν δύναμιν καὶ εἰσελεύσεται εἰς τὰ ὑποστηρίγματα τοῦ βασιλέως τοῦ βοῤῥᾶ καὶ ποιήσει ἐν αὐτοῖς καὶ κατισχύσει.

Δαν. 11,7                   Ενας από τους βλαστούς της βασιλικής εκείνης ρίζης θα σταθή με μεγάλην προετοιμασίαν και θα επέλθη με δύναμιν πολλήν, θα εισελθη εις τα φρούρια του βασιλέως του βορρά, θα πολεμήση εναντίον αυτού και θα νικήση.

Δαν. 11,8           καί γε τοὺς θεοὺς αὐτῶν μετὰ τῶν χωνευτῶν αὐτῶν, πᾶν σκεῦος ἐπιθυμητὸν αὐτῶν ἀργυρίου καὶ χρυσίου, μετὰ αἰχμαλωσίας οἴσει εἰς Αἴγυπτον· καὶ αὐτὸς στήσεται ὑπὲρ βασιλέα τοῦ βοῤῥᾶ.

Δαν. 11,8                   Θα διαρπάση και θα φέρη εις την Αίγυπτον τους θεούς εκείνων, τα χωνευτά αυτών αγάλματα, κάθε πολύτιμον αντικείμενον από άργυρον και χρυσόν. Αυτός λοιπόν θα υπερισχύση εναντίον του βασιλέως του βορρά.

Δαν. 11,9           καὶ εἰσελεύσεται εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ βασιλέως τοῦ νότου, καὶ ἀναστρέψει εἰς τὴν γῆν αὐτοῦ.

Δαν. 11,9                   Επειτα ο βασιλεύς του βορρά θα επέλθη εναντίον του νοτίου βασιλείου, εναντίον της Αιγύπτου. Δεν θα ημπορέση όμως να παραμείνη εκεί και θα επανέλθη εις την χώραν του.

Δαν. 11,10         καὶ οἱ υἱοὶ αὐτοῦ συνάξουσιν ὄχλον δυνάμεων πολλῶν, καὶ ἐλεύσεται ἐρχόμενος καὶ κατακλύζων· καὶ παρελεύσεται καὶ καθίεται καὶ συμπροσπλακήσεται ἕως τῆς ἰσχύος αὐτοῦ.

Δαν. 11,10                 Οι υιοί όμως του βασιλέως του βορρά θα συγκεντρώσουν μεγάλην στρατιωτικήν δύναμιν, η οποία και θα επέλθη εναντίον του νοτίου βασιλείου και θα κατακλύση αυτό. Θα περιέρχεται νικηφόρως την περιοχήν, θα επέρχεται με ορμήν και θα κτυπήση όλην την δύναμιν εκείνου.

Δαν. 11,11         καὶ ἀγριανθήσεται βασιλεὺς τοῦ νότου καὶ ἐξελεύσεται καὶ πολεμήσει μετὰ τοῦ βασιλέως τοῦ βοῤῥᾶ· καὶ στήσει ὄχλον πολύν, καὶ παραδοθήσεται ὁ ὄχλος ἐν χειρὶ αὐτοῦ·

Δαν. 11,11                  Τοτε ο βασιλεύς των νοτίων περιοχών, ο βασιλεύς της Αιγύπτου, θα εξαγριωθή και θα εξέλθη εις πόλεμον και θα πολεμήση εναντίον του βασιλέως του βορρά. Θα παρατάξη στρατόν πολύν και ο πολύς στρατός του βασιλέως του βορρά θα παραδοθή εις τας χείρας του βασιλέως της Αιγύπτου.

Δαν. 11,12         καὶ λήψεται τὸν ὄχλον, καὶ ὑψωθήσεται ἡ καρδία αὐτοῦ, καὶ καταβαλεῖ μυριάδας καὶ οὐ κατισχύσει.

Δαν. 11,12                 Θα συλλάβη αιχμάλωτον τον στρατόν εκείνον· θα υπερηφανευθή η καρδία του, θα συντρίψη μυριάδας, αλλά τελικώς δεν θα υπερίσχυση.

Δαν. 11,13         καί ἐπιστρέψει ὁ βασιλεὺς τοῦ βοῤῥᾶ καὶ ἄξει ὄχλον πολὺν ὑπὲρ τὸν πρότερον καὶ εἰς τὸ τέλος τῶν καιρῶν ἐνιαυτῶν ἐπελεύσεται εἰσόδια ἐν δυνάμει μεγάλῃ καὶ ἐν ὑπάρξει πολλῇ.

Δαν. 11,13                  Ο βασιλεύς των βορείων περιοχών θα επιστρέψη εις την χώραν του, θα συγκεντρώση στρατόν πολύν, πολυαριθμότερον από τον πρώτον, και έπειτα από ωριαμένα έτη θα επέλθη κατά της Αιγύπτου, θα εισελθη εις αυτήν με μεγάλην στρατιωτικήν δύναμιν και με πάρα πολλά εφόδια.

Δαν. 11,14         καὶ ἐν τοῖς καιροῖς ἐκείνοις πολλοὶ ἐπαναστήσονται ἐπὶ βασιλέα τοῦ νότου· καὶ οἱ υἱοὶ τῶν λοιμῶν τοῦ λαοῦ σου ἐπαρθήσονται τοῦ στῆσαι ὅρασιν καὶ ἀσθενήσουσι.

Δαν. 11,14                 Κατά τον καιρόν εκείνον και πολλοί άλλοι θα επαναστατήσουν εναντίον του βασιλέως της Αιγύπτου. Φαύλοι δε άνθρωποι του λαού σου θα αλαζονευθούν και θα επαναστατήσουν και αυτοί, αλλά θα καταστραφούν και έτσι θα εκπληρωθή η προφητεία.

Δαν. 11,15         καὶ εἰσελεύσεται βασιλεὺς τοῦ βοῤῥᾶ καὶ ἐκχεεῖ πρόσχωμα καὶ συλλήψεται πόλεις ὀχυράς, καὶ οἱ βραχίονες τοῦ βασιλέως τοῦ νότου οὐ στήσονται, καὶ ἀναστήσονται οἱ ἐκλεκτοὶ αὐτοῦ, καὶ οὐκ ἔσται ἰσχὺς τοῦ στῆναι.

Δαν. 11,15                  Ο βασιλεύς του βορρά θα εισέλθη, θα υψώση προχώματα και προμαχώνας γύρω από τας πόλεις. Θα καταλάβη πόλεις ισχυράς, ενώ αι δυνάμστου βασιλέως του νότου δεν θα ημπορέσουν να αντισταθούν. Θα εγειρθούν βέβαια οι εκλεκτοί του άνδρες κατά τον πόλεμον αυτόν, αλλά και αυτοί δεν θα έχουν την ισχύν της αποτελεσματικής αντιστάσεως.

Δαν. 11,16         καὶ ποιήσει ὁ εἰσπορευόμενος πρὸς αὐτὸν κατὰ τὸ θέλημα αὐτοῦ, καὶ οὐκ ἔστιν ἑστὼς κατὰ πρόσωπον αὐτοῦ· καὶ στήσεται ἐν τῇ γῇ τοῦ Σαβεί, καὶ συντελεσθήσεται ἐν τῇ χειρὶ αὐτοῦ.

Δαν. 11,16                 Ο βασιλεύς του βορρά θα εισέλθη εις την Αίγυπτον, θα πράττη σύμφωνα με το θέλημά του και δεν θα υπάρχει άνθρωπος, ο οποίος θα ημπορέση να αντισταθή εναντίον του. Θα σταματήση εις την περιοχήν Σαβεί και δια της δυνάμεώς του θα καταστρέψη, αυτήν.

Δαν. 11,17         καὶ τάξει τὸ πρόσωπον αὐτοῦ εἰσελθεῖν ἐν ἰσχύϊ πάσης τῆς βασιλείας αὐτοῦ καὶ εὐθεῖα πάντα μετ᾿ αὐτοῦ ποιήσει· καὶ θυγατέρα τῶν γυναικῶν δώσει αὐτῷ τοῦ διαφθεῖραι αὐτήν, καὶ οὐ μὴ παραμείνῃ καὶ οὐκ αὐτῷ ἔσται.

Δαν. 11,17                  Θα αποφασίση να εισέλθη με όλην αυτού την βασιλικήν δύναμιν στο βασίλειον της Αιγύπτου, θα συμβιβασθή όμως και θα κάμη ειρήνην με την Αίγυπτον. Θα δώση την θυγατέρα του ως σύζυγον στον βασιλέα της Αιγύπτου, ώστε δια μέσου αυτής να διαβρώση την Αίγυπτον. Εκείνη όμως δεν θα παραμείνη πιστή στον πατέρα της και δεν θα ανήκη εις αυτόν και εις τα σχέδιά του.

Δαν. 11,18         καὶ ἐπιστρέψει τὸ πρόσωπον αὐτοῦ εἰς τὰς νήσους καὶ συλλήψεται πολλὰς καὶ καταπαύσει ἄρχοντας ὀνειδισμοῦ αὐτῶν, πλὴν ὀνειδισμὸς αὐτοῦ ἐπιστρέψει αὐτῷ.

Δαν. 11,18                 Θα στρέψη τότε την προσοχήν και το βλέμμα του εις τας νήσους, θα κυριεύση πολλάς από αυτάς, τους άρχοντας αυτών ηττημένους και εξευτελισμένους, θα καθαιρέση. Εν τέλει όμως θα ηττηθή και αυτός και ο ονειδισμός, στον οποίον έρριψε τους άλλους θα πέση επάνω του.

Δαν. 11,19         καὶ ἐπιστρέψει τὸ πρόσωπον αὐτοῦ εἰς τὴν ἰσχὺν τῆς γῆς αὐτοῦ καί ἀσθενήσει καὶ πεσεῖται καὶ οὐχ εὑρεθήσεται.

Δαν. 11,19                 Επειτα θα στρέψη την προσοχήν του εις τας δυνάμεις της χώρας του δια την ασφάλειαν το βασιλείου του. Θα εξασθενήση όμως, θα πέση, θα καταστραφή και δεν θα ευρεθή ο τόπος του.

Δαν. 11,20         καὶ ἀναστήσεται ἐκ τῆς ῥίζης αὐτοῦ φυτὸν τῆς βασιλείας ἐπὶ τὴν ἑτοιμασίαν αὐτοῦ παραβιβάζων, πράσσων δόξαν βασιλείας καὶ ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις συντριβήσεται καὶ οὐκ ἐν ποσώποις οὐδὲ ἐν πολέμῳ.

Δαν. 11,20                 Θα εγερθή από την βασιλικήν αυτού ρίζαν ένας, δια να γίνη άρχων και κύριος εις όσα εκείνος ητοίμασεν. Αυτός όμως θα εκτραπή εκμεταλλευόμενος την δόξαν της βασιλείας του. Αλλά κατά τας ημέρας εκείνας θα συντριβή οχι εις πόλεμον αλλά κατ' άλλον τρόπον (δια δολοφονίας με δηλητήριον).

Δαν. 11,21         στήσεται ἐπὶ τὴν ἑτοιμασίαν αὐτοῦ· ἐξουδενώθη, καὶ οὐκ ἔδωκαν ἐπ᾿ αὐτὸν δόξαν βασιλείας· καὶ ἥξει ἐν εὐθηνίᾳ καὶ κατισχύσει βασιλείας ἐν ὀλισθήμασι.

Δαν. 11,21                 Θα έλθη άλλος εις την θέσιν του. Αυτός όμως θα είναι εξουδενωμένος και δεν θα αποδώσουν εις αυτόν βασιλικήν δόξαν Εν τούτοις θα έλθη με πλούτον πολύν και δια δολίων τρόπων θα κυριαρχήση επί του βασιλείου του.

Δαν. 11,22         καὶ βραχίονες τοῦ κατακλύζοντος κατακλυσθήσονται ἀπὸ προσώπου αὐτοῦ καὶ συντριβήσονται, καὶ ἡγούμενος διαθήκης

Δαν. 11,22                 Δυνάμεις στρατιωτικαί, που ως χείμαρρος γεμίζουν τον τόπον, του βασιλέως της Αιγύπτου θα κατακλυσθούν από στρατεύματα του βασιλέως του βορρά και θα συντριβούν. Θα συντριβή δε τότε ο Ιουδαίος αρχιερεύς της περιόδου εκείνης.

Δαν. 11,23         καὶ ἀπὸ τῶν συναναμείξεων πρὸς αὐτὸν ποιήσει δόλον καὶ ἀναβήσεται καὶ ὑπερισχύσει αὐτοῦ ἐν ὀλίγῳ ἔθνει.

Δαν. 11,23                 Ο δε από βορρά βασιλεύς έπειτα από τας συνθήκας και τας ειρηνικάς επικοινωνίας με τον εχθρόν του, θα φερθή δολίως. Θα τον επισκεφθή με μικράν δύναμιν και θα κατορθώση να υπερισχύση εναντίον αυτού.

Δαν. 11,24         καὶ ἐν εὐθηνίᾳ καὶ ἐν πίοσι χώραις ἥξει καὶ ποιήσει ἃ οὐκ ἐποίησαν οἱ πατέρες αὐτοῦ καὶ πατέρες τῶν πατέρων αὐτοῦ· προνομὴν καὶ σκῦλα καὶ ὕπαρξιν αὐτοῖς διασκορπιεῖ καὶ ἐπ᾿ Αἴγυπτον λογιεῖται λογισμοὺς αὐτοῦ καὶ ἕως καιροῦ.

Δαν. 11,24                 Θα εισελθη εις ευφόρους και πλουσίας χώρας και θα κάμη πράγματα, τα οποία οι πατέρες του δεν έκαμαν, ούτε οι πατέρες των πατέρων των. Υποκριτικώς φέρομενος θα διασκορπίση εις τας χώρας αυτά λάφυρα και πολύν επισιτισμόν. Σχεδιάζει όμως πονηρά εναντίον της Αιγύπτου. Αυτά δε όλα μέχρις ωρισμένου καιρού.

Δαν. 11,25         καὶ ἐξεγερθήσεται ἡ ἰσχὺς αὐτοῦ καὶ ἡ καρδία αὐτοῦ ἐπὶ βασιλέα τοῦ νότου ἐν δυνάμει μεγάλῃ, καὶ ὁ βασιλεὺς τοῦ νότου συνάψει πόλεμον ἐν δυνάμει μεγάλῃ καὶ ἰσχυρᾷ σφόδρα· καὶ οὐ στήσονται, ὅτι λογιοῦνται ἐπ᾿ αὐτὸν λογισμούς·

Δαν. 11,25                 Θα εξεγείρη την καρδίαν του και τον στρατόν του προς νότον εναντίον του βασιλέως της Αιγύπτου και θα επέλθη έναντίον αυτού με μεγάλην στρατιωτικήν δύναμιν. Ο βασιλεύς του νότου, δηλαδή της Αιγύπτου, θα συνάψη πόλεμον εναντίον αυτού με μεγάλην δύναμιν, ισχυράν πολύ. Δεν θα ημπορέσουν όμως αυτός και τα στρατεύματά του να αντισταθούν παρ' όλα τα σχέδιά των που εσκέφθησαν εναντίον αυτού.

Δαν. 11,26         καὶ φάγονται τὰ δέοντα αὐτοῦ καὶ συντρίψουσιν αὐτόν, καὶ δυνάμεις κατακλύσει, καὶ πεσοῦνται τραυματίαι πολλοί.

Δαν. 11,26                 Θα καταφάγουν τας προμηθείας αυτού, θα τον συντρίψουν, θα δι ασκορπίσουν τας στρατιωτιικάς του δυνάμεις και τότε θα πέσουν πολλοί νεκροί.

Δαν. 11,27         καὶ ἀμφότεροι οἱ βασιλεῖς, αἱ καρδίαι αὐτῶν εἰς πονηρίαν, καὶ ἐπὶ τραπέζῃ μιᾷ ψευδῆ λαλήσουσι, καὶ οὐ κατευθυνεῖ, ὅτι ἔτι πέρασις καιρῶν.

Δαν. 11,27                 Οι δύο αυτοί βασιλείς, με δολίας και πονηράς τας καρδίας αυτών, θα παρακαθήσουν εις μίαν υποκριτικήν τράπεζαν, με την πονηράν διάθεσιν να εξαπατήση ο ενας τον άλλον. Κανείς όμως από αυτούς δεν θα ευοδωθή εις τα σχέδιά του και τα έργα του, διότι και στους δύο εδόθη προθεσμία χρόνου.

Δαν. 11,28         καὶ ἐπιστρέψει εἰς τὴν γῆν αὐτοῦ ἐν ὑπάρξει πολλῇ, καὶ ἡ καρδία αὐτοῦ ἐπὶ διαθήκην ἁγίαν, καὶ ποιήσει καὶ ἐπιστρέψει εἰς τὴν γῆν αὐτοῦ.

Δαν. 11,28                 Θα επανέλθη τότε ο βασιλεύς του βορρά εις την χώραν του με πολύν πλούτον. Η καρδία του όμως θα μελετά πονηρά σχέδια εναντίον του λαού και της αγίας Διαθήκης. Θα πραγματοποιήση τα πονηρά του σχέδια και έπειτα θα συνεχίση την πορείαν του δια την χώραν του.

Δαν. 11,29         εἰς τὸν καιρὸν ἐπιστρέψει καὶ ἥξει ἐν τῷ νότῳ, καὶ οὐκ ἔσται ὡς ἡ πρώτη καὶ ὡς ἡ ἐσχάτη.

Δαν. 11,29                 Μετά πάροδον καιρού θα στραφή πάλιν προς νότον εναντίον της Αιγύπτου. Δεν θα είναι όμως η εκστρατεία του αυτή επιτυχής, όπως η πρώτη και η δευτέρα.

Δαν. 11,30         καὶ εἰσελεύσονται ἐν αὐτῷ οἱ ἐκπορευόμενοι Κίτιοι, καὶ ταπεινωθήσεται· καὶ ἐπιστρέψει καὶ θυμωθήσεται ἐπὶ διαθήκην ἁγίαν· καὶ ποιήσει καὶ ἐπιστρέψει καὶ συνήσει ἐπὶ τοὺς καταλιπόντας διαθήκην ἁγίαν.

Δαν. 11,30                 Θα επέλθουν εναντίον αυτού Κυπριοι και Ρωμαίοι στρατιώται, από τους οποίους και θα ταπεινωθή. Θα καταληφθή από θυμόν και θα στραφή πάλιν εναντίον της αγίας Διαθήκης. Θα διαπράξη ανοσιουργήματα, θα αναχωρήση επιστρέφων προς την πατρίδα του και θα σκέπτεται συνεχώς, πως να προσεταιρισθή τους Ιουδαίους εκείνους, οι οποίοι παρέβησαν την αγίαν Διαθήκην.

Δαν. 11,31         καὶ σπέρματα ἐξ αὐτοῦ ἀναστήσονται καὶ βεβηλώσουσι τὸ ἁγίασμα τῆς δυναστείας καὶ μεταστήσουσι τὸν ἐνδελεχισμὸν καὶ δώσουσι βδέλυγμα ἠφανισμένων.

Δαν. 11,31                  Θα αφήση δε εκεί υπόλοιπα των στρατευμάτων του, τα οποία θα βεβηλώσουν τον ιερόν ναόν, την ιεράν αυτήν και ηθικήν ακρόπολιν των Ιουδαίων, θα θέσουν τέρμα εις τας καθημερινάς θυσίας και εις την έρημον από Ιουδαίους πόλιν θα στήσουν βδελυρά είδωλα.

Δαν. 11,32         καὶ οἱ ἀνομοῦντες διαθήκην ἐπάξουσιν ἐν ὀλισθήμασι, καὶ λαὸς γινώσκοντες Θεὸν αὐτοῦ κατισχύσουσι καὶ ποιήσουσι.

Δαν. 11,32                 Οι δε αποστάται Ιουδαίοι θα προτείνουν δολίαν συμφωνίαν. Ο λαός όμως, ο οποίος γνωρίζει και πιστεύει στον Θεόν του, θα υπερισχύση και θα πράξη ο,τι πρέπει.

Δαν. 11,33         καὶ οἱ συνετοὶ τοῦ λαοῦ συνήσουσιν εἰς πολλά· καὶ ἀσθενήσουσιν ἐν ῥομφαίᾳ καὶ ἐν φλογὶ καὶ ἐν αἰχμαλωσίᾳ καὶ ἐν διαρπαγῇ ἡμερῶν.

Δαν. 11,33                 Οι κατά Θεόν συνετοί εκ του λαού, οι ευλαβούμενοι τον Κυριον, θα δοκιμάσουν πολλάς περιπετείας. Θα πέσουν δια πυρός και σιδήρου, θα οδηγηθούν αιχμάλωτοι, θα διαρπαγούν τα υπάρχοντά των. Τούτο δε επί διάστημα ωρισμένου καιρού.

Δαν. 11,34         καὶ ἐν τῷ ἀσθενῆσαι αὐτοὺς βοηθηθήσονται βοήθειαν μικράν, καὶ προστεθήσονται πρὸς αὐτοὺς πολλοὶ ἐν ὀλισθήμασι.

Δαν. 11,34                 Οταν περιέλθουν εις αδυναμίαν, θα πάρουν κάποιαν μιικράν βοήθειαν, αλλά και πολλοί θα προστεθούν με το μέρος των δολίως και υποκριτικώς.

Δαν. 11,35         καὶ ἀπὸ τῶν συνιέντων ἀσθενήσουσι τοῦ πυρῶσαι αὐτοὺς καὶ τοῦ ἐκλέξασθαι καὶ τοῦ ἀποκαλυφθῆναι ἕως καιροῦ πέρας, ὅτι ἔτι εἰς καιρόν.

Δαν. 11,35                 Μερικοί και από αυτούς ακόμη τους συνετούς άρχοντας θα κλονισθούν, δια να καθαρισθούν τρόπον τινά δια του πυρός, ώστε ο Κυριος να εκλέξη τους πράγματι αξίους του. Θα αποκαλυφθούν δε εξ άλλου οι ανάξιοι. Και ταύτα μέχρις ότου έλθη ο καιρός του τέλους. Διότι ο καιρός αυτός έχει ήδη καθορισθή.

Δαν. 11,36         καὶ ποιήσει κατὰ τὸ θέλημα αὐτοῦ καὶ ὁ βασιλεὺς ὑψωθήσεται καὶ μεγαλυνθήσεται ἐπὶ πάντα θεὸν καὶ λαλήσει ὑπέρογκα καὶ κατευθυνεῖ, μέχρις οὗ συντελεσθῇ ἡ ὀργή, εἰς γὰρ συντέλειαν γίνεται.

Δαν. 11,36                 Ο ασεβής αυτός βασιλεύς θα πράττη πάντοτε σύμφωνα με το αμαρτωλόν και εγωϊστικόν αυτού θέλημα. Θα υψωθή, θα αλαζονευθή εναντίον παντός θεού, θα ομιλή αλαζονικώς. Θα ευοδώνωνται όμως αι επιχειρήσστου, μέχρις ότου εκσπάση εναντίον του και ολοκληρωθή κατ' αυτού η θεία οργή. Διότι όλα αυτά κατευθύνονται στο προκαθωρισμένον τέρμα.

Δαν. 11,37         καὶ ἐπὶ πάντας θεοὺς τῶν πατέρων αὐτοῦ οὐ συνήσει καὶ ἐπὶ ἐπιθυμίαν γυναικῶν καὶ ἐπὶ πᾶν θεὸν οὐ συνήσει, ὅτι ἐπὶ πάντας μεγαλυνθήσεται·

Δαν. 11,37                 Προς κανένα από τους θεούς των προγόνων του δεν θα δείξη σεβασμόν. Αδιάφορος θα μένη και προς τας γυναίκας. Κανένα θεόν δεν θα σέβεται, διότι αυτός θα θελήση να υψώση τον εαυτόν του πάρα πάνω από όλους τους θεούς και ανθρώπους.

Δαν. 11,38         καὶ θεὸν μαωζεὶν ἐπὶ τόπου αὐτοῦ δοξάσει καὶ θεόν, ὃν οὐκ ἔγνωσαν οἱ πατέρες αὐτοῦ, δοξάσει ἐν χρυσῷ καὶ ἀργύρῳ καὶ λίθῳ τιμίῳ καὶ ἐν ἐπιθυμήμασι.

Δαν. 11,38                 Θα σεβσασθή μόνον τον θεόν Μαωζείν, θεόν του πολέμου, στον ναόν του. Θεόν, τον ποίον δεν εγνώρισαν οι πρόγονοί του. Αυτόν θα τον τιμήση με χρυσόν και άργυρον και πολυτίμους λίθους με ζηλευτά πολύτιμα δώρα.

Δαν. 11,39         καὶ ποιήσει τοῖς ὀχυρώμασι τῶν καταφυγῶν μετὰ θεοῦ ἀλλοτρίου καὶ πληθυνεῖ δόξαν καὶ ὑποτάξει αὐτοῖς πολλοὺς καὶ γῆν διελεῖ ἐν δώροις.

Δαν. 11,39                 Με την βοήθειαν, όπως νομίζει, του ξένου αυτού θεού του πολέμου θα οικοδομήση οχυρώματα απόρθητα δια τας στρατιωτικάς φρουράς του. Με τας κατακτήσστου θα αποκτήση πολλήν δόξαν, θα έχη πολλούς συνεργάτας, στους οποίους θα παραχωρήση χώρας και θα διανείμη δώρα.

Δαν. 11,40         καὶ ἐν καιροῦ πέρατι συγκερατισθήσεται μετὰ τοῦ βασιλέως τοῦ νότου, καὶ συναχθήσεται ἐπ᾿ αὐτὸν βασιλεὺς τοῦ βοῤῥᾶ ἐν ἅρμασι καὶ ἐν ἱππεῦσι καὶ ἐν ναυσὶ πολλαῖς καὶ εἰσελεύσονται εἰς τὴν γῆν καὶ συντρίψει καὶ παρελεύσεται.

Δαν. 11,40                 Οταν όμως έλθη το πέρας των καθωρισμένων καιρών, θα συγκρουσθή με τον βασιλέα του νότου, της Αιγύπτου. Ο βασιλεύς το βορρά θα επέλθη εναντίον του βασιλέως του νότου, του Φαραώ της Αιγύπτου, με άρματα και ιππείς, με πολύ ναυτικόν. Θα εισέλθη εις την χώραν του Φαραώ, εις την Αίγυπτον, θα συντρίψη αυτήν και θα περάση δια μέσου αυτής.

Δαν. 11,41         καὶ εἰσελεύσεται εἰς τὴν γῆν τοῦ σαβεί, καὶ πολλοὶ ἀσθενήσουσι· καὶ οὗτοι διασωθήσονται ἐκ χειρὸς αὐτοῦ, Ἐδὼμ καὶ Μωάβ, καὶ ἀρχὴ υἱῶν Ἀμμών.

Δαν. 11,41                 Θα εισέλθη εις την χώραν Σαβεί, (την Παλαισινην), θα πέσουν εν στόματι μαχαίρας πολλοί. Εκείναι αι χώραι αι οποίαι θα διασωθούν από τα χέρια του, θα είναι η Ιδουμαία, η χώρα Μωάβ και η σπουδεοτέρα περιοχή της χώρας των Αμμωνιτών.

Δαν. 11,42         καὶ ἐκτενεῖ τὴν χεῖρα αὐτοῦ ἐπὶ τὴν γῆν, καὶ γῆ Αἰγύπτου οὐκ ἔσται εἰς σωτηρίαν.

Δαν. 11,42                 Θα απλώση την κυριαρχίαν του και εις άλλας περιοχάς. Η χώρα της Αγύπτου δεν θα γλυτώση από αυτόν.

Δαν. 11,43         καὶ κυριεύσει ἐν τοῖς ἀποκρύφοις τοῦ χρυσοῦ καὶ τοῦ ἀργύρου καὶ ἐν πᾶσιν ἐπιθυμητοῖς Αἰγύπτου καὶ Λιβύων καὶ Αἰθιόπων ἐν τοῖς ὀχυρώμασιν αὐτῶν.

Δαν. 11,43                 Θα γίνη κύριος κρυμμένων θησαυρών χρυσού και αργύρου και παντός άλλου πολυτίμου αντικειμένου της Αιγύπτου, των Λιβύων και Αιθιόπων, θησαυρών που είχαν αποκρυβή εις φρούρια.

Δαν. 11,44         καὶ ἀκοαὶ καὶ σπουδαὶ ταράξουσιν αὐτὸν ἐξ ἀνατολῶν καὶ ἀπὸ βοῤῥᾶ, καὶ ἥξει ἐν θυμῷ πολλῷ τοῦ ἀφανίσαι καὶ τοῦ ἀναθεματίσαι πολλοὺς

Δαν. 11,44                 Δυσμενείς όμως επείγουσαι πληροφορίαι από τας ανατολικάς και βορείους περιοχάς θα τον ταράξουν. Θα επέλθη εναντίον αυτών με θυμόν πολύν, δια να εξαφανίση τους εχθρούς αυτούς, να τους παραδώση στο ανάθεμα και τον όλεθρον.

Δαν. 11,45         καὶ πήξει τὴν σκηνὴν αὐτοῦ ἐφαδανῶ ἀναμέσον τῶν θαλασσῶν, εἰς ὄρος σαβεὶ ἅγιον· καὶ ἥξει ἕως μέρους αὐτοῦ, καὶ οὐκ ἔστιν ὁ ῥυόμενος αὐτόν.

Δαν. 11,45                 Θα στήση το ανάκτορόν του αναμέσον των δύο θαλασσών, της Μεσογείου και της Νεκράς Θαλάσσης, στο ένδοξον άγιον όρος. Τοτε όμως θα φθάση το τέλος του και δεν θα ευρεθή κανείς να τον γλυτώση.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12- Ο ΑΡΧΑΓΓΕΛΟΣ ΜΙΧΑΗΛ, Η ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ ΚΑΙ Η ΩΡΑ ΤΟΥ ΤΕΛΟΥΣ  

Δαν. 12,1           Καὶ ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ ἀναστήσεται Μιχαὴλ ὁ ἄρχων ὁ μέγας, ὁ ἑστηκὼς ἐπὶ τοὺς υἱοὺς τοῦ λαοῦ σου· καὶ ἔσται καιρὸς θλίψεως, θλῖψις οἵα οὐ γέγονεν ἀφ᾿ οὗ γεγένηται ἔθνος ἐν τῇ γῇ ἕως τοῦ καιροῦ ἐκείνου· καὶ ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ σωθήσεται ὁ λαός σου, πᾶς ὁ γεγραμμένος ἐν τῇ βίβλῳ·

Δαν. 12,1                   Κατά τον καιρόν εκείνον θα εγερθή ο αρχάγγελος Μιχαήλ, ο οποίος στέκεται προστάτης των υιών του ιουδαϊκού λαού σου. Θα είναι τότε περίοδος θλίψεως, μεγάλης θλίψεως, ομοία της οποίας δεν έγινεν από της εποχής που υπήρξαν άνθρωποι και έθνη επί της γης, έως την εποχήν εκείνην. Κατά την περίοδον όμως της μεγάλης αυτής θλίψεως θα σωθούν από τον λαόν σου αυτοί, που είναι γραμμένοι στο βιβλίον της ζωής.

Δαν. 12,2           καὶ πολλοὶ τῶν καθευδόντων ἐν γῆς χώματι ἐξεγερθήσονται, οὗτοι εἰς ζωὴν αἰώνιον καὶ οὗτοι εἰς ὀνειδισμὸν καὶ εἰς αἰσχύνην αἰώνιον.

Δαν. 12,2                  Πολλοί από εκείνους, που έχουν κοιμηθή και ευρίσκονται στον τάφον, θα αναστηθούν, άλλοι μεν εις ζωήν αιώνιον, άλλοι δε εις καταισχύνην αιώνιον.

Δαν. 12,3           καὶ οἱ συνιέντες ἐκλάμψουσιν ὡς ἡ λαμπρότης τοῦ στερεώματος καὶ ἀπὸ τῶν δικαίων τῶν πολλῶν ὡς οἱ ἀστέρες εἰς τοὺς αἰῶνας καὶ ἔτι.

Δαν. 12,3                   Οσοι εμελέτησαν, ενόησαν και ετήρησαν τον νόμον του Κυρίου, θα λάμψουν με τέτοιαν λαμπρότητα, ωσάν την λαμπρότητα του ουρανού. Και πολλοί από τους δικαίους θα λάμψουν, όπως οι αστέρες στους αιώνας των αιώνων.

Δαν. 12,4           καὶ σύ, Δανιήλ, ἔμφραξον τοὺς λόγους καὶ σφράγισον τὸ βιβλίον ἕως καιροῦ συντελείας, ἕως διδαχθῶσι πολλοὶ καὶ πληθυνθῇ ἡ γνῶσις. -

Δαν. 12,4                  Και συ, Δανιήλ, κλείσε αυτούς τους λόγους, σφράγισε το βιβλίον μέχρι του τέλους του καθωρισμένου καιρού. Τοτε ένας μεγάλος αριθμός ανθρώπων θα διδαχθή και θα αυξηθή έτσι η γνώσις του θείου θελήματος”.

Δαν. 12,5           Καὶ εἶδον ἐγὼ Δανιὴλ καὶ ἰδοὺ δύο ἕτεροι εἱστήκεισαν, εἷς ἐντεῦθεν τοῦ χείλους τοῦ ποταμοῦ καὶ εἷς ἐντεῦθεν τοῦ χείλους τοῦ ποταμοῦ.

Δαν. 12,5                   Εγώ ο Δανιήλ είδον και ιδού δύο άλλοι άνδρες είχαν σταθή όρθιοι, ο ένας εις την μίαν όχθην του ποταμού ο δε άλλος εις την άλλην όχθην.

Δαν. 12,6           καὶ εἶπε τῷ ἀνδρὶ τῷ ἐνδεδυμένῳ τὰ βαδδίν, ὃς ἦν ἐπάνω τοῦ ὕδατος τοῦ ποταμοῦ· ἕως πότε τὸ πέρας ὧν εἴρηκας τῶν θαυμασίων;

Δαν. 12,6                  Ενας από αυτούς είπεν στον άνδρα, ο οποίος εφορούσε ένδυμα λίνον και ήτο επάνω από το νερό του ποταμού· “πότε θα έλθη το τέρμα των θαυμασίων αυτών πραγμάτων, τα οποία είπες;”

Δαν. 12,7           καὶ ἤκουσα τοῦ ἀνδρὸς τοῦ ἐνδεδυμένου τὰ βαδδίν, ὃς ἦν ἐπάνω τοῦ ὕδατος τοῦ ποταμοῦ, καὶ ὕψωσε τὴν δεξιὰν αὐτοῦ καὶ τὴν ἀριστερὰν αὐτοῦ εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ὤμοσεν ἐν τῷ ζῶντι εἰς τὸν αἰῶνα, ὅτι εἰς καιρὸν καιρῶν καὶ ἥμισυ καιροῦ· ἐν τῷ συντελεσθῆναι διασκορπισμὸν γνώσονται πάντα ταῦτα.

Δαν. 12,7                   Ηκουσα τον άνδρα τον ενδεδυμένον το πολύτιμον λινούν ένδυμα, ο οποίος ήτο επάνω από το ύδωρ του ποταμού. Αυτός αφού ύψωσε την δεξιάν του και την αριστεράν του χείρα στον ουρανόν και ωρκίσθη στον αιωνίως ζώντα Κυριον, είπε· “κατά το έτος των ετών και κατά το ήμισυ ακόμη του έτους, εις 3.5            έτη, όταν θα ολακληρωθή και θα λάβη τέρμα ο διασκορπισμός του λαού του Θεού, τότε θα μάθουν και θα εννοήσουν την αλήθειαν όλων αυτών των προφητειών”.

Δαν. 12,8           καὶ ἐγὼ ἤκουσα καὶ οὐ συνῆκα καὶ εἶπα· Κύριε, τί τὰ ἔσχατα τούτων;

Δαν. 12,8                  Εγώ ήκουσα αυτά αλλά δεν τα ενόησα και ηρώτησα· “Κυριε, πότε θα έλθη το τέλος αυτών των πραγμάτων;”

Δαν. 12,9           καὶ εἶπε· δεῦρο Δανιήλ, ὅτι ἐμπεφραγμένοι καὶ ἐσφραγισμένοι οἱ λόγοι, ἕως καιροῦ πέρας·

Δαν. 12,9                  Και μου απήντησεν· “ελά, Δανιήλ, πάψε να ερωτάς. Οι λόγοι αυτοί είναι κλεισμένοι και σφραγισμένοι, έως ότου έλθη το τέλος του καθωρισμένου καιρού.

Δαν. 12,10         ἐκλεγῶσι καὶ ἐκλευκανθῶσι καὶ πυρωθῶσι καὶ ἁγιασθῶσι πολλοί, καὶ ἀνομήσωσιν ἄνομοι· καὶ οὐ συνήσουσι πάντες ἄνομοι, καὶ οἱ νοήμονες συνήσουσι.

Δαν. 12,10                 Οι δίκαιοι θα αναδειχθούν, θα λευκανθούν δια των θλίψεων, θα καθαρισθούν ως δια πυρός, θα αγνισθούν πολλοί. Οι παράνομοι όμως θα εκτραπούν εις περισσοτέρας και μεγαλυτέρας ανομίας. Ολοι οι ασεβείς δεν θα εννοήσουν τίποτε, από όσα έχουν προφητευθή. Οι ευσεβείς όμως θα εννοήσουν καλώς τα πάντα.

Δαν. 12,11         καὶ ἀπὸ καιροῦ παραλλάξεως τοῦ ἐνδελεχισμοῦ καὶ τοῦ δοθῆναι βδέλυγμα ἐρημώσεως ἡμέραι χίλιαι διακόσιαι ἐνενήκοντα.

Δαν. 12,11                 Από της ημέρας, κατά την οποίαν θα καταργηθή η καθημερινή θυσία του ναού και θα στηθή το ειδωλολατρικόν βδέλυγμα εις την ερημωμένην πόλιν, θα περάσουν χίλιαι διακόσιαι ενενήκοντα ημέραι δοκιμασίας του λαού.

Δαν. 12,12         μακάριος ὁ ὑπομένων καὶ φθάσας εἰς ἡμέρας χιλίας τριακοσίας τριάκοντα πέντε.

Δαν. 12,12                 Ευτυχής θα είναι εκείνος, ο οποίος θα υπαμείνη και θα φθάση στο τέλος των χιλίων τριακοσίων τριάκοντα πέντε ημερών.

Δαν. 12,13         καὶ σὺ δεῦρο καὶ ἀναπαύου· ἔτι γὰρ ἡμέραι καὶ ὧραι εἰς ἀναπλήρωσιν συντελείας, καὶ ἀναστήσῃ εἰς τὸν κλῆρόν σου, εἰς συντέλειαν ἡμερῶν.

Δαν. 12,13                 Συ δέ, Δανιήλ, πήγαινε και αναπαύσου. Υπολείπονται ακόμη ημέραι και έτη εις σαμπλήρωσινν του χρόνου της συντελείας. Τοτε θα αναστηθής και συ εις την ένδοξον κληρονομίαν σου κατά την συντέλειαν των καιρών.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ- ΒΗΛ ΚΑΙ ΔΡΑΚΩΝ: Η ΑΠΑΤΗ ΤΩΝ ΙΕΡΕΩΝ ΤΟΥ ΒΗΛ  

Ο ΔΑΝΙΗΛ ΘΑΝΑΤΩΝΕΙ ΤΟΝ ΤΙΜΩΜΕΝΟ ΔΡΑΚΟΝΤΑ

ΒΗΛ ΚΑΙ ΔΡΑΚΩΝ

                              Η απάτη των ιερέων του Βήλ

Δαν. Δ,1            Καὶ ὁ βασιλεὺς Ἀστυάγης προσετέθη πρὸς τοὺς πατέρας αὐτοῦ, καὶ παρέλαβε Κῦρος ὁ Πέρσης τὴν βασιλείαν αὐτοῦ.

Δαν. Δ,1                     Ο βασιλεύς Αστυάγης απέθανε και προσετέθη στους προγόνους αυτού, την δε βασιλείαν του παρέλαβε Κύρος ο Πέρσης.

Δαν. Δ,2            καὶ ἦν Δανιὴλ συμβιωτὴς τοῦ βασιλέως καὶ ἔνδοξος ὑπὲρ πάντας τοὺς φίλους αὐτοῦ.

Δαν. Δ,2                    Ο Δανιήλ είχεν ανατραφή μαζή με τον βασιλέα και ήτο ο ενδοξότερος από όλους τους άλλους φίλους του.

Δαν. Δ,3            καὶ ἦν εἴδωλον τοῖς Βαβυλωνίοις, ᾧ ὄνομα Βήλ, καὶ ἐδαπανῶντο εἰς αὐτὸν ἑκάστης ἡμέρας σεμιδάλεως ἀρτάβαι δώδεκα καὶ πρόβατα τεσσαράκοντα καὶ οἴνου μετρηταὶ ἕξ.

Δαν. Δ,3                    Είχον οι Βαβυλώνειοι ένα είδωλον, το οποίον ωναμάζετο Βηλ. Διετίθεντο δε δι' αυτό κάθε ημέραν δώδεκα αρτάβαι σημιγδάλι, τεσσαράκοντα πρόβατα και εξ μετρηταί οίνου.

Δαν. Δ,4            καὶ ὁ βασιλεὺς ἐσέβετο αὐτὸν καὶ ἐπορεύετο καθ᾿ ἑκάστην ἡμέραν προσκυνεῖν αὐτῷ· Δανιὴλ δὲ προσεκύνει τῷ Θεῷ αὐτοῦ. καὶ εἶπεν αὐτῷ ὁ βασιλεύς· διατί οὐ προσκυνεῖς τῷ Βήλ;

Δαν. Δ,4                    Ο ίδιος δε ο βασιλεύς εσέβετο αυτό και επήγαινε κάθε ημέραν και το επροσκυνούσε. Ο Δανιήλ όμως επροσκυνούσε τον ιδικόν του Θεόν, τον αληθινόν. Ο βασιλεύς ηρώτησε τον Δανιήλ· “διατί δεν προσκυνείς τον Βηλ;”

Δαν. Δ,5            ὁ δὲ εἶπεν· ὅτι οὐ σέβομαι εἴδωλα χειροποίητα, ἀλλὰ τὸν ζῶντα Θεὸν τὸν κτίσαντα τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν καὶ ἔχοντα πάσης σαρκὸς κυριείαν.

Δαν. Δ,5                    Εκείνος δε απήντησε· “διότι εγώ δεν αποδίδω σεβασμόν και λατρείαν εις είδωλα, κατασκευασμένα από χέρια ανθρώπων, αλλά προς τον αιωνίως ζώντα Θεόν, ο οποίος εδημιούργησε τον ουρανόν και την γην και είναι κύριος επί πάσης ζωής”.

Δαν. Δ,6            καὶ εἶπεν αὐτῷ ὁ βασιλεύς· οὐ δοκεῖ σοι Βὴλ εἶναι ζῶν θεός; ἢ οὐχ ὁρᾷς ὅσα ἐσθίει καὶ πίνει καθ᾿ ἑκάστην ἡμέραν;

Δαν. Δ,6                    Είπε πάλιν προς αυτόν ο βασιλεύς· “συ δηλαδή δεν πιστεύεις ότι ο Βηλ, είναι ζων θεός; Η δεν βλέπεις πόσα τρώγει και πίνει κάθε ημέραν;”

Δαν. Δ,7            καὶ εἶπε Δανιὴλ γελάσας· μὴ πλανῶ, βασιλεῦ· οὗτος γὰρ ἔσωθεν μέν ἐστι πηλὸς ἔξωθεν δὲ χαλκὸς καὶ οὐ βέβρωκεν οὐδὲ πέπωκε πώποτε.

Δαν. Δ,7                    Ο Δανιήλ γελάσας απήντησε· “μη πλανάσαι, βασιλεύ, διότι αυτός από μέσα μεν είναι λάσπη, απέξω δε χαλκός. Ούτε έφαγεν ούτε έπιε ποτέ τίποτε”.

Δαν. Δ,8            θυμωθεὶς δὲ ὁ βασιλεὺς ἐκάλεσε τοὺς ἱερεῖς αὐτοῦ καὶ εἶπεν αὐτοῖς· ἐὰν μὴ εἴπητέ μοι τίς ὁ κατέσθων τὴν δαπάνην ταύτην,

Δαν. Δ,8                    Οργισθείς ο βασιλεύς εκάλεσε τους ιερείς του και είπε προς αυτούς· “εάν δεν μου πήτε, ποιός είναι εκείνος ο οποίος κατατρώγει όλα, όσα διατίθενται δια τον Βηλ,

Δαν. Δ,9            ἀποθανεῖσθε. ἐὰν δὲ δείξητε ὅτι Βὴλ κατεσθίει αὐτά, Δανιὴλ ἀποθανεῖται, ὅτι ἐβλασφήμησεν εἰς τὸν Βήλ. καὶ εἶπε Δανιὴλ τῷ βασιλεῖ· γινέσθω κατὰ τὸ ῥῆμά σου.

Δαν. Δ,9                    θα θανατωθήτε. Εάν όμως μου αποδείξετε, ότι ο Βηλ τα τρώγει, τότε θα θανατωθή ο Δανιήλ, διότι εβλασφήμησεν εναντίον του Βηλ”. Απήντησε δε ο Δανιήλ στον βασιλέα· “ας γίνη όπως είπες”.

Δαν. Δ,10          καὶ ἦσαν ἱερεῖς τοῦ Βὴλ ἑβδομήκοντα ἐκτὸς γυναικῶν καὶ τέκνων. καὶ ἦλθεν ὁ βασιλεὺς μετὰ Δανιὴλ εἰς τὸν οἶκον τοῦ Βήλ.

Δαν. Δ,10                  Οι ιερείς του Βηλ ήσαν εβδομήκοντα εκτός από τας γυναίκας και τα παιδιά των. Ηλθεν ο βασιλεύς μαζή με τον Δανιήλ στον ναόν του Βηλ.

Δαν. Δ,11          καὶ εἶπαν οἱ ἱερεῖς τοῦ Βήλ· ἰδοὺ ἡμεῖς ἀποτρέχομεν ἔξω, σὺ δέ, βασιλεῦ, παράθες τὰ βρώματα καὶ τὸν οἶνον κεράσας θὲς καὶ ἀπόκλεισον τὴν θύραν καὶ σφράγισον τῷ δακτυλίῳ σου· καὶ ἐλθὼν πρωΐ, ἐὰν μὴ εὕρῃς πάντα βεβρωμένα ὑπὸ τοῦ Βήλ, ἀποθανούμεθα ἢ Δανιὴλ ὁ ψευδόμενος καθ᾿ ἡμῶν.

Δαν. Δ,11                   Είπαν δε οι ιερείς του Βηλ· “ημείς σπεύδομεν να βγούμε έξω, συ δέ, βασιλεύ, διάταξε και αυτοπροσώπως να επιστατήσης, να παραθέσουν τα φαγητά και να βάλουν εις τα δοχεία τον οίνον. Κλείσε δε την θύραν και σφράγισέ την με το δακτυλίδι σου. Οταν δε έλθης το πρωϊ και δεν εύρης όλα αυτά φαγωμένα από τον Βηλ, τότε ημείς να θανατωθώμεν, άλλως θα θανατωθή ο Δανιήλ, ο οποίος διατυπώνει συκοφαντίας εναντίον μας”.

Δαν. Δ,12          αὐτοὶ δὲ κατεφρόνουν, ὅτι πεποιήκεισαν ὑπὸ τὴν τράπεζαν κεκρυμμένην εἴσοδον καὶ δι᾿ αὐτῆς εἰσεπορεύοντο διόλου καὶ ἀνήλουν αὐτά.

Δαν. Δ,12                  Οι ιερείς δεν ελογάριαζαν καθόλου όλα αυτά τα μέτρα ασφαλείας, διότι είχαν ανορύξει κάτω από την τράπεζαν μίαν μυστικήν είσοδον και δι' αυτής εισήρχοντο πάντοτε και έτρωγαν τα παρατιθέμενα φαγητά.

Δαν. Δ,13          καὶ ἐγένετο ὡς ἐξήλθοσαν ἐκεῖνοι, καὶ ὁ βασιλεὺς παρέθηκε τὰ βρώματα τῷ Βήλ.

Δαν. Δ,13                  Οταν, λοιπόν, οι ιερείς εβγήκαν έξω, ο βασιλεύς διέταξε και παρέθεσαν επί παρουσία του τα φαγητά τα προοριζόμενα δια τον Βηλ.

Δαν. Δ,14          καὶ ἐπέταξε Δανιὴλ τοῖς παιδαρίοις αὐτοῦ καὶ ἤνεγκαν τέφραν καὶ κατέστρωσαν ὅλον τὸν ναὸν ἐνώπιον τοῦ βασιλέως μόνου· καὶ ἐξελθόντες ἔκλεισαν τὴν θύραν καὶ ἐσφραγίσαντο ἐν τῷ δακτυλίῳ τοῦ βασιλέως, καὶ ἀπῆλθον.

Δαν. Δ,14                  Τοτε ο Δανιήλ διέταξεν στους υπηρέτας και έφεραν στάκτην, με την οποίαν και έστρωσαν όλο το δάπεδον του ναού ενώπιον του βασιλέως μόνον. Εξήλθαν, έκλεισαν την θύραν και την εσφράγισαν μ το δακτυλίδι του βασιλέως και έφυγαν.

Δαν. Δ,15          οἱ δὲ ἱερεῖς ἦλθον τὴν νύκτα κατὰ τὸ ἔθος αὐτῶν καὶ αἱ γυναῖκες αὐτῶν καὶ τὰ τέκνα αὐτῶν καὶ κατέφαγον πάντα καὶ ἐξέπιον.

Δαν. Δ,15                  Οι ιερείς ήλθαν την νύκτα, όπως εσυνήθιζαν, μαζή δε με αυτούς αι γυναίκες και τα παιδιά των, έφαγαν και έπιαν όλα.

Δαν. Δ,16          καὶ ὤρθρισεν ὁ βασιλεὺς τὸ πρωΐ καὶ Δανιὴλ μετ᾿ αὐτοῦ.

Δαν. Δ,16                  Ο βασιλεύς εσηκώθη λίαν πρωϊ και μαζή του ο Δανιήλ.

Δαν. Δ,17          καὶ εἶπεν ὁ βασιλεύς· σῷοι αἱ σφραγῖδες, Δανιήλ; ὁ δὲ εἶπε· σῷοι, βασιλεῦ.

Δαν. Δ,17                  Οταν έφθασαν στον ναόν είπεν ο βασιλεύς στον Δανιήλ· “Δανιήλ, είναι άθικτοι αι σφραγίδες;” Ο Δανιήλ απήντησε· “ναι, βασιλεύ, είναι άθιικτοι”.

Δαν. Δ,18          καὶ ἐγένετο ἅμα τῷ ἀνοῖξαι τὰς θύρας, ἐπιβλέψας ἐπὶ τὴν τράπεζαν ὁ βασιλεὺς ἐβόησε φωνῇ μεγάλῃ· μέγας εἶ, Βήλ, καὶ οὐκ ἔστι παρὰ σοὶ δόλος οὐδὲ εἷς.

Δαν. Δ,18                  Οταν ήνοιξεν η θύρα, ο βασιλεύς έστρεψε τα βλέμματα του προς την τράπεζαν και εκραύγασε με φωνήν μεγάλην· “μέγας είσαι, Βηλ, και καμμία δολιότης δεν υπάρχει εις σέ”!

Δαν. Δ,19          καὶ ἐγέλασε Δανιὴλ καὶ ἐκράτησε τὸν βασιλέα τοῦ μὴ εἰσελθεῖν αὐτὸν ἔσω καὶ εἶπεν· ἰδὲ δὴ τὸ ἔδαφος καὶ γνῶθι τίνος τὰ ἴχνη ταῦτα.

Δαν. Δ,19                  Ο Δανιήλ εγέλασε, συνεκράτησε τον βαιλέα να μη εισέλθη μέσα στον ναόν και ειπε· “παρατήρησε, λοιπόν, κάτω στο έδαφος και μάθε, τίνος είναι αυτά τα ίχνη”.

Δαν. Δ,20          καὶ εἶπεν ὁ βασιλεύς· ὁρῶ τὰ ἴχνη ἀνδρῶν καὶ γυναικῶν καὶ παιδίων.

Δαν. Δ,20                 Ο βασιλεύς απήντησε· “βλέπω πατήματα ανδρών και γυναικών και παιδιών”.

Δαν. Δ,21          καὶ ὀργισθεὶς ὁ βασιλεὺς τότε συνέλαβε τοὺς ἱερεῖς καὶ τὰς γυναῖκας καὶ τὰ τέκνα αὐτῶν, καὶ ἔδειξαν αὐτῷ τὰς κρυπτὰς θύρας, δι᾿ ὧν εἰσεπορεύοντο καὶ ἐδαπάνων τὰ ἐπὶ τῆς τραπέζης.

Δαν. Δ,21                  Οργισθείς τότε ο βασιλεύς διέταξε και συνέλαβαν τους ιερείς και τας γυναίκας και τα παιδιά των. Εκείνοι δε έδειξαν εις αυτόν τας μυστικάς θύρας, δια των οποίων εισήρχοντο στον ναόν και έτρωγαν όλα, όσα παρετίθεντο εις την τράπεζαν του Βηλ.

Δαν. Δ,22          καὶ ἀπέκτεινεν αὐτοὺς ὁ βασιλεὺς καὶ ἔδωκε τὸν Βὴλ ἔκδοτον τῷ Δανιήλ, καὶ κατέστρεψεν αὐτὸν καὶ τὸ ἱερὸν αὐτοῦ.

Δαν. Δ,22                 Ο βασιλεύς διέταξε και τους εφόνευσαν, τον δε Βηλ παρέδωκεν εις την διάθεσιν του Δανιήλ, ο οποίος κατέστρεψεν αύτόν και τον ναόν του.

Δαν. Δ,23          Καὶ ἦν δράκων μέγας, καὶ ἐσέβοντο αὐτὸν οἱ Βαβυλώνιοι.

Δαν. Δ,23                  Εις την Βαβυλώνα υπήρχεν επίσης και ένας μεγάλος όφις, τον οποίον οι Βαβυλώνιοι εσέβοντο ως θεόν.

 

                            Ο Δανιήλ θανατώνει τον τιμώμενο δράκοντα

Δαν. Δ,24          καὶ εἶπεν ὁ βασιλεὺς τῷ Δανιήλ· μὴ καὶ τοῦτον ἐρεῖς ὅτι χαλκοῦς ἐστιν; ἰδοὺ ζῇ καὶ ἐσθίει καὶ πίνει· οὐ δύνασαι εἰπεῖν ὅτι οὐκ ἔστιν οὗτος θεὸς ζῶν, καὶ προσκύνησον αὐτῷ.

Δαν. Δ,24                 Ο βασιλεύς είπεν στον Δανιήλ· “μήπως θα πης, ότι και αυτός είναι χάλκινος, και νεκρός; Ιδού, ζη, τρώγει και πίνει. Δεν ημπορείς να ισχυρισθής, ότι αυτός δεν είναι ζωντανός θεός. Λοιπόν προσκύνησέ τον”.

Δαν. Δ,25          καὶ εἶπε Δανιήλ· Κυρίῳ τῷ Θεῷ μου προσκυνήσω, ὅτι οὗτός ἐστι Θεὸς ζῶν·

Δαν. Δ,25                  Απήντησεν ο Δανιήλ· “Κυριον τον Θεόν μου θα προσκυνώ, διότι αυτός είναι ο αιωνίως υπάρχων Θεός.

Δαν. Δ,26          σὺ δέ, βασιλεῦ, δός μοι ἐξουσίαν, καὶ ἀποκτενῶ τὸν δράκοντα ἄνευ μαχαίρας καὶ ῥάβδου. καὶ εἶπεν ὁ βασιλεύς· δίδωμί σοι.

Δαν. Δ,26                 Συ όμως, βασιλεύ, δος μου την άδειαν και την εξουσίαν να θανατώσω τον δράκοντα και μάλιστα χωρίς μάχαιραν και ράβδον”. Ο βασιλεύς του είπε· “σου δίδω την άδειαν”.

Δαν. Δ,27          καὶ ἔλαβεν ὁ Δανιὴλ πίσσαν καὶ στέαρ καὶ τρίχας καὶ ἥψησεν ἐπὶ τὸ αὐτὸ καὶ ἐποίησε μάζας καὶ ἔδωκεν εἰς τὸ στόμα τοῦ δράκοντος, καὶ φαγὼν διεῤῥάγη ὁ δράκων. καὶ εἶπεν· ἴδετε τά σεβάσματα ὑμῶν.

Δαν. Δ,27                  Επήρε τότε ο Δανιήλ πίσσαν, λίπος και τρίχας, τα οποία τα έρασεν. Από αυτό έκαμε βώλους και τους έδωκεν στο στόμα του όφεως. Οταν εκείνος τους έφαγεν έσκασε. Ο Δανιήλ είπε τότε· “αυτοί είναι οι θεοί, τους οποίους λατρεύετε”.

Δαν. Δ,28          καὶ ἐγένετο ὡς ἤκουσαν οἱ Βαβυλώνιοι, ἠγανάκτησαν λίαν καὶ συνεστράφησαν ἐπὶ τὸν βασιλέα καὶ εἶπαν· Ἰουδαῖος γέγονεν ὁ βασιλεύς· τὸν Βὴλ κατέσπασε καὶ τὸν δράκοντα ἀπέκτεινε καὶ τοὺς ἱερεῖς κατέσφαξε.

Δαν. Δ,28                 Οταν ο Βαβυλώνιοι επληροφορήθησαν αυτά, ηγανάκτησαν πάρα πολύ. Εστράφησαν εναντίον του βασιλέως και είπαν· “ο βασιλεύς έγινεν Ιουδαίος. Συνέτριψε τον Βηλ, εφόνευσε τον δράκοντα, κατέσφαξε και τους ιερείς”.

Δαν. Δ,29          καὶ εἶπαν ἐλθόντες πρὸς τὸν βασιλέα· παράδος ἡμῖν τὸν Δανιήλ· εἰ δὲ μή, ἀποκτενοῦμέν σε καὶ τὸν οἶκόν σου.

Δαν. Δ,29                 Ηλθαν λοιπόν προς τον βασιλέα και του είπαν· “παράδωσέ μας τον Δανιήλ, ειδ' άλλως θα θανατώσωμεν σε και την οικογενειάν σου”.

Δαν. Δ,30          καὶ εἶδεν ὁ βασιλεὺς ὅτι ἐπείγουσιν αὐτὸν σφόδρα, καὶ ἀναγκασθεὶς ὁ βασιλεὺς παρέδωκεν αὐτοῖς τὸν Δανιήλ.

Δαν. Δ,30                  Είδεν ο βασιλεύς, ότι τον καταστενοχωρούσαν πολύ και ηναγκάσθη και παρέδωκεν εις αυτούς τον Δανιήλ.

Δαν. Δ,31          οἱ δὲ ἔβαλον αὐτὸν εἰς τὸν λάκκον τῶν λεόντων, καὶ ἦν ἐκεῖ ἡμέρας ἕξ.

Δαν. Δ,31                  Εκείνοι δε τον έρριψαν στον λάκκον των λεόντων, όπου και παρέμενεν επί εξ ημέρας.

Δαν. Δ,32          ἦσαν δὲ ἐν τῷ λάκκῳ ἑπτὰ λέοντες, καὶ ἐδίδοτο αὐτοῖς τὴν ἡμέραν δύο σώματα καὶ δύο πρόβατα· τότε δὲ οὐκ ἐδόθη αὐτοῖς, ἵνα καταφάγωσι τὸν Δανιήλ.

Δαν. Δ,32                  Μέσα δε εις αυτόν τον λάκκον ήσαν επτά λέοντες, στους οποίους κάθε ημέραν έδιδαν δύο ανθρώπινα σώματα και δύο πρόβατα. Την ημέραν όμως εκείνην δεν εδόθη εις αυτούς τίποτε, δια να καταφάγουν τον Δανιήλ.

Δαν. Δ,33          καὶ ἦν Ἀμβακοὺμ ὁ προφήτης ἐν τῇ Ἰουδαίᾳ, καὶ αὐτὸς ἥψησεν ἕψεμα καὶ ἐνέθρυψεν ἄρτους εἰς σκάφην καὶ ἐπορεύετο εἰς τὸ πεδίον ἀπενέγκαι τοῖς θερισταῖς.

Δαν. Δ,33                  Τοτε ευρίσκετο εις την Ιουδαίαν ο προφήτης Αμβακούμ. Αυτός εμαγείρευσε φάγητον, έκοψεν εις τεμάχια άρτους, έβαλεν αυτά μέσα εις ένα δοχείον και επήγαινεν στον αγρόν, δια να φέρη φαγητόν στους θεριστάς.

Δαν. Δ,34          καὶ εἶπεν ὁ ἄγγελος Κυρίου τῷ Ἀμβακούμ· ἀπένεγκε τὸ ἄριστον, ὃ ἔχεις, εἰς Βαβυλῶνα τῷ Δανιὴλ εἰς τὸν λάκκον τῶν λεόντων.

Δαν. Δ,34                  Ο άγγελος είπεν στον Αμβακούμ· “το μεσημβρινόν αυτό φαγητόν, που έχεις, φέρε το στον Δανιήλ, ο οποίος ευρίσκεται εις την Βαβυλώνα μέσα στον λάκκον των λεόντων”.

Δαν. Δ,35          καὶ εἶπεν Ἀμβακούμ· Κύριε, Βαβυλῶνα οὐχ ἑώρακα καὶ τὸν λάκκον οὐ γινώσκω.

Δαν. Δ,35                  Ο Αμβακούμ είπε· “Κυριε, ούτε την Βαβυλώνα έχω ίδει ποτέ, ούτε και τον λάκκον γνωρίζω”.

Δαν. Δ,36          καὶ ἐπελάβετο ὁ ἄγγελος Κυρίου τῆς κορυφῆς αὐτοῦ καὶ βαστάσας τῆς κόμης τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ ἔθηκεν αὐτὸν εἰς Βαβυλῶνα ἐπάνω τοῦ λάκκου ἐν τῷ ῥοίζῳ τοῦ πνεύματος αὐτοῦ.

Δαν. Δ,36                  Τοτε Ο άγγελος τον επήρεν από την κεφαλήν, τον εκράτησεν από την κόμην της κεφαλής του, και με την ορμήν της πνευματικής αυτού φύσεως τον μετέφερε αυτοστιγμεί εις την Βαβυλώνα και τον έθεσεν επάνω από τον λάκκον των λεόντων.

Δαν. Δ,37          καὶ ἐβόησεν Ἀμβακοὺμ λέγων· Δανιὴλ Δανιήλ, λαβὲ τὸ ἄριστον, ὃ ἀπέστειλέ σοι ὁ Θεός.

Δαν. Δ,37                  Εφώναξεν ο Αμβακούμ λέγων· “Δανιήλ, Δανιήλ, πάρε το φαγητόν, το οποίον σου έστειλεν ο Θεός”.

Δαν. Δ,38          καὶ εἶπε Δανιήλ· ἐμνήσθης γάρ μου, ὁ Θεός, καὶ οὐκ ἐγκατέλιπες τοὺς ἀγαπῶντάς σε.

Δαν. Δ,38                  Ο Δανιήλ είπεν· “ω Θεέ μου, με ενεθυμήθης, διότι συ ποτέ δεν εγκαταλείπεις εκείνους, που σε αγαπούν”.

Δαν. Δ,39          καὶ ἀναστὰς Δανιὴλ ἔφαγεν· ὁ δὲ ἄγγελος τοῦ Θεοῦ ἀποκατέστησε τὸν Ἀμβακοὺμ παραχρῆμα εἰς τὸν τόπον αὐτοῦ.

Δαν. Δ,39                  Εσηκώθη ο Δανιήλ και έφαγεν, ο δε άγγελος του Κυρίου επανέφερεν αμέσως τον Αμβακούμ στον τόπον του.

Δαν. Δ,40          ὁ δέ βασιλεὺς ἦλθε τῇ ἡμέρᾳ τῇ ἑβδόμῃ πενθῆσαι τὸν Δανιήλ· καὶ ἦλθεν ἐπὶ τὸν λάκκον καὶ ἐνέβλεψε, καὶ ἰδοὺ Δανιὴλ καθήμενος.

Δαν. Δ,40                 Ο βασιλεύς ήλθε κατά την εβδόμην ημέραν, δια να πενθήση τον θάνατον του Δανιήλ. Ηλθεν στον λάκκον και παρετήρησεν εντός και ιδού, ο Δανιήλ εκάθητο ήσυχος.

Δαν. Δ,41          καὶ ἀναβοήσας φωνῇ μεγάλῃ εἶπε· μέγας εἶ, Κύριε ὁ Θεὸς τοῦ Δανιήλ, καὶ οὐκ ἔστιν ἄλλος πλὴν σοῦ.

Δαν. Δ,41                  Εφώναξε τότε με φωνήν μεγάλην και είπε· “μέγας είσαι, Κυριε, συ ο Θεός του Δανιήλ, και δεν υπάρχει άλλος Θεός πλην από σέ».

Δαν. Δ,42          καὶ ἀνέσπασεν αὐτόν, τοὺς δὲ αἰτίους τῆς ἀπωλείας αὐτοῦ ἐνέβαλεν εἰς τὸν λάκκον, καὶ κατεβρώθησαν παραχρῆμα ἐνώπιον αὐτοῦ.

Δαν. Δ,42                 Αμέσως έβγαλε τον Δανιήλ από τον λάκκον, τους δε αιτίους της θανατικής καταδίκης του διέταξε και τους έρριψαν στον λάκκον. Αμέσως δε εκείνοι κατεσπαράχθησαν από τους λέοντας ενώπιόν του.

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΑ

Α

1

2

3

Β Γ 4 5 6 7 8 9 10 11 12 Δ