ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ |
|
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ "Β' ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ": ΟΝΟΜΑΣΙΑ - ΚΑΝΟΝΑΣ
Το βιβλίο «Β' Βασιλειών» ή «Β' Σαμουήλ» όπως λέγεται στην εβραϊκή βίβλο, είναι το δέκατο βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης. Στον Αλεξανδρινό (Ελληνικό) Κανόνα το βιβλίο κατατάσσεται στα λεγόμενα «Ιστορικά Βιβλία» της Παλαιάς Διαθήκης, ενώ στον Παλαιστινό (Ιουδαϊκό) Κανόνα κατατάσσεται στην ίδια σειρά και στην ομάδα που έχει το γενικό τίτλο «Προφήτες» και στην υποομάδα «Προγενέστεροι Προφήτες». Στο εβραϊκό κείμενο τα βιβλία Α' και Β' Βασιλειών (Σαμουήλ) αποτελούσαν αρχικά ενιαίο έργο και επιγραφόταν ως «Σαμουήλ», είτε γιατί στην αρχή του πρώτου βιβλίου περιέχεται η δράση του τελευταίου κριτή Σαμουήλ είτε γιατί η ιουδαϊκή παράδοση θεωρούσε το Σαμουήλ ως συγγραφέα του έργου. Η διαίρεση του βιβλίου σε «Α' και Β' Σαμουήλ» υιοθετήθηκε στις εκδόσεις του εβραϊκού κειμένου από το 16ο αιώνα και εξής, προφανώς κατ' επίδραση των Ο', οι οποίοι επιγράφουν τα βιβλία ως «Α' και Β' Βασιλειών», επειδή το περιεχόμενό τους αναφέρεται στην εγκαθίδρυση του θεσμού της βασιλείας και στην ιστορία των πρώτων ηγεμόνων Σαούλ και Δαβίδ. Εφόσον τα βιβλία αυτά αφηγούνται γεγονότα και μετά το θάνατο του Σαμουήλ, όπως επεισόδια από τη ζωή του Σαούλ και Δαβίδ, η ονομασία των Ο' «Α' και Β' Βασιλειών» είναι καταλληλότερη από τη «Σαμουήλ» του εβραϊκού κειμένου. Το μασωριτικό κείμενο των Α' και Β' Βασιλειών διατηρήθηκε σε πολύ κακή κατάσταση. Παρά ταύτα όμως είναι δυνατή σε πολλά σημεία η αποκατάστασή του με τη βοήθεια των παράλληλων κειμένων του Α' Παραλειπομένων και της Μετάφρασης των Ο'.
ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ, ΠΗΓΕΣ, ΧΡΟΝΟΛΟΓΗΣΗ
Κρίνοντας από τις βασικές αρχές της φιλολογικής έρευνας της Παλαιάς Διαθήκης, αλλά και από τη μαρτυρία του βιβλίου, συμπεραίνουμε ότι στην αρχή υπήρχαν διάφορες ανεξάρτητες μεταξύ τους προφορικές παραδόσεις, που κατάγονταν από εποχή πολύ κοντινή, με τα ιστορούμενα γεγονότα. Οι παραδόσεις αυτές διατυπώθηκαν σιγά σιγά γραπτά, για να αποτελέσουν τις γραπτές πηγές. Οι κυριότερες απ' τις πηγές αυτές που χρησιμοποίησε ο τελευταίος συντάκτης του Α' και Β' Βασιλειών, μαζί με τις προφορικές παραδόσεις είναι: 1. Το «Βιβλίον του ευθούς», που περιείχε το θρήνο του Δαβίδ για το Σαούλ και τον Ιωνάθαν (Β' Βασ. 1,19-27). Είναι η μόνη γραπτή πηγή που μνημονεύει ο συντάκτης του έργου (Β' Βασ. 1,18) και όπως πιστεύεται από την ίδια ανθολογία χρησιμοποίησε και άλλα αποσπάσματα. 2. Επίσημα κείμενα, όπως κατάλογοι αξιωματούχων και ηρώων του Δαβίδ (Β' Βασ. 20,23-26. 23,8-39) γραμμένα από εντεταλμένους υπαλλήλους. Στο Β' Βασ. 20,24 μνημονεύεται ένας τέτοιος υπομνηματογράφος. 3. Προφητικά κείμενα με λόγους των προφητών Σαμουήλ, Νάθαν και «Γάδ (βλ. Α' Παρ. 29,29). Τις πηγές αυτές συγκέντρωσε, διευθέτησε, επεξεργάστηκε και κατέγραψε σε ενιαίο έργο ο τελευταίος συντάκτης του έργου, έχοντας ως βάση το κύριο σύμπλεγμα παραδόσεων που είχαν για θέμα τους το χρονικό της ανάδειξης του Δαβίδ ως βασιλιά στην Ιερουσαλήμ (Α' Βασ. κεφ.16 μέχρι Β' Βασ. κεφ.8). Στο χρονικό αυτό ενσωμάτωσε την παράδοση για τις περιπέτειες της Κιβωτού της Διαθήκης, καθώς και άλλο υλικό σε έμμετρο και πεζό λόγο, όπως το σύμπλεγμα του Β' Βασ. κεφ.9-20, που αναφέρεται σε επεισόδια της ζωής του Δαβίδ, για να συντάξει το παρόν έργο, που, όπως φαίνεται, και προσθήκες δέχτηκε και μεταγενέστερη επεξεργασία υπέστη.
ΘΕΜΑ ΚΑΙ ΣΚΟΠΟΣ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ
Ο σκοπός του συγγραφέα των Α' και Β' Βασιλειών είναι κατά βάση ιστορικός. Θέλει με τη σύνθεση των επιμέρους συμβάντων να δώσει σε ένα ενιαίο έργο την ιστορία μιας περιόδου συνοπτικά και αντικειμενικά. Στο βιβλίο γίνεται σαφές ότι ο Θεός, αναγνωρίζει στο πρόσωπο του Δαβίδ τον εκλεκτό δούλο του και εμπιστεύεται τη βασιλική του δυναστεία, στην όποια εναποθέτει τις μεσσιανικές προσδοκίες του λαού του. Ο Μεσσίας θα προέρχεται από τον οίκο του Δαβίδ, το κράτος του οποίου θα ανασυσταθεί και θα μεγαλουργήσει σε μια περίοδο που θα είναι η χρυσή εποχή της ισραηλιτικής ιστορίας. Τα γεγονότα δείχνουν τη μετοχή του Θεού στην ιστορία του κόσμου και στη ζωή των ανθρώπων. Σ' αυτήν την ιδέα της θεολογικής θεώρησης των πραγμάτων του κόσμου, μαζί με άλλες δευτερεύουσες, βρίσκεται η αξία του έργου, για την οποία θα διατηρήσει τη σημασία του μεταξύ των άλλων βιβλίων της Παλαιάς Διαθήκης.
ΤΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ "Α' ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ"
Κεντρικό θέμα του Β' Βασιλειών αποτελεί η ιστορία του βασιλιά Δαβίδ, από το θάνατο του Σαούλ μέχρι τα τελευταία χρόνια της ζωής του. Ο Δαβίδ διακρίνεται για την ευσέβειά του, αναγνωρίζει τις ανθρώπινες αδυναμίες του, αλλά εμπιστεύεται απόλυτα τη θεία ευσπλαχνία και βοήθεια. Το περιεχόμενο του βιβλίου χωρίζεται σε δύο μέρη, στα κεφάλαια 1-4 και στα κεφάλαια 5-24, και το οποίο συνοψίζεται ως εξής.
Πρώτο μέρος (κεφ. 1-4): Στο πρώτο μέρος περιγράφονται τα τελευταία επεισόδια που διαδραματίστηκαν προτού ο Δαβίδ γίνει βασιλιάς όλου του Ισραήλ. Η αφήγηση συνεχίζεται από το σημείο που σταμάτησε στο Α' Βασιλειών, δηλαδή στο θάνατο του Σαούλ και του Ιωνάθαν. Με το στέμμα του Σαούλ έφτασε κάποιος απ' το στρατόπεδο του σκοτωμένου βασιλιά στο Δαβίδ και τον πληροφόρησε για την καταστροφή και το θάνατο του Σαούλ. Ομολόγησε ακόμα, πως ο ίδιος θανάτωσε το Σαούλ ύστερα από παράκλησή του. Τότε ο Δαβίδ έδωσε εντολή να τον σκοτώσουν και αυτόν, γιατί τόλμησε να θανατώσει τον εκλεκτό του Κυρίου. Ο Δαβίδ θρήνησε το θάνατο του Σαούλ και του Ιωνάθαν μ' ένα γεμάτο πάθος θρήνο (κεφ. 1). Η αφήγηση συνεχίζεται με τη μετάβαση του Δαβίδ στην περιοχή της Χεβρών και την ανακήρυξή του σε βασιλιά του Ιούδα. Παράλληλα όμως και με πρωτοβουλία του αρχιστράτηγου του Σαούλ Αβεννήρ βασιλιάς του Ισραήλ ανακηρύχτηκε ο γιος του Σαούλ Ιεβοσθέ. Ακολούθησε σύγκρουση μεταξύ των ανδρών του Ιεβοσθέ και του Δαβίδ που είχε ως αποτέλεσμα να ηττηθούν οι άνδρες του Ιεβοσθέ. Όμως κατά τη σύγκρουση ο Ασαήλ, ο αδελφός του αρχιστράτηγου του Δαβίδ Ιωάβ, σκοτώθηκε από τον Αβεννήρ. Η σύγκρουση τελείωσε με ανακωχή, απαρίθμηση των απωλειών των δύο πλευρών και ενταφιασμό του Ασαήλ στη Βηθλεέμ (κεφ. 2). Με την πάροδο του χρόνου ο οίκος του Δαβίδ γινόταν ισχυρότερος, ενώ του Σαούλ ασθενέστερος. Ο Αβεννήρ δυσαρεστημένος με τον Ιεβοσθέ και αποφασισμένος να καταφύγει στο Δαβίδ, έστειλε απεσταλμένους να του το ανακοινώσουν και να τον διαβεβαιώσουν συγχρόνως ότι θ' ασκήσει όλη την επιρροή του, ώστε να πείσει τον Ισραήλ να τον αναγνωρίσει ως βασιλιά του. Ο Δαβίδ δέχθηκε ευχαρίστως την πρόταση και απάντησε θετικά. Έτσι ο Αβεννήρ με είκοσι άνδρες πήγε στο Δαβίδ, ο οποίος τον υποδέχτηκε με πολύ φιλικές διαθέσεις, ανανέωσε την υπόσχεσή του και αποχώρησε. Όταν όμως ο Ιωάβ, γυρίζοντας από μια στρατιωτική επιχείρηση πληροφορήθηκε τα καθέκαστα, διαμαρτυρήθηκε προς το Δαβίδ επιμένοντας στη δολιότητα του Αβεννήρ και έδρασε χωρίς καθυστέρηση. Έστειλε αμέσως ανθρώπους του, πρόλαβαν τον Αβεννήρ, τον έφεραν πίσω και τον θανάτωσε, εκδικούμενος έτσι το θάνατο του αδελφού του Ασαήλ. Κατά την ταφή του ο Δαβίδ, μαζί με το λαό, θρήνησαν τον Αβεννήρ. Στο μεταξύ ο Ιεβοσθέ μόλις έμαθε για τη δολοφονία του Αβεννήρ, τρομοκρατήθηκε και σε λίγο δολοφονήθηκε από δύο αξιωματούχους του, οι οποίοι έθεσαν έτσι τέλος στο βασιλικό οίκο του Σαούλ. Και αυτών όμως το τέλος ήταν οικτρό, γιατί τιμωρήθηκαν με θάνατο, όταν παρουσιάστηκαν στο Δαβίδ με το κεφάλι του Ιεβοσθέ και του διηγήθηκαν με κομπασμό τη δολοφονική τους ενέργεια (κεφ. 3-4).
Δεύτερο μέρος (κεφ. 5-24): Στο μέρος αυτό περιγράφονται τα κύρια γεγονότα της βασιλείας του Δαβίδ. Επτά χρόνια και έξι μήνες ήταν βασιλιάς του Ιούδα ο Δαβίδ, όταν ήρθαν στη Χεβρών οι πρεσβύτεροι του Ισραήλ και τον ανακήρυξαν βασιλιά και του Ισραήλ. Πρώτο μέλημα του βασιλιά ήταν να μεταφέρει την πρωτεύουσα του σε κεντρικότερη περιοχή της χώρας. Έτσι πήρε από τους Ιεβουσαίους την οχυρωμένη Σιών, την Ιερουσαλήμ, και την ονόμασε πόλη του Δαβίδ, όπου έχτισε και το ανάκτορό του με ξυλεία και τεχνίτες, που έστειλε ο Χειράμ Α' ο βασιλιάς της Τύρου. Η αφήγηση τελειώνει με δύο νικηφόρες μάχες του Δαβίδ εναντίον των Φιλισταίων (κεφ. 5). Η διήγηση συνεχίζεται με την περιγραφή της μεταφοράς της Κιβωτού της Διαθήκης από τη Σηλώ στη νέα έδρα της, την Ιερουσαλήμ. Η Κιβωτός τοποθετήθηκε σε μια καινούργια άμαξα και με μεγάλη συνοδεία, αλλά χωρίς τη συνοδεία Λευιτών, ξεκίνησε. Ο Οζά, ο οποίος οδηγούσε την άμαξα, θέλησε να την κρατήσει για να μην πέσει από τα τραντάγματα, αλλά τιμωρήθηκε για την ανευλάβειά του από το Θεό. Το επεισόδιο αυτό κατατρόμαξε το Δαβίδ, ώστε να μη θελήσει να μεταφέρει την Κιβωτό στη Σιών, αλλά την άφησε στο σπίτι του Αβεδδαρά του Γεθθαίου. Όταν όμως ύστερα από τρεις μήνες, ο Δαβίδ πληροφορήθηκε ότι ο Θεός ευλόγησε την οικογένεια του Αβεδδαρά, κάλεσε τους Λευίτες να προετοιμαστούν, οι οποίοι και μετέφεραν την Κιβωτό στην Ιερουσαλήμ και την τοποθέτησε στη Σκηνή που ετοίμασε, δίπλα στο παλάτι του. Εκεί ο Δαβίδ για να γιορτάσει το γεγονός πρόσφερε πλήθος θυσιών στον Κύριο (κεφ. 6). Η σκέψη του Δαβίδ ότι αυτός κατοικεί σε ανάκτορο, ενώ η Κιβωτός στεγάζεται σε φτωχική σκηνή, τον οδήγησε στην απόφαση να οικοδομήσει ναό για την Κιβωτό. Ο προφήτης Νάθαν, στον οποίο ανακοίνωσε το σχέδιό του, ύστερα από όραμα που είδε, συμβούλεψε το Δαβίδ να μην πραγματοποιήσει το σχέδιό του, επειδή τα χέρια του είχαν βαφτεί με αίμα από τους πολέμους. Ο Κύριος προόριζε για το έργο αυτό το διάδοχό του, ο οποίος θα ήταν ειρηνικός. Μετά απ' αυτό ο Δαβίδ ευχαρίστησε το Θεό για τις ευεργεσίες του και τον παρακάλεσε να ευλογήσει τον οίκο του ταπεινού δούλου του αιώνια (κεφ. 7). Η αφήγηση συνεχίζεται με τις στρατιωτικές επιτυχίες του Δαβίδ. Νίκησε, υπέταξε και κατέστησε φόρου υποτελείς τους Φιλισταίους, τους Μωαβίτες, τους Αραμαίους της Δαμασκού, τους Αμμωνίτες, τους Αμαληκίτες και άλλους λαούς, ενώ τα πλούσια λάφυρα και τα δώρα από χρυσό, άργυρο και χαλκό τα αφιέρωσε στο Θεό. Το κεφάλαιο τελειώνει με πληροφορίες για τους στρατιωτικούς, πολιτικούς και θρησκευτικούς αξιωματούχους του Δαβίδ (κεφ. 8). Ο Δαβίδ, θέλοντας να βρει απογόνους του Σαούλ, πληροφορήθηκε ότι ζει μόνο ο γιος του Ιωνάθαν, ο Μεμφιβοσθέ, που ήταν χωλός και από τα δύο πόδια. Τον κάλεσε στην Ιερουσαλήμ και του ανακοίνωσε ότι αποφάσισε να τον κρατήσει κοντά του. Θα μένει στα ανάκτορα, θα τρώει στο βασιλικό τραπέζι σαν γιος του και θα του αποδοθεί η περιουσία του παππού του Σαούλ (κεφ. 9). Όταν πέθανε ο βασιλιάς των Αμμωνιτών, ο Δαβίδ έστειλε απεσταλμένους, για να συλλυπηθούν το νέο βασιλιά Αννών για το θάνατο του πατέρα του. Εκείνος όμως με τη συμβουλή των αρχόντων συνέλαβε τους δούλους του Δαβίδ, τους ξύρισε τη γενειάδα τους από τη μία μεριά, τους έκοψε τα ενδύματα μέχρι τους γλουτούς και τους έδιωξε. Μετά την προσβολή αυτή και ύστερα από την πληροφορία ότι οι Αμμωνίτες συμμάχησαν με τους Αραμαίους, ο στρατός του Δαβίδ κινήθηκε εναντίον τους, τους νίκησε και πολιόρκησε την πρωτεύουσα των Αμμωνιτών Ραββάθ (κεφ. 10 και 11,1). Στο επόμενο κεφάλαιο ο Δαβίδ είδε ένα δειλινό από το παράθυρο του ανακτόρου του μια ωραία γυναίκα να λούζεται. Ρώτησε και έμαθε ότι ήταν η Βηρσαβεέ, η γυναίκα του αξιωματικού του Ουρία. Έστειλε, τη φώναξαν, ανόμησε μαζί της και για να καλύψει την ενοχή του κάλεσε τον Ουρία από το μέτωπο και του έδωσε άδεια να διανυκτερέψει στο σπίτι του, αλλά εκείνος αρνήθηκε. Όταν είδε ο Δαβίδ ότι απέτυχε στο σκοπό του, έστειλε επιστολή στο στρατηγό Ιωάβ, ζητώντας να τοποθετήσει τον Ουρία στην πρώτη γραμμή. Η εντολή του βασιλιά εκτελέστηκε, ο Ουρίας σκοτώθηκε και όταν πέρασε η περίοδος του πένθους η Βηρσαβεέ έγινε γυναίκα του Δαβίδ και γέννησε γιο. Επειδή όμως η πράξη αυτή δυσαρέστησε το Θεό, έστειλε τον προφήτη Νάθαν, ο οποίος με μια παραβολή έκανε το Δαβίδ να συναισθανθεί την αμαρτία του και να ταπεινωθεί ενώπιον του Θεού. Με την ειλικρινή μετάνοιά του ο βασιλιάς συγχωρέθηκε, αλλά, όπως προφήτεψε ο Νάθαν, το παιδί που γέννησε η Βηρσαβεέ πέθανε. Αργότερα ο Δαβίδ απέκτησε με τη Βηρσαβεέ άλλο γιο, τον οποίο ονόμασε Σολομώντα. Μετά το επεισόδιο με το Νάθαν, η αφήγηση ξαναγυρίζει στην πολιορκία της Ραββάθ. Ο Ιωάβ είχε κιόλας καταλάβει την κάτω πόλη, αλλά η ακρόπολη ήταν ακόμα στα χέρια των Αμμωνιτών. Τότε έστειλε μήνυμα στο βασιλιά και ζήτησε να 'ρθεί ο ίδιος, για να ζήσει τη χαρά της πτώσης της πόλης και ν' ανήκει σ' αυτόν η τιμή της κατάκτησης. Ο Δαβίδ με πολύ στρατό κατέλαβε την πόλη, πήρε το χρυσό στέμμα του βασιλιά της καθώς και λάφυρα, αιχμαλώτισε το λαό της και τον έστειλε να δουλεύει σε καταναγκαστικές εργασίες (κεφ. 11-12). Στο κεφ. 13 και εξής η αφήγηση αναφέρεται σε δυσάρεστα γεγονότα της οικογένειας του Δαβίδ. Ο μεγαλύτερος γιος του, ο Αμνών, είχε ένα ένοχο πάθος για την ετεροθαλή αδελφή του Θημάρ, το οποίο τελικά ικανοποίησε βίαια. Ο Αβεσσαλώμ πληροφορήθηκε την ατίμωση της αδελφής του, θύμωσε, αλλά δεν προχώρησε σε εκδίκηση. Όταν όμως μετά δύο χρόνια με ευκαιρία το κούρεμα των προβάτων κάλεσε ο Αβεσσαλώμ τους αδελφούς του, σκότωσε τον Αμνών και για να σωθεί κατέφυγε στον παππού του, στο βασιλιά της Γεδσούρ. Ύστερα από τρία χρόνια αυτοεξορίας, και αφού τον συγχώρεσε ο πατέρας του, ο Αβεσσαλώμ γύρισε στην Ιερουσαλήμ, αλλά οι σχέσεις τους ήταν τεταμένες για άλλα δύο χρόνια (κεφ. 13-14). Μετά την επιστροφή του ο Αβεσσαλώμ προσπάθησε να εξασφαλίσει την εμπιστοσύνη του λαού. Με την εντυπωσιακή εμφάνισή του, την προσποιητή απλότητα, τις κολακείες και την εγκαρδιότητα πέτυχε να κερδίσει την εμπιστοσύνη των Ισραηλιτών και να οργανώσει συνωμοσία κατά του πατέρα του. Πήγε στη Χεβρών με 200 άνδρες, ειδοποίησε τις φυλές να είναι έτοιμες και κάλεσε κοντά του το σύμβουλο του βασιλιά πατέρα του, Αχιτόφελ. Όταν ο Δαβίδ πληροφορήθηκε τις ενέργειες του Αβεσσαλώμ, έφυγε βιαστικά απ' την Ιερουσαλήμ με την προσωπική φρουρά του και 600 άνδρες, αλλά χωρίς τους ιερείς Σαδώκ και Αβιάθαρ, τους οποίους σύστησε να γυρίσουν πίσω στην Ιερουσαλήμ με την Κιβωτό. Έτσι ο Δαβίδ περίλυπος και με μικρή συνοδεία εγκατέλειψε την Ιερουσαλήμ, πέρασε από το όρος των Ελαίων και προχώρησε ανατολικά. Φεύγοντας συμβούλεψε το φίλο του Χουσί να επιστρέψει και αυτός στην Ιερουσαλήμ, να δηλώσει υποκριτικά υπακοή στον Αβεσσαλώμ και να φροντίζει να του μεταβιβάζει μέσω του Σαδώκ και του Αβιάθαρ κάθε χρήσιμη πληροφορία. Όταν ο Δαβίδ έφτασε κοντά στη Βαουρίμ, ένας συγγενής του Σαούλ, ο Σεμεΐ, άρχισε να τον καταριέται και να τον λιθοβολεί. Τότε άνθρωποι του Δαβίδ θέλησαν να τον σκοτώσουν, αλλά αυτός τους εμπόδισε. Ταπεινωμένος και εξαντλημένος ο Δαβίδ έφθασε στον Ιορδάνη, όπου και στρατοπέδευσε, ενώ ο Αβεσσαλώμ και οι άνδρες τους μπήκαν στην Ιερουσαλήμ. Σε ερώτηση του Αβεσσαλώμ προς τον Αχιτόφελ ο δεύτερος τον συμβούλεψε να πάει στο βασιλικό παλάτι και απ' εκεί να πληροφορήσει όλο το λαό για την αλλαγή. Πρώτο μέλημα του Αχιτόφελ ήταν να ζητήσει από τον Αβεσσαλώμ να ηγηθεί στρατού και να καταδιώξει το Δαβίδ. Στην πρόταση του Αχιτόφελ αντιτάχθηκε ο Χουσί, ο οποίος στο μεταξύ είχε συναντήσει τον Αβεσσαλώμ και τον βεβαίωσε για την πιστότητά του. Ο Χουσί λοιπόν αντιπρότεινε να υπάρξει μια ευρύτερη εκστρατεία, γιατί ο Δαβίδ ήταν εμπειροπόλεμος και δεν θα έπρεπε να κινδυνέψει η επιχείρηση. Ο Αβεσσαλώμ δέχτηκε την πρόταση του Χουσί και ο Αχιτόφελ ταπεινωμένος από την απόφαση του βασιλιά του έφυγε από την Ιερουσαλήμ, πήγε στο πατρικό του σπίτι και απαγχονίστηκε. Οι πληροφορίες για τις κινήσεις του Αβεσσαλώμ έφτασαν γρήγορα στο Δαβίδ, ο οποίος πέρασε τον Ιορδάνη και κατέφυγε στην περιοχή της Μαναΐμ, όπου οι γύρω άρχοντες του πρόσφεραν χρήσιμα είδη και τροφή για τους άνδρες του. Εκεί ο Δαβίδ ετοιμάστηκε για πόλεμο. Συγκέντρωσε το στρατό του και τον χώρισε σε τρία σώματα, τοποθετώντας ως επικεφαλής τους Ιωάβ, Αβεσσά και Εθθί. Κατά την αποχώρηση του στρατού ο Δαβίδ πρόσταξε τους στρατηγούς του να λυπηθούν και να μη κακομεταχειριστούν τον Αβεσσαλώμ. Στην αποφασιστική μάχη, που δόθηκε μεταξύ Μαναΐμ και Ιορδάνη στο δάσος του Εφραίμ, ο Αβεσσαλώμ τρέχοντας με τον ημίονό του πέρασε κάτω από μια δρυ και τα πλούσια μαλλιά του πιάστηκαν στα κλαδιά του δένδρου, με αποτέλεσμα να μείνει μετέωρος. Εκεί κρεμασμένο απ' τα μαλλιά τον βρήκαν ο Ιωάβ και οι άνδρες του, τον αναγνώρισαν, τον θανάτωσαν, τον έριξαν σε ένα λάκκο και τον σκέπασαν με πέτρες. Όταν έμαθε τα δυσάρεστα νέα ο Δαβίδ, θρήνησε με απόγνωση τον Αβεσσαλώμ σε βαθμό που η χαρά της νίκης να μετατραπεί σε πένθος. Ο Ιωάβ όμως επιτίμησε τον Δαβίδ για τη στάση του και τον προειδοποίησε ότι, αν δεν μιλήσει προς το λαό ως βασιλιάς, θα χάσει το θρόνο του. Τότε ο Δαβίδ πήγε στα Γάλγαλα, όπου πρώτη η φυλή του Ιούδα και αργότερα οι υπόλοιπες φυλές τον δέχτηκαν ως βασιλιά. Δεν πέρασε πολύς καιρός και άρχισαν προστριβές μεταξύ των φυλών του Ισραήλ και των ανδρών του Ιούδα. Αιτία υπήρξαν οι διασπαστικές τάσεις του Σαβεέ από τη φυλή Βενιαμίν, ο οποίος παρακίνησε τις φυλές του Ισραήλ και πέτυχε να τις πείσει να τον ακολουθήσουν, ενώ οι άνδρες του Ιούδα έμειναν πιστοί στο Δαβίδ. Τότε ο στρατός του Δαβίδ με επικεφαλής τους αδελφούς Ιωάβ και Αβεσσά καταδίωξαν τον Σαβεέ μέχρι το βορειότερο άκρο της χώρας και πολιόρκησαν την πόλη Άβελ, όπου κατέφυγε. Εκεί, για να αποφευχθεί η καταστροφή της πόλης και η αιματοχυσία, οι κάτοικοί της αποκεφάλισαν το Σαβεέ και ο Ιωάβ γύρισε στην Ιερουσαλήμ θριαμβευτής. Η αφήγηση τελειώνει με κατάλογο των αξιωματούχων του Δαβίδ (κεφ. 15-20). Η ενότητα που ακολουθεί αναφέρεται σ' ένα λιμό που κράτησε τρία χρόνια και ερμηνεύτηκε σαν ένα είδος τιμωρίας του Κυρίου για μια παλιότερη πράξη του Σαούλ, ο οποίος θανάτωσε Γαβαωνίτες, παρά την υπόσχεση των Ισραηλιτών κατά την εποχή του Ιησού του Ναυή για αμνηστία. Οι Γαβαωνίτες ζήτησαν και θανάτωσαν επτά απογόνους του Σαούλ και ο λιμός σταμάτησε. Αμέσως μετά ο Δαβίδ μετέφερε από την Ιαβίς της Γαλαάδ στην περιοχή του Βενιαμίν, τα οστά του Σαούλ και του Ιωανάθαν και τα έθαψε δίπλα στον τάφο του πατέρα και παππού τους Κις. Ακολουθεί ένα απόσπασμα που αναφέρεται στα ηρωικά κατορθώματα του Δαβίδ και των δούλων του, όταν πολεμούσαν τους Φιλισταίους και μεταξύ άλλων κατατρόπωσαν τέσσερις απογόνους των «γιγάντων» της Γαθ (κεφ. 21). Το κεφ. 22 περιέχει ένα ευχαριστήριο ψαλμό, με τον οποίο ο Δαβίδ εκφράζει την ευγνωμοσύνη του προς το Θεό για τη σωτηρία του απ' όλους τους εχθρούς του και απ' το Σαούλ. Το επόμενο κεφάλαιο αρχίζει επίσης με ψαλμό, που περιέχει τους τελευταίους λόγους του Δαβίδ και συνεχίζει με την παράθεση των ηρώων του Δαβίδ και των κατορθωμάτων τους (κεφ. 23). Η διήγηση στο τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου αναφέρεται στην απογραφή του λαού, παρά την εντολή του Κυρίου, και στις συνέπειες της. Ο Ιωάβ με εντολή του Δαβίδ έκανε απογραφή του πληθυσμού σ' όλη τη χώρα και μέτρησε 800.000 πολεμιστές στον Ισραήλ και 500.000 χιλιάδες στον Ιούδα. Όμως μετά την απογραφή μετανόησε ο Δαβίδ για την πράξη του και ο προφήτης Γαδ σταλμένος από το Θεό πρότεινε στο βασιλιά να διαλέξει ένα από τα τρία ως τιμωρία από τον Κύριο: τριετή πείνα, τρίμηνη καταδίωξη από τους εχθρούς του ή τριήμερη θανατική επιδημία. Ο Δαβίδ βρέθηκε σε αμηχανία και προτίμησε να πέσει από τα χέρια του Κυρίου, που είναι πολυεύσπλαχνος, γι' αυτό προτίμησε τη θανατική επιδημία. Ο άγγελος Κυρίου είχε σκοτώσει 70.000 Ισραηλίτες, αλλά όταν έφτασε πάνω από την Ιερουσαλήμ ο Θεός μετανόησε και το κακό σταμάτησε. Μετά τη μετάνοια του Δαβίδ και το αίτημά του να τιμωρηθεί αυτός αντί του αθώου λαού, η θανατική επιδημία σταμάτησε. Ο Δαβίδ ευχαρίστησε τον Κύριο με την ανοικοδόμηση θυσιαστηρίου και την προσφορά θυσιών (κεφ. 24).
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ "Β' ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ" ΣΤΗΝ ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ, ΣΤΟΥΣ ΠΑΤΕΡΕΣ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ
1. Οι συγγραφείς της Καινής Διαθήκης αναφέρονται σε επεισόδια που μνημονεύονται στο Β' Βασιλειών, όπως η φράση του Νάθαν προς το Δαβίδ «εγώ έσομαι αυτώ εις πατέρα, και αυτός έσται μοι εις υίόν» (Β' Βασ. 7,14) εφαρμόζεται τόσο στο Χριστό (Εβρ. 1,5), όσο και στους Χριστιανούς (Β' Κορ. 6,18). Πολλά από τα πρόσωπα εξάλλου που διαδραμάτισαν κάποιο ρόλο στα βιβλία Α' και Β' Βασιλειών μνημονεύονται και από τους συγγραφείς της Καινής Διαθήκης, ενώ πολλές φορές χρησιμοποιούν λεκτικό ανάλογο με εκείνο των βιβλίων αυτών. 2. Ερμηνευτικές εργασίες στο βιβλίο Β' Βασιλειών έγραψαν από τους πατέρες και εκκλησιαστικούς συγγραφείς οι: α) Ωριγένης, Όμιλίαι εις τάς Βασιλείας. Έκλογαί εις την Α', Β' Βασιλειών. β) Δίδυμος Αλεξανδρεύς, Τεμάχια υπομνημάτων εις την Β' των Βασιλειών. γ) Κύριλλος Αλεξανδρείας, Τεμάχια εκ των υπομνημάτων εις τάς βίβλους Βασιλειών. δ) Προκόπιος Γαζαίος, Υπομνήματα εις την Β' των Βασιλειών. 3. Το βιβλίο Β' Βασιλειών δεν διαβάζεται στην Εκκλησία.
|