Η θρησκευτική μεταρρύθμιση του Ιωσία
Δ Βασ. 23,1 Καὶ
ἀπέστειλεν ὁ βασιλεὺς καὶ συνήγαγε πρὸς
ἑαυτὸν πάντας τοὺς πρεσβυτέρους Ἰούδα καὶ
Ἱερουσαλήμ.
Δ Βασ. 23,1 Ο βασιλεύς Ιωσίας έστειλεν ανθρώπους και προσεκάλεσε
να έλθουν κοντά του οι πρεσβύτεροι του βασιλείου του Ιούδα και της
Ιερουσαλήμ.
Δ Βασ. 23,2 καὶ ἀνέβη
ὁ βασιλεὺς εἰς οἶκον Κυρίου καὶ πᾶς
ἀνὴρ Ἰούδα καὶ πάντες οἱ κατοικοῦντες
ἐν Ἱερουσαλὴμ μετ᾿ αὐτοῦ καὶ
οἱ ἱερεῖς καὶ οἱ προφῆται καὶ
πᾶς ὁ λαὸς ἀπὸ μικροῦ καὶ ἕως
μεγάλου, καὶ ἀνέγνω ἐν ὠσὶν αὐτῶν πάντας
τοὺς λόγους τοῦ βιβλίου τῆς διαθήκης τοῦ
εὑρεθέντος ἐν οἴκῳ Κυρίου.
Δ Βασ. 23,2 Οταν εκείνοι ήλθον, μετέβη ο βασιλεύς στον ναόν του
Κυρίου. Μαζή δε με αυτόν και όλοι οι άνδρες του βασιλείου Ιούδα, οι οποίοι
κατοικούσαν την Ιερουσαλήμ. Μαζή του επίσης ηκολούθησαν οι ιερείς, οι
προφήται και όλος ο λαός από τον μικρόν έως τον μεγάλον. Εκεί δε ο βασιλεύς
εδιάβασε με φωνήν μεγάλην εις τα αυτιά όλων τους λόγους του βιβλίου της
Διαθήκης, το οποίον ευρέθη στον ναόν του Κυρίου.
Δ Βασ. 23,3 καὶ ἔστη
ὁ βασιλεὺς πρὸς τὸν στύλον καὶ διέθετο διαθήκην
ἐνώπιον Κυρίου τοῦ πορεύεσθαι ὀπίσω Κυρίου καὶ
τοῦ φυλάσσειν τὰς ἐντολὰς αὐτοῦ καὶ
τὰ μαρτύρια αὐτοῦ καὶ τὰ δικαιώματα
αὐτοῦ ἐν πάσῃ καρδίᾳ καὶ ἐν
πάσῃ ψυχῇ τοῦ ἀναστῆσαι τοὺς λόγους
τῆς διαθήκης ταύτης, τὰ γεγραμμένα ἐπὶ τὸ
βιβλίον τοῦτο· καὶ ἔστη πᾶς ὁ λαὸς
ἐν τῇ διαθήκῃ.
Δ Βασ. 23,3 Μετά την ανάγνωσιν εστάθη όρθιος ο βασιλεύς επάνω εις
την εξέδραν του και συνήψε συμφωνίαν μεταξύ του Κυρίου και του
παρευρισκομένου λαού, δια της οποίας συμφωνίας ο λαός ανέλαβε την υποχρέωσιν
να πορεύεται οπίσω του Κυρίου, να φυλάττη τας εντολάς του, τα μαρτύριά του
και τα δικαιώματά του με όλην του την καρδιάν και με όλην του την ψυχήν, ώστε
δια της ευλαβούς συμπεριφοράς του να αποκτήσουν κύρος και ζωήν τα λόγια της
Διαθήκης αυτής, που είναι γραμμένα στο βιβλίον του Νομου. Ολος ο λαός εδέχθη
την συμφωνίαν αυτήν.
Δ Βασ. 23,4 καὶ
ἐνετείλατο ὁ βασιλεὺς τῷ Χελκίᾳ τῷ
ἱερεῖ τῷ μεγάλῳ καὶ τοῖς
ἱερεῦσι τῆς δευτερώσεως καὶ τοῖς φυλάσσουσιν
τὸν σταθμὸν τοῦ ἐξαγαγεῖν ἐκ τοῦ
ναοῦ Κυρίου πάντα τὰ σκεύη τὰ πεποιημένα τῷ Βάαλ
καὶ τῷ ἄλσει καὶ πάσῃ τῇ δυνάμει
τοῦ οὐρανοῦ καὶ κατέκαυσεν αὐτὰ ἔξω
Ἱερουσαλὴμ ἐν σαδημὼθ Κέδρων καὶ ἔβαλε
τὸν χοῦν αὐτῶν εἰς Βαιθήλ.
Δ Βασ. 23,4 Ο βασιλεύς έδωσε κατόπιν εντολήν στον μέγαν αρχιερέα
Χελκίαν και στους ιερείς της δευτέρας τάξεως και εις εκείνους, οι οποίοι
εφύλασσαν τας θύρας του ναού, να βγάλουν από τον ναόν του Κυρίου όλα τα
ειδωλολατρικά σκεύη, τα οποία είχαν κατασκευασθή προς τιμήν του Βααλ και της
Αστάρτης και των αστέρων του ουρανού. Ολα δε αυτά τα παρέδωσαν στο πυρ και τα
κατέκαυσαν έξω από την Ιερουσαλήμ στον αγρόν των Κέδρων. Την δε σκόνιν των
την διεσκόρπισαν εις την Βαιθήλ.
Δ Βασ. 23,5 καὶ κατέκαυσε
τοὺς χωμαρίμ, οὓς ἔδωκαν βασιλεῖς Ἰούδα
καὶ ἐθυμίων ἐν τοῖς ὑψηλοῖς καὶ
ἐν ταῖς πόλεσιν Ἰούδα καὶ τοῖς περικύκλῳ
Ἱερουσαλήμ, καὶ τοὺς θυμιῶντας τῷ Βάαλ
καὶ τῷ ἡλίῳ καὶ τῇ σελήνῃ καὶ
τοῖς μαζουρὼθ καὶ πάσῃ τῇ δυνάμει τοῦ
οὐρανοῦ.
Δ Βασ. 23,5 Παρέδωσαν επίσης στο πυρ τους ιερείς των ειδώλων,
τους οποίους οι βασιλείς του Ιούδα είχαν εγκαταστήσει εκεί, δια να προσφέρουν
θυσίαν θυμιάματος στους υψηλούς τόπους, εις τας πόλστου βασιλείου Ιούδα και
εις τα γύρω από την Ιερουσαλήμ μέρη. Παρέδωσαν επίσης στο πυρ και κατέκαυσαν
και εκείνους, οι οποίοι προσέφεραν θυμίαμα στον Βααλ, στον ήλιον, εις την
σελήνην, εις τα δώδεκα ζώδια και εις όλους τους αστέρας του ουρανού.
Δ Βασ. 23,6 καὶ ἐξήνεγκε
τὸ ἄλσος ἐξ οἴκου Κυρίου ἔξωθεν
Ἱερουσαλὴμ εἰς τὸν χειμάῤῥουν Κέδρων
καὶ κατέκαυσεν αὐτὸν ἐν τῷ
χειμάῤῥῳ Κέδρων καὶ ἐλέπτυνεν εἰς
χοῦν καὶ ἔῤῥιψεν τὸν χοῦν
αὐτοῦ εἰς τὸν τάφον τῶν υἱῶν
τοῦ λαοῦ.
Δ Βασ. 23,6 Εβγαλε το άγαλμα της Αστάρτης από τον ναόν του Κυρίου
έξω από την Ιερουσαλήμ στον χείμαρρον των Κέδρων και κατέκαυσεν αυτό εκεί
στον χείμαρρον των Κέδρων, το έκαμε σκόνιν και έρριψε την σκόνιν αυτήν στον
τάφον, ο οποίος προωρίζετο δια τους κοινούς θνητούς.
Δ Βασ. 23,7 καὶ καθεῖλε
τὸν οἶκον τῶν καδησὶμ τῶν ἐν τῷ
οἴκῳ Κυρίου, οὗ αἱ γυναῖκες ὕφαινον
ἐκεῖ Χεττιΐμ τῷ ἄλσει.
Δ Βασ. 23,7 Εκρήμνισεν επίσης τον οίκον των ιεροδούλων γυναικών, ο
οποίος ήτο στον ναόν του Κυρίου και όπου αι γυναίκες ύφαιναν ενδύματα δια την
Αστάρτην.
Δ Βασ. 23,8 καὶ ἀνήγαγε
πάντας τοὺς ἱερεῖς ἐκ πόλεων Ἰούδα καὶ
ἐμίανε τὰ ὑψηλά, οὗ ἐθυμίασαν ἐκεῖ
οἱ ἱερεῖς ἀπὸ Γαβαὰ καὶ ἕως
Βηρσαβεέ. καὶ καθεῖλε τὸν οἶκον τῶν πυλῶν
τὸν παρὰ τὴν θύραν τῆς πύλης Ἰησοῦ
ἄρχοντος τῆς πόλεως, τῶν ἐξ ἀριστερῶν
ἀνδρὸς ἐν τῇ πύλῃ τῆς πόλεως.
Δ Βασ. 23,8 Συνεκέντρωσε όλους τους ιερείς των ειδώλων από τας
πόλστου Ιούδα και εβεβήλωσε τους υψηλούς τόπους της λατρείας των ειδώλων,
όπου οι ιερείς αυτοί προσέφεραν θυμιάματα, από της πόλεως Γαβαά προς Βορράν
μέχρι της πόλεως Βηρσαβεέ προς Νοτον. Εκρήμνισε τον ειδωλικόν ναόν των πυλών,
ο οποίος ευρίσκετο εις την θύραν της πύλης Ιησού του άρχοντος της πόλεως, και
τον άλλον ναόν, ο οποίος ευρίσκετο αριστερά από την πύλην της πόλεως.
Δ Βασ. 23,9 πλὴν οὐκ
ἀνέβησαν οἱ ἱερεῖς τῶν ὑψηλῶν
πρὸς τὸ θυσιαστήριον Κυρίου ἐν Ἱερουσαλήμ, ὅτι
εἰ μὴ ἔφαγον ἄζυμα ἐν μέσῳ τῶν
ἀδελφῶν αὐτῶν.
Δ Βασ. 23,9 Εν τούτοις οι ιερείς, οι οποίοι προσέφεραν άλλοτε
θυσίας εις τα υψηλά, δεν προσήρχοντο προς το θυσιαστήριον του Κυρίου εις την
Ιερουσαλήμ. Ελάμβαναν όμως μέρος στο φαγητόν των αζύμων μαζή με τους άλλους
συναδέλφους των ιερείς.
Δ Βασ. 23,10 καὶ ἐμίανε
τὸν Ταφὲθ τὸν ἐν φάραγγι υἱοῦ
Ἐννὸμ τοῦ διαγαγεῖν ἄνδρα τὸν
υἱὸν αὐτοῦ καὶ ἄνδρα τὴν θυγατέρα
αὐτοῦ τῷ Μολὸχ ἐν πυρί.
Δ Βασ. 23,10 Εβεβήλωσεν επίσης το θυσιαστήριον Ταφέθ, που υπήρχεν
εις την φάραγγα του υιού του Εννόμ, όπου κάθε λάτρης των ειδώλων παρέδιδεν
στο πυρ τον υιόν του και την θυγατέρα του προς τιμήν του θεού Μολόχ.
Δ Βασ. 23,11 καὶ κατέκαυσε
τοὺς ἵππους, οὓς ἔδωκαν βασιλεῖς Ἰούδα
τῷ ἡλίῳ ἐν τῇ εἰσόδῳ οἴκου
Κυρίου εἰς τὸ γαζοφυλάκιον Νάθαν βασιλέως τοῦ
εὐνούχου ἐν φαρουρίμ, καὶ τὸ ἅρμα τοῦ
ἡλίου κατέκαυσε πυρί.
Δ Βασ. 23,11 Παρέδωσεν επίσης ο βασιλεύς στο πυρ τους ξυλίνους
ίππους, τους οποίους οι βασιλείς του Ιούδα είχαν αφιερώσει στον θεόν ήλιον
και είχαν τοποθετήσει εις την είσοδον του ναού του Κυρίου παραπλεύρως από το
δωμάτιον του Ναθαν, κάποιου ευνούχου ενός βασιλέως. Παρέδωσεν επίσης στο πυρ
ο βασιλεύς ένα ειδωλολατρικόν ομοίωμα του άρματος του ηλίου.
Δ Βασ. 23,12 καὶ τὰ
θυσιαστήρια τὰ ἐπὶ τοῦ δώματος τοῦ
ὑπερῴου Ἄχαζ, ἃ ἐποίησαν βασιλεῖς
Ἰούδα, καὶ τὰ θυσιαστήρια, ἃ ἐποίησε
Μανασσῆς ἐν ταῖς δυσὶν αὐλαῖς οἴκου
Κυρίου, καθεῖλεν ὁ βασιλεὺς καὶ κατέσπασεν ἐκεῖθεν
καὶ ἔῤῥιψε τὸν χοῦν αὐτῶν
εἰς τὸν χειμάῤῥουν Κέδρων.
Δ Βασ. 23,12 Εκρήμνισε και διέλυσεν ο βασιλεύς τα θυσιαστήρια των
ειδώλων, τα οποία υπήρχαν επάνω στο ηλιακωτόν του υπερώου του Αχαζ και τα
οποία είχαν κατασκευάσει διάφοροι βασιλείς του Ιούδα. Επίσης ανέσπασε και
εκρήμνισε τα θυσιαστήρια εκείνα, τα οποία είχε κατασκευάσει ο Μανασσής μέσα
εις τας δύο αυλάς του ναού του Κυρίου. Την δε σκόνιν αυτών έρριψεν στον
χείμαρρον των Κέδρων, ώστε να μη μείνη τίποτε από αυτά.
Δ Βασ. 23,13 καὶ τὸν
οἶκον τὸν ἐπὶ πρόσωπον Ἱερουσαλὴμ
τὸν ἐκ δεξιῶν τοῦ ὄρους τοῦ Μοσοάθ,
ὃν ᾠκοδόμησε Σαλωμὼν βασιλεὺς Ἰσραὴλ
τῇ Ἀστάρτῃ προσοχθίσματι Σιδωνίων καὶ τῷ
Χαμὼς προσοχθίσματι Μωὰβ καὶ τῷ Μολχὸλ
βδελύγματι υἱῶν Ἀμών, ἐμίανεν ὁ βασιλεύς.
Δ Βασ. 23,13 Ο βασιλεύς εβεβήλωσεν επίσης τον ειδωλολατρικόν ναόν,
ο οποίος ευρίσκετο ανατολικά της Ιερουσαλήμ, δεξιά από το όρος Μοσοάθ, τον
οποίον ναόν είχεν ανοικοδομήσει ο Σολομών ο βασιλεύς του Ισραηλιτικού λαού
προς τιμήν του βδελυρού αγάλματος της Αστάρτης, ειδώλου των κατοίκων της Σιδώνος.
Εμόλυνεν και το βδελυρόν άγαλμα του Χαμώς των Μωαβιτών και το βδελυρόν άγαλμα
του Μολχόλ των Αμωνιτών.
Δ Βασ. 23,14 καὶ συνέτριψε
τὰς στήλας καὶ ἐξωλόθρευσε τὰ ἄλση καὶ
ἔπλησε τοὺς τόπους αὐτῶν ὀστέων ἀνθρώπων.
Δ Βασ. 23,14 Συνέτριψεν ακόμη τας ειδωλολατρικάς στήλας. Συνέτριψε
και εξολόθρευσε τα αγάλματα της Αστάρτης και τους τόπους της λατρείας της.
Εβεβήλωσε δε όλα αυτά τα ιερά των ειδωλολατρών σκορπίσας επάνω εις αυτά οστά
ανθρώπων.
Δ Βασ. 23,15 καί γε τὸ
θυσιαστήριον τὸ ἐν Βαιθὴλ τὸ ὑψηλόν, ὃ
ἐποίησεν Ἱεροβοὰμ υἱὸς Ναβάτ, ὃς
ἐξήμαρτε τὸν Ἰσραήλ, καί γε τὸ θυσιαστήριον
ἐκεῖνο τὸ ὑψηλὸν κατέσπασε καὶ συνέτριψε
τοὺς λίθους αὐτοῦ καὶ ἐλέπτυνεν εἰς
χοῦν καὶ κατέκαυσε τὸ ἄλσος.
Δ Βασ. 23,15 Επί πλέον το θυσιαστήριον, το οποίον ευρίσκετο εις την
Βαιθήλ, και τον υψηλόν ειδωλολατρικόν τόπον, που είχε κατασκευάσει ο
Ιεροβοάμ, ο υιός του Ναβάτ, αυτός που είχεν εξωθήσει τους Ισραηλίτας εις
αμαρτίαν και ασέβειαν. Αυτό το θυσιαστήριον και τον υψηλόν τόπον κατέρριψε,
τους λίθους αυτών τους συνέτριψε, τους μετέβαλεν εις σκόνιν και κατέκαυσε το
ξύλινον άγαλμα της Αστάρτης.
Δ Βασ. 23,16 καὶ ἐξένευσεν
Ἰωσίας καὶ εἶδε τοὺς τάφους τοὺς
ἐκεῖ ἐν τῇ πόλει καὶ ἀπέστειλε καὶ
ἔλαβε τὰ ὀστᾶ ἐκ τῶν τάφων καὶ
κατέκαυσεν ἐπὶ τὸ θυσιαστήριον καὶ ἐμίανεν
αὐτὸ κατὰ τὸ ῥῆμα Κυρίου, ὃ
ἐλάλησεν ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ ἐν τῷ
ἑστάναι Ἱεροβοὰμ ἐν τῇ ἑορτῇ
ἐπὶ τὸ θυσιαστήριον. καὶ ἐπιστρέψας ᾖρε
τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ ἐπὶ τὸν
τάφον τοῦ ἀνθρώπου τοῦ Θεοῦ τοῦ λαλήσαντος
τοὺς λόγους τούτους
Δ Βασ. 23,16 Οταν δε ο Ιωσίας έστρεψε το πρόσωπόν του και είδε τους
τάφους, που ευρίσκοντο εις την πόλιν, έστειλεν ανθρώπους και επήρε από τους
τάφους αυτούς τα οστά, τα οποία και έκαυσεν επάνω στο ειδωλολατρικόν αυτό
θυσιαστήριον της Βαιθήλ. Ετσι δε εβεβήλωσε το θυσιαστήριον σύμφωνα με την
προφητείαν του Κυρίου, την οποίαν είχεν είπει ο άνθρωπος εκείνος του Θεού, ο
προφήτης, όταν κατά κάποιαν εορτήν ο Ιεροβοάμ ευρίσκετο όρθιος επάνω στο
θυσιαστήριον αυτό. Κατόπιν ο βασιλεύς έστρεψε το πρόσωπόν του, εσήκωσε τους
οφθαλμούς του προς τον τάφον του ανθρώπου εκείνου του Θεού, του προφήτου, ο
οποίος είχεν είπει τα λόγια εκείνα εναντίον του θυσιαστηρίου.
Δ Βασ. 23,17 καὶ
εἶπε· τί τὸ σκόπελον ἐκεῖνο, ὃ
ἐγὼ ὁρῶ; καὶ εἶπον αὐτῷ
οἱ ἄνδρες τῆς πόλεως· ὁ ἄνθρωπος τοῦ
Θεοῦ ὁ ἐξεληλυθὼς ἐξ Ἰούδα καὶ
ἐπικαλεσάμενος τοὺς λόγους τούτους, οὓς ἐπεκαλέσατο
ἐπὶ τὸ θυσιαστήριον Βαιθήλ.
Δ Βασ. 23,17 Και ηρώτησεν ο βασιλεύς· “τι είναι εκείνο το εξέχον
μνημείον, το οποίον εγώ βλέπω;” Οι άνδρες της πόλεως εκείνης τον
επληροφόρησαν· “εκεί ευρίσκεται ο άνθρωπος εκείνος του Θεού ο προφήτης, ο
οποίος είχεν εξέλθει από το βασίλειον του Ιούδα και εξεφώνησε τους
προφητικούς λόγους εναντίον του θυσιαστηρίου της Βαιθήλ”.
Δ Βασ. 23,18 καὶ
εἶπεν· ἄφετε αὐτόν, ἀνὴρ μὴ
κινησάτωσαν τὰ ὀστᾶ αὐτοῦ· καὶ
ἐῤῥύσθησαν τὰ ὀστᾶ αὐτοῦ
μετὰ τῶν ὀστῶν τοῦ προφήτου τοῦ
ἥκοντος ἐκ Σαμαρείας.
Δ Βασ. 23,18 Ο βασιλεύς είπεν· “αφήσατε αυτόν στον τάφον του και
κανείς ας μη μετακινήση τα οστά του”. Ετσι δε τα οστά αυτού μαζή με τα οστά
του άλλου προφήτου, που είχεν ελθει από την Σαμάρειαν, δεν παρεδόθησαν στο
πυρ.
Δ Βασ. 23,19 καί γε πάντας τοὺς
οἴκους τῶν ὑψηλῶν τοὺς ἐν ταῖς
πόλεσι Σαμαρείας, οὓς ἐποίησαν βασιλεῖς Ἰσραὴλ
παροργίζειν Κύριον, ἀπέστησεν Ἰωσίας καὶ ἐποίησεν
ἐν αὐτοῖς πάντα τὰ ἔργα, ἃ ἐποίησεν
ἐν Βαιθήλ.
Δ Βασ. 23,19 Κατέστρεψεν επίσης ο Ιωσίας όλους τους ναούς των υψηλών
τόπων, οι οποίοι υπήρχον εις τας πόλεις της Σαμαρείας και τους οποίους είχαν
κατασκευάσει οι βασιλείς του Ισραήλ, δια να παροργίσουν έτσι τον Θεόν
εναντίον των. Ο Ιωσίας έκαμεν στους ειδωλολατρικούς αυτούς ναούς ο,τι είχε
κάμει στο θυσιαστήριον της Βαιθήλ.
Δ Βασ. 23,20 καὶ ἐθυσίασε
πάντας τοὺς ἱερεῖς τῶν ὑψηλῶν τοὺς
ὄντας ἐκεῖ ἐπὶ τῶν θυσιαστηρίων καὶ
κατέκαυσε τὰ ὀστᾶ τῶν ἀνθρώπων ἐπ᾿
αὐτά, καὶ ἐπεστράφη εἰς Ἱερουσαλήμ.
Δ Βασ. 23,20 Ακόμη δε εθυσίασεν όλους τους αμετανοήτους ιερείς των υψηλών
ειδωλολατρικών τόπων, οι οποίοι ευρίσκοντο εις τα εκεί θυσιαστήρια. Εις
βεβήλωσιν δε αυτών έκαυσεν επάνω των οστά ανθρώπων. Επειτα δε από τα έργα της
καθάρσεως αυτής επέστρεψεν ο Ιωσίας εις την Ιερουσαλήμ.
Δ Βασ. 23,21 Καὶ
ἐνετείλατο ὁ βασιλεὺς παντὶ τῷ λαῷ
λέγων· ποιήσατε πάσχα τῷ Κυρίῳ Θεῷ ἡμῶν,
καθὼς γέγραπται ἐπὶ βιβλίου τῆς διαθήκης ταύτης·
Δ Βασ. 23,21 Κατόπιν διέταξεν ο βασιλεύς όλον τον λαόν του βασιλείου
Ιούδα και είπεν· “εορτάσατε το Πασχα προς τιμήν του Θεού και Κυρίου μας, όπως
είναι γραμμένον στο βιβλίον της Διαθήκης αυτής”.
Δ Βασ. 23,22 ὅτι οὐκ
ἐγενήθη τὸ πάσχα τοῦτο ἀφ᾿ ἡμερῶν
τῶν κριτῶν, οἳ ἔκρινον τὸν Ἰσραήλ,
καὶ πάσας τὰς ἡμέρας βασιλέων Ἰσραὴλ καὶ
βασιλέων Ἰούδα,
Δ Βασ. 23,22 Το δε Πασχα εκείνο εωρτάσθη με τόσην μεγαλοπρέπειαν και
λαμπρότητα, με όσην δεν είχεν εορτασθή κανένα τέτοιο Πασχα από την εποχήν των
Κριτών, που είχαν κυβερνήσει τον ισραηλιτικόν λαόν, και καθ' όλον το διάστημα
των ετών των βασιλέων του Ισραήλ και των βασιλέων του Ιούδα.
Δ Βασ. 23,23 ὅτι
ἀλλ᾿ ἢ τῷ ὀκτωκαιδεκάτῳ ἔτει
τοῦ βασιλέως Ἰωσίου ἐγενήθη τὸ πάσχα τῷ
Κυρίῳ ἐν Ἱερουσαλήμ.
Δ Βασ. 23,23 Αυτό δε το Πασχα εωρτάσθη κατά το δέκατον όγδοον έτος
της βασιλείας του βασιλέως Ιωσίου εις την Ιερουσαλήμ προς τιμήν και δόξαν του
Κυρίου.
Η μεγάλη οργή του
Κυρίου εναντίον του Ιούδα
Δ Βασ. 23,24 καί γε τοὺς
θελητὰς καὶ τοὺς γνωριστὰς καὶ τὰ
Θεραφὶν καὶ τὰ εἴδωλα καὶ πάντα τὰ
προσοχθίσματα τὰ γεγονότα ἐν τῇ γῇ Ἰούδα
καὶ ἐν Ἱερουσαλὴμ ἐξῇρεν Ἰωσίας,
ἵνα στήσῃ τοὺς λόγους τοῦ νόμου τοὺς
γεγραμμένους ἐπὶ τοῦ βιβλίου, οὗ εὗρε Χελκίας
ὁ ἱερεὺς ἐν οἴκῳ Κυρίου.
Δ Βασ. 23,24 Τους μάγους και τους οιωνοσκόπους και τα αγαλμάτια και
τα μεγάλα είδωλα και όλα τα αγάλματα, που υπήρχον εις την γην Ιούδα και εις
την γην Ιερουσαλήμ, τα κατέστρεψεν ο Ιωσίας ο βασιλεύς, δια να εφαρμόση έτσι
τους λόγους, οι οποίοι είναι γραμμένοι στο βιβλίον τούτο του Νομου, που
ευρήκεν ο αρχιερεύς Χελκίας στον ναόν του Κυρίου.
Δ Βασ. 23,25 ὅμοιος
αὐτῷ οὐκ ἐγενήθη ἔμπροσθεν αὐτοῦ
βασιλεύς, ὃς ἐπέστρεψε πρὸς Κύριον ἐν ὅλῃ
καρδίᾳ αὐτοῦ καὶ ἐν ὅλῃ ψυχῇ
αὐτοῦ καὶ ἐν ὅλῃ ἰσχύϊ
αὐτοῦ κατὰ πάντα τὸν νόμον Μωυσῆ, καὶ
μετ᾿ αὐτὸν οὐκ ἀνέστη ὅμοιος
αὐτῷ.
Δ Βασ. 23,25 Ομοιος με τον βασιλέα Ιωσίαν δεν υπήρξεν άλλος προ
αυτού, ο οποίος εδόθη στον Κυριον με όλην του την καρδίαν, με όλην του την
ψυχήν, με όλην του την δύναμιν σύμφωνα με τον νόμον του Μωϋσέως. Αλλά και
έπειτα απ' αυτόν δεν ενεφανίσθη άλλος όμοιός του.
Δ Βασ. 23,26 πλὴν οὐκ
ἀπεστράφη Κύριος ἀπὸ θυμοῦ τῆς
ὀργῆς αὐτοῦ τῆς μεγάλης, οὗ ἐθυμώθη
ὀργῇ αὐτοῦ ἐν τῷ Ἰούδᾳ
ἐπὶ τοὺς παροργισμούς, οὓς παρώργισεν
αὐτὸν Μανασσῆς.
Δ Βασ. 23,26 Παρ όλην όμως την ευσέβειαν και τα θεάρεστα έργα του
Ιωσίου δεν έπαυσεν ο Κυριος να είναι πολύ ωργισμένος και αγανακτημένος
εναντίον του βασιλείου του Ιούδα, λόγω των παραβάσεων, δια των οποίων ο Μανασσής
είχε παροργίσει τον Κυριον.
Δ Βασ. 23,27 καὶ εἶπε
Κύριος· καί γε τὸν Ἰούδαν ἀποστήσω ἀπὸ
τοῦ προσώπου μου, καθὼς ἀπέστησα τὸν Ἰσραήλ,
καὶ ἀπώσομαι τὴν πόλιν ταύτην, ἣν ἐξελεξάμην
τὴν Ἱερουσαλήμ, καὶ τὸν οἶκον οὗ
εἶπον· ἔσται τὸ ὄνομά μου ἐκεῖ.
Δ Βασ. 23,27 Δια τούτο και είπεν ο Κυριος· “και αυτό ακόμη το
βασίλειον του Ιούδα θα το στερήσω από την προστασίαν μου, όπως εστέρησα το
βασίλειον του Ισραήλ, και θα απορρίψω την πόλιν αυτήν την Ιερουσαλήμ, την
οποίαν εξέλεξα, και τον ναόν τούτον, δια τον οποίον είπα· Εκεί θα είναι
πάντοτε το όνομά μου”.
Ο θάνατος του Ιωσία
Δ Βασ. 23,28 καὶ τὰ
λοιπὰ τῶν λόγων Ἰωσίου καὶ πάντα, ὅσα
ἐποίησεν, οὐχὶ ταῦτα γεγραμμένα ἐπὶ
βιβλίῳ λόγων ἡμερῶν τοῖς βασιλεῦσιν
Ἰούδα;
Δ Βασ. 23,28 Τα υπόλοιπα από τα έργα του Ιωσίου, όλα όσα αυτός
έκαμε, είναι γραμμένα στο βιβλίον των έργων των βασιλέων του βασιλείου του
Ιούδα.
Δ Βασ. 23,29 ἐν δὲ
ταῖς ἡμέραις αὐτοῦ ἀνέβη φαραὼ
Νεχαὼ βασιλεὺς Αἰγύπτου ἐπὶ βασιλέα
Ἀσσυρίων ἐπὶ ποταμὸν Εὐφράτην· καὶ
ἐπορεύθη Ἰωσίας εἰς ἀπαντὴν αὐτοῦ,
καὶ ἐθανάτωσεν αὐτὸν Νεχαὼ ἐν
Μαγεδδὼ ἐν τῷ ἰδεῖν αὐτόν.
Δ Βασ. 23,29 Κατά τας ημέρας της βασιλείας του Ιωσίου ο Νεχαώ
βασιλεύς της Αιγύπτου εξεστράτευσεν εναντίον του βασιλέως των Ασσυρίων προς
τον Ευφράτην ποταμόν. Ο Ιωσίας εξήλθε, δια να αναχαιτίση αυτόν. Εκεί όμως ο
Νεχαώ, κατά την μάχην, που εδόθη εις Μαγεδδώ, μόλις είδε τον Ιωσίαν, τον
εθανάτωσε.
Δ Βασ. 23,30 καὶ
ἐπεβίβασαν αὐτὸν οἱ παῖδες αὐτοῦ
νεκρὸν ἐκ Μαγεδδὼ καὶ ἤγαγον αὐτὸν
εἰς Ἱερουσαλὴμ καὶ ἔθαψαν αὐτὸν
ἐν τῷ τάφῳ αὐτοῦ. καὶ ἔλαβεν
ὁ λαὸς τῆς γῆς τὸν Ἰωάχαζ
υἱὸν Ἰωσίου καὶ ἔχρισαν αὐτὸν
καὶ ἐβασίλευσαν αὐτὸν ἀντὶ τοῦ
πατρὸς αὐτοῦ.
Δ Βασ. 23,30 Παρέλαβον τον νεκρόν βασιλέα από την Μαγγεδώ, τον επεβίβασαν
εις άρμα και τον έφεραν εις την Ιερουσαλήμ, όπου και τον έθαψαν στον τάφον
του. Ο δε ιουδαϊκός λαός επήρε τον Ιωάχαζ υιόν του Ιωσίου, έχρισεν αυτόν και
τον ανεκήρυξεν ως βασιλέα αντί του πατρός του.
Η βασιλεία του Ιωάχαζ στον Ιούδα
Δ Βασ. 23,31 Υἱὸς
εἴκοσι καὶ τριῶν ἐτῶν ἦν Ἰωάχαζ
ἐν τῷ βασιλεύειν αὐτὸν καὶ τρίμηνον
ἐβασίλευσεν ἐν Ἱερουσαλήμ, καὶ ὄνομα τῇ
μητρὶ αὐτοῦ Ἀμιτὰλ θυγάτηρ Ἱερεμίου
ἐκ Λοβνά.
Δ Βασ. 23,31 Οταν ο Ιωάχαζ ανήλθεν στον βασιλικόν θρόνον ήτο
ηλικίας εικοσιτριών ετών. Αυτός εβασίλευσε μόνον επί ένα τρίμηνον εις την
Ιερουσαλήμ. Η μητέρα του ωνομάζετο Αμιτάλ, ήτο δε θυγάτηρ του Ιερεμίου, ο
οποίος κατήγετο από την Λοβνά.
Δ Βασ. 23,32 καὶ ἐποίησε
τὸ πονηρὸν ἐν ὀφθαλμοῖς Κυρίου κατὰ
πάντα, ὅσα ἐποίησαν οἱ πατέρες αὐτοῦ.
Δ Βασ. 23,32 Ο Ιωάχαζ εξέκλινε προς την ειδωλολατρείαν, έπραξε
πονηρά ενώπιον του Κυρίου όλα, όσα είχαν διαπράξει οι προπάτορές του.
Δ Βασ. 23,33 καὶ μετέστησεν
αὐτὸν φαραὼ Νεχαὼ ἐν Δεβλαθὰ ἐν
γῇ Αἰμὰθ τοῦ μὴ βασιλεύειν ἐν Ἱερουσαλὴμ
καὶ ἔδωκε ζημίαν ἐπὶ τὴν γῆν
ἑκατὸν τάλαντα ἀργυρίου καὶ ἑκατὸν
τάλαντα χρυσίου.
Δ Βασ. 23,33 Ο βασιλεύς της Αιγύπτου ο Νεχαώ συνέλαβε και μετέφερε
αυτόν εις την Δεβλαθά, εις την χώραν Αιμάθ, δια να μη είναι πλέον αυτός
βασιλεύς εις την Ιερουσαλήμ. Επέβαλε δε πρόστιμον εις την χώραν του Ιούδα
εκατόν τάλαντα αργυρίου και εκατόν τάλαντα χρυσίου.
Η βασιλεία του Ιωακίμ στον Ιούδα
Δ Βασ. 23,34 καὶ
ἐβασίλευσε φαραὼ Νεχαὼ ἐπ᾿ αὐτοὺς
τὸν Ἐλιακὶμ υἱὸν Ἰωσίου βασιλέως
Ἰούδα ἀντὶ Ἰωσίου τοῦ πατρὸς
αὐτοῦ καὶ ἐπέστρεψε τὸ ὄνομα
αὐτοῦ Ἰωακίμ· καὶ τὸν Ἰωάχαζ
ἔλαβε καὶ εἰσήνεγκεν εἰς Αἴγυπτον, καὶ
ἀπέθανεν ἐκεῖ.
Δ Βασ. 23,34 Ο βασιλεύς της Αιγύπτου ο Νεχαώ ενεθρόνισεν ως βασιλέα
στο βασίλειον του Ιούδα τον Ελιακίμ, άλλον υιόν του Ιωσίου, αντί του Ιωσίου
του πατρός του. Ο Νεχαώ ήλλαξε το όνομα του Ελιακίμ εις Ιωακίμ. Τον δε Ιωάχαζ
επήρε και μετέφερεν εις την Αίγυπτον, όπου ο Ιωάχαζ και απέθανε.
Δ Βασ. 23,35 καὶ τὸ
ἀργύριον καὶ τὸ χρυσίον ἔδωκεν Ἰωακὶμ
τῷ φαραώ· πλὴν ἐτιμογράφησε τὴν γῆν
τοῦ δοῦναι τὸ ἀργύριον ἐπὶ στόματος
φαραώ, ἀνὴρ κατὰ τὴν συντίμησιν αὐτοῦ
ἔδωκαν τὸ ἀργύριον καὶ τὸ χρυσίον μετὰ
τοῦ λαοῦ τῆς γῆς τοῦ δοῦναι τῷ
φαραὼ Νεχαώ.
Δ Βασ. 23,35 Ο Ιωακίμ έδωκεν στον Φαραώ το αργύριον και το χρυσίον
του προστίμου. Δια να ημπορέση όμως να καταβάλη το ορισθέν από τον Φαραώ
πρόστιμον εις άργυρον και χρυσόν, επέβαλε φορολογίαν στους ανθρώπους της
χώρας του. Ο καθένας, ανάλογα προς την οικονομικήν του δύναμιν, κατέβαλε το
σχετικόν αργύριον και χρυσίον. Ο λαός της χώρας εφορολογήθη, δια να καταβληθή
το πρόστιμον στον βασιλέα Νεχαώ.
Δ Βασ. 23,36 υἱὸς
εἴκοσι καὶ πέντε ἐτῶν Ἰωακὶμ ἐν
τῷ βασιλεύειν αὐτὸν καὶ ἕνδεκα ἔτη
ἐβασίλευσεν ἐν Ἱερουσαλήμ, καὶ ὄνομα τῇ
μητρὶ αὐτοῦ Ἰελδὰφ θυγάτηρ Φαδαὴλ
ἐκ Ῥουμά.
Δ Βασ. 23,36 Ο Ιωακίμ, όταν ανήλθεν στον βασιλικόν θρόνον, ήτο
εικοσιπέντε ετών. Εβασίλευσε δε εις την Ιερουσαλήμ επί ένδεκα έτη. Η μητέρα
του ωνομάζετο Ιελδάφ και ήτο θυγάτηρ του Φαδαήλ, ο οποίος κατήγετο από την
Ρουμά.
Δ Βασ. 23,37 καὶ ἐποίησε
τὸ πονηρὸν ἐν ὀφθαλμοῖς Κυρίου κατὰ πάντα,
ὅσα ἐποίησαν οἱ πατέρες αὐτοῦ.
Δ Βασ. 23,37 Αλλά και ο Ιωακίμ διέπραξε πονηρά ενώπιον του Κυρίου,
όλα όσα είχαν πράξει και οι ασεβείς πρόγονοί του.
|