ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ

 

ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Δ'- ΚΕΦ. 21-25

 

 

ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΩΝ ΒΑΣΙΛΕΩΝ ΤΟΥ ΙΟΥΔΑ

Η ΚΑΤΑΛΗΨΗ ΤΗΣ ΙΕΡΟΥΣΑΛΗΜ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 21- Η ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΤΟΥ ΜΑΝΑΣΣΗ ΚΑΙ ΤΟΥ ΑΜΩΝ ΣΤΟΝ ΙΟΥΔΑ

                                    Η βασιλεία του Μανασσή στον Ιούδα

Δ Βασ. 21,1        Υἱὸς δώδεκα ἐτῶν Μανασσῆς ἐν τῷ βασιλεύειν αὐτὸν καὶ πεντήκοντα καὶ πέντε ἔτη ἐβασίλευσεν ἐν Ἱερουσαλήμ, καὶ ὄνομα τῇ μητρὶ αὐτοῦ Ὀψιβά.

Δ Βασ. 21,1               Δωδεκα ετών ήτο ο Μανασσής, όταν ανήλθε στον βασιλικόν θρόνον. Εβασίλευσε δε εις την Ιερουσαλήμ επί πεντήκοντα και πέντε έτη. Η μήτηρ του ωνομάζετο Οψιβά.

Δ Βασ. 21,2        καὶ ἐποίησε τὸ πονηρὸν ἐν ὀφθαλμοῖς Κυρίου κατὰ τὰ βδελύγματα τῶν ἐθνῶν, ὧν ἐξῇρε Κύριος ἀπὸ προσώπου τῶν υἱῶν Ἰσραήλ,

Δ Βασ. 21,2               Αυτός έπραξε πονηρά ενώπιον του Κυρίου, σύμφωνα με τα βδελυρά ειδωλολατρικά έργα των άλλων εθνών, τα οποία έθνη ο Κυριος έβγαλε και εξεδίωξεν από το πρόσωπον των Ισραηλιτών.

Δ Βασ. 21,3        καὶ ἐπέστρεψε καὶ ᾠκοδόμησε τὰ ὑψηλά, ἃ κατέσπασεν Ἐζεκίας ὁ πατὴρ αὐτοῦ, καὶ ἀνέστησε θυσιαστήριον τῇ Βάαλ καὶ ἐποίησε τὰ ἄλση, καθὼς ἐποίησε Ἀχαὰβ βασιλεὺς Ἰσραήλ, καὶ προσεκύνησε πάσῃ τῇ δυνάμει τοῦ οὐρανοῦ καὶ ἐδούλευσεν αὐτοῖς.

Δ Βασ. 21,3               Αυτός, λοιπόν, εστράφη και ανοικοδόμησε τους υψηλούς τόπους της ειδωλικής λατρείας, τους οποίους είχε κρημνίσει ο Εζεκίας, ο πατήρ του. Εκτισε θυσιαστήριον στον Βααλ, κατεσκεύασεν αγάλματα δια την θεάν Αστάρτην, όπως είχε κάμνει ο Αχαάβ, ο βασιλεύς των Ισραηλιτών. Ελάτρευσε και προσεκύνησεν όλα τα αστέρια του ουρανού και έγινε δούλος εις την ειδωλολατρείαν.

Δ Βασ. 21,4        καὶ ᾠκοδόμησε θυσιαστήριον ἐν οἴκῳ Κυρίου, ὡς εἶπεν· ἐν Ἱερουσαλὴμ θήσω τὸ ὄνομά μου,

Δ Βασ. 21,4               Εκτισεν επίσης και θυσιαστήριον στον ναόν του Κυρίου, δια τον οποίον ναόν ο Θεός είχε πει· “η Ιερουσαλήμ είναι η πόλις εκείνη, όπου θα θέσω προς λατρείαν το όνομά μου”.

Δ Βασ. 21,5        καὶ ᾠκοδόμησε θυσιαστήριον πάσῃ τῇ δυνάμει τοῦ οὐρανοῦ ἐν ταῖς δυσὶν αὐλαῖς οἴκου Κυρίου

Δ Βασ. 21,5               Εκτισε και θυσιαστήριον εις λατρείαν των άστρων του ουρανού εντός των δύο αυλών του ναού του Κυρίου.

Δ Βασ. 21,6        καὶ διῆγε τοὺς υἱοὺς αὐτοῦ ἐν πυρὶ καὶ ἐκληδονίζετο καὶ οἰωνίζετο καὶ ἐποίησε τεμένη καὶ γνώστας ἐπλήθυνε τοῦ ποιεῖν τὸ πονηρὸν ἐν ὀφθαλμοῖς Κυρίου παροργίσαι αὐτόν.

Δ Βασ. 21,6               Επέρασε και αυτός τα παιδιά του από την φωτιάν κατά τα έθιμα των ειδωλολατρών, εζητούσε να μάθη το μέλλον με τον κλήδονα και με τους οιωνούς, έκτισεν ιερούς ειδωλολατρικούς τόπους και εκάλεσε πολυαρίθμους μάγους, δια να διαπράττεται έτσι το πονηρόν ενώπιον του Κυρίου, ώστε να εξοργίση τον Κυριον εναντίον του.

Δ Βασ. 21,7        καὶ ἔθηκε τὸ γλυπτὸν τοῦ ἄλσους ἐν τῷ οἴκῳ, ᾧ εἶπε Κύριος πρὸς Δαυὶδ καὶ πρὸς Σαλωμὼν τὸν υἱὸν αὐτοῦ· ἐν τῷ οἴκῳ τούτῳ καὶ ἐν Ἱερουσαλήμ, ᾗ ἐξελεξάμην ἐκ πασῶν φυλῶν τοῦ Ἰσραήλ, καὶ θήσω τὸ ὄνομά μου εἰς τὸν αἰῶνα

Δ Βασ. 21,7               Ετοποθέτησε και το άγαλμα της Αστάρτης στον ναόν του Κυρίου, δια τον οποίον ναόν ο Θεός είχεν είπει προς τον Δαυίδ και προς τον υιόν αυτού τον Σολομώντα ότι “στον ναόν τούτον και εις την Ιερουσαλήμ, την οποίαν εγώ εξέλεξα από τας άλλας πόλεις των φυλών του ισραηλιτικού λαού, εκεί θα θέσω το όνομά μου, δια να ακούεται και να δοξάζεται αιωνίως.

Δ Βασ. 21,8        καὶ οὐ προσθήσω τοῦ σαλεῦσαι τὸν πόδα Ἰσραὴλ ἀπὸ τῆς γῆς, ἧς ἔδωκα τοῖς πατράσιν αὐτῶν, οἵτινες φυλάξουσι πάντα ὅσα ἐνετειλάμην κατὰ πᾶσαν τὴν ἐντολήν, ἣν ἐνετείλατο αὐτοῖς ὁ δοῦλός μου Μωυσῆς.

Δ Βασ. 21,8               Και δεν θα αποφασίσω να σαλεύσω τα πόδια των Ισραηλιτών από την γην, που έδωσα στους πατέρας των, στους οποίους έδωσα την εντολήν να εφαρμόσουν τας εντολάς μου, όπως διέταξα εις αυτούς δια μέσου του δούλου μου του Μωϋσέως”.

Δ Βασ. 21,9        καὶ οὐκ ἤκουσαν, καὶ ἐπλάνησεν αὐτοὺς Μανασσῆς τοῦ ποιῆσαι τὸ πονηρὸν ἐν ὀφθαλμοῖς Κυρίου ὑπὲρ τὰ ἔθνη, ἃ ἠφάνισε Κύριος ἐκ προσώπου υἱῶν Ἰσραήλ.

Δ Βασ. 21,9               Εκείνοι όμως δεν ήκουσαν. Τους παρεπλάνησεν ο Μανασσής, ώστε να πράξουν πονηρά ενώπιον του Κυρίου περισσότερα από όσα έπραξαν τα άλλα έθνη, τα οποία εξωλόθρευσεν ο Κυριος από το πρόσωπον των Ισραηλιτών.

Δ Βασ. 21,10      καὶ ἐλάλησε Κύριος ἐν χειρὶ δούλων αὐτοῦ τῶν προφητῶν λέγων·

Δ Βασ. 21,10             Ωμίλησεν ο Κυριος δια μέσου των δούλων του των προφητών λέγων·

Δ Βασ. 21,11      ἀνθ᾿ ὧν ὅσα ἐποίησε Μανασσῆς ὁ βασιλεὺς Ἰούδα τὰ βδελύγματα ταῦτα τὰ πονηρὰ ἀπὸ πάντων, ὧν ἐποίησεν ὁ Ἀμοῤῥαῖος ὁ ἔμπροσθεν, καὶ ἐξήμαρτε καί γε τὸν Ἰούδαν ἐν τοῖς εἰδώλοις αὐτῶν,

Δ Βασ. 21,11              “Αντί των όσων αμαρτωλών έργων έπραξεν ο Μανασσής, ο βασιλεύς του Ιούδα, ο οποίος κατεσκεύασε τα αποκρουστικά αυτά είδωλα, χειρότερα από εκείνα τα οποία έκαναν οι προ αυτού Αμορραίοι, και παρώθησε τον ιουδαϊκόν λαόν εις την λατρείαν αυτών των ειδώλων,

Δ Βασ. 21,12      οὐχ οὕτως, τάδε λέγει Κύριος ὁ Θεὸς Ἰσραήλ· ἰδοὺ ἐγὼ φέρω κακὰ ἐπὶ Ἱερουσαλὴμ καὶ Ἰούδαν, ὥστε παντὸς ἀκούοντος ἠχήσει ἀμφότερα τὰ ὦτα αὐτοῦ,

Δ Βασ. 21,12             πράγμα το οποίον δεν έπρεπε να γίνη, δια τούτο αυτά λέγει Κυριος ο Θεός του Ισραήλ· Ιδού εγώ θα επιφέρω μεγάλας συμφοράς εναντίον της Ιερουσαλήμ και γενικώτερον εναντίον του ιουδαϊκού βασιλείου, ώστε καθένας ο οποίος θα τας ακούση, θα αισθανθή να βουΐζουν και τα δύο του τα αυτιά.

Δ Βασ. 21,13      καὶ ἐκτενῶ ἐπὶ Ἱερουσαλὴμ τὸ μέτρον Σαμαρείας καὶ τὸ στάθμιον οἴκου Ἀχαάβ· καὶ ἀπαλείψω τὴν Ἱερουσαλήμ, καθὼς ἀπαλείφεται ὁ ἀλάβαστρος ἀπαλειφόμενος καὶ καταστρέφεται ἐπὶ πρόσωπον αὐτοῦ,

Δ Βασ. 21,13             Θα επεκτείνω εναντίον της Ιερουσαλήμ το καταστρεπτικόν μέτρον, που εφήρμοσα κατά της Σαμαρείας, και το μέτρον που εφήρμοσα εναντίον της οικογενείας του Αχαάβ. Θα αδειάσω την Ιερουσαλήμ από τους κατοίκους της, όπως αδειάζει το αλαβάστρινον δοχείον από το μύρον και σκουπίζεται και αναστρέφεται με το στόμιον προς τα κάτω.

Δ Βασ. 21,14      καὶ ἀπώσομαι τὸ ὑπόλειμμα τῆς κληρονομίας μου καὶ παραδώσω αὐτοὺς εἰς χεῖρας ἐχθρῶν αὐτῶν, καὶ ἔσονται εἰς διαρπαγὴν καὶ εἰς προνομὴν πᾶσι τοῖς ἐχθροῖς αὐτῶν,

Δ Βασ. 21,14             Θα απομακρύνω από αυτήν το υπόλοιπον της κληρονομίας μου, το βασίλειον του Ιούδα, και θα παραδώσω αυτό εις τα χέρια των εχθρών του, ώστε να είναι άρπαγμα και λάφυρα εκείνων.

Δ Βασ. 21,15      ἀνθ᾿ ὧν ὅσα ἐποίησαν τὸ πονηρὸν ἐν ὀφθαλμοῖς μου καὶ ἦσαν παροργίζοντές με ἀπὸ τῆς ἡμέρας, ἧς ἐξήγαγον τοὺς πατέρας αὐτῶν ἐξ Αἰγύπτου καὶ ἕως τῆς ἡμέρας ταύτης.

Δ Βασ. 21,15             Και θα τιμωρηθούν έτσι, διότι διέπραξαν πονηρά ενώπιόν μου και συνεχώς με παρώργιζαν από την ημέραν. Που έβγαλα τους προγόνους αυτών ελευθέρους από την Αίγυπτον, μέχρι της ημέρας αυτής.

Δ Βασ. 21,16      καί γε αἷμα ἀθῷον ἐξέχεε Μανασσῆς πολὺ σφόδρα, ἕως οὗ ἔπλησε τὴν Ἱερουσαλὴμ στόμα εἰς στόμα, πλὴν ἀπὸ τῶν ἁμαρτιῶν αὐτοῦ, ὧν ἐξήμαρτε τὸν Ἰούδαν τοῦ ποιῆσαι τὸ πονηρὸν ἐν ὀφθαλμοῖς Κυρίου.

Δ Βασ. 21,16             Επί πλέον ο Μανασσής έχυσε πάρα πολύ αθώον αίμα, έως ότου εγέμισε την Ιερουσαλήμ από το ένα άκρον στο άλλο, έκτος βέβαια των άλλων ασεβειών τας οποίας είχε διαπράξει και δια των οποίων παρώθησε τον ιουδαϊκόν λαόν να παρασυρθή εις πονηράς πράξεις και την ειδωλολατρείαν ενώπιον του Κυρίου”.

Δ Βασ. 21,17      καὶ τὰ λοιπὰ τῶν λόγων Μανασσῆ καὶ πάντα, ὅσα ἐποίησε, καὶ ἡ ἁμαρτία αὐτοῦ, ἣν ἥμαρτεν, οὐχὶ ταῦτα γεγραμμένα ἐπὶ τῷ βιβλίῳ λόγων τῶν ἡμερῶν τοῖς βασιλεῦσιν Ἰούδα;

Δ Βασ. 21,17             Τα υπόλοιπα από τα έργα του Μανασσή όλα όσα αυτός έκαμε, όπως και αι αμαρτίαι τας οποίας διέπραξεν, είναι γραμμένα στο βιβλίον των έργων των βασιλέων του Ιούδα.

Δ Βασ. 21,18      καὶ ἐκοιμήθη Μανασσῆς μετὰ τῶν πατέρων αὐτοῦ καὶ ἐτάφη ἐν τῷ κήπῳ τοῦ οἴκου αὐτοῦ, ἐν κήπω Ὀζά, καὶ ἐβασίλευσεν Ἀμὼν υἱὸς αὐτοῦ ἀντ᾿ αὐτοῦ.

Δ Βασ. 21,18             Εκοιμήθη ο Μανασσής μετά των πατέρων του και ετάφη στον κήπον του ανακτόρου του, στον κήπον του Οζά. Εβασίλευσε δε αντί αυτού ο υιός του ο Αμών.

 

                                    Η βασιλεία του Αμών στον Ιούδα

Δ Βασ. 21,19      Υἱὸς εἴκοσι καὶ δύο ἐτῶν Ἀμὼν ἐν τῷ βασιλεύειν αὐτὸν καὶ δύο ἔτη ἐβασίλευσεν ἐν Ἱερουσαλήμ, καὶ ὄνομα τῇ μητρὶ αὐτοῦ Μεσολλὰμ θυγάτηρ Ἀροῦς ἐξ Ἰετέβα.

Δ Βασ. 21,19             Είκοσι δύο ετών ήτο ο Αμών, όταν ανήλθεν στον βασιλικόν θρόνον, και εβασίλευσεν επί δύο έτη εις την Ιερουσαλήμ. Η μητέρα του ωνομάζετο Μεσολλάμ και ήτο θυγάτηρ του Αρούς, ο οποίος κατήγετο από την Ιετέβα.

Δ Βασ. 21,20      καὶ ἐποίησε τὸ πονηρὸν ἐν ὀφθαλμοῖς Κυρίου, καθὼς ἐποίησε Μανασσῆς ὁ πατὴρ αὐτοῦ.

Δ Βασ. 21,20            Και αυτός διέπραξε πονηρά ενώπιον του Κυρίου, ηκολούθησε την ειδωλολατρείαν, όπως είχε πράξει και ο Μανασσής ο πατέρας του.

Δ Βασ. 21,21      καὶ ἐπορεύθη ἐν πάσῃ ὁδῷ, ᾗ ἐπορεύθη ὁ πατὴρ αὐτοῦ, καὶ ἐλάτρευσε τοῖς εἰδώλοις, οἷς ἐλάτρευσεν ὁ πατὴρ αὐτοῦ, καὶ προσεκύνησεν αὐτοῖς

Δ Βασ. 21,21             Αυτός, δηλαδή, επορεύθη εις όλον τον δρόμον, τον οποίον είχε πορευθή ο πατέρας του, ελάτρευσε τα είδωλα, όπως και ο πατέρας του, και προσεκύνησεν αυτά.

Δ Βασ. 21,22      καὶ ἐγκατέλιπε τὸν Κύριον Θεὸν τῶν πατέρων αὐτοῦ καὶ οὐκ ἐπορεύθη ἐν ὁδῷ Κυρίου.

Δ Βασ. 21,22            Εγκατέλειψε τον Κυριον και Θεόν των πατέρων του και δεν εβάδισε τον δρόμον του Κυρίου.

Δ Βασ. 21,23      καὶ συνεστράφησαν οἱ παῖδες Ἀμὼν πρὸς αὐτὸν καὶ ἐθανάτωσαν τὸν βασιλέα ἐν τῷ οἴκῳ αὐτοῦ.

Δ Βασ. 21,23            Δια την ασέβειάν του επέτρεψεν ο Θεός, ώστε οι δούλοι του Αμών έκαμαν συνωμοσίαν εναντίον του και εφόνευσαν τον βασιλέα μέσα στο βασιλικόν του ανάκτορον.

Δ Βασ. 21,24      καὶ ἐπάταξεν ὁ λαὸς τῆς γῆς πάντας τοὺς συστραφέντας ἐπὶ τὸν βασιλέα Ἀμὼν καὶ ἐβασίλευσεν ὁ λαὸς τῆς γῆς τὸν Ἰωσίαν υἱὸν αὐτοῦ ἀντ᾿ αὐτοῦ.

Δ Βασ. 21,24            Ο λαός όμως του βασιλείου Ιούδα ηγανάκτησε και εκτύπησεν όλους εκείνους, που είχαν συνωμοτήσει εναντίον του βασιλέως Αμώς, και τους εθανάτωσε. Εγκατέστησε δε ο λαός βασιλέα αντί του Αμών τον υιόν του Ιωσίαν.

Δ Βασ. 21,25      καὶ τὰ λοιπὰ τῶν λόγων Ἀμών, ὅσα ἐποίησεν, οὐκ ἰδοὺ ταῦτα γεγραμμένα ἐπὶ βιβλίῳ λόγων τῶν ἡμερῶν τοῖς βασιλεῦσιν Ἰούδα;

Δ Βασ. 21,25            Τα υπόλοιπα από τα έργα του Αμών, τα οποία αυτός έπραξεν, είναι γραμμένα στο βιβλίον των έργων των βασιλέων του Ιούδα.

Δ Βασ. 21,26      καὶ ἔθαψαν αὐτὸν ἐν τῷ τάφῳ αὐτοῦ ἐν τῷ κήπῳ Ὀζά, καὶ ἐβασίλευσεν Ἰωσίας υἱὸς αὐτοῦ ἀντ᾿ αὐτοῦ.

Δ Βασ. 21,26            Εθαψαν αυτόν στον τάφον του, ο οποίος ευρίσκετο στον κήπον του Οζά, αντί δε αυτού ανήλθεν στον βασιλικόν θρόνον ο υιός του ο Ιωσίας.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 22- Η ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΤΟΥ ΙΩΣΙΑ ΣΤΟΝ ΙΟΥΔΑ

                                    Ο Ιωσίας και το βιβλίο του Νόμου

Δ Βασ. 22,1        Υἱὸς ὀκτὼ ἐτῶν Ἰωσίας ἐν τῷ βασιλεύειν αὐτὸν καὶ τριάκοντα καὶ ἓν ἔτος ἐβασίλευσεν ἐν Ἱερουσαλήμ, καὶ ὄνομα τῇ μητρὶ αὐτοῦ Ἰεδία θυγάτηρ Ἐδεϊὰ ἐκ Βασουρώθ.

Δ Βασ. 22,1               Οκτώ ετών ήτο ο Ιωσίας, όταν ανήλθεν στον βασιλικόν θρόνον. Εβασίλευσε δε εις την Ιερουσαλήμ επί τριάκοντα και εν έτη. Η μητέρα του ωνομάζετο Ιεδία και ήτο θυγάτηρ του Εδεϊά, ο οποίος κατήγετο από την Βασουρώθ.

Δ Βασ. 22,2        καὶ ἐποίησε τὸ εὐθὲς ἐν ὀφθαλμοῖς Κυρίου καὶ ἐπορεύθη ἐν πάσῃ ὁδῷ Δαυὶδ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ, οὐκ ἀπέστη δεξιὰ καὶ ἀριστερά.

Δ Βασ. 22,2              Αυτός έπραξε το ευάρεστον ενώπιον του Κυρίου και επορεύθη καθ' όλα στον δρόμον του προγόνου του Δαυίδ και δεν εξέκλινε δεξιά και αριστερά από τον νόμον του Κυρίου.

Δ Βασ. 22,3        καὶ ἐγενήθη ἐν τῷ ὀκτωκαιδεκάτῳ ἔτει τῷ βασιλεῖ Ἰωσίᾳ ἐν τῷ μηνὶ τῷ ὀγδόῳ ἀπέστειλεν ὁ βασιλεὺς τὸν Σαπφὰν υἱὸν Ἐσελίου υἱοῦ Μεσολλάμ, τὸν γραμματέα οἴκου Κυρίου λέγων·

Δ Βασ. 22,3              Κατά τον όγδοον μήνα του δεκάτου ογδόου έτους της βασιλείας του έστειλεν ο βασιλεύς Ιωσίας προς τον Σαπφάν, υιόν του Εσελίου υιού του Μεσολλάμ, τον γραμματέα του ναού του Κυρίου και είπε προς αυτόν·

Δ Βασ. 22,4        ἀνάβηθι πρὸς Χελκίαν τὸν ἱερέα τὸν μέγαν καὶ σφράγισον τὸ ἀργύριον τὸ εἰσενεχθὲν ἐν οἴκῳ Κυρίου, ὃ συνήγαγον οἱ φυλάσσοντες τὸν σταθμὸν παρὰ τοῦ λαοῦ,

Δ Βασ. 22,4              “ανέβα στον ναόν προς τον αρχιερέα Χελκίαν και μέτρησε μαζή με αυτόν το αργύριον, το οποίον έχει εισπραχθή στον νσον του Κυρίου και το οποίον οι φύλακες της θύρας του ναού συνεκέντρωσαν από τον λαόν.

Δ Βασ. 22,5        καὶ δότωσαν αὐτὸ ἐπὶ χεῖρα ποιούντων τὰ ἔργα τῶν καθεσταμένων ἐν οἴκῳ Κυρίου. καὶ ἔδωκεν αὐτὸ τοῖς ποιοῦσι τὰ ἔργα τοῖς ἐν οἴκῳ Δ Βασ. 22Κυρίου τοῦ κατισχῦσαι τὸ βεδὲκ τοῦ οἴκου,

Δ Βασ. 22,5              Ας παραδώσουν αυτό εις τα χέρια των εργοδηγών, οι οποίοι επιβλέπουν εις τα έργα του Κυρίου, εις αυτούς που είναι επόπται εις τας επισκευαζομένας φθοράς του ναού του Κυρίου”. Ο Σαπφάν έδωκε το χρήμα τούτο στους αναλαβόντας αυτήν την εργασίαν στον ναόν του Κυρίου με την εντολήν, να επιδιορθώσουν τας φθοράς του ναού.

Δ Βασ. 22,6        τοῖς τέκτοσι καὶ τοῖς οἰκοδόμοις καὶ τοῖς τειχισταῖς καὶ τοῦ κτήσασθαι ξύλα καὶ λίθους λατομητούς, τοῦ κραταιῶσαι τὸ βεδὲκ τοῦ οἴκου.

Δ Βασ. 22,6              Οι επί των εργασιών του ναού επόπται έδωσαν το χρήμα αυτό στους ξυλουργούς, στους οικοδόμους, στους κτίστας, δια να αγοράσουν ξύλα και λίθους πελεκημένους, απαραιτήτους δια την επιδιόρθωσιν του ναού.

Δ Βασ. 22,7        πλὴν οὐκ ἐξελογίζοντο αὐτοὺς τὸ ἀργύριον τὸ διδόμενον αὐτοῖς, ὅτι ἐν πίστει αὐτοὶ ποιοῦσι.

Δ Βασ. 22,7              Κανείς όμως λογαριασμός δεν εζητείτο από αυτούς δια το διδόμενον χρήμα, διότι αυτοί ήσαν ευσυνείδητοι και τίμιοι.

Δ Βασ. 22,8        καὶ εἶπε Χελκίας ὁ ἱερεὺς ὁ μέγας πρὸς Σαπφὰν τὸν γραμματέα· βιβλίον τοῦ νόμου εὗρον ἐν οἴκῳ Κυρίου· καὶ ἔδωκε Χελκίας τὸ βιβλίον πρὸς Σαπφάν, καὶ ἀνέγνω αὐτό.

Δ Βασ. 22,8              Ο αρχιερεύς ο Χελκίας είπε προς τον Σαπφάν τον γραμματέα· “ευρήκα το βιβλίον του Νομου στον ναόν του Κυρίου”. Ο Χελκίας έδωκε το βιβλίον τούτο στον Σαπφάν, ο οποίος και το ανέγνωσε.

Δ Βασ. 22,9        καὶ εἰσῆλθεν ἐν οἴκῳ Κυρίου πρὸς τὸν βασιλέα καὶ ἀπέστρεψε τῷ βασιλεῖ ῥῆμα καὶ εἶπεν· ἐχώνευσαν οἱ δοῦλοί σου τὸ ἀργύριον τὸ εὑρεθὲν ἐν οἴκῳ Κυρίου καὶ ἔδωκαν αὐτὸ ἐπὶ χεῖρα ποιούντων τὰ ἔργα καθεσταμένων ἐν οἴκῳ Κυρίου

Δ Βασ. 22,9              Ο Σαπφάν εισήλθε προς τον βασιλέα, ο οποίος ευρίσκετο στον ναόν του Κυρίου, και έδωσεν αναφοράν εις αυτόν δια την αποστολήν του και είπεν· “οι δούλοι σου συνέλεξαν το αργύριον, το οποίον ευρέθη στον ναόν του Κυρίου, και το έδωσαν στους εργολήπτας, οι οποίοι επιβλέπουν εις τα έργα που γίνονται στον ναόν του Κυρίου”.

Δ Βασ. 22,10      καὶ εἶπε Σαπφὰν ὁ γραμματεὺς πρὸς τὸν βασιλέα λέγων· βιβλίον ἔδωκέ μοι Χελκίας ὁ ἱερεὺς καὶ ἀνέγνω αὐτὸ Σαπφὰν ἐνώπιον τοῦ βασιλέως.

Δ Βασ. 22,10            Είπε δε ακόμη ο γραμματεύς Σαπφάν προς τον βασιλέα τούτο· “ο Χελκίας ο αρχιερεύς μου έδωκεν ένα βιβλίον”. Ο Σαπφάν το ανέγνωσεν ενώπιον του βασιλέως.

 

                                    Ο Ιωσίας συμβουλεύεται την προφήτιδα Όλδαν

Δ Βασ. 22,11      καὶ ἐγένετο ὡς ἤκουσεν ὁ βασιλεὺς τοὺς λόγους τοῦ βιβλίου τοῦ νόμου, καὶ διέῤῥηξε τὰ ἱμάτια ἑαυτοῦ.

Δ Βασ. 22,11             Ο βασιλεύς, όταν ήκουσε τους λόγους τους γραμμένους στο βιβλίον του Νομου, συνεταράχθη και διέρρηξε τα ιμάτια αυτού.

Δ Βασ. 22,12      καὶ ἐνετείλατο ὁ βασιλεὺς τῷ Χελκίᾳ τῷ ἱερεῖ καὶ τῷ Ἀχικὰμ υἱῷ Σαπφὰν καὶ τῷ Ἀχοβὼρ υἱῷ Μιχαίου καὶ τῷ Σαπφὰν τῷ γραμματεῖ καὶ τῷ Ἀσαΐᾳ δούλῳ τοῦ βασιλέως λέγων·

Δ Βασ. 22,12            Διέταξε δε ο βασιλεύς τον Χελκίαν τον αρχιερέα, και τον Αχικάμ υιόν Σαπφάν, και τον Αχοβώρ υιόν του Μιχαίου, τον Σαπφάν τον γραμματέα και τον δούλον του βασιλέως Ασαΐα λέγων·

Δ Βασ. 22,13      δεῦτε ἐκζητήσατε τὸν Κύριον περὶ ἐμοῦ καὶ περὶ παντὸς τοῦ λαοῦ καὶ περὶ παντὸς τοῦ Ἰούδα περὶ τῶν λόγων τοῦ βιβλίου τοῦ εὑρεθέντος τούτου, ὅτι μεγάλη ἡ ὀργὴ Κυρίου ἡ ἐκκεκαυμένη ἐν ἡμῖν, ὑπὲρ οὗ οὐκ ἤκουσαν οἱ πατέρες ἡμῶν τῶν λόγων τοῦ βιβλίου τούτου τοῦ ποιεῖν κατὰ πάντα τὰ γεγραμμένα καθ᾿ ἡμῶν.

Δ Βασ. 22,13            “πηγαίνετε και ερωτήσατε τον Κυριον δι' εμέ, δι' όλον τον λαόν και δι' ολόκληρον το βασίλειον του Ιούδα, δι' όλα όσα είναι γραμμένα στο βιβλίον τούτο, το οποίον ανευρέθη, διότι από αυτό φαίνεται ότι είναι τρομερά αναμμένη εναντίον μας η οργή του Κυρίου, επειδή οι πρόγονοι ημών δεν υπήκουσαν εις τας εντολάς του βιβλίου τούτου να τηρήσουν και εφαρμόσουν όλα, όσα είναι γραμμένα μέσα εις αυτό”.

Δ Βασ. 22,14      καὶ ἐπορεύθη Χελκίας ὁ ἱερεὺς καὶ Ἀχικὰμ καὶ Ἀχοβὼρ καὶ Σαπφὰν καὶ Ἀσαΐας πρὸς Ὄλδαν τὴν προφῆτιν μητέρα Σελλὴμ υἱοῦ Θεκουὲ υἱοῦ Ἀραὰς τοῦ ἱματιοφύλακος, καὶ αὕτη κατῴκει ἐν Ἱερουσαλὴμ ἐν τῇ Μασενᾷ, καὶ ἐλάλησαν πρὸς αὐτήν.

Δ Βασ. 22,14            Εντολήν του βασιλέως εκτελούντες ο αρχιερεύς Χελκίας, ο Αχικάμ, ο Αχοβώρ, ο Σαπφάν και ο Ασαΐας, επήγαν προς την Ολδαν την προφήτιδα, η οποία ήτο μητέρα του Σελλήμ υιού του Θεκουέ, υιού του Αραάς του ιματιοφύλακος, και αυτή κατοικούσεν εις την δευτέραν συνοικίαν της Ιερουσαλήμ. Είπαν, λοιπόν, αυτοί προς εκείνην όλα, όσα ο βασιλεύς τους είχε διατάξει.

Δ Βασ. 22,15      καὶ εἶπεν αὐτοῖς· τάδε λέγει Κύριος ὁ Θεὸς Ἰσραήλ· εἴπατε τῷ ἀνδρὶ τῷ ἀποστείλαντι ὑμᾶς πρός με·

Δ Βασ. 22,15            Η προφήτις απήντησε προς αυτούς· “αυτά λέγει Κυριος ο Θεός του Ισραήλ. Ειπέτε προς τον άνδρα, ο οποίος σας έστειλε προς εμέ τα εξής·

Δ Βασ. 22,16      τάδε λέγει Κύριος· ἰδοὺ ἐγὼ ἐπάγω κακὰ ἐπὶ τὸν τόπον τοῦτον καὶ ἐπὶ τοὺς ἐνοικοῦντας αὐτόν, πάντας τοὺς λόγους τοῦ βιβλίου, οὓς ἀνέγνω βασιλεὺς Ἰούδα,

Δ Βασ. 22,16            Αυτά λέγει ο Κυριος· ιδού εγώ θα επιφέρω μεγάλας συμφοράς εναντίον του τόπου τούτου και εναντίον των κατοικούντων εις αυτόν. Θα επιφέρω όλας τας τιμωρίας τας γραμμένας στο βιβλίον τούτο, τας οποίας ανέγνωσεν ο βασιλεύς του βασιλείου των Ιουδαίων.

Δ Βασ. 22,17      ἀνθ᾿ ὧν ἐγκατέλιπόν με καὶ ἐθυμίων θεοῖς ἑτέροις, ὅπως παροργίσωσί με ἐν τοῖς ἔργοις τῶν χειρῶν αὐτῶν, καὶ ἐκκαυθήσεται θυμός μου ἐν τῷ τόπῳ τούτῳ καὶ οὐ σβεσθήσεται.

Δ Βασ. 22,17            Και τούτο, διότι οι Ιουδαίοι με εγκατέλιπον, προσέφεραν θυσίαν θυμιάματος εις ξένους θεούς, ώστε να με εξοργίσουν εναντίον των δια τα έργα των χειρών των και να ανάψη ο θυμός μου εναντίον του τόπου τούτου και να μη σβεσθή.

Δ Βασ. 22,18      καὶ πρὸς βασιλέα Ἰούδα τὸν ἀποστείλαντα ὑμᾶς ἐπιζητῆσαι τὸν Κύριον τάδε ἐρεῖτε πρὸς αὐτόν· τάδε λέγει Κύριος ὁ Θεὸς Ἰσραήλ· οἱ λόγοι, οὓς ἤκουσας,

Δ Βασ. 22,18            Προς δε τον βασιλέα του βασιλείου των Ιουδαίων, ο οποίος σας έστειλε να ερωτήσετε δι' εμού τον Κυριον περί αυτού, θα πήτε προς αυτόν· Αυτά λέγει Κυριος ο Θεός του Ισραήλ·

Δ Βασ. 22,19      ἀνθ᾿ ὧν ὅτι ἡπαλύνθη ἡ καρδία σου καὶ ἐνετράπης ἀπὸ προσώπου, ὡς ἤκουσας ὅσα ἐλάλησα ἐπὶ τὸν τόπον τοῦτον καὶ ἐπὶ τοὺς ἐνοικοῦντας αὐτὸν τοῦ εἶναι εἰς ἀφανισμὸν καὶ εἰς κατάραν, καὶ διέῤῥηξας τὰ ἱμάτιά σου καὶ ἔκλαυσας ἐνώπιόν μου, καί γε ἐγὼ ἤκουσα, λέγει Κύριος.

Δ Βασ. 22,19            Επειδή από τους λόγους, τους οποίους εδιάβασες στο βιβλίον του Νομου συνεκινήθη βαθύτατα προς μετάνοιαν η καρδία σου και εταπεινώθης ενώπιον του Κυρίου, όταν εδιάβασες όσα εγώ προείπα εναντίον του τόπου τούτου και εναντίον αυτών, οι οποίοι τον κατοικούν, ώστε να παραδοθούν εις όλεθρον και εις κατάραν και διέρρηξας τα ιμάτιά σου από λύπην και έκλαυσες ενώπιόν μου μετανοημένος, εγώ σε ήκουσα λέγει ο Κυριος.

Δ Βασ. 22,20      οὐχ οὕτως· ἰδοὺ προστίθημί σε πρὸς τοὺς πατέρας σου, καὶ συναχθήσῃ εἰς τὸν τάφον σου ἐν εἰρήνῃ, καὶ οὐκ ὀφθήσεται ἐν τοῖς ὀφθαλμοῖς σου ἐν πᾶσι τοῖς κακοῖς, οἷς ἐγώ εἰμι ἐπάγω ἐπὶ τὸν τόπον τοῦτον. καὶ ἐπέστρεψαν τῷ βασιλεῖ τὸ ῥῆμα.

Δ Βασ. 22,20           Δεν θα πραγματοποιηθούν εναντίον σου αι τιμωρίαι αύται. Ιδού θα σε προσθέσω προς τους πατέρας σου και ειρηνικώς θα οδηγηθής στον τάφον σου. Δεν θα ίδης με τα μάτια σου όλας τας συμφοράς, τας οποίας εγώ θα επιφέρω εναντίον του τόπου τούτου”. Οι απεσταλμένοι του βασιλέως επέστρεψαν προς αυτόν και του ανέφεραν την απάντησιν.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 23- Η ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗ ΤΟΥ ΙΩΣΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ  

Η ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΤΟΥ ΑΧΑΖ ΚΑΙ ΤΟΥ ΙΩΑΚΙΜ ΣΤΟΝ ΙΟΥΔΑ

                                    Η θρησκευτική μεταρρύθμιση του Ιωσία

Δ Βασ. 23,1        Καὶ ἀπέστειλεν ὁ βασιλεὺς καὶ συνήγαγε πρὸς ἑαυτὸν πάντας τοὺς πρεσβυτέρους Ἰούδα καὶ Ἱερουσαλήμ.

Δ Βασ. 23,1               Ο βασιλεύς Ιωσίας έστειλεν ανθρώπους και προσεκάλεσε να έλθουν κοντά του οι πρεσβύτεροι του βασιλείου του Ιούδα και της Ιερουσαλήμ.

Δ Βασ. 23,2        καὶ ἀνέβη ὁ βασιλεὺς εἰς οἶκον Κυρίου καὶ πᾶς ἀνὴρ Ἰούδα καὶ πάντες οἱ κατοικοῦντες ἐν Ἱερουσαλὴμ μετ᾿ αὐτοῦ καὶ οἱ ἱερεῖς καὶ οἱ προφῆται καὶ πᾶς ὁ λαὸς ἀπὸ μικροῦ καὶ ἕως μεγάλου, καὶ ἀνέγνω ἐν ὠσὶν αὐτῶν πάντας τοὺς λόγους τοῦ βιβλίου τῆς διαθήκης τοῦ εὑρεθέντος ἐν οἴκῳ Κυρίου.

Δ Βασ. 23,2              Οταν εκείνοι ήλθον, μετέβη ο βασιλεύς στον ναόν του Κυρίου. Μαζή δε με αυτόν και όλοι οι άνδρες του βασιλείου Ιούδα, οι οποίοι κατοικούσαν την Ιερουσαλήμ. Μαζή του επίσης ηκολούθησαν οι ιερείς, οι προφήται και όλος ο λαός από τον μικρόν έως τον μεγάλον. Εκεί δε ο βασιλεύς εδιάβασε με φωνήν μεγάλην εις τα αυτιά όλων τους λόγους του βιβλίου της Διαθήκης, το οποίον ευρέθη στον ναόν του Κυρίου.

Δ Βασ. 23,3        καὶ ἔστη ὁ βασιλεὺς πρὸς τὸν στύλον καὶ διέθετο διαθήκην ἐνώπιον Κυρίου τοῦ πορεύεσθαι ὀπίσω Κυρίου καὶ τοῦ φυλάσσειν τὰς ἐντολὰς αὐτοῦ καὶ τὰ μαρτύρια αὐτοῦ καὶ τὰ δικαιώματα αὐτοῦ ἐν πάσῃ καρδίᾳ καὶ ἐν πάσῃ ψυχῇ τοῦ ἀναστῆσαι τοὺς λόγους τῆς διαθήκης ταύτης, τὰ γεγραμμένα ἐπὶ τὸ βιβλίον τοῦτο· καὶ ἔστη πᾶς ὁ λαὸς ἐν τῇ διαθήκῃ.

Δ Βασ. 23,3              Μετά την ανάγνωσιν εστάθη όρθιος ο βασιλεύς επάνω εις την εξέδραν του και συνήψε συμφωνίαν μεταξύ του Κυρίου και του παρευρισκομένου λαού, δια της οποίας συμφωνίας ο λαός ανέλαβε την υποχρέωσιν να πορεύεται οπίσω του Κυρίου, να φυλάττη τας εντολάς του, τα μαρτύριά του και τα δικαιώματά του με όλην του την καρδιάν και με όλην του την ψυχήν, ώστε δια της ευλαβούς συμπεριφοράς του να αποκτήσουν κύρος και ζωήν τα λόγια της Διαθήκης αυτής, που είναι γραμμένα στο βιβλίον του Νομου. Ολος ο λαός εδέχθη την συμφωνίαν αυτήν.

Δ Βασ. 23,4        καὶ ἐνετείλατο ὁ βασιλεὺς τῷ Χελκίᾳ τῷ ἱερεῖ τῷ μεγάλῳ καὶ τοῖς ἱερεῦσι τῆς δευτερώσεως καὶ τοῖς φυλάσσουσιν τὸν σταθμὸν τοῦ ἐξαγαγεῖν ἐκ τοῦ ναοῦ Κυρίου πάντα τὰ σκεύη τὰ πεποιημένα τῷ Βάαλ καὶ τῷ ἄλσει καὶ πάσῃ τῇ δυνάμει τοῦ οὐρανοῦ καὶ κατέκαυσεν αὐτὰ ἔξω Ἱερουσαλὴμ ἐν σαδημὼθ Κέδρων καὶ ἔβαλε τὸν χοῦν αὐτῶν εἰς Βαιθήλ.

Δ Βασ. 23,4              Ο βασιλεύς έδωσε κατόπιν εντολήν στον μέγαν αρχιερέα Χελκίαν και στους ιερείς της δευτέρας τάξεως και εις εκείνους, οι οποίοι εφύλασσαν τας θύρας του ναού, να βγάλουν από τον ναόν του Κυρίου όλα τα ειδωλολατρικά σκεύη, τα οποία είχαν κατασκευασθή προς τιμήν του Βααλ και της Αστάρτης και των αστέρων του ουρανού. Ολα δε αυτά τα παρέδωσαν στο πυρ και τα κατέκαυσαν έξω από την Ιερουσαλήμ στον αγρόν των Κέδρων. Την δε σκόνιν των την διεσκόρπισαν εις την Βαιθήλ.

Δ Βασ. 23,5        καὶ κατέκαυσε τοὺς χωμαρίμ, οὓς ἔδωκαν βασιλεῖς Ἰούδα καὶ ἐθυμίων ἐν τοῖς ὑψηλοῖς καὶ ἐν ταῖς πόλεσιν Ἰούδα καὶ τοῖς περικύκλῳ Ἱερουσαλήμ, καὶ τοὺς θυμιῶντας τῷ Βάαλ καὶ τῷ ἡλίῳ καὶ τῇ σελήνῃ καὶ τοῖς μαζουρὼθ καὶ πάσῃ τῇ δυνάμει τοῦ οὐρανοῦ.

Δ Βασ. 23,5              Παρέδωσαν επίσης στο πυρ τους ιερείς των ειδώλων, τους οποίους οι βασιλείς του Ιούδα είχαν εγκαταστήσει εκεί, δια να προσφέρουν θυσίαν θυμιάματος στους υψηλούς τόπους, εις τας πόλστου βασιλείου Ιούδα και εις τα γύρω από την Ιερουσαλήμ μέρη. Παρέδωσαν επίσης στο πυρ και κατέκαυσαν και εκείνους, οι οποίοι προσέφεραν θυμίαμα στον Βααλ, στον ήλιον, εις την σελήνην, εις τα δώδεκα ζώδια και εις όλους τους αστέρας του ουρανού.

Δ Βασ. 23,6        καὶ ἐξήνεγκε τὸ ἄλσος ἐξ οἴκου Κυρίου ἔξωθεν Ἱερουσαλὴμ εἰς τὸν χειμάῤῥουν Κέδρων καὶ κατέκαυσεν αὐτὸν ἐν τῷ χειμάῤῥῳ Κέδρων καὶ ἐλέπτυνεν εἰς χοῦν καὶ ἔῤῥιψεν τὸν χοῦν αὐτοῦ εἰς τὸν τάφον τῶν υἱῶν τοῦ λαοῦ.

Δ Βασ. 23,6              Εβγαλε το άγαλμα της Αστάρτης από τον ναόν του Κυρίου έξω από την Ιερουσαλήμ στον χείμαρρον των Κέδρων και κατέκαυσεν αυτό εκεί στον χείμαρρον των Κέδρων, το έκαμε σκόνιν και έρριψε την σκόνιν αυτήν στον τάφον, ο οποίος προωρίζετο δια τους κοινούς θνητούς.

Δ Βασ. 23,7        καὶ καθεῖλε τὸν οἶκον τῶν καδησὶμ τῶν ἐν τῷ οἴκῳ Κυρίου, οὗ αἱ γυναῖκες ὕφαινον ἐκεῖ Χεττιΐμ τῷ ἄλσει.

Δ Βασ. 23,7              Εκρήμνισεν επίσης τον οίκον των ιεροδούλων γυναικών, ο οποίος ήτο στον ναόν του Κυρίου και όπου αι γυναίκες ύφαιναν ενδύματα δια την Αστάρτην.

Δ Βασ. 23,8        καὶ ἀνήγαγε πάντας τοὺς ἱερεῖς ἐκ πόλεων Ἰούδα καὶ ἐμίανε τὰ ὑψηλά, οὗ ἐθυμίασαν ἐκεῖ οἱ ἱερεῖς ἀπὸ Γαβαὰ καὶ ἕως Βηρσαβεέ. καὶ καθεῖλε τὸν οἶκον τῶν πυλῶν τὸν παρὰ τὴν θύραν τῆς πύλης Ἰησοῦ ἄρχοντος τῆς πόλεως, τῶν ἐξ ἀριστερῶν ἀνδρὸς ἐν τῇ πύλῃ τῆς πόλεως.

Δ Βασ. 23,8              Συνεκέντρωσε όλους τους ιερείς των ειδώλων από τας πόλστου Ιούδα και εβεβήλωσε τους υψηλούς τόπους της λατρείας των ειδώλων, όπου οι ιερείς αυτοί προσέφεραν θυμιάματα, από της πόλεως Γαβαά προς Βορράν μέχρι της πόλεως Βηρσαβεέ προς Νοτον. Εκρήμνισε τον ειδωλικόν ναόν των πυλών, ο οποίος ευρίσκετο εις την θύραν της πύλης Ιησού του άρχοντος της πόλεως, και τον άλλον ναόν, ο οποίος ευρίσκετο αριστερά από την πύλην της πόλεως.

Δ Βασ. 23,9        πλὴν οὐκ ἀνέβησαν οἱ ἱερεῖς τῶν ὑψηλῶν πρὸς τὸ θυσιαστήριον Κυρίου ἐν Ἱερουσαλήμ, ὅτι εἰ μὴ ἔφαγον ἄζυμα ἐν μέσῳ τῶν ἀδελφῶν αὐτῶν.

Δ Βασ. 23,9              Εν τούτοις οι ιερείς, οι οποίοι προσέφεραν άλλοτε θυσίας εις τα υψηλά, δεν προσήρχοντο προς το θυσιαστήριον του Κυρίου εις την Ιερουσαλήμ. Ελάμβαναν όμως μέρος στο φαγητόν των αζύμων μαζή με τους άλλους συναδέλφους των ιερείς.

Δ Βασ. 23,10      καὶ ἐμίανε τὸν Ταφὲθ τὸν ἐν φάραγγι υἱοῦ Ἐννὸμ τοῦ διαγαγεῖν ἄνδρα τὸν υἱὸν αὐτοῦ καὶ ἄνδρα τὴν θυγατέρα αὐτοῦ τῷ Μολὸχ ἐν πυρί.

Δ Βασ. 23,10            Εβεβήλωσεν επίσης το θυσιαστήριον Ταφέθ, που υπήρχεν εις την φάραγγα του υιού του Εννόμ, όπου κάθε λάτρης των ειδώλων παρέδιδεν στο πυρ τον υιόν του και την θυγατέρα του προς τιμήν του θεού Μολόχ.

Δ Βασ. 23,11      καὶ κατέκαυσε τοὺς ἵππους, οὓς ἔδωκαν βασιλεῖς Ἰούδα τῷ ἡλίῳ ἐν τῇ εἰσόδῳ οἴκου Κυρίου εἰς τὸ γαζοφυλάκιον Νάθαν βασιλέως τοῦ εὐνούχου ἐν φαρουρίμ, καὶ τὸ ἅρμα τοῦ ἡλίου κατέκαυσε πυρί.

Δ Βασ. 23,11             Παρέδωσεν επίσης ο βασιλεύς στο πυρ τους ξυλίνους ίππους, τους οποίους οι βασιλείς του Ιούδα είχαν αφιερώσει στον θεόν ήλιον και είχαν τοποθετήσει εις την είσοδον του ναού του Κυρίου παραπλεύρως από το δωμάτιον του Ναθαν, κάποιου ευνούχου ενός βασιλέως. Παρέδωσεν επίσης στο πυρ ο βασιλεύς ένα ειδωλολατρικόν ομοίωμα του άρματος του ηλίου.

Δ Βασ. 23,12      καὶ τὰ θυσιαστήρια τὰ ἐπὶ τοῦ δώματος τοῦ ὑπερῴου Ἄχαζ, ἃ ἐποίησαν βασιλεῖς Ἰούδα, καὶ τὰ θυσιαστήρια, ἃ ἐποίησε Μανασσῆς ἐν ταῖς δυσὶν αὐλαῖς οἴκου Κυρίου, καθεῖλεν ὁ βασιλεὺς καὶ κατέσπασεν ἐκεῖθεν καὶ ἔῤῥιψε τὸν χοῦν αὐτῶν εἰς τὸν χειμάῤῥουν Κέδρων.

Δ Βασ. 23,12            Εκρήμνισε και διέλυσεν ο βασιλεύς τα θυσιαστήρια των ειδώλων, τα οποία υπήρχαν επάνω στο ηλιακωτόν του υπερώου του Αχαζ και τα οποία είχαν κατασκευάσει διάφοροι βασιλείς του Ιούδα. Επίσης ανέσπασε και εκρήμνισε τα θυσιαστήρια εκείνα, τα οποία είχε κατασκευάσει ο Μανασσής μέσα εις τας δύο αυλάς του ναού του Κυρίου. Την δε σκόνιν αυτών έρριψεν στον χείμαρρον των Κέδρων, ώστε να μη μείνη τίποτε από αυτά.

Δ Βασ. 23,13      καὶ τὸν οἶκον τὸν ἐπὶ πρόσωπον Ἱερουσαλὴμ τὸν ἐκ δεξιῶν τοῦ ὄρους τοῦ Μοσοάθ, ὃν ᾠκοδόμησε Σαλωμὼν βασιλεὺς Ἰσραὴλ τῇ Ἀστάρτῃ προσοχθίσματι Σιδωνίων καὶ τῷ Χαμὼς προσοχθίσματι Μωὰβ καὶ τῷ Μολχὸλ βδελύγματι υἱῶν Ἀμών, ἐμίανεν ὁ βασιλεύς.

Δ Βασ. 23,13             Ο βασιλεύς εβεβήλωσεν επίσης τον ειδωλολατρικόν ναόν, ο οποίος ευρίσκετο ανατολικά της Ιερουσαλήμ, δεξιά από το όρος Μοσοάθ, τον οποίον ναόν είχεν ανοικοδομήσει ο Σολομών ο βασιλεύς του Ισραηλιτικού λαού προς τιμήν του βδελυρού αγάλματος της Αστάρτης, ειδώλου των κατοίκων της Σιδώνος. Εμόλυνεν και το βδελυρόν άγαλμα του Χαμώς των Μωαβιτών και το βδελυρόν άγαλμα του Μολχόλ των Αμωνιτών.

Δ Βασ. 23,14      καὶ συνέτριψε τὰς στήλας καὶ ἐξωλόθρευσε τὰ ἄλση καὶ ἔπλησε τοὺς τόπους αὐτῶν ὀστέων ἀνθρώπων.

Δ Βασ. 23,14            Συνέτριψεν ακόμη τας ειδωλολατρικάς στήλας. Συνέτριψε και εξολόθρευσε τα αγάλματα της Αστάρτης και τους τόπους της λατρείας της. Εβεβήλωσε δε όλα αυτά τα ιερά των ειδωλολατρών σκορπίσας επάνω εις αυτά οστά ανθρώπων.

Δ Βασ. 23,15      καί γε τὸ θυσιαστήριον τὸ ἐν Βαιθὴλ τὸ ὑψηλόν, ὃ ἐποίησεν Ἱεροβοὰμ υἱὸς Ναβάτ, ὃς ἐξήμαρτε τὸν Ἰσραήλ, καί γε τὸ θυσιαστήριον ἐκεῖνο τὸ ὑψηλὸν κατέσπασε καὶ συνέτριψε τοὺς λίθους αὐτοῦ καὶ ἐλέπτυνεν εἰς χοῦν καὶ κατέκαυσε τὸ ἄλσος.

Δ Βασ. 23,15             Επί πλέον το θυσιαστήριον, το οποίον ευρίσκετο εις την Βαιθήλ, και τον υψηλόν ειδωλολατρικόν τόπον, που είχε κατασκευάσει ο Ιεροβοάμ, ο υιός του Ναβάτ, αυτός που είχεν εξωθήσει τους Ισραηλίτας εις αμαρτίαν και ασέβειαν. Αυτό το θυσιαστήριον και τον υψηλόν τόπον κατέρριψε, τους λίθους αυτών τους συνέτριψε, τους μετέβαλεν εις σκόνιν και κατέκαυσε το ξύλινον άγαλμα της Αστάρτης.

Δ Βασ. 23,16      καὶ ἐξένευσεν Ἰωσίας καὶ εἶδε τοὺς τάφους τοὺς ἐκεῖ ἐν τῇ πόλει καὶ ἀπέστειλε καὶ ἔλαβε τὰ ὀστᾶ ἐκ τῶν τάφων καὶ κατέκαυσεν ἐπὶ τὸ θυσιαστήριον καὶ ἐμίανεν αὐτὸ κατὰ τὸ ῥῆμα Κυρίου, ὃ ἐλάλησεν ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ ἐν τῷ ἑστάναι Ἱεροβοὰμ ἐν τῇ ἑορτῇ ἐπὶ τὸ θυσιαστήριον. καὶ ἐπιστρέψας ᾖρε τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ ἐπὶ τὸν τάφον τοῦ ἀνθρώπου τοῦ Θεοῦ τοῦ λαλήσαντος τοὺς λόγους τούτους

Δ Βασ. 23,16            Οταν δε ο Ιωσίας έστρεψε το πρόσωπόν του και είδε τους τάφους, που ευρίσκοντο εις την πόλιν, έστειλεν ανθρώπους και επήρε από τους τάφους αυτούς τα οστά, τα οποία και έκαυσεν επάνω στο ειδωλολατρικόν αυτό θυσιαστήριον της Βαιθήλ. Ετσι δε εβεβήλωσε το θυσιαστήριον σύμφωνα με την προφητείαν του Κυρίου, την οποίαν είχεν είπει ο άνθρωπος εκείνος του Θεού, ο προφήτης, όταν κατά κάποιαν εορτήν ο Ιεροβοάμ ευρίσκετο όρθιος επάνω στο θυσιαστήριον αυτό. Κατόπιν ο βασιλεύς έστρεψε το πρόσωπόν του, εσήκωσε τους οφθαλμούς του προς τον τάφον του ανθρώπου εκείνου του Θεού, του προφήτου, ο οποίος είχεν είπει τα λόγια εκείνα εναντίον του θυσιαστηρίου.

Δ Βασ. 23,17      καὶ εἶπε· τί τὸ σκόπελον ἐκεῖνο, ὃ ἐγὼ ὁρῶ; καὶ εἶπον αὐτῷ οἱ ἄνδρες τῆς πόλεως· ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ ὁ ἐξεληλυθὼς ἐξ Ἰούδα καὶ ἐπικαλεσάμενος τοὺς λόγους τούτους, οὓς ἐπεκαλέσατο ἐπὶ τὸ θυσιαστήριον Βαιθήλ.

Δ Βασ. 23,17             Και ηρώτησεν ο βασιλεύς· “τι είναι εκείνο το εξέχον μνημείον, το οποίον εγώ βλέπω;” Οι άνδρες της πόλεως εκείνης τον επληροφόρησαν· “εκεί ευρίσκεται ο άνθρωπος εκείνος του Θεού ο προφήτης, ο οποίος είχεν εξέλθει από το βασίλειον του Ιούδα και εξεφώνησε τους προφητικούς λόγους εναντίον του θυσιαστηρίου της Βαιθήλ”.

Δ Βασ. 23,18      καὶ εἶπεν· ἄφετε αὐτόν, ἀνὴρ μὴ κινησάτωσαν τὰ ὀστᾶ αὐτοῦ· καὶ ἐῤῥύσθησαν τὰ ὀστᾶ αὐτοῦ μετὰ τῶν ὀστῶν τοῦ προφήτου τοῦ ἥκοντος ἐκ Σαμαρείας.

Δ Βασ. 23,18            Ο βασιλεύς είπεν· “αφήσατε αυτόν στον τάφον του και κανείς ας μη μετακινήση τα οστά του”. Ετσι δε τα οστά αυτού μαζή με τα οστά του άλλου προφήτου, που είχεν ελθει από την Σαμάρειαν, δεν παρεδόθησαν στο πυρ.

Δ Βασ. 23,19      καί γε πάντας τοὺς οἴκους τῶν ὑψηλῶν τοὺς ἐν ταῖς πόλεσι Σαμαρείας, οὓς ἐποίησαν βασιλεῖς Ἰσραὴλ παροργίζειν Κύριον, ἀπέστησεν Ἰωσίας καὶ ἐποίησεν ἐν αὐτοῖς πάντα τὰ ἔργα, ἃ ἐποίησεν ἐν Βαιθήλ.

Δ Βασ. 23,19            Κατέστρεψεν επίσης ο Ιωσίας όλους τους ναούς των υψηλών τόπων, οι οποίοι υπήρχον εις τας πόλεις της Σαμαρείας και τους οποίους είχαν κατασκευάσει οι βασιλείς του Ισραήλ, δια να παροργίσουν έτσι τον Θεόν εναντίον των. Ο Ιωσίας έκαμεν στους ειδωλολατρικούς αυτούς ναούς ο,τι είχε κάμει στο θυσιαστήριον της Βαιθήλ.

Δ Βασ. 23,20      καὶ ἐθυσίασε πάντας τοὺς ἱερεῖς τῶν ὑψηλῶν τοὺς ὄντας ἐκεῖ ἐπὶ τῶν θυσιαστηρίων καὶ κατέκαυσε τὰ ὀστᾶ τῶν ἀνθρώπων ἐπ᾿ αὐτά, καὶ ἐπεστράφη εἰς Ἱερουσαλήμ.

Δ Βασ. 23,20            Ακόμη δε εθυσίασεν όλους τους αμετανοήτους ιερείς των υψηλών ειδωλολατρικών τόπων, οι οποίοι ευρίσκοντο εις τα εκεί θυσιαστήρια. Εις βεβήλωσιν δε αυτών έκαυσεν επάνω των οστά ανθρώπων. Επειτα δε από τα έργα της καθάρσεως αυτής επέστρεψεν ο Ιωσίας εις την Ιερουσαλήμ.

Δ Βασ. 23,21      Καὶ ἐνετείλατο ὁ βασιλεὺς παντὶ τῷ λαῷ λέγων· ποιήσατε πάσχα τῷ Κυρίῳ Θεῷ ἡμῶν, καθὼς γέγραπται ἐπὶ βιβλίου τῆς διαθήκης ταύτης·

Δ Βασ. 23,21            Κατόπιν διέταξεν ο βασιλεύς όλον τον λαόν του βασιλείου Ιούδα και είπεν· “εορτάσατε το Πασχα προς τιμήν του Θεού και Κυρίου μας, όπως είναι γραμμένον στο βιβλίον της Διαθήκης αυτής”.

Δ Βασ. 23,22      ὅτι οὐκ ἐγενήθη τὸ πάσχα τοῦτο ἀφ᾿ ἡμερῶν τῶν κριτῶν, οἳ ἔκρινον τὸν Ἰσραήλ, καὶ πάσας τὰς ἡμέρας βασιλέων Ἰσραὴλ καὶ βασιλέων Ἰούδα,

Δ Βασ. 23,22            Το δε Πασχα εκείνο εωρτάσθη με τόσην μεγαλοπρέπειαν και λαμπρότητα, με όσην δεν είχεν εορτασθή κανένα τέτοιο Πασχα από την εποχήν των Κριτών, που είχαν κυβερνήσει τον ισραηλιτικόν λαόν, και καθ' όλον το διάστημα των ετών των βασιλέων του Ισραήλ και των βασιλέων του Ιούδα.

Δ Βασ. 23,23      ὅτι ἀλλ᾿ ἢ τῷ ὀκτωκαιδεκάτῳ ἔτει τοῦ βασιλέως Ἰωσίου ἐγενήθη τὸ πάσχα τῷ Κυρίῳ ἐν Ἱερουσαλήμ.

Δ Βασ. 23,23            Αυτό δε το Πασχα εωρτάσθη κατά το δέκατον όγδοον έτος της βασιλείας του βασιλέως Ιωσίου εις την Ιερουσαλήμ προς τιμήν και δόξαν του Κυρίου.

 

                                    Η μεγάλη οργή του Κυρίου εναντίον του Ιούδα

Δ Βασ. 23,24      καί γε τοὺς θελητὰς καὶ τοὺς γνωριστὰς καὶ τὰ Θεραφὶν καὶ τὰ εἴδωλα καὶ πάντα τὰ προσοχθίσματα τὰ γεγονότα ἐν τῇ γῇ Ἰούδα καὶ ἐν Ἱερουσαλὴμ ἐξῇρεν Ἰωσίας, ἵνα στήσῃ τοὺς λόγους τοῦ νόμου τοὺς γεγραμμένους ἐπὶ τοῦ βιβλίου, οὗ εὗρε Χελκίας ὁ ἱερεὺς ἐν οἴκῳ Κυρίου.

Δ Βασ. 23,24            Τους μάγους και τους οιωνοσκόπους και τα αγαλμάτια και τα μεγάλα είδωλα και όλα τα αγάλματα, που υπήρχον εις την γην Ιούδα και εις την γην Ιερουσαλήμ, τα κατέστρεψεν ο Ιωσίας ο βασιλεύς, δια να εφαρμόση έτσι τους λόγους, οι οποίοι είναι γραμμένοι στο βιβλίον τούτο του Νομου, που ευρήκεν ο αρχιερεύς Χελκίας στον ναόν του Κυρίου.

Δ Βασ. 23,25      ὅμοιος αὐτῷ οὐκ ἐγενήθη ἔμπροσθεν αὐτοῦ βασιλεύς, ὃς ἐπέστρεψε πρὸς Κύριον ἐν ὅλῃ καρδίᾳ αὐτοῦ καὶ ἐν ὅλῃ ψυχῇ αὐτοῦ καὶ ἐν ὅλῃ ἰσχύϊ αὐτοῦ κατὰ πάντα τὸν νόμον Μωυσῆ, καὶ μετ᾿ αὐτὸν οὐκ ἀνέστη ὅμοιος αὐτῷ.

Δ Βασ. 23,25            Ομοιος με τον βασιλέα Ιωσίαν δεν υπήρξεν άλλος προ αυτού, ο οποίος εδόθη στον Κυριον με όλην του την καρδίαν, με όλην του την ψυχήν, με όλην του την δύναμιν σύμφωνα με τον νόμον του Μωϋσέως. Αλλά και έπειτα απ' αυτόν δεν ενεφανίσθη άλλος όμοιός του.

Δ Βασ. 23,26      πλὴν οὐκ ἀπεστράφη Κύριος ἀπὸ θυμοῦ τῆς ὀργῆς αὐτοῦ τῆς μεγάλης, οὗ ἐθυμώθη ὀργῇ αὐτοῦ ἐν τῷ Ἰούδᾳ ἐπὶ τοὺς παροργισμούς, οὓς παρώργισεν αὐτὸν Μανασσῆς.

Δ Βασ. 23,26            Παρ όλην όμως την ευσέβειαν και τα θεάρεστα έργα του Ιωσίου δεν έπαυσεν ο Κυριος να είναι πολύ ωργισμένος και αγανακτημένος εναντίον του βασιλείου του Ιούδα, λόγω των παραβάσεων, δια των οποίων ο Μανασσής είχε παροργίσει τον Κυριον.

Δ Βασ. 23,27      καὶ εἶπε Κύριος· καί γε τὸν Ἰούδαν ἀποστήσω ἀπὸ τοῦ προσώπου μου, καθὼς ἀπέστησα τὸν Ἰσραήλ, καὶ ἀπώσομαι τὴν πόλιν ταύτην, ἣν ἐξελεξάμην τὴν Ἱερουσαλήμ, καὶ τὸν οἶκον οὗ εἶπον· ἔσται τὸ ὄνομά μου ἐκεῖ.

Δ Βασ. 23,27            Δια τούτο και είπεν ο Κυριος· “και αυτό ακόμη το βασίλειον του Ιούδα θα το στερήσω από την προστασίαν μου, όπως εστέρησα το βασίλειον του Ισραήλ, και θα απορρίψω την πόλιν αυτήν την Ιερουσαλήμ, την οποίαν εξέλεξα, και τον ναόν τούτον, δια τον οποίον είπα· Εκεί θα είναι πάντοτε το όνομά μου”.

 

                                    Ο θάνατος του Ιωσία

Δ Βασ. 23,28      καὶ τὰ λοιπὰ τῶν λόγων Ἰωσίου καὶ πάντα, ὅσα ἐποίησεν, οὐχὶ ταῦτα γεγραμμένα ἐπὶ βιβλίῳ λόγων ἡμερῶν τοῖς βασιλεῦσιν Ἰούδα;

Δ Βασ. 23,28            Τα υπόλοιπα από τα έργα του Ιωσίου, όλα όσα αυτός έκαμε, είναι γραμμένα στο βιβλίον των έργων των βασιλέων του βασιλείου του Ιούδα.

Δ Βασ. 23,29      ἐν δὲ ταῖς ἡμέραις αὐτοῦ ἀνέβη φαραὼ Νεχαὼ βασιλεὺς Αἰγύπτου ἐπὶ βασιλέα Ἀσσυρίων ἐπὶ ποταμὸν Εὐφράτην· καὶ ἐπορεύθη Ἰωσίας εἰς ἀπαντὴν αὐτοῦ, καὶ ἐθανάτωσεν αὐτὸν Νεχαὼ ἐν Μαγεδδὼ ἐν τῷ ἰδεῖν αὐτόν.

Δ Βασ. 23,29            Κατά τας ημέρας της βασιλείας του Ιωσίου ο Νεχαώ βασιλεύς της Αιγύπτου εξεστράτευσεν εναντίον του βασιλέως των Ασσυρίων προς τον Ευφράτην ποταμόν. Ο Ιωσίας εξήλθε, δια να αναχαιτίση αυτόν. Εκεί όμως ο Νεχαώ, κατά την μάχην, που εδόθη εις Μαγεδδώ, μόλις είδε τον Ιωσίαν, τον εθανάτωσε.

Δ Βασ. 23,30      καὶ ἐπεβίβασαν αὐτὸν οἱ παῖδες αὐτοῦ νεκρὸν ἐκ Μαγεδδὼ καὶ ἤγαγον αὐτὸν εἰς Ἱερουσαλὴμ καὶ ἔθαψαν αὐτὸν ἐν τῷ τάφῳ αὐτοῦ. καὶ ἔλαβεν ὁ λαὸς τῆς γῆς τὸν Ἰωάχαζ υἱὸν Ἰωσίου καὶ ἔχρισαν αὐτὸν καὶ ἐβασίλευσαν αὐτὸν ἀντὶ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ.

Δ Βασ. 23,30            Παρέλαβον τον νεκρόν βασιλέα από την Μαγγεδώ, τον επεβίβασαν εις άρμα και τον έφεραν εις την Ιερουσαλήμ, όπου και τον έθαψαν στον τάφον του. Ο δε ιουδαϊκός λαός επήρε τον Ιωάχαζ υιόν του Ιωσίου, έχρισεν αυτόν και τον ανεκήρυξεν ως βασιλέα αντί του πατρός του.

                                      

                                    Η βασιλεία του Ιωάχαζ στον Ιούδα

Δ Βασ. 23,31      Υἱὸς εἴκοσι καὶ τριῶν ἐτῶν ἦν Ἰωάχαζ ἐν τῷ βασιλεύειν αὐτὸν καὶ τρίμηνον ἐβασίλευσεν ἐν Ἱερουσαλήμ, καὶ ὄνομα τῇ μητρὶ αὐτοῦ Ἀμιτὰλ θυγάτηρ Ἱερεμίου ἐκ Λοβνά.

Δ Βασ. 23,31             Οταν ο Ιωάχαζ ανήλθεν στον βασιλικόν θρόνον ήτο ηλικίας εικοσιτριών ετών. Αυτός εβασίλευσε μόνον επί ένα τρίμηνον εις την Ιερουσαλήμ. Η μητέρα του ωνομάζετο Αμιτάλ, ήτο δε θυγάτηρ του Ιερεμίου, ο οποίος κατήγετο από την Λοβνά.

Δ Βασ. 23,32      καὶ ἐποίησε τὸ πονηρὸν ἐν ὀφθαλμοῖς Κυρίου κατὰ πάντα, ὅσα ἐποίησαν οἱ πατέρες αὐτοῦ.

Δ Βασ. 23,32            Ο Ιωάχαζ εξέκλινε προς την ειδωλολατρείαν, έπραξε πονηρά ενώπιον του Κυρίου όλα, όσα είχαν διαπράξει οι προπάτορές του.

Δ Βασ. 23,33      καὶ μετέστησεν αὐτὸν φαραὼ Νεχαὼ ἐν Δεβλαθὰ ἐν γῇ Αἰμὰθ τοῦ μὴ βασιλεύειν ἐν Ἱερουσαλὴμ καὶ ἔδωκε ζημίαν ἐπὶ τὴν γῆν ἑκατὸν τάλαντα ἀργυρίου καὶ ἑκατὸν τάλαντα χρυσίου.

Δ Βασ. 23,33            Ο βασιλεύς της Αιγύπτου ο Νεχαώ συνέλαβε και μετέφερε αυτόν εις την Δεβλαθά, εις την χώραν Αιμάθ, δια να μη είναι πλέον αυτός βασιλεύς εις την Ιερουσαλήμ. Επέβαλε δε πρόστιμον εις την χώραν του Ιούδα εκατόν τάλαντα αργυρίου και εκατόν τάλαντα χρυσίου.

 

                                    Η βασιλεία του Ιωακίμ στον Ιούδα

Δ Βασ. 23,34      καὶ ἐβασίλευσε φαραὼ Νεχαὼ ἐπ᾿ αὐτοὺς τὸν Ἐλιακὶμ υἱὸν Ἰωσίου βασιλέως Ἰούδα ἀντὶ Ἰωσίου τοῦ πατρὸς αὐτοῦ καὶ ἐπέστρεψε τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἰωακίμ· καὶ τὸν Ἰωάχαζ ἔλαβε καὶ εἰσήνεγκεν εἰς Αἴγυπτον, καὶ ἀπέθανεν ἐκεῖ.

Δ Βασ. 23,34            Ο βασιλεύς της Αιγύπτου ο Νεχαώ ενεθρόνισεν ως βασιλέα στο βασίλειον του Ιούδα τον Ελιακίμ, άλλον υιόν του Ιωσίου, αντί του Ιωσίου του πατρός του. Ο Νεχαώ ήλλαξε το όνομα του Ελιακίμ εις Ιωακίμ. Τον δε Ιωάχαζ επήρε και μετέφερεν εις την Αίγυπτον, όπου ο Ιωάχαζ και απέθανε.

Δ Βασ. 23,35      καὶ τὸ ἀργύριον καὶ τὸ χρυσίον ἔδωκεν Ἰωακὶμ τῷ φαραώ· πλὴν ἐτιμογράφησε τὴν γῆν τοῦ δοῦναι τὸ ἀργύριον ἐπὶ στόματος φαραώ, ἀνὴρ κατὰ τὴν συντίμησιν αὐτοῦ ἔδωκαν τὸ ἀργύριον καὶ τὸ χρυσίον μετὰ τοῦ λαοῦ τῆς γῆς τοῦ δοῦναι τῷ φαραὼ Νεχαώ.

Δ Βασ. 23,35            Ο Ιωακίμ έδωκεν στον Φαραώ το αργύριον και το χρυσίον του προστίμου. Δια να ημπορέση όμως να καταβάλη το ορισθέν από τον Φαραώ πρόστιμον εις άργυρον και χρυσόν, επέβαλε φορολογίαν στους ανθρώπους της χώρας του. Ο καθένας, ανάλογα προς την οικονομικήν του δύναμιν, κατέβαλε το σχετικόν αργύριον και χρυσίον. Ο λαός της χώρας εφορολογήθη, δια να καταβληθή το πρόστιμον στον βασιλέα Νεχαώ.

Δ Βασ. 23,36      υἱὸς εἴκοσι καὶ πέντε ἐτῶν Ἰωακὶμ ἐν τῷ βασιλεύειν αὐτὸν καὶ ἕνδεκα ἔτη ἐβασίλευσεν ἐν Ἱερουσαλήμ, καὶ ὄνομα τῇ μητρὶ αὐτοῦ Ἰελδὰφ θυγάτηρ Φαδαὴλ ἐκ Ῥουμά.

Δ Βασ. 23,36            Ο Ιωακίμ, όταν ανήλθεν στον βασιλικόν θρόνον, ήτο εικοσιπέντε ετών. Εβασίλευσε δε εις την Ιερουσαλήμ επί ένδεκα έτη. Η μητέρα του ωνομάζετο Ιελδάφ και ήτο θυγάτηρ του Φαδαήλ, ο οποίος κατήγετο από την Ρουμά.

Δ Βασ. 23,37      καὶ ἐποίησε τὸ πονηρὸν ἐν ὀφθαλμοῖς Κυρίου κατὰ πάντα, ὅσα ἐποίησαν οἱ πατέρες αὐτοῦ.

Δ Βασ. 23,37            Αλλά και ο Ιωακίμ διέπραξε πονηρά ενώπιον του Κυρίου, όλα όσα είχαν πράξει και οι ασεβείς πρόγονοί του.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 24-  Η ΚΑΤΑΚΤΗΣΗ ΚΑΙ Η ΛΕΗΛΑΣΙΑ ΤΗΣ ΙΕΡΟΥΣΑΛΗΜ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΒΑΒΥΛΩΝΙΟΥΣ  

Η ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΤΟΥ ΣΕΔΕΚΙΑ

                                    Η κατάκτηση και η λεηλασία της Ιερουσαλήμ από το Ναβουχοδονόσορα

Δ Βασ. 24,1        Ἐν ταῖς ἡμέραις αὐτοῦ ἀνέβη Ναβουχοδονόσορ βασιλεὺς Βαβυλῶνος καὶ ἐγενήθη αὐτῷ Ἰωακὶμ δοῦλος τρία ἔτη, καὶ ἐπέστρεψε καὶ ἠθέτησεν ἐν αὐτῷ.

Δ Βασ. 24,1               Κατά την εποχήν εκείνην ο Ναβουχοδονόσορ, ο βασιλεύς της Βαβυλώνος, εξεστράτευσεν εναντίον του βασιλείου του Ιούδα, διότι ο Ιωακίμ, ο υποτεταγμένος εις αυτόν, είχεν μετά τρία έτη αποκηρύξει τον ζυγόν του και εστράφη εναντίον του Ναβουχοδονόσορος.

Δ Βασ. 24,2        καὶ ἀπέστειλε Κύριος αὐτῷ τοὺς μονοζώνους τῶν Χαλδαίων καὶ τοὺς μονοζώνους Συρίας καὶ τοὺς μονοζώνους Μωὰβ καὶ τοὺς μονοζώνους υἱῶν Ἀμὼν καὶ ἐξαπέστειλεν αὐτοὺς ἐν τῇ γῇ Ἰούδα τοῦ κατισχῦσαι κατὰ τὸν λόγον Κυρίου, ὃν ἐλάλησεν ἐν χειρὶ τῶν δούλων αὐτοῦ τῶν προφητῶν.

Δ Βασ. 24,2              Ο Κυριος έστειλεν εναντίον του Ιωακίμ ληστρικάς ορδάς Χαλδαίων, ληστοσυμμορίας της Συρίας, ληστάς από την χώραν Μωάβ και ληστάς Αμμωνίτας. Εστειλε δε αυτούς ο Κυριος εναντίον του βασιλέως των Ιουδαίων, δια να πραγματοποιηθή ο λόγος, τον οποίον δια μέσου των δούλων του των προφητών είχε προαναγγείλει.

Δ Βασ. 24,3        πλὴν ἐπὶ τὸν θυμὸν Κυρίου ἦν ἐν τῷ Ἰούδᾳ ἀποστῆσαι αὐτὸν ἀπὸ τοῦ προσώπου αὐτοῦ ἐν ἁμαρτίαις Μανασσῆ κατὰ πάντα, ὅσα ἐποίησε.

Δ Βασ. 24,3              Αιτία των επιδρομών αυτών ήτο η οργή του Κυρίου, ο οποίος είχε λάβει την απόφασιν να απορρίψη από το πρόσωπόν του το βασίλειον του Ιούδα ένεκα των αμαρτιών, τας οποίας είχε διαπράξει ο βασιλεύς Μανασσής.

Δ Βασ. 24,4        καί γε τὸ αἷμα ἀθῷον ἐξέχεε καὶ ἔπλησε τὴν Ἱερουσαλὴμ αἵματος ἀθῴου· καὶ οὐκ ἠθέλησε Κύριος ἱλασθῆναι.

Δ Βασ. 24,4              Διότι ο Μανασσής, έκτος των άλλων ασεβειών, έχυσε τόσον αθώον αίμα, ώστε εγέμισεν η Ιερουσαλήμ. Ο δε Κυριος δεν ηθέλησε να συγχωρήση αυτούς.

Δ Βασ. 24,5        καὶ τὰ λοιπὰ τῶν λόγων Ἰωακὶμ καὶ πάντα, ὅσα ἐποίησεν, οὐκ ἰδοὺ ταῦτα γεγραμμένα ἐπὶ βιβλίῳ λόγων τῶν ἡμερῶν τοῖς βασιλεῦσιν Ἰούδα;

Δ Βασ. 24,5              Τα υπόλοιπα από τα έργα του Ιωακίμ, όλα όσα αυτός έπραξεν είναι γραμμένα στο βιβλίον των έργων των βασιλέων του βασιλείου Ιούδα.

Δ Βασ. 24,6        καὶ ἐκοιμήθη Ἰωακὶμ μετὰ τῶν πατέρων αὐτοῦ, καὶ ἐβασίλευσεν Ἰωαχὶμ υἱὸς αὐτοῦ ἀντ᾿ αὐτοῦ.

Δ Βασ. 24,6              Ο Ιωακιμ εκοιμήθη μετά των πατέρων αυτού. Αντί δε αυτού εβασίλευσεν ο υιός του ο Ιωαχίμ.

Δ Βασ. 24,7        καὶ οὐ προσέθετο ἔτι βασιλεὺς Αἰγύπτου ἐξελθεῖν ἐκ τῆς γῆς αὐτοῦ, ὅτι ἔλαβε βασιλεὺς Βαβυλῶνος ἀπὸ τοῦ χειμάῤῥου Αἰγύπτου ἕως τοῦ ποταμοῦ Εὐφράτου πάντα, ὅσα ἦν τοῦ βασιλέως Αἰγύπτου.

Δ Βασ. 24,7              Ο δε βασιλεύς της Αιγύπτου δεν ετόλμησε να εξέλθη πλέον από την χώραν του, επειδή ο βασιλεύς της Βαβυλώνος κατέκτησε τας χώρας, αι οποίαι υπήρχον από τον χείμαρρον της Αιγύπτου έως τον ποταμόν Ευφράτην, όλα όσα εις την περιοχήν αυτήν ανήκον στον βασιλέα της Αιγύπτου.

Δ Βασ. 24,8        Υἱὸς ὀκτωκαίδεκα ἐτῶν Ἰωαχὶμ ἐν τῷ βασιλεύειν αὐτὸν καὶ τρίμηνον ἐβασίλευσεν ἐν Ἱερουσαλήμ, καὶ ὄνομα τῇ μητρὶ αὐτοῦ Νέσθα, θυγάτηρ Ἐλλαναθὰν ἐξ Ἱερουσαλήμ.

Δ Βασ. 24,8              Ο Ιωαχίμ, όταν ανήλθεν στον βασιλικόν θρόνον, ήτο δεκαοκτώ ετών. Εβασίλευσε δε εις την Ιερουσαλήμ επί ένα μόνον τρίμηνον. Η μητέρα του ωνομάζετο Νέσθα, ήτο δε θυγάτηρ του Ελλαναθάν, ο οποίος κατήγετο από την Ιερουσαλήμ.

Δ Βασ. 24,9        καὶ ἐποίησε τὸ πονηρὸν ἐν ὀφθαλμοῖς Κυρίου κατὰ πάντα, ὅσα ἐποίησεν ὁ πατὴρ αὐτοῦ.

Δ Βασ. 24,9              Και αυτός έπραξε πονηρά ενώπιον του Κυρίου, όλα όσα είχε διαπράξει και ο πατήρ του.

Δ Βασ. 24,10      ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ ἀνέβη Ναβουχοδονόσορ βασιλεὺς Βαβυλῶνος εἰς Ἱερουσαλὴμ καὶ ἦλθεν ἡ πόλις ἐν περιοχῇ.

Δ Βασ. 24,10            Κατά την εποχήν εκείνην ο Ναβουχοδονόσορ, ο βασιλεύς της Βαβυλώνος, εξεστράτευσεν εναντίον της Ιερουσαλήμ. Και η Ιερουσαλήμ ετέθη υπό πολιορκίαν.

Δ Βασ. 24,11      καὶ εἰσῆλθε Ναβουχοδονόσορ βασιλεὺς Βαβυλῶνος εἰς πόλιν, καὶ οἱ παῖδες αὐτοῦ ἐπολιόρκουν ἐπ᾿ αὐτήν.

Δ Βασ. 24,11             Ο Ναβουχοδονόσορ, ο βασιλεύς της Βαβυλώνος, ήλθεν εμπρός εις την πόλιν κατά τον καιρόν, που αυτή επολιορκείτο από τους στρατιώτας του.

Δ Βασ. 24,12      καὶ ἐξῆλθεν Ἰωαχὶμ βασιλεὺς Ἰούδα ἐπὶ βασιλέα Βαβυλῶνος, αὐτὸς καὶ οἱ παῖδες αὐτοῦ καὶ ἡ μήτηρ αὐτοῦ καὶ οἱ ἄρχοντες αὐτοῦ καὶ οἱ εὐνοῦχοι αὐτοῦ, καὶ ἔλαβεν αὐτὸν βασιλεὺς Βαβυλῶνος ἐν τῷ ὀγδόῳ ἔτει τῆς βασιλείας αὐτοῦ.

Δ Βασ. 24,12            Εξήλθεν ο βασιλεύς των Ιουδαίων, ο Ιωαχίμ, αυτός και οι δούλοι αυτού και η μητέρα του και οι άρχοντές του, και οι ευνούχοι αυτού. Ο βασιλεύς της Βαβυλώνος συνέλαβεν αυτόν αιχμάλωτον στο όγδοον έτος της βασιλείας του.

Δ Βασ. 24,13      καὶ ἐξήνεγκεν ἐκεῖθεν πάντας τοὺς θησαυροὺς οἴκου Κυρίου καὶ τοὺς θησαυροὺς οἴκου τοῦ βασιλέως καὶ συνέκοψε πάντα τὰ σκεύη τὰ χρυσᾶ, ἃ ἐποίησε Σαλωμὼν ὁ βασιλεὺς Ἰσραὴλ ἐν τῷ ναῷ Κυρίου κατὰ τὸ ῥῆμα Κυρίου.

Δ Βασ. 24,13            Εβγαλε και επήρεν από την πόλιν ο Ναβουχοδονόσορ όλους τους θησαυρούς του ναού του Κυρίου και τους θησαυρούς του βασιλικού ανακτόρου. Εσπασε δε όλα τα χρυσά σκεύη, τα οποία είχε κατασκευάσει ο Σολομών ο βασιλεύς του Ισραήλ στον ναόν του Κυρίου σύμφωνα με την εντολήν του Θεού.

Δ Βασ. 24,14      καὶ ἀπῴκισε τὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ πάντας τοὺς ἄρχοντας καὶ τοὺς δυνατοὺς ἰσχύϊ αἰχμαλωσίας δέκα χιλιάδας αἰχμαλωτίσας καὶ πᾶν τέκτονα καὶ τὸν συγκλείοντα, καὶ οὐχ ὑπελείφθη πλὴν οἱ πτωχοὶ τῆς γῆς.

Δ Βασ. 24,14            Ο Ναβουχοδονόσορ επήρε και εγκατέστησεν εις την Βαβυλώνα αιχμαλώτους κατοίκους της Ιερουσαλήμ, μάλιστα δε όλους τους άρχοντας και τους γενναίους άνδρας, ανερχομένους εις δέκα χιλιάδας, κάθε ξυλουργόν μέχρι και κλειθροποιού. Δεν έμειναν εις την πόλιν παρά μονάχα οι πτωχοί της χώρας.

Δ Βασ. 24,15      καὶ ἀπῴκισε τὸν Ἰωαχὶμ εἰς Βαβυλῶνα καὶ τὴν μητέρα τοῦ βασιλέως καὶ τοὺς εὐνούχους αὐτοῦ· καὶ τοὺς ἰσχυροὺς τῆς γῆς ἀπήγαγεν εἰς ἀποικεσίαν ἐξ Ἱερουσαλὴμ εἰς Βαβυλῶνα

Δ Βασ. 24,15            Ο Ναβουχοδονόσορ επήρεν από την Ιερουσαλήμ και μετέφερεν εις την Βαβυλώνα τον Ιωαχίμ, την μητέρα του βασιλέως αυτού και τους αυλικούς του. Τους ισχυρούς της χώρας ωδήγησεν εις μετοικεσίαν από την Ιερουσαλήμ εις την Βαβυλώνα.

Δ Βασ. 24,16      καὶ πάντας τοὺς ἄνδρας τῆς δυνάμεως ἑπτακισχιλίους καὶ τὸν τέκτονα καὶ τὸν συγκλείοντα χιλίους, πάντες δυνατοὶ ποιοῦντες πόλεμον, καὶ ἤγαγεν αὐτοὺς βασιλεὺς Βαβυλῶνος μετοικεσίαν εἰς Βαβυλῶνα.

Δ Βασ. 24,16            Μετέφερεν επίσης όλους τους πολεμιστάς επτά χιλιάδας, τους ξυλουργούς και κλειθροποιούς χιλίους τον αριθμόν, όλους τους ικανούς προς πόλεμον ανθρώπους. Αυτούς ο βασιλεύς της Βαβυλώνος τους μετέφερε, δια να μετοικήσουν εις την Βαβυλώνα.

Δ Βασ. 24,17      καὶ ἐβασίλευσε βασιλεὺς Βαβυλῶνος τὸν Ματθανίαν υἱὸν αὐτοῦ ἀντ᾿ αὐτοῦ καὶ ἐπέθηκε τὸ ὄνομα αὐτοῦ Σεδεκία.

Δ Βασ. 24,17            Ανεβίβασε δε στον βασιλικόν θρόνον της Ιουδαίας αντί του Ιωαχίμ τον υιόν αυτού τον Ματθανίαν, τον οποίον μετωνόμασεν εις Σεδεκίαν.

 

                                    Η βασιλεία του Σεδεκία

Δ Βασ. 24,18      Υἱὸς εἴκοσι καὶ ἑνὸς ἐνιαυτῶν Σεδεκίας ἐν τῷ βασιλεύειν αὐτὸν καὶ ἕνδεκα ἔτη ἐβασίλευσεν ἐν Ἱερουσαλήμ, καὶ ὄνομα τῇ μητρὶ αὐτοῦ Ἀμιτὰλ θυγάτηρ Ἱερεμίου.

Δ Βασ. 24,18            Ο Σεδεκίας, όταν ανήλθεν στον βασιλικόν θρόνον, ήτο είκοσι και ενός έτους. Εβασίλευσεν ένδεκα έτη εις την Ιερουσαλήμ. Η μητέρα του ωνομάζετο Αμιτάλ, ήτο δε θυγάτηρ του Ιερεμίου.

Δ Βασ. 24,19      καὶ ἐποίησε τὸ πονηρὸν ἐνώπιον Κυρίου κατὰ πάντα, ὅσα ἐποίησεν Ἰωακίμ·

Δ Βασ. 24,19            Και αυτός διέπραξε πονηρά ενώπιον των οφθαλμών του Κυρίου, εξέκλινεν εις ασέβειαν και ειδωλολατρείαν, καθ' όλα όσα είχε κάμει ο Ιωακίμ.

Δ Βασ. 24,20      ὅτι ἐπὶ τὸν θυμὸν Κυρίου ἦν ἐπὶ Ἱερουσαλὴμ καὶ ἐν τῷ Ἰούδᾳ, ἕως ἀπέῤῥιψεν αὐτοὺς ἀπὸ προσώπου αὐτοῦ. καὶ ἠθέτησε Σεδεκίας ἐν τῷ βασιλεῖ Βαβυλῶνος.

Δ Βασ. 24,20           Δι' αυτό και αι συνέπειαι της οργής του Κυρίου εναντίον της Ιερουσαλήμ και εναντίον του βασιλείου του Ιούδα συνεχίσθησαν, μέχρις ότου απέρριψεν ο Κυριος αυτούς εντελώς από το πρόσωπόν του. Ο δε βασιλεύς Σεδεκίας επανεστάτησεν εναντίον του βασιλέως της Βαβυλώνος.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 25- Η ΤΕΛΙΚΗ ΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΙΕΡΟΥΣΑΛΗΜ

                                    Η πτώση της Ιερουσαλήμ

Δ Βασ. 25,1        Καὶ ἐγενήθη ἐν τῷ ἔτει τῷ ἐνάτῳ τῆς βασιλείας αὐτοῦ ἐν τῷ μηνὶ τῷ δεκάτῳ ἦλθε Ναβουχοδονόσορ ὁ βασιλεὺς Βαβυλῶνος καὶ πᾶσα ἡ δύναμις αὐτοῦ ἐπὶ Ἱερουσαλὴμ καὶ παρενέβαλεν ἐπ᾿ αὐτὴν καὶ ᾠκοδόμησεν ἐπ᾿ αὐτὴν περίτειχος κύκλῳ.

Δ Βασ. 25,1               Αλλά κατά το ένατον έτος και κατά τον δέκατον μήνα της βασιλείας του Σεδεκίου επήλθεν ο βασιλεύς της Βαβυλώνος Ναβουχοδονόσορ με όλην αυτού την στρατιωτικήν δύναμιν εναντίον της Ιερουσαλήμ. Περιέκλεισεν αυτήν με τον στρατόν του και ήγειρε γύρω της οχυρωματικόν τείχος.

Δ Βασ. 25,2        καὶ ἦλθεν ἡ πόλις ἐν περιοχῇ ἕως τοῦ ἑνδεκάτου ἔτους τοῦ βασιλέως Σεδεκίου ἐνάτῃ τοῦ μηνὸς

Δ Βασ. 25,2              Ετσι η πόλις είχε περικυκλωθή και πολιορκηθή μέχρι του ενδεκάτου έτους και του ενάτου μηνός της βασιλείας του Σεδεκίου.

Δ Βασ. 25,3        καὶ ἐνίσχυσεν ὁ λιμὸς ἐν τῇ πόλει, καὶ οὐκ ἦσαν ἄρτοι τῷ λαῷ τῆς γῆς.

Δ Βασ. 25,3              Η πείνα εντός της πόλεως ήτο πολύ μεγάλη και πουθενά δεν υπήρχον άρτοι δια τον λαόν της πόλεως.

Δ Βασ. 25,4        καὶ ἐῤῥάγη ἡ πόλις, καὶ πάντες οἱ ἄνδρες τοῦ πολέμου ἐξῆλθον νυκτὸς ὁδὸν πύλης τῆς ἀνὰ μέσον τῶν τειχῶν, αὕτη ἥ ἐστι τοῦ κήπου τοῦ βασιλέως, καὶ οἱ Χαλδαῖοι ἐπὶ τὴν πόλιν κύκλῳ. καὶ ἐπορεύθη ὁδὸν τὴν Ἄραβα,

Δ Βασ. 25,4              Η πόλις έπαθε κάποιο ρήγμα στο τείχος και οι υπερασπισταί της οι πολεμούντες εντός αυτής άνδρες εβγήκαν μαζή με τον βασιλέα κατά το διάστημα της νυκτός δια της οδού, η οποία διήρχετο την πύλην, που ευρίσκετο μεταξύ των δύο τειχών και πλησίον στον κήπον του βασιλέως, καθ' ον χρόνον οι Χαλδαίοι ευρίσκοντο γύρω από την πόλιν. Οι διαφυγόντες ηκολούθησαν την οδόν, η οποία ωδηγούσε εις την κοιλάδα του Ιορδάνου.

Δ Βασ. 25,5        καὶ ἐδίωξεν ἡ δύναμις τῶν Χαλδαίων ὀπίσω τοῦ βασιλέως καὶ κατέλαβον αὐτὸν ἐν Ἀραβὼθ Ἱεριχώ, καὶ πᾶσα ἡ δύναμις αὐτοῦ διεσπάρη ἐπάνωθεν αὐτοῦ.

Δ Βασ. 25,5              Ο στρατός όμως των Χαλδαίων τους αντελήφθη και κατεδίωξεν όπισθεν του βασιλέως Σεδεκίου και κατέφθασαν αυτόν εις την κοιλάδα της Ιεριχούς. Ολη τότε η περί τον Σεδεκίαν στρατιωτική δύναμις διεσκορπίσθη μακράν από αυτόν.

Δ Βασ. 25,6        καὶ συνέλαβον τὸν βασιλέα καὶ ἤγαγον αὐτὸν πρὸς βασιλέα Βαβυλῶνος εἰς Δεβλαθά, καὶ ἐλάλησε μετ᾿ αὐτοῦ κρίσιν·

Δ Βασ. 25,6              Οι Χαλδαίοι συνέλαβον τον βασιλέα, τον έφεραν προς τον βασιλέα της Βαβυλώνος εις Δεβλαθά, ο οποίος εξέδωκεν εκεί την καταδίκην του.

Δ Βασ. 25,7        καὶ τοὺς υἱοὺς Σεδεκίου ἔσφαξε κατ᾿ ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ, καὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς Σεδεκίου ἐξετύφλωσε καὶ ἔδησεν αὐτὸν ἐν πέδαις καὶ ἤγαγεν εἰς Βαβυλῶνα.

Δ Βασ. 25,7              Εσφαξε τους υιούς του Σεδεκίου εμπρός εις τα μάτια του πατέρα των, έβγαλεν αυτού τα μάτια, τον έδεσε με αλυσίδας και τον έστειλεν εις την Βαβυλώνα.

Δ Βασ. 25,8        Καὶ ἐν τῷ μηνὶ τῷ πέμπτῳ ἑβδόμῃ τοῦ μηνὸς (αὐτὸς ἐνιαυτὸς ἐννεακαιδέκατος τῷ Ναβουχοδονόσορ βασιλεῖ Βαβυλῶνος) ἦλθε Ναβουζαρδὰν ὁ ἀρχιμάγειρος ἑστὼς ἐνώπιον βασιλέως Βαβυλῶνος εἰς Ἱερουσαλήμ.

Δ Βασ. 25,8              Κατά δε τον πέμπτον μήνα και την εβδόμην ημέραν του μηνός αυτού (αυτό είναι το δέκατον ένατον έτος της βασιλείας του Ναβουχοδονόσορος, βασιλέως της Βαβυλώνος) ήλθεν εις την Ιερουσαλήμ ο Ναβουζαρδάν, ο αρχιμάγειρας του Ναβουχοδονόσορος, άνθρωπος του στενού του περιβάλλοντος.

Δ Βασ. 25,9        καὶ ἐνέπρησε τὸν οἶκον Κυρίου καὶ τὸν οἶκον τοῦ βασιλέως καὶ πάντας τοὺς οἴκους Ἱερουσαλήμ, καὶ πᾶν οἶκον ἐνέπρησεν ὁ ἀρχιμάγειρος.

Δ Βασ. 25,9              Αυτός παρέδωκεν στο πυρ τον ναόν του Κυρίου, τον βασιλικόν οίκον και όλους τους οίκους της Ιερουσαλήμ, κάθε σπίτι το παρέδωσεν στο πυρ.

Δ Βασ. 25,10      καὶ τὸ τεῖχος Ἱερουσαλὴμ κυκλόθεν κατέσπασεν ἡ δύναμις τῶν Χαλδαίων.

Δ Βασ. 25,10            Ο δε στρατός των Χαλδαίων εκρήμνισε το τείχος, το οποίον ευρίσκετο γύρω από την Ιερουσαλήμ.

Δ Βασ. 25,11      καὶ τὸ περισσὸν τοῦ λαοῦ τὸ καταλειφθὲν ἐν τῇ πόλει καὶ τοὺς ἐμπεπτωκότας, οἳ ἐνέπεσον πρὸς τὸν βασιλέα Βαβυλῶνος, καὶ τὸ λοιπὸν τοῦ στηρίγματος μετῇρε Ναβουζαρδὰν ὁ ἀρχιμάγειρος.

Δ Βασ. 25,11             Τον υπόλοιπον λαόν, ο οποίος είχεν απομείνει εις την πόλιν, και εκείνους οι οποίοι είχαν φύγει από αυτήν, όλους αυτούς που έπεσαν εις τα χέρια του βασιλέως της Βαβυλώνος και όλον τον λαόν παρέλαβεν ο αρχιμάγειρας Ναβουζαρδάν.

Δ Βασ. 25,12      καὶ ἀπὸ τῶν πτωχῶν τῆς γῆς ὑπέλιπεν ὁ ἀρχιμάγειρος εἰς ἀμπελουργοὺς καὶ εἰς γαβίν.

Δ Βασ. 25,12            Αφήκεν όμως μερικούς από τους πτωχούς της χώρας, τους αμπελουργούς και τους γεωργούς.

Δ Βασ. 25,13      καὶ τοὺς στύλους τοὺς χαλκοῦς τοὺς ἐν οἴκῳ Κυρίου καὶ τὰς μεχωνὼθ καὶ τὴν θάλασσαν τὴν χαλκῆν τὴν ἐν οἴκῳ Κυρίου συνέτριψαν οἱ Χαλδαῖοι. καὶ ᾖραν τὸν χαλκὸν αὐτῶν εἰς Βαβυλῶνα.

Δ Βασ. 25,13             Επήρεν επίσης τους χαλκούς στύλους, οι οποίοι ευρίσκοντο στον ναόν του Κυρίου, τους κινητούς λουτήρας, την χαλκίνην θάλασσαν, που ήτο στον ναόν του Κυρίου. Ολα αυτά οι Χαλδαίοι τα συνέτριψαν και μετέφεραν τον χαλκόν αυτόν εις την Βαβυλώνα.

Δ Βασ. 25,14      καὶ τοὺς λέβητας καὶ τὰ ἰαμὶν καὶ τὰς φιάλας καὶ τὰς θυΐσκας καὶ πάντα τὰ σκεύη τὰ χαλκᾶ, ἐν οἷς λειτουργοῦσιν ἐν αὐτοῖς, ἔλαβε·

Δ Βασ. 25,14            Οι Χαλδαίοι επίσης επήραν και τους λέβητας, τα φτυάρια, τας φιάλας, τα θυμιατήρια και όλα τα ιερά χάλκινα σκεύη, δια των οποίων οι Λευίται ετέλουν τα της υπηρεσίας των στον ναόν.

Δ Βασ. 25,15      καὶ τὰ πυρεῖα καὶ τὰς φιάλας τὰς χρυσᾶς καὶ τὰς ἀργυρᾶς ἔλαβεν ὁ ἀρχιμάγειρος,

Δ Βασ. 25,15             Ο αρχιμάγειρος αυτός επήρεν επίσης τα πυροδοχεία, τας χρυσάς και αργυράς φιάλας,

Δ Βασ. 25,16      στύλους δύο καὶ τὴν θάλασσαν μίαν καὶ τὰς μεχωνώθ, ἃς ἐποίησε Σαλωμὼν τῷ οἴκῳ Κυρίου· οὐκ ἦν σταθμὸς τοῦ χαλκοῦ πάντων τῶν σκευῶν.

Δ Βασ. 25,16            επήρε τους δύο στύλους, την θάλασσαν, τους κινητούς λουτήρας, αυτά τα οποία είχε κατασκευάσει ο Σολομών δια τον ναόν του Κυρίου. Ητο δε τόσον πολύς ο λαφυραγωγηθείς χαλκός, ώστε δεν ήτο δυνατόν να υπολογισθή το βάρος του.

Δ Βασ. 25,17      ὀκτωκαίδεκα πήχεων ὕψος τοῦ στύλου τοῦ ἑνός, καὶ τὸ χωθὰρ ἐπ᾿ αὐτοῦ τὸ χαλκοῦν, καὶ τὸ ὕψος τοῦ χωθὰρ τριῶν πήχεων, σαβαχὰ καὶ ῥοαὶ ἐπὶ τῷ χωθὰρ κύκλῳ, τὰ πάντα χαλκᾶ· καὶ κατὰ τὰ αὐτὰ τῷ στύλῳ τῷ δευτέρῳ ἐπὶ τῶ σαβαχά.

Δ Βασ. 25,17             Καθε στύλος ήτο δεκαοκτώ εβραϊκών πήχεων ύψους. Επάνω στον στύλον υπήρχε χάλκινον κιονόκρανον. Το ύψος του κιονοκράνου ήτο τρεις πήχεις, γύρω δε από το κιονόκρανον υπήρχον δικτυωτά και ομοιώματα καρπών ροδιάς. Ολα δε αυτά χάλκινα. Τα ίδια ήσαν και δια τον δεύτερον στύλον.

Δ Βασ. 25,18      καὶ ἔλαβεν ὁ ἀρχιμάγειρος τὸν Σαραίαν ἱερέα τὸν πρῶτον καὶ τὸν Σοφονίαν υἱὸν τῆς δευτερώσεως καὶ τοὺς τρεῖς τοὺς φυλάσσοντας τὸν σταθμὸν

Δ Βασ. 25,18            Ο αρχιμάγειρος επήρε τον αρχιερέα Σαραίαν και τον Σοφονίαν, ιερέα δευτέρας σειράς, και τους τρεις άνδρας, οι οποίοι εφύλασσαν την πύλην του ναού.

Δ Βασ. 25,19      καὶ ἐκ τῆς πόλεως ἔλαβον εὐνοῦχον ἕνα, ὃς ἦν ἐπιστάτης τῶν ἀνδρῶν τῶν πολεμιστῶν, καὶ πέντε ἄνδρας τῶν ὁρώντων τὸ πρόσωπον τοῦ βασιλέως τοὺς εὑρεθέντας ἐν τῇ πόλει καὶ τὸν γραμματέα τοῦ ἄρχοντος τῆς δυνάμεως τὸν ἐκτάσσοντα τὸν λαὸν τῆς γῆς καὶ ἑξήκοντα ἄνδρας τοῦ λαοῦ τῆς γῆς τοὺς εὑρεθέντας ἐν τῇ πόλει.

Δ Βασ. 25,19            Οι Χαλδαίοι συνέλαβον από την πόλιν Ιερουσαλήμ τον αξιωματικόν της αυλής, ο οποίος ήτο αρχηγός των μαχίμων ανδρών, άλλους πέντε άνδρας που αποτελούσαν το στενόν εμπιστευτικόν περιβάλλον του βασιλέως, οι οποίοι ευρέθησαν εντός της πόλεως, και τον γραμματέα του αρχηγού της στρατιωτικής δυνάμεως, ο οποίος είχεν ως έργον του να στρατολογή εκ των κατοίκων της χώρας, και άλλους εξήκοντα άνδρας από τον λαόν της χώρας, οι οποίοι είχαν ευρεθή εις την πόλιν.

Δ Βασ. 25,20      καὶ ἔλαβεν αὐτοὺς Ναβουζαρδὰν ὁ ἀρχιμάγειρος, καὶ ἤγαγεν αὐτοὺς πρὸς τὸν βασιλέα Βαβυλῶνος εἰς Δεβλαθά.

Δ Βασ. 25,20            Ο Ναβουζαρδάν ο αρχιμάγειρος επήρεν όλους αυτούς και τους έφερε προς τον βασιλέα της Βαβυλώνος ο οποίος ευρίσκετο εις Δεβλαθά.

Δ Βασ. 25,21      καὶ ἔπαισεν αὐτοὺς ὁ βασιλεὺς Βαβυλῶνος καὶ ἐθανάτωσεν αὐτοὺς εἰς Δεβλαθὰ ἐν γῇ Αἰμάθ. καὶ ἀπῳκίσθη Ἰούδας ἐπάνωθεν τῆς γῆς αὐτοῦ.

Δ Βασ. 25,21            Ο βασιλεύς της Βαβυλώνος εφόνευσεν αυτούς εις την Δεβλαθά πόλιν, η οποία ευρίσκετο εις την χώραν Αιμάθ. Ο δε ιουδαϊκός λαός μετεφέρθη αιχμάλωτος από την γην αυτού, δια να εγκατασταθή εις την ξένην γην.

Δ Βασ. 25,22      Καὶ ὁ λαὸς ὁ καταλειφθεὶς ἐν τῇ γῇ Ἰούδα, οὓς κατέλιπε Ναβουχοδονόσορ βασιλεὺς Βαβυλῶνος, καὶ κατέστησεν ἐπ᾿ αὐτῶν τὸν Γοδολίαν υἱὸν Ἀχικὰμ υἱοῦ Σαφάν.

Δ Βασ. 25,22            Εις την περιοχήν της Ιουδαίας έμεινε μόνον ο λαός, τον οποίον είχεν αφήσει ο Ναβουχοδονόσορ βασιλεύς της Βαβυλώνος. Επί του λαού αυτού ο βασιλεύς της Βαβυλώνος εγκατέστησεν ως διοικητήν τον Γοδολίαν, υιόν του Αχικάμ υιού του Σαφάν.

Δ Βασ. 25,23      καὶ ἤκουσαν πάντες οἱ ἄρχοντες τῆς δυνάμεως, αὐτοὶ καὶ οἱ ἄνδρες αὐτῶν, ὅτι κατέστησε βασιλεὺς Βαβυλῶνος τὸν Γοδολίαν, καὶ ἦλθον πρὸς Γοδολίαν εἰς Μασσηφάθ, καὶ Ἰσμαὴλ υἱὸς Ναθανίου καὶ Ἰωανὰν υἱὸς Καρὴθ καὶ Σαραίας υἱὸς Θαναμὰθ ὁ Νετωφαθίτης καὶ Ἰεζονίας υἱὸς τοῦ Μαχαθί, αὐτοὶ καὶ οἱ ἄνδρες αὐτῶν.

Δ Βασ. 25,23            Ολοι οι αξιωματικοί του ιουδαϊκού στρατού, που είχον διαφύγει την αιχμαλωσίαν, επληροφορήθησαν αυτοί και οι άνδρες των ότι ο βασιλεύς της Βαβυλώνος είχεν εγκαταστήσει ως διοικητήν τον Γοδολίαν. Προς τον Γοδολίαν αυτόν, που έμενεν εις Μασσηφάθ, ήλθαν ο Ισμαήλ ο υιός του Ναθανίου, ο Ιωανάν ο υιός του Καρήθ, ο Σαραίας ο υιός του Θαναμάθ, ο οποίος κατήγετο από Νετωφάθ, και ο Ιεζονίας, ο οποίος ανήκεν εις την φυλήν Μαχαθί. Ηλθαν οι αξιωματικοί αυτοί προς τον Γοδολίαν μαζή με τους άνδρας των.

Δ Βασ. 25,24      καὶ ὤμοσε Γοδολίας αὐτοῖς καὶ τοῖς ἀνδράσιν αὐτῶν καὶ εἶπεν αὐτοῖς· μὴ φοβεῖσθε πάροδον τῶν Χαλδαίων· καθίσατε ἐν τῇ γῇ καὶ δουλεύσατε τῷ βασιλεῖ Βαβυλῶνος, καὶ καλῶς ἔσται ὑμῖν.

Δ Βασ. 25,24            Ο Γοδολίας ωρκίσθη εις αυτούς και στους άνδρας των, τους εβεβαίωσε και τους, είπε· “μη φοβείσθε επιδρομήν και βλάβην εκ μέρους των Χαλδαίων. Παραμείνατε εις την χώραν αυτήν, υπηρετήσατε τον βασιλέα της Βαβυλώνος και τα πάντα δια σας θα έχουν καλώς”.

Δ Βασ. 25,25      καὶ ἐγενήθη ἐν τῷ ἑβδόμῳ μηνὶ ἦλθεν Ἰσμαὴλ υἱὸς Ναθανίου υἱοῦ Ἑλισαμὰ ἐκ τοῦ σπέρματος τῶν βασιλέων καὶ δέκα ἄνδρες μετ᾿ αὐτοῦ· καὶ ἐπάταξε τὸν Γοδολίαν, καὶ ἀπέθανε, καὶ τοὺς Ἰουδαίους καὶ τοὺς Χαλδαίους, οἳ ἦσαν μετ᾿ αὐτοῦ ἐν Μασσηφάθ.

Δ Βασ. 25,25            Κατά τον έβδομον όμως μήνα ο Ισμαήλ, υιός του Ναθανίου υιού του Ελισαμά, ο οποίος κατήγετο από βασιλικόν γένος, ήλθε μαζή με δέκα άνδρας του, εκτύπησε τον Γοδολίαν και εφόνευσεν αυτόν και τους Ιουδαίους και τους Χαλδαίους, οι οποίοι ευρίσκοντο μαζή του εις Μασσηράθ.

Δ Βασ. 25,26      καὶ ἀνέστη πᾶς ὁ λαὸς ἀπὸ μικροῦ ἕως μεγάλου καὶ οἱ ἄρχοντες τῶν δυνάμεων καὶ εἰσῆλθον εἰς Αἴγυπτον, ὅτι ἐφοβήθησαν ἀπὸ προσώπου τῶν Χαλδαίων.

Δ Βασ. 25,26            Τοτε όλος ο λαός από μικρόν έως μεγάλον εσηκώθησαν και οι άρχοντες του ιουδαϊκού στρατού και εισήλθον εις την Αίγυπτον, διότι εφοβήθησαν αντίποινα εκ μέρους των Χαλδαίων.

 

                                    Ο Ιωακίμ ελευθερώνεται

Δ Βασ. 25,27      Καὶ ἐγενήθη ἐν τῷ τριακοστῷ καὶ ἑβδόμῳ ἔτει τῆς ἀποικίας τοῦ Ἰωαχὶμ βασιλέως Ἰούδα, ἐν τῷ δωδεκάτῳ μηνὶ ἑβδόμῃ καὶ εἰκάδι τοῦ μηνὸς ὕψωσεν Εὐιαλμαρωδὰχ βασιλεὺς Βαβυλῶνος ἐν τῷ ἐνιαυτῷ τῆς βασιλείας αὐτοῦ τὴν κεφαλὴν Ἰωαχὶμ τοῦ βασιλέως Ἰούδα καὶ ἐξήγαγεν αὐτὸν ἐξ οἴκου φυλακῆς αὐτοῦ.

Δ Βασ. 25,27            Κατά το τριακοστόν έβδομον έτος της αιχμαλωσίας και αποικίσεως του Ιωαχίμ, βασιλέως του Ιούδα, κατά τον δωδέκατον μήνα και την εικοστήν εβδόμην του μηνός ο Ευϊαλμαρωδάχ, ο βασιλεύς της Βαβυλώνος απέδωσε κατά το πρώτον έτος της βασιλείας του την πρέπουσαν τιμήν στον Ιωαχίμ, τον βασιλέα του Ιούδα, και εξήγαγεν αυτόν από την φυλακήν.

Δ Βασ. 25,28      καὶ ἐλάλησε μετ᾿ αὐτοῦ ἀγαθὰ καὶ ἔδωκε τὸν θρόνον αὐτοῦ ἐπάνωθεν τῶν θρόνων τῶν βασιλέων τῶν μετ᾿ αὐτοῦ ἐν Βαβυλῶνι,

Δ Βασ. 25,28            Συνωμίλησε προς αυτόν με πολλήν την ευμένειαν και απέδωσε προς αυτόν, ως προς βασιλέα, τιμήν μεγαλυτέραν από εκείνην, που είχαν οι συναιχμάλωτοί του βασιλείς, οι οποίοι ευρίσκοντο εις την Βαβυλώνα·

Δ Βασ. 25,29      καὶ ἠλλοίωσε τὰ ἱμάτια τῆς φυλακῆς αὐτοῦ καὶ ἤσθιεν ἄρτον διαπαντὸς ἐνώπιον αὐτοῦ πάσας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς αὐτοῦ·

Δ Βασ. 25,29            Ηλλαξε τα ιμάτια ταις φυλακής του με άλλα λαμπρότερα και τον εκάλεσε να τρώγη εις την βασιλικήν τράπεζαν του βασιλέως της Βαβυλώνος όλας τας ημέρας της ζωής του.

Δ Βασ. 25,30      καὶ ἡ ἑστιατορία αὐτοῦ ἑστιατορία διαπαντὸς ἐδόθη αὐτῷ ἐξ οἴκου τοῦ βασιλέως λόγον ἡμέρας ἐν τῇ ἡμέρᾳ αὐτοῦ πάσας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς αὐτοῦ.

Δ Βασ. 25,30            Η βασιλική διατροφή του Ιωαχίμ ήτο συνεχής και προήρχετο από τον βασιλικόν οίκον, από όπου του εδίδετο κάθε πράγμα την μίαν ημέραν κατόπιν της άλλης καθ' όλας τας ημέρας της ζωής του.

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΑ

1

2

3

4

5

6

7

8

9

10

11

12

13

14

15

16

17

18

19

20

21

22

23

24

25