ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ

 

ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Δ'- ΚΕΦ. 14-20

 

 

ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΩΝ ΒΑΣΙΛΕΩΝ ΙΟΥΔΑ ΚΑΙ ΙΣΡΑΗΛ

Ο ΠΡΟΦΗΤΗΣ ΗΣΑΪΑΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 14-  Η ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΤΟΥ ΑΜΕΣΣΙΑ ΚΑΙ ΤΟΥ ΑΖΑΡΙΑ ΣΤΟΝ ΙΟΥΔΑ  

Η ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΤΟΥ ΙΕΡΟΒΟΑΜ Β' ΣΤΟΝ ΙΣΡΑΗΛ

                                    Η βασιλεία του Αμεσσία στον Ιούδα

Δ Βασ. 14,1        Ἐν ἔτει δευτέρῳ τῶ Ἰωὰς υἱῷ Ἰωάχαζ βασιλεῖ Ἰσραὴλ καὶ ἐβασίλευσεν Ἀμεσσίας υἱὸς Ἰωὰς βασιλεὺς Ἰούδα.

Δ Βασ. 14,1               Κατά το δεύτερον έτος της βασιλείας του Ιωάς, υιού του Ιωάχαζ βασιλέως των Ισραηλιτών, ανήλθεν στον βασιλικόν θρόνον των Ιουδαίων ο Αμεσσίας, ο υιός του Ιωάς.

Δ Βασ. 14,2        υἱὸς εἴκοσι καὶ πέντε ἐτῶν ἦν ἐν τῷ βασιλεύειν αὐτὸν καὶ εἴκοσι καὶ ἐννέα ἔτη ἐβασίλευσεν ἐν Ἱερουσαλήμ, καὶ ὄνομα τῆς μητρὸς αὐτοῦ Ἰωαδὶμ ἐξ Ἱερουσαλήμ.

Δ Βασ. 14,2               Οταν ανήλθεν στον βασιλικόν θρόνον ήτο είκοσι πέντε ετών. Εβασίλευσε δε επί είκοσιν εννέα έτη με πρωτεύουσαν την Ιερουσαλήμ. Η μητέρα αυτού ωνομάζετο Ιωαδίμ και κατήγετο από την Ιερουσαλήμ.

Δ Βασ. 14,3        καὶ ἐποίησε τὸ εὐθὲς ἐν ὀφθαλμοῖς Κυρίου, πλὴν οὐχ ὡς Δαυὶδ ὁ πατὴρ αὐτοῦ· κατὰ πάντα ὅσα ἐποίησεν Ἰωὰς ὁ πατὴρ αὐτοῦ, ἐποίησε·

Δ Βασ. 14,3               Ο Αμεσσίας έπραξε το ευάρεστον ενώπιον του Κυρίου, όχι όμως όπως ο προπάτωρ αυτού ο Δαυίδ. Εζησε και έπραξε καθ' όλα όπως ο πατήρ του ο Ιωάς.

Δ Βασ. 14,4        πλὴν τὰ ὑψηλὰ οὐκ ἐξῇρεν, ἔτι ὁ λαὸς ἐθυσίαζε καὶ ἐθυμίων ἐν τοῖς ὑψηλοῖς.

Δ Βασ. 14,4               Αλλά τους υψηλούς ειδωλολατρικούς τόπους δεν κατέστρεψε και έτσι ο λαός εξακολουθούσεν ακόμη να θυσιάζη και να προσφέρη θυμιάματα στους υψηλούς ειδωλολατρικούς τόπους.

Δ Βασ. 14,5        καὶ ἐγένετο ὅτε κατίσχυεν ἡ βασιλεία ἐν χειρὶ αὐτοῦ, καὶ ἐπάταξε τοὺς δούλους αὐτοῦ τοὺς πατάξαντας τὸν πατέρα αὐτοῦ·

Δ Βασ. 14,5               Οταν δε εστερεώθη καλά εις τα χέρια του η βασιλεία, εθανάτωσε τους δούλους του εκείνους, οι οποίοι είχαν συνωμοτικώς κτυπήσει και φονεύσει τον πατέρα του.

Δ Βασ. 14,6        καὶ τοὺς υἱοὺς τῶν παταξάντων οὐκ ἐθανάτωσε, καθὼς γέγραπται ἐν βιβλίῳ νόμων Μωυσῆ, ὡς ἐνετείλατο Κύριος λέγων· οὐκ ἀποθανοῦνται πατέρες ὑπὲρ υἱῶν, καὶ υἱοὶ οὐκ ἀποθανοῦνται ὑπὲρ πατέρων, ὅτι ἀλλ᾿ ἢ ἕκαστος ἐν ταῖς ἁμαρτίαις αὐτοῦ ἀποθανεῖται.

Δ Βασ. 14,6               Τα παιδιά όμως των δολοφόνων αυτών του πατρός του δεν τα εφόνευσε τηρήσας την σχετικήν εντολήν του βιβλίου των νόμων του Μωϋσέως, στο οποίον ο Κυριος διέτασσε· “δεν πρέπει να θανατώνωνται πατέρες εξ αιτίας των υιών, ούτε υιοί εξ αιτίας των πατέρων των. Αλλά καθένας θα θανατώνεται δια τας ιδικάς του αμαρτίας”.

Δ Βασ. 14,7        αὐτὸς ἐπάταξε τὴν Ἐδὼμ ἐν Γαιμελὲ δέκα χιλιάδας καὶ συνέλαβε τὴν Πέτραν ἐν τῷ πολέμῳ καὶ ἐκάλεσε τὸ ὄνομα αὐτῆς Καθοὴλ ἕως τῆς ἡμέρας ταύτης.

Δ Βασ. 14,7               Αυτός, λοιπόν, ο Αμεσσίας επολέμησε τους Ιδουμαίους εις Γαιμελέ με δέκα χιλιάδας στρατιώτας και κατά τον πόλεμον αυτόν κατέλαβε την Πέτραν, την οποίαν μετωνόμασε Καθοήλ. Ετσι δε ονομάζεται η πόλις αυτή έως την ημέραν αυτήν.

Δ Βασ. 14,8        τότε ἀπέστειλεν Ἀμεσσίας ἀγγέλους πρὸς Ἰωὰς υἱὸν Ἰωάχαζ υἱοῦ Ἰοὺ βασιλέως Ἰσραὴλ λέγων· δεῦρο ὀφθῶμεν προσώποις.

Δ Βασ. 14,8               Υπερήφανος δια την νίκην του αυτήν ο Αμεσσίας έστειλεν αγγελιαφόρους προς τον Ιωάς, υιόν του Ιωάχαζ υιού του Ιού, βασιλέως των Ισραηλιτών, και είπε· “έλα να αντιπαραταχθώμεν εις πόλεμον”.

Δ Βασ. 14,9        καὶ ἀπέστειλεν Ἰωὰς βασιλεὺς Ἰσραὴλ πρὸς Ἀμεσσίαν βασιλέα Ἰούδα λέγων· ὁ ἄκαν ὁ ἐν τῷ Λιβάνῳ ἀπέστειλε πρὸς τὴν κέδρον τὴν ἐν τῷ Λιβάνῳ λέγων· δὸς τὴν θυγατέρα σου τῷ υἱῷ μου εἰς γυναῖκα· καὶ διῆλθον τὰ θηρία τοῦ ἀγροῦ τὰ ἐν τῷ Λιβάνῳ καὶ συνεπάτησαν τὴν ἄκανα.

Δ Βασ. 14,9               Ο Ιωάς ο βασιλεύς των Ισραηλιτών έστειλεν ιδικούς του ανθρώπους προς τον Αμεσσίαν τον βασιλέα του Ιούδα και είπεν “η άκανθα, η οποία ευρίσκεται στο όρος Λιβανον, έστειλε προς την κέδρον την εν τω Λιβάνω και είπε· Δος μου την θυγατέρα σου ως σύζυγον στο παιδί μου. Τα θηρία της περιοχής του Λιβάνου ηγανάκτησαν δια την αναίδειάν της, κατεπάτησαν και εξωλόθρευσαν την άκανθαν.

Δ Βασ. 14,10      τύπτων ἐπάταξας τὴν Ἰδουμαίαν, καὶ ἐπῇρέ σε καρδία σου· ἐνδοξάσθητι καθήμενος ἐν τῷ οἴκῳ σου, καὶ ἱνατί ἐρίζεις ἐν κακίᾳ σου; καὶ πεσῇ σὺ καὶ Ἰούδας μετὰ σοῦ.

Δ Βασ. 14,10             Συ πολεμών ενίκησες την Ιδουμαίαν. Εξ αιτίας του κατορθώματός σου αλαζονεύθηκε η καρδία σου. Μείνε, λοιπόν, ήσυχος και αναπαυμένος με το κατόρθωμά σου αυτό. Διατί φιλονεικείς εξ αιτίας της κακότητός σου; Πρόσεξε, διότι εάν πολεμήσης εναντίον μου, θα πέσης και θα καταστραφής συ και ο ιουδαϊκός λαός μαζή σου”.

Δ Βασ. 14,11      καὶ οὐκ ἤκουσεν Ἀμεσσίας. καὶ ἀνέβη Ἰωὰς βασιλεὺς Ἰσραήλ, καὶ ὤφθησαν προσώποις αὐτὸς καὶ Ἀμεσσίας βασιλεὺς Ἰούδα ἐν Βαιθσαμὺς τῇ τοῦ Ἰούδα·

Δ Βασ. 14,11              Ο Αμεσσίας όμως δεν ήκουσε την συνετήν αυτήν συμβουλήν. Δα τούτο ο Ιωάς ο βασιλεύς του Ισραήλ εξεστράτευσεν εναντίον του. Συνηντήθησαν αντιμέτωποι εις την Βαιθσαμύς της Ιουδαίας αυτός ο Ιωάς, και ο Αμεσσίας, ο βασιλεύς της Ιουδαίας.

Δ Βασ. 14,12      καὶ ἔπταισεν Ἰούδας ἀπὸ προσώπου Ἰσραήλ, καὶ ἔφυγεν ἀνὴρ εἰς τὸ σκήνωμα αὐτοῦ·

Δ Βασ. 14,12             Κατά την μάχην οι Ιουδαίοι ενικήθησαν από τους Ισραηλίτας και ο καθένας από τους Ιουδαίους έφυγεν εις την κατοικίαν του.

Δ Βασ. 14,13      καὶ τὸν Ἀμεσσίαν υἱὸν Ἰωὰς υἱοῦ Ὀχοζίου συνέλαβεν Ἰωὰς βασιλεὺς Ἰσραὴλ ἐν Βαιθσαμύς. καὶ ἦλθεν εἰς Ἱερουσαλὴμ καὶ καθεῖλεν ἐν τῷ τείχει Ἱερουσαλὴμ ἐν τῇ πύλῃ Ἐφραὶμ ἕως πύλης τῆς γωνίας τετρακοσίους πήχεις·

Δ Βασ. 14,13             Τον δε Αμεσσίαν, υιόν Ιωάς υιού του Οχοζίου, συνέλαβεν αιχμάλωτον ο Ιωάς, ο βασιλεύς των Ισραηλιτών, εις Βαιθσαμύς. Ο Ιωάς ήλθεν έπειτα εις την Ιερουσαλήμ και εκρήμνισε τα τείχη της πόλεως από της πύλης Εφραίμ μέχρι της πύλης της γωνίας εις έκτασιν διακοσίων και πλέον μέτρων.

Δ Βασ. 14,14      καὶ ἔλαβεν τὸ χρυσίον καὶ τὸ ἀργύριον καὶ πάντα τὰ σκεύη τὰ εὑρεθέντα ἐν οἴκῳ Κυρίου καὶ ἐν θησαυροῖς οἴκου τοῦ βασιλέως καὶ τοὺς υἱοὺς τῶν συμμίξεων καὶ ἀπέστρεψεν εἰς Σαμάρειαν.

Δ Βασ. 14,14             Επήρεν επίσης τον χρυσόν, τον άργυρον και όλα τα ιερά σκεύη, που υπήρχαν στον ναόν του Κυρίου και εις τα θησαυροφυλάκια του βασιλικού οίκου. Επήρεν επίσης και επιφανείς ομήρους μαζή του και επέστρεψεν εις την Σαμάρειαν,

 

                                    Θάνατος του Ιωάς βασιλιά του Ισραήλ

Δ Βασ. 14,15      καὶ τὰ λοιπὰ τῶν λόγων Ἰωάς, ὅσα ἐποίησεν ἐν δυναστείᾳ αὐτοῦ, ἃ ἐπολέμησε μετὰ Ἀμεσσίου βασιλέως Ἰούδα, οὐχὶ ταῦτα γεγραμμένα ἐπὶ βιβλίῳ λόγων τῶν ἡμερῶν τοῖς βασιλεῦσιν Ἰσραήλ;

Δ Βασ. 14,15             Τα υπόλοιπα από τα έργα του Ιωάς, όσα κατορθώματα αυτός έκαμε, ο πόλεμός του εναντίον του Αμεσσίου βασιλέως του Ιούδα, δεν είναι αυτά γραμμένα στο βιβλίον των έργων των βασιλέων του Ισραήλ;

Δ Βασ. 14,16      καὶ ἐκοιμήθη Ἰωὰς μετὰ τῶν πατέρων αὐτοῦ καὶ ἐτάφη ἐν Σαμαρείᾳ μετὰ τῶν βασιλέων Ἰσραήλ, καὶ ἐβασίλευσεν Ἱεροβοὰμ υἱὸς αὐτοῦ ἀντ᾿ αὐτοῦ.

Δ Βασ. 14,16             Ο Ιωάς εκοιμήθη με τους προγόνους αυτού και ετάφη εις την Σαμάρειαν με τους βασιλείς του Ισραήλ. Αντί δε αυτού έγινε βασιλεύς ο Ιεροβοάμ, ο υιός του.

 

                                    Θάνατος του Αμεσσία- Ο Αζαρίας βασιλιάς στον Ιούδα

Δ Βασ. 14,17      καὶ ἔζησεν Ἀμεσσίας υἱὸς Ἰωὰς βασιλεὺς Ἰούδα μετὰ τὸ ἀποθανεῖν Ἰωὰς υἱὸν Ἰωάχαζ βασιλέα Ἰσραὴλ πεντεκαίδεκα ἔτη.

Δ Βασ. 14,17             Ο Αμεσσίας, ο υιός του Ιωάς, βασιλεύς των Ιουδαίων έζησε μετά τον θάνατον του Ιωάς, υιού του Ιωάχαζ βασιλέως του Ισραήλ, δέκα πέντε έτη.

Δ Βασ. 14,18      καὶ τὰ λοιπὰ τῶν λόγων Ἀμεσσίου καὶ πάντα, ὅσα ἐποίησεν, οὐχὶ ταῦτα γεγραμμένα ἐπὶ βιβλίῳ λόγων τῶν ἡμερῶν τοῖς βασιλεῦσιν Ἰούδα;

Δ Βασ. 14,18             Τα υπόλοιπα από τα έργα του Αμεσσίου και όλα όσα έκαμεν, είναι γραμμένα στο βιβλίον των έργων και ημερών των βασιλέων του Ιούδα.

Δ Βασ. 14,19      καὶ συνεστράφησαν ἐπ᾿ αὐτὸν σύστρεμμα ἐν Ἱερουσαλήμ, καὶ ἔφυγεν εἰς Λαχίς· καὶ ἀπέστειλαν ὀπίσω αὐτοῦ εἰς Λαχὶς καὶ ἐθανάτωσαν αὐτὸν ἐκεῖ.

Δ Βασ. 14,19             Εγινε κατόπιν συνωμοσία εναντίον του εις την Ιερουσαλήμ. Αυτός δε κατέφυγε, δια να σωθή, εις την Λαχίς. Αλλά εστάλησαν όπισθεν από αυτόν άνθρωποι, οι οποίοι και τον εθανάτωσαν εκεί.

Δ Βασ. 14,20      καὶ ᾖραν αὐτὸν ἐφ᾿ ἵππων, καὶ ἐτάφη ἐν Ἱερουσαλὴμ μετὰ τῶν πατέρων αὐτοῦ ἐν πόλει Δαυίδ.

Δ Βασ. 14,20            Εφόρτωσαν το πτώμα του εις ίππον, με συνοδείαν δε και άλλων ιππέων έφεραν αυτόν εις Ιερουσαλήμ και τον έθαψαν εις την πόλιν Δαυίδ με τους προπάτοράς του.

Δ Βασ. 14,21      καὶ ἔλαβε πᾶς ὁ λαὸς Ἰούδα τὸν Ἀζαρίαν -καὶ αὐτὸς υἱὸς ἑκκαίδεκα ἐτῶν- καὶ ἐβασίλευσαν αὐτὸν ἀντὶ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ Ἀμεσσίου.

Δ Βασ. 14,21             Ολος δε τότε ο λαός των Ιουδαίων επήρε τον Αζαρίαν- όταν αυτός ήτο ακόμη δέκα εξ ετών- και τον ανεβίβασαν στον βασιλικόν θρόνον αντί του πατρός του, του Αμεσσίου.

Δ Βασ. 14,22      αὐτὸς ᾠκοδόμησε τὴν Αἰλὼθ καὶ ἐπέστρεψεν αὐτὴν τῷ Ἰούδᾳ μετὰ τὸ κοιμηθῆναι τὸν βασιλέα μετὰ τῶν πατέρων αὐτοῦ.

Δ Βασ. 14,22            Αυτός ο Αζαρίας οικοδόμησε την Αιλώθ και προσήρτησεν αυτήν εις την Ιουδαίαν, αφού ο βασιλεύς πατήρ του, ο Αμεσσίας, είχε κοιμηθή και ταφή μαζή με τους προγόνους του.

 

                                    Η βασιλεία του Ιεροβοάμ του Β’ στον Ισραήλ

Δ Βασ. 14,23      Ἐν ἔτει πεντεκαιδεκάτῳ τοῦ Ἀμεσσίου υἱῷ Ἰωὰς βασιλεῖ Ἰούδα ἐβασίλευσεν Ἱεροβοὰμ υἱὸς Ἰωὰς ἐπὶ Ἰσραὴλ ἐν Σαμαρείᾳ τεσσαράκοντα καὶ ἓν ἔτος.

Δ Βασ. 14,23            Κατά το δέκατον πέμπτον έτος του Αμεσσίου, υιού του Ιωάς βασιλέως των Ιουδαίων, έγινε βασιλεύς των Ισραηλιτών εις την Σαμάρειαν ο Ιεροβοάμ υιός του Ιωάς, ο οποίος και εβασίλευσεν επί τεσσαράκοντα και εν έτος.

Δ Βασ. 14,24      καὶ ἐποίησε τὸ πονηρὸν ἐνώπιον Κυρίου· οὐκ ἀπέστη ἀπὸ πασῶν ἁμαρτιῶν Ἱεροβοὰμ υἱοῦ Ναβάτ, ὃς ἐξήμαρτε τὸν Ἰσραήλ.

Δ Βασ. 14,24            Αυτός διέπραξε πονηρά ενώπιον του Κυρίου. Δεν απεμακρύνθη καθόλου από τας αμαρτίας του Ιεροβοάμ, υιού του Ναβάτ, ο οποίος εξώθησε τον ισραηλιτικόν λαόν εις την ασέβειαν.

Δ Βασ. 14,25      αὐτὸς ἀπέστησε τὸ ὅριον Ἰσραὴλ ἀπὸ εἰσόδου Αἰμὰθ ἕως τῆς θαλάσσης τῆς Ἄραβα κατὰ τὸ ῥῆμα Κυρίου Θεοῦ Ἰσραήλ, ὃ ἐλάλησεν ἐν χειρὶ δούλου αὐτοῦ Ἰωνᾶ υἱοῦ Ἀμαθὶ τοῦ προφήτου τοῦ ἐν Γεθχοφέρ.

Δ Βασ. 14,25            Αυτός αποκατέστησε τα όρια του Ισραηλιτικού βασιλείου από την είσοδον Αιμάθ προς βορράν μέχρι της Γεννησαρέτ, όπως είχε προείπει Κυριος ο Θεός του Ισραήλ δια του δούλου αυτού Ιωνά του προφήτου, υιού του Αμαθί, ο οποίος κατήγετο από την Γεθχοφέρ.

Δ Βασ. 14,26      ὅτι εἶδε Κύριος τὴν ταπείνωσιν Ἰσραὴλ πικρὰν σφόδρα καὶ ὀλιγοστοὺς συνεχομένους καὶ ἐσπανισμένους καὶ ἐγκαταλελειμμένους, καὶ οὐκ ἦν ὁ βοηθῶν τῷ Ἰσραήλ.

Δ Βασ. 14,26            Διότι ο Κυριος είδε τον εξευτελισμόν και την μεγάλην πικρίαν των Ισραηλιτών, οι οποίοι είχον απομείνει ολιγοστοί και σπάνιοι, εγκαταλελειμμένοι από όλους και δεν υπήρχε κανείς να βοηθήση τον ισραηλιτικόν λαόν.

Δ Βασ. 14,27      καὶ οὐκ ἐλάλησε Κύριος ἐξαλεῖψαι τὸ σπέρμα Ἰσραὴλ ὑποκάτωθεν τοῦ οὐρανοῦ καὶ ἔσωσεν αὐτοὺς διὰ χειρὸς Ἱεροβοὰμ υἱοῦ Ἰωάς.

Δ Βασ. 14,27            Δεν ηθέλησεν ο Κυριος να εξολοθρεύση τους απογόνους του Ισραήλ από την υπό τον ουρανόν, αλλά έσωσεν αυτούς δια μέσου του Ιεροβοάμ, του υιού του Ιωάς.

Δ Βασ. 14,28      καὶ τὰ λοιπὰ τῶν λόγων Ἱεροβοὰμ καὶ πάντα, ὅσα ἐποίησε, καὶ αἱ δυναστεῖαι αὐτοῦ, ὅσα ἐπολέμησε καὶ ὅσα ἐπέστρεψε τὴν Δαμασκὸν καὶ τὴν Αἰμὰθ τῷ Ἰούδᾳ ἐν Ἰσραήλ, οὐχὶ ταῦτα γεγραμμένα ἐπὶ βιβλίῳ λόγων τῶν ἡμερῶν τοῖς βασιλεῦσιν Ἰσραήλ;

Δ Βασ. 14,28            Τα υπόλοιπα εκ των έργων του Ιεροβοάμ και όσα άλλα έκαμε, τα κατορθώματά του, πως επολέμησε και πως ανέκτησε δια το βασίλειον του Ισραήλ την Δαμασκόν και την Αιμάθ, που ανήκεν στο βασίλειον του Ιούδα, είναι γραμμένα στο βιβλίον των έργων των ημερών των βασιλέων του Ισραήλ.

Δ Βασ. 14,29      καὶ ἐκοιμήθη Ἱεροβοὰμ μετὰ τῶν πατέρων αὐτοῦ μετὰ βασιλέων Ἰσραήλ, καὶ ἐβασίλευσε Ζαχαρίας υἱὸς αὐτοῦ ἀντ᾿ αὐτοῦ.

Δ Βασ. 14,29            Ο Ιεροβοάμ εκοιμήθη με τους προγόνους του, με τους βασιλείς του Ισραήλ. Ανεκηρύχθη δε βασιλεύς αντ' αυτού ο υιός του ο Ζαχαρίας.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 15- Η ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΤΟΥ ΑΖΑΡΙΑ ΚΑΙ ΤΟΥ ΙΩΑΘΑΜ ΣΤΟΝ ΙΟΥΔΑ  

Η ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΤΟΥ ΖΑΧΑΡΙΑ, ΣΕΛΛΟΥΜ, ΜΑΝΑΗΜ, ΦΑΚΕΣΙΑ ΚΑΙ ΦΑΚΕΕ ΣΤΟΝ ΙΣΡΑΗΛ

                                    Η βασιλεία του Αζαρία στον Ιούδα

Δ Βασ. 15,1        Ἐν ἔτει εἰκοστῷ καὶ ἑβδόμῳ τῷ Ἱεροβοὰμ βασιλεῖ Ἰσραὴλ ἐβασίλευσεν Ἀζαρίας υἱὸς Ἀμεσσίου βασιλέως Ἰούδα.

Δ Βασ. 15,1                Κατά το εικοστόν έβδομον έτος του Ιεροβοάμ, βασιλέως των Ισραηλιτών, εβασίλευσε ο Αζαρίας ο υιός του Αμεσσίου βασιλέως των Ιουδαίων.

Δ Βασ. 15,2        υἱὸς ἑκκαίδεκα ἐτῶν ἦν ἐν τῷ βασιλεύειν αὐτὸν καὶ πεντηκονταδύο ἔτη ἐβασίλευσεν ἐν Ἱερουσαλήμ, καὶ ὄνομα τῇ μητρὶ αὐτοῦ Ἱεχελία ἐξ Ἱερουσαλήμ.

Δ Βασ. 15,2               Δέκα εξ ετών ήτο αυτός, όταν έγινε βασιλεύς, και εβασίλευσεν εις την Ιερουσαλήμ επί πεντήκοντα δύο έτη. Η μητέρα του ωνομάζετο Ιεχελία και κατήγετο από την Ιερουσαλήμ.

Δ Βασ. 15,3        καὶ ἐποίησε τὸ εὐθὲς ἐν ὀφθαλμοῖς Κυρίου κατὰ πάντα, ὅσα ἐποίησεν Ἀμεσσίας ὁ πατὴρ αὐτοῦ·

Δ Βασ. 15,3               Αυτός έπραξε το ορθόν και ευάρεστον ενώπιον του Κυρίου καθ' όλα, όπως ο Αμεσσίας ο πατήρ του.

Δ Βασ. 15,4        πλὴν τῶν ὑψηλῶν οὐκ ἐξῇρεν, ἔτι ὁ λαὸς ἐθυσίαζε καὶ ἐθυμίων ἐν τοῖς ὑψηλοῖς,

Δ Βασ. 15,4               Αλλά δεν κατέστρεψε τους υψηλούς τόπους της ειδωλολατρικής θρησκείας και έτσι ο λαός εξακολουθούσε να θυσιάζη και να προσφέρη θυμιάματα στους ειδωλικούς θεούς.

Δ Βασ. 15,5        καὶ ἥψατο Κύριος τὸν βασιλέα, καὶ ἦν λελεπρωμένος ἕως ἡμέρας θανάτου αὐτοῦ καὶ ἐβασίλευσεν ἐν οἴκῳ ἀφφουσώθ, καὶ Ἰωάθαμ υἱὸς τοῦ βασιλέως ἐπὶ τῷ οἴκῳ κρίνων τὸν λαὸν τῆς γῆς.

Δ Βασ. 15,5               Δια τούτο ο Κυριος ετιμώρησε τον βασιλέα αυτόν με την ασθένειαν της λέπρας μέχρι της ημέρας του θανάτου του. Εξ αιτίας δε της λέπρας του, είχεν ως έδραν της βασιλείας του κάποιον απομεμονωμένον οίκον. Ο δε υιός του, ο Ιωάθαμ, εδίκαζε και εκυβερνούσε αντ' αυτού τον λαόν της Ιερουσαλήμ.

Δ Βασ. 15,6        καὶ τὰ λοιπὰ τῶν λόγων Ἀζαρίου, καὶ πάντα, ὅσα ἐποίησεν, οὐχὶ ταῦτα γεγραμμένα ἐπὶ βιβλίῳ λόγων τῶν ἡμερῶν τοῖς βασιλεῦσιν Ἰούδα;

Δ Βασ. 15,6               Τα υπόλοιπα εκ των λόγων και έργων του Αζαρίου, όλα όσα έκαμεν, είναι γραμμένα στο βιβλίον των έργων των βασιλέων Ιούδα.

Δ Βασ. 15,7        καὶ ἐκοιμήθη Ἀζαρίας μετὰ τῶν πατέρων αὐτοῦ, καὶ ἔθαψαν αὐτὸν μετὰ τῶν πατέρων αὐτοῦ ἐν πόλει Δαυίδ, καὶ ἐβασίλευσεν Ἰωάθαμ υἱὸς αὐτοῦ ἀντ᾿ αὐτοῦ.

Δ Βασ. 15,7               Ο Αζαρίας εκοιμήθη με τους προγόνους αυτού, τον έθαψαν δε στους τάφους των προγόνων του εις την πόλιν Δαυίδ. Αντ' αυτού δε εβασίλευσεν ο υιός του ο Ιωάθαμ.

                                     

                                    Η βασιλεία του Ζαχαρία στον Ισραήλ

Δ Βασ. 15,8        Ἐν ἔτει τριακοστῷ καὶ ὀγδόῳ τῷ Ἀζαρίου βασιλεῖ Ἰούδα ἐβασίλευσε Ζαχαρίας υἱὸς Ἱεροβοὰμ ἐπὶ Ἰσραὴλ ἐν Σαμαρείᾳ ἑξάμηνον.

Δ Βασ. 15,8               Κατά το τριακοστόν όγδοον έτος του Αζαρίου βασιλέως των Ιουδαίων εβασίλευσεν στο βασίλειον του Ισραήλ εις την Σαμάρειαν επί εξ μήνας ο Ζαχαρίας, ο υιός του Ιεροβοάμ.

Δ Βασ. 15,9        καὶ ἐποίησε τὸ πονηρὸν ἐν ὀφθαλμοῖς Κυρίου, καθὰ ἐποίησαν οἱ πατέρες αὐτοῦ· οὐκ ἀπέστη ἀπὸ πασῶν τῶν ἁμαρτιῶν Ἱεροβοὰμ υἱοῦ Ναβάτ, ὃς ἐξήμαρτε τὸν Ἰσραήλ.

Δ Βασ. 15,9               Αυτός διέπραξε πονηρά ενώπιον του Κυρίου. Εξέκλινεν προς την ειδωλολατρείαν, όπως έκαναν οι πρόγονοί του. Δεν απεμακρύνθη από τας πολυαρίθμους αμαρτίας του Ιεροβοάμ, υιού του Ναβάτ, ο οποίος είχεν εξωθήσει τους Ισραηλίτας εις την ασέβειαν και ειδωλολατρείαν.

Δ Βασ. 15,10      καὶ συνεστράφησαν ἐπ᾿ αὐτὸν Σελλοὺμ υἱὸς Ἰαβὶς καὶ Κεβλαὰμ καὶ ἐπάταξαν αὐτὸν καὶ ἐθανάτωσαν αὐτόν, καὶ Σελλοὺμ ἐβασίλευσεν ἀντ᾿ αὐτοῦ.

Δ Βασ. 15,10             Ωργάνωσαν όμως συνωμοσίαν εναντίον αυτού ο Σελλούμ, ο υιός του Ιαβίς, και ο Κεβλαάμ, οι οποίοι τον εκτύπησαν και τον εφόνευσαν. Ανεκηρύχθη δε κατόπιν βασιλεύς αντ' αυτού ο Σελλούμ.

Δ Βασ. 15,11      καὶ τὰ λοιπὰ τῶν λόγων Ζαχαρίου ἰδού εἰσι γεγραμμένα ἐπὶ βιβλίῳ λόγων τῶν ἡμερῶν τοῖς βασιλεῦσιν Ἰσραήλ.

Δ Βασ. 15,11              Τα υπόλοιπα από τα έργα του Ζαχαρίου είναι γραμμένα στο βιβλίον των έργων των βασιλέων του Ισραήλ.

Δ Βασ. 15,12      ὁ λόγος Κυρίου, ὃν ἐλάλησε πρὸς Ἰοὺ λέγων· υἱοὶ τέταρτοι καθήσονταί σοι ἐπὶ θρόνου Ἰσραήλ· καὶ ἐγένετο οὕτως.

Δ Βασ. 15,12             Ο Κυριος είχε προφητεύσει προς τον Ιού και είπε· “τέσσαρες γενεαί σου θα καθίσουν διαδοχικώς στον βασιλικόν θρόνον των Ισραηλιτών”. Ετσι δε και έγινε.

 

                                    Η βασιλεία του Σελλούμ στον Ισραήλ

Δ Βασ. 15,13      Καὶ Σελλοὺμ υἱὸς Ἰαβὶς ἐβασίλευσε· καὶ ἐν ἔτει τριακοστῷ καὶ ἐνάτῳ Ἀζαρίᾳ βασιλεῖ Ἰούδα ἐβασίλευσε Σελλοὺμ μῆνα ἡμερῶν ἐν Σαμαρείᾳ.

Δ Βασ. 15,13             Ο Σελλούμ, ο υιός του Ιαβίς, ανήλθεν στον βασιλικόν θρόνον. Κατά το τριακοστόν έννατον έτος του Αζαρίου, βασιλέως των Ιουδαίων, έγινε βασιλεύς ο Σελλούμ επί ένα μόνον μήνα εις την Σαμάρειαν.

Δ Βασ. 15,14      καὶ ἀνέβη Μαναὴμ υἱὸς Γαδδὶ ἐκ Θαρσιλὰ καὶ ἦλθεν εἰς Σαμάρειαν καὶ ἐπάταξε τὸν Σελλοὺμ υἱὸν Ἰαβὶς ἐν Σαμαρείᾳ καὶ ἐθανάτωσεν αὐτόν.

Δ Βασ. 15,14             Ο Μαναήμ, ο οποίος κατήγετο από την φυλήν Γαδ, ανέβη από την πόλιν Θαρσιλά, ήλθεν εις την Σαμάρειαν, εκτύπησε τον Σελλούμ, τον οίον του Ιαβίς, εντός της Σαμαρείας και τον εφόνευσε.

Δ Βασ. 15,15      καὶ τὰ λοιπὰ τῶν λόγων Σελλοὺμ καὶ ἡ συστροφὴ αὐτοῦ, ἣν συνεστράφη, ἰδού εἰσι γεγραμμένα ἐπὶ βιβλίῳ λόγων τῶν ἡμερῶν τοῖς βασιλεῦσιν Ἰσραήλ.

Δ Βασ. 15,15             Τα υπόλοιπα από τα έργα του Σελλούμ και η συνωμοσία, την οποίαν αυτός ωργάνωσε, ιδού είναι γραμμένα στο βιβλίον των έργων των βασιλέων του βασιλείου Ισραήλ.

Δ Βασ. 15,16      τότε ἐπάταξε Μαναὴμ τὴν Θερσὰ καὶ πάντα τὰ ἐν αὐτῇ καὶ τὰ ὅρια αὐτῆς ἀπὸ Θερσά, ὅτι οὐκ ἤνοιξαν αὐτῷ· καὶ ἐπάταξεν αὐτὴν καὶ τὰς ἐν γαστρὶ ἐχούσας ἀνέῤῥηξεν.

Δ Βασ. 15,16             Τοτε ο Μαναήμ εκτύπησε την πόλιν Θερσά και όλα τα περίχωρα αυτής και όλους όσοι ευρίσκοντο εις αυτήν. Την εκτύπησε, διότι οι κάτοικοί της δεν του ήνοιξαν τας πύλας της πόλεώς των. Οταν δε την κατέλαβε, διέπραξεν ωμότητας, αφού έφθασε μέχρι του σημείου να σχίση ακόμη και τας κοιλίας των εγκύων γυναικών.

 

                                    Η βασιλεία του Μαναήμ στον Ισραήλ

Δ Βασ. 15,17      Ἐν ἔτει τριακοστῷ καὶ ἐνάτῳ τῷ Ἀζαρίᾳ βασιλεῖ Ἰούδα ἐβασίλευσε Μαναὴμ υἱὸς Γαδδὶ ἐπὶ Ἰσραὴλ ἐν Σαμαρείᾳ δέκα ἔτη.

Δ Βασ. 15,17             Κατά το τριακοστόν έννατον έτος του Αζαρίου, βασιλέως των Ιουδαίων, ανήλθεν στον βασιλικόν θρόνον ο Μαναήμ, καταγόμενος από την φυλήν Γαδ, και εβασίλευσεν εις την Σαμάρειαν επί δέκα έτη.

Δ Βασ. 15,18      καὶ ἐποίησε τὸ πονηρὸν ἐν ὀφθαλμοῖς Κυρίου· οὐκ ἀπέστη ἀπὸ πασῶν ἁμαρτιῶν Ἱεροβοὰμ υἱοῦ Ναβάτ, ὃς ἐξήμαρτε τὸν Ἰσραήλ.

Δ Βασ. 15,18             Αυτός διέπραξε πονηρά και ασεβή ενώπιον του Κυρίου. Δεν απεμακρύνθη από καμμίαν αμαρτίαν του Ιεροβοάμ, υιού του Ναβάτ, ο οποίος εξώθησε τον ισραηλιτικόν λαόν εις αμαρτίαν και ασέβειαν.

Δ Βασ. 15,19      ἐν ταῖς ἡμέραις αὐτοῦ ἀνέβη Φοὺλ βασιλεὺς Ἀσσυρίων ἐπὶ τὴν γῆν, καὶ Μαναὴμ ἔδωκε τῷ Φοὺλ χίλια τάλαντα ἀργυρίου εἶναι τὴν χεῖρα αὐτοῦ μετ᾿ αὐτοῦ.

Δ Βασ. 15,19             Κατά τας ημέρας του βασιλέως αυτού ο Φούλ, βασιλεύς των Ασσυρίων, επήλθεν εναντίον της χώρας των Ισραηλιτών. Ο Μαναήμ, δια να αποφύγη ήτταν και υποδούλωσιν, παρέδωσεν στον Φουλ χίλια τάλαντα αργυρίου, δια να τον έχη και σύμμαχόν του.

Δ Βασ. 15,20      καὶ ἐξήνεγκε Μαναὴμ τὸ ἀργύριον ἐπὶ τὸν Ἰσραήλ, ἐπὶ πᾶν δυνατὸν ἰσχύϊ, δοῦναι τῷ βασιλεῖ τῶν Ἀσσυρίων, πεντήκοντα σίκλους τῷ ἀνδρὶ τῷ ἑνί· καὶ ἀπέστρεψε βασιλεὺς Ἀσσυρίων καὶ οὐκ ἔστη ἐκεῖ ἐν τῇ γῇ.

Δ Βασ. 15,20            Ο Μαναήμ απέσπασε και συνεκέντρωσε το αργύριον αυτό από τους Ισραηλίτας, μάλιστα δε από εκείνους που ήσαν εις θέσιν να δώσουν, και το παρέδωσεν στον βασιλέα των Ασσυρίων. Πεντήκοντα σίκλους εζήτησε και επήρεν από κάθε πλούσιον άνδρα. Ο δε βασιλεύς των Ασσυρίων επανήλθε κατόπιν εις την χώραν του και έτσι απεμακρύνθη από την χώραν των Ισραηλιτών.

Δ Βασ. 15,21      καὶ τὰ λοιπὰ τῶν λόγων Μαναὴμ καὶ πάντα ὅσα ἐποίησεν, οὐκ ἰδοὺ ταῦτα γεγραμμένα ἐπὶ βιβλίῳ λόγων τῶν ἡμερῶν τοῖς βασιλεῦσιν Ἰσραήλ;

Δ Βασ. 15,21             Τα υπόλοιπα εκ των έργων του Μαναήμ και όσα άλλα έκαμεν είναι αυτά γραμμένα στο βιβλίον των έργων των βασιλέων του Ισραήλ.

Δ Βασ. 15,22      καὶ ἐκοιμήθη Μαναὴμ μετὰ τῶν πατέρων αὐτοῦ, καὶ ἐβασίλευσε Φακεσίας υἱὸς αὐτοῦ ἀντ᾿ αὐτοῦ.

Δ Βασ. 15,22            Ο Μαναήμ εκοιμήθη με τους προπάτοράς του και αντ' αυτού ανεκηρύχθη βασιλεύς ο Φακεσίας, ο υιός του.

 

                                    Η βασιλεία του Φακεσία στον Ισραήλ

Δ Βασ. 15,23      Ἐν ἔτει πεντηκοστῷ τοῦ Ἀζαρίου βασιλεῖ Ἰούδα ἐβασίλευσε Φακεσίας υἱὸς Μαναὴμ ἐπὶ Ἰσραὴλ ἐν Σαμαρείᾳ δύο ἔτη.

Δ Βασ. 15,23             Κατά το πεντηκοστόν έτος του Αζαρίου, βασιλέως των Ιουδαίων, εβασίλευσεν στο βασίλειον των Ισραηλιτών εις την Σαμάρειαν επί δύο έτη ο Φακεσίας, ο υιός του Μαναήμ.

Δ Βασ. 15,24      καὶ ἐποίησε τὸ πονηρὸν ἐν ὀφθαλμοῖς Κυρίου· οὐκ ἀπέστη ἀπὸ ἁμαρτιῶν Ἱεροβοὰμ υἱοῦ Ναβάτ, ὃς ἐξήμαρτε τὸν Ἰσραήλ.

Δ Βασ. 15,24            Αυτός διέπραξε πονηρά και ασεβή ενώπιον του Κυρίου. Δεν απεμακρύνθη καθόλου από τας αμαρτίας του Ιεροβοάμ, υιού του Ναβάτ, ο οποίος εξώθησε τους Ισραηλίτας εις την ασέβειαν και την αμαρτίαν.

Δ Βασ. 15,25      καὶ συνεστράφη ἐπ᾿ αὐτὸν Φακεὲ υἱὸς Ῥομελίου ὁ τριστάτης αὐτοῦ καὶ ἐπάταξεν αὐτὸν ἐν Σαμαρείᾳ ἐναντίον οἴκου τοῦ βασιλέως μετὰ τοῦ Ἀργόβ καὶ μετὰ τοῦ Ἀρία, καὶ μετ᾿ αὐτοῦ πεντήκοντα ἄνδρες ἀπὸ τῶν τετρακοσίων· καὶ ἐθανάτωσεν αὐτὸν καὶ ἐβασίλευσεν ἀντ᾿ αὐτοῦ.

Δ Βασ. 15,25             Εναντίον αυτού ωργάνωσε συνωμοσίαν ο μεγάλος αξιωματούχος του, ο Φακεέ, υιός του Ρομελίου, ο οποίος και εφόνευσεν αυτόν εις την Σαμάρειαν εμπρός εις τα βασιλικά ανάκτορα. Μαζή με αυτόν εφονεύθη ο Αργόβ και ο Αρίας και πεντήκοντα από τους τετρακοσίους άνδρας, τους σωματοφύλακάς του. Ο Φακεέ θανατώσας τον Φακεσίαν ανεκηρύχθη αντ' αυτού βασιλεύς.

Δ Βασ. 15,26      καὶ τὰ λοιπὰ τῶν λόγων Φακεσίου καὶ πάντα, ὅσα ἐποίησεν, ἰδού εἰσι γεγραμμένα ἐπὶ βιβλίῳ λόγων τῶν ἡμερῶν τοῖς βασιλεῦσιν Ἰσραήλ.

Δ Βασ. 15,26            Τα υπόλοιπα από τα έργα του Φακεσίου και όλα όσα έκαμεν είναι γραμμένα στο βιβλίον των έργων των βασιλέων του Ισραήλ.

 

                                    Η βασιλεία του Φακεέ στον Ισραήλ

Δ Βασ. 15,27      Ἐν ἔτει πεντηκοστῷ καὶ δευτέρῳ τοῦ Ἀζαρίου βασιλεῖ Ἰούδα ἐβασίλευσε Φακεὲ υἱὸς Ῥομελίου ἐπὶ Ἰσραὴλ ἐν Σαμαρείᾳ εἴκοσιν ἔτη.

Δ Βασ. 15,27             Κατά το πεντηκοστόν δεύτερον έτος του Αζαρίου, βασιλέως των Ιουδαίων, ανήλθεν στον βασιλικόν θρόνον του βασιλείου των Ισραηλιτών ο Φακεέ, υιός του Ρομελίου, ο οποίος εβασίλευσεν εις την Σαμάρειαν επί είκοσι έτη.

Δ Βασ. 15,28      καὶ ἐποίησε τὸ πονηρὸν ἐν ὀφθαλμοῖς Κυρίου· οὐκ ἀπέστη ἀπὸ πασῶν ἁμαρτιῶν Ἱεροβοὰμ υἱοῦ Ναβάτ, ὃς ἐξήμαρτε τὸν Ἰσραήλ.

Δ Βασ. 15,28            Και αυτός διέπραξε πονηρά ενώπιον του Κυρίου. Δεν απεμακρύνθη από καμμίαν αμαρτίαν του Ιεροβοάμ, υιού του Ναβάτ, ο οποίος είχε εξωθήσει τον ισραηλιτικόν λαόν εις αμαρτίαν και ασέβειαν.

Δ Βασ. 15,29      ἐν ταῖς ἡμέραις Φακεὲ βασιλέως Ἰσραὴλ ἦλθε Θαγλαθφελλασὰρ βασιλεὺς Ἀσσυρίων καὶ ἔλαβε τὴν Αἲν καὶ τὴν Ἀβελβαιθαμααχὰ καὶ τὴν Ἀνιὼχ καὶ τὴν Κενὲζ καὶ τὴν Ἀσὼρ καὶ τὴν Γαλαὰδ καὶ τὴν Γαλιλαίαν, πᾶσαν γῆν Νεφθαλί, καὶ ἀπῴκισεν αὐτοὺς εἰς Ἀσσυρίους.

Δ Βασ. 15,29            Κατά τας ημέρας του Φακεέ, βασιλέως των Ισραηλιτών, επήλθεν ο Θαγλαθφελλασάρ, βασιλεύς των Ασσυρίων, και κατέλαβε την Αιν, την Αβελβαιθαμααχα, την Ανιώχ, την Κενέζ, την Ασώρ, την Γαλαάδ και την Γαλιλαίαν καθ' όλην την έκτασιν της φυλής Νεφθαλίμ. Τους κατοίκους των περιοχών αυτών μετέφερε και εγκατέστησεν εις την χώραν των Ασσυρίων.

Δ Βασ. 15,30      καὶ συνέστρεψε σύστρεμμα Ὡσηὲ υἱὸς Ἠλὰ ἐπὶ Φακεὲ υἱὸν Ῥομελίου καὶ ἐπάταξεν αὐτὸν καὶ ἐθανάτωσε καὶ ἐβασίλευσεν ἀντ᾿ αὐτοῦ ἐν ἔτει εἰκοστῷ Ἰωάθαμ υἱοῦ Ἀζαρίου.

Δ Βασ. 15,30             Ο Ωσηέ, υιός του Ηλά, ωργάνωσε συνωμοσίαν εναντίον του Φακεέ, υιού του Ρομελίου, εκτύπησεν αυτόν και τον εθανάτωσεν. Ανήλθε δε αντ' αυτού στον βασιλικόν θρόνον κατά το εικοστόν έτος του Ιωάθαμ, υιού του Αζαρίου.

Δ Βασ. 15,31      καὶ τὰ λοιπὰ τῶν λόγων Φακεὲ καὶ πάντα, ὅσα ἐποίησεν, ἰδοὺ ταῦτα γεγραμμένα ἐπὶ βιβλίῳ λόγων τῶν ἡμερῶν τοῖς βασιλεῦσιν Ἰσραήλ.

Δ Βασ. 15,31             Τα υπόλοιπα εκ των έργων του Φακεέ, όλα όσα έκαμε, ιδού όλα αυτά είναι γραμμένα στο βιβλίον των έργων των βασιλέων του βασιλείου των Ισραηλιτών.

 

                                    Η βασιλεία του Ιωάθαμ στον Ιούδα

Δ Βασ. 15,32      Ἐν ἔτει δευτέρῳ Φακεὲ υἱοῦ Ῥομελίου βασιλεῖ Ἰσραὴλ ἐβασίλευσεν Ἰωάθαμ υἱὸς Ἀζαρίου βασιλέως Ἰούδα.

Δ Βασ. 15,32             Κατά το δεύτερον έτος της βασιλείας του Φακεέ, υιού του Ρομελίου, βασιλέως των Ισραηλιτών, εβασίλευσεν ο Ιωάθαμ ο υιός του Αζαρίου βασιλέως του βασιλείου του Ιούδα.

Δ Βασ. 15,33      υἱὸς εἴκοσι καὶ πέντε ἐτῶν ἦν ἐν τῷ βασιλεύειν αὐτὸν καὶ ἑκκαίδεκα ἔτη ἐβασίλευσεν ἐν Ἱερουσαλήμ, καὶ ὄνομα τῆς μητρὸς αὐτοῦ Ἱερουσὰ θυγάτηρ Σαδώκ.

Δ Βασ. 15,33             Ητο εικοσιπέντε ετών ούτος, όταν ανήλθεν στον βασιλικόν θρόνον. Εβασίλευσε δε επί δέκα εξ έτη εις την Ιερουσαλήμ· η μήτηρ αυτού ωνομάζετο Ιερουσά, ήτο δε θυγάτηρ του Σαδώκ.

Δ Βασ. 15,34      καὶ ἐποίησε τὸ εὐθὲς ἐν ὀφθαλμοῖς Κυρίου κατὰ πάντα, ὅσα ἐποίησεν Ἀζαρίας ὁ πατὴρ αὐτοῦ·

Δ Βασ. 15,34             Ο Ιωάθαμ έπραξε το αρεστόν ενώπιον του Κυρίου, σύμφωνα με όσα είχε πράξει και ο πατήρ του Αζαρίας.

Δ Βασ. 15,35      πλὴν τὰ ὑψηλὰ οὐκ ἐξῇρεν, ἔτι ὁ λαὸς ἐθυσίαζε καὶ ἐθυμία ἐν τοῖς ὑψηλοῖς. αὐτὸς ᾠκοδόμησε τὴν πύλην οἴκου Κυρίου τὴν ἐπάνω.

Δ Βασ. 15,35             Αλλά τους υψηλούς τόπους των ειδώλων δεν κατέστρεψε. Δια τούτο και ο λαός εξακολουθούσε να προσφέρη θυσίας και θυμίαμα στους υψηλούς αυτούς τόπους. Αυτός δε ανοικοδόμησε την άνω πύλην του ναού του Κυρίου.

Δ Βασ. 15,36      καὶ τὰ λοιπὰ τῶν λόγων Ἰωάθαμ καὶ πάντα, ὅσα ἐποίησεν, οὐχὶ ταῦτα γεγραμμένα ἐπὶ βιβλίῳ λόγων τῶν ἡμερῶν τοῖς βασιλεῦσιν Ἰούδα;

Δ Βασ. 15,36             Τα υπόλοιπα εκ των έργων του Ιωάθαμ, όλα όσα έκαμε, είναι γραμμένα στο βιβλίον των έργων των βασιλέων του Ιούδα.

Δ Βασ. 15,37      ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις ἤρξατο Κύριος ἐξαποστέλλειν ἐν Ἰούδᾳ τὸν Ῥαασσὼν βασιλέα Συρίας, καὶ τὸν Φακεὲ υἱὸν Ῥομελίου.

Δ Βασ. 15,37             Κατά την εποχήν εκείνην ήρχισεν ο Κυριος να αποστέλλη εναντίον του βασιλείου του Ιούδα τον Ραασσών, βασιλέα της Συρίας, και τον Φακεέ, υιόν του Ρομελίου.

Δ Βασ. 15,38      καὶ ἐκοιμήθη Ἰωάθαμ μετὰ τῶν πατέρων αὐτοῦ καὶ ἐτάφη μετὰ τῶν πατέρων αὐτοῦ ἐν πόλει Δαυὶδ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ, καὶ ἐβασίλευσεν Ἄχαζ υἱὸς αὐτοῦ ἀντ᾿ αὐτοῦ.

Δ Βασ. 15,38             Ο Ιωάθαμ εκοιμήθη μετά των πατέρων του και ετάφη εις την πόλιν του προγόνου του Δαυίδ, αντ' αυτού δε εβασίλευσεν ο Αχαζ ο υιός του.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 16- Η ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΤΟΥ ΑΧΑΖ ΣΤΟΝ ΙΟΥΔΑ

                                    Η βασιλεία του Άχαζ στον Ιούδα

Δ Βασ. 16,1        Ἐν ἔτει ἑπτακαιδεκάτῳ Φακεὲ υἱοῦ Ῥομελίου ἐβασίλευσεν Ἄχαζ υἱὸς Ἰωάθαμ βασιλέως Ἰούδα.

Δ Βασ. 16,1               Κατά το δέκατον έβδομον έτος της βασιλείας του Φακεέ, υιού του Ρομελίου, έγινε βασιλεύς στο βασίλειον του Ιούδα ο Αχαζ, ο υιός του Ιωάθαμ.

Δ Βασ. 16,2        υἱὸς εἴκοσιν ἐτῶν ἦν Ἄχαζ ἐν τῷ βασιλεύειν αὐτὸν καὶ ἑκκαίδεκα ἔτη ἐβασίλευσεν ἐν Ἱερουσαλήμ. καὶ οὐκ ἐποίησε τὸ εὐθὲς ἐν ὀφθαλμοῖς Κυρίου Θεοῦ αὐτοῦ πιστῶς, ὡς Δαυὶδ ὁ πατὴρ αὐτοῦ

Δ Βασ. 16,2               Ητο αυτός είκοσιν ετών, όταν ανήλθεν στον βασιλικόν θρόνον, και εβασίλευσεν επί δεκαέξ έτη εις την Ιερουσαλήμ. Αυτός όμως δεν έπραξε το ορθόν και το ευάρεστον ενώπιον Κυρίου του Θεού αυτού πιστώς, όπως είχε πράξει και ο προγονός του ο Δαυίδ.

Δ Βασ. 16,3        καὶ ἐπορεύθη, ἐν ὁδῷ βασιλέων Ἰσραήλ, καί γε τὸν υἱὸν αὐτοῦ διῆγεν ἐν πυρὶ κατὰ τὰ βδελύγματα τῶν ἐθνῶν, ὧν ἐξῇρε Κύριος ἀπὸ προσώπου τῶν υἱῶν Ἰσραήλ,

Δ Βασ. 16,3               Αλλά εβάδισε τον δρόμον της ασεβείας και αμαρτωλότητος των βασιλέων του Ισραήλ, αφού και αυτόν ακόμη τον υιόν του τον επέρασεν από την φωτιάν, σύμφωνα με τας αποκρουστικάς συνηθείας των ειδωλολατρικών εθνών, τα οποία είχε ξερριζώσει ο Κυριος εμπρός από τους Ισραηλίτας.

Δ Βασ. 16,4        καὶ ἐθυσίαζε καὶ ἐθυμία ἐν τοῖς ὑψηλοῖς καὶ ἐπὶ τῶν βουνῶν καὶ ὑποκάτω παντὸς ξύλου ἀλσώδους.

Δ Βασ. 16,4               Ετσι δε ο Ισραηλιτικός λαός προσέφερε θυσίας και θυμιάματα εις τους υψηλούς τόπους, στους λόφους και κάτω από κάθε δασικόν πυκνύφυλλον δένδρον.

Δ Βασ. 16,5        τότε ἀνέβη Ῥαασσὼν βασιλεὺς Συρίας καὶ Φακεὲ υἱὸς Ῥομελίου βασιλεὺς Ἰσραὴλ εἰς Ἱερουσαλὴμ εἰς πόλεμον καὶ ἐπολιόρκουν ἐπὶ Ἄχαζ καὶ οὐκ ἠδύναντο πολεμεῖν.

Δ Βασ. 16,5               Τοτε ο Ραασσών, ο βασιλεύς της Συρίας, και ο Φακεέ, υιός του Ρομελίου, βασιλεύς του βασιλείου του Ισραήλ, εξεστράτευσαν εναντίον της Ιερουσαλήμ, δια να την πολεμήσουν και επολιόρκουν αυτήν και τον Αχαζ, που ευρίσκετο εντός αυτής. Αλλά δεν ηδυνήθησαν να επιτύχουν νίκην.

Δ Βασ. 16,6        ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ ἐπέστρεψε Ῥαασσὼν βασιλεὺς Συρίας τὴν Αἰλὰθ τῇ Συρίᾳ καὶ ἐξέβαλε τοὺς Ἰουδαίους ἐξ Αἰλὰθ καὶ Ἰδουμαῖοι ἦλθον εἰς Αἰλὰθ καὶ κατῴκησαν ἐκεῖ ἕως τῆς ἡμέρας ταύτης.

Δ Βασ. 16,6               Κατά την εποχήν εκείνην ο Ραασσών, βασιλεύς της Συρίας, κατέκτησε και προσήρτησεν εις την Συρίαν την Αιλάθ και εξεδίωξε τους Ιουδαίους από την Αιλάθ. Κατόπιν δε οι Ιδουμαίοι, τη συγκαταθέσει του Ραασσών, ήλθον εις Αιλάθ και εγκατεστάθησαν εκεί μέχρις αυτής της ημέρας.

Δ Βασ. 16,7        καὶ ἀπέστειλεν Ἄχαζ ἀγγέλους πρὸς Θαγλαθφελλασὰρ βασιλέα Ἀσσυρίων λέγων· δοῦλός σου καὶ υἱός σου ἐγώ, ἀνάβηθι καὶ σῶσόν με ἐκ χειρὸς βασιλέως Συρίας καὶ ἐκ χειρὸς βασιλέως Ἰσραὴλ τῶν ἐπανισταμένων ἐπ᾿ ἐμέ.

Δ Βασ. 16,7               Τοτε ο Αχαζ έστειλεν αγγελιαφόρους προς τον Θαγλαθφελλασάρ, βασιλέα των Ασσυρίων, και του είπεν· “εγώ είμαι δούλος σου και παιδί σου. Ελα και σώσε με από τα χέρια του βασιλέως της Συρίας και από τα χέρια του βασιλέως του βασιλείου των Ισραηλιτών, οι οποίοι έχουν επιτεθή εναντίον μου”.

Δ Βασ. 16,8        καὶ ἔλαβεν Ἄχαζ ἀργύριον καὶ χρυσίον τὸ εὑρεθὲν ἐν θησαυροῖς οἴκου Κυρίου καὶ οἴκου βασιλέως καὶ ἀπέστειλε τῷ βασιλεῖ δῶρα.

Δ Βασ. 16,8               Επρεν ο Αχαζ όλον τον άργυρον και τον χρυσόν, που υπήρχεν εις τα θησαυροφυλάκια του ναού του Κυρίου και του βασιλικού ανακτόρου, και έστειλεν αυτά ως δώρα στον βασιλέα.

Δ Βασ. 16,9        καὶ ἤκουσεν αὐτοῦ βασιλεὺς Ἀσσυρίων, καὶ ἀνέβη βασιλεὺς Ἀσσυρίων εἰς Δαμασκὸν καὶ συνέλαβεν αὐτὴν καὶ ἀπῴκισεν αὐτὴν καὶ τὸν Ῥαασσὼν βασιλέα ἐθανάτωσε.

Δ Βασ. 16,9               Ο βασιλεύς των Ασσυρίων εδέχθη την πρόσκλησιν του Αχαζ και εξεστράτευσεν εις την Δαμασκόν, την οποίαν και κατέλαβε. Τους κατοίκους αυτής μετέφερεν εις άλλας περιοχάς, τον δε βασιλέα Ραασσών εφόνευσε.

Δ Βασ. 16,10      καὶ ἐπορεύθη βασιλεὺς Ἄχαζ εἰς Δαμασκὸν εἰς ἀπαντὴν Θαγλαθφελλασὰρ βασιλεῖ Ἀσσυρίων εἰς Δαμασκόν. καὶ εἶδε τὸ θυσιαστήριον ἐν Δαμασκῶ, καὶ ἀπέστειλεν ὁ βασιλεὺς Ἄχαζ πρὸς Οὐρίαν τὸν ἱερέα τὸ ὁμοίωμα τοῦ θυσιαστηρίου καὶ τὸν ῥυθμὸν αὐτοῦ καὶ πᾶσαν ποίησιν αὐτοῦ·

Δ Βασ. 16,10             Ο βασιλεύς Αχαζ μετέβη κατόπιν εις την Δαμασκόν, δια να συναντήση τον Θαγλαθφελλασάρ, βασιλέα των Ασσυρίων, ο οποίος έμεινεν εις την πόλιν αυτήν. Εκεί εις την Δαμασκόν είδε το θυσιαστήριον του ειδωλολατρικού θεού και ο Αχαζ ο βασιλεύς έστειλε προς τον αρχιερέα Ουρίαν εις την Ιερουσαλήμ σχέδιον του θυσιαστηρίου και κάθε άλλην λεπτομέρειαν, δια να ανοικοδομηθή όμοιον.

Δ Βασ. 16,11      καὶ ᾠκοδόμησεν Οὐρίας ὁ ἱερεὺς τὸ θυσιαστήριον κατὰ πάντα, ὅσα ἀπέστειλεν ὁ βασιλεὺς Ἄχαζ ἐκ Δαμασκοῦ.

Δ Βασ. 16,11              Πράγματι ο Ουρίας, ο αρχιερεύς, οικοδόμησε θυσιαστήριον καθ' όλα όμοιον, όπως είχε διατάξει με τους απεσταλμένους του ο βασιλεύς Αχαζ από την Δαμασκόν.

Δ Βασ. 16,12      καὶ εἶδεν ὁ βασιλεὺς τὸ θυσιαστήριον καὶ ἀνέβη ἐπ᾿ αὐτὸ

Δ Βασ. 16,12             Ο βασιλεύς Αχαζ, όταν ήλθεν εις την Ιερουσαλήμ, είδε το θυσιαστήριον και ανέβη επάνω εις αυτό.

Δ Βασ. 16,13      καὶ ἐθυμίασε τὴν ὁλοκαύτωσιν αὐτοῦ καὶ τὴν θυσίαν αὐτοῦ καὶ τὴν σπονδὴν αὐτοῦ καὶ προσέχεε τὸ αἷμα τῶν εἰρηνικῶν τῶν αὐτοῦ ἐπὶ τὸ θυσιαστήριον

Δ Βασ. 16,13             Προσέφερε δε ο ίδιος θυσίαν του θυμιάματος, αιματηρά ολοκαυτώματα, αναίμακτον θυσίαν δημητριακών καρπών και σπονδήν του οίνου. Το δε αίμα των ειρηνικών θυσιών έχυσεν στο θυσιαστήριον.

Δ Βασ. 16,14      τὸ χαλκοῦν τὸ ἀπέναντι Κυρίου. καὶ προσήγαγε ἀπὸ προσώπου τοῦ οἴκου Κυρίου ἀπὸ τοῦ ἀνὰ μέσον τοῦ θυσιαστηρίου καὶ ἀπὸ τοῦ ἀνὰ μέσον τοῦ οἴκου Κυρίου καὶ ἔδειξεν αὐτὸ ἐπὶ μηρὸν τοῦ θυσιαστηρίου κατὰ βοῤῥᾶν.

Δ Βασ. 16,14             Ο βασιλεύς Αχαζ διέταξεν επί πλέον, όπως το χαλκούν θυσιαστήριον των ολοκαυτωμάτων, το οποίον υπήρχεν έμπροσθεν του ναού του Κυρίου μετατοπισθή και τοποθετηθή πλησίον του νέου θυσιαστηρίου προς βορράν.

Δ Βασ. 16,15      καὶ ἐνετείλατο ὁ βασιλεὺς Ἄχαζ τῷ Οὐρίᾳ τῷ ἱερεῖ λέγων· ἐπὶ τὸ θυσιαστήριον τὸ μέγα πρόσφερε τὴν ὁλοκαύτωσιν τὴν πρωϊνὴν καὶ τὴν θυσίαν τὴν ἑσπερινήν, καὶ τὴν ὁλοκαύτωσιν τοῦ βασιλέως καὶ τὴν θυσίαν αὐτοῦ καὶ τὴν ὁλοκαύτωσιν παντὸς τοῦ λαοῦ καὶ τὴν θυσίαν αὐτῶν καὶ τὴν σπονδὴν αὐτῶν καὶ πᾶν αἷμα ὁλοκαυτώσεως καὶ πᾶν αἷμα θυσίας ἐπ᾿ αὐτῷ ἐκχεεῖς· καὶ τὸ θυσιαστήριον τὸ χαλκοῦν ἔσται μοι εἰς τὸ πρωΐ.

Δ Βασ. 16,15             Διέταξεν ακόμη ο βασιλεύς Αχαζ τον αρχιερέα Ουρίαν και του είπεν· “στο νέον αυτό μέγα θυσιαστήριον πρόσφερε τα ολοκαυτώματα της πρωΐας, την απογευματινήν θυσίαν, το ιδιαίτερον ολοκαύτωμα του βασιλέως, την αναίμακτον ειρηνικήν θυσίαν και τα ολοκαυτώματα όλων των ανθρώπων του λαού, την αναίμακτον θυσίαν αυτών και την σπονδήν του οίνου. Ολον δε το αίμα των ολοκαυτωμάτων θα χύσης στο θυσιαστήριον τούτο. Το δε παλαιόν χαλκούν θυσιαστήριον θα διατεθή δι' εμέ προσωπικώς, δια την πρωϊνήν θυσίαν”.

Δ Βασ. 16,16      καὶ ἐποίησεν Οὐρίας ὁ ἱερεὺς κατὰ πάντα, ὅσα ἐνετείλατο αὐτῷ ὁ βασιλεὺς Ἄχαζ.

Δ Βασ. 16,16             Ο αρχιερεύς Ουρίας έπραξεν όλα όσα είχεν είπει ο Αχαζ. Εξετελεσεν όλας τας εντολάς του βασιλέως.

Δ Βασ. 16,17      καὶ συνέκοψεν ὁ βασιλεὺς Ἄχαζ τὰ συγκλείσματα τῶν μεχωνὼθ καὶ μετῇρεν ἀπ᾿ αὐτῶν τὸν λουτῆρα καὶ τὴν θάλασσαν καθεῖλεν ἀπὸ τῶν βοῶν τῶν χαλκῶν τῶν ὑποκάτω αὐτῆς καὶ ἔδωκεν αὐτὴν ἐπὶ βάσιν λιθίνην.

Δ Βασ. 16,17             Ακόμη ο βασιλεύς Αχαζ έθραυσε τα πλευρά των κινητών λουτήρων, αφήρεσεν από αυτά τον νιπτήρα, κατέβασε την χαλκίνην θάλασσαν από τα χάλκινα βόϊδια, τα οποία ήσαν υποκάτω από αυτήν ως υποστηρίγματά της, και την ετοποθέτησεν εις άλλην ευτελή λιθίνην βάσιν.

Δ Βασ. 16,18      καὶ τὸν θεμέλιον τῆς καθέδρας ᾠκοδόμησεν ἐν οἴκῳ Κυρίου καὶ τὴν εἴσοδον τοῦ βασιλέως τὴν ἔξω ἐπέστρεψεν ἐν οἴκῳ Κυρίου ἀπὸ προσώπου βασιλέως Ἀσσυρίων.

Δ Βασ. 16,18             Δια να ευχαριστήση δε τον βασιλέα των Ασσυρίων, διέταξε και μετερρύθμισαν την εξέδραν, η οποία ήτο κτισμένη στον ναόν του Κυρίου, όπως επίσης και την εισοδον, που ωδηγούσεν από το εξωτερικόν μέρος του βασιλικού ανακτόρου προς τον ναόν του Κυρίου.

Δ Βασ. 16,19      καὶ τὰ λοιπὰ τῶν λόγων Ἄχαζ, ὅσα ἐποίησεν, οὐχὶ ταῦτα γεγραμμένα ἐπὶ βιβλίῳ λόγων τῶν ἡμερῶν τοῖς βασιλεῦσιν Ἰούδα;

Δ Βασ. 16,19             Τα υπόλοιπα εκ των έργων του Αχαζ, τα οποία αυτός έκανε είναι γραμμένα στο βιβλίον των έργων των βασιλέων του βασιλείου Ιουδα.

Δ Βασ. 16,20      καὶ ἐκοιμήθη Ἄχαζ μετὰ τῶν πατέρων αὐτοῦ καὶ ἐτάφη ἐν πόλει Δαυίδ, καὶ ἐβασίλευσεν Ἐζεκίας υἱὸς αὐτοῦ ἀντ᾿ αὐτοῦ.

Δ Βασ. 16,20            Ο Αχαζ εκοιμήθη με τους προπάτορας αυτού και ετάφη εις την πόλιν Δαυίδ. Αντ' αυτού δε ανήλθεν στον βασιλικόν θρόνον ο υιός του, ο Εζεκίας.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 17- Η ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΤΟΥ ΩΣΗΕ ΣΤΟΝ ΙΣΡΑΗΛ - Η ΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΣΑΜΑΡΕΙΑΣ  

Η ΕΙΔΩΛΟΛΑΤΡΙΑ Η ΑΙΤΙΑ ΤΩΝ ΣΥΜΦΟΡΩΝ

                                    Η βασιλεία του Ωσηέ στον Ισραήλ- Η πτώση της Σαμάρειας

Δ Βασ. 17,1        Ἐν ἔτει δωδεκάτῳ τοῦ Ἄχαζ βασιλέως Ἰούδα ἐβασίλευσεν Ὡσηὲ υἱὸς Ἠλὰ ἐν Σαμαρείᾳ ἐπὶ Ἰσραὴλ ἐννέα ἔτη.

Δ Βασ. 17,1                Κατά το δωδέκατον έτος της βασιλείας του Αχαζ, βασιλέως Ιούδα, εβασίλευσεν στο βασίλειον του Ισραήλ με πρωτεύουσαν την Σαμάρειαν επί εννέα έτη ο Ωσηέ, υιός του Ηλά.

Δ Βασ. 17,2        καὶ ἐποίησε τὸ πονηρὸν ἐν ὀφθαλμοῖς Κυρίου, πλὴν οὐχ ὡς οἱ βασιλεῖς Ἰσραήλ, οἳ ἦσαν ἔμπροσθεν αὐτοῦ.

Δ Βασ. 17,2               Αυτός έπραξε πονηρά ενώπιον του Κυρίου, αλλά όχι όπως οι προ αυτού βασιλείς του Ισραήλ.

Δ Βασ. 17,3        ἐπ᾿ αὐτὸν ἀνέβη Σαλαμανασὰρ βασιλεὺς Ἀσσυρίων, καὶ ἐγενήθη αὐτῷ Ὡσηὲ δοῦλος καὶ ἐπέστρεψεν αὐτῷ μαναά.

Δ Βασ. 17,3               Εναντίον αυτού εξεστράτευσεν ο Σαλαμανασάρ, ο βασιλεύς των Ασσυρίων. Ο Ωσηέ ηττήθη, έγινεν υποτελής εις αυτόν και επλήρωνε φόρον υποτελείας.

Δ Βασ. 17,4        καὶ εὗρε βασιλεὺς Ἀσσυρίων ἐν τῷ Ὡσηὲ ἀδικίαν, ὅτι ἀπέστειλεν ἀγγέλους πρὸς Σηγὼρ βασιλέα Αἰγύπτου καὶ οὐκ ἤνεγκε μαναὰ τῷ βασιλεῖ Ἀσσυρίων ἐν τῷ ἐνιαυτῷ ἐκείνῳ, καὶ ἐπολιόρκησεν αὐτὸν ὁ βασιλεὺς Ἀσσυρίων καὶ ἔδησεν αὐτὸν ἐν οἴκῳ φυλακῆς.

Δ Βασ. 17,4               Ο βασιλεύς των Ασσυρίων ανεκάλυψεν ότι ο Ωσηέ είχε παρασπονδήσει, διότι είχεν αποστείλει αγγελιαφόρους προς τον βασιλέα της Αιγύπτου, τον Σηγώρ, ζητών βοήθειαν· κατά δε το έτος εκείνο δεν έδωσεν στον βασιλέα των Ασσυρίων τον συνήθη φόρον της υποτελείας. Δια τούτο ο βασιλεύς των Ασσυρίων επήλθε πάλιν εναντίον του, τον συνέλαβε, τον έδεσε και τον έρριψεν εις την φυλακήν.

Δ Βασ. 17,5        καὶ ἀνέβη ὁ βασιλεὺς Ἀσσυρίων ἐν πάσῃ τῇ γῇ καὶ ἀνέβη εἰς Σαμάρειαν, καὶ ἐπολιόρκησεν ἐπ᾿ αὐτὴν τρία ἔτη.

Δ Βασ. 17,5               Κατόπιν ο βασιλεύς των Ασσυρίων διεπέρασε όλην την χώραν των Ισραηλιτών και έφθασε έως εις την πρωτεύουσαν, την Σαμάρειαν, την οποίαν επολιόρκησεν επί τρία έτη.

Δ Βασ. 17,6        ἐν ἔτει ἐνάτῳ Ὡσηὲ συνέλαβε βασιλεὺς Ἀσσυρίων τὴν Σαμάρειαν καὶ ἀπῴκισεν Ἰσραὴλ εἰς Ἀσσυρίους καὶ κατῴκισεν αὐτοὺς ἐν Ἀλαὲ καὶ ἐν Ἀβὼρ ποταμοῖς Γωζάν, καὶ ὄρη Μήδων.

Δ Βασ. 17,6               Κατά το ένατον έτος της βασιλείας του Ωσηέ ο βασιλεύς των Ασσυρίων κατέλαβε την Σαμάρειαν και μετέφερεν ένα μέρος των Ισραηλιτών εις την χώραν των Ασσυρίων, εγκατέστησεν αυτούς εις την Αλαέ και εις την Αβώρ, στους ποταμούς της χώρας Γωζάν και εις τα όρη της χώρας των Μηδων.

 

                                    Η απείθεια προς το Θεό και η ειδωλολατρία αιτία των συμφορών

Δ Βασ. 17,7        καὶ ἐγένετο ὅτι ἥμαρτον οἱ υἱοὶ Ἰσραὴλ τῷ Κυρίῳ Θεῷ αὐτῶν τῷ ἀναγαγόντι αὐτοὺς ἐκ γῆς Αἰγύπτου ὑποκάτωθεν χειρὸς Φαραὼ βασιλέως Αἰγύπτου καὶ ἐφοβήθησαν θεοὺς ἑτέρους

Δ Βασ. 17,7               Αυτά δε έγιναν ως τιμωρία εναντίον των Ισραηλιτών εκ μέρους του Θεού, διότι αυτοί ημάρτησαν ενώπιον Κυρίου του Θεού των, ο οποίος έβγαλεν αυτούς ελευθέρους από την γην της Αιγύπτου, από την εξουσίαν Φαραώ του βασιλέως της Αιγύπτου. Αυτοί όμως δεν εσεβάσθησαν τον αληθινόν Θεόν των, αλλά εσεβάσθησαν άλλους ειδωλολατρικούς θεούς.

Δ Βασ. 17,8        καὶ ἐπορεύθησαν τοῖς δικαιώμασι τῶν ἐθνῶν, ὧν ἐξῇρε Κύριος ἐκ προσώπου υἱῶν Ἰσραήλ, καὶ οἱ βασιλεῖς Ἰσραήλ, ὅσοι ἐποίησαν,

Δ Βασ. 17,8               Οι Ισραηλίται και οι βασιλείς των έπραξαν και έζησαν σύμφωνα με τα έθιμα των ειδωλολατρικών εθνών, τα οποία ο Κυριος είχε ξερριζώσει από το πρόσωπον του ισραηλιτικού λαού.

Δ Βασ. 17,9        καὶ ὅσοι ἠμφιέσαντο οἱ υἱοὶ Ἰσραὴλ λόγους οὐχ οὕτως κατὰ Κυρίου Θεοῦ αὐτῶν. καὶ ᾠκοδόμησαν ἑαυτοῖς ὑψηλὰ ἐν πάσαις ταῖς πόλεσιν αὐτῶν ἀπὸ πύργου φυλασσόντων ἕως πόλεως ὀχυρᾶς

Δ Βασ. 17,9               Παρεδέχθησαν και οικειοποιήθησαν οι Ισροηλίται διδασκαλίας και λατρευτικάς πράξεις, αι οποίαι δεν ήσαν ευάρεστοι ενώπιον Κυρίου του Θεού αυτών. Ανοικοδόμησαν δηλαδή οι ίδιοι δια τον εαυτόν τους πύργους λατρείας του ειδωλικού θεού εις υψηλά μέρη, εις όλας τας πόλεις των από τους μεμονωμένους πύργους της φρουράς μέχρι και των οχυρωμένων πόλεων.

Δ Βασ. 17,10      καὶ ἐστήλωσαν ἑαυτοῖς στήλας καὶ ἄλση ἐπὶ παντὶ βουνῷ ὑψηλῷ καὶ ὑποκάτω παντὸς ξύλου ἀλσώδους

Δ Βασ. 17,10             Ανήγειραν ειδωλολατρικός στήλας, εφύτευσαν ιερά δάση, όπου έθεσαν τα αγάλματα της Αστάρτης εις κάθε υψηλόν λόφον κάτω από κάθε δασικόν πυκνόφυλλον δένδρον.

Δ Βασ. 17,11      καὶ ἐθυμίασαν ἐκεῖ ἐν πᾶσιν ὑψηλοῖς καθὼς τὰ ἔθνη, ἃ ἀπῴκισε Κύριος ἐκ προσώπου αὐτῶν, καὶ ἐποίησαν κοινωνοὺς καὶ ἐχάραξαν τοῦ παροργίσαι τὸν Κύριον

Δ Βασ. 17,11              Εκεί εις όλους αυτούς τους υψηλούς τόπους προσέφεραν θυμιάματα, όπως και τα ειδωλολατρικά έθνη, τα οποία ο Θεός είχεν απομακρύνει από το πρόσωπον αυτών. Και εμολύνθησαν εις τας αμαρτίας και ασεβείας εκείνων και εχάραξαν σταθεράν την απόφασιν να παροργίσουν τον Κυριον.

Δ Βασ. 17,12      καὶ ἐλάτρευσαν τοῖς εἰδώλοις, οἷς εἶπε Κύριος αὐτοῖς· οὐ ποιήσετε τὸ ῥῆμα τοῦτο τῷ Κυρίῳ.

Δ Βασ. 17,12             Ελάτρευσαν τα είδωλα, δια τα οποία ο Κυριος τους είχε πη· “δεν θα πράξετε το πονηρόν τούτο έργον ενώπιον του Κυρίου”.

Δ Βασ. 17,13      καὶ διεμαρτύρατο Κύριος ἐν τῷ Ἰσραὴλ καὶ ἐν τῷ Ἰούδᾳ καὶ ἐν χειρὶ πάντων τῶν προφητῶν αὐτοῦ, παντὸς ὁρῶντος λέγων· ἀποστράφητε ἀπὸ τῶν ὁδῶν ὑμῶν τῶν πονηρῶν καὶ φυλάξατε τὰς ἐντολάς μου καὶ τὰ δικαιώματά μου καὶ πάντα τὸν νόμον, ὃν ἐνετειλάμην τοῖς πατράσιν ὑμῶν, ὅσα ἀπέστειλα αὐτοῖς ἐν χειρὶ τῶν δούλων μου τῶν προφητῶν.

Δ Βασ. 17,13             Ο Κυριος εντόνως και επανειλημμένως είχεν απαγορεύσει την ασέβειαν και ειδωλολατρείαν στους Ισραηλίτας και στους Ιουδαίους δια μέσου όλων των προφητών και όλων των φωτισμένων ανδρών λέγων· “απομακρυνθήτε από τους δρόμους σας τους πονηρούς, φυλάξατε τας εντολάς μου και τα κρίματά μου και όλον τον Νομον, τον οποίον εγώ παρέδωσα στους προπάτοράς σας, όλα όσα δια μέσου των δούλων μου των προφητών διέταξα αυτούς να τηρούν”.

Δ Βασ. 17,14      καὶ οὐκ ἤκουσαν καὶ ἐσκλήρυναν τὸν νῶτον αὐτῶν ὑπὲρ τὸν νῶτον τῶν πατέρων αὐτῶν

Δ Βασ. 17,14             Εκείνοι όμως δεν υπήκουσαν εις την εντολήν του Θεού. Εσκλήρυναν τον αυχένα των περισσότερον, από όσον είχαν σκληρύνει τας καρδίας των οι προπάτορες αυτών.

Δ Βασ. 17,15      καὶ τὰ μαρτύρια αὐτοῦ, ὅσα διεμαρτύρατο αὐτοῖς, οὐκ ἐφύλαξαν καὶ ἐπορεύθησαν ὀπίσω τῶν ματαίων καὶ ἐματαιώθησαν, καὶ ὀπίσω τῶν ἐθνῶν τῶν περικύκλῳ αὐτῶν, ὧν ἐνετείλατο Κύριος αὐτοῖς μὴ ποιῆσαι κατὰ ταῦτα.

Δ Βασ. 17,15             Τας εντολάς του Κυρίου, όσας εντόνως και επανειλημμένως διέταξεν εις αυτούς, δεν εφύλαξαν, αλλά έζησαν και έπραξαν ακολουθούντες τα μάταια είδωλα, και έγιναν και αυτοί αμαρτωλοί και ανόητοι, διότι ηκολούθησαν τα έθνη, τα οποία ήσαν γύρω των, τα ήθη και τα έθιμα τα οποία διέταξεν ο Κυριος αυτούς να μη τα ακολουθήσουν.

Δ Βασ. 17,16      ἐγκατέλιπον τὰς ἐντολὰς Κυρίου Θεοῦ αὐτῶν καὶ ἐποίησαν ἑαυτοῖς χώνευμα δύο δαμάλεις καὶ ἐποίησαν ἄλση καὶ προσεκύνησαν πάσῃ τῇ δυνάμει τοῦ οὐρανοῦ καὶ ἐλάτρευσαν τῷ Βάαλ

Δ Βασ. 17,16             Εγκατέλειψαν και κατεφρόνησαν τας εντολάς Κυρίου του Θεού των, έχυσαν και κατεσκεύασαν δια τον εαυτόν των δύο ομοιώματα δαμάλεων, έστησαν αγάλματα της Αστάρτης εις τα άλση, επροσκύνησαν όλους τους αστέρας του ουρανού και ελάτρευσαν τον Βααλ.

Δ Βασ. 17,17      καὶ διῆγον τοὺς υἱοὺς αὐτῶν καὶ τὰς θυγατέρας αὐτῶν ἐν πυρὶ καὶ ἐμαντεύοντο μαντείας καὶ οἰωνίζοντο καὶ ἐπράθησαν τοῦ ποιῆσαι τὸ πονηρὸν ἐν ὀφθαλμοῖς Κυρίου παροργίσαι αὐτόν.

Δ Βασ. 17,17             Αυτοί ακόμη επερνούσαν τους υιούς και τας θυγατέρας των δια πυρός σύμφωνα με τα ειδωλολατρικά έθιμα, συνεβουλεύοντο τους μάντεις, παρετήρουν τους οιωνούς και γενικώς τόσον πολύ εξετράπησαν στο κακόν, σαν να επωλήθησαν ως δούλοι, δια να κάνουν το κακόν ενώπιον του Κυρίου, ώστε να εξοργίσουν αυτόν εναντίον των.

Δ Βασ. 17,18      καὶ ἐθυμώθη Κύριος σφόδρα ἐν τῷ Ἰσραήλ, καὶ ἀπέστησεν αὐτοὺς ἀπὸ τοῦ προσώπου αὐτοῦ, καὶ οὐχ ὑπελείφθη πλὴν φυλὴ Ἰούδα μονωτάτη.

Δ Βασ. 17,18             Ο Κυριος ωργίσθη πάρα πολύ εναντίον των Ισραηλιτών και απέστρεψεν από αυτούς με αγανάκτησιν το πρόσωπόν του. Δεν έμειναν πλέον πιστοί στον Θεόν, ειμή μόνον η φυλή του Ιούδα.

Δ Βασ. 17,19      καί γε Ἰούδας οὐκ ἐφύλαξε τὰς ἐντολὰς Κυρίου τοῦ Θεοῦ αὐτῶν καὶ ἐπορεύθησαν ἐν τοῖς δικαιώμασιν Ἰσραήλ, οἷς ἐποίησαν,

Δ Βασ. 17,19             Μολονότι και το βασίλειον ακόμη του Ιούδα δεν ετήρησε κατά πάντα τας εντολάς Κυρίου του Θεού των, διότι και οι Ιουδαίοι επορεύθησαν και έζησαν σύμφωνα με τας ασεβείς συνηθείας του ισραηλιτικού λαού, τας οποίας έκαμαν.

Δ Βασ. 17,20      καὶ ἀπεώσαντο τὸν Κύριον, καὶ ἐθυμώθη Κύριος παντὶ σπέρματι Ἰσραὴλ καὶ ἐσάλευσεν αὐτοὺς καὶ ἔδωκεν αὐτοὺς ἐν χειρὶ διαρπαζόντων αὐτούς, ἕως οὗ ἀπέῤῥιψεν αὐτοὺς ἀπὸ προσώπου αὐτοῦ.

Δ Βασ. 17,20            Αυτοί είχαν απωθήσει τον Κυριον. Δια τούτο ο Κυριος ωργίσθη εναντίον όλου του Ισραηλιτικού λαού, συνετάραξεν αυτούς και τους παρέδωσεν εις τα χέρια των εχθρών, οι οποίοι εισωρμούσαν εις την χώραν των και επεδίδοντο εις διαρπαγάς, μέχρις ότου τους απέρριψεν ο Κυριος από το πρόσωπόν του.

Δ Βασ. 17,21      ὅτι πλὴν Ἰσραὴλ ἐπάνωθεν οἴκου Δαυὶδ καὶ ἐβασίλευσαν τὸν Ἱεροβοὰμ υἱὸν Ναβάτ, καὶ ἐξέωσεν Ἱεροβοὰμ τὸν Ἰσραὴλ ἐξόπισθεν Κυρίου καὶ ἐξήμαρτεν αὐτοὺς ἁμαρτίαν μεγάλην.

Δ Βασ. 17,21             Αλλο μεγάλο αμάρτημά των είναι ότι αι δέκα φυλαί του Ισραήλ εξέκοψαν από τον οίκον Δαυίδ και ανεκήρυξαν δια τον εαυτόν των βασιλέα τον Ιεροβοάμ, τον υιόν του Ναβάτ. Ο δε Ιεροβοάμ απεμάκρυνε και εξέκοψε τον ισραηλιτικόν λαόν από τας οδούς του Κυρίου και ωδήγησεν αυτόν εις την μεγάλην ασέβειαν και αμαρτίαν της ειδωλολατρείας.

Δ Βασ. 17,22      καὶ ἐπορεύθησαν οἱ υἱοὶ Ἰσραὴλ ἐν πάσῃ ἁμαρτίᾳ Ἱεροβοάμ, ᾗ ἐποίησεν, οὐκ ἀπέστησαν ἀπ᾿ αὐτῆς,

Δ Βασ. 17,22            Ετσι δε οι Ισραηλίται επορεύθησαν εις όλας τας αμαρτίας του Ιεροβοάμ, τας οποίας αυτός είχε διαπράξει, και δεν απεμακρύνθησαν καθόλου από αυτάς,

Δ Βασ. 17,23      ἕως οὗ μετέστησε Κύριος τὸν Ἰσραὴλ ἀπὸ προσώπου αὐτοῦ, καθὼς ἐλάλησε Κύριος ἐν χειρὶ πάντων τῶν δούλων αὐτοῦ τῶν προφητῶν, καὶ ἀπῳκίσθη Ἰσραὴλ ἐπάνωθεν τῆς γῆς αὐτοῦ εἰς Ἀσσυρίους ἕως τῆς ἡμέρας ταύτης.

Δ Βασ. 17,23             μέχρις ότου ο Κυριος τους απέρριψεν από το πρόσωπόν του και εστέρησεν από την προστασίαν του τον ισραηλιτικόν λαόν. Αυτό άλλωστε είχε προείπει ο Κυριος δια μέσου όλων των δούλων του των προφητών. Και προς τιμωρίαν του ο ισραηλιτικός λαός απήχθη αιχμάλωτος από την χώραν του εις την χώραν των Ασσυρίων μέχρι της ημέρας αυτής.

 

                                    Η εγκατάσταση ειδωλολατρών στη Σαμάρεια

Δ Βασ. 17,24      Καὶ ἤγαγε βασιλεὺς Ἀσσυρίων ἐκ Βαβυλῶνος τὸν ἐκ Χουθὰ ἀπὸ Ἀϊὰ καὶ ἀπὸ Αἰμὰθ καὶ Σεπφαρουαΐμ, καὶ κατῳκίσθησαν ἐν πόλεσι Σαμαρείας ἀντὶ τῶν υἱῶν Ἰσραὴλ καὶ ἐκληρονόμησαν τὴν Σαμάρειαν καὶ κατῴκισαν ἐν ταῖς πόλεσιν αὐτῆς.

Δ Βασ. 17,24            Ο βασιλεύς των Ασσυρίων μετέφερεν ανθρώπους από την Βαβυλώνα, δηλαδή κατοίκους των πόλεων Χουθά, Αϊά, Αιμάθ και Σεπφαρουαίμ και τους εγκατέστησεν εις τας πόλεις της Σαμαρείας αντί των Ισραηλιτών. Αυτοί δε επήραν πλέον ως κληρονομίαν των την Σαμάρειαν και εγκατεστάθησον εις τας πόλεις αυτής.

Δ Βασ. 17,25      καὶ ἐγένετο ἐν ἀρχῇ τῆς καθέδρας αὐτῶν οὐκ ἐφοβήθησαν τὸν Κύριον, καὶ ἀπέστειλε Κύριος ἐν αὐτοῖς τοὺς λέοντας, καὶ ἦσαν ἀποκτέννοντες ἐν αὐτοῖς.

Δ Βασ. 17,25             Οι έποικοι αυτοί εις την αρχήν της εγκαταστάσεώς των δεν εφοβήθησαν τον Κυριον. Δια τούτο ο Κυριος απέστειλεν εναντίον των λέοντας, οι οποίοι και τους κατεσπάρασσαν.

Δ Βασ. 17,26      καὶ εἶπαν τῷ βασιλεῖ Ἀσσυρίων λέγοντες· τὰ ἔθνη, ἃ ἀπῴκισας καὶ ἀντεκάθισας ἐν πόλεσι Σαμαρείας, οὐκ ἔγνωσαν τὸ κρίμα τοῦ Θεοῦ τῆς γῆς, καὶ ἀπέστειλεν εἰς αὐτοὺς τοὺς λέοντας, καὶ ἰδού εἰσι θανατοῦντες αὐτούς, καθότι οὐκ οἴδασι τὸ κρίμα τοῦ Θεοῦ τῆς γῆς,

Δ Βασ. 17,26            Τοτε προσήλθον μερικοί στον βασιλέα των Ασσυρίων και του είπον· “οι λαοί, τους οποίους συ μετέφερες και εγκατέστησες αντί των Σαμαρειτών εις τας πόλεις της Σαμαρείας, δεν εφρόντισαν να μάθουν το θέλημα του Θεού της χώρας αυτής. Δια τούτο ο Θεός έστειλεν εναντίον των τους λέοντας· και ιδού ότι οι λέοντες τους κατασπαράσσουν, διότι δεν εφρόντισαν οι άνθρωποι αυτοί να μάθουν και να τηρήσουν το θέλημα του Θεού της χώρας αυτής”.

Δ Βασ. 17,27      καὶ ἐνετείλατο ὁ βασιλεὺς Ἀσσυρίων λέγων· ἀπάγετε ἐκεῖθεν καὶ πορευέσθωσαν καὶ κατοικήτωσαν ἐκεῖ καὶ φωτιοῦσιν αὐτοὺς τὸ κρίμα τοῦ Θεοῦ τῆς γῆς.

Δ Βασ. 17,27             Ο βασιλεύς των Ασσυρίων έδωσε τότε την εξής διαταγήν· “οδηγήσατε, είπεν, εκεί ανθρώπους, οι οποίοι θα μεταβούν και θα κατοικήσουν μαζή των και θα διαφωτίσουν και θα διδάξουν τους εποίκους λαούς το θέλημα του Θεού της χώρας εκείνης”.

Δ Βασ. 17,28      καὶ ἤγαγον ἕνα τῶν ἱερέων, ὧν ἀπῴκισαν ἀπὸ Σαμαρείας, καὶ ἐκάθισεν ἐν Βαιθὴλ καὶ ἦν φωτίζων αὐτοὺς πῶς φοβηθῶσι τὸν Κύριον.

Δ Βασ. 17,28            Εκείνοι πράγματι οδήγησαν ένα από τους ιερείς, που είχε μεταφέρει από την Σαμάρειαν εις την Ασσυρίαν ο βασιλεύς. Ο ιερεύς εκάθισεν εις την Βαιθήλ και διεφώτιζε και εδίδασκε τους ξένους εκείνους λαούς, πως πρέπει να σέβωνται και να λατρεύουν τον Κυριον.

Δ Βασ. 17,29      καὶ ἦσαν ποιοῦντες ἔθνη ἔθνη θεοὺς αὐτῶν καὶ ἔθηκαν ἐν οἴκῳ τῶν ὑψηλῶν, ὧν ἐποίησαν οἱ Σαμαρεῖται, ἔθνη ἔθνη ἐν ταῖς πόλεσιν αὐτῶν, ἐν αἷς κατῴκουν.

Δ Βασ. 17,29            Αλλά τα διάφορα εκείνα έθνη είχαν τους θεούς των, τους οποίους ετοποθετούσαν εις ναούς κτισμένους από τους Σαμαρείτας εις υψηλούς τόπους. Επί πλέον κάθε έθνος κατεσκεύαζε τέτοιους ναούς εις τας πόλεις, εις τας οποίας είχεν εγκατασταθή.

Δ Βασ. 17,30      καὶ οἱ ἄνδρες Βαβυλῶνος ἐποίησαν τὴν Σωκχὼθ Βαινίθ, καὶ οἱ ἄνδρες Χοὺθ ἐποίησαν τὴν Νηριγέλ, καὶ οἱ ἄνδρες Αἰμὰθ ἐποίησαν τὴν Ἀσιμάθ,

Δ Βασ. 17,30             Ετσι δε οι άνδρες, οι καταγόμενοι από την Βαβυλώνα, κατεσκεύασαν ναόν της Σωκχώθ Βαινίθ και οι άνδρες της πόλεως Χουθ ωκοδόμησαν ναόν της Νηριγέλ, οι δε άνδρες της Αιμάθ ωκοδόμησαν ναόν της Ασιμάθ.

Δ Βασ. 17,31      καὶ οἱ Εὐαῖοι ἐποίησαν τὴν Ἐβλαζὲρ καὶ τὴν Θαρθάκ, καὶ οἱ Σεπφαρουαΐμ κατέκαιον τοὺς υἱοὺς αὐτῶν ἐν πυρὶ τῷ Ἀδραμέλεχ καὶ Ἀνημελέχ, θεοῖς Σεπφαρουαΐμ.

Δ Βασ. 17,31             Οι Ευαίοι κατεσκεύασαν την Εβλαζέρ και την Θαρθάκ, οι δε καταγόμενοι από την Σεπφαρουαΐμ επερνούσαν τους υιούς των δια πυρός εις ένδειξιν λατρείας και ικεσίας προς τους θεούς Αδραμέλεχ και Ανημελέχ, οι οποίοι ήσαν θεοί της πόλεως Σεπφαρουαΐμ.

Δ Βασ. 17,32      καὶ ἦσαν φοβούμενοι τὸν Κύριον καὶ κατῴκισαν τὰ βδελύγματα αὐτῶν ἐν τοῖς οἴκοις τῶν ὑψηλῶν, ἃ ἐποίησαν ἐν Σαμαρείᾳ, ἔθνος ἔθνος ἐν πόλει, ἐν ᾗ κατῴκουν ἐν αὐτῇ· καὶ ἦσαν φοβούμενοι τὸν Κύριον καὶ ἐποίησαν ἑαυτοῖς ἱερεῖς τῶν ὑψηλῶν καὶ ἐποίησαν ἐν οἴκῳ τῶν ὑψηλῶν.

Δ Βασ. 17,32             Με ένα τέτοιον τρόπον εσέβοντο αυτοί τον Κυριον. Εγκατέστησαν τους βωμούς των και τα ειδωλολατρικά των αγάλματα, τα οποία κατεσκεύασαν, στους ναούς των υψηλών τόπων, όπως επίσης και όσα κατεσκεύασαν εις την Σαμάρειαν. Και γενικώς κάθε έθνος έτσι έκαμνεν εις την πόλιν, εις την οποίαν κατοικούσαν. Αυτοί ήσαν οι φοβούμενοι τον Κυριον, οι οποίοι και ανέδειξαν ιερείς από τον λαόν, δια να ιερουργούν στους υψηλούς τόπους, όπου είχαν κατασκευάσει ναούς.

Δ Βασ. 17,33      καὶ τὸν Κύριον ἐφοβοῦντο καὶ τοῖς θεοῖς αὐτῶν ἐλάτρευον κατὰ τὸ κρίμα τῶν ἐθνῶν, ὅθεν ἀπῴκισαν αὐτοὺς ἐκεῖθεν.

Δ Βασ. 17,33             Εσέβοντο τον Κυριον, αλλά ελάτρευαν και τους ειδωλολατρικούς θεούς των εθνών σύμφωνα με τα ήθη και εθιμα των εθνών τούτων, από τα οποία και μετέφεραν όλους αυτούς τους ειδωλικούς θεούς εις την χώραν του Ισραήλ.

Δ Βασ. 17,34      ἕως τῆς ἡμέρας ταύτης αὐτοὶ ἐποίουν κατὰ τὸ κρίμα αὐτῶν· αὐτοὶ φοβοῦνται καὶ αὐτοὶ ποιοῦσι κατὰ τὰ δικαιώματα αὐτῶν καὶ κατὰ τὴν κρίσιν αὐτῶν καὶ κατὰ τὸν νόμον καὶ κατὰ τὴν ἐντολήν, ἣν ἐνετείλατο Κύριος τοῖς υἱοῖς Ἰακώβ, οὗ ἔθηκε τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἰσραήλ,

Δ Βασ. 17,34             Και οι Ισραηλίται μέχρι της ημέρας αυτής ελάτρευαν τον Θεόν σύμφωνα με τας συγκεχυμένας αυτάς αντιλήψεις και ειδωλολατρικάς δοξασίας. Αυτοί φοβούνται τον Θεόν, αλλά πράττουν και ζουν σύμφωνα και με τα ειδωλολατρικά έθιμα. Ακολουθούν τα ίχνη των εθνών, αλλά και τον Νομον και την εντολήν, την οποίαν έδωσεν ο Κυριος στους υιούς του Ιακώβ, τον οποίον είχε μετονομάσει Ισραήλ.

Δ Βασ. 17,35      καὶ διέθετο Κύριος μετ᾿ αὐτῶν διαθήκην καὶ ἐνετείλατο αὐτοῖς λέγων· οὐ φοβηθήσεσθε θεοὺς ἑτέρους καὶ οὐ προσκυνήσετε αὐτοῖς καὶ οὐ λατρεύσετε αὐτοῖς καὶ οὐ θυσιάσετε αὐτοῖς,

Δ Βασ. 17,35             Αλλά ο Κυριος είχε συνάψει με αυτούς συμφωνίαν και έδωσεν εις αυτούς εντολήν λέγων· “δεν θα σέβεσθε άλλους θεούς, δεν θα προσκυνήσετε αυτούς, δεν θα τους λατρεύσετε και δεν θα θυσιάσετε προς αυτούς,

Δ Βασ. 17,36      ὅτι ἀλλ᾿ ἢ τῷ Κυρίῳ, ὃς ἀνήγαγεν ὑμᾶς ἐκ γῆς Αἰγύπτου ἐν ἰσχύϊ μεγάλῃ καὶ ἐν βραχίονι ὑψηλῷ, αὐτὸν φοβηθήσεσθε καὶ αὐτῷ προσκυνήσετε, αὐτῷ θύσετε·

Δ Βασ. 17,36             παρά μόνον στον Κυριον, ο οποίος σας έβγαλεν ελευθέρους από την χώραν της Αιγύπτου με την μεγάλην δύναμιν της ακατανικήτου δεξιάς του. Αυτόν θα φοβήσθε, αυτόν θα προσκυνήτε και προς αυτόν μόνον θα προσφέρετε θυσίας.

Δ Βασ. 17,37      καὶ τὰ δικαιώματα καὶ τὰ κρίματα καὶ τὸν νόμον καὶ τὰς ἐντολάς, ἃς ἔγραψεν ὑμῖν ποιεῖν, φυλάσσεσθε πάσας τὰς ἡμέρας καὶ οὐ φοβηθήσεσθε θεοὺς ἑτέρους·

Δ Βασ. 17,37             Θα τηρήτε δε όλας τας ημέρας της ζωής σας τας εντολάς του και τα κρίματά του και τον νόμον του, και όσα άλλα γραπτώς παρέδωσε προς σας να πράττετε, και δεν θα σεβασθήτε άλλους θεούς.

Δ Βασ. 17,38      καὶ τὴν διαθήκην, ἣν διέθετο μεθ᾿ ὑμῶν, οὐκ ἐπιλήσεσθε καὶ οὐ φοβηθήσεσθε θεοὺς ἑτέρους,

Δ Βασ. 17,38             Την διαθήκην, την οποίαν έκαμε με σας, δεν θα την λησμονήσετε και δεν θα λατρεύσετε και δεν θα φοβηθήτε άλλους θεούς,

Δ Βασ. 17,39      ἀλλ᾿ ἢ τὸν Κύριον Θεὸν ὑμῶν φοβηθήσεσθε, καὶ αὐτὸς ἐξελεῖται ὑμᾶς ἐκ πάντων τῶν ἐχθρῶν ὑμῶν·

Δ Βασ. 17,39             παρά μόνον Κυριον τον Θεόν σας θα σέβεσθε, διότι αυτός είναι ο μόνος ικανός να σας απαλλάξη από όλους τους εχθρούς σας.

Δ Βασ. 17,40      καὶ οὐκ ἀκούσεσθε ἐπὶ τῷ κρίματι αὐτῶν, ὃ αὐτοὶ ποιοῦσι.

Δ Βασ. 17,40            Δεν θα υπακούσετε και δεν θα συμμορφωθήτε με τους νόμους και τας συνηθείας, τας οποίας οι ειδωλολάτραι τηρούν”.

Δ Βασ. 17,41      καὶ ἦσαν τὰ ἔθνη ταῦτα φοβούμενοι τὸν Κύριον καὶ τοῖς γλυπτοῖς αὐτῶν ἦσαν δουλεύοντες, καί γε οἱ υἱοὶ καὶ οἱ υἱοὶ τῶν υἱῶν αὐτῶν, καθὰ ἐποίησαν οἱ πατέρες αὐτῶν, ποιοῦσιν ἕως τῆς ἡμέρας ταύτης.

Δ Βασ. 17,41             Ετσι τα έθνη αυτά εφοβούντο τον Κυριον, αλλά προσκυνούσαν και τα γλυπτά αγάλματά των. Και αυτοί ακόμη οι υιοί των και τα παιδιά των υιών των ζουν, όπως έζησαν και έπραξαν οι πατέρες των. Αυτά πράττουν μέχρι της ημέρας αυτής.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 18- Η ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΤΟΥ ΕΖΕΚΙΑ ΣΤΟΝ ΙΟΥΔΑ  

Η ΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΣΑΜΑΡΕΙΑΣ - Η ΕΠΙΔΡΟΜΗ ΤΟΥ ΣΕΝΝΑΧΗΡΙΜ

                                    Η βασιλεία του Εζεκία στον Ιούδα

Δ Βασ. 18,1        Καὶ ἐγένετο ἐν ἔτει τρίτῳ τῷ Ὡσηὲ υἱῷ Ἠλὰ βασιλεῖ Ἰσραὴλ ἐβασίλευσεν Ἐζεκίας υἱὸς Ἄχαζ βασιλέως Ἰούδα.

Δ Βασ. 18,1               Κατά το τρίτον έτος της βασιλείας του Ωσηέ, υιού του Ηλά, βασιλέως του ισραηλιτικού λαού, εβασίλευσεν ο ' Εζεκίας, ο υιός του Αχαζ, βασιλέως του βασιλείου Ιούδα.

Δ Βασ. 18,2        υἱὸς εἴκοσι καὶ πέντε ἐτῶν ἐν τῷ βασιλεύειν αὐτὸν καὶ εἴκοσι καὶ ἐννέα ἔτη ἐβασίλευσεν ἐν Ἱερουσαλήμ, καὶ ὄνομα τῇ μητρὶ αὐτοῦ Ἄβου θυγάτηρ Ζαχαρίου.

Δ Βασ. 18,2               Είκοσι πέντε ετών ήτο ο Εζεκίας, όταν ανήλθεν στον βασιλικόν θρόνον. Εβασίλευσε δε εις την Ιερουσαλήμ επί είκοσι και εννέα έτη. Η μητέρα του ωνομάζετο Αβου και ήτο θυγάτηρ του Ζαχαρίου.

Δ Βασ. 18,3        καὶ ἐποίησε τὸ εὐθὲς ἐν ὀφθαλμοῖς Κυρίου κατὰ πάντα, ὅσα ἐποίησε Δαυὶδ ὁ πατὴρ αὐτοῦ.

Δ Βασ. 18,3               Αυτός έπραξε το αληθές και ευάρεστον ενώπιον του Κυρίου καθ' όλα, όπως έπραξε και ο πρόγονός του ο Δαυίδ.

Δ Βασ. 18,4        αὐτὸς ἐξῇρε τὰ ὑψηλὰ καὶ συνέτριψε τὰς στήλας καὶ ἐξωλόθρευσε τὰ ἄλση καὶ τὸν ὄφιν τὸν χαλκοῦν, ὃν ἐποίησε Μωυσῆς, ὅτι ἕως τῶν ἡμερῶν ἐκείνων ἦσαν οἱ υἱοὶ Ἰσραὴλ θυμιῶντες αὐτῷ, καὶ ἐκάλεσεν αὐτὸν Νεεσθάν.

Δ Βασ. 18,4               Αυτός κατέστρεψε τους υψηλούς τόπους της ειδωλολατρείας, εκρήμνισε και συνέτριψε τας ειδωλολατρικάς στήλας, κατέστρεψε τα αγάλματα της Αστάρτης, επίσης κατέστρεψε και τον χαλκούν όφιν, τον οποίον είχε κατασκευάσει ο Μωϋσής, διότι μέχρι των ηιιερών του Εζεκίου οι Ισραηλίται προσέφεραν εις αυτόν, ως προς Θεόν, θυμίαμα λατρείας. Αυτόν τον χαλκούν όφιν ο Εζεκίας, ωνόμασε Νεεσθάν, δηλαδή χάλκωμα.

Δ Βασ. 18,5        ἐν Κυρίῳ Θεῷ Ἰσραὴλ ἤλπισε, καὶ μετ᾿ αὐτὸν οὐκ ἐγενήθη ὅμοιος αὐτῷ ἐν βασιλεῦσιν Ἰούδα καὶ ἐν τοῖς γενομένοις ἔμπροσθεν αὐτοῦ·

Δ Βασ. 18,5               Ο Εζεκίας καθ' όλον το διάστημα της ζωής του εστήριζε τας ελπίδας του εις Κυριον τον Θεόν του Ισραήλ. Επειτα από αυτόν δεν υπήρξεν άλλος όμοιός του κατά την ευσέβειαν μεταξύ των βασιλέων του βασιλείου του Ιούδα. Ούτε δε και κανείς από εκείνους, οι οποίοι υπήρξαν προ αυτού.

Δ Βασ. 18,6        καὶ ἐκολλήθη τῷ Κυρίῳ, οὐκ ἀπέστη ὄπισθεν αὐτοῦ καὶ ἐφύλαξε τὰς ἐντολὰς αὐτοῦ, ὅσας ἐνετείλατο Μωυσῇ·

Δ Βασ. 18,6               Αυτός προσεκολλήθη στον Κυριον και δεν απεμακρύνθη καθόλου από αυτόν και εφύλαξεν όλας τας εντολάς του, όσας ο Θεός δια του Μωϋσέως είχε διατάξει.

Δ Βασ. 18,7        καὶ ἦν Κύριος μετ᾿ αὐτοῦ, καὶ ἐν πᾶσιν, οἷς ἐποίει, συνῆκε. καὶ ἠθέτησεν ἐν τῷ βασιλεῖ Ἀσσυρίων καὶ οὐκ ἐδούλευσεν αὐτῷ.

Δ Βασ. 18,7               Ο δε Κυριος ήτο πάντοτε μαζή του, εις όλα όσα έκαμνε. Και αυτός με την δύναμιν του Θεού ευδοκιμούσε. Απετίναξε δε τον ζυγόν του βασιλέως των Ασσυρίων και έπαυσε πλέον να είναι φόρου υποτελής εις αυτόν.

Δ Βασ. 18,8        αὐτὸς ἐπάταξε τοὺς ἀλλοφύλους ἕως Γάζης καὶ ἕως ὁρίου αὐτῆς ἀπὸ πύργου φυλασσόντων καὶ ἕως πόλεως ὀχυρᾶς.

Δ Βασ. 18,8               Επετέθη και ενίκησε τους αλλοφύλους μέχρι της Γαζης και των ορίων αυτής, από τους μικρούς συνοικισμούς των φρουρών μέχρι της πλέον οχυράς πόλεως.

 

                                    Η πτώση της Σαμάρειας

Δ Βασ. 18,9        Καὶ ἐγένετο ἐν τῷ ἔτει τῷ τετάρτῳ βασιλεῖ Ἐζεκίᾳ (αὐτὸς ἐνιαυτὸς ὁ ἕβδομος τῷ Ὡσηὲ υἱῷ Ἠλὰ βασιλεῖ Ἰσραὴλ) ἀνέβη Σαλαμανασὰρ βασιλεὺς Ἀσσυρίων ἐπὶ Σαμάρειαν καὶ ἐπολιόρκει ἐπ᾿ αὐτήν·

Δ Βασ. 18,9               Κατά το τέταρτον έτος του βασιλέως Εζεκίου (αυτό είναι το έβδομον έτος της βασιλείας Ωσηέ, υιού του Ηλά βασιλέως του Ισραήλ) ο βασιλεύς των Ασσυρίων Σαλαμανασάρ εξεστράτευσεν εναντίον του βασιλείου του Ισραήλ, έφθασε μέχρι της Σαμαρείας και επολιορκούσεν αυτήν.

Δ Βασ. 18,10      καὶ κατελάβετο αὐτὴν ἀπὸ τέλους τριῶν ἐτῶν ἐν ἔτει ἕκτῳ τῷ Ἐζεκίᾳ (αὐτὸς ἐνιαυτὸς ἔνατος τῷ Ὡσηὲ βασιλεῖ Ἰσραήλ), καὶ συνελήφθη Σαμάρεια.

Δ Βασ. 18,10             Επειτα από τρία έτη πολιορκίας την κατέλαβε κατά το έκτον έτος της βασιλείας του Εζεκίου (δηλαδή κατά το ένατον έτος της βασιλείας του Ωσηέ βασιλέως του Ισραήλ), τότε κατελήφθη η Σαμάρεια.

Δ Βασ. 18,11      καὶ ἀπῴκισε βασιλεὺς Ἀσσυρίων τὴν Σαμάρειαν εἰς Ἀσσυρίους καὶ ἔθηκεν αὐτοὺς ἐν Ἀλαὲ καὶ ἐν Ἀβὼρ ποταμῷ Γωζὰν καὶ ὄρη Μήδων,

Δ Βασ. 18,11              Ο βασιλεύς των Ασσυρίων μετέφερε τους κατοίκους της Σαμαρείας εις την χώραν τον Ασσυρίων και εγκατέστησεν αυτούς εις την Αλαέ, την Αβώρ, παρά τον ποταμόν Γωζάν, και εις τα όρη των Μηδων.

Δ Βασ. 18,12      ἀνθ᾿ ὧν ὅτι οὐκ ἤκουσαν τῆς φωνῆς Κυρίου Θεοῦ αὐτῶν καὶ παρέβησαν τὴν διαθήκην αὐτοῦ, πάντα ὅσα ἐνετείλατο Μωυσῆς ὁ δοῦλος Κυρίου, καὶ οὐκ ἤκουσαν καὶ οὐκ ἐποίησαν.

Δ Βασ. 18,12             Αυτό δε έγινε προς τιμωρίαν των Ισραηλιτών, διότι αυτοί δεν υπήκουσαν εις την φωνήν Κυρίου του Θεού των. Παρέβησαν την διαθήκην του και κατεπάτησαν όλα όσα ο Μωϋσής, ο δούλος αυτός του Κυρίου, είχε διατάξει. Δεν υπήκουσαν και δεν ετήρησαν τας εντολάς του Κυρίου.

 

                                    Η επιδρομή του Σενναχηρίμ

Δ Βασ. 18,13      Καὶ τῷ τεσσαρεσκαιδεκάτῳ ἔτει τοῦ βασιλέως Ἐζεκίου ἀνέβη Σενναχηρὶμ βασιλεὺς Ἀσσυρίων ἐπὶ τὰς πόλεις Ἰούδα τὰς ὀχυρὰς καὶ συνέλαβεν αὐτάς.

Δ Βασ. 18,13             Κατά το δέκατον τέταρτον έτος της βασιλείας του Εζεκίου εξεστράτευσεν ο βασιλεύς των Ασσυρίων ο Σενναχηρίμ εναντίον των οχυρών πόλεων του βασιλείου Ιούδα και τας κατέλαβε.

Δ Βασ. 18,14      καὶ ἀπέστειλεν Ἐζεκίας βασιλεὺς Ἰούδα ἀγγέλους πρὸς βασιλέα Ἀσσυρίων εἰς Λαχὶς λέγων· ἡμάρτηκα, ἀποστράφηθι ἀπ᾿ ἐμοῦ· ὃ ἐὰν ἐπιθῇς ἐπ᾿ ἐμέ, βαστάσω. καὶ ἐπέθηκεν ὁ βασιλεὺς Ἀσσυρίων ἐπὶ Ἐζεκίαν βασιλέα Ἰούδα τριακόσια τάλαντα ἀργυρίου καὶ τριάκοντα τάλαντα χρυσίου.

Δ Βασ. 18,14             Ο βασιλεύς του βασιλείου του Ιούδα ο Εζεκίας έστειλεν αγγελιαφόρους προς τον βασιλέα των Ασσυρίων εις την Λαχίς και είπε· “διέπραξα σφάλμα, που απεκήρυξα την εξουσίαν σου. Απομακρύνσου τώρα από εμέ και εγώ θα βαστάσω, όποιον δήποτε φόρον θελήσης να μου επιβάλης”. Ο βασιλεύς των Ασσυρίων επέβαλεν στον Εζεκίαν τον βασιλέα των Ιουδαίων ως φόρον τριακόσια αργυρά τάλαντα και τριάκοντα χρυσά τάλαντα.

Δ Βασ. 18,15      καὶ ἔδωκεν Ἐζεκίας πᾶν τὸ ἀργύριον τὸ εὑρεθὲν ἐν οἴκῳ Κυρίου καὶ ἐν θησαυροῖς οἴκου τοῦ βασιλέως.

Δ Βασ. 18,15             Ο Εζεκίας επήρεν όλον το αργύριον, που ευρίσκετο στον ναόν του Κυρίου και εις τα θησαυροφυλάκια του βασιλικού ανακτόρου, και τα παρέδωκεν στον Σενναχηρίμ.

Δ Βασ. 18,16      ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ συνέκοψεν Ἐζεκίας τὰς θύρας ναοῦ καὶ τὰ ἐστηριγμένα, ἃ ἐχρύσωσεν Ἐζεκίας ὁ βασιλεὺς Ἰούδα, καὶ ἔδωκεν αὐτὰ βασιλεῖ Ἀσσυρίων.

Δ Βασ. 18,16             Επίσης κατά τον καιρόν εκείνον ο Εζεκίας απέκοψε και απέσπασε τον χρυσόν από τας θύρας του ναού και τους στύλου των θυρών, αυτά τα οποία ο ίδιος ο Εζεκίας, ο βασιλεύς του Ιούδα, είχε χρυσώσει και τα έδωκεν στον βασιλέα των Ασσυρίων.

Δ Βασ. 18,17      καὶ ἀπέστειλε βασιλεὺς Ἀσσυρίων τὸν Θαρθὰν καὶ τὸν Ῥαφὶς καὶ τὸν Ῥαψάκην ἐκ Λαχὶς πρὸς τὸν βασιλέα Ἐζεκίαν ἐν δυνάμει βαρείᾳ ἐπὶ Ἱερουσαλήμ, καὶ ἔστησαν ἐν τῷ ὑδραγωγῷ τῆς κολυμβήθρας τῆς ἄνω, ἥ ἐστιν ἐν τῇ ὁδῷ τοῦ ἀγροῦ τοῦ γναφέως.

Δ Βασ. 18,17             Ο βασιλεύς των Ασυρίων απέστειλεν από την Λαχίς προς τον βασιλέα Εζεκίαν εις την Ιερουσαλήμ τον Θαρθάν, τον Ραφίς και τον Ραψάκην με βαρείαν στρατιωτικήν δύναμιν. Αυτοί ήλθον και εγκατεστάθησαν στο υδραγωγείον της άνω δεξαμενής, η οποία ευρίσκεται εις την οδόν του αγρού του γναφέως.

Δ Βασ. 18,18      καὶ ἐβόησαν πρὸς Ἐζεκίαν, καὶ ἦλθον πρὸς αὐτὸν Ἑλιακὶμ υἱὸς Χελκίου ὁ οἰκονόμος καὶ Σωμνὰς ὁ γραμματεὺς καὶ Ἰωὰς ὁ υἱὸς Σαφὰτ ὁ ἀναμιμνῄσκων.

Δ Βασ. 18,18             Εφώναξαν δε και εκάλεσαν τον Εζεκίαν. Τοτε ο Ελιακίμ, ο υιός του Χελκίου ο αρχηγός του βασιλικού οίκου, ο Σωμνάς ο γραμματεύς και ο Ιωάς ο υιός του Σαφάτ ο αρχειοφύλαξ ήλθον προς τον Ραψάκην.

Δ Βασ. 18,19      καὶ εἶπε πρὸς αὐτοὺς Ῥαψάκης· εἴπατε δὴ πρὸς Ἐζεκίαν· τάδε λέγει ὁ βασιλεὺς ὁ μέγας ὁ βασιλεὺς Ἀσσυρίων· τί ἡ πεποίθησις αὕτη, ἣν πέποιθας;

Δ Βασ. 18,19             Ο Ραψάκης είπε προς αυτούς· “πέστε, λοιπόν, προς τον Εζεκίαν· Αυτά λέγει ο βασιλεύς ο μέγας, ο βασιλεύς των Ασσυρίων· Ποιά είναι αυτή η πεποίθησις, εις την οποίαν στηρίζεσθε;

Δ Βασ. 18,20      εἶπας· πλὴν λόγοι χειλέων, βουλὴ καὶ δύναμις εἰς πόλεμον. νῦν οὖν τίνι πεποιθὼς ἠθέτησας ἐν ἐμοί;

Δ Βασ. 18,20            Συ είπες ότι τα λόγια μου είναι χωρίς περιεχόμενον. Εγώ όμως έχω απόφασιν και δύναμιν προς πόλεμον. Πές μου, λοιπόν, τώρα εις ποίον εστηρίχθης, ώστε να αποκηρύξης τον ζυγόν μου;

Δ Βασ. 18,21      νῦν ἰδοὺ πέποιθας σαυτῷ ἐπὶ τὴν ῥάβδον τὴν καλαμίνην τὴν τεθλασμένην ταύτην, ἐπ᾿ Αἴγυπτον; ὃς ἂν στηριχθῇ ἀνὴρ ἐπ᾿ αὐτήν, καὶ εἰσελεύσεται εἰς τὴν χεῖρα αὐτοῦ καὶ τρήσει αὐτήν· οὕτως Φαραὼ βασιλεὺς Αἰγύπτου πᾶσι τοῖς πεποιθόσιν ἐπ᾿ αὐτόν.

Δ Βασ. 18,21             Ιδού, γνωρίζω ότι έχεις πεποίθησιν εις την σπασμένην καλαμένιαν ράβδον, την Αίγυπτον. Αλλά σου λέγω τούτο. Οτι εις εκείνον ο οποίος θα στηριχθή εις αυτήν, η ράβδος αυτή θα εισέλθη στο χέρι του και θα το τρυπήση. Αυτό συμβαίνει με όλους, όσοι έχουν πεποίθησιν εις τον Φαραώ, τον βασιλέα της Αιγύπτου.

Δ Βασ. 18,22      καὶ ὅτι εἶπας πρός με· ἐπὶ Κύριον Θεὸν πεποίθαμεν· οὐχὶ αὐτὸς οὗτος, οὗ ἀπέστησεν Ἐζεκίας τὰ ὑψηλὰ αὐτοῦ καὶ τὰ θυσιαστήρια αὐτοῦ καὶ εἶπε τῷ Ἰούδᾳ καὶ τῇ Ἱερουσαλήμ· ἐνώπιον τοῦ θυσιαστηρίου τούτου προσκυνήσετε ἐν Ἱερουσαλήμ;

Δ Βασ. 18,22            Εάν μου είπης ότι ημείς έχομεν πεποίθησιν εις Κυριον τον Θεόν μας, εγώ σου απαντώ, δεν πρέπει να στηρίζεσαι εις αυτόν, διότι αυτός ούτος ο Εζεκίας τον δυσηρέστησε καταργήσας τους υψηλούς τόπους της λατρείας και τα θυσιαστήρια αυτού· και έδωσεν εντολήν στο βασίλειον του Ιούδα και τους κατοίκους της Ιερουσαλήμ λέγων· Εμπρός στούτο το θυσιαστήριον της πόλεως Ιερουσαλήμ θα προσκυνήτε τον Θεόν.

Δ Βασ. 18,23      καὶ νῦν μίχθητε δὴ τῷ κυρίῳ μου βασιλεῖ Ἀσσυρίων, καὶ δώσω σοι δισχιλίους ἵππους, εἰ δυνήσῃ δοῦναι σεαυτῷ ἐπιβάτας ἐπ᾿ αὐτούς.

Δ Βασ. 18,23            Και τώρα ταχθήτε και ενωθήτε με τον κύριόν μου τον βασιλέα των Ασσυρίων και θα σου δώσωμεν δύο χιλιάδας ίππους, εάν ημπορέσετε σεις να εύρετε άλλους τόσους ιππείς δι' αυτούς.

Δ Βασ. 18,24      καὶ πῶς ἀποστρέψεις τὸ πρόσωπον τοπάρχου ἑνὸς τῶν δούλων τοῦ κυρίου μου τῶν ἐλαχίστων; καὶ ἤλπισας σαυτῷ ἐπ᾿ Αἴγυπτον εἰς ἅρματα καὶ ἱππεῖς.

Δ Βασ. 18,24            Αλλωστε και σας ερωτώ· Πως ημπορείτε να περιφρονήσετε, έστω και ένα μόνον από τους αρχηγούς τους ελαχίστους δούλους του Κυρίου μου; Συ όμως ήλπισες να προμηθευθής δια τον εαυτόν σου άρματα και ίππους από την Αίγυπτον.

Δ Βασ. 18,25      καὶ νῦν μὴ ἄνευ Κυρίου ἀνέβημεν ἐπὶ τὸν τόπον τοῦτον τοῦ διαφθεῖραι αὐτόν; Κύριος εἶπε πρός με· ἀνάβηθι ἐπὶ τὴν γῆν ταύτην καὶ διάφθειρον αὐτήν.

Δ Βασ. 18,25            Μηπως και νομίζεις, ότι χωρίς την εντολήν του Κυρίου και Θεού σας ήλθομεν ημείς εις την χώραν σας, δια να την καταστρέψωμεν; Αυτός ο κύριος μου είπε· Πηγαινε εις την χώραν αυτήν και κατάστρεψέ την”.

Δ Βασ. 18,26      καὶ εἶπεν Ἑλιακὶμ υἱὸς Χελκίου καὶ Σωμνὰς καὶ Ἰωὰς πρὸς Ῥαψάκην· λάλησον δὴ πρὸς τοὺς παῖδάς σου Συριστί, ὅτι ἀκούομεν ἡμεῖς, καὶ οὐ λαλήσεις μεθ᾿ ἡμῶν Ἰουδαϊστί, καὶ ἱνατί λαλεῖς ἐν τοῖς ὠσὶ τοῦ λαοῦ τοῦ ἐπὶ τοῦ τείχους;

Δ Βασ. 18,26            Ο Ελιακίμ ο υιός του Χελκίου, ο Σωμνάς και ο Ιωάς είπαν προς τον Ραψάκην· “ομίλησε, σε παρακαλούμεν, προς ημάς τους δούλους σου εις την συριακήν γλώσσαν, διότι ημείς την εννοούμεν και μη ομιλής προς ημάς εις την εβραϊκήν γλώσσαν. Διατί ομιλείς εις την εβραϊκήν και ακούουν οι άνθρωποι του ιουδαϊκού λαού, οι οποίοι ευρίσκονται επάνω στο τείχος;”

Δ Βασ. 18,27      καὶ εἶπε πρὸς αὐτοὺς Ῥαψάκης· μὴ ἐπὶ τὸν κύριόν σου καὶ πρὸς σὲ ἀπέστειλέ με ὁ κύριός μου λαλῆσαι τοὺς λόγους τούτους; οὐχὶ ἐπὶ τοὺς ἄνδρας τοὺς καθημένους ἐπὶ τοῦ τείχους τοῦ φαγεῖν τὴν κόπρον αὐτῶν καὶ πιεῖν τὸ οὖρον αὐτῶν μεθ᾿ ὑμῶν ἅμα;

Δ Βασ. 18,27            Ο Ραψάκης απήντησε προς αυτούς· “μήπως νομίζετε, ότι ο κύριός μου με έστειλε να ομιλήσω προς τον βασιλέα σου και προς σε αυτούς τους λόγους; Οχι, αλλά με έστειλε να ομιλήσω προς τους άνδρας αυτούς, που κάθονται τώρα επάνω στο τείχος, και να τους είπω ότι η πολιορκία της πόλεως θα είναι τόσον σκληρά, ώστε από την πείναν θα φάγουν την κόπρον των και θα πίουν το ούρος των, μαζή δέ με αυτούς και σεις οι ίδιοι”.

Δ Βασ. 18,28      καὶ ἔστη Ῥαψάκης καὶ ἐβόησε φωνῇ μεγάλῃ Ἰουδαϊστὶ καὶ ἐλάλησε καὶ εἶπεν· ἀκούσατε τοὺς λόγους τοῦ μεγάλου βασιλέως Ἀσσυρίων·

Δ Βασ. 18,28            Ο Ραψάκης εστάθη όρθιος, εφώναξε με μεγάλην φωνήν εις την εβραϊκήν γλώσσαν και είπε προς τον λαόν· “ακούσατε όλοι τους λόγους του μεγάλου βασιλέως των Ασσυρίων.

Δ Βασ. 18,29      τάδε λέγει ὁ βασιλεύς· μὴ ἐπαιρέτω ὑμᾶς Ἐζεκίας λόγοις, ὅτι οὐ μὴ δύνηται ὑμᾶς ἐξελέσθαι ἐκ χειρός μου.

Δ Βασ. 18,29            Αυτά λέγει ο βασιλεύς· Ας μη σας κάνη με τα λόγια του ο Εζεκίας να αλαζονεύεσθε, διότι δεν θα ημπορέση να σας γλυτώση από τα χέρια μου

Δ Βασ. 18,30      καὶ μὴ ἐπελπιζέτω ὑμᾶς Ἐζεκίας πρὸς Κύριον λέγων· ἐξαιρούμενος ἐξελεῖται Κύριος, οὐ μὴ παραδοθῇ ἡ πόλις αὕτη ἐν χειρὶ βασιλέως Ἀσσυρίων.

Δ Βασ. 18,30            Ας μη σας δίνη ο Εζεκίας ματαίας ελπίδας εις την βοήθειαν του Κυρίου λέγων, ότι ο Θεός οπωσδήποτε θα μας γλυτώση από τους εχθρούς και η πόλις μας δεν θα παραδοθή εις τα χέρια του βασιλέως των Ασσυρίων.

Δ Βασ. 18,31      μὴ ἀκούετε Ἐζεκίου· ὅτι τάδε λέγει ὁ βασιλεὺς Ἀσσυρίων· ποιήσατε μετ᾿ ἐμοῦ εὐλογίαν καὶ ἐξέλθατε πρός με, καὶ πίεται ἀνὴρ τὴν ἄμπελον αὐτοῦ καὶ ἀνὴρ τὴν συκῆν αὐτοῦ φάγεται καὶ πίεται ὕδωρ τοῦ λάκκου αὐτοῦ,

Δ Βασ. 18,31             Μη ακούετε τον Εζεκίαν, διότι αυτά λέγει ο βασιλεύς των Ασσυρίων· Συνάψατε μαζή μου ειρήνην και φιλίαν και ελάτε με το μέρος μου. Τοτε ο καθένας από σας θα πίη το κρασί της αμπέλου του και ο καθένας σας θα φάγη τους καρπούς από τις συκιές του και θα πίη το νερο από το πηγάδι του·

Δ Βασ. 18,32      ἕως ἔλθω καὶ λάβω ὑμᾶς εἰς γῆν ὡς γῆ ὑμῶν, γῆ σίτου καὶ οἴνου καὶ ἄρτου καὶ ἀμπελώνων, γῆ ἐλαίας ἐλαίου καὶ μέλιτος, καὶ ζήσετε καὶ οὐ μὴ ἀποθάνητε. καὶ μὴ ἀκούετε Ἐζεκίου, ὅτι ἀπατᾷ ὑμᾶς λέγων· Κύριος ῥήσεται ὑμᾶς.

Δ Βασ. 18,32            έως ότου έλθω και σας πάρω, δια να σας μεταφέρω εις άλλην χώραν, η οποία είναι πλουσία όπως η ιδική σας χώρα, γεμάτη σίτον και οίνον και άρτους και αμπέλια, εις χώραν η οποία είναι γεμάτη από λάδι και μέλι. Εκεί θα ζήσετε καλά και δεν θα αποθάνετε. Λοιπόν, μη ακούετε όσα σας λέγει ο Εζεκίας, διότι σας εξαπατά λέγων ότι ο Κυριος θα σας σώση από τα χέρια μου.

Δ Βασ. 18,33      μὴ ῥυόμενοι ἐῤῥύσαντο οἱ θεοὶ τῶν ἐθνῶν ἕκαστος τὴν ἑαυτοῦ χώραν ἐκ χειρὸς βασιλέως Ἀσσυρίων;

Δ Βασ. 18,33             Μηπως, τάχα, οι θεοί των εθνών εγλύτωσαν, ο καθένας από αυτούς την χώραν του, από τα χέρια του βασιλέως των Ασσυρίων;

Δ Βασ. 18,34      ποῦ ἐστιν ὁ θεὸς Αἰμὰθ καὶ Ἀρφάδ; ποῦ ἐστιν ὁ θεὸς Σεπφαουραΐμ, Ἀνὰ καὶ Ἀβά, ὅτι ἐξείλαντο Σαμάρειαν ἐκ χειρός μου;

Δ Βασ. 18,34            Που είναι ο θεός της Αιμάθ και της Αρφάδ; Που είναι ο θεός της Σεπφαουραΐμ, ο Ανά και ο Αβά; Που είναι εκείνοι, οι οποίοι επήραν την Σαμάρειαν από τα χέρια μου;

Δ Βασ. 18,35      τίς ἐν πᾶσι τοῖς θεοῖς τῶν γαιῶν, οἳ ἐξείλαντο τὰς γᾶς αὐτῶν ἐκ χειρός μου, ὅτι ἐξελεῖται Κύριος τὴν Ἱερουσαλὴμ ἐκ χειρός μου;

Δ Βασ. 18,35             Ποιός μεταξύ όλων των θεών των άλλων χωρών είναι εκείνος, ο οποίος επροστάτευσε και απήλλαξε την χώραν του από τα χέρια μου, ώστε να πεισθώμεν ότι ο Κυριος θα γλυτώση την Ιερουσαλήμ από την εξουσίαν μου;”

Δ Βασ. 18,36      καὶ ἐκώφευσαν καὶ οὐκ ἀπεκρίθησαν αὐτῷ λόγον, ὅτι ἐντολὴ τοῦ βασιλέως λέγων· οὐκ ἀποκριθήσεσθε αὐτῷ.

Δ Βασ. 18,36            Οι επί του τείχους της πόλεως άνθρωποι του Εζεκίου εσιώπησαν και δεν απήντησαν τίποτε, διότι αυτήν την εντολήν είχον πάρει από τον βασιλέα, ο οποίος τους είχεν είπει· “δεν θα δώσετε καμμίαν απόκρισιν”.

Δ Βασ. 18,37      καὶ εἰσῆλθεν Ἑλιακὶμ υἱὸς Χελκίου ὁ οἰκονόμος καὶ Σωμνὰς ὁ γραμματεὺς καὶ Ἰωὰς υἱὸς Σαφὰτ ὁ ἀναμιμνήσκων πρὸς Ἐζεκίαν, διεῤῥηχότες τὰ ἱμάτια καὶ ἀνήγγειλαν αὐτῷ τοὺς λόγους Ῥαψάκου.

Δ Βασ. 18,37             Ο Ελιακίμ, ο υιός του Χελκίου, ο αρχηγός του βασιλικού οίκου, ο Σωμνάς ο γραμματεύς, και Ιωάς ο υιός του Σαφάτ ο αρχειοφύλαξ, σχίσαντες τα ιμάτιά των εις ένδειξιν απογνώσεως ήλθαν προς τον Εζεκίαν και του ανήγγειλαν τους λόγους του Ραψάκου.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 19-  Ο ΠΡΟΦ. ΗΣΑΪΑΣ ΠΡΟΑΝΑΓΓΕΛΛΕΙ ΤΗ ΔΙΑΣΩΣΗ ΤΗΣ ΙΕΡΟΥΣΑΛΗΜ   

Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΤΟΥ ΕΖΕΚΙΑ ΚΑΙ Η ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΣΕΝΝΑΧΗΡΙΜ

                                    Ο προφήτης Ησαΐας προαναγγέλει τη διάσωση της Ιερουσαλήμ

Δ Βασ. 19,1        Καὶ ἐγένετο ὡς ἤκουσεν ὁ βασιλεὺς Ἐζεκίας, καὶ διέῤῥηξε τὰ ἱμάτια αὐτοῦ, καὶ περιεβάλετο σάκκον καὶ εἰσῆλθεν εἰς οἶκον Κυρίου.

Δ Βασ. 19,1               Οταν ο βασιλεύς Εζεκίας ήκουσε τας αλαζονικάς αυτάς προτάσστου Ραψάκου, διέρρηξε τα ιμάτιά του και εφόρεσεν, εις ένδειξιν πένθους, σάκκινον ένδυμα και ανήλθεν εις τον ναόν του Κυρίου.

Δ Βασ. 19,2        καὶ ἀπέστειλεν Ἑλιακὶμ τὸν οἰκονόμον καὶ Σωμνὰν τὸν γραμματέα καὶ τοὺς πρεσβυτέρους τῶν ἱερέων περιβεβλημένους σάκκους πρὸς Ἡσαΐαν τὸν προφήτην, υἱὸν Ἀμώς,

Δ Βασ. 19,2               Εστειλε δε τον αρχηγόν του βασιλικού οίκου τον Ελιακίμ, τον Σωμνάν τον γραμματέα, και τους γεροντοτέρους από τους ιερείς ενδεδυμένους όλους με σάκκινα ενδύματα προς τον προφήτην Ησαΐαν, τον υιόν του Αμώς.

Δ Βασ. 19,3        καὶ εἶπον πρὸς αὐτόν· τάδε λέγει Ἐζεκίας· ἡμέρα θλίψεως καὶ ἐλεγμοῦ καὶ παροργισμοῦ ἡ ἡμέρα αὕτη· ὅτι ἦλθον υἱοὶ ἕως ὠδίνων, καὶ ἰσχὺς οὐκ ἔστι τῇ τικτούσῃ·

Δ Βασ. 19,3               Εκείνοι του είπαν· “αυτά λέγει ο Εζεκίας· Η σημερινή ημέρα είναι ημέρα θλίψεως, θείας τιμωρίας, ημέρα εκρήξεως οργής του Θεού, διότι οι Ισραηλίται δοκιμάζουν οδύνην, ομοίαν προς εκείνην, την οποίαν δοκιμάζει η γυναίκα που γεννά, άλλα δεν έχει την δύναμιν να γεννήση.

Δ Βασ. 19,4        εἴ πως εἰσακούσεται Κύριος ὁ Θεός σου πάντας τοὺς λόγους Ῥαψάκου, ὃν ἀπέστειλεν αὐτὸν βασιλεὺς Ἀσσυρίων ὁ κύριος αὐτοῦ ὀνειδίζειν Θεὸν ζῶντα καὶ βασφημεῖν ἐν λόγοις, οἷς ἤκουσε Κύριος ὁ Θεός σου, καὶ λήψῃ προσευχὴν περὶ τοῦ λείμματος τοῦ εὑρισκομένου.

Δ Βασ. 19,4               Παρακάλεσε τον Θεόν δια την σωτηρίαν μας. Ισως ο Κυριος ακούση τους κομπαστικούς λόγους του Ραψάκου, που τον έστειλεν ο βασιλεύς των Ασσυρίων, δια να χλευάση τον αληθινόν Θεόν και τον βλασφημήση με τους λόγους, τους οποίους ήκουσε Κυριος ο Θεός σου. Αυτός ίσως ακούση την προσευχήν σου και θα σώση τους απολειφθέντας εις την Ιερουσαλήμ Ιουδαίους”.

Δ Βασ. 19,5        καὶ ἦλθον οἱ παῖδες τοῦ βασιλέως Ἐζεκίου πρὸς Ἡσαΐαν,

Δ Βασ. 19,5               Οι απεσταλμένοι του βασιλέως Εζεκίου ήλθαν και είπαν στον Ησαΐαν αυτά.

Δ Βασ. 19,6        καὶ εἶπεν αὐτοῖς Ἡσαΐας· τάδε ἐρεῖτε πρὸς τὸν κύριον ὑμῶν· τάδε λέγει Κύριος· μὴ φοβηθῇς ἀπὸ τῶν λόγων, ὧν ἤκουσας, ὧν ἐβλασφήμησαν τὰ παιδάρια βασιλέως Ἀσσυρίων·

Δ Βασ. 19,6               Ο Ησαΐας τους απήντησε· “αυτά να πητε στον κύριόν σας· αυτά λέγει ο Κυριος· Να μη φοβηθής από τους λόγους, τους οποίους, ήκουσες και δια των οποίων οι δούλοι του βασιλέως των Ασσυρίων εβλασφήμησαν τον Θεόν.

Δ Βασ. 19,7        ἰδοὺ ἐγὼ δίδωμι ἐν αὐτῷ πνεῦμα, καὶ ἀκούσεται ἀγγελίαν καὶ ἀποστραφήσεται εἰς τὴν γῆν αὐτοῦ, καὶ καταβαλῶ αὐτὸν ἐν ῥομφαίᾳ ἐν τῇ γῇ αὐτοῦ.

Δ Βασ. 19,7               Ιδού εγώ δημιουργώ εντός αυτού τέτοιαν ψυχικήν διάθεσιν, ώστε θα ακούση κάποιαν αγγελίαν και θα αναγκασθή να επιστρέψη εις την πατρίδα του. Εκεί δε θα εξοντώσω αυτόν δια ρομφαίας”.

Δ Βασ. 19,8        Καὶ ἐπέστρεψε Ῥαψάκης, καὶ εὗρε τὸν βασιλέα Ἀσσυρίων πολεμοῦντα ἐπὶ Λοβνά, ὅτι ἤκουσεν ὅτι ἀπῇρεν ἐκ Λαχίς.

Δ Βασ. 19,8               Ο Ραψάκης επέστρεψεν από την Ιερουσαλήμ και συνήντησε τον βασιλέα των Ασσυρίων πολεμούντα εις την πάλιν Λοβνά. Είχε πληροφορηθή, ότι ο βασιλεύς των Ασσυρίων είχεν αναχωρήσει από την Λαχίς.

 

                                    Η καυχησιολογία του Σενναχηρίμ και η προσευχή του Εζεκία

Δ Βασ. 19,9        καὶ ἤκουσε περὶ Θαρακὰ βασιλέως Αἰθιόπων λέγων· ἰδοὺ ἐξῆλθε πολεμεῖν μετὰ σοῦ. καὶ ἐπέστρεψε καὶ ἀπέστειλεν ἀγγέλους πρὸς Ἐζεκίαν λέγων·

Δ Βασ. 19,9               Ο βασιλεύς της Ασσυρίας εβάδισεν εις Λοβνά, διότι ήκουσε να του λέγουν, ότι ο Θαρακά, ο βασιλεύς των Αιθιόπων, ιδού εκστρατεύει να πολεμήση εναντίον σου. Ο Σενναχηρίμ στραφείς εναντίον του Θαρακά έστειλεν αγγελιαφόρους προς τον Εζεκίαν και του είπεν·

Δ Βασ. 19,10      μὴ ἐπαιρέτω σε ὁ Θεός σου, ἐφ᾿ ᾧ σὺ πέποιθας ἐπ᾿ αὐτῷ λέγων· οὐ μὴ παραδοθῇ Ἱερουσαλὴμ εἰς χεῖρας βασιλέως Ἀσσυρίων.

Δ Βασ. 19,10             “μη σε κάνη να αλαζονεύεσαι ο Θεός σου, στον οποίον είχες στηρίξει την πεποίθησίν σου λέγων· Οτι δεν θα παραδοθή η Ιερουσαλήμ εις τα χέρια του βασιλέως των Ασσυρίων.

Δ Βασ. 19,11      ἰδοὺ σὺ ἤκουσας πάντα ὅσα ἐποίησαν βασιλεῖς Ἀσσυρίων πάσαις ταῖς γαίαις τοῦ ἀναθεματίσαι αὐτάς, καὶ σὺ ῥυσθήσῃ;

Δ Βασ. 19,11              Ιδού, συ επληροφορήθης καλώς όλα όσα έκαμαν οι βασιλείς των Ασσυρίων εναντίον όλων των χωρών, τας οποίας παρέδωσαν εις την καταστροφήν. Και συ νομίζεις ότι θα γλυτώσης;

Δ Βασ. 19,12      μὴ ἐξαιρούμενοι ἐξείλαντο αὐτοὺς οἱ θεοὶ τῶν ἐθνῶν, οὓς διέφθειραν οἱ πατέρες μου, τήν τε Γωζὰν καὶ τὴν Χαῤῥὰν καὶ τὴν Ῥαφὶς καὶ υἱοὺς Ἐδὲμ τοὺς ἐν Θαεσθέν;

Δ Βασ. 19,12             Μηπως, τάχα, οι θεοί εκείνων, τους οποίους οι πατέρες μας κατέστρεψαν, τους εγλύτωσαν; Και συγκεκριμένως μήπως εγλύτωσαν την Γωζάν, την Χαρράν, την Ραφίς και τους υιούς Εδέμ, οι οποίοι ευρίσκοντο εις Θαεσθέν;

Δ Βασ. 19,13      ποῦ ἐστιν ὁ βασιλεὺς Αἰμὰθ καὶ ὁ βασιλεὺς Ἀρφάδ; καὶ ποῦ ἐστι βασιλεὺς τῆς πόλεως Σεπφαρουαΐν Ἀνὰ καὶ Ἀβά;

Δ Βασ. 19,13             Που είναι ο βασιλεύς της Αιμάθ και ο βασιλεύς της Αρφάδ; Και που είναι ο βασιλεύς της πόλεως Σεπφαρουαΐν, Ανά και Αβά;”

Δ Βασ. 19,14      καὶ ἔλαβεν Ἐζεκίας τὰ βιβλία ἐκ χειρὸς τῶν ἀγγέλων καὶ ἀνέγνω αὐτά· καὶ ἀνέβη εἰς οἶκον Κυρίου καὶ ἀνέπτυξεν αὐτὰ Ἐζεκίας ἐναντίον Κυρίου

Δ Βασ. 19,14             Ο Εζεκίας έλαβε την επιστολήν από τα χέρια των αγελιαφόρων και την ανέγνωσε. Ανέβη δε αμέσως στον ναόν του Κυρίου και εξεδίπλωσε την επιστολήν ενώπιον του Κυρίου,

Δ Βασ. 19,15      καὶ εἶπε· Κύριε ὁ Θεὸς Ἰσραὴλ ὁ καθήμενος ἐπὶ τῶν Χερουβίμ, σὺ εἶ ὁ Θεὸς μόνος ἐν πάσαις ταῖς βασιλείαις τῆς γῆς, σὺ ἐποίησας τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν.

Δ Βασ. 19,15             και είπε· “Κυριε ο Θεός του Ισραήλ ο καθήμενος επάνω εις τα Χερουβίμ, συ είσαι ο μόνος Θεός εις όλας τας βασιλείας της γης. Συ εδημιούργησες τον ουρανόν και την γην.

Δ Βασ. 19,16      κλῖνον, Κύριε, τὸ οὖς σου καὶ ἄκουσον· ἄνοιξον, Κύριε, τοὺς ὀφθαλμούς σου καὶ ἰδὲ καὶ ἄκουσον τοὺς λόγους Σενναχηρίμ, οὓς ἀπέστειλεν ὀνειδίζειν Θεὸν ζῶντα.

Δ Βασ. 19,16             Κλίνε, Κυριε, το ους σου και άκουσε την προσευχήν μας. Ανοιξε, Κυριε, τους οφθαλμούς σου και ιδέ και άκουσε τους λόγους του Σενναχηρίμ, τους οποίους αυτός έστειλε, δια να χλευάση σε τον ζώντα Θεόν.

Δ Βασ. 19,17      ὅτι ἀληθείᾳ, Κύριε, ἠρήμωσαν βασιλεῖς Ἀσσυρίων τὰ ἔθνη

Δ Βασ. 19,17             Είναι αλήθεια, Κυριε, ότι οι βασιλείς των Ασσυρίων ερήμωσαν έθνη

Δ Βασ. 19,18      καὶ ἔδωκαν τοὺς θεοὺς αὐτῶν εἰς τὸ πῦρ, ὅτι οὐ θεοί εἰσιν, ἀλλ᾿ ἢ ἔργα χειρῶν ἀνθρώπων, ξύλα καὶ λίθοι, καὶ ἀπώλεσαν αὐτούς.

Δ Βασ. 19,18             και παρέδωκαν τους ειδωλολατρικούς θεούς εκείνων εις την φωτιάν, διότι δεν είναι θεοί πραγματικοί, αλλά έργα χειρών ανθρώπων, ξύλα και λίθοι, δι' αυτό δε και τους κατέστρεψαν.

Δ Βασ. 19,19      καὶ νῦν, Κύριε ὁ Θεὸς ἡμῶν, σῶσον ἡμᾶς ἐκ χειρὸς αὐτοῦ καὶ γνώσονται πᾶσαι αἱ βασιλεῖαι τῆς γῆς, ὅτι σὺ Κύριος ὁ Θεὸς μόνος.

Δ Βασ. 19,19             Αλλά τώρα, Κυριε ο Θεός ημών, σώσε μας από τα χέρια αυτού και έτσι θα μάθουν όλαι αι βασίλειαι της γης, ότι συ είσαι ο μοναδικός Θεός”.

 

                                    Η απάντηση του Θεού στον Εζεκία

Δ Βασ. 19,20      Καὶ ἀπέστειλεν Ἡσαΐας υἱὸς Ἀμὼς πρὸς Ἐζεκίαν λέγων· τάδε λέγει Κύριος ὁ Θεὸς τῶν δυνάμεων Θεὸς Ἰσραήλ· ἃ προσηύξω πρός με περὶ Σενναχηρὶμ βασιλέως Ἀσσυρίων, ἤκουσα.

Δ Βασ. 19,20            Ο Ησαΐας, ο υιός Αμώς, έστειλε προς τον Εζεκίαν απεσταλμένον του και του είπεν· “αυτά λέγει Κυριος ο Θεός των δυνάμεων, ο Θεός του Ισραήλ· Ηκουσα την προσευχήν, την οποίαν απηύθυνες προς εμέ δια τον Σενναχηρίμ, βασιλέα των Ασσυρίων.

Δ Βασ. 19,21      οὖτος ὁ λόγος, ὃν ἐλάλησε Κύριος ἐπ᾿ αὐτόν· ἐξουδένωσέ σε καὶ ἐμυκτήρισέ σε παρθένος θυγάτηρ Σιών, ἐπὶ σοὶ κεφαλὴν αὐτῆς ἐκίνησε θυγάτηρ Ἱερουσαλήμ.

Δ Βασ. 19,21             Αυτός είναι ο λόγος, τον οποίον είπεν ο Κυριος εναντίον του Σενναχηρίμ· Σε εξηυτέλισε και σε εχλεύασεν η μικρά αυτή κόρη Σιών. Εκίνησεν εις βάρος σου εμπαικτικά την κεφαλήν της η θυγάτηρ Ιερουσαλήμ”.

Δ Βασ. 19,22      τίνα ὠνείδισας καὶ τίνα ἐβλασφήμησας; καὶ ἐπὶ τίνα ὕψωσας φωνήν; καὶ ᾖρας εἰς ὕψος τοὺς ὀφθαλμούς σου εἰς τὸν ἅγιον τοῦ Ἰσραήλ.

Δ Βασ. 19,22            Είπε δε κατ' ευθείαν προς τον Σενναχηρίμ ο Θεός· “Ποίον εχλεύασες και ύβρισες; Εναντίον τίνος ύψωσες αλαζονικήν την φωνήν σου; Υπερηφανεύθης και ύψωσες τα μάτια σου εναντίον του αγίου τόπου του Ισραηλιτικού λαού.

Δ Βασ. 19,23      ἐν χειρὶ ἀγγέλων σου ὠνείδισας Κύριον καὶ εἶπας· ἐν τῷ πλήθει τῶν ἁρμάτων μου ἐγὼ ἀναβήσομαι εἰς ὕψος ὀρέων, μηροὺς τοῦ Λιβάνου, καὶ ἔκοψα τὸ μέγεθος τῆς κέδρου αὐτοῦ, τὰ ἐκλεκτὰ κυπαρίσσων αὐτοῦ, καὶ ἦλθον εἰς μέσον δρυμοῦ καὶ Καρμήλου.

Δ Βασ. 19,23            Δια των αγγελιαφόρων σου ύβρισες τον Κυριον και είπες· Εγώ με το πλήθος των πολεμικών μου αρμάτων θα αναβώ εις τα ύψη των ορέων, εις τις πλαγιές του Λιβάνου. Εκοψα τα μεγαλύτερα κέδρα, τα εκλεκτά από τα κυπαρίσσια αυτού, ήλθα εις τας λόχμας και στο όρος του Καρμήλου.

Δ Βασ. 19,24      ἐγὼ ἔψυξα καὶ ἔπιον ὕδατα ἀλλότρια καὶ ἐξηρήμωσα τῷ ἴχνει τοῦ ποδός μου πάντας ποταμοὺς περιοχῆς.

Δ Βασ. 19,24            Εγώ έπια και εξήρανα ξένα ύδατα. Οπου επέρασαν τα πόδια μου, εξήρανα όλους τους μεγάλους ποταμούς.

Δ Βασ. 19,25      ἔπλασα αὐτήν, συνήγαγον αὐτήν, καὶ ἐγενήθη εἰς ἐπάρσεις ἀποικεσιῶν μαχίμων, πόλεις ὀχυράς.

Δ Βασ. 19,25            Εγώ έπλασα την γην. Την έκλεισα εις τα χέρια μου και έγιναν ιδικά μου υψώματα μαχίμων στρατιωτών και πόλεις οχυραί.

Δ Βασ. 19,26      καὶ οἱ ἐνοικοῦντες ἐν αὐταῖς ἠσθένησαν τῇ χειρί, ἔπτηξαν καὶ κατῃσχύνθησαν, ἐγένοντο χόρτος ἀγροῦ ἢ χλωρὰ βοτάνη, χλόη δωμάτων καὶ πάτημα ἀπέναντι ἑστηκότος.

Δ Βασ. 19,26            Ετσι οι κάτοικοι των χωρών αυτών ησθένησαν εμπρός εις την δύναμίν μου. Ετρόμαξαν, κατεντροπιάσθησαν. Εγιναν χορτάρι του αγρού σαν χλωρή βοτάνη, χλόη δωμάτων, ποδοπάτημα του κάθε διαβάτου.

Δ Βασ. 19,27      καὶ τὴν καθέδραν σου καὶ τὴν ἔξοδόν σου ἔγνων καὶ τὸν θυμόν σου ἐπ᾿ ἐμέ,

Δ Βασ. 19,27            Γνωρίζω εγώ πότε κάθεσαι στο σπίτι σου και πότε βγαίνεις. Ολην σου την ζωήν γνωρίζω, όπως και τον θυμόν σου εναντίον μου.

Δ Βασ. 19,28      διὰ τὸ ὀργισθῆναί σε ἐπ᾿ ἐμὲ καὶ τὸ στρῆνός σου ἀνέβη ἐν τοῖς ὠσί μου καὶ θήσω τὰ ἄγκιστρά μου ἐν τοῖς μυκτῆρσί σου καὶ χαλινὸν ἐν τοῖς χείλεσί σου καὶ ἀποστρέψω σε ἐν τῇ ὁδῷ, ᾗ ἦλθες ἐν αὐτῇ.

Δ Βασ. 19,28            Επειδή ωργίσθης εναντίον μου και η αλαζονία σου έφθασεν έως τα αυτιά μου, θα βάλω τα αγκίστριά μου στους ρώθωνάς σου και χαλινόν εις τα χείλη σου και θα σε σύρω με αυτά, δια να σε επαναφέρω εις την οδόν, από την οποίαν ήλθες”.

Δ Βασ. 19,29      καὶ τοῦτόν σοι τὸ σημεῖον· φάγε τοῦτον τὸν ἐνιαυτὸν αὐτόματα καὶ τῷ ἔτει τῷ δευτέρῳ τὰ ἀνατέλλοντα· καὶ ἔτει τῷ τρίτῳ σπορὰ καὶ ἄμητος καὶ φυτεία ἀμπελώνων, καὶ φάγεσθε τὸν καρπὸν αὐτῶν.

Δ Βασ. 19,29            Επειτα ο Θεός είπε προς τον Εζεκίαν· “σημείον ότι θα γίνη αυτό στον Σενναχηρίμ είναι τούτο. Αυτό το έτος θα φάγετε όσα αυτομάτως παρήχθησαν στους αγρούς σας. Κατά το δεύτερον έτος θα φάγετε ο,τι άλλο αυτομάτως θα φυτρώση και θα καρποφορήση. Κατά δε το τρίτον έτος θα υπάρξη σπορά και θερισμός και φύτευμα αμπελώνων και θα φάγετε και θα χορτάσετε από τους καρπούς αυτών.

Δ Βασ. 19,30      καὶ προσθήσει τὸν διασεσωσμένον οἴκου Ἰούδα τὸ ὑπολειφθὲν ῥίζαν κάτω καὶ ποιήσει καρπὸν ἄνω.

Δ Βασ. 19,30            Οσοι από την φυλήν Ιούδα διασωθούν από την καταστροφήν και εναπομείνουν, θα ρίξουν ρίζες εις την γην, θα αποκτήσουν καρπόν κοιλίας, δηλαδή τέκνα, και θα ευτυχήσουν.

Δ Βασ. 19,31      ὅτι ἐξ Ἱερουσαλὴμ ἐξελεύσεται κατάλειμμα καὶ ἀνασῳζόμενος ἐξ ὄρους Σιών· ὁ ζῆλος Κυρίου τῶν δυνάμεων ποιήσει τοῦτο.

Δ Βασ. 19,31             Διότι οπωσδήποτε από την Ιερουσαλήμ θα εξέλθουν υπολειφθέντες Ιουδαίοι και από το όρος Σιών θα υπάρξουν άνθρωποι, που θα έχουν διασωθή. Αυτό θα πραγματοποιήση η αγάπη του Θεού προς τον λαόν του.

Δ Βασ. 19,32      οὐχ οὕτως; τάδε λέγει Κύριος πρὸς βασιλέα Ἀσσυρίων· οὐκ εἰσελεύσεται εἰς τὴν πόλιν ταύτην καὶ οὐ τοξεύσει ἐκεῖ βέλος, καὶ οὐ προφθάσει αὐτὴν θυρεός, καὶ οὐ μὴ ἐκχέῃ πρὸς αὐτὴν πρόσχωμα·

Δ Βασ. 19,32            Ετσι δεν είναι; Διότι αυτά λέγει ο Κυριος προς τον βασιλέα των Ασσυρίων· Δεν θα εισέλθη αυτός εις την πόλιν Ιερουσαλήμ ούτε και ένα βέλος δεν θα τοξεύση εναντίον της. Κανείς ασπιδοφόρος δεν θα προλάβη να πλησίαση αιφνιδίως προς αυτήν. Ούτε και γύρω από το τείχος της θα υψωθούν προχώματα και πολιορκητικαί μηχαναί.

Δ Βασ. 19,33      τῇ ὁδῷ, ᾗ ἦλθεν, ἐν αὐτῇ ἀποστραφήσεται καὶ εἰς τὴν πόλιν ταύτην οὐκ εἰσελεύσεται, λέγει Κύριος,

Δ Βασ. 19,33             Τον δρόμον, από τον οποίον αυτός ήλθε, θα ακολουθήση πάλιν και θα επιστρέψη εις την πατρίδα του. Αλλά εις την πόλιν αυτήν δεν θα εισέλθη, λέγει ο Κυριος.

Δ Βασ. 19,34      καὶ ὑπερασπιῶ ὑπὲρ τῆς πόλεως ταύτης δι᾿ ἐμὲ καὶ διὰ Δαυὶδ τὸν δοῦλόν μου.

Δ Βασ. 19,34            Εγώ θα υπερασπίσω την πόλιν αυτήν δι' εμέ αυτόν και προς χάριν του δούλου μου Δαυίδ”.

 

                                    Η καταστροφή του Σενναχηρίμ

Δ Βασ. 19,35      Καὶ ἐγένετο ἕως νυκτὸς καὶ ἐξῆλθεν ἄγγελος Κυρίου καὶ ἐπάταξεν ἐν τῇ παρεμβολῇ Ἀσσυρίων ἑκατὸν ὀγδοηκονταπέντε χιλιάδας· καὶ ὤρθρισαν τὸ πρωΐ, καὶ ἰδοὺ πάντες σώματα νεκρά.

Δ Βασ. 19,35             Ετσι δε ακριβώς και έγινε, διότι κατά την νύκτα εκείνην εξήλθεν από τον Θεόν τιμωρός άγγελος, ο οποίος εθανάτωσεν από το στρατόπεδον των Ασσυρίων εκατόν ογδοήκοντα πέντε χιλιάδες άνδρες. Οι διασωθέντες ηγέρθησαν το πρωί και είδαν όλα τα νεκρά σώματα.

Δ Βασ. 19,36      καὶ ἀπῇρε καὶ ἐπορεύθη καὶ ἀπέστρεψε Σενναχηρὶμ βασιλεὺς Ἀσσυρίων καὶ ᾤκησεν ἐν Νινευῆ.

Δ Βασ. 19,36            Ο Σενναχηρίμ ο βασιλεύς των Ασσυρίων ανεχώρησεν, επορεύθη και επέστρεψεν εις την χώραν του. Κατώκησε δε εις την Νινευή.

Δ Βασ. 19,37      καὶ ἐγένετο αὐτοῦ προσκυνοῦντος ἐν οἴκῳ Νεσερὰχ θεοῦ αὐτοῦ καὶ Ἀδραμέλεχ καὶ Σαρασάρ, οἱ υἱοὶ αὐτοῦ ἐπάταξαν αὐτὸν ἐν μαχαίρᾳ, καὶ αὐτοὶ ἐσώθησαν εἰς γῆν Ἀραράθ· καὶ ἐβασίλευσεν Ἀσορδὰν ὁ υἱὸς αὐτοῦ ἀντ᾿ αὐτοῦ.

Δ Βασ. 19,37             Αλλά, όταν αυτός προσεκύνει στον ναόν του Νεσεράχ, ιδικού του θεού, ο Αδραμέλεχ και ο Σαλασάρ, τα παιδιά του, τον εδολοφόνησαν δια μαχαίρας. Αυτοί δε διέφυγαν και εσώθησαν εις την χώραν Αραράθ. Αντί δε αυτού εβασίλευσεν ο υιός του, ο Ασορδάν.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 20- ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΕΖΕΚΙΑ - ΠΡΟΑΝΑΓΓΕΛΙΑ ΣΥΜΦΟΡΩΝ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΡΟΦ. ΗΣΑΪΑ

                                    Η ασθένεια του Εζεκία

Δ Βασ. 20,1        Ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις ἠῤῥώστησεν Ἐζεκίας εἰς θάνατον. καὶ εἰσῆλθε πρὸς αὐτὸν Ἡσαΐας υἱὸς Ἀμὼς ὁ προφήτης καὶ εἶπε πρὸς αὐτόν· τάδε λέγει Κύριος· ἔντειλαι τῷ οἴκῳ σου, ὅτι ἀποθνήσκεις σὺ καὶ οὐ ζήσῃ.

Δ Βασ. 20,1               Κατά τας ημέρας εκείνας αρρώστησεν ο Εζεκίας σοβαράν ασθένειαν προς θάνατον. Ηλθε προς αυτόν ο Ησαΐας, ο υιός του Αμώς ο προφήτης, και του είπε· “αυτά λέγει ο Κυριος· Τακτοποίησε τας υποθέσστου οίκου σου, διότι θα αποθάνης και δεν θα ζήσης”.

Δ Βασ. 20,2        καὶ ἀπέστρεψεν Ἐζεκίας πρὸς τὸν τοῖχον καὶ ηὔξατο πρὸς Κύριον λέγων·

Δ Βασ. 20,2              Ο Εζεκίας κλινήρης, καθώς ήτο, εστράφη προς τον τοίχον, προσηυχήθη και είπε προς τον Κυριον·

Δ Βασ. 20,3        Κύριε, μνήσθητι δὴ ὅσα περιεπάτησα ἐνώπιόν σου ἐν ἀληθείᾳ καὶ καρδίᾳ πλήρει καὶ τὸ ἀγαθὸν ἐν ὀφθαλμοῖς σου ἐποίησα. καὶ ἔκλαυσεν Ἐζεκίας κλαυθμῷ μεγάλῳ.

Δ Βασ. 20,3              “Κυριε, ενθυμήσου, σε παρακαλώ, ότι επορεύθην ενώπιόν σου σύμφωνα με την αληθινήν πίστιν και με ακεραιότητα καρδίας. Επραξα δε το αγαθόν και ευάρεστον ενώπιόν σου”. Επειτα έκλαυσεν ο Εζεκίας πάρα πολύ.

Δ Βασ. 20,4        καὶ ἦν Ἡσαΐας ἐν τῇ αὐλῇ τῇ μέσῃ, καὶ ῥῆμα Κυρίου ἐγένετο πρὸς αὐτὸν λέγων·

Δ Βασ. 20,4              Την ώραν εκείνην ο Ησαΐας ευρίσκετο εις την αυλήν του ανακτόρου και ήκουσε τον Κυριον να ομιλή προς αυτόν και να του λέγη·

Δ Βασ. 20,5        ἐπίστρεψον καὶ ἐρεῖς πρὸς Ἐζεκίαν τὸν ἡγούμενον τοῦ λαοῦ μου· τάδε λέγει Κύριος ὁ Θεὸς Δαυὶδ τοῦ πατρός σου· ἤκουσα τῆς προσευχῆς σου, εἶδον τὰ δάκρυά σου· ἰδοὺ ἐγὼ ἰάσομαί σε, τῇ ἡμέρᾳ τῇ τρίτῃ ἀναβήσῃ εἰς οἶκον Κυρίου·

Δ Βασ. 20,5              “ξαναγύρισε στον Εζεκίαν, τον αρχηγόν του λαού μου, και είπε προς αυτόν. Αυτά λέγει Κυριος ο Θεός του Δαυίδ του προγόνου σου· Ηκουσα την προσευχήν σου, είδα τα δάκρυά σου. Ιδού εγώ, θα σε θεραπεύσω και κατά την τρίτην ημέραν θα ανέλθης υγιής στον ναόν του Κυρίου σου.

Δ Βασ. 20,6        καὶ προσθήσω ἐπὶ τὰς ἡμέρας σου πεντεκαίδεκα ἔτη καὶ ἐκ χειρὸς βασιλέως Ἀσσυρίων σώσω σε καὶ τὴν πόλιν ταύτην καὶ ὑπερασπιῶ ὑπὲρ τῆς πόλεως ταύτης δι᾿ ἐμὲ καὶ διὰ Δαυὶδ τὸν δοῦλόν μου.

Δ Βασ. 20,6              Θα προσθέσω εις την ζωήν σου δεκαπέντε ακόμη έτη. Θα σώσω σε και την πόλιν Ιερουσαλήμ από την εξουσίαν του βασιλέως των Ασσυρίων, θα υπερασπίσω την πόλιν αυτήν δια την δόξαν μου και προς χάριν του δούλου μου του Δαυίδ”.

Δ Βασ. 20,7        καὶ εἶπε· λαβέτωσαν παλάθην σύκων καὶ ἐπιθέτωσαν ἐπὶ τὸ ἕλκος, καὶ ὑγιάσει.

Δ Βασ. 20,7              Ο προφήτης Ησαΐας προσέθεσε· “ας πάρουν ένα κατάπλασμα από πολτόν σύκων και ας θέσουν αυτό επάνω στο έλκος της πληγής του και αυτό θα τον θεραπεύση”.

Δ Βασ. 20,8        καὶ εἶπεν Ἐζεκίας πρὸς Ἡσαΐαν· τί τὸ σημεῖον ὅτι ἰάσεταί με Κύριος καὶ ἀναβήσομαι εἰς οἶκον Κυρίου τῇ ἡμέρᾳ τῇ τρίτῃ;

Δ Βασ. 20,8              Ο Εζεκίας ηρώτησε τον Ησαΐαν· “ποιό είναι το σημείον, που θα με πείση ότι πράγματι ο Κυριος θα με θεραπεύση και εγώ υγιής θα αναβώ στον ναόν του Κυρίου κατά την τρίτην ημέραν;”

Δ Βασ. 20,9        καὶ εἶπεν Ἡσαΐας· τοῦτο τὸ σημεῖον παρὰ Κυρίου, ὅτι ποιήσει Κύριος τὸν λόγον, ὃν ἐλάλησε· πορεύσεται ἡ σκιὰ δέκα βαθμούς, ἐὰν ἐπιστρέψῃ δέκα βαθμούς.

Δ Βασ. 20,9              Απήντησεν ο Ησαΐας· “αυτό είναι το σημείον εκ μέρους του Κυρίου, ότι δηλαδή αυτός θα πραγματοποιήση την υπόσχεσιν, την οποίαν έδωσε. Η σκια του ηλιακού ωρολογίου θα προχωρήση δέκα βαθμούς εμπρός η δέκα βαθμούς οπίσω”.

Δ Βασ. 20,10      καὶ εἶπεν Ἐζεκίας· κοῦφον τὴν σκιὰν κλῖναι δέκα βαθμούς· οὐχί, ἀλλ᾿ ἐπιστραφήτω ἡ σκιὰ ἐν τοῖς ἀναβαθμοῖς δέκα βαθμοὺς εἰς τὰ ὀπίσω.

Δ Βασ. 20,10            Ο Εζεκίας απήντησε· “μικρόν είναι, εάν η σκια προχωρήση δέκα βαθμούς εμπρός. Θαυμαστόν και καταπληκτικόν είναι, εάν η σκια υποχωρήση προς τα οπίσω δέκα βαθμούς”.

Δ Βασ. 20,11      καὶ ἐβόησεν Ἡσαΐας ὁ προφήτης πρὸς Κύριον, καὶ ἐπέστρεψεν ἡ σκιὰ ἐν τοῖς ἀναβαθμοῖς εἰς τὰ ὀπίσω δέκα βαθμούς.

Δ Βασ. 20,11             Ο Ησαΐας παρεκάλεσε και δια τούτο τον Κυριον. Και ιδού, ότι η σκια επέστρεψεν εις τα σκαλοπάτια δέκα βαθμούς οπίσω.

 

                                    Προαναγγελία συμφορών από τον προφήτη Ησαΐα - Το τέλος του Εζεκία

Δ Βασ. 20,12      ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ ἀπέστειλε Μαρωδὰχ Βαλαδὰν υἱὸς Βαλαδὰν βασιλεὺς Βαβυλῶνος βιβλία καὶ μαναὰ πρὸς Ἐζεκίαν, ὅτι ἤκουσεν ὅτι ἠῤῥώστησεν Ἐζεκίας.

Δ Βασ. 20,12            Κατά τον καιρόν εκείνον έστειλεν ο Μαρωδάχ Βαλαδάν, υιός του Βαλαδάν βασιλέως της Βαβυλώνος, γράμματα και δώρα προς τον Εζεκίαν, διότι είχε πληροφορηθή ότι ο Εζεκίας ησθένησεν.

Δ Βασ. 20,13      καὶ ἐχάρη ἐπ᾿ αὐτοῖς Ἐζεκίας καὶ ἔδειξεν αὐτοῖς ὅλον τὸν οἶκον τοῦ νεχωθά, τὸ ἀργύριον καὶ τὸ χρυσίον, τὰ ἀρώματα καὶ τὸ ἔλαιον τὸ ἀγαθόν, καὶ τὸν οἶκον τῶν σκευῶν καὶ ὅσα ηὑρέθη ἐν τοῖς θησαυροῖς αὐτοῦ· οὐκ ἦν λόγος, ὃν οὐκ ἔδειξεν αὐτοῖς Ἐζεκίας ἐν τῷ οἴκῳ αὐτοῦ καὶ ἐν πάσῃ τῇ ἐξουσίᾳ αὐτοῦ.

Δ Βασ. 20,13            Ο Εζεκίας εχάρη δι' όλα αυτά και έδειξεν στους απεσταλμένους όλον τον οίκον των θησαυρών του, το αργύριον, το χρυσίον, τα αρώματα, το πολύτιμον έλαιον, την αίθουσαν των όπλων και όσα υπήρχον εις τα θησαυροφυλάκιά του. Δεν υπήρξε πράγμα, το οποίον δεν έδειξεν εις αυτούς ο Εζεκίας τόσον στο ανάκτορόν του όσον και εις όλην την χώραν, που ήτο υπό την εξουσίαν του.

Δ Βασ. 20,14      καὶ εἰσῆλθεν Ἡσαΐας ὁ προφήτης πρὸς τὸν βασιλέα Ἐζεκίαν καὶ εἶπε πρὸς αὐτόν· τί ἐλάλησαν οἱ ἄνδρες οὗτοι καί πόθεν ἥκασι πρός σε; καὶ εἶπεν Ἐζεκίας· ἐκ γῆς πόῤῥωθεν ἥκασι πρός με, ἐκ Βαβυλῶνος.

Δ Βασ. 20,14            Ο προφήτης Ησαΐας ήλθε προς τον βασιλέα Εζεκίαν και του είπε· “τι είπαν οι άνδρες αυτοί και από που έχουν έλθει προς σέ;” Ο Εζεκίας απήντησεν· “ήλθαν αυτοί από μακρυνήν χώραν, από την Βαβυλώνα”.

Δ Βασ. 20,15      καὶ εἶπε· τί εἶδον ἐν τῷ οἴκῳ σου; καὶ εἶπε· πάντα, ὅσα ἐν τῷ οἴκῳ μου εἶδον, οὐκ ἦν ἐν τῷ οἴκῳ μου, ὃ οὐκ ἔδειξα αὐτοῖς, ἀλλὰ καὶ τὰ ἐν τοῖς θησαυροῖς μου.

Δ Βασ. 20,15            Ο Ησαΐας τον ηρώτησε· “τι είδαν στο ανάκτορόν σου;” Και ο Εζεκίας απήντησεν· “όλα όσα υπάρχουν στο ανάκτορόν μου τα είδον. Δεν έμεινε τίποτε, τα οποίον να μη τους έχω δείξει. Ακόμη δε είδον και όλα όσα υπάρχουν εις τα θησαυροφυλάκιά μου”.

Δ Βασ. 20,16      καὶ εἶπεν Ἡσαΐας πρὸς Ἐζεκίαν· ἄκουσον λόγον Κυρίου·

Δ Βασ. 20,16            Ο Ησαΐας είπε προς τον Εζεκίαν· “άκουσε τώρα τον λόγον του Κυρίου·

Δ Βασ. 20,17      ἰδοὺ ἡμέραι ἔρχονται καὶ ληφθήσεται πάντα τὰ ἐν οἴκῳ σου καὶ ὅσα ἐθησαύρισαν οἱ πατέρες σου ἕως τῆς ἡμέρας ταύτης εἰς Βαβυλῶνα· καὶ οὐχ ὑπολειφθήσεται ῥῆμα, ὃ εἶπε Κύριος·

Δ Βασ. 20,17            Ιδού, έρχονται ημέραι, κατά τας οποίας θα λαφυραγωγηθούν όλα όσα απεθησαύρισαν οι πατέρες σου και απέθεσαν στον οίκον σου έως την ημέραν αυτήν. Και θα μεταφερθούν εις την Βαβυλώνα. Τιποτε δεν θα μείνη απραγματοποίητον από εκείνα, τα οποία είπεν ο Κυριος.

Δ Βασ. 20,18      καὶ οἱ υἱοί σου, οἳ ἐξελεύσονται ἐκ σοῦ, οὓς γεννήσεις λήψεται, καὶ ἔσονται εὐνοῦχοι ἐν τῷ οἴκῳ τοῦ βασιλέως Βαβυλῶνος.

Δ Βασ. 20,18            Και τα παιδιά σου ακόμη, τα οποία θα γεννηθούν από σέ, θα συλληφθούν αιχμάλωτοι και θα γίνουν ευνούχοι στον βασιλέα της Βαβυλώνος”.

Δ Βασ. 20,19      καὶ εἶπεν Ἐζεκίας πρὸς Ἡσαΐαν· ἀγαθὸς ὁ λόγος Κυρίου, ὃν ἐλάλησεν· ἔστω εἰρήνη ἐν ταῖς ἡμέραις μου.

Δ Βασ. 20,19            Ο Εζεκίας είπε προς τον Ησαΐαν· “καλός είναι ο λόγος, τον οποίον είπεν ο Κυριος. Ας είναι τουλάχιστον ειρήνη κατά το διάστημα της ιδικής μου ζωής”.

Δ Βασ. 20,20      καὶ τὰ λοιπὰ τῶν λόγων Ἐζεκίου καὶ πᾶσα ἡ δυναστεία αὐτοῦ, καὶ ὅσα ἐποίησε, τὴν κρήνην καὶ τὸν ὑδραγωγὸν καὶ εἰσήγαγε τὸ ὕδωρ εἰς τὴν πόλιν, οὐχὶ ταῦτα γεγραμμένα ἐπὶ βιβλίῳ λόγων τῶν ἡμερῶν τοῖς βασιλεῦσιν Ἰούδα;

Δ Βασ. 20,20           Τα υπόλοιπα εκ των έργων του Εζεκίου και όλα τα κατορθώματά του και όσα έκαμεν, η πηγή, το υδραγωγείον, οι σωλήνες του υδραγωγείου, δια των οποίων έφερεν ύδωρ εις την πόλιν, όλα αυτά είναι γραμμένα στο βιβλίον των έργων των βασιλέων του Ιούδα.

Δ Βασ. 20,21      καὶ ἐκοιμήθη Ἐζεκίας μετὰ τῶν πατέρων αὐτοῦ καὶ ἐβασίλευσε Μανασσῆς υἱὸς αὐτοῦ ἀντ᾿ αὐτοῦ.

Δ Βασ. 20,21            Ο Εζεκίας εκοιμήθη μετά των πατέρων αυτού και εβασίλευσεν αντ' αυτού ο υιός του ο Μανασσής.

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΑ

1

2

3

4

5

6

7

8

9

10

11

12

13

14

15

16

17

18

19

20

21

22

23

24

25