ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ

 

ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Γ'- ΚΕΦ. 12-16

 

 

Η ΔΙΑΣΠΑΣΗ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ - ΡΟΒΟΑΜ ΚΑΙ ΙΕΡΟΒΟΑΜ

Η ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΤΟΥ ΑΒΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΑΣΑ ΣΤΟΝ ΙΟΥΔΑ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12- Η ΔΙΑΣΠΑΣΗ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ- ΡΟΒΟΑΜ ΚΑΙ ΙΕΡΟΒΑΜ

                                    Ο Ροβοάμ σκληρός προς το λαό

Γ Βασ. 12,1        Καὶ πορεύεται βασιλεὺς Ῥοβοὰμ εἰς Σίκιμα, ὅτι εἰς Σίκιμα ἤρχοντο πᾶς Ἰσραὴλ βασιλεῦσαι αὐτόν.

Γ Βασ. 12,1                Ο βασιλεύς Ροβοάμ μετέβη εις την πόλιν Σικιμα, διότι εκεί είχον έλθει όλοι οι Ισραηλίται, δια να τον ανακηρύξουν ως βασιλέα των δώδεκα φύλων.

Γ Βασ. 12,2        [Καὶ ἐγένετο ὡς ἤκουσεν Ἱεροβοὰμ υἱὸς Ναβὰτ καὶ αὐτοῦ ἔτι ὄντος ἐν Αἰγύπτῳ, καὶ ἔφυγεν ἐκ προσώπου τοῦ βασιλέως Σαλωμὼν καὶ ἐπέστρεψεν Ἱεροβοὰμ ἐξ Αἰγύπτου,

Γ Βασ. 12,2               Ο Ιεροβοάμ, ο υιός του Ναβάτ, ο οποίος ήτο ακόμη εις την Αίγυπτον, όπου είχε καταφύγει δια να διαφύγη την οργήν του Σολομώντος, όταν επληροφορήθη αυτά τα γεγονότα, επέστρεψεν από την Αίγυπτον και ήλθεν εις την πατρίδα του.

Γ Βασ. 12,3        [καὶ ἀπέστειλαν καὶ ἐκάλεσαν αὐτὸν καὶ ἦλθεν Ἱεροβοὰμ καὶ πᾶσα ἡ ἐκκλησία Ἰσραήλ.] καὶ ἐλάλησεν ὁ λαὸς πρὸς τὸν βασιλέα Ῥοβοὰμ λέγοντες·

Γ Βασ. 12,3               Εστειλαν δε οι Ισραηλίται και προσεκάλεσαν αυτόν εις την συγκέντρωσίν των. Ο Ιεροβοάμ προσήλθε ποάγματι εκεί, όπου ήτο η συγκέντρωσις όλων των Ισραηλιτών. Αντιπρόσωποι δε όλου του λαού, και μάλιστα των δέκα φυλών, ωμίλησαν προς τον Ροβοάμ και του είπαν ·

Γ Βασ. 12,4        ὁ πατήρ σου ἐβάρυνε τὸν κλοιὸν ἡμῶν, καὶ σὺ νῦν κούφισον ἀπὸ τῆς δουλείας τοῦ πατρός σου τῆς σκληρᾶς καὶ ἀπὸ τοῦ κλοιοῦ αὐτοῦ τοῦ βαρέως, οὗ ἔδωκεν ἐφ᾿ ἡμᾶς, καὶ δουλεύσομέν σοι.

Γ Βασ. 12,4               “ο πατήρ σου κατεβάρυνεν ημάς με σκληρόν ζυγόν. Συ, σε παρακαλούμεν, ανακούφισέ μας τώρα από την σκληράν αυτήν δουλείαν, που μας είχεν επιβάλει ο πατήρ σου, και από τον βαρύν αυτόν ζυγόν, τον οποίον επέβαλεν εις ημάς. Ημείς δε προθύμως θα γίνωμεν δούλοι σου”.

Γ Βασ. 12,5        καὶ εἶπεν πρὸς αὐτούς· ἀπέλθετε ἕως ἡμερῶν τριῶν καὶ ἀναστρέψατε πρός με· καὶ ἀπῆλθον.

Γ Βασ. 12,5               Ο Ροβοάμ απάντησε προς αυτούς· “πηγαίνετε τώρα και μετά τρεις ημέρας επιστρέψατε προς εμέ”. Εκείνοι πράγματι απήλθον.

Γ Βασ. 12,6        καὶ ἀπήγγειλεν ὁ βασιλεὺς τοῖς πρεσβυτέροις, οἳ ἦσαν παρεστῶτες ἐνώπιον Σαλωμὼν τοῦ πατρὸς αὐτοῦ ἔτι ζῶντος αὐτοῦ λέγων· πῶς ὑμεῖς βουλεύεσθε καὶ ἀποκριθῶ τῷ λαῷ τούτῳ λόγον;

Γ Βασ. 12,6               Ο βασιλεύς ηρώτησε τους πρεσβυτέρους, οι οποίοι ήσαν σύμβουλοι του πατρός του, καθ' ον χρόνον ακόμη εκείνος εζούσε, και τους είπε· “πως και τι με συμβουλεύετε σεις να απαντήσω στον λαόν αυτόν επί του ζητήματός των;”

Γ Βασ. 12,7        καὶ ἐλάλησαν πρὸς αὐτὸν λέγοντες· εἰ ἐν τῇ ἡμέρᾳ ταύτῃ ἔσῃ δοῦλος τῷ λαῷ τούτῳ καὶ δουλεύσεις αὐτοῖς καὶ λαλήσεις πρὸς αὐτοὺς λόγους ἀγαθούς, καὶ ἔσονταί σοι δοῦλοι πάσας τὰς ἡμέρας.

Γ Βασ. 12,7               Οι πρεσβύτεροι του απήντησαν και είπαν· “εάν κατά την ημέραν αυτήν προσφέρης αυτήν την εκδούλευσιν στον λαόν σου και εξυπηρετήσης αυτούς και ομιλήσης προς αυτούς λόγους καλωσύνης, αυτοί θα είναι δούλοι σου εις όλας τας ημέρας της ζωής σου”.

Γ Βασ. 12,8        καὶ ἐγκατέλιπε τὴν βουλὴν τῶν πρεσβυτέρων, ἃ συνεβουλεύσαντο αὐτῷ, καὶ συνεβουλεύσατο μετὰ τῶν παιδαρίων τῶν ἐκτραφέντων μετ᾿ αὐτοῦ τῶν παρεστηκότων πρὸς προσώπου αὐτοῦ

Γ Βασ. 12,8               Ο Ροβοάμ όμως εγκατέλιπε την συμβουλήν των πρεσβυτέρων και δεν έδωσε καμμίαν σημασίαν εις αυτά, που εκείνοι τον είχαν συμβουλεύσει. Εζήτησε δε την συμβουλήν μερικών νεαρών, με τους οποίους είχεν ανατραφή και οι οποίοι συνεχώς τον περιεστοίχιζον,

Γ Βασ. 12,9        καὶ εἶπεν αὐτοῖς· τί ὑμεῖς συμβουλεύετε, καὶ τί ἀποκριθῶ τῷ λαῷ τούτῳ τοῖς λέγουσι πρός με λεγόντων· κούφισον ἀπὸ τοῦ κλοιοῦ, οὗ ἔδωκεν ὁ πατήρ σου ἐφ᾿ ἡμᾶς;

Γ Βασ. 12,9               και τους ηρώτησε· “σεις τι με συμβουλεύετε να απαντήσω στους εκπροσώπους του λαού, οι οποίοι ειπόν προς εμέ· Ανακούφισέ μας από τον ζυγόν, τον οποίον έχει επιβάλει ο πατήρ σου εις ημάς”.

Γ Βασ. 12,10      καὶ ἐλάλησαν πρὸς αὐτὸν τὰ παιδάρια τὰ ἐκτραφέντα μετ᾿ αὐτοῦ, οἱ παρεστηκότες πρὸ προσώπου αὐτοῦ λέγοντες· τάδε λαλήσεις τῷ λαῷ τούτῳ τοῖς λαλήσασι πρός σε λέγοντες· ὁ πατήρ σου ἐβάρυνε τὸν κλοιὸν ἡμῶν καὶ σὺ νῦν κούφισον ἀφ᾿ ἡμῶν, τάδε λαλήσεις πρὸς αὐτούς· ἡ μικρότης μου παχυτέρα τῆς ὀσφύος τοῦ πατρός μου·

Γ Βασ. 12,10             Οι νεαροί εκείνοι, που είχαν μεγαλώσει μαζή με αυτόν και τον περιεστοίχιζαν συνεχώς, του είπαν· “Αυτά θα απαντήσης στους αντιπροσώπους αυτούς του λαού, οι οποίοι σου είπαν· Ο πατέρας σου κατεβάρυνεν ημάς με σκληρόν ζυγόν και τώρα σε παρακαλούμεν ελάφρωσέ μας από αυτόν. Αυτά, λοιπόν, θα απαντήσης προς εκείνους. Το μικρότερόν μου δάκτυλον είναι παχύτερον και ισχυρότερον από την μέσην του πατρός μου.

Γ Βασ. 12,11      καὶ νῦν ὁ πατήρ μου ἐπεσάσσετο ὑμᾶς κλοιῷ βαρεῖ, κἀγὼ προσθήσω ἐπὶ τὸν κλοιὸν ὑμῶν· ὁ πατήρ μου ἐπαίδευσεν ὑμᾶς ἐν μάστιξιν, ἐγὼ δὲ παιδεύσω ὑμᾶς ἐν σκορπίοις.

Γ Βασ. 12,11              Και να το νόημα των λόγων μου· Ο πατήρ μου επέβαλλεν επάνω σας, σαν σαμάρι, βαρύν ζυγόν. Εγώ θα προσθέσω και θα κάμω βαρύτερον τον ζυγόν σας. Ο πατήρ μου σας ετιμωρούσε με απλά μαστίγια, εγώ θα σας τιμωρήσω με αγκαθωτά μαστίγια”.

Γ Βασ. 12,12      καὶ παρεγένοντο πᾶς Ἰσραὴλ πρὸς τὸν βασιλέα Ῥοβοὰμ ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῇ τρίτῃ, καθότι ἐλάλησεν αὐτοῖς ὁ βασιλεὺς λέγων· ἀναστράφητε πρός με τῇ ἡμέρᾳ τῇ τρίτῃ.

Γ Βασ. 12,12             Κατά την τρίτην ημέραν προσήλθον αντιπρόσωποι των δέκα φυλών προς τον βασιλέα Ροβοάμ, όπως είχε παραγγείλει εις αυτούς ο βασιλεύς λέγων· Να επανέλθετε εις εμέ κατά την τρίτην ημέραν.

Γ Βασ. 12,13      καὶ ἀπεκρίθη ὁ βασιλεὺς πρὸς τὸν λαὸν σκληρά, καὶ ἐγκατέλιπε Ῥοβοὰμ τὴν βουλὴν τῶν πρεσβυτέρων, ἃ συνεβουλεύσαντο αὐτῷ,

Γ Βασ. 12,13             Ο βασιλεύς Ροβοάμ απήντησε προς αυτούς με τρόπον σκληρόν. Κατεφρόνησεν ο Ροβοάμ την συμβουλήν των πρεσβυτέρων, όσα εκείνοι τον είχαν συμβουλεύσει,

Γ Βασ. 12,14      καὶ ἐλάλησε πρὸς αὐτοὺς κατὰ τὴν βουλὴν τῶν παιδαρίων λέγων· ὁ πατήρ μου ἐβάρυνε τὸν κλοιὸν ὑμῶν, κἀγὼ προσθήσω ἐπὶ τὸν κλοιὸν ὑμῶν· ὁ πατήρ μου ἐπαίδευσεν ὑμᾶς ἐν μάστιξι, κἀγὼ παιδεύσω ὑμᾶς ἐν σκορπίοις.

Γ Βασ. 12,14             και ωμίλησε προς αυτούς σύμφωνα με την βουλήν των νεαρών λέγων· “ο πατήρ μου σας εβάρυνε με σκληρόν ζυγόν, εγώ θα προσθέσω και θα κάμω βαρύτερον τον ζυγόν σας. Ο πατήρ μου σας ετιμωρούσε με μάστιγας, εγώ θα σας τιμωρώ με μάστιγας αγκαθωτάς”.

Γ Βασ. 12,15      καὶ οὐκ ἤκουσεν ὁ βασιλεὺς τοῦ λαοῦ, ὅτι ἦν μεταστροφὴ παρὰ Κυρίου, ὅπως στήσῃ τὸ ῥῆμα αὐτοῦ, ὃ ἐλάλησεν ἐν χειρὶ Ἀχιὰ τοῦ Σηλωνίτου περὶ Ἱεροβοὰμ υἱοῦ Ναβάτ.

Γ Βασ. 12,15             Ετσι δε ο βασιλεύς δεν έδωσε προσοχήν, δεν εδέχθη την παράκλησιν του λαού, διότι τούτο ήτο και τροπή των πραγμάτων υπό του Κυρίου, ώστε να εκπληρωθή ο λόγος του, τον οποίον είπεν ο Κυριος δια του Αχιά του Σηλωνίτου προς τον Ιεροβοάμ, τον υιόν του Ναβάτ.

 

                                    Η διάσπαση του βασιλείου

Γ Βασ. 12,16      καὶ εἶδον πᾶς Ἰσραήλ, ὅτι οὐκ ἤκουσεν ὁ βασιλεὺς αὐτῶν, καὶ ἀπεκρίθη ὁ λαὸς τῷ βασιλεῖ λέγων· τίς ἡμῖν μερὶς ἐν Δαυίδ; καὶ οὐκ ἔστιν ἡμῖν κληρονομία ἐν υἱῷ Ἰεσσαί· ἀπότρεχε, Ἰσραήλ, εἰς τὰ σκηνώματά σου· νῦν βόσκε τὸν οἶκόν σου, Δαυίδ. καὶ ἀπῆλθεν Ἰσραὴλ εἰς τὰ σκηνώματα αὐτοῦ.

Γ Βασ. 12,16             Αι δέκα φυλαί του Ισραήλ, όταν επληροφορήθησαν, ότι ο βασιλεύς δεν εδέχθη την παράκλησίν των, απήντησαν προς τον βασιλέα και του είπον· “τι μερίδιον και ποίαν σχέσιν ημπορεί να έχωμεν ημείς με τους απογόνους του Δαυίδ; Καμμίαν κοινήν κληρονομίαν δεν έχομεν με τους απογόνους του Δαυίδ, του υιού Ιεσσαί. Και τώρα σεις, αι δέκα φυλαί του Ισραήλ, επανέλθετε εις τας κατοικίας σας. Συ δε Ροβοάμ, απόγονε του Δαυίδ, ποίμαινε μόνον την φυλήν σου”. Αι δέκα φυλαί του Ισραηλιτικού λαού επέστρεψαν εις τας κατοικίας των.

Γ Βασ. 12,18      καὶ ἀπέστειλεν ὁ βασιλεὺς τὸν Ἀδωνιρὰμ τὸν ἐπὶ τοῦ φόρου, καὶ ἐλιθοβόλησαν αὐτὸν ἐν λίθοις καὶ ἀπέθανε· καὶ ὁ βασιλεὺς Ῥοβοὰμ ἔφθασεν ἀναβῆναι τοῦ φυγεῖν εἰς Ἱερουσαλήμ.

Γ Βασ. 12,18             Επειτα από τα γεγονότα αυτά ο βασιλεύς Ροβοάμ έστειλε δια συμβιβασμόν προς τας δέκα φυλάς τον Αδωνιράμ, ο οποίος ήτο επόπτης των αχθοφορικών έργων. Αυτόν όμως οι Ισραηλίται τον ελιθοβόλησαν και τον εφόνευσαν. Μολις δε ο ίδιος ο βασιλεύς Ροβοάμ επρόλαβε να ανεβή στο άρμα του και να καταφύγη εις Ιερουσαλήμ.

Γ Βασ. 12,19      καὶ ἠθέτησεν Ἰσραὴλ εἰς τὸν οἶκον Δαυὶδ ἕως τῆς ἡμέρας ταύτης.

Γ Βασ. 12,19             Ετσι απεστάτησαν αι δέκα φυλαί του Ισραήλ από τον βασιλικόν οίκον του Δαυίδ έως την ημέραν αυτήν.

Γ Βασ. 12,20      καὶ ἐγένετο ὡς ἤκουσε πᾶς Ἰσραὴλ ὅτι ἀνέκαμψεν Ἱεροβοὰμ ἐξ Αἰγύπτου, καὶ ἀπέστειλαν καὶ ἐκάλεσαν αὐτὸν εἰς τὴν συναγωγὴν καὶ ἐβασίλευσαν αὐτὸν ἐπὶ Ἰσραήλ· καὶ οὐκ ἦν ὀπίσω οἴκου Δαυὶδ πάρεξ σκήπτρου Ἰούδα καὶ Βενιαμὶν μόνοι.

Γ Βασ. 12,20            Οταν δε αι δέκα φυλαί του Ισραηλιτικού λαού επληροφορήθησαν, ότι επανήλθεν από την Αίγυπτον ο Ιεροβοάμ, έστειλαν και τον προσεκάλεσαν εις την συγκέντρωσίν των και τον ανεκήρυξαν βασιλέα επί των δέκα φυλών. Ετσι δε δεν απέμειναν με την οικογένειαν Δαυίδ υπό την βασιλείαν του Ροβοάμ, ει μη μόνον αι φυλαί του Ιούδα και του Βενιαμίν.

Γ Βασ. 12,21      καὶ Ῥοβοὰμ εἰσῆλθεν εἰς Ἱερουσαλὴμ καὶ ἐξεκκλησίασε τὴν συναγωγὴν Ἰούδα καὶ σκῆπτρον Βενιαμὶν ἑκατὸν καὶ εἴκοσι χιλιάδας νεανιῶν ποιούντων πόλεμον, τοῦ πολεμεῖν πρὸς οἶκον Ἰσραήλ, ἐπιστρέψαι τὴν βασιλείαν Ῥοβοὰμ υἱῷ Σαλωμών.

Γ Βασ. 12,21             Ο βασιλεύς Ροβοάμ εισήλθε κατόπιν αυτών εις την Ιερουσαλήμ και συνεκέντρωσε όλους τους άνδρας των φυλών Ιούδα και Βενιαμίν, οι οποίοι ήσαν ικανοί να πολεμήσουν, εκατόν είκοσιν χιλιάδας άνδρας, δια να πολεμήση εναντίον των δέκα φυλών του Ισραηλιτικού λαού, με τον σκοπόν να επιστραφή και αποδοθή η βασιλεία στον Ροβοάμ, τον υιόν του Σολομώντος.

Γ Βασ. 12,22      καὶ ἐγένετο λόγος Κυρίου πρὸς Σαμαίαν ἄνθρωπον τοῦ Θεοῦ λέγων·

Γ Βασ. 12,22            Τοτε ωμίλησεν ο Κυριος προς τον Σαμαίαν άνθρωπον του Θεού και του είπε·

Γ Βασ. 12,23      εἰπὸν τῷ Ῥοβοὰμ υἱῷ Σαλωμὼν βασιλεῖ Ἰούδα καὶ πρὸς πάντα οἶκον Ἰούδα καὶ Βενιαμὶν καὶ τῷ καταλοίπῳ τοῦ λαοῦ λέγων·

Γ Βασ. 12,23             “Ειπέ εις τον βασιλέα Ροβοάμ, τον υιόν του Σολομώντος, και εις όλην την φυλήν του Ιούδα και του Βενιαμίν, όπως επίσης και προς όσους εκ των άλλων φυλών ευρίσκονται μαζή των, τα εξής·

Γ Βασ. 12,24      τάδε λέγει Κύριος· οὐκ ἀναβήσεσθε οὐδὲ πολεμήσετε μετὰ τῶν ἀδελφῶν ὑμῶν υἱῶν Ἰσραήλ· ἀποστρεφέτω ἕκαστος εἰς τὸν οἶκον ἑαυτοῦ, ὅτι παρ᾿ ἐμοῦ γέγονε τὸ ῥῆμα τοῦτο. καὶ ἤκουσαν τοῦ λόγου Κυρίου καὶ κατέπαυσαν τοῦ πορευθῆναι κατὰ τὸ ῥῆμα Κυρίου.

Γ Βασ. 12,24            Αυτά διατάσσει ο Κυριος. Δεν θα κάμετε εκστρατείαν και δεν θα πολεμήσετε εναντίον των αδελφών σας, των δέκα φυλών του Ισραήλ. Ο καθένας σας να επανέλθη στον οίκον του, διότι κατόπιν ιδικής μου αποφάσεως επραγματοποίηθη το γεγονός της αποσπάσεως των δέκα φυλών”. Αι δύο φυλαί Ιούδα και Βενιαμίν υπήκουσαν εις την εντολήν του Κυρίου και σύμφωνα με αυτήν εματαίωσαν την εκστρατείαν των εναντίον των δέκα φυλών.

Γ Βασ. 12,24α    Καὶ ὁ βασιλεὺς Σαλωμὼν κοιμᾶται μετὰ τῶν πατέρων αὐτοῦ καὶ θάπτεται μετὰ τῶν πατέρων αὐτοῦ ἐν πόλει Δαυίδ. καὶ ἐβασίλευσε Ῥοβοὰμ υἱὸς αὐτοῦ ἀντ᾿ αὐτοῦ ἐν Ἱερουσαλὴμ υἱὸς ὢν ἑκκαίδεκα ἐτῶν ἐν τῷ βασιλεύειν αὐτόν, καὶ δώδεκα ἔτη ἐβασίλευσεν ἐν Ἱερουσαλήμ. καὶ ὄνομα τῆς μητρὸς αὐτοῦ Ναανάν, θυγάτηρ Ἀνὰν υἱοῦ Ναὰς βασιλέως υἱῶν Ἀμμών· καὶ ἐποίησε τὸ πονηρὸν ἐνώπιον Κυρίου, καὶ οὐκ ἐπορεύθη ἐν ὁδῷ Δαυὶδ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ.

Γ Βασ. 12,24α           Ο βασιλεύς Σολομών εκοιμήθη με τους προπάτορας αυτού και ετάφη στους προγονικούς τάφους εις την πόλιν Δαυίδ. Εγινε δε αντ' αυτού βασιλεύς της Ιερουσαλήμ ο υιός του Ροβοάμ εις ηλικίαν δέκα εξ ετών. Επί δώδεκα έτη εβασίλευσεν εις την Ιερουσαλήμ. Η μητέρα του ωνομάζετο Ναανάν, ήτο θυγάτηρ του Ανάν, υιού του Ναάς βασιλέως των Αμωνιτών. Ο Ροβοάμ διέπραξε πονηρίας ενώπιον του Κυρίου και δεν επορεύθη κατά την οδόν του Δαυίδ, του πατρός του.

Γ Βασ. 12,24β    καὶ ἦν ἄνθρωπος ἐξ ὄρους Ἐφραὶμ δοῦλος τῷ Σαλωμών, καὶ ὄνομα αὐτῷ Ἱεροβοάμ, καὶ ὄνομα τῆς μητρὸς αὐτοῦ Σαριρά, γυνὴ πόρνη· καὶ ἔδωκεν αὐτὸν Σαλωμὼν εἰς ἄρχοντα σκυτάλης ἐπὶ ἄρσεις οἴκου Ἰωσήφ, καὶ ᾠκοδόμησε τῷ Σαλωμὼν τὴν Σαριρὰ τὴν ἐν ὄρει Ἐφραίμ, καὶ ἦσαν αὐτῶ τριακόσια ἅρματα ἵππων· οὗτος ᾠκοδόμησε τὴν ἄκραν ἐν ταῖς ἄρσεσιν οἴκου Ἐφραὶμ, οὗτος συνέκλεισε τὴν πόλιν Δαυὶδ καὶ ἦν ἐπαιρόμενος ἐπὶ τὴν βασιλείαν.

Γ Βασ. 12,24β          Εζούσε τότε κάποιος άνθρωπος καταγόμενος από την ορεινήν περιοχήν της φυλής του Εφραίμ, δούλος του Σολομώντος. Αυτός ωνομάζετο Ιεροβοάμ, η δε μητέρα του ωνομάζετο Σαριρά και ήτο γυνή πόρνη. Αυτόν ο Σολομών είχε διορίσει επόπτην επί των μεταφορών, δια να επιβλέπη εις τας αγγαρείας των ανδρών της φυλής του Ιωσήφ. Ανοικοδόμησεν αυτός τότε, τη εντολή του Σολομώντος, την πόλιν Σαριρά εις την ορεινήν περιοχήν της φυλής Εφραίμ και είχεν υπό την δικαιοδοσίαν του τριακόσια πολεμικά άρματα. Αυτός επίσης ανοικοδόμησε και το φρούριον της Ιερουσαλήμ με αγγαρείας των ανδρών της φυλής Εφραίμ. Επέβλεψε δε και απεπεράτωσε και την οχύρωσιν της πόλεως Δαυίδ. Αυτός, λοιπόν, υπερηφανεύετο δια τα έργα του και εφιλοδοξούσε να γίνη βασιλεύς του Ισραηλιτικού λαού.

Γ Βασ. 12,24γ     καὶ ἐζήτει Σαλωμὼν θανατῶσαι αὐτόν, καὶ ἐφοβήθη καὶ ἀπέδρα αὐτὸς πρὸς Σουσακὶμ βασιλέα Αἰγύπτου καὶ ἦν μετ᾿ αὐτοῦ ἕως ἀπέθανε Σαλωμών.

Γ Βασ. 12,24γ          Ο Σολομών, όταν επληροφορήθη τας επιδιώξεις και φιλοδοξίας αυτάς του Ιεροβοάμ, εζήτησε να τον συλλάβη και να τον θανατώση. Αυτός δε φοβηθείς εδραπέτευσε και κατέφυγεν στον Σουσακίμ βασιλέα της Αιγύπτου, κοντά στον οποίον παρέμεινεν, έως ότου απέθανεν ο Σολομών.

Γ Βασ. 12,24δ     καὶ ἤκουσεν Ἱεροβοὰμ ἐν Αἰγύπτῳ ὅτι τέθνηκε Σαλωμών, καὶ ἐλάλησεν εἰς τὰ ὦτα Σουσακὶμ βασιλέως Αἰγύπτου λέγων· ἐξαπόστειλόν με καὶ ἀπελεύσομαι ἐγὼ εἰς τὴν γῆν μου· καὶ εἶπεν αὐτῷ Σουσακίμ· αἴτησαί τι αἴτημα καὶ δώσω σοι.

Γ Βασ. 12,24δ          Ο Ιεροβοάμ επληροφορήθη εις την Αίγυπτον, όπου παρέμενε, τον θάνατον του Σολομώντος. Ηλθε τότε και ωμίλησε προς τον Σουσακίμ βασιλέα της Αιγύπτου λέγων· “δος μου την άδειαν να φύγω, δια να επανέλθω και εγώ εκ την πατρίδα μου”. Είπε προς αυτόν ο Σουσακίμ· “ζήτησέ μου ως δώρον κάτι, δια να σου το προσφέρω και να μη αναχωρήσης”.

Γ Βασ. 12,24ε     καὶ Σουσακὶμ ἔδωκε τῷ Ἱεροβοὰμ τὴν Ἀνώ, ἀδελφὴν Θεκεμίνας τὴν πρεσβυτέραν τῆς γυναικὸς αὐτοῦ αὐτῷ εἰς γυναῖκα· αὕτη ἦν μεγάλη ἐν μέσῳ τῶν θυγατέρων τοῦ βασιλέως καὶ ἔτεκε τῷ Ἱεροβοὰμ τὸν Ἀβιὰ υἱὸν αὐτοῦ.

Γ Βασ. 12,24ε           Ο Σουσακίμ εδωσε στον Ιεροβοάμ ως σύζυγον την Ανώ, αδελφήν πρεσβυτέραν της Θεκεμίνας, συζύγου του βασιλέως. Αυτή εθεωρείτο επίσημος μεταξύ των θυγατέρων του Φαραώ. Εγέννησε δε στον Ιεροβοάμ υιόν, ο οποίος ωνομάσθη Αβιά.

Γ Βασ. 12,24ζ     καὶ εἶπεν Ἱεροβοὰμ πρὸς Σουσακίμ· ὄντως ἐξαπόστειλόν με καὶ ἀπελεύσομαι. καὶ ἐξῆλθεν Ἱεροβοὰμ ἐξ Αἰγύπτου καὶ ἦλθεν εἰς γῆν Σαριρὰ τὴν ἐν ὄρει Ἐφραίμ· καὶ συνάγεται ἐκεῖ πᾶν σκῆπτρον Ἐφραίμ· καὶ ᾠκοδόμησεν ἐκεῖ Ἱεροβοὰμ χάρακα.

Γ Βασ. 12,24ζ           Ο Ιεροβοάμ παρεκάλεσεν επιμόνως τον Σουσακίμ λέγων· “είναι ανάγκη οπωσδήποτε να μου δώσης την άδειαν να φύγω”. Ο Ιεροβοάμ ανεχώρησεν από την Αίγυπτον, και ήλθεν εις την πόλιν Σαριρά, η οποία ευρίσκετο στο όρος Εφραίμ. Εκεί δε συνηθροίσθη προς υποδοχήν του όλη η φυλή του Εφραίμ. Ο Ιεροβοάμ κατεσκεύασεν εκεί ένα οχυρωματικόν έργον.

Γ Βασ. 12,24η    Καὶ ἠρώστησε τὸ παιδάριον αὐτοῦ ἀῤῥωστίαν κραταιὰν σφόδρα, καὶ ἐπορεύθη Ἱεροβοὰμ ἐρωτῆσαι περὶ τοῦ παιδαρίου· καὶ εἶπε πρὸς Ἀνὼ τὴν γυναῖκα αὐτοῦ· ἀνάστηθι καὶ πορεύου, ἐπερώτησον τὸν Θεὸν περὶ τοῦ παιδαρίου, εἰ ζήσεται ἐκ τῆς ἀῤῥωστίας αὐτοῦ.

Γ Βασ. 12,24η           Το μικρό παιδί του Ιεροβοάμ ησθένησεν από μίαν επικίνδυνον και βαρείαν ασθένειαν. Ο Ιεροβοάμ απεφάσισε να ερωτήση τον Θεόν δια την υγείαν του παιδιού του. Και ειπέ προς την Ανώ την γυναίκα του· “σήκω, πήγαινε και ερώτησε τον Θεόν δια το παιδί μας, εάν θα ζήση από την ασθένειάν του αυτήν”.

Γ Βασ. 12,24θ    καὶ ἄνθρωπος ἦν ἐν Σηλὼμ καὶ ὄνομα αὐτῷ Ἀχιά, καὶ οὗτος ἦν υἱὸς ἑξήκοντα ἐτῶν, καὶ ῥῆμα Κυρίου μετ᾿ αὐτοῦ. καὶ εἶπεν Ἱεροβοὰμ πρὸς τὴν γυναῖκα αὐτοῦ· ἀνάστηθι καὶ λαβὲ εἰς τὴν χεῖρά σου τῷ ἀνθρώπῳ τοῦ Θεοῦ ἄρτους καὶ κολλύρια τοῖς τέκνοις αὐτοῦ καὶ σταφυλὴν καὶ στάμνον μέλιτος. καὶ ἀνέστη ἡ γυνὴ

Γ Βασ. 12,24θ          Εις την Σηλώμ εζούσεν ενας άνθρωπος, ο οποίος ωνομάζετο Αχιά. Ητο δε ηλικίας εξήκοντα ετών και ο Θεός ωμιλούσε μαζή του. Είπεν ο Ιεροβοάμ εις την γυναίκα του· “σήκω, πάρε μαζή σου δια τον άνθρωπον αυτόν του Θεού άρτους και κουλλούρια. Δια δε τα τέκνα του πάρε ξηράν σταφίδα και μία στάμνα μέλι”.

Γ Βασ. 12,24ι      καὶ ἔλαβεν εἰς τὴν χεῖρα αὐτῆς ἄρτους καὶ δύο κολλύρια καὶ σταφυλὴν καὶ στάμνον μέλιτος τῷ Ἀχιά· καὶ ὁ ἄνθρωπος πρεσβύτερος, καὶ οἱ ὀφθαλμοὶ αὐτοῦ ἠμβλυώπουν τοῦ ἰδεῖν,

Γ Βασ. 12,24ι           Η σύζυγος εσηκώθη, επήρε μαζή της άρτους, δύο κουλλούρες, σταφίδα και μίαν στάμναν μέλι δια τον Αχιά. Ο άνθρωπος αυτός ήτο γέρων και οι οφθαλμοί του έβλεπαν θαμπά.

Γ Βασ. 12,24κ     καὶ ἀνέστη ἐκ Σαριρὰ καὶ πορεύεται, καὶ ἐγένετο ἐλθούσης αὐτῆς εἰς τὴν πόλιν πρὸς Ἀχιὰ τὸν Σηλωνίτην καὶ εἶπεν Ἀχιὰ τῷ παιδαρίῳ αὐτοῦ· ἔξελθε δὴ εἰς ἀπαντὴν Ἀνὼ τῇ γυναικὶ Ἱεροβοὰμ καὶ ἐρεῖς αὐτῇ· εἴσελθε καὶ μὴ στῇς, ὅτι τάδε λέγει Κύριος· σκληρὰ ἐγὼ ἐπαποστέλλω ἐπὶ σέ.

Γ Βασ. 12,24κ          Η γυνή του Ιεροβοάμ ανεχώρησεν από την Σαριρά και ήλθε προς αυτόν. Οταν δε η γυνή αυτή εισήρχετο εις την Σηλώ προς τον Αχιά, αυτός είπε προς τον υπηρέτην του· “έβγα από την οικίαν και θα συναντήσης την Ανώ, την σύζυγον του Ιεροβοάμ, και ειπέ εις αυτήν· Πηγαινε στον Αχιά και να μη χασομερήσης εκεί, διότι αυτά λέγει ο Κυριος· Θα στείλω εναντίον σου σκληράς θλίψεις”.

Γ Βασ. 12,24λ     καὶ εἰσῆλθεν Ἀνὼ πρὸς τὸν ἄνθρωπον τοῦ Θεοῦ, καὶ εἶπεν αὐτῇ Ἀχιά· ἱνατί ἐνήνοχάς μοι ἄρτους καὶ σταφυλὴν καὶ κολλύρια καὶ στάμνον μέλιτος; τάδε λέγει Κύριος· ἰδοὺ σὺ ἀπελεύσῃ ἀπ᾿ ἐμοῦ, καὶ ἔσται εἰσελθούσης σου τὴν πόλιν εἰς Σαριρὰ καὶ τὰ κοράσιά σου ἐξελεύσονταί σοι εἰς συνάντησιν καὶ ἐροῦσί σοι· τὸ παιδάριον τέθνηκεν.

Γ Βασ. 12,24λ          Η Ανώ παρουσιάσθη εν τούτοις στον άνθρωπον του Θεού και ο Αχιά είπε προς αυτήν· “προς ποίον σκοπόν μου έφερες άρτους, σταφίδα, κουλλούρας και στάμναν με μέλι; Αυτά δεν θα αλλάξουν την βουλήν του Θεού. Διότι αυτά λέγει ο Κυριος· Ιδού, συ θα φύγης από εμέ και όταν θα εισέρχεσαι εις την πόλιν Σαριρά, αι δούλαι σου θα εξέλθουν προς συνάντησίν σου και θα σου είπουν· Το παιδί απέθανε.

Γ Βασ. 12,24μ    ὅτι τάδε λέγει Κύριος· ἰδοὺ ἐγὼ ἐξολοθρεύσω τοῦ Ἱεροβοὰμ οὐροῦντα πρὸς τοῖχον, καὶ ἔσονται οἱ τεθνηκότες τοῦ Ἱεροβοὰμ ἐν τῇ πόλει καταφάγονται οἱ κύνες, καὶ τὸν τεθνηκότα ἐν τῷ ἀγρῷ καταφάγεται τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ, καὶ τὸ παιδάριον κόψονται· οὐαὶ Κύριε, ὅτι εὑρέθη ἐν αὐτῷ ῥῆμα καλὸν περὶ τοῦ Κυρίου.

Γ Βασ. 12,24μ          Διότι αυτά λέγει ο Κυριος· Ιδού, εγώ θα εξολοθρεύσω από την οικογένειαν του Ιεροβοάμ κάθε αρσενικόν. Οσοι δε εκ της οικογενείας του Ιεροβοάμ θα αποθάνουν εις την πόλιν, θα φαγωθούν από τα σκυλιά. Οσοι δε θα αποθάνουν στους αγρούς, θα φαγωθούν από τα πτηνά του ουρανού. Δια δε το παιδίον θα πενθήσουν και θα ολολύξουν λέγοντες· Αλλοίμονον, Κυριε. Δια το παιδίον όμως αυτό κάτι καλόν θα γίνη εκ μέρους του Κυρίου, ότι δηλαδή δεν θα φαγωθή το σώμα του από τα σκυλιά”.

Γ Βασ. 12,24ν     καὶ ἀπῆλθεν ἡ γυνή, ὡς ἤκουσε, καὶ ἐγένετο ὡς εἰσῆλθεν εἰς τὴν Σαριρά, καὶ τὸ παιδάριον ἀπέθανε, καὶ ἐξῆλθεν ἡ κραυγὴ εἰς ἀπαντήν.

Γ Βασ. 12,24ν          Η γυναίκα ανεχώρησεν από τον Αχιά, όταν ήκουσεν αυτά. Μολις δε εισήλθεν εις Σαριρά, το παιδίον απέθανε και εξήλθαν αι δούλαι προς προϋπάντησίν της ολολύζουσαι με μεγάλην φωνήν.

Γ Βασ. 12, 24ξ    Καὶ ἐπορεύθη Ἱεροβοὰμ εἰς Σίκιμα τὴν ἐν ὄρει Ἐφραὶμ καὶ συνήθροισεν ἐκεῖ τὰς φυλὰς τοῦ Ἰσραήλ, καὶ ἀνέβη ἐκεῖ Ῥοβοὰμ υἱὸς Σαλωμών. καὶ λόγος Κυρίου ἐγένετο πρὸς Σαμαίαν τὸν Ἐλαμὶ λέγων· λαβὲ σεαυτῷ ἱμάτιον καινὸν τὸ οὐκ εἰσεληλυθὸς εἰς ὕδωρ καὶ ῥῆξον αὐτὸ δώδεκα ῥήγματα καὶ δώσεις τῷ Ἱεροβοὰμ καὶ ἐρεῖς αὐτῷ· τάδε λέγει Κύριος· λάβε σεαυτῷ δέκα ῥήγματα τοῦ περιβαλέσθαι σε. καὶ ἔλαβεν Ἱεροβοάμ· καὶ εἶπε Σαμαίας· τάδε λέγει Κύριος ἐπὶ τὰς δέκα φυλὰς τοῦ Ἰσραήλ.

Γ Βασ. 12,24ξ          Ο Ιεροβοάμ επήγεν εις τα Σικιμα στο όρος Εφραίμ. Εκεί δε συνεκέντρωσε τας δέκα φυλάς του Ισραήλ. Αλλά εκεί επορεύθη και ο Ροβοάμ, ο υιός του Σολομώντος. Εδόθη όμως εκ μέρους του Κυρίου στον Σαμαίαν τον Ελαμίτην η εξής εντολή· Παρε μαζή σου ένα καινούργιο ιμάτιον, το οποίον ακόμη δεν έχει μπη στο νερό, σχίσε το εις δώδεκα κομμάτια και θα δώσης στον Ιεροβοάμ τα δέκα κομμάτια και θα του ειπής· Αυτά λέγει ο Κυριος. Παρε δια τον εαυτόν σου δέκα κομμάτια, δια να τα φορέσης”. Ο Ιεροβοάμ τα επήρε. Ο Σαμαίας προσέθεσε· “Αυτά λέγει ο Κυριος δια τας δέκα φυλάς του Ισραηλιτικού λαού”.

Γ Βασ. 12,24ο     Καὶ εἶπεν ὁ λαὸς πρὸς Ῥοβοὰμ υἱὸν Σαλωμών· ὁ πατήρ σου ἐβάρυνε τὸν κλοιὸν αὐτοῦ ἐφ᾿ ἡμᾶς καὶ ἐβάρυνε τὰ βρώματα τῆς τραπέζης αὐτοῦ· καὶ νῦν εἰ κουφιεῖς ἐφ᾿ ἡμᾶς καὶ δουλεύσομέν σοι. καὶ εἶπε Ῥοβοὰμ πρὸς τὸν λαόν· ἔτι τριῶν ἡμερῶν καὶ ἀποκριθήσομαι ὑμῖν ῥῆμα.

Γ Βασ. 12,24ο           Αι δέκα φυλαί του Ισραηλιτικού λαού είπαν προς τον Ροβοάμ, τον υιόν του Σολομώντος. Ο πατέρας σου κατέστησε βαρύν τον ζυγόν του επάνω μας, διότι επλήθυνε τας πολυδάπανους τροφάς της τραπέζης του. Τωρα εάν συ ελαφρύνης τον ζυγόν αυτόν εις ημάς, ημείς θα είμεθα δούλοι σου. Ο Ροβοάμ είπε προς τον λαόν· Επειτα από τρεις ημέρας θα σας δώσω απάντησιν.

Γ Βασ. 12,24π    καὶ εἶπε Ῥοβοάμ· εἰσαγάγετέ μοι τοὺς πρεσβυτέρους καὶ συμβουλεύσομαι μετ᾿ αὐτῶν τί ἀποκριθῶ τῷ λαῷ ῥῆμα ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῇ τρίτῃ. καὶ ἐλάλησε Ῥοβοὰμ εἰς τὰ ὦτα αὐτῶν καθὼς ἀπέστειλεν ὁ λαὸς πρὸς αὐτὸν καὶ εἶπον οἱ πρεσβύτεροι τοῦ λαοῦ· οὕτως ἐλάλησε πρός σε ὁ λαός.

Γ Βασ. 12,24π          Ο Ροβοάμ έστειλε τους δούλους του και είπε· «φέρετε ενώπιόν μου τους πρεσβυτέρους, δια να ζητήσω την γνώμην των, ώστε να γνωρίζω, τι να αποκριθώ στον λαόν κατά την τρίτην ημέραν”. Οι πρεσβύτεροι ήλθον, ο δε Ροβοάμ εγνωστοποίησεν εις αυτούς, τι του είχε προτείνει ο λαός. Οι πρεσβύτεροι του λαού του απήντησαν· “Ορθώς ωμίλησε προς σε ο λαός”.

Γ Βασ. 12,24ρ     καὶ διεσκέδασε Ῥοβοὰμ τὴν βουλὴν αὐτῶν, καὶ οὐκ ἤρεσεν ἐνώπιον αὐτοῦ· καὶ ἀπέστειλε καὶ εἰσήγαγε τοὺς συντρόφους αὐτοῦ καὶ ἐλάλησεν αὐτοῖς· ταῦτα καὶ ταῦτα ἀπέσταλκεν ὁ λαὸς πρός με λέγων. καὶ εἶπαν οἱ σύντροφοι αὐτοῦ· οὕτως λαλήσεις πρὸς τὸν λαὸν λέγων· ἡ μικρότης μου παχυτέρα ὑπὲρ τὴν ὀσφὺν τοῦ πατρός μου· ὁ πατήρ μου ἐμαστίγου ὑμᾶς μάστιξιν, ἐγὼ δὲ κατάρξω ὑμᾶς ἐν σκορπίοις.

Γ Βασ. 12,24ρ          Ο Ροβοάμ όμως απέρριψε την συμβουλήν των πρεσβυτέρων, διότι δεν του εφάνη αρεστή, και έστειλεν ανθρώπους, οι οποίοι έφεραν ενώπιόν του τους νεαρούς, που είχαν ανατραφή μαζή του, και τους είπε· “Αυτά και αυτά μου είπεν ο λαός των δέκα φυλών δια των απεσταλμένων του”. Οι νεαροί σύντροφοί του του είπαν· “Ετσι θα απαντήσης προς τους απεσταλμένους του λαού· Το μικρό μου δάκτυλο είναι παχύτερο από την μέσην του πατρός μου. Ο πατέρας μου σας εμαστίγωνε με απλά μαστίγια, εγώ όμως θα κατεξουσιάσω επάνω σας μαστιγώνων με μαστίγια, που θα έχουν αγκάθια”.

Γ Βασ. 12,24σ    καὶ ἤρεσε τὸ ῥῆμα ἐνώπιον Ῥοβοάμ, καὶ ἀπεκρίθη τῷ λαῷ καθὼς συνεβούλευσαν αὐτῷ οἱ σύντροφοι αὐτοῦ τά παιδάρια.

Γ Βασ. 12,24σ          Αυτή η συμβουλή ήρεσεν στον Ροβοάμ, ο οποίος έτσι και απήντησεν στον λαόν, όπως τον συνεβούλευσαν οι νεαροί σύντροφοι του.

Γ Βασ. 12,24τ     καὶ εἶπε πᾶς ὁ λαὸς ὡς ἀνὴρ εἷς, ἕκαστος τῷ πλησίον αὐτοῦ, καὶ ἀνέκραξαν ἅπαντες λέγοντες· οὐ μερὶς ἡμῖν ἐν Δαυὶδ οὐδὲ κληρονομία ἐν υἱῷ Ἰεσσαί· ἕκαστος εἰς τὰ σκηνώματά σου Ἰσραήλ, ὅτι ὁ ἄνθρωπος οὗτος οὐκ εἰς ἄρχοντα οὐδὲ εἰς ἡγούμενον.

Γ Βασ. 12,24τ          Τοτε αι δέκα φυλαί του Ισραηλιτικού λαού, ωσάν να ήσαν ενας άνθρωπος, είπαν ο ένας στον άλλον με κραυγήν μεγάλην· “Δεν υπάρχει καμμία σχέσις και κανένα μερίδιον κληρονομίας μας με τον Δαυίδ, τον υιόν του Ιεσσαί. Εκαστος, λοιπόν, από τους Ισραηλίτας ας επανέλθη στο σπίτι του, διότι ο άνθρωπος αυτός, ο Ροβοάμ, δεν πρέπει να είναι ούτε βασιλεύς μας ούτε αρχηγός μας”.

Γ Βασ. 12,24υ    καὶ διεσπάρη πᾶς ὁ λαὸς ἐκ Σικίμων, καὶ ἀπῆλθον ἕκαστος εἰς τὸ σκήνωμα αὐτοῦ. καὶ κατεκράτησε Ῥοβοὰμ καὶ ἀπῆλθε καὶ ἀνέβη ἐπὶ τὸ ἅρμα αὐτοῦ καὶ εἰσῆλθεν εἰς Ἱερουσαλήμ, καὶ πορεύονται ὀπίσω αὐτοῦ πᾶν σκῆπτρον Ἰούδα καὶ πᾶν σκῆπτρον Βενιαμίν.

Γ Βασ. 12,24υ          Ο λαός των δέκα φυλών του Ισραήλ διεσκορπίσθη από τα Σικιμα και ο καθένας ήλθεν στο σπίτι του. Ο δε Ροβοάμ επρόλαβε και ανεχώρησεν από εκεί, ανέβη εις τα άρμα του και επανήλθεν εις την Ιερουσαλήμ. Ηκολούθησαν δε αυτόν όλη η φυλή του Ιούδα και όλη η φυλή του Βενιαμίν.

Γ Βασ. 12.24φ    καὶ ἐγένετο ἐνισταμένου τοῦ ἐνιαυτοῦ καὶ συνήθροισε Ῥοβοὰμ πάντα ἄνδρα Ἰούδα καὶ Βενιαμὶν καὶ ἀνέβη τοῦ πολεμεῖν πρὸς Ἱεροβοὰμ εἰς Σίκιμα.

Γ Βασ. 12,24φ         Κατά το έτος αυτό ο Ροβοάμ συνεκέντρωσεν όλους τους άνδρας πολεμιστάς της φυλής του Ιούδα και της φυλής του Βενιαμίν και απεφάσισε να εκστρατεύση εναντίον του Ιεροβοάμ εις την πόλιν Σικιμα.

Γ Βασ. 12,24χ     καὶ ἐγένετο ῥῆμα Κυρίου πρὸς Σαμαίαν ἄνθρωπον τοῦ Θεοῦ λέγων· εἰπὸν τῷ Ῥοβοὰμ βασιλεῖ Ἰούδα καὶ πρὸς πάντα οἶκον Ἰούδα καὶ Βενιαμὶν καὶ πρὸς τὸ κατάλειμμα τοῦ λαοῦ λέγων· τάδε λέγει Κύριος· οὐκ ἀναβήσεσθε οὐδὲ πολεμήσετε πρὸς τοὺς ἀδελφοὺς ὑμῶν υἱοὺς Ἰσραήλ· ἀναστρέφετε ἕκαστος εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ, ὅτι παρ᾿ ἐμοῦ γέγονε τὸ ῥῆμα τοῦτο.

Γ Βασ. 12,24χ          Εδόθη όμως προς τον Σαμαίαν, τον άνθρωπον του Θεού, εντολή εκ μέρους του Κυρίου, ο οποίος του είπε· “στον Ροβοάμ, τον βασιλέα του Ιούδα, και προς όλην την φυλήν του Ιούδα και την φυλήν του Βενιαμίν και προς όσους άλλους από τας δέκα φυλάς έμειναν μαζή του ειπέ τούτο· Αυτά λέγει ο Κυριος· δεν θα εκστρατεύσετε και δεν θα πολεμήσετε τους αδελφούς σας τους Ισραηλίτας. Ο καθένας να επιστρέψη στο σπίτι του. Διότι εγώ επέτρεψα να πραγματοποιηθή το γεγονός αυτό”.

Γ Βασ. 12,24ψ    καὶ ἤκουσαν τοῦ λόγου Κυρίου καὶ ἀνέσχον μὴ πορευθῆναι κατὰ τὸ ῥῆμα Κυρίου.

Γ Βασ. 12,24ψ         Αυτοί ήκουσαν και υπήκουσαν εις την εντολήν του Κυρίου και συνεκρατήθησαν, ώστε να μη εκστρατεύσουν, όπως τους είχεν είπει ο Κυριος, εναντίον των δέκα φυλών.

 

                                    Ο Ιεροβοάμ παρασύρει τον Ισραήλ στην ειδωλολατρία 

Γ Βασ. 12,25      Καὶ ᾠκοδόμησεν Ἱεροβοὰμ τὴν Σίκιμα τὴν ἐν ὄρει Ἐφραὶμ καὶ κατῴκει ἐν αὐτῇ· καὶ ἐξῆλθεν ἐκεῖθεν καὶ ᾠκοδόμησε τὴν Φανουήλ.

Γ Βασ. 12,25             Ο Ιεροβοάμ ωχύρωσε την πόλιν Σικιμα, που ευρίσκετο στο όρος Εφραίμ, και κατοικούσε εις αυτήν. Από εκεί εξήλθε και ωχύρωσε και την πόλιν Φανουήλ.

Γ Βασ. 12,26      καὶ εἶπεν Ἱεροβοὰμ ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ· ἰδοὺ νῦν ἐπιστρέψει ἡ βασιλεία εἰς οἶκον Δαυίδ·

Γ Βασ. 12,26            Ο Ιεροβοάμ εσκέφθη και είπε καθ' εαυτόν· “ιδού, υπάρχει τώρα φόβος να επανέλθη η βασιλεία εις την οικογένειαν του Δαυίδ.

Γ Βασ. 12,27      ἐὰν ἀναβῇ ὁ λαὸς οὗτος ἀναφέρειν θυσίαν ἐν οἴκῳ Κυρίου εἰς Ἱερουσαλήμ, καὶ ἐπιστραφήσεται καρδία τοῦ λαοῦ πρὸς Κύριον καὶ κύριον αὐτῶν, πρὸς Ῥοβοὰμ βασιλέα Ἰούδα, καὶ ἀποκτενοῦσί με.

Γ Βασ. 12,27             Αυτό θα γίνη, εάν μεταβή αυτός ο λαός των Ισραηλιτών εις Ιερουσαλήμ, δια να προσφέρη θυσίαν στον ναόν του Κυρίου. Εκεί υπάρχει φόβος να επιστραφή η καρδία του λαού προς τον Κυριον τον Θεόν και προς τον βασιλέα αυτών, τον Ροβοάμ, βασιλέα Ιούδα, οπότε εμέ θα θανατώσουν”.

Γ Βασ. 12,28      καὶ ἐβουλεύσατο ὁ βασιλεὺς καὶ ἐπορεύθη καὶ ἐποίησε δύο δαμάλεις χρυσᾶς· καὶ εἶπε πρὸς τὸν λαόν· ἱκανούσθω ὑμῖν ἀναβαίνειν εἰς Ἱερουσαλήμ· ἰδοὺ θεοί σου, Ἰσραήλ, οἱ ἀναγαγόντες σε ἐκ γῆς Αἰγύπτου.

Γ Βασ. 12,28            Ο βασιλεύς Ιεροβοάμ, δια να προλάβη αυτό το ενδεχόμενον, επορεύθη και κατεσκεύασε δύο δαμάλεις χρυσάς και είπε προς τον λαόν· “επί αρκετόν χρόνον επηγαίνατε έως τώρα εις την Ιερουσαλήμ, δια να λατρεύσετε τον Θεόν. Ιδού όμως οι θεοί σου, ισραηλιτικέ λαέ, οι οποίοι σε έβγαλαν από την Αίγυπτον”.

Γ Βασ. 12,29      καὶ ἔθετο τὴν μίαν ἐν Βαιθὴλ καὶ τὴν μίαν ἔδωκεν ἐν Δάν.

Γ Βασ. 12,29            Την μίαν από τας χρυσάς δαμάλεις έθεσεν εις την πόλιν Βαιθήλ, την δε άλλην έδωσεν εις πόλιν Δαν.

Γ Βασ. 12,30      καὶ ἐγένετο ὁ λόγος οὗτος εἰς ἁμαρτίαν· καὶ ἐπορεύετο ὁ λαὸς πρὸ προσώπου τῆς μιᾶς ἕως Δάν. καὶ εἴασαν τὸν οἶκον Κυρίου.

Γ Βασ. 12,30             Η πράξις αυτή του Ιεροβοάμ έγινεν αφορμή να παρασυρθή ο λαός εις μεγάλην αμαρτίαν. Διότι ο λαός μετέβαινε να προσκυνήση την μίαν χρυσήν δάμαλιν, η οποία ευρίσκετο εις την Βαιθήλ, και την άλλην, η οποία ευρίσκετο εις Δαν. Ετσι δε εγκατέλειψαν τον ναόν του Κυρίου.

Γ Βασ. 12,31      καὶ ἐποίησεν οἴκους ἐφ᾿ ὑψηλῶν καὶ ἐποίησεν ἱερεῖς μέρος τι ἐκ τοῦ λαοῦ, οἳ οὐκ ἦσαν ἐκ τῶν υἱῶν Λευί.

Γ Βασ. 12,31             Ο Ιεροβοάμ κατεσκεύασεν επί πλέον ναούς στους υψηλούς τόπους και καθιέρωσεν ως ιερείς μερικούς από τον λαόν, οι οποίοι δεν κατήγοντο από την φυλήν Λευϊ.

Γ Βασ. 12,32      καὶ ἐποίησεν Ἱεροβοὰμ ἑορτὴν ἐν τῷ μηνὶ τῷ ὀγδόῳ ἐν τῇ πεντεκαιδεκάτῃ ἡμέρᾳ τοῦ μηνὸς κατὰ τὴν ἑορτὴν τὴν ἐν γῇ Ἰούδα καὶ ἀνέβη ἐπὶ τὸ θυσιαστήριον, ὃ ἐποίησεν ἐν Βαιθήλ, τοῦ θύειν ταῖς δαμάλεσιν, αἷς ἐποίησε, καὶ παρέστησεν ἐν Βαιθὴλ τοὺς ἱερεῖς τῶν ὑψηλῶν, ὧν ἐποίησε.

Γ Βασ. 12,32             Ο Ιεροβοάμ καθιέρωσεν επίσης και μίαν εορτήν κατά την δεκάτην πέμπτην ημέραν του ογδόου μηνός, ομοίαν με την εορτήν της Σκηνοπηγίας, που εωρτάζετο στο βασίλειον του Ιούδα εις την Ιερουσαλήμ. Κατά την ημέραν αυτήν ο Ιεροβοάμ ανέβη στο θυσιαστήριον, που είχε κάμει εις την Βαιθήλ, δια να προσφέρη θυσίαν εις τας δαμάλεις, τας οποίας είχε κατασκευάσει. Εις τους ευκτηρίους δε εκεί οίκους εγκατέστησε και τους ιερείς, τους οποίους ο ίδιος είχεν αναδείξει.

Γ Βασ. 12,33      καὶ ἀνέβη ἐπὶ τὸ θυσιαστήριον, ὃ ἐποίησε, τῇ πεντεκαιδεκάτῃ ἡμέρᾳ ἐν τῷ μηνὶ τῷ ὀγδόῳ ἐν τῇ ἑορτῇ, ᾗ ἐπλάσατο ἀπὸ καρδίας αὐτοῦ, καὶ ἐποίησεν ἑορτὴν τοῖς υἱοῖς Ἰσραὴλ καὶ ἀνέβη ἐπὶ τὸ θυσιαστήριον τοῦ ἐπιθῦσαι.

Γ Βασ. 12,33             Ο Ιεροβοάμ, λοιπόν, ανέβη στο θυσιαστήριον, που είχε κατασκευάσει, κατά την δεκάτην πέμπτην ημέραν του ογδόου μηνός, την εορτήν της Σκηνοπηγίας, την οποίαν αυτός διεμόρφωσεν, όπως ήθελε. Ωρισε, λοιπόν, αυτήν την εορτήν δια τους Ισραηλίτας και ετόλμησε να ανέλθη ο ίδιος στο θυσιαστήριον, δια να προσφέρη θυσίαν.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 13- Η ΕΜΜΟΝΗ ΤΟΥ ΙΕΡΟΒΟΑΜ ΣΤΗΝ ΕΙΔΩΛΟΛΑΤΡΕΙΑ

                                    Βαριές επιτιμίσεις κατά του Ιεροβοάμ

Γ Βασ. 13,1        Καὶ ἰδοὺ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ ἐξ Ἰούδα παρεγένετο ἐν λόγῳ Κυρίου εἰς Βαιθήλ, καὶ Ἱεροβοὰμ εἱστήκει ἐπὶ τὸ θυσιαστήριον ἐπιθῦσαι.

Γ Βασ. 13,1                Ιδού όμως, ότι κατά την ώραν εκείνην ένας άνθρωπος του Θεού, που κατήγετο από την Ιουδαίαν, ήλθε κατόπιν διαταγής του Θεού εις την πόλιν Βαιθήλ. Ο Ιεροβοάμ εστεκετο όρθιος εκεί επί του θυσιαστηρίου, έτοιμος να προσφέρη θυσίαν.

Γ Βασ. 13,2        καὶ ἐπεκάλεσε πρὸς τὸ θυσιαστήριον ἐν λόγῳ Κυρίου καὶ εἶπε· θυσιαστήριον θυσιαστήριον, τάδε λέγει Κύριος· ἰδοὺ υἱὸς τίκτεται τῷ οἴκῳ Δαυίδ, Ἰωσίας ὄνομα αὐτῷ, καὶ θύσει ἐπὶ σὲ τοὺς ἱερεῖς τῶν ὑψηλῶν τοὺς ἐπιθύοντας ἐπὶ σὲ καὶ ὀστᾶ ἀνθρώπων καύσει ἐπὶ σέ.

Γ Βασ. 13,2               Ο άνθρωπος του Θεού, κατ' εντολήν του Κυρίου, προσεφώνησε το θυσιαστήριον και είπε “θυσιαστήριον, θυσιαστήριον, αυτά λέγει ο Κυριος· Ιδού, θα γεννηθή κάποιος από τους απογόνους του Δαυίδ, του οποίου το όνομα θα είναι Ιωσίας. Αυτός θα σφάξη επάνω εις σε τους ιερείς των υψηλών τόπων, εκείνους που θυσιάζουν εις σέ, και θα καύση οστά ανθρώπων επάνω σου.

Γ Βασ. 13,3        καὶ δώσει ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ τέρας λέγων· τοῦτο τὸ ῥῆμα ὃ ἐλάλησε Κύριος λέγων· ἰδοὺ τὸ θυσιαστήριον ῥήγνυται, καὶ ἐκχυθήσεται ἡ πιότης ἡ ἐπ᾿ αὐτῷ.

Γ Βασ. 13,3               Και εις πίστωσιν του μελλοντικού γεγονότος της ημέρας εκείνης θα δώση τώρα αμέσως ένα θαυματουργικόν σημείον. Ιδού, το θυσιαστήριον διαρρήγνυται και θα χυθή η λιπαρά τέφρα των θυσιασθέντων ζώων, που ευρίσκεται εις αυτό”.

Γ Βασ. 13,4        καὶ ἐγένετο ὡς ἤκουσεν ὁ βασιλεὺς Ἱεροβοὰμ τῶν λόγων τοῦ ἀνθρώπου τοῦ Θεοῦ τοῦ ἐπικαλεσαμένου ἐπὶ τὸ θυσιαστήριον τὸ ἐν Βαιθήλ, καὶ ἐξέτεινεν ὁ βασιλεὺς τὴν χεῖρα αὐτοῦ ἀπὸ τοῦ θυσιαστηρίου λέγων· συλλάβετε αὐτόν· καὶ ἰδοὺ ἐξηράνθη ἡ χεὶρ αὐτοῦ, ἣν ἐξέτεινεν ἐπ᾿ αὐτόν, καὶ οὐκ ἐδυνήθη ἐπιστρέψαι αὐτὴν πρὸς αὐτόν,

Γ Βασ. 13,4               Οταν ο βασιλεύς Ιεροβοάμ ήκουσε τα λόγια αυτά του ανθρώπου του Θεού, ο οποίος έτσι ωμίλησε κατά του θυσιαστηρίου εις Βαιθήλ, άπλωσε το χέρι του από το θυσιαστήριον λέγων· “συλλάβετε αυτόν”. Και ιδού, το χέρι του, το οποίον άπλωσε εναντίον του ανθρώπου του Θεού, έμεινε ξηρόν και δεν ημπορούσε να το επαναφέρη εις την θέσιν του.

Γ Βασ. 13,5        καὶ τὸ θυσιαστήριον ἐῤῥάγη, καὶ ἐξεχύθη ἡ πιότης ἀπὸ τοῦ θυσιαστηρίου κατὰ τὸ τέρας, ὃ ἔδωκεν ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ ἐν λόγῳ Κυρίου.

Γ Βασ. 13,5               Το δε θυσιαστήριον διερράγη πράγματι την ώραν εκείνην και εχύθη η λιπαρά στάκτη από το θυσιαστήριον σύμφωνα με το σημείον, το οποίον έδωκεν ο άνθρωπος του Θεού κατόπιν εντολής του Κυρίο

Γ Βασ. 13,6        καὶ εἶπεν ὁ βασιλεὺς Ἱεροβοὰμ τῷ ἀνθρώπῳ τοῦ Θεοῦ· δεήθητι τοῦ προσώπου Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου, καὶ ἐπιστρεψάτω ἡ χείρ μου πρὸς ἐμέ. καὶ ἐδεήθη ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ τοῦ προσώπου Κυρίου, καὶ ἐπέστρεψε τὴν χεῖρα τοῦ βασιλέως πρὸς αὐτόν, καὶ ἐγένετο καθὼς τὸ πρότερον.

Γ Βασ. 13,6               Ο βασιλεύς Ιεροβοάμ είπε τότε στον άνθρωπον του Θεού· “παρακάλεσε τον Κυριον τον Θεόν σου, να αποκατασταθή υγιής η χείρ μου και να επανέλθη εις την θέσιν της”. Ο άνθρωπος του Θεού παρεκάλεσε τον Κυριον και η ξηρανθείσα χειρ απέκτησε την υγείαν της, όπως και πριν, και επανήλθεν εις την θέσιν της.

Γ Βασ. 13,7        καὶ ἐλάλησεν ὁ βασιλεὺς πρὸς τὸν ἄνθρωπον τοῦ Θεοῦ· εἴσελθε μετ᾿ ἐμοῦ εἰς οἶκον καὶ ἀρίστησον, καὶ δώσω σοι δόμα.

Γ Βασ. 13,7               Ο βασιλεύς παρεκάλεσε τον άνθρωπον του Θεού και του είπε· “έλα στο σπίτι μου, δείπνησε και θα σου δώσω και κάποιο δώρον”.

Γ Βασ. 13,8        καὶ εἶπεν ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν βασιλέα· ἐὰν δῷς μοι τὸ ἥμισυ τοῦ οἴκου σου, οὐκ εἰσελεύσομαι μετὰ σοῦ οὐδὲ μὴ φάγω ἄρτον οὐδὲ μὴ πίω ὕδωρ ἐν τῷ τόπῳ τούτῳ·

Γ Βασ. 13,8               Ο άνθρωπος όμως του Θεού είπε προς τον βασιλέα· “και εάν ακόμη μου δώσης το ήμισυ από το ανάκτορόν σου, δεν πρόκειται να έλθω μαζή σου να φάγω φαγητόν, ούτε και να πίω ύδωρ από τον τόπον αυτόν.

Γ Βασ. 13,9        ὅτι οὕτως ἐνετείλατό μοι Κύριος ἐν λόγῳ λέγων· μὴ φάγῃς ἄρτον καὶ μὴ πίῃς ὕδωρ καὶ μὴ ἐπιστρέψῃς ἐν τῇ ὁδῶ, ᾗ ἐπορεύθης ἐν αὐτῇ.

Γ Βασ. 13,9               Διότι έτσι ρητώς ο Κυριος με διέταξε και μου είπε· Να μη φάγης άρτον και να μη πίης ύδωρ και επανερχόμενος εις την πατρίδα σου να μη επανέλθης από τον ίδιον δρόμον”.

Γ Βασ. 13,10      καὶ ἀπῆλθεν ἐν ὁδῷ ἄλλῃ καὶ οὐκ ἀνέστρεψεν ἐν τῇ ὁδῷ, ᾗ ἦλθεν ἐν αὐτῇ εἰς Βαιθήλ.

Γ Βασ. 13,10             Ο άνθρωπος του Θεού έφυγε πράγματι δι' άλλης οδού και δεν επέστρεψεν από τον ίδιον δρόμον, τον οποίον είχεν ακολουθήσει ερχόμενος εις Βαιθήλ.

 

                                    Η παράβαση του προφήτη στην εντολή του Θεού

Γ Βασ. 13,11      Καὶ προφήτης εἷς πρεσβύτης κατῴκει ἐν Βαιθήλ, καὶ ἔρχονται οἱ υἱοὶ αὐτοῦ καὶ διηγήσαντο αὐτῷ πάντα τὰ ἔργα, ἃ ἐποίησεν ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ ἐν Βαιθήλ, καὶ τοὺς λόγους, οὓς ἐλάλησε τῷ βασιλεῖ· καὶ ἐπέστρεψαν τὸ πρόσωπον τοῦ πατρὸς αὐτῶν.

Γ Βασ. 13,11              Εκεί εις την Βαιθήλ κατοικούσεν ένας γέρων προφήτης. Ηλθον, λοιπόν, προς αυτόν τα παιδιά του και του διηγήθησαν όλα τα έργα, τα οποία είχε κάμει ο άνθρωπος του Θεού εις την Βαιθήλ κατά την ημέραν εκείνην, όπως επίσης και τους λόγους, τους οποίους είπεν στον βασιλέα. Εκίνησαν δε το ενδιαφέρον του πατρός των δια τον άνθρωπον αυτόν του Θεού.

Γ Βασ. 13,12      καὶ ἐλάλησε πρὸς αὐτοὺς ὁ πατὴρ αὐτῶν λέγων· ποίᾳ ὁδῷ πεπόρευται; καὶ δεικνύουσιν αὐτῷ οἱ υἱοὶ αὐτοῦ τὴν ὁδόν, ἐν ᾗ ἀνῆλθεν ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ ὁ ἐλθὼν ἐξ Ἰούδα.

Γ Βασ. 13,12             Ο πατήρ των τους ηρώτησε λέγων· “από ποίαν οδόν επορεύθη ο άνθρωπος του Θεού;” Τα παιδιά του του έδειξαν την οδόν, από την οποίαν είχεν αναχωρήσει ο άνθρωπος του Θεού, που είχεν έλθει από την φυλήν Ιούδα.

Γ Βασ. 13,13      καὶ εἶπε τοῖς υἱοῖς αὐτοῦ· ἐπισάξατέ μοι τὸν ὄνον· καὶ ἐπέσαξαν αὐτῷ τὸν ὄνον, καὶ ἐπέβη ἐπ᾿ αὐτόν.

Γ Βασ. 13,13              Είπεν εις τα παιδιά του· “σαμαρώσατέ μου τον όνον”. Και εσαμάρωσαν δι' αυτόν τον όνον, επί του οποίου και εκάθησε.

Γ Βασ. 13,14      καὶ ἐπορεύθη κατόπισθεν τοῦ ἀνθρώπου τοῦ Θεοῦ καὶ εὗρεν αὐτὸν καθήμενον ὑπὸ δρῦν καὶ εἶπεν αὐτῷ· εἰ σὺ εἶ ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ ὁ ἐληλυθὼς ἐξ Ἰούδα; καὶ εἶπεν αὐτῷ· ἐγώ.

Γ Βασ. 13,14             Επορεύθη δε οπίσω από τον άνθρωπον του Θεού και τον συνήντησε να κάθεται κάτω από την δρυν και του είπεν· “αλήθεια, συ είσαι ο άνθρωπος του Θεού, που ήλθες από την φυλήν Ιούδα;” Εκείνος του είπεν· “εγώ είμαι”.

Γ Βασ. 13,15      καὶ εἶπεν αὐτῷ· δεῦρο μετ᾿ ἐμοῦ καὶ φάγε ἄρτον.

Γ Βασ. 13,15              Λέγει προς αυτόν· “έλα μαζή μου να φάγης άρτον”.

Γ Βασ. 13,16      καὶ εἶπεν· οὐ μὴ δύνωμαι τοῦ ἐπιστρέψαι μετὰ σοῦ οὐδὲ μὴ φάγομαι ἄρτον οὐδὲ πίομαι ὕδωρ ἐν τῷ τόπῳ τούτῳ·

Γ Βασ. 13,16             Ο άνθρωπος του Θεού της φυλής Ιούδα είπε· “δεν δύναμαι να επιστρέψω μαζή σου και ούτε να φάγω άρτον, ούτε να πίω νερό στον τόπον τούτον·

Γ Βασ. 13,17      ὅτι οὕτως ἐντέταλταί μοι ἐν λόγῳ Κύριος λέγων· μὴ φάγῃς ἄρτον ἐκεῖ καὶ μὴ πίῃς ὕδωρ καὶ μὴ ἐπιστρέψῃς ἐκεῖ ἐν τῇ ὁδῷ, ᾗ ἐπορεύθης ἐν αὐτῇ.

Γ Βασ. 13,17              διότι έτσι με διέταξεν ο Κυριος· Ούτε ψωμί θα φάγης εκεί, ούτε νερό θα πίης, ούτε θα επιστρέψης εις την πατρίδα σου από τον ίδιον δρόμον, δια του οποίου ήλθες εις την Βαιθήλ”.

Γ Βασ. 13,18      καὶ εἶπε πρὸς αὐτόν· κἀγὼ προφήτης εἰμὶ καθὼς σύ, καὶ ἄγγελος λελάληκε πρός με ἐν ῥήματι Κυρίου λέγων· ἐπίστρεψον αὐτὸν πρὸς σεαυτὸν εἰς τὸν οἶκόν σου, καὶ φαγέτω ἄρτον, καὶ πιέτω ὕδωρ· καὶ ἐψεύσατο αὐτῷ.

Γ Βασ. 13,18             Ο προφήτης της Βαιθήλ του είπε· “και εγώ είμαι προφήτης, όπως συ. Ενας δε άγγελος μου ωμίλησε εν ονόματι του Κυρίου και μου είπε· Επανάφερε αυτόν στον οίκον σου προς σέ, δια να φάγη φαγητόν και να πίη ύδωρ”. Αυτά δε έλεγε ψευδόμενος προς αυτόν.

Γ Βασ. 13,19      καὶ ἐπέστρεψεν αὐτὸν καὶ ἔφαγεν ἄρτον καὶ ἔπιεν ὕδωρ ἐν τῷ οἴκῳ αὐτοῦ.

Γ Βασ. 13,19             Ο προφήτης της Βαιθήλ επανέφερε τον προφήτην εκ της φυλής Ιούδα και έφαγεν άρτον και έπιεν ύδωρ στον οίκον αυτού.

Γ Βασ. 13,20      καὶ ἐγένετο αὐτῶν καθημένων ἐπὶ τῆς τραπέζης, καὶ ἐγένετο λόγος Κυρίου πρὸς τὸν προφήτην τὸν ἐπιστρέψαντα αὐτὸν

Γ Βασ. 13,20             Καθ' ον χρόνον εκάθηντο στο τραπέζι του φαγητού, έγινεν αποκάλυψις Κυρίου προς τον προφήτην της Βαιθήλ, ο οποίος είχεν επαναφέρει εκείνον στον οίκον του,

Γ Βασ. 13,21      καὶ εἶπε πρὸς τὸν ἄνθρωπον τοῦ Θεοῦ τὸν ἥκοντα ἐξ Ἰούδα λέγων· τάδε λέγει Κύριος· ἀνθ᾿ ὧν παρεπίκρανας τὸ ῥῆμα Κυρίου καὶ οὐκ ἐφύλαξας τὴν ἐντολήν, ἣν ἐνετείλατό σοι Κύριος ὁ Θεός σου,

Γ Βασ. 13,21             και είπε προς τον άνθρωπον του Θεού, ο οποίος είχεν έλθει από την φυλήν του Ιούδα· “αυτά λέγει ο Κυριος· Επειδή επίκρανες τον Θεόν και δεν ετήρησες την εντολήν, την οποίαν σου έδωσε Κυριος ο Θεός σου,

Γ Βασ. 13,22      καὶ ἐπέστρεψας καὶ ἔφαγες ἄρτον καὶ ἔπιες ὕδωρ ἐν τῷ τόπῳ τούτῳ, ᾧ ἐλάλησε πρός σε λέγων· οὐ μὴ φάγῃς ἄρτον καὶ μὴ πίῃς ὕδωρ, οὐ μὴ εἰσέλθῃ τὸ σῶμά σου εἰς τὸν τάφον τῶν πατέρων σου.

Γ Βασ. 13,22             και έτσι επέστρεψες εδώ και έφαγες άρτον και έπιες ύδωρ στον τόπον αυτόν, δια τον οποίον σου έδωσε ρητήν εντολήν ο Κυριος λέγων· Δεν θα φάγης άρτον και δεν θα πίης νερό, δια τούτο το σώμα σου δεν θα ταφή στον τάφον των προγόνων σου”.

Γ Βασ. 13,23      καὶ ἐγένετο μετὰ τὸ φαγεῖν αὐτὸν ἄρτον καὶ πιεῖν ὕδωρ, καὶ ἐπέσαξεν αὐτῷ τὸν ὄνον, καὶ ἐπέστρεψε.

Γ Βασ. 13,23             Ο από την Ιουδαίαν προφήτης, αφού έφαγεν άρτον και έπιεν ύδωρ, εσαμάρωσε τον όνον του και επανήρχετο εις την Ιουδαίαν.

Γ Βασ. 13,24      καὶ ἀπῆλθε, καὶ εὗρεν αὐτὸν λέγων ἐν τῇ ὁδῷ καὶ ἐθανάτωσεν αὐτόν, καὶ ἦν τὸ σῶμα αὐτοῦ ἐῤῥιμμένον ἐν τῇ ὁδῷ, καὶ ὁ ὄνος εἱστήκει παρ᾿ αὐτό, καὶ ὁ λέων εἱστήκει παρὰ τὸ σῶμα.

Γ Βασ. 13,24             Οταν όμως απεμακρύνθη, συνήντησεν αυτόν καθ' οδόν ένας λέων, ο οποίος και τον εθανάτωσε. Το σώμα του προφήτου έμεινεν ερριμένον εις την οδόν. Ο όνος δε ίστατο όρθιος πλησίον του και ο λέων επίσης ίστατο όρθιος πλησίον του νεκρού σώματος.

Γ Βασ. 13,25      καὶ ἰδοὺ ἄνδρες παραπορευόμενοι καὶ εἶδον τὸ θνησιμαῖον ἐῤῥιμμένον ἐν τῇ ὁδῷ καὶ ὁ λέων εἱστήκει ἐχόμενα τοῦ θνησιμαίου· καὶ εἰσῆλθον καὶ ἐλάλησαν ἐν τῇ πόλει, οὗ ὁ προφήτης ὁ πρεσβύτης κατῴκει ἐν αὐτῇ.

Γ Βασ. 13,25             Ιδού δε ότι κατά την ώραν εκείνην δύο άνδρες, διερχόμενοι από εκεί, είδαν το πτώμα του προφήτου κείμενον εις την οδόν και τον λέοντα, ο οποίος ίστατο όρθιος πλησίον του πτώματος. Αυτοί εισήλθον εις την πόλιν, όπου ευρίσκετο ο γέρων προφήτης, και ανήγγειλαν εις την πόλιν τα συμβάντα.

Γ Βασ. 13,26      καὶ ἤκουσεν ὁ ἐπιστρέψας αὐτὸν ἐκ τῆς ὁδοῦ καὶ εἶπεν· ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ οὗτός ἐστίν, ὃς παρεπίκρανε τὸ ῥῆμα Κυρίου.

Γ Βασ. 13,26             Ο εκ Βαιθήλ προφήτης, που είχεν επαναφέρει από τον δρόμον τον προφήτην της Ιουδαίας, είπεν· “αυτός είναι ο άνθρωπος του Θεού, ο οποίος παρέβη την εντολήν του Κυρίου, και έτσι παρεπίκρανε τον Θεόν”.

Γ Βασ. 13,28      καὶ ἐπορεύθη καὶ εὗρε τὸ σῶμα αὐτοῦ ἐῤῥιμμένον ἐν τῇ ὁδῷ, καὶ ὁ ὄνος καὶ ὁ λέων εἱστήκεισαν παρὰ τὸ σῶμα, καὶ οὐκ ἔφαγεν ὁ λέων τὸ σῶμα τοῦ ἀνθρώπου τοῦ Θεοῦ καὶ οὐ συνέτριψε τὸν ὄνον.

Γ Βασ. 13,28             Ο γέρων αυτός προφήτης μετέβη και ευρήκε το πτώμα κείμενον στον δρόμον, ο όνος δε και ο λέων ήσαν όρθιοι πλησίον του σώματος. Ο λέων δεν κατέφαγε το σώμα του ανθρώπου του Θεού, ούτε και τον όνον συνέτριψεν.

Γ Βασ. 13,29      καὶ ᾖρεν ὁ προφήτης τὸ σῶμα τοῦ ἀνθρώπου τοῦ Θεοῦ καὶ ἐπέθηκεν αὐτὸ ἐπὶ τὸν ὄνον, καὶ ἐπέστρεψεν αὐτὸν εἰς τὴν πόλιν ὁ προφήτης τοῦ θάψαι αὐτὸν

Γ Βασ. 13,29             Ο προφήτης αυτός επήρε το νεκρόν σώμα του ανθρώπου του Θεού, το έθεσεν επάνω στον όνον και το έφερεν εις την πόλιν, δια να το θάψη στον τάφον του.

Γ Βασ. 13,30      ἐν τῷ τάφῳ ἑαυτοῦ, καὶ ἐκόψαντο αὐτόν· οὐαὶ ἀδελφέ.

Γ Βασ. 13,30             Εκεί εθρήνησαν αυτόν οι άνθρωποι λέγοντες· “αλλοίμονον, αδελφέ”.

Γ Βασ. 13,31      καὶ ἐγένετο μετὰ τὸ κόψασθαι αὐτὸν καὶ εἶπε τοῖς υἱοῖς αὐτοῦ λέγων· ἐὰν ἀποθάνω, θάψατέ με ἐν τῷ τάφῳ τούτῳ οὗ ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ τέθαπται ἐν αὐτῷ· παρὰ τὰ ὀστᾶ αὐτοῦ θέτε με, ἵνα σωθῶσι τὰ ὀστᾶ μου μετὰ τῶν ὀστῶν αὐτοῦ·

Γ Βασ. 13,31              Επειτα δε από τον θρήνον αυτόν είπεν ο γέρων προφήτης εις τα παιδιά του· “όταν αποθάνω, να με θάψετε στον τάφον αυτόν, όπου έχει ταφή ο άνθρωπος του Θεού. Θέσατέ με κοντά εις τα οστά αυτού, δια να σωθούν και τα ιδικά μου οστά με τα οστά εκείνου.

Γ Βασ. 13,32      ὅτι γινόμενον ἔσται τὸ ῥῆμα, ὃ ἐλάλησεν ἐν λόγῳ Κυρίου ἐπὶ τὸ θυσιαστήριον ἐν Βαιθὴλ καὶ ἐπὶ τοὺς οἴκους τοὺς ὑψηλοὺς τοὺς ἐν Σαμαρείᾳ.

Γ Βασ. 13,32             Διότι οπωσδήποτε θα πραγματοποιηθη ο λόγος, τον οποίον ωμίλησεν αυτός κατ' εντολήν του Κυρίου δια το θυσιαστήριον τούτο της Βαιθήλ και δια τους ναούς, οι οποίοι έχουν οικοδομηθή στους υψηλούς τόπους της Σαμαρείας”.

 

                                     Η εμμονή του Ιεροβοάμ στην αμαρτία του

Γ Βασ. 13,33      καὶ μετὰ τὸ ῥῆμα τοῦτο οὐκ ἐπέστρεψεν Ἱεροβοὰμ ἀπὸ τῆς κακίας αὐτοῦ, καὶ ἐπέστρεψε καὶ ἐποίησεν ἐκ μέρους τοῦ λαοῦ ἱερεῖς ὑψηλῶν· ὁ βουλόμενος ἐπλήρου τὴν χεῖρα αὐτοῦ, καὶ ἐγίνετο ἱερεὺς εἰς τὰ ὑψηλά.

Γ Βασ. 13,33             Εν τούτοις ο Ιεροβοάμ παρά τον λόγον αυτόν του προφήτου δεν εσυνετίσθη και δεν μετενόησε δια την ασέβειάν του, αλλά συνέχισε την παρανομίαν του και εγκατέστησεν στους υψηλούς τόπους της ειδωλολατρείας ιερείς εκ του λαού, οι οποίοι δεν κατήγοντο από την φυλήν του Λευι. Ο οιοσδήποτε δε εγίνετο τότε ιερεύς στους ειδωλολατρικούς αυτούς ευκτηρίους οίκους.

Γ Βασ. 13,34      καὶ ἐγένετο τὸ ῥῆμα τοῦτο εἰς ἁμαρτίαν τῷ οἴκῳ Ἱεροβοὰμ καὶ εἰς ὄλεθρον καὶ εἰς ἀφανισμὸν ἀπὸ προσώπου τῆς γῆς.

Γ Βασ. 13,34             Η ασεβής αυτή πράξις κατελογίσθη ως βαρεία αμαρτία στον οίκον του Ιεροβοάμ και έγινεν αιτία ολέθρου και αφανισμού αυτού από το πρόσωπον της γης.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 14- Η ΠΡΟΦΗΤΕΙΑ ΤΟΥ ΑΧΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΙΕΡΟΒΟΑΜ  

Η ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΤΟΥ ΡΟΒΟΑΜ ΣΤΟΝ ΙΟΥΔΑ

                                     Προφητεία του Αχιά για τον Ιεροβοάμ

Γ Βασ. 14,1        [Ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ ἠῤῥώστησεν Ἀβιὰ υἱὸς Ἱεροβοὰμ

Γ Βασ. 14,1                Κατά τον καιρόν εκείνον αρρώστησεν ο Αβιά, ο υιός του Ιεροβοάμ.

Γ Βασ. 14,2        καὶ εἶπεν ὁ Ἱεροβοὰμ πρὸς τὴν γυναῖκα αὐτοῦ· ἀνάστηθι καὶ ἀλλοιωθήσῃ, καὶ οὐ γνώσονται ὅτι σὺ γυνὴ Ἱεροβοάμ, καὶ πορευθήσῃ εἰς Σηλώ· καὶ ἰδοὺ ἐκεῖ Ἀχιὰ ὁ προφήτης, αὐτὸς ἐλάλησεν ἐμὲ τοῦ βασιλεῦσαι ἐπὶ τὸν λαὸν τοῦτον.

Γ Βασ. 14,2               Ο Ιεροβοάμ είπεν εις την γυναίκα του· “σήκω, άλλαξε ενδύματα, ώστε να μη σε αναγνωρίσουν ότι είσαι η σύζυγος του Ιεροβοάμ, και πήγαινε εις την Σηλώ. Ιδού εκεί ευρίσκεται ο προφήτης Αχιά. Αυτός ωμίλησεν εις εμέ εκ μέρους του Θεού, ότι θα γίνω βασιλεύς των δέκα τούτων φύλων.

Γ Βασ. 14,3        καὶ λαβὲ εἰς τὴν χεῖρά σου τῷ ἀνθρώπῳ τοῦ Θεοῦ ἄρτους καὶ κολλυρίδα τοῖς τέκνοις αὐτοῦ καὶ σταφίδας καὶ στάμνον μέλιτος, καὶ ἐλεύσῃ πρὸς αὐτόν. αὐτὸς ἀναγγείλῃ σοι τί ἔσται τῷ παιδί.

Γ Βασ. 14,3               Παρε μαζή σου δια τον άνθρωπον αυτόν του Θεού ως δώρον άρτους και κουλλούρια δια τα τέκνα του και σταφίδες και μίαν στάμναν μέλι, και θα μεταβής προς αυτόν. Αυτός δε θα σου αναγγείλη, τι θα συμβή σχετικώς με την ασθένειαν του παιδιού μας”.

Γ Βασ. 14,4        καὶ ἐποίησεν οὕτως γυνὴ Ἱεροβοάμ· καὶ ἀνέστη καὶ ἐπορεύθη εἰς Σηλώ, καὶ εἰσῆλθεν ἐν οἴκῳ Ἀχιά· καὶ ὁ ἄνθρωπος πρεσβύτερος τοῦ ἰδεῖν, καὶ ἠμβλυώπουν οἱ ὀφθαλμοὶ αὐτοῦ ἀπὸ γήρους αὐτοῦ.

Γ Βασ. 14,4               Η γυναίκα του Ιεροβοάμ έκαμε, όπως εκείνος της είχε πη. Εσηκώθη, ητοιμάσθη και επορεύθη εις Σηλώ. Εισήλθεν στον οίκον του Αχιά. Ο άνθρωπος αυτός ήτο γέρων και θαμπά έβλεπαν τα μάτια του εξ αιτίας του γήρατός του.

Γ Βασ. 14,5        καὶ Κύριος εἶπε πρὸς Ἀχιά· ἰδοὺ γυνὴ τοῦ Ἱεροβοὰμ εἰσέρχεται τοῦ ἐκζητῆσαι ῥῆμα παρὰ σοῦ περὶ υἱοῦ αὐτῆς, ὅτι ἄῤῥωστός ἐστι· κατὰ τοῦτο καὶ κατὰ τοῦτο λαλήσεις πρὸς αὐτήν. καὶ ἐγένετο ἐν τῷ εἰσέρχεσθαι αὐτὴν καὶ αὐτὴ ἀπεξενοῦτο.

Γ Βασ. 14,5               Ο Κυριος είπε προς τον Αχιά· “ιδού, έρχεται η γυνή του Ιεροβοάμ, δια να ζητήση την γνώμην σου σχετικώς με το παιδί της, που είναι άρρωστο. Ετσι και έτσι θα ομιλήσης προς αυτήν, όπως εγώ θα σου αποκαλύψω”. Οταν η γυνή του Ιεροβοάμ εισήλθεν στον οίκον του Αχιά, προσεποιείτο ότι δεν είναι σύζυγος του Ιεροβοάμ.

Γ Βασ. 14,6        καὶ ἐγένετο ὡς ἤκουσεν Ἀχιὰ τὴν φωνὴν ποδῶν αὐτῆς, εἰσερχομένης αὐτῆς ἐν τῷ ἀνοίγματι, καὶ εἶπεν· εἴσελθε, γυνὴ Ἱεροβοάμ· ἱνατί σὺ τοῦτο ἀποξενοῦσαι; καὶ ἐγώ εἰμι ἀπόστολος πρός σε σκληρός.

Γ Βασ. 14,6               Ο Αχιά, όταν ήκουσε τον θόρυβον των βημάτων της και καθ' ην στιγμήν εκείνη εισήρχετο δια της θύρας του οίκου, είπε προς αυτήν· “είσελθε, γυνή του Ιεροβοάμ· διατί προσπαθείς να παρουσιασθής ως άλλη γυναίκα; Εγώ είμαι διέ σε αγγελιαφόρος σκληρών ειδήσεων.

Γ Βασ. 14,7        πορευθεῖσα εἰπὸν τῷ Ἱεροβοάμ· τάδε λέγει Κύριος ὁ Θεὸς Ἰσραήλ· ἀνθ᾿ οὗ ὅσον ὕψωσά σε ἀπὸ μέσου λαοῦ καὶ ἔδωκά σε ἡγούμενον ἐπὶ τὸν λαόν μου Ἰσραήλ,

Γ Βασ. 14,7               Πηγαινε και ειπέ στον Ιεροβοάμ· Αυτά λέγει Κυριος ο Θεός του Ισραήλ· εγώ σε ύψωσα και σε ανέδειξα εκ μέσου του λαού αυτού και σε κατέστησα βασιλέα επί τον λαόν μου τούτον των δέκα φυλών του Ισραήλ.

Γ Βασ. 14,8        καὶ ἔῤῥηξα σὺν τὸ βασίλειον ἀπὸ τοῦ οἶκου Δαυὶδ καὶ ἔδωκα αὐτό σοι καὶ οὐκ ἐγένου ὡς ὁ δοῦλός μου Δαυίδ, ὃς ἐφύλαξε τὰς ἐντολάς μου καὶ ὃς ἐπορεύθη ὀπίσω μου ἐν πάσῃ καρδίᾳ αὐτοῦ ποιῆσαι ἕκαστος τὸ εὐθὲς ἐν ὀφθαλμοῖς μου

Γ Βασ. 14,8               Διέρρηξα το βασίλειον του οίκου Δαυίδ και έδωσα αυτό εις σέ. Συ όμως δεν ανεδείχθης, όπως ο δούλος μου ο Δαυίδ, ο οποίος ετήρησε τας εντολάς μου και με ηκολούθησε με όλην του την καρδίαν, ώστε να πράττη το ορθόν πάντοτε ενώπιόν μου.

Γ Βασ. 14,9        καὶ ἐπονηρεύσω τοῦ ποιῆσαι παρὰ παντός, ὅσοι ἐγένοντο εἰς πρόσωπόν σου καὶ ἐπορεύθης καὶ ἐποίησας σεαυτῷ θεοὺς ἑτέρους χωνευτὰ τοῦ παροργίσαι με καὶ ἐμὲ ἔῤῥιψας ὀπίσω σώματός σου·

Γ Βασ. 14,9               Συ όμως διέπραξες πονηρίας μεγαλυτέρας από όλους τους Ισραηλίτας, οι οποίοι είχαν ζήσει προηγουμένως από σέ. Επορεύθης και κατεσκεύασες άλλους θεούς από μέταλλον, που εχύθη εις ειδικόν καλούπι, ώστε να με εξοργίσης εναντίον σου, επειδή με επέταξες έτσι όπισθέν σου.

Γ Βασ. 14,10      διὰ τοῦτο ἐγὼ ἄγω κακίαν πρός σε εἰς οἶκον Ἱεροβοάμ· ἐξολοθρεύσω τοῦ Ἱεροβοὰμ οὐροῦντα πρὸς τοῖχον ἐχόμενον καὶ ἐγκαταλελειμμένον ἐν Ἰσραὴλ καὶ ἐπιλέξω οἴκου Ἱεροβοάμ, καθὼς ἐπιλέγεται ἡ κόπρος, ὡς τελειωθῆναι αὐτόν·

Γ Βασ. 14,10             Δια τούτο εγώ αποστέλλω τιμωρίαν εναντίον σου και εναντίον του οίκου Ιεροβοάμ. Θα εξολοθρεύσω από την οικογένειαν του Ιεροβοάμ κάθε αρσενικόν, δούλον η ελεύθερον. Θα σαρώσω την οικογένειαν του Ιεροβοάμ, όπως σαρώνεται η κόπρος, έως ότου θα ολοκληρωθή η καταστροφή της.

Γ Βασ. 14,11      οἱ τεθνηκότες τοῦ Ἱεροβοὰμ ἐν τῇ πόλει, καταφάγονται οἱ κύνες, καὶ τὸν τεθνηκότα ἐν τῷ ἀγρῷ καταφάγονται τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ, ὅτι Κύριος ἐλάλησε.

Γ Βασ. 14,11              Οσοι εκ της οικογενείας του Ιεροβοάμ αποθνήσκουν μέσα εις την πόλιν, θα κατατρώγωνται από τους κύνας. Εκείνος δε ο οποίος πεθαίνει στον αγρόν, θα κατατρώγεται από τα πετεινά του ουρανού. Αυτά θα γίνουν, διότι ο Κυριος τα προανήγγειλε.

Γ Βασ. 14,12      καὶ σὺ ἀναστᾶσα πορεύθητι εἰς τὸν οἶκόν σου· ἐν τῷ εἰσέρχεσθαι πόδα σου τὴν πόλιν, ἀποθανεῖται τὸ παιδάριον·

Γ Βασ. 14,12             Συ, λοιπόν, σήκω τώρα και πήγαινε στον οίκον σου. Την ώραν, δε κατά την οποίαν το πόδι σου θα πατήση εις την πόλιν, το παιδί σου θα αποθάνη.

Γ Βασ. 14,13      καὶ κόψονται αὐτὸν πᾶς Ἰσραὴλ καὶ θάψουσιν αὐτόν, ὅτι οὗτος μόνος εἰσελεύσεται τῷ Ἱεροβοὰμ πρὸς τάφον, ὅτι εὑρέθη ἐν αὐτῷ ῥῆμα καλὸν περὶ τοῦ Κυρίου Θεοῦ Ἰσραὴλ ἐν οἴκῳ Ἱεροβοάμ·

Γ Βασ. 14,13             Θα θρηνήσουν αυτό όλοι οι Ισραηλίται και θα το θάψουν, διότι αυτό μόνον από την οικογένειαν του Ιεροβοάμ θα ταφή κανονικά στον τάφον, επειδή δι' αυτό ευρέθη κάποιος καλός λόγος παρά Κυρίου του Θεού του Ισραήλ μεταξύ όλης της οικογενείας Ιεροβοάμ.

Γ Βασ. 14,14      καὶ ἀναστήσει Κύριος ἑαυτῷ βασιλέα ἐπὶ Ἰσραήλ, ὃς πλήξει τὸν οἶκον Ἱεροβοάμ ταύτῃ τῇ ἡμέρᾳ· καὶ τί καὶ νῦν;

Γ Βασ. 14,14             Ο ίδιος δε ο Κυριος θα αναδείξη άλλο βασιλέα εις τας δέκα φυλάς του Ισραήλ, ο οποίος θα κτυπήση αποφασιστικά τον οίκον του Ιεροβοάμ κατά την ημέραν εκείνην. Αλλά τι λέγω; Εχει ήδη αρχίσει η τιμωρία αυτή.

Γ Βασ. 14,15      Κύριος πλήξει τὸν Ἰσραήλ, καθὰ κινεῖται ὁ ἄνεμος ἐν τῷ ὕδατι, καὶ ἐκτελεῖ τὸν Ἰσραὴλ ἀπὸ ἄνω τῆς χθονὸς τῆς ἀγαθῆς ταύτης, ἧς ἔδωκε τοῖς πατράσιν αὐτῶν, καὶ λικμήσει αὐτοὺς ἀπὸ πέραν τοῦ ποταμοῦ· ἀνθ᾿ οὗ ὅσον ἐποίησαν τὰ ἄλση αὐτῶν παροργίζοντες τὸν Κύριον·

Γ Βασ. 14,15             Ο Κυριος θα πλήξη τον ισραηλιτικόν λαόν, όπως αναταράσσει η θύελλα τα ύδατα, και θα ξερριζώση το βασίλειον του Ισραήλ από αυτήν την γην την εύφορον και γόνιμον, την οποίαν έδωκεν στους προπάτοράς του, και θα τους διασκορπίση πέραν από τον ποταμόν Ευφράτην. Τούτο δέ, διότι οικοδόμησαν ειδωλικούς ναούς και κατεσκεύασαν είδωλα μέσα εις ιερά άλση και παρώργισαν έτσι τον Κυριον.

Γ Βασ. 14,16      καὶ παραδώσει Κύριος τὸν Ἰσραὴλ χάριν ἁμαρτιῶν Ἱεροβοάμ, ὃς ἥμαρτε καὶ ὃς ἐξήμαρτε τὸν Ἰσραήλ.

Γ Βασ. 14,16             Θα παραδώση δε ο Κυριος τον ισραηλιτικόν λαόν εις αυτάς τας τιμωρίας εξ αιτίας των αμαρτιών του Ιεροβοάμ, ο οποίος ημάρτησεν ο ίδιος, αλλά και τον ισραηλιτικόν λαόν παρέσυρεν εις αμαρτίαν”.

Γ Βασ. 14,17      καὶ ἀνέστη ἡ γυνὴ Ἱεροβοὰμ καὶ ἐπορεύθη εἰς γῆν Σαριρά· καὶ ἐγένετο ὡς εἰσῆλθεν ἐν τῷ προθύρῳ τοῦ οἴκου καὶ τὸ παιδάριον ἀπέθανε.

Γ Βασ. 14,17             Η γυνή του Ιεροβοάμ εσηκώθη και επέστρεψεν εις την πόλιν Σαριρά. Οταν δε εισήλθον στο κατώφλι του σπιτιού της, το παιδί απέθανε.

Γ Βασ. 14,18      καὶ ἔθαψαν αὐτὸν καὶ ἐκόψαντο αὐτὸν πᾶς Ἰσραήλ, κατὰ τὸ ῥῆμα Κυρίου, ὃ ἐλάλησεν ἐν χειρὶ δούλου αὐτοῦ Ἀχιὰ τοῦ προφήτου.

Γ Βασ. 14,18             Εθαψαν αυτό και το εθρήνησαν όλοι οι Ισραηλίται σύμφωνα με τον λόγον, τον οποίον είπεν ο Κυριος δια του δούλου αυτού του προφήτου Αχιά.

Γ Βασ. 14,19      καὶ περισσὸν ῥημάτων Ἱεροβοάμ, ὅσα ἐπολέμησε καὶ ὅσα ἐβασίλευσεν, ἰδοὺ αὐτὰ γεγραμμένα ἐπὶ βιβλίου ῥημάτων τῶν ἡμερῶν τῶν βασιλέων Ἰσραὴλ.

Γ Βασ. 14,19             Τα δε άλλα έργα του Ιεροβοάμ, τα πολεμικά του έργα και όσα άλλα έργα έκαμε κατά το διάστημα της βασιλείας του, όλα αυτά είναι γραμμένα στο βιβλίον, που επιγράφεται “έργα και ημέραι των βασιλέων του Ισραήλ”.

Γ Βασ. 14,20      καὶ αἱ ἡμέραι, ἃς ἐβασίλευσεν Ἱεροβοὰμ εἴκοσι δύο ἔτη· καὶ ἐκοιμήθη μετὰ τῶν πατέρων αὐτοῦ καὶ ἐβασίλευσε Ναβὰτ υἱὸς αὐτοῦ ἀντ᾿ αὐτοῦ.]

Γ Βασ. 14,20            Τα έτη δέ, κατά τα οποία εβασίλευσεν ο Ιεροβοάμ, ανήλθαν εις είκοσι δύο. Απέθανε και ετάφη με τους πατέρας αυτού και τον διεδέχθη στον βασιλικόν θρόνον ο υιός του, ο Ναβάτ.

 

                                    Η βασιλεία του Ροβοάμ στον Ιούδα

Γ Βασ. 14,21      Καὶ Ῥοβοὰμ υἱὸς Σαλωμὼν ἐβασίλευσεν ἐπὶ Ἰούδαν· υἱὸς τεσσαράκοντα καὶ ἑνὸς ἐνιαυτῶν Ῥοβοὰμ ἐν τῷ βασιλεύειν αὐτὸν καὶ ἑπτακαίδεκα ἔτη ἐβασίλευσεν ἐν Ἱερουσαλὴμ τῇ πόλει, ἣν ἐξελέξατο Κύριος θέσθαι τὸ ὄνομα αὐτοῦ ἐκεῖ ἐκ πασῶν φυλῶν τοῦ Ἰσραήλ· καὶ τὸ ὄνομα τῆς μητρὸς αὐτοῦ Νααμὰ ἡ Ἀμμωνῖτις.

Γ Βασ. 14,21             Βασιλεύς στο βασίλειον του Ιούδα ήτο τότε ο Ροβοάμ, ο υιός του Σολομώντος. Τεσσαράκοντα και ενός ετών ήτο, όταν αυτός ανήλθεν στον βασιλικόν θρόνον. Εβασίλευσε δεκαεπτά έτη εις την πόλιν Ιερουσαλήμ, την οποίαν ο Κυριος εξέλεξεν από όλας τας ισραηλιτικάς πόλεις, δια να δοξάζεται και λατρεύεται εκεί το Ονομά του. Το όνομα της μητρός του Ροβοάμ ήτο Νααμά. Αυτή δε κατήγετο από την φυλήν των Αμμωνιτών.

Γ Βασ. 14,22      καὶ ἐποίησε Ῥοβοὰμ τὸ πονηρὸν ἐνώπιον Κυρίου καὶ παρεζήλωσεν αὐτὸν ἐν πᾶσιν, οἷς ἐποίησαν οἱ πατέρες αὐτῶν ἐν ταῖς ἁμαρτίαις αὐτῶν, αἷς ἥμαρτον,

Γ Βασ. 14,22            Και ο Ροβοάμ διέπραξεν επίσης πονηρά ενώπιον του Κυρίου και εξώργισε τον Θεόν εναντίον του περισότερον, από όσον τον είχαν εξοργίσει οι προπάτορές του με τας ιδικάς των αμαρτίας, τας οποίας είχαν διαπράξει.

Γ Βασ. 14,23      καὶ ᾠκοδόμησαν ἑαυτοῖς ὑψηλὰ καὶ στήλας καὶ ἄλση ἐπὶ πάντα βουνὸν ὑψηλὸν καὶ ὑποκάτω παντὸς ξύλου συσκίου.

Γ Βασ. 14,23             Αυτοί εξέλεξαν υψώματα, όπου έστησαν ειδωλικάς στήλας και αγάλματα ειδωλικών θεών εις κάθε υψηλόν λόφον και κάτω από ευσκιόφυλλα δένδρα.

Γ Βασ. 14,24      καὶ σύνδεσμος ἐγενήθη ἐν τῇ γῇ, καὶ ἐποίησαν ἀπὸ πάντων τῶν βδελυγμάτων τῶν ἐθνῶν, ὧν ἐξῇρε Κύριος ἀπὸ προσώπου υἱῶν Ἰσραήλ.

Γ Βασ. 14,24            Ετσι ολόκληρος η χώρα παρεσύρθη εις την ειδωλολατρείαν και αποστασίαν, διότι κατεσκεύασαν συχαμερά είδωλα όλων των ειδωλικών θεοτήτων, που είχαν τα άλλα έθνη, και τα οποία είδωλα ο Κυριος είχεν εξαφανίσει εκ μέσου των Ισροηλιτών.

Γ Βασ. 14,25      καὶ ἐγένετο ἐν τῷ ἐνιαυτῷ τῷ πέμπτῳ βασιλεύοντος Ῥοβοάμ, ἀνέβη Σουσακὶμ βασιλεὺς Αἰγύπτου ἐπὶ Ἱερουσαλὴμ

Γ Βασ. 14,25             Κατά το πέμπτον έτος της βασιλείας του Ροβοάμ ανέβη από την Αίγυπτον ο βασιλεύς Σουσακίμ και εισήλθεν εις την Ιερουσαλήμ.

Γ Βασ. 14,26      καὶ ἔλαβε πάντας τοὺς θησαυροὺς οἴκου τοῦ βασιλέως καὶ τὰ δόρατα τὰ χρυσᾶ, ἃ ἔλαβε Δαυὶδ ἐκ χειρὸς τῶν παίδων Ἀδραζὰρ βασιλέως Σουβά, καὶ εἰσήνεγκεν αὐτὰ εἰς Ἱερουσαλὴμ τὰ πάντα, ἃ ἔλαβεν, ὅπλα τὰ χρυσᾶ, ὅσα ἐποίησε Σαλωμών, καὶ ἐπήνεγκεν αὐτὰ εἰς Αἴγυπτον.

Γ Βασ. 14,26            Νικητής δε καθώς ήτο, επήρεν όλους τους θησαυρούς από τον ναόν του Κυρίου και τους θησαυρούς από το ανάκτορον του βασιλέως και τα χρυσά δόρατα, τα οποία ο Δαυίδ είχε πάρει από τα χέρια των δούλων του Αδραζάρ, βασιλέως Σουβά, και τα οποία είχε φέρει εις την Ιερουσαλήμ. Ολα αυτά τα επήρεν ο Σουσακίμ, όπλα χρυσά όσα έκαμεν ο Σολομών, και τα έφερεν εις την Αίγυπτον.

Γ Βασ. 14,27      καὶ ἐποίησε Ῥοβοὰμ ὁ βασιλεὺς ὅπλα χαλκᾶ ἀντ᾿ αὐτῶν. καὶ ἐπέθεντο ἐπ᾿ αὐτὸν οἱ ἡγούμενοι τῶν παρατρεχόντων οἱ φυλάσσοντες τὸν πυλῶνα οἴκου βασιλέως.

Γ Βασ. 14,27             Ο Ροβοάμ κατεσκεύασεν αντί αυτών των χρυσών όπλων χάλκινα όπλα. Αυτά δε οι αρχηγοί της βασιλικής σωματοφυλακής, οι οποίοι εφρουρούσαν την πύλην του βασιλικού ανακτόρου, τα ετοποθέτησαν εις την θέσιν, όπου προηγουμένως υπήρχον τα χρυσά όπλα.

Γ Βασ. 14,28      καὶ ἐγένετο ὅτε εἰσεπορεύετο ὁ βασιλεὺς εἰς οἶκον Κυρίου, καὶ ᾖρον αὐτὰ οἱ παρατρέχοντες καὶ ἀπηρείδοντο αὐτὰ εἰς τὸ θεὲ τῶν παρατρεχόντων.

Γ Βασ. 14,28            Καθε φοράν δε που ο βασιλεύς εν επισήμω πομπή εισήρχετο στον ναόν του Κυρίου, οι σωματοφύλακες οι συνοδεύοντες αυτόν ελάμβανον τα όπλα. Μετά δε την επίσημον πομπήν, τα ετοποθετούσαν πάλιν εις την αίθουσαν των φρουρών.

Γ Βασ. 14,29      καὶ τὰ λοιπὰ τῶν λόγων Ῥοβοὰμ καὶ πάντα, ἃ ἐποίησεν, οὐκ ἰδοὺ ταῦτα γεγραμμένα ἐν βιβλίῳ λόγων τῶν ἡμερῶν τοῖς βασιλεῦσιν Ἰούδα;

Γ Βασ. 14,29            Τα υπόλοιπα έργα του Ροβοάμ και όλα όσα έκαμεν, αυτά δεν περιέχονται εις τα χρονικά των βασιλέων του βασιλείου Ιούδα;

Γ Βασ. 14,30      καὶ πόλεμος ἦν ἀνὰ μέσον Ῥοβοὰμ καὶ ἀνὰ μέσον Ἱεροβοὰμ πάσας τὰς ἡμέρας.

Γ Βασ. 14,30             Πολεμος δε υπήρχε μεταξύ του Ροβοάμ και του Ιεροβοάμ όλας τας ημέρας της βασιλείας των.

Γ Βασ. 14,31      καὶ ἐκοιμήθη Ῥοβοὰμ μετὰ τῶν πατέρων αὐτοῦ καὶ θάπτεται μετὰ τῶν πατέρων αὐτοῦ ἐν πόλει Δαυίδ, καὶ ἐβασίλευσεν Ἀβιοὺ ὁ υἱὸς αὐτοῦ ἀντ᾿ αὐτοῦ.

Γ Βασ. 14,31             Απέθανεν ο Ροβοάμ και ετάφη, όπου είχον ταφή οι πατέρες του, εις την πόλιν Δαυίδ. Αντ' αυτού δε έγινε βασιλεύς ο υιός του, ο Αβιού.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 15- Η ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΤΟΥ ΑΒΙΟΥ ΚΑΙ ΑΣΑ ΣΤΟΝ ΙΟΥΔΑ,  

ΤΟΥ ΝΑΔΑΒ ΚΑΙ ΤΟΥ ΒΑΑΣΑ ΣΤΟΝ ΙΣΡΑΗΛ

                                    Η βασιλεία του Αβιού στον Ιούδα

Γ Βασ. 15,1        Καὶ ἐν τῷ ὀκτωκαιδεκάτῳ ἔτει βασιλεύοντος Ἱεροβοὰμ υἱοῦ Ναβάτ, βασιλεύει Ἀβιοὺ υἱὸς Ῥοβοὰμ ἐπὶ Ἰούδαν.

Γ Βασ. 15,1                Ο Αβιού, ο υιός του Ροβοάμ, έγινε βασιλεύς της Ιουδαίας κατά το δέκατον όγδοον έτος της βασιλείας του Ιεροβοάμ, του υιού του Ναβάτ.

Γ Βασ. 15,2        καὶ τρία ἔτη ἐβασίλευσεν ἐπὶ Ἱερουσαλήμ, καὶ ὄνομα τῆς μητρὸς αὐτοῦ Μααχά, θυγάτηρ Ἀβεσσαλώμ,

Γ Βασ. 15,2               Αυτός εβασίλευσε τρία έτη επί της Ιουδαίας έχων πρωτεύουσάν του την Ιερουσαλήμ. Η μητέρα του ωνομάζετο Μααχά και ήτο εγγονή του Αβεσσαλώμ.

Γ Βασ. 15,3        καὶ ἐπορεύθη ἐν ταῖς ἁμαρτίαις τοῦ πατρὸς αὐτοῦ, αἷς ἐποίησεν ἐνώπιον αὐτοῦ, καὶ οὐκ ἦν ἡ καρδία αὐτοῦ τελεία μετὰ Κυρίου Θεοῦ αὐτοῦ ὡς ἡ καρδία τοῦ πατρὸς αὐτοῦ.

Γ Βασ. 15,3               Αλλά και ο Αβιού επορεύθη εις τας αμαρτίας, τας οποίας είχε διαπράξει και ο πατήρ του προ αυτού. Ετσι δε η καρδία του δεν ήτο τελεία απέναντι του Θεού, όπως ήτο η καρδία του προπάτορός του Δαυίδ.

Γ Βασ. 15,4        ὅτι διὰ Δαυὶδ ἔδωκεν αὐτῷ Κύριος κατάλειμμα, ἵνα στήσῃ τὰ τέκνα αὐτοῦ μετ᾿ αὐτὸν καὶ στήσῃ τὴν Ἱερουσαλήμ,

Γ Βασ. 15,4               Προς χάριν όμως του Δαυίδ έδωκεν εις αυτόν ο Κυριος υιόν ως διάδοχον του βασιλικού θρόνου, δια να αναδείξη έτσι τέκνα ύστερα από αυτόν ως βασιλείς και να σταθεροποιήση την Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσαν του βασιλείου του.

Γ Βασ. 15,5        ὡς ἐποίησε Δαυὶδ τὸ εὐθὲς ἐνώπιον Κυρίου, οὐκ ἐξέκλινεν ἀπὸ πάντων, ὧν ἐνετείλατο αὐτῷ, πάσας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς αὐτοῦ.

Γ Βασ. 15,5               Διότι ο Δαυίδ έπραξε το ορθόν ενώπιον του Κυρίου και όλας τας ημέρας της ζωής του δεν παρεξέκλινεν από όλα, όσα είχε διατάξει εις αυτόν ο Κυριος.

Γ Βασ. 15,7        καὶ τὰ λοιπὰ τῶν λόγων Ἀβιοὺ τὰ πάντα, ἃ ἐποίησεν, οὐκ ἰδοὺ ταῦτα γεγραμμένα ἐπὶ βιβλίῳ λόγων τῶν ἡμερῶν τοῖς βασιλεῦσιν Ἰούδα; καὶ πόλεμος ἦν ἀνὰ μέσον Ἀβιοὺ καὶ ἀνὰ μέσον Ἱεροβοάμ.

Γ Βασ. 15,7               Ολα τα άλλα έργα του Αβιού, όλα όσα έκαμε δεν υπάρχουν αυτά γραμμένα στο βιβλίον “Εργα και ημέραι των βασιλέων του Ιούδα;» Πολεμος δε υπήρχε κατά το διάστημα της ζωής των μεταξύ Αβιού και μεταξύ Ιεροβοάμ.

Γ Βασ. 15,8        καὶ ἐκοιμήθη Ἀβιοὺ μετὰ τῶν πατέρων αὐτοῦ ἐν τῷ εἰκοστῷ καὶ τετάρτῳ ἔτει τοῦ Ἱεροβοὰμ καὶ θάπτεται μετὰ τῶν πατέρων αὐτοῦ ἐν πόλει Δαυίδ, καὶ βασιλεύει Ἀσὰ υἱὸς αὐτοῦ ἀντ᾿ αὐτοῦ.

Γ Βασ. 15,8               Απέθανεν ο Αβιού και ετάφη μαζή με τους προγόνους αυτού κατά το εικοστόν τέταρτον έτος της βασιλείας του Ιεροβοάμ και ετάφη, όπου και οι πρόγονοί του εις την πόλιν Δαυίδ. Εβασίλευσε δε αντ' αυτού ο υιός του ο Ασά.

 

                                    Η βασιλεία του Ασά στον Ιούδα

Γ Βασ. 15,9        Ἐν τῷ ἐνιαυτῷ τετάρτῳ καὶ εἰκοστῷ τοῦ Ἱεροβοὰμ βασιλέως Ἰσραὴλ βασιλεύει Ἀσὰ ἐπὶ Ἰούδαν

Γ Βασ. 15,9               Κατά το εικοστόν τέταρτον έτος της βασιλείας του Ιεροβοάμ, βασιλέως του Ισραήλ, έγινε βασιλεύς στο βασίλειον του Ιούδα ο Ασά.

Γ Βασ. 15,10      καὶ τεσσαράκοντα καὶ ἓν ἔτος ἐβασίλευσεν ἐν Ἱερουσαλήμ, καὶ ὄνομα τῆς μητρὸς αὐτοῦ Ἀνὰ θυγάτηρ Ἀβεσσαλώμ.

Γ Βασ. 15,10             Αυτός με πρωτεύουσαν την Ιερουσαλήμ εβασίλευσεν επί τεσσαράκοντα και εν έτη. Η μητέρα του ωνομάζετο Ανά, ήτο δε απόγονος του Αβεσσαλώμ.

Γ Βασ. 15,11      καὶ ἐποίησεν Ἀσὰ τὸ εὐθὲς ἐνώπιον Κυρίου ὡς Δαυὶδ ὁ πατὴρ αὐτοῦ.

Γ Βασ. 15,11              Ο Ασά έπραξε το ορθόν ενώπιον του Κυρίου, όπως και ο προπάτωρ αυτού ο Δαυίδ.

Γ Βασ. 15,12      καὶ ἀφεῖλε τὰς τελετὰς ἀπὸ τῆς γῆς καὶ ἐξαπέστειλε πάντα τὰ ἐπιτηδεύματα, ἃ ἐποίησαν οἱ πατέρες αὐτοῦ.

Γ Βασ. 15,12             Κατήργησε τας ειδωλολατρικάς τελετάς από την χώραν του και απεμάκρυνε όλα τα είδωλα και τας ειδωλολατρικάς συνηθείας, τας οποίας είχαν εισαγάγει οι πρόγονοί του.

Γ Βασ. 15,13      καὶ τὴν Ἀνὰ τὴν μητέρα ἑαυτοῦ μετέστησε τοῦ μὴ εἶναι ἡγουμένην, καθὼς ἐποίησε σύνοδον ἐν τῷ ἄλσει αὐτῆς, καὶ ἐξέκοψεν Ἀσὰ τὰς καταδύσεις αὐτῆς καὶ ἐνέπρησε πυρὶ ἐν τῷ χειμάῤῥῳ Κέδρων.

Γ Βασ. 15,13              Από δε την μητέρα του την Ανά αφήρεσε κάθε εξουσίαν, ώστε να μη κατέχη αυτή κααμίαν εξέχουσαν θέσιν και τούτο διότι κατεσκεύασεν αύτη ευκτήριον οίκον στο άλσος και ετοποθέτησεν ειδωλικόν θεόν. Ο Ασά κατέστρεψε τα μυστικά σπήλαια της λατρείας των ειδώλων και παρέδωσεν στο πυρ τα είδωλα στον χείμαρρον των Κέδρων.

Γ Βασ. 15,14      τὰ δὲ ὑψηλὰ οὐκ ἐξῇρε· πλὴν ἡ καρδία Ἀσὰ ἦν τελεία μετὰ Κυρίου πάσας τὰς ἡμέρας αὐτοῦ.

Γ Βασ. 15,14             Τους υψηλούς όμως ειδωλολατρικούς τόπους δεν κατέστρεψεν. Εν τούτοις η καρδία του Ασά ήτο καθ' όλον τον χρόνον της ζωής του αφιερωμένη στον Κυριον.

Γ Βασ. 15,15      καὶ εἰσήνεγκε τοὺς κίονας τοῦ πατρὸς αὐτοῦ καὶ τοὺς κίονας αὐτοῦ εἰσήνεγκεν εἰς τὸν οἶκον Κυρίου, ἀργυροῦς καὶ χρυσοῦς καὶ σκεύη.

Γ Βασ. 15,15              Ο Ασά επανέφερεν στον ναόν του Κυρίου τους κίονας του πατρός του και τους ιδικούς του αργυρούς και χρυσούς κίονας, όπως και τα ιερά σκεύη.

Γ Βασ. 15,16      καὶ πόλεμος ἦν ἀνὰ μέσον Ἀσὰ καὶ ἀνὰ μέσον Βαασὰ βασιλέως Ἰσραὴλ πάσας τὰς ἡμέρας αὐτῶν.

Γ Βασ. 15,16             Αλλά μεταξύ του Ασά και του Βαασά, βασιλέως του βασιλείου Ισραήλ, εσυνεχίζετο πόλεμος όλας τας ημέρας της ζωής των.

Γ Βασ. 15,17      καὶ ἀνέβη Βαασὰ βασιλεὺς Ἰσραὴλ ἐπὶ Ἰούδαν καὶ ᾠκοδόμησε τὴν Ῥαμὰ τοῦ μὴ εἶναι ἐκπορευόμενον καὶ εἰσπορευόμενον τῷ Ἀσὰ βασιλεῖ Ἰούδα.

Γ Βασ. 15,17              Ο Βαασά, ο βασιλεύς του Ισραηλιτικού βασιλείου, εξεστράτευσεν εναντίον του βασιλείου Ιούδα και ωχύρωσε την Ραμά, ώστε να μη ημπορή κανείς άνθρωπος του Ασά, του βασιλέως Ιούδα, να εισέρχεται και να εξέρχεται εις την χώραν του.

Γ Βασ. 15,18      καὶ ἔλαβεν Ἀσὰ σύμπαν τὸ ἀργύριον καὶ τὸ χρυσίον τὸ εὑρεθὲν ἐν τοῖς θησαυροῖς οἴκου Κυρίου καὶ ἐν τοῖς θησαυροῖς τοῦ οἴκου τοῦ βασιλέως καὶ ἔδωκεν αὐτὰ εἰς χεῖρας παίδων αὐτοῦ, καὶ ἐξαπέστειλεν αὐτοὺς ὁ βασιλεὺς Ἀσὰ πρὸς υἱὸν Ἄδερ υἱὸν Ταβερεμμὰν υἱοῦ Ἀζὶν βασιλέως Συρίας τοῦ κατοικοῦντος ἐν Δαμασκῷ λέγων·

Γ Βασ. 15,18             Επήρε τότε ο Ασά όλον το αργύριον και το χρυσίον, που υπήρχεν στο θησαυροφυλάκιον του ναού του Κυρίου και στο θησαυροφυλάκιον του βασιλικού του ανακτόρου, παρέδωσεν αυτά εις τα χέρια εμπίστων δούλων του και τα έστειλεν ο βασιλεύς Ασά προς τον υιόν Αδερ, υιόν του Ταβερεμμάν, υιού του Αζίν βασιλέως της Συρίας, ο οποίος κατοικούσεν εις την Δαμασκόν και του παρήγγειλε·

Γ Βασ. 15,19      διάθου διαθήκην ἀνὰ μέσον ἐμοῦ καὶ ἀνὰ μέσον σοῦ καὶ ἀνὰ μέσον τοῦ πατρός μου καὶ τοῦ πατρός σου· ἰδοὺ ἐξαπέσταλκά σοι δῶρα ἀργύριον καὶ χρυσίον, δεῦρο διασκέδασον τὴν διαθήκην σου τὴν πρὸς Βαασὰ βασιλέα Ἰσραήλ, καὶ ἀναβήσεται ἀπ᾿ ἐμοῦ.

Γ Βασ. 15,19             “ας συνάψωμεν συμφωνίαν φιλίας μεταξύ μας ομοίαν προς εκείνην, η οποία υπήρχε μεταξύ του ιδικού μου πατρός και του ιδικού σου πατρός. Ιδού, σου έστειλα ως δώρα αργύριον και χρυσίον. Εμπρός, λοιπόν, διάλυσε την συμφωνίαν σου με τον Βαασά, τον βασιλέα Ισραήλ, δια να απομακρυνθή έτσι αυτός από την χώραν μου”.

Γ Βασ. 15,20      καὶ ἤκουσεν υἱὸς Ἄδερ τοῦ βασιλέως Ἀσὰ καὶ ἀπέστειλε τοὺς ἄρχοντας τῶν δυνάμεων αὐτοῦ ταῖς πόλεσι τοῦ Ἰσραὴλ καὶ ἐπάταξαν τὴν Ἀΐν, τὴν Δὰν καὶ τὴν Ἀβελμαὰ καὶ πᾶσαν τὴν Χεννερὲθ ἕως πάσης τῆς γῆς Νεφθαλί.

Γ Βασ. 15,20             Ο υιός Αδερ ήκουσε και εδέχθη την πρότασιν του βασιλέως Ασά και απέστειλε τους αρχηγούς των στρατιωτικών του δυνάμεων εναντίον των πόλεων του βασιλείου Ισραήλ. Εκείνοι δε προσέβαλαν και κατέλαβαν την πόλιν Αΐν, την Δαν, την Αβελμαά και όλην την περιοχήν της Γεννησαρέτ μέχρι και όλης της χώρας, η οποία ανήκεν εις την φυλήν Νεφθαλί.

Γ Βασ. 15,21      καὶ ἐγένετο ὡς ἤκουσε Βαασά, καὶ διέλιπε τοῦ οἰκοδομεῖν τὴν Ῥαμὰ καὶ ἀνέστρεψεν εἰς Θερσά.

Γ Βασ. 15,21             Ο Βαασά όταν ήκουσε τα γεγονότα αυτά, εσταμάτησε πλέον να οχυρώνη την Ραμά και επέστρεψεν εις την πόλιν Θερσά.

Γ Βασ. 15,22      καὶ ὁ βασιλεὺς Ἀσὰ παρήγγειλε παντὶ Ἰούδα εἰς Αἰνακίμ, καὶ αἴρουσι τοὺς λίθους τῆς Ῥαμὰ καὶ τὰ ξύλα αὐτῆς, ἃ ᾠκοδόμησε Βαασά, καὶ ᾠκοδόμησεν ἐν αὐτοῖς ὁ βασιλεὺς Ἀσὰ πᾶν βουνὸν Βενιαμὶν καὶ τὴν σκοπιάν.

Γ Βασ. 15,22             Τοτε δε ο βασιλεύς Ασά έδωσεν εντολήν εις όλους τους άνδρας της φυλής Ιούδα εις Αινακίμ, να σηκώσουν και να μεταφέρουν τους λίθους της Ραμά και τα ξύλα αυτής, τα οποία είχε χρησιμοποιήσει προς οχύρωσίν της ο Βαασά. Δι' αυτών δε ωχύρωσεν ο βασιλεύς Ασά όλους τους λόφους και τα υψώματα της φυλής Βενιαμίν και την σκοπιάν.

Γ Βασ. 15,23      καὶ τὰ λοιπὰ τῶν λόγων Ἀσὰ καὶ πᾶσα ἡ δυναστεία αὐτοῦ, ἣν ἐποίησε, καὶ τὰς πόλεις, ἃς ᾠκοδόμησεν, οὐκ ἰδοὺ ταῦτα γεγραμμένα ἐστὶν ἐπὶ βιβλίῳ λόγων τῶν ἡμερῶν τοῖς βασιλεῦσιν Ἰούδα; πλὴν ἐν τῷ καιρῷ τοῦ γήρως αὐτοῦ ἐπόνεσε τοὺς πόδας αὐτοῦ.

Γ Βασ. 15,23             Τα δε αλλά έργα του Ασά και όλα τα μεγάλα αυτού κατορθώματα, που είχε πράξει, και αι πόλεις τας οποίας ωχύρωσε, όλα αυτά δεν είναι γραμμένα στο βιβλίον των λόγων και των έργων των βασιλέων Ιούδα; Αλλά κατά τον καιρόν των γηρατείων του υπέφερεν αυτός από πόνους των ποδών του.

Γ Βασ. 15,24      καὶ ἐκοιμήθη Ἀσὰ μετὰ τῶν πατέρων αὐτοῦ καὶ θάπτεται μετὰ τῶν πατέρων αὐτοῦ ἐν πόλει Δαυὶδ πατρὸς αὐτοῦ, καὶ βασιλεύει Ἰωσαφὰτ υἱὸς αὐτοῦ ἀντ᾿ αὐτοῦ.

Γ Βασ. 15,24             Ο Ασά εκοιμήθη και προσετέθη στους προγόνους του και ετάφη στους τάφους των προγόνων του εις την πόλιν Δαυίδ, του προπάτορός του. Αντ' αυτού δε εβασίλευσεν στο βασίλειον του Ιούδα ο υιός του ο Ιωσαφάτ.

 

                                    Η βασιλεία του Ναδάβ στον Ισραήλ

Γ Βασ. 15,25      Καὶ Ναδὰβ υἱὸς Ἱεροβοὰμ βασιλεύει ἐπὶ Ἰσραήλ ἐν ἔτει δευτέρῳ τοῦ Ἀσὰ βασιλέως Ἰούδα καὶ ἐβασίλευσεν ἐν Ἰσραὴλ ἔτη δύο.

Γ Βασ. 15,25             Ο Ναδάβ, ο υιός του Ιεροβοάμ, εβασίλευσεν στο βασίλειον του Ισραήλ κατά το δεύτερον έτος της βασιλείας του Ασά, βασιλέως του βασιλείου Ιούδα. Εβασίλευσε δε δύο έτη στο βασίλειον του Ισραήλ.

Γ Βασ. 15,26      καὶ ἐποίησε τὸ πονηρὸν ἐνώπιον Κυρίου καὶ ἐπορεύθη ἐν ὁδῷ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ καὶ ἐν ταῖς ἁμαρτίαις αὐτοῦ, αἷς ἐξήμαρτε τὸν Ἰσραὴλ.

Γ Βασ. 15,26             Αυτός όμως διέπραξε το πονηρόν ενώπιον του Κυρίου και επορεύθη τον δρόμον των αμαρτιών του πατρός του, δια των οποίων εκείνος είχε παρασύρει τους Ισραηλίτας προς την αμαρτίαν.

Γ Βασ. 15,27      καὶ περιεκάθισεν αὐτὸν Βαασὰ υἱὸς Ἀχιὰ ἐπὶ τὸν οἶκον Βελαὰν καὶ ἐχάραξεν αὐτὸν ἐν Γαβαθὼν τῇ τῶν ἀλλοφύλων, καὶ Ναδὰβ καὶ πᾶς Ἰσραὴλ περιεκάθητο ἐπὶ Γαβαθών.

Γ Βασ. 15,27             Ο Βαασά, υιός του Αχιά, περιεκύκλωσε τον Ναδάβ ευρισκόμενον στον ειδωλολατρικόν ναόν Βεελάν και δι' οχυρώματος περιέκλεισεν αυτόν εις την Γαβαθών, την πόλιν των αλλοφύλων. Ο δε Ναδάβ και όλος ο ισραηλιτικός λαός είχον τότε περικυκλώσει την Γαβαθών.

Γ Βασ. 15,28      καὶ ἐθανάτωσεν αὐτὸν Βαασὰ ἐν ἔτει τρίτῳ τοῦ Ἀσὰ υἱοῦ Ἀβιοὺ βασιλέως Ἰούδα καὶ ἐβασίλευσεν ἀντ᾿ αὐτοῦ.

Γ Βασ. 15,28             Ο Βαασά εθανάτωσε τον Ναδάβ κατά το τρίτον έτος της βασιλείας του Ασά, υιού Αβιού του βασιλέως Ιούδα και εβασίλευσεν αυτός αντί εκείνου.

Γ Βασ. 15,29      καὶ ἐγένετο ὡς ἐβασίλευσε, καὶ ἐπάταξεν ὅλον τὸν οἶκον Ἱεροβοὰμ καὶ οὐχ ὑπελίπετο πᾶσαν πνοὴν τοῦ Ἱεροβοὰμ ἕως τοῦ ἐξολοθρεῦσαι αὐτὸν κατὰ τὸ ῥῆμα Κυρίου, ὃ ἐλάλησεν ἐν χειρὶ δούλου αὐτοῦ Ἀχιὰ τοῦ Σηλωνίτου

Γ Βασ. 15,29             Οταν δε αυτός έγινε βασιλεύς, εξωλόθρευσεν όλην την οικογένειαν του Ιεροβοάμ. Δεν αφήκε κανένα μέλος της οικογενείας του Ιεροβοάμ εις την ζωήν. Τους εξωλόθρευσεν όλους σύμφωνα με την προφητείαν του Κυρίου, την οποίαν είχεν είπει δια μέσου του δούλου του, του προφήτου Αχιά του Σηλωνίτου.

Γ Βασ. 15,30      περὶ τῶν ἁμαρτιῶν Ἱεροβοάμ, ὡς ἐξήμαρτε τὸν Ἰσραήλ, καὶ ἐν τῷ παροργισμῷ αὐτοῦ, ᾧ παρώργισε τὸν Κύριον Θεὸν τοῦ Ἰσραήλ.

Γ Βασ. 15,30             Η φοβερά αυτή τιμωρία είχε προφητευθή τότε εξ αιτίας των αμαρτιών του Ιεροβοάμ και διότι αυτός είχε παροργίσει τον Κυριον τον Θεόν του Ισραηλιτικού λαού, με το να παρακινήση και να εξωθήση τον λαόν εις την ειδωλολατρείαν.

Γ Βασ. 15,31      καὶ τὰ λοιπὰ τῶν λόγων Ναδὰβ καὶ πάντα, ἃ ἐποίησεν, οὐκ ἰδοὺ ταῦτα γεγραμμένα ἐστὶν ἐν βιβλίῳ λόγων τῶν ἡμερῶν τοῖς βασιλεῦσιν Ἰσραήλ;

Γ Βασ. 15,31              Τα υπόλοιπα έργα του Ναδάβ, όλα όσα έκαμε, ιδού, δεν είναι γραμμένα στο βιβλίον “έργα και ημέραι των βασιλέων του Ισραήλ”;

 

                                    Η βασιλεία του Βαασά στον Ισραήλ

Γ Βασ. 15,33      Καὶ ἐν τῷ ἔτει τῷ τρίτῳ τοῦ Ἀσὰ βασιλέως Ἰούδα βασιλεύει Βαασὰ υἱὸς Ἀχιὰ ἐπὶ Ἰσραὴλ ἐν Θερσὰ εἴκοσι καὶ τέσσαρα ἔτη.

Γ Βασ. 15,33             Κατά δε το τρίτον έτος της βασιλείας του Ασά, βασιλέως του βασιλείου του Ιούδα, εβασίλευσεν ο Βαασά, ο υιός του Αχιά, στο βασίλειον του Ισραήλ με πρωτεύουσαν την Θερσά επί είκοσι τέσσαρα έτη.

Γ Βασ. 15,34      καὶ ἐποίησε τὸ πονηρὸν ἐνώπιον Κυρίου καὶ ἐπορεύθη ἐν ὁδῷ Ἱεροβοὰμ υἱοῦ Ναβὰτ καὶ ἐν ταῖς ἁμαρτίαις αὐτοῦ, ὡς ἐξήμαρτε τὸν Ἰσραήλ.

Γ Βασ. 15,34             Και αυτός όμως έπραξε το πονηρόν ενώπιον του Κυρίου. Παρεσύρθη εις την ειδωλολατρείαν και εβάδισε τον δρόμον του Ιεροβοάμ, του υιού του Ναβάτ, υποπεσών εις τας ιδίας αμαρτίας, δια των οποίων εκείνος είχεν οδηγήσει τον ισραηλιτικόν λαόν εις την ειδωλολατρείαν.

                                  

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 16- Η ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΤΩΝ ΒΑΑΣΑ, ΗΛΑ, ΖΑΜΒΡΙ, ΑΜΒΡΙ ΚΑΙ ΑΧΑΑΒ ΣΤΟΝ ΙΣΡΑΗΛ

                                     Η βασιλεία του Βαασά στον Ισραήλ

Γ Βασ. 16,1        Καὶ ἐγένετο λόγος Κυρίου ἐν χειρὶ Ἰοὺ υἱοῦ Ἀνανὶ πρὸς Βαασά·

Γ Βασ. 16,1                Ο Κυριος δια του Ιού, υιού του Ανανί, ωμίλησε προς τον βασιλέα Βαασά και είπεν·

Γ Βασ. 16,2        ἀνθ᾿ ὧν ὕψωσά σε ἀπὸ τῆς γῆς καὶ ἔδωκά σε ἡγούμενον ἐπὶ τὸν λαόν μου Ἰσραὴλ καὶ ἐπορεύθης ἐν τῇ ὁδῷ Ἱεροβοὰμ καὶ ἐξήμαρτες τὸν λαόν μου τὸν Ἰσραήλ, τοῦ παροργίσαι με ἐν τοῖς ματαίοις αὐτῶν,

Γ Βασ. 16,2               “Ενώ εγώ σε ανέδειξα εκ του μηδενός και σε εγκατέστησα βασιλέα του Ισραηλιτικού μου λαού, συ ηκολούθησες τον αμαρτωλόν δρόμον του Ιεροβοάμ και παρέσυρες τον λαόν μου εις την αμαρτίαν, δια να με παροργίσουν έτσι οι Ισραηλίται με την ειδωλολατρείαν των.

Γ Βασ. 16,3        ἰδοὺ ἐγὼ ἐξεγείρω ὀπίσω Βαασὰ καὶ ὄπισθεν τοῦ οἴκου αὐτοῦ καὶ δώσω τὸν οἶκόν σου ὡς τὸν οἶκον Ἱεροβοὰμ υἱοῦ Ναβάτ·

Γ Βασ. 16,3               Δια τούτο θα αναδείξω εγώ έπειτα από σε και την οικογένειάν σου άλλον βασιλέα και θα παραδώσω εις όλεθρον την οικογένειάν σου, όπως παρέδωσα την οικογένειαν Ιεροβοάμ του υιού Ναβάτ.

Γ Βασ. 16,4        τὸν τεθνηκότα τοῦ Βαασὰ ἐν τῇ πόλει καταφάγονται αὐτὸν οἱ κύνες, καὶ τὸν τεθνηκότα αὐτοῦ ἐν τῷ πεδίῳ καταφάγονται αὐτὸν τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ.

Γ Βασ. 16,4               Οσοι από την οικογένειαν του Βαασά θα πεθαίνουν εις την πόλιν θα τους κατατρώγουν τα σκυλιά. Τους νεκρούς δε στους αγρούς θα τους φάγουν τα σαρκοβόρα όρνεα του ουρανού”.

Γ Βασ. 16,5        καὶ τὰ λοιπὰ τῶν λόγων Βαασὰ καὶ πάντα ἃ ἐποίησε, καὶ αἱ δυναστεῖαι αὐτοῦ, οὐκ ἰδοὺ ταῦτα γεγραμμένα ἐν βιβλίῳ λόγων τῶν ἡμερῶν τῶν βασιλέων Ἰσραήλ;

Γ Βασ. 16,5               Τα υπόλοιπα από τα έργα του Βαασά, που έκαμε, και τα κατορθώματά του είναι γραμμένα στο βιβλίον λόγων και έργων των βασιλέων του Ισραήλ.

Γ Βασ. 16,6        καὶ ἐκοιμήθη Βαασὰ μετὰ τῶν πατέρων αὐτοῦ καὶ θάπτεται ἐν Θερσά, καὶ βασιλεύει Ἠλὰ υἱὸς αὐτοῦ ἀντ᾿ αὐτοῦ ἐν τῷ εἰκοστῷ ἔτει βασιλέως Ἀσά.

Γ Βασ. 16,6               Ο Βαασά εκοιμήθη με τους πατέρας αυτού και ετάφη εις Θερσά. Αντ' αυτού δε εβασίλευσεν ο Ηλά, ο υιός του, κατά το εικοστόν έτος της βασιλείας του Ασά.

Γ Βασ. 16,7        καὶ ἐν χειρὶ Ἰοὺ υἱοῦ Ἀνανὶ ἐλάλησε Κύριος ἐπὶ Βαασὰ καὶ ἐπὶ τὸν οἶκον αὐτοῦ πᾶσαν τὴν κακίαν, ἣν ἐποίησεν ἐνώπιον Κυρίου τοῦ παροργίσαι αὐτὸν ἐν τοῖς ἔργοις τῶν χειρῶν αὐτοῦ, τοῦ εἶναι κατὰ τὸν οἶκον Ἱεροβοάμ, καὶ ὑπὲρ τοῦ πατάξαι αὐτόν.

Γ Βασ. 16,7               Ο Κυριος δια του στόματος του Ιού, υιού του Ανανί, ωμίλησεν εναντίον του Βαασά και της οικογενείας του εξ αιτίας της κακίας, την οποίαν έπραξεν αυτός ενώπιον του Κυρίου, ώστε να παροργίση αυτόν, με εκείνα που έκαμε, γενόμενος όμοιος με τον Ιεροβοάμ, του οποίου την οικογένειαν αυτός ούτος ο Βαασά είχεν εξολοθρεύσει.

 

                                    Η βασιλεία του Ηλά στον Ισραήλ

Γ Βασ. 16,8        Καὶ Ἠλὰ υἱὸς Βαασὰ ἐβασίλευσεν ἐπὶ Ἰσραὴλ δύο ἔτη ἐν Θερσά.

Γ Βασ. 16,8               Ο Ηλά, ο υιός του Βαασά, έγινε βασιλεύς του ισραηλιτικού βασιλείου επί δύο έτη εις την πόλιν Θερσά.

Γ Βασ. 16,9        καὶ συνέστρεψεν ἐπ᾿ αὐτὸν Ζαμβρὶ ὁ ἄρχων τῆς ἡμίσους τῆς ἵππου, καὶ αὐτὸς ἦν ἐν Θερσὰ πίνων μεθύων ἐν τῷ οἴκῳ Ὡσὰ τοῦ οἰκονόμου ἐν Θερσά.

Γ Βασ. 16,9               Ο Ζαμβρί, ο αρχηγός του ημίσεος του ιππικού, συνωμότησεν εναντίον του Ηλά. Ο Ηλά έμενεν εις την πόλιν Θερσά πίνων και μεθύων στον οίκον Ωσά, ο οποίος ήτο ο αρχιοικονόμος του βασιλικού οίκου εις Θερσά.

Γ Βασ. 16,10      καὶ εἰσῆλθε Ζαμβρὶ καὶ ἐπάταξεν αὐτὸν καὶ ἐθανάτωσεν αὐτὸν καὶ ἐβασίλευσεν ἀντ᾿ αὐτοῦ.

Γ Βασ. 16,10             Ο Ζαμβρί εισήλθεν στον οίκον, εκτύπησε τον βασιλέα, τον εφόνευσε και εβασίλευσεν αυτός αντί εκείνου.

Γ Βασ. 16,11      καὶ ἐγενήθη ἐν τῷ βασιλεῦσαι αὐτὸν ἐν τῷ καθίσαι αὐτὸν ἐπὶ τοῦ θρόνου αὐτοῦ καὶ ἐπάταξεν ὅλον τὸν οἶκον Βαασὰ

Γ Βασ. 16,11              Οταν δε ανήλθεν στον βασιλικόν θρόνον, εξωλόθρευσεν όλην την οικογένειαν του Βαασά,

Γ Βασ. 16,12      κατὰ τὸ ῥῆμα, ὃ ἐλάλησε Κύριος ἐπὶ τὸν οἶκον Βαασά, πρὸς Ἰοὺ τὸν προφήτην

Γ Βασ. 16,12             σύμφωνα με τον λόγον, τον οποίον ο Κυριος είχεν εξαγγείλλει δια του προφήτου Ιού εναντίον της οικογενείας Βαασά.

Γ Βασ. 16,13      περὶ πασῶν τῶν ἁμαρτιῶν Βαασὰ καὶ Ἠλὰ τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ, ὡς ἐξήμαρτε τὸν Ἰσραὴλ τοῦ παροργίσαι Κύριον τὸν Θεὸν Ἰσραὴλ ἐν τοῖς ματαίοις αὐτῶν.

Γ Βασ. 16,13             Ετιμωρήθη δε σκληρώς η οικογένεια αυτή εξ αιτίας των αμαρτιών του Βαασά και του υιού του Ηλά, ο οποίος και παρέσυρε τον ισραηλιτικόν λαόν εις την ειδωλολατρείαν, ώστε να παροργίση Κυριον τον Θεόν.

Γ Βασ. 16,14      καὶ τὰ λοιπὰ τῶν λόγων Ἠλά, ἃ ἐποίησεν, οὐκ ἰδοὺ ταῦτα γεγραμμένα ἐν βιβλίῳ λόγων τῶν ἡμερῶν τῶν βασιλέων Ἰσραήλ;

Γ Βασ. 16,14             Τα άλλα από τα έργα, τα οποία έκαμεν ο Ηλά, υπάρχουν γραμμένα στο βιβλίον των έργων και των λόγων των βασιλέων του Ισραήλ.

 

                                    Η βασιλεία του Ζαμβρί στον Ισραήλ

Γ Βασ. 16,15      Καὶ Ζαμβρὶ ἐβασίλευεν ἐν Θερσὰ ἡμέρας ἑπτά. καὶ ἡ παρεμβολὴ Ἰσραὴλ ἐπὶ Γαβαθὼν τὴν τῶν ἀλλοφύλων,

Γ Βασ. 16,15             Ο Ζαμβρί εβασίλευσεν εις Θερσά μόνον επτά ημέρας. Διότι ο στρατός των Ισραηλιτών ευρίσκετο στρατοπεδευμένος απέναντι της πόλεως Γαβαθών, η οποία ανήκεν στους αλλοφύλους, στους Φιλισταίους.

Γ Βασ. 16,16      καὶ ἤκουσεν ὁ λαὸς ἐν τῇ παρεμβολῇ λεγόντων· συνεστράφη Ζαμβρὶ καὶ ἔπαισε τὸν βασιλέα· καὶ ἐβασίλευσαν ἐν Ἰσραὴλ τὸν Ἀμβρὶ τὸν ἡγούμενον τῆς στρατιᾶς ἐπὶ Ἰσραὴλ ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ ἐν τῇ παρεμβολῇ.

Γ Βασ. 16,16             Ο στρατός, λοιπόν, ο οποίος ευρίσκετο εκεί στρατοπεδευμένος, έμαθε την είδησιν αυτήν, ότι δηλαδή ο Ζαμβρί είχε συνωμοτήσει και εφόνευσε τον βασιλέα και τότε οι στρατιώται ανεκήρυξαν ως βασιλέα του Ισραηλιτικού λαού τον Αμβρί, ο οποίος ήτο αρχηγός της στρατιάς του Ισραήλ κατά την ημέραν εκείνην στο στρατόπεδον.

Γ Βασ. 16,17      καὶ ἀνέβη Ἀμβρὶ καὶ πᾶς Ἰσραὴλ μετ᾿ αὐτοῦ ἐκ Γαβαθὼν καὶ περιεκάθισαν ἐπὶ Θερσά.

Γ Βασ. 16,17             Ο Αμβρί και όλος ο ισραηλιτικός στρατός, που ήτο μαζή του, ανέβησαν από την Γαβαθών και επολιόρκησαν την Θερσά.

Γ Βασ. 16,18      καὶ ἐγενήθη ὡς εἶδε Ζαμβρὶ ὅτι προκατείληπται αὐτοῦ ἡ πόλις, καὶ πορεύεται εἰς ἄντρον τοῦ οἴκου τοῦ βασιλέως καὶ ἐνεπύρισεν ἐπ᾿ αὐτὸν τὸν οἶκον τοῦ βασιλέως καὶ ἀπέθανεν

Γ Βασ. 16,18             Οταν ο Ζαμβρί είδεν ότι είχε καταληφθή από τον Αμβρί η πόλις, κατέφυγεν εις ένα πύργον του βασιλικού ανακτόρου, έβαλεν εις αυτόν φωτιάν και εκάη και ο ίδιος μαζή με τον πύργον.

Γ Βασ. 16,19      ὑπὲρ τῶν ἁμαρτιῶν αὐτοῦ ὧν ἐποίησε, τοῦ ποιῆσαι τὸ πονηρὸν ἐνώπιον Κυρίου πορευθῆναι ἐν ὁδῷ Ἱεροβοὰμ υἱοῦ Ναβὰτ καὶ ἐν ταῖς ἁμαρτίαις αὐτοῦ, ὡς ἐξήμαρτε τὸν Ἰσραήλ.

Γ Βασ. 16,19             Ο σκληρός αυτός θάνατος επήλθεν εναντίον του εξ αιτίας των αμαρτιών, τας οποίας είχε διαπράξει, ώστε να βαδίση τον δρόμον του αμαρτωλού Ιεροβοάμ, υιού του Ναβάτ, ο οποίος και ο ίδιος ημάρτησε και τον λαόν είχε παρασύρει εις την αμαρτίαν.

Γ Βασ. 16,20      καὶ τὰ λοιπὰ τῶν λόγων Ζαμβρὶ καὶ τὰς συνάψεις αὐτοῦ, ἃς συνῆψεν, οὐκ ἰδοὺ ταῦτα γεγραμμένα ἐν βιβλίῳ λόγων τῶν ἡμερῶν τῶν βασιλέων Ἰσραήλ;

Γ Βασ. 16,20            Τα υπόλοιπα από τα έργα του Ζαμβρί και αι συγκρούσεις, τας οποίας αυτός εναντίον άλλων έκαμεν είναι γραμμένα στο βιβλίον των έργων των βασιλέων του Ισραήλ.

 

                                    Η βασιλεία του Αμβρί στον Ισραήλ

Γ Βασ. 16,21      Τότε μερίζεται ὁ λαὸς Ἰσραήλ· ἥμισυ τοῦ λαοῦ γίνεται ὀπίσω Θαμνὶ υἱοῦ Γωνὰθ τοῦ βασιλεῦσαι αὐτόν, καὶ τὸ ἥμισυ τοῦ λαοῦ γίνεται ὀπίσω Ἀμβρί.

Γ Βασ. 16,21             Τοτε δε εξ αιτίας, προφανώς, των γεγονότων αυτών εδιχάσθη το βασίλειον το ισραηλιτικόν. Το ήμισυ του λαού ηκολούθησε τον Θαμνί, υιόν Γωνάθ, και ανέδειξεν αυτόν βασιλέα. Το δε άλλο ήμισυ ηκολούθησε τον Αμβρί.

Γ Βασ. 16,22      ὁ λαὸς ὁ ὢν ὀπίσω Ἀμβρὶ ὑπερεκράτησε τὸν λαὸν τὸν ὀπίσω Θαμνὶ υἱοῦ Γωνάθ, καὶ ἀπέθανε Θαμνὶ καὶ Ἰωρὰμ ὁ ἀδελφὸς αὐτοῦ ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, καὶ ἐβασίλευσεν Ἀμβρὶ μετὰ Θαμνί.

Γ Βασ. 16,22            Ο λαός, ο οποίος ηκολούθησε τον Αμβρί, υπερίσχυσεν εναντίον της μερίδος που ήτο με τον Θαμνί, τον υιόν Γωνάθ. Ο Θαμνί εφονεύθη, όπως και ο αδελφός του Ιωράμ κατά την εποχήν εκείνην. Ετσι δε έγινε βασιλεύς μετά τον Θαμνί ο Αμβρί.

Γ Βασ. 16,23      ἐν τῷ ἔτει τῷ τριακοστῷ καὶ πρώτῳ τοῦ βασιλέως Ἀσὰ βασιλεύει Ἀμβρὶ ἐπὶ Ἰσραὴλ δώδεκα ἔτη. ἐν Θερσὰ βασιλεύει ἓξ ἔτη·

Γ Βασ. 16,23             Οταν διήνυε το τριακοστόν πρώτον έτος της βασιλείας του ο Ασά, ο βασιλεύς του Ιούδα, εβασίλευσεν επί του βασιλείου του Ισραήλ επί δώδεκα έτη ο Αμβρί. Εξ έτη εβασίλευσεν εις την Θερσά.

Γ Βασ. 16,24      καὶ ἐκτήσατο Ἀμβρὶ τὸ ὄρος τὸ Σεμερὼν παρὰ Σεμὴρ τοῦ κυρίου τοῦ ὄρους δύο ταλάντων ἀργυρίου καὶ ᾠκοδόμησε τὸ ὄρος καὶ ἐπεκάλεσε τὸ ὄνομα τοῦ ὄρους, οὗ ᾠκοδόμησεν, ἐπὶ τῷ ὀνόματι Σεμὴρ τοῦ κυρίου τοῦ ὄρους Σαεμηρών.

Γ Βασ. 16,24            Ο Αμβρί ηγόρασε το όρος της Σαμαρείας από τον Σεμήρ, στον οποίον ανήκε το όρος, αντί δύο ταλάντων αργυρίου και οικοδόμησεν στο όρος πόλιν. Εκάλεσε δε το όνομα του όρους, επί του οποίου είχεν οικοδομήσει την πόλιν, εκ του ονόματος Σεμήρ, του κυρίου του όρους, Σαμάρειαν.

Γ Βασ. 16,25      καὶ ἐποίησεν Ἀμβρὶ τὸ πονηρὸν ἐνώπιον Κυρίου καὶ ἐπονηρεύσατο ὑπὲρ πάντας τοὺς γενομένους ἔμπροσθεν αὐτοῦ·

Γ Βασ. 16,25             Αλλά και ο Αμβρί διέπραξε το πονηρόν ενώπιον του Κυρίου. Εξετράπη εις ασεβείας πολύ χειροτέρας από εκείνας, που είχαν διαπράξει οι προηγηθέντες από αυτόν ασεβείς βασιλείς.

Γ Βασ. 16,26      καὶ ἐπορεύθη ἐν πάσῃ ὁδῷ Ἱεροβοὰμ υἱοῦ Ναβὰτ καὶ ἐν ταῖς ἁμαρτίαις αὐτοῦ, αἷς ἐξήμαρτε τὸν Ἰσραὴλ τοῦ παροργίσαι τὸν Κύριον Θεὸν Ἰσραὴλ ἐν τοῖς ματαίοις αὐτῶν.

Γ Βασ. 16,26            Ηκολούθησεν εξ ολοκλήρου τον δρόμον του αμαρτωλού Ιεροβοάμ υιού Ναβάτ εις τας αμαρτίας αυτού, με τας οποίας και τον ισραηλιτικόν λαόν παρέσυρεν εις την αμαρτίαν, ώστε οι Ισραηλίται να εξοργίσουν εναντίον των Κυριον τον Θεόν του Ισραήλ δια την ειδωλολατρείαν των και τας αμαρτωλάς ειδωλολατρικάς πράξεις των.

Γ Βασ. 16,27      καὶ τὰ λοιπὰ τῶν λόγων Ἀμβρὶ καὶ πάντα, ἃ ἐποίησε, καὶ πᾶσα ἡ δυναστεία αὐτοῦ, οὐκ ἰδοὺ ταῦτα γεγραμμένα ἐν βιβλίῳ λόγων τῶν ἡμερῶν τῶν βασιλέων Ἰσραήλ;

Γ Βασ. 16,27             Τα υπόλοιπα από τα έργα του Αμβρί και όλα όσα έκαμεν και όλα τα μεγάλα του κατορθώματα είναι γραμμένα στο βιβλίον των λόγων και των έργων των βασιλέων του Ισραήλ.

Γ Βασ. 16,28      καὶ ἐκοιμήθη Ἀμβρὶ μετὰ τῶν πατέρων αὐτοῦ καὶ θάπτεται ἐν Σαμαρείᾳ, καὶ βασιλεύει Ἀχαὰβ ὁ υἱὸς αὐτοῦ ἀντ᾿ αὐτοῦ.

Γ Βασ. 16,28            Απέθανεν ο Αμβρί και ανεπαύθη μαζή με τους πατέρας του και ετάφη εις Σαμάρειαν. Αντί δε αυτού έγινε βασιλεύς ο υιός του ο Αχαάβ.

Γ Βασ. 16,28α    Καὶ ἐν τῷ ἐνιαυτῷ τῷ ἑνδεκάτῳ ἔτει τοῦ Ἀμβρὶ βασιλεύει Ἰωσαφὰτ υἱὸς Ἀσὰ ἐτῶν τριάκοντα καὶ πέντε ἐν τῇ βασιλείᾳ αὐτοῦ, καὶ εἴκοσι πέντε ἔτη ἐβασίλευσεν ἐν Ἱερουσαλήμ, καὶ ὄνομα τῆς μητρὸς αὐτοῦ Γαζουβὰ θυγάτηρ Σελί.

Γ Βασ. 16,28α           Κατά δε το ενδέκατον έτος της βασιλείας του Αμβρί ανεδείχθη βασιλεύς εις την Ιερουσαλήμ ο Ιωσαφάτ, υιός του Ασά. Ητο δε τότε τριάκοντα πέντε ετών και εβασίλευσεν εις την Ιερουσαλήμ επί είκοσι πέντε έτη. Η μητέρα του ωνομάζετο Γαζουβά, ήτο δε θυγάτηρ του Σελί.

Γ Βασ. 16.28β    καὶ ἐπορεύθη ἐν τῇ ὁδῷ Ἀσὰ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ καὶ οὐκ ἐξέκλινεν ἀπ᾿ αὐτῆς τοῦ ποιεῖν τὸ εὐθὲς ἐνώπιον Κυρίου· πλὴν τῶν ὑψηλῶν οὐκ ἐξῇραν, ἔθυον ἐν τοῖς ὑψηλοῖς, καὶ ἐθυμίων.

Γ Βασ. 16,28β          Αυτός εβάδισεν επί τα ίχνη του ευσεβούς πατρός του, του Ασά, και δεν εξέκλινεν από τον δρόμον του Θεού, αλλά έπραττε πάντοτε το ορθόν ενώπιον του Κυρίου. Πλην όμως δεν επέτυχε να καταστρέψη εντελώς την ειδωλολατρείαν, μάλιστα δε από τους υψηλούς τόπους, οπού προσεφέροντο ακόμη θυσίαι και θυμιάματα.

Γ Βασ. 16,28γ     καὶ ἃ συνέθετο Ἰωσαφὰτ μετὰ βασιλέως Ἰσραὴλ καὶ πᾶσα ἡ δυναστεία, ἣν ἐποίησε, καὶ οὓς ἐπολέμησεν, οὐκ ἰδοὺ ταῦτα γεγραμμένα ἐν βιβλίῳ λόγων τῶν ἡμερῶν τῶν βασιλέων Ἰούδα;

Γ Βασ. 16,28γ          Τα της συνθήκης του Ιωσαφάτ με τον βασιλέα του Ισραήλ και όλα τα κατορθώματα, τα οποία αυτός επραγματοποίησεν, όπως και οι πόλεμοι, τους οποίους διεξήγαγεν, είναι γραμμένα στο βιβλίον των λόγων και των έργων των βασιλέων του Ιούδα.

Γ Βασ. 16,28δ     καὶ τὰ λοιπὰ τῶν συμπλοκῶν, ἃς ἐπέθεντο ἐν ταῖς ἡμέραις Ἀσὰ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ, ἐξῇρεν ἀπὸ τῆς γῆς.

Γ Βασ. 16,28δ          Και τας υπολειφθείσας ιεροδούλους γυναίκας, αι οποίαι είχαν προστεθή κατά τας ημέρας του πατρός του Ασά, εξεδίωξεν από την χώραν του.

Γ Βασ. 16,28ε     καὶ βασιλεὺς οὐκ ἦν ἐν Συρίᾳ Νασίβ.

Γ Βασ. 16,28ε           Βασιλεύς δε τότε δεν υπήρχεν εις την Συρίαν· δεν υπήρχεν εκεί αρχηγός.

Γ Βασ. 16,28ζ     καὶ ὁ βασιλεὺς Ἰωσαφὰτ ἐποίησε ναῦν εἰς Θαρσὶς πορεύεσθαι εἰς Σωφὶρ ἐπὶ τὸ χρυσίον· καὶ οὐκ ἐπορεύθη, ὅτι συνετρίβη ἡ ναῦς ἐν Γασιὼν Γαβέρ.

Γ Βασ. 16,28ζ           Ο βασιλεύς Ιωσαφάτ εναυπήγησε μεγάλο πλοίον εις Θαρσίς, δια να πλεύση αυτός εις Σωφίρ, όπου υπήρχε το χρυσίον. Το πλοίον όμως δεν επορεύθη, διότι συνετρίβη εις Γασιών Γαβέρ.

Γ Βασ. 16,28η    τότε εἶπεν ὁ βασιλεὺς Ἰσραὴλ πρὸς Ἰωσαφάτ· ἐξαποστελῶ τοὺς παῖδάς σου καὶ τὰ παιδάριά μου ἐν τῇ νηῖ· καὶ οὐκ ἐβούλετο Ἰωσαφάτ.

Γ Βασ. 16,28η           Τοτε ο Οχοζίας, ο βασιλεύς του ισραηλιτικού βασιλείου, είπε προς Ιωσαφάτ· “εγώ είμαι πρόθυμος να στείλω με τους υπηρέτας σου και τους ανθρώπους μου στο ναυτικόν σου”. Ο Ιωσαφάτ όμως δεν συγκατετέθη.

Γ Βασ. 16,28θ    καὶ ἐκοιμήθη Ἰωσαφὰτ μετὰ τῶν πατέρων αὐτοῦ καὶ θάπτεται μετὰ τῶν πατέρων αὐτοῦ ἐν πόλει Δαυίδ, καὶ ἐβασίλευσεν Ἰωρὰμ υἱὸς αὐτοῦ ἀντ᾿ αὐτοῦ.

Γ Βασ. 16,28θ          Εκοιμήθη δέ, όπως και οι πατέρες του, και ετάφη στους τάφους των πατέρων του εις την πόλιν Δαυίδ. Βασιλεύς δε αντ' αυτού έγινεν ο υιός του, ο Ιωράμ.

 

                                    Η βασιλεία του Αχαάβ στον Ισραήλ

Γ Βασ. 16,29      Ἐν ἔτει δευτέρῳ τοῦ Ἰωσαφὰτ βασιλέως Ἰούδα βασιλεύει Ἀχαὰβ υἱὸς Ἀμβρί· ἐβασίλευσεν ἐπὶ Ἰσραὴλ ἐν Σαμαρείᾳ εἴκοσι καὶ δύο ἔτη.

Γ Βασ. 16,29            Κατά το δεύτερον έτος της βασιλείας του Ιωσαφάτ, βασιλέως του ιουδαϊκού βασιλείου, έγινε βασιλεύς στο ισραηλιτικόν βασίλειον ο Αχαάβ, ο υιός του Αμβρί. Αυτός εβασίλευσεν στο Ισραήλ με πρωτεύουσαν την Σαμάρειαν επί είκοσι δύο έτη.

Γ Βασ. 16,30      καὶ ἐποίησεν Ἀχαὰβ τὸ πονηρὸν ἐνώπιον Κυρίου καὶ ἐπονηρεύσατο ὑπὲρ πάντας τοὺς ἔμπροσθεν αὐτοῦ.

Γ Βασ. 16,30             Ο Αχαάβ διέπραξε το πονηρόν ενώπιον του Κυρίου και εξέκλινεν εις ασέβειαν και αμαρτωλότητα χειροτέραν από τους προκατόχους του ασεβείς βασιλείς.

Γ Βασ. 16,31      καὶ οὐκ ἦν αὐτῷ ἱκανὸν τοῦ πορεύεσθαι ἐν ταῖς ἁμαρτίαις Ἱεροβοὰμ υἱοῦ Ναβάτ, καὶ ἔλαβε γυναῖκα τὴν Ἰεζάβελ θυγατέρα Ἰεθεβαὰλ βασιλέως Σιδωνίων καὶ ἐπορεύθη καὶ ἐδούλευσε τῷ Βάαλ καὶ προσεκύνησεν αὐτῷ,

Γ Βασ. 16,31             Και δεν του ήτο αρκετόν ότι εβάδισε τον δρόμον του αμαρτωλού Ιεροβοάμ, υιού του Ναβάτ, αλλά επήρε και ως σύζυγόν του την Ιεζάβελ θυγατέρα του Ιεθεβαάλ, βασιλέως των Σιδωνίων, επορεύθη και ελάτρευσε τον Βααλ και προσεκύνησεν αυτόν.

Γ Βασ. 16,32      καὶ ἔστησε θυσιαστήριον τῷ Βάαλ ἐν οἴκῳ τῶν προσοχθισμάτων αὐτοῦ, ὃν ᾠκοδόμησεν ἐν Σαμαρείᾳ,

Γ Βασ. 16,32             Ανοικοδόμησε δε προς τιμήν του ειδώλου Βααλ θυσιαστήριον, το οποίον έθεσεν στον οίκον των ειδωλολατρικών βδελυγμάτων του, εις αυτόν που είχεν ανοικοδομήσει εις την Σαμάρειαν.

Γ Βασ. 16,33      καὶ ἐποίησεν Ἀχαὰβ ἄλσος, καὶ προσέθεκεν Ἀχαὰβ τοῦ ποιῆσαι παροργίσματα τοῦ παροργίσαι τὸν Κύριον Θεὸν τοῦ Ἰσραὴλ καὶ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ τοῦ ἐξολοθρευθῆναι· ἐκακοποίησεν ὑπὲρ πάντας τοὺς βασιλεῖς Ἰσραὴλ τοὺς γενομένους ἔμπροσθεν αὐτοῦ.

Γ Βασ. 16,33             Εις δε το ειοωλολατρικόν ιερόν άλσος έστησεν ο Αχαάβ άγαλμα την Αστάρτην, διέπραξε δε και άλλας πονηράς ειδωλολατρικάς πράξεις, δια των οποίων παρώργισε Κυριον τον Θεόν του ισραηλιτικού λαού εναντίον του, ώστε να αυτοκαταδικασθή έτσι εις εξολόθρευσιν. Εξετράπη δε στο κακόν περισσότερον από όλους τους άλλους βασιλείς του Ισραήλ, οι οποίοι ποοηγήθησαν από αυτόν,

Γ Βασ. 16,34      καὶ ἐν ταῖς ἡμέραις αὐτοῦ ᾠκοδόμησεν Ἀχιὴλ ὁ Βαιθηλίτης τὴν Ἱεριχώ· ἐν τῷ Ἀβιρὼν προτοτόκῳ αὐτοῦ ἐθεμελίωσεν αὐτὴν καὶ τῷ Σεγοὺβ τῷ νεωτέρῳ αὐτοῦ ἐπέστησε θύρας αὐτῆς κατὰ τὸ ῥῆμα Κυρίου, ὃ ἐλάλησεν ἐν χειρὶ Ἰησοῦ υἱοῦ Ναυῆ.

Γ Βασ. 16,34             Κατά τας ημέρας του Αχαάβ, ο Αχιήλ ο οποίος κατήγετο από την Βαιθήλ, ανοικοδόμησε την Ιεριχώ. Οταν έθετε τα θεμέλιά της, απέθανεν ο πρωτότοκος υιός του, ο Αβιρών. Απέθανε δε και ο νεώτερος υιός του ο Σεγούβ, όταν απεπεράτωσεν αυτήν και έθεσε τας πύλας του τείχους της. Τούτο δε έγινεν ως θεία τιμωρία, δια να εκπληρωθή ο λόγος, τον οποίον ο Κυριος είχεν εξαγγείλει δια του Ιησού, του υιού του Ναυη, ότι δεν έπρεπε να ανοικοδομηθούν ποτέ τα τείχη της Ιεριχούς.

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΑ

1

2

3

4

5

6

7

8

9

10

11

12

13

14

15

16

17

18

19

20

21

22