ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ

 

ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Γ'- ΚΕΦ. 1-5

 

 

Η ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΚΑΙ Η ΣΟΦΙΑ ΤΟΥ ΣΟΛΟΜΩΝΤΑ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1- ΤΑ ΓΗΡΑΤΕΙΑ ΤΟΥ ΔΑΒΙΔ  

Ο ΑΔΩΝΙΑΣ ΣΦΕΤΕΡΙΖΕΤΑΙ ΤΟ ΘΡΟΝΟ - Ο ΣΟΛΟΜΩΝ ΓΙΝΕΤΑΙ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

                                    Τα γηρατειά του Δαβίδ

Γ Βασ. 1,1          Καὶ ὁ βασιλεὺς Δαυὶδ πρεσβύτερος προβεβηκὼς ἡμέραις, καὶ περιέβαλλον αὐτὸν ἱματίοις, καὶ οὐκ ἐθερμαίνετο.

Γ Βασ. 1,1                  Ο βασιλεύς Δαυίδ, όταν εγήρασε και είχε προχωρήσει πολύ εις την ηλικίαν, δεν ημπορούσε να θερμανθή, αν και τον περιέβαλλαν με πολλά ενδύματα.

Γ Βασ. 1,2          καὶ εἶπον οἱ παῖδες αὐτοῦ· ζητησάτωσαν τῷ βασιλεῖ παρθένον νεάνιδα, καὶ παραστήσεται τῷ βασιλεῖ καὶ ἔσται αὐτὸν θάλπουσαν καὶ κοιμηθήσεται μετ᾿ αὐτοῦ καὶ θερμανθήσεται ὁ κύριός μου ὁ βασιλεύς.

Γ Βασ. 1,2                 Οι δούλοι είπαν τότε αναμεταξύ των· “ας αναζητηθή και ας ευρεθή δια τον βασιλέα μας μία νεαρά παρθένος, η οποία θα ευρίσκεται πλησίον αυτού, δια να τον εξυπηρετή. Αυτή θα κοιμάται μαζή του και θα θερμαίνη τον κύριόν μας, τον βασιλέα”.

Γ Βασ. 1,3          καὶ ἐζήτησαν νεάνιδα καλὴν ἐκ παντὸς ὁρίου Ἰσραὴλ καὶ εὗρον τὴν Ἀβισὰγ τὴν Σωμανῖτιν καὶ ἤνεγκαν αὐτὴν πρὸς τὸν βασιλέα.

Γ Βασ. 1,3                  Πράγματι ανεζήτησαν νεαράν παρθένον ωραίαν μεταξύ όλων των ορίων του Ισραηλιτικού λαού. Και ευρήκαν την Αβισάγ την Σωμανίτιδα, την οποίαν και έφεραν προς τον βασιλέα.

Γ Βασ. 1,4          καὶ ἡ νεᾶνις καλὴ ἕως σφόδρα· καὶ ἦν θάλπουσα τὸν βασιλέα καὶ ἐλειτούργει αὐτῷ, καὶ ὁ βασιλεὺς οὐκ ἔγνω αὐτήν.

Γ Βασ. 1,4                 Η νεάνις αυτή ήτο πάρα πολύ ωραία. Αυτή λοιπόν εθέρμαινε τον βασιλέα και γενικώς τον εξυπηρετούσε. Ο δε βασιλεύς δεν ήλθε ποτέ εις σαρκικήν σχέσιν με αυτήν.

 

                                    Ο Αδωνίας σφετερίζεται το θρόνο

Γ Βασ. 1,5          Καὶ Ἀδωνίας υἱὸς Ἀγγὶθ ἐπῄρετο λέγων· ἐγὼ βασιλεύσω· καὶ ἐποίησεν ἑαυτῷ ἅρματα καὶ ἱππεῖς καὶ πεντήκοντα ἄνδρας παρατρέχειν ἔμπροσθεν αὐτοῦ.

Γ Βασ. 1,5                  Ο Αδωνίας, ο υιός της Αγγίθ, υπερηφανεύετο και διαλαλούσε· “εγώ θα γίνω βασιλεύς”. Προς τούτο κατεσκεύασε δια τον εαυτόν του πολεμικά άρματα και προσέλαβεν ιππείς. Είχε δε ως σωματοφυλακήν του πενήντα άνδρας, οι οποίοι και έτρεχαν τιμητικώς εμπρός από αυτόν.

Γ Βασ. 1,6          καὶ οὐκ ἀπεκώλυσεν αὐτὸν ὁ πατὴρ αὐτοῦ οὐδέποτε λέγων· διατὶ σὺ ἐποίησας; καί γε αὐτὸς ὡραῖος τῇ ὄψει σφόδρα, καὶ αὐτὸν ἔτεκεν ὀπίσω Ἀβεσσαλώμ.

Γ Βασ. 1,6                 Ο Δαυίδ, ο πατέρας, έβλεπεν όλα αυτά, άλλα ποτέ δεν ημπόδισε τον Αδωνίαν και ποτέ δεν του είπε· “διατί φέρεσαι έτσι;” Ο δε Αδωνίας ήτο ωραιότατος κατά την μορφήν και το παράστημα. Αυτόν είχε γεννήσει η Αγγίθ έπειτα από τον Αβεσσαλώμ.

Γ Βασ. 1,7          καὶ ἐγένοντο οἱ λόγοι αὐτοῦ μετὰ Ἰωὰβ τοῦ υἱοῦ Σαρουΐας καὶ μετὰ Ἀβιάθαρ τοῦ ἱερέως, καὶ ἐβοήθουν ὀπίσω Ἀδωνίου·

Γ Βασ. 1,7                  Ο Αδωνίας συνενοήθηκε σχετικώς με τον Ιωάβ, τον υιόν της Σαρουΐας, και με τον αρχιερέα τον Αβιάθαρ, οι οποίοι και τον ηκολούθησαν.

Γ Βασ. 1,8          καὶ Σαδὼκ ὁ ἱερεὺς καὶ Βαναίας υἱὸς Ἰωδαὲ καὶ Νάθαν ὁ προφήτης καὶ Σεμεΐ καὶ Ῥησὶ καὶ υἱοὶ δυνατοὶ τοῦ Δαυὶδ οὐκ ἦσαν ὀπίσω Ἀδωνίου.

Γ Βασ. 1,8                 Ο αρχιερεύς όμως Σαδώκ, ο Βαναίας υιός του Ιωδαέ, ο προφήτης Ναθαν, ο Σεμεΐ, ο Ρησί και οι άλλοι ισχυροί άνδρες του Δαυίδ δεν ηκολούθουν τον Αδωνίαν. Ο Αδωνίας ήλθεν στον βράχον Ζωελεθί, ο οποίος ήτο πλησίον της πηγής Ρωγήλ,

Γ Βασ. 1,9          καὶ ἐθυσίασεν Ἀδωνίας πρόβατα καὶ μόσχους καὶ ἄρνας παρὰ τὸν λίθον τοῦ Ζωελεθί, ὃς ἦν ἐχόμενα τῆς Ῥωγήλ, καὶ ἐκάλεσε πάντας τοὺς ἀδελφοὺς αὐτοῦ καὶ πάντας τοὺς ἁδροὺς Ἰούδα παῖδας τοῦ βασιλέως·

Γ Βασ. 1,9                 και εθυσίασε πρόβατα, μόσχους και αμνούς· εκεί προσεκάλεσεν όλους τους αδελφούς του, όλους τους επισήμους από τους Ιουδαίους, αυλικούς του βασιλέως.

Γ Βασ. 1,10        καὶ Νάθαν τὸν προφήτην καὶ Βαναίαν καὶ τοὺς δυνατούς, καὶ τὸν Σαλωμὼν ἀδελφὸν αὐτοῦ οὐκ ἐκάλεσε.

Γ Βασ. 1,10                Δεν προσεκάλεσεν όμως Ναθαν τον προφήτην, τον Βαναίαν, τους εμπειροπολέμους σωματοφύλακας του βασιλέως καίτόν Σολομώντα, τον αδελφόν αυτού.

 

                                    Ο Νάθαν με το μέρος του Σολομώντα

Γ Βασ. 1,11        Καὶ εἶπε Νάθαν πρὸς Βηρσαβεὲ μητέρα Σαλωμὼν λέγων· οὐκ ἤκουσας ὅτι ἐβασίλευσεν Ἀδωνίας υἱὸς Ἀγγίθ; καὶ ὁ κύριος ἡμῶν Δαυὶδ οὐκ ἔγνω.

Γ Βασ. 1,11                Ο Ναθαν ο προφήτης είπε τότε προς την Βηρσαβεέ, την μητέρα του Σολομώντος· “δεν ήκούσες, ότι ο Αδωνίας, ο υιός της Αγγίθ, ανεκήρυξε τον εαυτόν του βασιλέα, ενώ ο κύριος ημών, ο βασιλεύς Δαυίδ, δεν έχει ουδεμίαν γνώσιν του γεγονότος αυτού;

Γ Βασ. 1,12        καὶ νῦν δεῦρο συμβουλεύσω σοι δὴ συμβουλίαν, καὶ ἐξελοῦ τὴν ψυχήν σου καὶ τὴν ψυχὴν τοῦ υἱοῦ σου Σαλωμών.

Γ Βασ. 1,12                Και τώρα άκουσε μίαν συμβουλήν, που θα σου δώσω, δια να ημπορέσης να σώσης την ζωήν σου και την ζωήν του παιδιού σου, του Σολομώντος.

Γ Βασ. 1,13        δεῦρο εἴσελθε πρὸς τὸν βασιλέα Δαυὶδ καὶ ἐρεῖς πρὸς αὐτὸν λέγουσα· οὐχὶ σύ, κύριέ μου βασιλεῦ, ὤμοσας τῇ δούλῃ σου λέγων ὅτι ὁ υἱός σου Σαλωμὼν βασιλεύσει μετ᾿ ἐμὲ καὶ αὐτὸς καθιεῖται ἐπὶ τοῦ θρόνου μου; καὶ τί ὅτι ἐβασίλευσεν Ἀδωνίας;

Γ Βασ. 1,13                Πηγαινε αμέσως προς τον βασιλέα Δαυίδ και είπε προς αυτόν τα εξής· Κυριέ μου, βασιλεύ, συ δεν ωρκίσθης εις εμέ την δούλην σου λέγων ότι το παιδί σου, ο Σολομών, θα βασιλεύση ύστερα από εμέ και αυτός θα καθήση επί του θρόνου μου; Διατί λοιπόν τώρα εβασίλευσεν ο Αδωνίας;

Γ Βασ. 1,14        καὶ ἰδοὺ ἔτι λαλούσης σου ἐκεῖ μετὰ τοῦ βασιλέως καὶ ἐγὼ εἰσελεύσομαι ὀπίσω σου καὶ πληρώσω τοὺς λόγους σου.

Γ Βασ. 1,14                Την ώραν δέ, κατά την οποίαν συ θα ομιλής εκεί με τον βασιλέα, θα έλθω και εγώ έπειτα από σε και θα επιβεβαιώσω τα λόγια σου”.

Γ Βασ. 1,15        καὶ εἰσῆλθε Βηρσαβεὲ πρὸς τὸν βασιλέα εἰς τὸ ταμιεῖον, καὶ ὁ βασιλεὺς πρεσβύτης σφόδρα, καὶ Ἀβισὰγ ἡ Σωμανῖτις ἦν λειτουργοῦσα τῷ βασιλεῖ.

Γ Βασ. 1,15                Η Βηρσαβεέ εισήλθεν στο δωμάτιον, όπου ευρίσκετο ο βασιλεύς, ο οποίος ήτα πολύ προχωρημένος πλέον εις την ηλικίαν και δια τούτο εξυπηρετείτο από την Αβισάγ την Σωμανίτιδα.

Γ Βασ. 1,16        καὶ ἔκυψε Βηρσαβεὲ καὶ προσεκύνησε τῷ βασιλεῖ· καὶ εἶπεν ὁ βασιλεύς· τί ἔστι σοι;

Γ Βασ. 1,16                Η Βηρσαβεέ έσκυψε και προσεκύνησε τον βασιλέα. Εκείνος δε την ηρώτησε· “τι σου συμβαίνει;”

Γ Βασ. 1,17        ἡ δὲ εἶπε· κύριέ μου βασιλεῦ, σὺ ὤμοσας ἐν Κυρίῳ τῷ Θεῷ σου τῇ δούλῃ σου λέγων· ὅτι ὁ υἱός σου Σαλωμὼν βασιλεύσει μετ᾿ ἐμὲ καὶ αὐτὸς καθήσεται ἐπὶ τοῦ θρόνου μου.

Γ Βασ. 1,17                Η Βηρσαβεέ απήντησε· “κύριέ μου βασιλεύ, συ ωρκίσθης στο όνομα Κυρίου του Θεού σου και υπεσχέθης εις εμέ την δούλην σου ειπών· Το παιδί σου, ο Σολομών, θα βασιλεύση έπειτα από εμέ. Αυτός θα καθήση στον θρόνον μου.

Γ Βασ. 1,18        καὶ νῦν ἰδοὺ Ἀδωνίας ἐβασίλευσε, καὶ σύ, κύριέ μου βασιλεῦ, οὐκ ἔγνως·

Γ Βασ. 1,18                Και ιδού τώρα ο Αδωνίας ανεκηρύχθη βασιλεύς, χωρίς συ, κύριέ μου και βασιλεύ, να πληροφορηθής το γεγονός.

Γ Βασ. 1,19        καὶ ἐθυσίασε μόσχους καὶ ἄρνας καὶ πρόβατα εἰς πλῆθος καὶ ἐκάλεσε πάντας τοὺς υἱοὺς τοῦ βασιλέως καὶ Ἀβιάθαρ τὸν ἱερέα καὶ Ἰωὰβ τὸν ἄρχοντα τῆς δυνάμεως, καὶ τὸν Σαλωμὼν τὸν δοῦλόν σου οὐκ ἐκάλεσε.

Γ Βασ. 1,19                Εκείνος εθυσίασε μοσχάρια, αρνιά και πολυάριθμα πρόβατα και προσεκάλεσεν εκεί όλους τους υιούς του βασιλέως, όπως επίσης τον αρχιερέα Αβιάθαρ, τον αρχιστράτηγον Ιωάβ· τον Σολομώντα όμως, τον υιόν σου, δεν τον εκάλεσε.

Γ Βασ. 1,20        καὶ σύ, κύριέ μου βασιλεῦ, οἱ ὀφθαλμοὶ παντὸς Ἰσραὴλ πρός σε. ἀπάγγειλαι αὐτοῖς τίς καθήσεται ἐπὶ τοῦ θρόνου τοῦ κυρίου μου τοῦ βασιλέως μετ᾿ αὐτόν.

Γ Βασ. 1,20               Προς σε δέ, κύριέ μου βασιλεύ, είναι εστραμμένοι οι οφθαλμοί όλου του Ισραηλιτικού λαού, δια να αναγγείλης εις αυτούς ποίος πράγματι θα καθήση στον θρόνον σου έπειτα από σέ.

Γ Βασ. 1,21        καὶ ἔσται ὡς ἂν κοιμηθῇ ὁ κύριός μου ὁ βασιλεὺς μετὰ τῶν πατέρων αὐτοῦ, καὶ ἔσομαι ἐγὼ καὶ Σαλωμὼν ὁ υἱὸς μου ἁμαρτωλοί.

Γ Βασ. 1,21                Εάν δε ο κύριός μου και ο βασιλεύς κοιμηθή και προστεθή στους προπάτορας αυτού, θελήση δε ο υιός μου ο Σολομών να διεκδικήση τον θρόνον, τότε αυτός και εγώ θα θεωρηθώμεν ως ένοχοι”.

Γ Βασ. 1,22        καὶ ἰδοὺ ἔτι αὐτῆς λαλούσης μετὰ τοῦ βασιλέως καὶ Νάθαν ὁ προφήτης ἦλθε.

Γ Βασ. 1,22               Και ιδού, ενώ ακόμη αυτή ωμιλούσε με τον βασιλέα, έφθασεν ο προφήτης Ναθαν.

Γ Βασ. 1,23        καὶ ἀνηγγέλη τῷ βασιλεῖ· ἰδοὺ Νάθαν ὁ προφήτης· καὶ εἰσῆλθε κατὰ πρόσωπον τοῦ βασιλέως καὶ προσεκύνησε τῷ βασιλεῖ κατὰ πρόσωπον αὐτοῦ ἐπὶ τὴν γῆν.

Γ Βασ. 1,23               Ανήγγειλαν στον βασιλέα· “ιδού, ο Ναθαν ο προφήτης ήλθε”. Εξήλθεν η Βηρσαβεέ και ο Ναθαν εισήλθε και παρουσιάσθη ενώπιον του βασιλέως, προσεκύνησεν αυτόν, κύψας το πρόσωπόν του μέχρις εδάφους.

Γ Βασ. 1,24        καὶ εἶπε Νάθαν· κύριέ μου βασιλεῦ, σὺ εἶπας Ἀδωνίας βασιλεύσει ὀπίσω μου καὶ αὐτὸς καθήσεται ἐπὶ τοῦ θρόνου μου;

Γ Βασ. 1,24               Ο Ναθαν ηρώτησε· “Κυριέ μου βασιλεύ, συ απεφάσισες και ανήγγειλες, ότι ο Αδωνίας θα βασιλεύση έπειτα από σε και θα καθήση στον θρόνον σου;

Γ Βασ. 1,25        ὅτι κατέβη σήμερον καὶ ἐθυσίασε μόσχους καὶ ἄρνας καὶ πρόβατα εἰς πλῆθος καὶ ἐκάλεσε πάντας τοὺς υἱοὺς τοῦ βασιλέως καὶ τοὺς ἄρχοντας τῆς δυνάμεως καὶ Ἀβιάθαρ τὸν ἱερέα, καὶ ἰδοὺ εἰσὶν ἐσθίοντες καὶ πίνοντες ἐνώπιον αὐτοῦ καὶ εἶπαν· ζήτω ὁ βασιλεὺς Ἀδωνίας.

Γ Βασ. 1,25               Διότι αυτός σήμερον κατέβηκε και εθυσίασε μοσχάρια, αρνιά και πρόβατα πολυάριθμα, προσεκάλεσεν εκεί όλους τους υιούς του βασιλέως, τους αρχηγούς του στρατού και τον αρχιερέα Αβιάθαρ. Και ιδού εκείνοι τρώγουν και πίνουν μαζή του και ανακράζουν· Ζητω ο βασιλεύς Αδωνίας.

Γ Βασ. 1,26        καὶ ἐμὲ αὐτὸν τὸν δοῦλόν σου καὶ Σαδὼκ τὸν ἱερέα καὶ Βαναίαν υἱὸν Ἰωδαὲ καὶ Σαλωμὼν τὸν δοῦλόν σου οὐκ ἐκάλεσεν.

Γ Βασ. 1,26               Εμέ δε τον δούλον σου και τον Σαδώκ τον αρχιερέα, τον Βαναίαν τον υιόν του Ιωδαέ και τον Σολομώντα τον υιόν σου δεν εκάλεσεν.

Γ Βασ. 1,27        εἰ διὰ τοῦ κυρίου μου τοῦ βασιλέως γέγονε τὸ ῥῆμα τοῦτο καὶ οὐκ ἐγνώρισας τῷ δούλῳ σου τίς καθήσεται ἐπὶ τὸν θρόνον τοῦ κυρίου μου τοῦ βασιλέως μετ᾿ αὐτόν;

Γ Βασ. 1,27               Εάν το πράγμα αυτό έγινε κατόπιν εντολής του κυρίου μου του βασιλέως, πως δεν μου το κατέστησες γνωστόν, ώστε να γνωρίζω και εγώ ο δούλός σου, ποίος θα καθίση στον θρόνον του κυρίου μου του βασιλέως έπειτα από αυτόν;”

 

                                    Ο Σολομών γίνεται βασιλιάς

Γ Βασ. 1,28        καὶ ἀπεκρίθη ὁ βασιλεὺς Δαυὶδ καὶ εἶπε· καλέσατέ μοι τὴν Βηρσαβεέ· καὶ εἰσῆλθεν ἐνώπιον τοῦ βασιλέως καὶ ἔστη ἐνώπιον αὐτοῦ.

Γ Βασ. 1,28               Απεκρίθη ο Δαυίδ και είπε· “φωνάξατε να έλθη η Βηρσαβεέ”. Η Βηρσαβεέ εισήλθε και εστάθη ενώπιον του βασιλέως.

Γ Βασ. 1,29        καὶ ὤμοσεν ὁ βασιλεὺς καὶ εἶπε· ζῇ Κύριος, ὃς ἐλυτρώσατο τὴν ψυχήν μου ἐκ πάσης θλίψεως,

Γ Βασ. 1,29               Ο βασιλεύς ενώπιον αυτής και του Ναθαν ωρκίσθη και είπεν· “ορκίζομαι στον ζώντα Κυριον και Θεόν, ο οποίος μέχρι σήμερον εγλύτωσε την ζωήν μου από πολλούς και διαφόρους κινδύνους,

Γ Βασ. 1,30        ὅτι καθὼς ὤμοσά σοι ἐν Κυρίῳ Θεῷ Ἰσραὴλ λέγων ὅτι Σαλωμὼν ὁ υἱός σου βασιλεύσει μετ᾿ ἐμὲ καὶ αὐτὸς καθήσεται ἐπὶ τοῦ θρόνου μου ἀντ᾿ ἐμοῦ, ὅτι οὕτω ποιήσω τῇ ἡμέρᾳ ταύτῃ.

Γ Βασ. 1,30               ότι, όπως υπεσχέθην εις σε ορκισθείς στο όνομα του Θεού του Ισραήλ λέγων, ότι ο Σολομών, ο υιός σου, θα βασιλεύση έπειτα από εμέ και αυτός θα καθήση στον θρόνον μου ως διάδοχός μου, έτσι σου λέγω και τώρα, ότι τούτο θα κάμω κατά την ημέραν αυτήν”.

Γ Βασ. 1,31        καὶ ἔκυψε Βηρσαβεὲ ἐπὶ πρόσωπον ἐπὶ τὴν γῆν καὶ προσεκύνησε τῷ βασιλεῖ καὶ εἶπε· ζήτω ὁ κύριός μου ὁ βασιλεὺς Δαυὶδ εἰς τὸν αἰῶνα.

Γ Βασ. 1,31                Η Βηρσαβεέ έσκυψε το πρόσωπόν της μέχρις εδάφους, προσεκύνησε τον βασιλέα και είπε· “είθε να ζη ο κύριός μου και βασιλεύς Δαυίδ αιωνίως”.

Γ Βασ. 1,32        καὶ εἶπεν ὁ βασιλεὺς Δαυίδ· καλέσατέ μοι Σαδὼκ τὸν ἱερέα καὶ Νάθαν τὸν προφήτην καὶ Βαναίαν υἱὸν Ἰωδαέ· καὶ εἰσῆλθον ἐνώπιον τοῦ βασιλέως,

Γ Βασ. 1,32               Ο βασιλεύς Δαυίδ είπε· “καλέσατε να παρουσιασθούν ενώπιόν μου ο αρχιερεύς Σαδώκ, ο προφήτης Ναθαν, ο Βαναίας ο υιός του Ιωδαέ”. Αυτοί δε και παρουσιάσθησαν ενώπιον του βασιλέως.

Γ Βασ. 1,33        καὶ εἶπεν ὁ βασιλεὺς αὐτοῖς· λάβετε τοὺς δούλους τοῦ κυρίου ὑμῶν μεθ᾿ ὑμῶν καὶ ἐπιβιβάσατε τὸν υἱόν μου Σαλωμὼν ἐπὶ τὴν ἡμίονον τὴν ἐμὴν καὶ καταγάγετε αὐτὸν εἰς τὴν Γιών,

Γ Βασ. 1,33               Ο βασιλεύς είπε προς αυτούς· “πάρετε μαζή σας την σωματοφυλακήν εμού του κυρίου σας και αναβιβάσατε εις την ιδικήν μου ημίονον τον υιόν μου τον Σολομώντα και οδηγήσατε αυτόν εις την Γιών.

Γ Βασ. 1,34        καὶ χρισάτω αὐτὸν ἐκεῖ Σαδὼκ ὁ ἱερεὺς καὶ Νάθαν ὁ προφήτης εἰς βασιλέα ἐπὶ Ἰσραήλ, καὶ σαλπίσατε κερατίνῃ καὶ ἐρεῖτε· ζήτω ὁ βασιλεὺς Σαλωμών.

Γ Βασ. 1,34               Εκεί ο αρχιερεύς Σαδώκ ενώπιον και του προφήτου Ναθαν ας χρίση αυτόν ως βασιλέα του Ισραηλιτικού λαού. Κατόπιν με την κερατίνην σάλπιγγα σαλπίσατε και διαλαλήσατε· Ζητω ο βασιλεύς Σολομών.

Γ Βασ. 1,35        καὶ καθήσεται ἐπὶ τοῦ θρόνου μου καὶ βασιλεύσει ἀντ᾿ ἐμοῦ, καὶ ἐγὼ ἐνετειλάμην τοῦ εἶναι εἰς ἡγούμενον ἐπὶ Ἰσραὴλ καὶ Ἰούδαν.

Γ Βασ. 1,35               Αυτός θα καθήση επί του θρόνου μου και θα βασιλεύση αντί εμού. Εγώ έδωσα την εντολήν να είναι αυτός άρχων εις όλον τον ισραηλιτικόν λαόν και εις την φυλήν του Ιούδα”.

Γ Βασ. 1,36        καὶ ἀπεκρίθη Βαναίας υἱὸς Ἰωδαὲ τῷ βασιλεῖ καὶ εἶπε· γένοιτο οὕτως· πιστώσαι Κύριος ὁ Θεὸς τοῦ κυρίου μου τοῦ βασιλέως.

Γ Βασ. 1,36               Ο Βαναίας, ο υιός του Ιωδαέ, απεκρίθη και είπε στον βασιλέα· “ας γίνη, όπως διέταξεν ο βασιλεύς. Κυριος ο Θεός του κυρίου μου του βασιλέως ας επαληθεύση και ας πραγματοποίηση τους λόγους σου.

Γ Βασ. 1,37        καθὼς ἦν Κύριος μετὰ τοῦ κυρίου μου τοῦ βασιλέως, οὕτως εἴη μετὰ Σαλωμὼν καὶ μεγαλύναι τὸν θρόνον αὐτοῦ ὑπὲρ τὸν θρόνον τοῦ κυρίου μου τοῦ βασιλέως Δαυίδ.

Γ Βασ. 1,37               Είθε δέ, όπως Κυριος ο Θεός ήτο μαζή με τον κύριόν μου τον βασιλέα, κατά παρόμοιον τρόπον να είναι μαζή με τον Σολομώντα, και να δοξάση την βασιλείαν του περισσότερον από την βασιλείαν του κυρίου μου του βασιλέως Δαυίδ”.

Γ Βασ. 1,38        καὶ κατέβη Σαδὼκ ὁ ἱερεὺς καὶ Νάθαν ὁ προφήτης καὶ Βαναίας υἱὸς Ἰωδαὲ καὶ ὁ Χερεθὶ καὶ ὁ Φελεθὶ καὶ ἐπεκάθισαν τὸν Σαλωμὼν ἐπὶ τὴν ἡμίονον τοῦ βασιλέως Δαυὶδ καὶ ἀπήγαγον αὐτὸν εἰς τὴν Γιών.

Γ Βασ. 1,38               Πράγματι ο αρχιερεύς Σαδώκ, ο προφήτης Ναθαν και ο Βαναίας ο υιός του Ιωδαέ, όπως επίσης και η βασιλική φρουρά, που απετελείτο από τα Χερεθί και Φελεθί, ήλθον. Αυτοί εβοήθησαν και εκάθησεν εις την ημίονον του βασιλέως Δαυίδ ο Σολομών και ωδήγησαν αυτόν εις την Γιών.

Γ Βασ. 1,39        καὶ ἔλαβε Σαδὼκ ὁ ἱερεὺς τὸ κέρας τοῦ ἐλαίου ἐκ τῆς σκηνῆς καὶ ἔχρισε τὸν Σαλωμὼν καὶ ἐσάλπισε τῇ κερατίνῃ, καὶ εἶπε πᾶς ὁ λαός· ζήτω ὁ βασιλεὺς Σαλωμών.

Γ Βασ. 1,39               Ο αρχιερεύς Σαδώκ επήρε την κερατίνην φιάλην, η οποία περιείχεν ιερόν έλαιον από την Σκηνήν του Μαρτυρίου και έχρισε τον Σολομώντα. Κατόπιν εσάλπισε με την κερατίνην σάλπιγγα και όλος ο παριστάμενος λαός εφώναζε· Ζητω ο βασιλεύς ο Σολομών.

 

                                    Η παραίτηση του Αδωνία

Γ Βασ. 1,40        καὶ ἀνέβη πᾶς ὁ λαὸς ὀπίσω αὐτοῦ καὶ ἐχόρευον ἐν χοροῖς καὶ εὐφραινόμενοι εὐφροσύνην μεγάλην, καὶ ἐῤῥάγη ἡ γῆ ἐν τῇ φωνῇ αὐτῶν.

Γ Βασ. 1,40               Ολος ο Ισραηλιτικός λαός ανεγνώρισε και ηκολούθησε τον Σολομώντα ως βασιλέα. Οι Ισραηλίται εχόρευσαν τότε πολλούς χορούς και διεσκέδασαν με χαράν μεγάλην ζητωκραυγάζοντες, ώστε σαν να εσείετο και να εσχίζετο η γη από τας φωνάς αυτών.

Γ Βασ. 1,41        Καὶ ἤκουσεν Ἀδωνίας καὶ πάντες οἱ κλητοὶ αὐτοῦ, καὶ αὐτοὶ συνετέλεσαν φαγεῖν· καὶ ἤκουσεν Ἰωὰβ τὴν φωνὴν τῆς κερατίνης καὶ εἶπε· τίς ἡ φωνὴ τῆς πόλεως ἠχούσης;

Γ Βασ. 1,41                Ο Αδωνίας και όλοι οι επίσημοι άνδρες, που ήσαν μαζή του, ήκουσαν αυτόν τον θόρυβον, όταν πλέον είχε τελειώσει το συμπόσιόν των. Ο δε Ιωάβ, όταν ήκουσε τον ήχον της σάλπιγγος, ηρώτησε· “τι σημαίνουν αι κραυγαί αυταί, από τας οποίας αντηχεί ολόκληρος η πόλις;”

Γ Βασ. 1,42        ἔτι αὐτοῦ λαλοῦντος καὶ ἰδοὺ Ἰωνάθαν υἱὸς Ἀβιάθαρ τοῦ ἱερέως εἰσῆλθε, καὶ εἶπεν Ἀδωνίας· εἴσελθε, ὅτι ἀνὴρ δυνάμεως εἶ σύ, καὶ ἀγαθὰ εὐαγγέλισαι.

Γ Βασ. 1,42               Ενώ δε έλεγεν αυτά, ιδού ο Ιωνάθαν, ο υιός του αρχιερέως Αβιάθαρ, προσήλθεν εις την συγκέντρωσιν αυτήν και ο Αδωνίας του είπεν· “έλα, διότι είσαι γενναίος άνθρωπος και ασφαλώς αγγελιαφόρος καλών ειδήσεων”.

Γ Βασ. 1,43        καὶ ἀπεκρίθη Ἰωνάθαν καὶ εἶπε· καὶ μάλα ὁ κύριος ἡμῶν ὁ βασιλεὺς Δαυὶδ ἐβασίλευσε τὸν Σαλωμών·

Γ Βασ. 1,43               Ο Ιωνάθαν απήντησε και είπε· “βεβαιότατα ο κύριος μας, ο βασιλεύς Δαυίδ, ανεκήρυξε τον Σολομώντα ως βασιλέα.

Γ Βασ. 1,44        καὶ ἀπέστειλε μετ᾿ αὐτοῦ ὁ βασιλεὺς τὸν Σαδὼκ τὸν ἱερέα καὶ Νάθαν τὸν προφήτην καὶ Βαναίαν τὸν υἱὸν Ἰωδαὲ καὶ τὸν Χερεθὶ καὶ τὸν Φελεθὶ καὶ ἐπεκάθισαν αὐτὸν ἐπὶ τὴν ἡμίονον τοῦ βασιλέως·

Γ Βασ. 1,44               Ο βασιλεύς έστειλε μαζή με τον Σολομώντα τον αρχιερέα Σαδώκ, τον προφήτην Ναθαν, τον Βαναίαν τον υιόν του Ιωδαέ, την βασιλικήν φρουράν των Χερεθί και Φελεθί, οι οποίοι εβοήθησαν τιμητικώς να ανεβή ο Σολομών εις την βασιλικήν ημίονον.

Γ Βασ. 1,45        καὶ ἔχρισαν αὐτὸν Σαδὼκ ὁ ἱερεὺς καὶ Νάθαν ὁ προφήτης ἐν τῇ Γιών, καὶ ἀνέβησαν ἐκεῖθεν εὐφραινόμενοι καὶ ἤχησεν ἡ πόλις· αὕτη ἡ φωνὴ ἣν ἠκούσατε.

Γ Βασ. 1,45               Ο αρχιερεύς Σαδώκ ενώπιον και του προφήτου Ναθαν έχρισε τον Σολομώντα βασιλέα εις την Γιών. Από εκεί επέστρεψαν ευφραινόμενοι εις την Ιερουσαλήμ και όλη η πόλις αντήχησεν από τας ζητωκραυγάς. Αυταί είναι αι φωναί τας οποίας ηκούσατε”.

Γ Βασ. 1,46        καὶ ἐκάθισε Σαλωμὼν ἐπὶ θρόνον βασιλείας,

Γ Βασ. 1,46               Ετσι ο Σολομών εκάθησεν στον βασιλικόν θρόνον.

Γ Βασ. 1,47        καὶ εἰσῆλθον οἱ δοῦλοι τοῦ βασιλέως εὐλογῆσαι τὸν κύριον ἡμῶν τὸν βασιλέα Δαυὶδ λέγοντες· ἀγαθύναι ὁ Θεὸς τὸ ὄνομα Σαλωμὼν ὑπὲρ τὸ ὄνομά σου καὶ μεγαλύναι τὸν θρόνον αὐτοῦ ὑπὲρ τὸν θρόνον σου· καὶ προσεκύνησεν ὁ βασιλεὺς ἐπὶ τὴν κοίτην,

Γ Βασ. 1,47               Ολοι δε οι αυλικοί και το περιβάλλον του βασιλέως Δαυίδ εισήλθεν εις την αίθουσαν αυτού, δια να τον τιμήσουν και τον δοξάσουν λέγοντες· “είθε ο Θεός να δοξάση το όνομα του Σολομώντος περισσότερον από το ιδικόν σου όνομα και να αναδείξη την βασιλείαν του ανωτέραν από την βασιλείαν την ιδικήν σου”. Ο δε βασιλεύς ηυχαριστήθη και προσεκύνησε από την κλίνην του τον Θεόν.

Γ Βασ. 1,48        καί γε οὕτως εἶπεν ὁ βασιλεύς· εὐλογητὸς Κύριος ὁ Θεὸς Ἰσραήλ, ὃς ἔδωκε σήμερον ἐκ τοῦ σπέρματός μου καθήμενον ἐπὶ τοῦ θρόνου μου, καὶ οἱ ὀφθαλμοί μου βλέπουσι.

Γ Βασ. 1,48               Ο βασιλεύς ηυχήθη κατά τον ίδιον τρόπον και είπε· “δοξασμένος ας είναι Κυριος ο Θεός του Ισραηλιτικού λαού, ο οποίος σήμερον έδωκεν από τους υιούς μου βασιλέα να καθήση στον θρόνον μου και τον οποίον βασιλέα βλέπω εγώ με τα ίδια μου τα μάτια”.

Γ Βασ. 1,49        Καὶ ἐξέστησαν πάντες οἱ κλητοὶ τοῦ Ἀδωνίου καὶ ἦλθον ἀνὴρ εἰς τὴν ὁδὸν αὐτοῦ.

Γ Βασ. 1,49               Κατόπιν αυτών όλοι οι επίσημοι προσκεκλημένοι του Αδωνίου εταράχθησαν και διεσκορπίσθησαν και ο καθένας επήρε τον δρόμον δια το σπίτι του.

Γ Βασ. 1,50        καὶ Ἀδωνίας ἐφοβήθη ἀπὸ προσώπου Σαλωμὼν καὶ ἀνέστη καὶ ἀπῆλθε καὶ ἐπελάβετο τῶν κεράτων τοῦ θυσιαστηρίου.

Γ Βασ. 1,50               Ο ίδιος ο Αδωνίας εφοβήθη τον Σολομώντα, εσηκώθη και ήλθεν στο θυσιαστήριον των ολοκαυτωμάτων και έπιασε τα κέρατα του θυσιαστηρίου.

Γ Βασ. 1,51        καὶ ἀνηγγέλη τῷ Σαλωμὼν λέγοντες· ἰδοὺ Ἀδωνίας ἐφοβήθη τὸν βασιλέα Σαλωμὼν καὶ κατέχει τῶν κεράτων τοῦ θυσιαστηρίου λέγων· ὀμοσάτω μοι σήμερον Σαλωμών, εἰ οὐ θανατώσει τὸν δοῦλον αὐτοῦ ἐν ῥομφαίᾳ.

Γ Βασ. 1,51                Αυτό ανέφεραν μερικοί στον Σολομώντα και του είπαν· “ιδού, ο Αδωνίας εφοβήθη τον βασιλέα Σολομώντα και κρατεί με τα χέρια του τα κέρατα του θυσιαστηρίου των ολοκαυτωμάτων λέγων· Ας μου ορκισθή σήμερον ο Σολομών, ότι δεν θα θανατώση δια ρομφαίας εμέ, τον δούλον του”.

Γ Βασ. 1,52        καὶ εἶπε Σαλωμών· ἐὰν γένηται εἰς υἱὸν δυνάμεων, εἰ πεσεῖται τῶν τριχῶν αὐτοῦ ἐπὶ τὴν γῆν· καὶ ἐὰν κακία εὑρεθῇ ἐν αὐτῷ, θανατωθήσεται.

Γ Βασ. 1,52               Ο Σολομών είπεν· “εάν στο μέλλον αναδειχθή καλός και τίμιος άνθρωπος, ούτε τρίχα δεν θα πέση από το κεφάλι του. Εάν όμως συλληφθή εις νέον ολίσθημα, θα καταδικασθή εις θάνατον”.

Γ Βασ. 1,53        καὶ ἀπέστειλεν ὁ βασιλεὺς Σαλωμὼν καὶ κατήνεγκαν αὐτὸν ἀπάνωθεν τοῦ θυσιαστηρίου· καὶ εἰσῆλθε καὶ προσεκύνησε τῷ βασιλεῖ Σαλωμών, καὶ εἶπεν αὐτῷ Σαλωμών· δεῦρο εἰς τὸν οἶκόν σου.

Γ Βασ. 1,53               Ο βασιλεύς Σολομών έστειλεν ανθρώπους, οι οποίοι κατέβασαν τον Αδωνίαν από το θυσιαστήριον των ολοκαυτωμάτων. Εκείνος παρουσιάσθη ενώπιον του βασιλέως Σολομώντος και τον προσεκύνησεν. Ο δε Σολομών του είπε· “πήγαινε στο σπίτι σου”.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2- ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΟΔΗΓΙΕΣ ΤΟΥ ΔΑΒΙΔ ΣΤΟ ΣΟΛΟΜΩΝΤΑ  

Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΔΑΒΙΔ - Ο ΣΟΛΟΜΩΝ ΕΓΚΑΘΙΣΤΑ ΤΗ ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΤΟΥ

                                    Οι τελευταίες οδηγίες του Δαβίδ στο Σολομώντα.

Γ Βασ. 2,1          Καὶ ἤγγισαν αἱ ἡμέραι Δαυὶδ ἀποθανεῖν αὐτόν, καὶ ἀπεκρίνατο Σαλωμὼν υἱῷ αὐτοῦ λέγων·

Γ Βασ. 2,1                 Επλησίασαν πλέον αι ημέραι, κατά τας οποίας ο Δαυίδ θα απέθνησκεν. Εκάλεσε τον Σολομώντα και κατά τρόπον επίσημον του είπε·

Γ Βασ. 2,2          ἐγώ εἰμι πορεύομαι ἐν ὁδῷ πάσης τῆς γῆς· καὶ ἰσχύσεις καὶ ἔσῃ εἰς ἄνδρα.

Γ Βασ. 2,2                 “εγώ ο Δαυίδ βαδίζω τώρα τον δρόμον προς τον θάνατον, τον οποίον βαδίζουν και όλοι οι άνθρωποι της γης. Συ δε πρέπει να αναδειχθής ισχυρός και ανδρείος.

Γ Βασ. 2,3          καὶ φυλάξεις φυλακὴν Κυρίου Θεοῦ σου τοῦ πορεύεσθαι ἐν ταῖς ὁδοῖς αὐτοῦ, φυλάσσειν τὰς ἐντολὰς αὐτοῦ καὶ τὰ δικαιώματα καὶ τὰ κρίματα τὰ γεγραμμένα ἐν τῶ νόμῳ Μωυσέως· ἵνα συνήσῃς ἃ ποιήσεις κατὰ πάντα, ὅσα ἂν ἐντείλωμαί σοι,

Γ Βασ. 2,3                 Προς τούτο θα προσπαθήσης και θα καταβάλης κάθε φροντίδα να φυλάξης όλα, όσα διέταξε Κυριος ο Θεός σου, να πορεύεσαι στους δρόμους, τους οποίους αυτός σου εχάραξε. Αυτό δε θα το επιτύχης, αν τηρής τας εντολάς του, τα δικαιώματά του και τα κρίματά του, τα οποία είναι γραμμένα στον Νομον του Μωϋσέως. Ετσι όταν ζης και πορεύεσαι, θα ενοήσης όλα όσα εγώ σε διατάσσω να κάμης.

Γ Βασ. 2,4          ἵνα στήσῃ Κύριος τὸν λόγον αὐτοῦ, ὃν ἐλάλησε λέγων· ἐὰν φυλάξωσιν οἱ υἱοί σου τὴν ὁδὸν αὐτῶν πορεύεσθαι ἐνώπιόν μου ἐν ἀληθείᾳ ἐν ὅλῃ καρδίᾳ αὐτῶν λέγων· οὐκ ἐξολοθρευθήσεταί σοι ἀνὴρ ἐπάνωθεν θρόνου Ἰσραήλ.

Γ Βασ. 2,4                 Ετσι και ο Κυριος θα εκπληρώση την υπόσχεσίν του, την οποίαν έδωσε λέγων· Εάν τα παιδιά σου προσέξουν την πορείαν της ζωής των και βαδίζουν με όλην αυτών την καρδίαν κατά αλήθειαν ενώπιόν μου, τότε δεν θα εξολοθρευθή διάδοχός σου από τον βασιλικόν θρόνον επί του Ισραηλιτικού λαού.

Γ Βασ. 2,5          καί γε σὺ ἔγνως ὅσα ἐποίησέ μοι Ἰωὰβ υἱὸς Σαρουΐας, ὅσα ἐποίησε τοῖς δυσὶν ἄρχουσι τῶν δυνάμεων Ἰσραήλ, τῷ Ἀβεννὴρ υἱῷ Νὴρ καὶ τῷ Ἀμεσσαΐ υἱῷ Ἰεθέρ, καὶ ἀπέκτεινεν αὐτοὺς καὶ ἔταξε τὰ αἵματα πολέμου ἐν εἰρήνῃ καὶ ἔδωκεν αἷμα ἀθῷον ἐν τῇ ζώνῃ αὐτοῦ τῇ ἐν τῇ ὀσφύϊ αὐτοῦ καὶ ἐν τῷ ὑποδήματι αὐτοῦ τῷ ἐν τῶ ποδὶ αὐτοῦ·

Γ Βασ. 2,5                 Γνωρίζεις δε και συ προσωπικώς, όσα κακά έκαμε εναντίον μου ο Ιωάβ, ο υιός της Σαρουΐας. Οσα έκαμε εναντίον των δύο στρατηγών του Ισραηλιτικού λαού, του Αβεννήρ, υιού του Νηρ, και του Αμεσσαΐ υιού του Ιεθέρ. Εφόνευσεν αυτούς κατά τρόπον δολοφονικόν, έχυσεν ανδρεία αίματα εις καιρόν ειρήνης και έτσι το αθώον αίμα των θυμάτων του έτρεξεν εις την ζώνην του, εις την ζώνην της οσφύος του και εις τα υποδήματά του, που εφορούσεν εις τα πόδια του.

Γ Βασ. 2,6          καὶ ποιήσεις κατὰ τὴν σοφίαν σου καὶ οὐ κατάξεις τὴν πολιὰν αὐτοῦ ἐν εἰρήνῃ εἰς ᾅδου·

Γ Βασ. 2,6                 Θα πράξης και θα φερθής απέναντι του σύμφωνα με την σύνεσίν σου και σοφίαν σου και δεν θα αποθάνη αυτός, ο ασπρομάλλης γέρων, με φυσικόν θάνατον.

Γ Βασ. 2,7          καὶ τοῖς υἱοῖς Βερζελλὶ τοῦ Γαλααδίτου ποιήσεις ἔλεος, καὶ ἔσονται ἐν τοῖς ἐσθίουσι τὴν τράπεζάν σου, ὅτι οὕτως ἤγγισάν μοι ἐν τῷ με ἀποδιδράσκειν ἀπὸ προσώπου Ἀβεσσαλὼμ τοῦ ἀδελφοῦ σου.

Γ Βασ. 2,7                 Εις τους υιούς όμως του Βερζελλί, ο οποίος κατάγεται από την Γαλαάδ, θα συμπεριφερθής με πολλήν καλωσύνην, διότι έτσι συμπεριεφέρθησαν και αυτοί απέναντί μου, όταν εδραπέτευσα από την πατρίδα μας φεύγων την καταδίωξιν του αδελφού σου, του Αβεσσαλώμ.

Γ Βασ. 2,8          καὶ ἰδοὺ μετὰ σοῦ Σεμεΐ υἱὸς Γηρὰ υἱὸς τοῦ Ἰεμενὶ ἐκ Βαουρίμ, καὶ αὐτὸς κατηράσατό με κατάραν ὀδυνηρὰν τῇ ἡμέρᾳ, ᾗ ἐπορευόμην εἰς Παρεμβολάς, καὶ αὐτὸς κατέβη εἰς ἀπαντήν μου εἰς τὸν Ἰορδάνην, καὶ ὤμοσα αὐτῷ ἐν Κυρίῳ λέγων· εἰ θανατώσω σε ἐν ῥομφαίᾳ·

Γ Βασ. 2,8                 Ιδού, μαζή σου ευρίσκεται ο Σεμεΐ, ο υιός του Γηρά, ο Βενιαμίτης από την πόλιν Βαουρίμ. Αυτός αδίκως με κατηράσθη με φρικτήν κατάραν κατά την ημέραν, κατά την οποίαν έφευγα εις τας Παρεμβολάς. Αυτός όμως ο ίδιος κατά την επιστροφήν μου κατέβη εις προϋπάντησίν μου στον Ιορδάνην ποταμόν. Εγώ δε ωρκίσθηκα εις αυτόν ενώπιον του Κυρίου και είπα· Δια την ένοχον προτέραν διαγωγήν δεν θα διατάξω εγώ να σε εκτελέσουν με ρομφαίαν.

Γ Βασ. 2,9          καὶ οὐ μὴ ἀθῳώσῃς αὐτόν, ὅτι ἀνὴρ σοφὸς εἶ σὺ καὶ γνώσῃ ἃ ποιήσεις αὐτῷ, καὶ κατάξεις τὴν πολιὰν αὐτοῦ ἐν αἵματι εἰς ᾅδου.

Γ Βασ. 2,9                 Συ όμως δεν θα τον αφήσης ατιμώρητον. Είσαι σοφός και γνωρίζεις, τι θα πράξης προς αυτόν, ώστε με βίαιον θάνατον να στείλης τον ασπρομάλλην αυτόν στον τάφον”

 

                                    Θάνατος του Δαβίδ

Γ Βασ. 2,10        καὶ ἐκοιμήθη Δαυὶδ μετὰ τῶν πατέρων αὐτοῦ καὶ ἐτάφη ἐν πόλει Δαυίδ.

Γ Βασ. 2,10               Ο Δαυίδ εκοιμήθη και προσετέθη στους προπάτορας αυτού. Ετάφη δε εις την πόλιν Δαυίδ.

Γ Βασ. 2,11        καὶ αἱ ἡμέραι, ἃς ἐβασίλευσε Δαυὶδ ἐπὶ τὸν Ἰσραὴλ τεσσαράκοντα ἔτη· ἐν Χεβρὼν ἐβασίλευσεν ἑπτὰ ἔτη καὶ ἐν Ἱερουσαλὴμ τριακοντατρία ἔτη.

Γ Βασ. 2,11                Τα έτη, κατά τα οποία εβασίλευσεν ο Δαυίδ επί του ισραηλιτικού λαού, ήσαν τεσσαράκοντα. Επτά έτη εβασίλευσεν εις την Χεβρών και τριάκοντα τρία έτη εις την Ιερουσαλήμ.

 

                                    Ο Σολομών εγκαθιστά τη βασιλεία του

Γ Βασ. 2,12        Καὶ Σαλωμὼν ἐκάθισεν ἐπὶ θρόνου Δαυὶδ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ υἱὸς ἐτῶν δώδεκα καὶ ἡτοιμάσθη ἡ βασιλεία αὐτοῦ σφόδρα.

Γ Βασ. 2,12               Ο Σολομών εκάθισεν στον θρόνον του πατρός του Δαυίδ εις ηλικίαν δώδεκα ετών, η δε βασιλεία του ετακτοποιήθη και εστερεώθη πολύ.

Γ Βασ. 2,13        καὶ εἰσῆλθεν Ἀδωνίας υἱὸς Ἀγγὶθ πρὸς Βηρσαβεὲ μητέρα Σαλωμὼν καὶ προσεκύνησεν αὐτῇ. ἡ δὲ εἶπεν· εἰρήνη ἡ εἴσοδός σου; καὶ εἶπεν· εἰρήνη·

Γ Βασ. 2,13               Ο Αδωνίας, ο υιός της Αγγίθ, παρουσιάσθη προς την Βηρσαβεέ την μητέρα του Σολομώντος και την προσεκύνησεν. Εκείνη τον ηρώτησεν· “έρχεσαι δι' ειρηνικόν σκοπόν;” Εκείνος απήντησεν· “ο σκοπός μου είναι, ειρηνικός.

Γ Βασ. 2,14        λόγος μοι πρός σε· καὶ εἶπεν αὐτῷ· λάλησον.

Γ Βασ. 2,14               Εχω να ανακοινώσω κάτι προς σέ”. Εκείνη δε του είπε· “ομίλησε”.

Γ Βασ. 2,15        καὶ εἶπεν αὐτῇ· σὺ οἶδας, ὅτι ἐμοὶ ἦν βασιλεία καὶ ἐπ᾿ ἐμὲ ἔθετο πᾶς Ἰσραὴλ τὸ πρόσωπον αὐτοῦ εἰς βασιλέα, καὶ ἐστράφη ἡ βασιλεία καὶ ἐγένετο τῷ ἀδελφῷ μου, ὅτι παρὰ Κυρίου ἐγενήθη αὐτῷ·

Γ Βασ. 2,15               Ο Αδωνίας ειπέ προς αυτήν· “συ γνωρίζεις ότι εις εμέ, ως προς πρεσβύτερον υιόν του Δαυίδ, ανήκεν η βασιλεία και προς εμέ εστράφησαν οι Ισραηλίται, οι οποίοι και με ανεκηρυξαν βασιλέα των. Ομως η βασιλεία αυτή περιήλθεν στον αδελφόν μου, διότι ο Κυριος ηθέλησε να περιέλθη εις αυτόν.

Γ Βασ. 2,16        καὶ νῦν αἴτησιν μίαν ἐγὼ αἰτοῦμαι παρὰ σοῦ, μὴ ἀποστρέψῃς τὸ πρόσωπόν σου. καὶ εἶπεν αὐτῷ Βηρσαβεέ· λάλει.

Γ Βασ. 2,16               Τωρα υποβάλλω προς σε μίαν αίτησιν, μίαν παράκλησιν. Μη αρνηθής να την ακούσης”. Η Βηρσαβεέ του είπε· “ομίλησε”.

Γ Βασ. 2,17        καὶ εἶπεν αὐτῇ· εἰπὸν δὴ πρὸς Σαλωμὼν τὸν βασιλέα, ὅτι οὐκ ἀποστρέψει τὸ πρόσωπον αὐτοῦ ἀπὸ σοῦ, καὶ δώσει μοι τὴν Ἀβισὰγ τὴν Σωμανῖτιν εἰς γυναῖκα.

Γ Βασ. 2,17               Εκείνος πονηρά σκεπτόμενος της είπε· “ειπέ, σε παρακαλώ, στον βασιλέα Σολομώντα συ, διότι θα σε ακούση εκείνος με ευμένειαν και προσοχήν, να μου δώση ως σύζυγον την Αβισάγ την Σωμανίτιδα”.

Γ Βασ. 2,18        καὶ εἶπε Βηρσαβεέ· καλῶς· ἐγὼ λαλήσω περὶ σοῦ τῷ βασιλεῖ.

Γ Βασ. 2,18               Η Βηρσαβεέ απονήρευτος απήντησε· “πολύ καλά. Εγώ θα ομιλήσω στον Σολομώντα δια σέ”.

Γ Βασ. 2,19        καὶ εἰσῆλθε Βηρσαβεὲ πρὸς τὸν βασιλέα Σαλωμὼν λαλῆσαι αὐτῷ περὶ Ἀδωνίου. καὶ ἐξανέστη ὁ βασιλεὺς εἰς ἀπαντὴν αὐτῇ καὶ κατεφίλησεν αὐτὴν καὶ ἐκάθισεν ἐπὶ τοῦ θρόνου, καὶ ἐτέθη θρόνος τῇ μητρὶ τοῦ βασιλέως καὶ ἐκάθισεν ἐκ δεξιῶν αὐτοῦ.

Γ Βασ. 2,19               Η Βηρσαβεέ παρουσιάσθη πράγματι προς τον βασιλέα Σολομώντα, δια να ομιλήση προς αυτόν περί του Αδωνίου. Ο βασιλεύς ηγέρθη, δια να έλθη εις προϋπάντησίν της. Την ήσπάσθη με στοργήν και κατόπιν εκάθησεν στον θρόνον του. Επί δε τη ευκαιρία ετέθη δεξιά άλλος θρόνος δια την μητέρα του βασιλέως, η οποία έτσι και εκάθισεν εκ δεξιών αυτού.

Γ Βασ. 2,20        καὶ εἶπεν αὐτῷ· αἴτησιν μίαν μικρὰν ἐγὼ αἰτοῦμαι παρὰ σοῦ, μὴ ἀποστρέψῃς τὸ πρόσωπόν σου. καὶ εἶπεν αὐτῇ ὁ βασιλεύς· αἴτησαι, μῆτερ ἐμή, καὶ οὐκ ἀποστρέψω σε.

Γ Βασ. 2,20              Η Βηρσαβεέ είπεν εις αυτόν· “ζητώ εγώ από σε μίαν μικράν χάριν. Μη αρνηθής να μου την εκπληρώσης”. Ο βασιλεύς της είπε· “μητέρα μου, ζήτησέ μου ο,τι θέλεις και εγώ δεν θα σου το αρνηθώ”.

Γ Βασ. 2,21        καὶ εἶπε· δοθήτω δὴ Ἀβισὰγ ἡ Σωμανῖτις τῷ Ἀδωνίᾳ τῷ ἀδελφῷ σου εἰς γυναῖκα.

Γ Βασ. 2,21               Η Βηρσαβεέ είπε· “σε παρακαλώ να δοθή η Αβισάγ η Σωμανίτις ως σύζυγος στον αδελφόν σου τον Αδωνίαν”.

Γ Βασ. 2,22        καὶ ἀπεκρίθη ὁ βασιλεὺς Σαλωμὼν καὶ εἶπε τῇ μητρὶ αὐτοῦ· καὶ ἱνατί σὺ ᾔτησαι τὴν Ἀβισὰγ τῷ Ἀδωνίᾳ; καὶ αἴτησαι αὐτῷ τὴν βασιλείαν, ὅτι οὗτος ἀδελφός μου ὁ μέγας ὑπὲρ ἐμέ, καὶ αὐτῷ Ἀβιάθαρ ὁ ἱερεὺς καὶ αὐτῷ Ἰωὰβ υἱὸς Σαρουΐας ἀρχιστράτηγος ἑταῖρος.

Γ Βασ. 2,22              Ο βασιλεύς Σολομών, ο οποίος κατενόησε την πονηρίαν του Αδωνίου, απήντησε και είπεν εις την μητέρα του· “διατί συ εζήτησες την Αβισάγ σύζυγον δια τον Αδωνίαν; Είναι σαν να εζήτησες δι' αυτόν την βασιλείαν, αφού θέλεις να του δοθή ως σύζυγος εκείνη, η οποία εχρημάτισε λευκή σύζυγος του βασιλέως Δαυίδ. Γνωρίζεις δε ότι αυτός από απόψεως ηλικίας είναι μεγαλύτερος από εμέ και προς αυτόν έχει προσκολληθή ο Αβιάθαρ ο αρχιερεύς, ο δε αρχιστράτηγος Ιωάβ, ο υιός της Σαρουΐας, είναι φίλος και σύμβουλός του”.

 

                                    Η εκτέλεση του Αδωνία

Γ Βασ. 2,23        καὶ ὤμοσεν ὁ βασιλεὺς Σαλωμὼν κατὰ τοῦ Κυρίου λέγων· τάδε ποιήσαι μοι ὁ Θεὸς καὶ τάδε προσθείη, ὅτι κατὰ τῆς ψυχῆς αὐτοῦ ἐλάλησεν Ἀδωνίας τὸν λόγον τοῦτον·

Γ Βασ. 2,23              Τοτε ο βασιλεύς Σολομών ωρκίσθη στον Θεόν και είπεν· “ας με τιμωρήση ο Θεός με οιανδήποτε τιμωρίαν θέλει, αν δεν τιμωρήσω τον Αδωνίαν, διότι κατά τρόπον πονηρόν ωμίλησεν εναντίον αυτής ταύτης της ζωής του με το να υποβάλη την δολίαν αυτήν αίτησιν.

Γ Βασ. 2,24        καὶ νῦν ζῇ Κύριος, ὃς ἡτοίμασέ με καὶ ἔθετό με ἐπὶ τὸν θρόνον Δαυὶδ τοῦ πατρός μου, καὶ αὐτὸς ἐποίησέ μοι οἶκον, καθὼς ἐλάλησε Κύριος, ὅτι σήμερον θανατωθήσεται Ἀδωνίας.

Γ Βασ. 2,24              Και λοιπόν, ορκίζομαι στον ζώντα Κυριον, ο οποίος με προητοίμασε και με έβαλεν στον θρόνον του Δαυίδ του πατρός μου, που μου έδωσε τον βασιλικόν αυτόν οίκον, όπως ο Κυριος μίλησε, ορκίζομαι ότι σήμερον θα θανατωθή ο Αδωνίας”.

Γ Βασ. 2,25        καὶ ἐξαπέστειλεν ὁ βασιλεὺς Σαλωμὼν ἐν χειρὶ Βαναίου υἱοῦ Ἰωδαὲ καὶ ἀνεῖλεν αὐτόν, καὶ ἀπέθανεν Ἀδωνίας ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ.

Γ Βασ. 2,25              Ο βασιλεύς Σολομών έστειλε τον Βαναίαν, υιόν του Ιωδαέ, δια να εκτελέση τον Αδωνίαν. Πράγματι κατά την ημέραν εκείνην εθανατώθη ο Αδωνίας.

 

                                    Η εκτέλεση του Ιωάβ

Γ Βασ. 2,26        Καὶ τῷ Ἀβιάθαρ τῷ ἱερεῖ εἶπεν ὁ βασιλεύς· ἀπότρεχε σὺ εἰς Ἀναθὼθ εἰς ἀγρόν σου, ὅτι ἀνὴρ θανάτου εἶ σὺ ἐν τῇ ἡμέρᾳ ταύτῃ, καὶ οὐ θανατώσω σε, ὅτι ᾖρας τὴν κιβωτὸν τῆς διαθήκης Κυρίου ἐνώπιον τοῦ πατρός μου, καὶ ὅτι ἐκακουχήθης ἐν πᾶσιν, οἷς ἐκακουχήθη ὁ πατήρ μου.

Γ Βασ. 2,26              Ο βασιλεύς Σολομών είπε προς τον αρχιερέα Αβιάθαρ· “συ πήγαινε εις την Αναθώθ και μένε εκεί στον αγρόν σου, διότι είσαι άξιος θανάτου κατά την ημέραν αυτήν. Ομως δεν θα σε φονεύσω, διότι μετέφερες την Κιβωτόν της Διαθήκης του Κυρίου, καθ' ον χρόνον εζούσεν ακόμη ο πατήρ μου, και διότι υπέστης και συ όλας τας ταλαιπωρίας, τας οποίας υπέστη και ο πατήρ μου”.

Γ Βασ. 2,27        καὶ ἐξέβαλε Σαλωμὼν τὸν Ἀβιάθαρ τοῦ μὴ εἶναι ἱερέα τοῦ Κυρίου, πληρωθῆναι τὸ ῥῆμα Κυρίου, ὃ ἐλάλησεν ἐπὶ τὸν οἶκον Ἡλὶ ἐν Σηλώμ.

Γ Βασ. 2,27              Ο Σολομών εξεδίωξε τον Αβιάθαρ, ώστε να μη είναι πλέον αυτός αρχιερεύς του Κυρίου, και έτσι εξεπληρώθη ο λόγος του Κυρίου, τον οποίον είπε δια την οικογένειαν του Ηλί εις Σηλώμ.

Γ Βασ. 2,28        καὶ ἡ ἀκοὴ ἦλθεν ἕως Ἰωὰβ υἱοῦ Σαρουΐας (ὅτι Ἰωὰβ ἦν κεκλικὼς ὀπίσω Ἀδωνίου, καὶ ὀπίσω Σαλωμὼν οὐκ ἔκλινε), καὶ ἔφυγεν Ἰωὰβ εἰς τὸ σκήνωμα τοῦ Κυρίου καὶ κατέσχε τῶν κεράτων τοῦ θυσιαστηρίου.

Γ Βασ. 2,28              Ο Ιωάβ, ο υιός της Σαρουΐας, ο οποίος ήτο με το μέρος του Αδωνίου και όχι με το μέρος του Σολομώντος, επληροφορήθη την εκδίωξιν και τον περιορισμόν του Αβιάθαρ και εφοβήθη. Κατέφυγε, λοιπόν, εις την Σκηνήν του Μαρτυρίου και εκρατήθη από τας εξοχάς του θυσιαστηρίου των ολοκαυτωμάτων.

Γ Βασ. 2,29        καὶ ἀπηγγέλη τῷ Σαλωμὼν λέγοντες ὅτι πέφυγεν Ἰωὰβ εἰς τὴν σκηνὴν τοῦ Κυρίου καὶ ἰδοὺ κατέχει τῶν κεράτων τοῦ θυσιαστηρίου. καὶ ἀπέστειλε Σαλωμὼν ὁ βασιλεὺς πρὸς Ἰωὰβ λέγων· τί γέγονέ σοι, ὅτι πέφυγας εἰς τὸ θυσιαστήριον; καὶ εἶπεν Ἰωάβ· ὅτι ἐφοβήθην ἀπὸ προσώπου σου, καὶ ἔφυγον πρὸς Κύριον. καὶ ἀπέστειλε Σαλωμὼν τὸν Βαναίου υἱὸν Ἰωδαὲ λέγων· πορεύου καὶ ἄνελε αὐτὸν καὶ θάψον αὐτόν.

Γ Βασ. 2,29              Ανήγγειλαν στον Σολομώντα το γεγονός και είπαν, ότι ο Ιωάβ έχει καταφύγει εις την Σκηνήν του Κυρίου και ιδού κρατεί εκεί τα κέρατα του θυσιαστηρίου των ολοκαυτωμάτων. Ο βασιλεύς Σολομών έστειλεν άνθρωπον προς τον Ιωάβ και του είπε· “τι σου συνέβη; Διατί κατέφυγες στο θυσιαστήριον των ολοκαυτωμάτων;” Ο Ιωάβ απήντησεν· “εφοβήθην από σε και κατέφυγον προς τον Κυριον”. Ο Σολομών έστειλε τότε τον Βαναίαν, τον υιόν του Ιωδαέ, και του είπε· “πήγαινε και θανάτωσε τον Ιωάβ και θάψε τον”.

Γ Βασ. 2,30        καὶ ἦλθε Βαναίας υἱὸς Ἰωδαὲ πρὸς Ἰωὰβ εἰς τὴν σκηνὴν τοῦ Κυρίου καὶ εἶπεν αὐτῷ· τάδε λέγει ὁ βασιλεύς· ἔξελθε. καὶ εἶπεν Ἰωάβ· οὐκ ἐκπορεύομαι, ὅτι ὧδε ἀποθανοῦμαι. καὶ ἐπέστρεψε Βαναίας υἱὸς Ἰωδαὲ καὶ εἶπε τῷ βασιλεῖ λέγων· τάδε λελάληκεν Ἰωὰβ καὶ τάδε ἀποκέκριταί μοι.

Γ Βασ. 2,30              Ο Βαναίας, ο υιός του Ιωδαέ, μετέβη προς τον Ιωάβ εις την Σκηνήν του Κυρίου και του είπε· “αυτά λέγει ο βασιλεύς· Εβγα από αυτού”. Ο Ιωάβ απήντησε· “δεν θα εξέλθω διότι προτιμώ να αποθάνω εδώ”. Ο Βαναίας, ο υιός του Ιωδαέ, επέστρεψεν στον βασιλέα και του είπεν· “αυτά μου είπεν ο Ιωάβ. Αυτήν την απάντησιν μου έδωκεν εις την διαταγήν σου”.

Γ Βασ. 2,31        καὶ εἶπεν αὐτῷ ὁ βασιλεύς· πορεύου καὶ ποίησον αὐτῷ καθὼς εἴρηκε, καὶ ἄνελε αὐτὸν καὶ θάψεις αὐτὸν καὶ ἐξαρεῖς σήμερον τὸ αἷμα, ὃ δωρεὰν ἐξέχεεν ἀπ᾿ ἐμοῦ καὶ ἀπὸ τοῦ οἴκου τοῦ πατρός μου·

Γ Βασ. 2,31               Ο βασιλεύς είπεν εις αυτόν· “πήγαινε και κάμε του, όπως σου είπε· θανάτωσέ τον και θάψε τον. Ετσι δε θα αποπλύνης σήμερα από εμέ και από τον οίκον του πατρός μου το αθώον αίμα το οποίον αναιτίως έχυσεν εκείνος.

Γ Βασ. 2,32        καὶ ἐπέστεψε Κύριος τὸ αἷμα τῆς ἀδικίας αὐτοῦ εἰς κεφαλὴν αὐτοῦ, ὡς ἀπήντησε τοῖς δυσὶν ἀνθρώποις τοῖς δικαίοις καὶ ἀγαθοῖς ὑπὲρ αὐτὸν καὶ ἀπέκτεινεν αὐτοὺς ἐν ῥομφαίᾳ, καὶ ὁ πατήρ μου Δαυὶδ οὐκ ἔγνω τὸ αἷμα αὐτῶν, τὸν Ἀβεννὴρ υἱὸν Νὴρ ἀρχιστράτηγον Ἰσραὴλ καὶ τὸν Ἀμεσσὰ υἱὸν Ἰεθὲρ ἀρχιστράτηγον Ἰούδα·

Γ Βασ. 2,32              Ετσι ο Κυριος έρριψεν επάνω στο κεφάλι αυτού το αδικοχυμένον από αυτόν αίμα δύο ανθρώπων, οι οποίοι ήσαν αγαθώτεροι και δικαιότεροι από αυτόν και τους οποίους εκείνος εφόνευσε με την ρομφαίαν του. Ο πατήρ μου Δαυίδ δεν είχε γνώσιν εκ των προτέρων ούτε ενέκρινεν εκ των υστέρων τους φόνους εκείνους. Οι δε φονευθέντες υπό του Ιωάβ ήσαν ο Αβεννήρ ο υιός του Νηρ αρχιστράτηγος του Ισραηλιτικού λαού και ο Αμεσσά ο υιός του Ιεθέρ, αρχιστράτηγος της φυλής Ιούδα.

Γ Βασ. 2,33        καὶ ἐπεστράφη τὰ αἵματα αὐτῶν εἰς κεφαλὴν αὐτοῦ καὶ εἰς κεφαλὴν τοῦ σπέρματος αὐτοῦ εἰς τὸν αἰῶνα, καὶ τῷ Δαυὶδ καὶ τῷ σπέρματι αὐτοῦ καὶ τῷ οἴκῳ αὐτοῦ καὶ τῷ θρόνῳ αὐτοῦ γένοιτο εἰρήνη ἕως αἰῶνος παρὰ Κυρίου.

Γ Βασ. 2,33               Ετσι δε έπεσαν τα αθώα αίματα εκείνων εις την κεφαλήν αυτού και εις τας κεφαλάς των απογόνων του στον αιώνα. Εις τον Δαυίδ όμως και στους απογόνους του, μάλιστα στον οίκον του και στον θρόνον του, είθε να βασιλεύη αιωνίως η ειρήνη παρά του Θευ”.

Γ Βασ. 2,34        καὶ ἀνέβη Βαναίας υἱὸς Ἰωδαὲ καὶ ἀπήντησε αὐτῷ καὶ ἐθανάτωσεν αὐτὸν καὶ ἔθαψεν αὐτὸν ἐν τῷ οἴκῳ αὐτοῦ ἐν τῇ ἐρήμῳ.

Γ Βασ. 2,34              Ο Βαναίας ο υιός του Ιωδαέ μετέδη πράγματι στο θυσιαστήριον των ολοκαυτωμάτων, ευρήκεν εκεί τον 'Ιωαβ, τον εθανάτωσε και τον έθαψεν στο υπόγειον του οίκου του, που ευρίσκεται εις την έρημον.

Γ Βασ. 2,35        καὶ ἔδωκεν ὁ βασιλεὺς τὸν Βαναίου υἱὸν Ἰωδαὲ ἀντ᾿ αὐτοῦ ἐπὶ τὴν στρατηγίαν· καὶ ἡ βασιλεία κατωρθοῦτο ἐν Ἱερουσαλήμ· καὶ Σαδὼκ τὸν ἱερέα ἔδωκεν αὐτὸν ὁ βασιλεὺς εἰς ἱερέα πρῶτον ἀντὶ Ἀβιάθαρ.

Γ Βασ. 2,35               Ο βασιλεύς εγκατέστησε τότε τον Βαναίαν, τον υιόν του Ιωδαέ, αντί του Ιωάβ, ως αρχιστράτηγον. Η δε βασιλεία του Σολομώντος εστερεούτο και ενισχύετο εις την Ιερουσαλήμ. Τον Σαδώκ τον αρχιερέα εγκατέστησεν ο βασιλεύς ως αρχιερέα, αντί του Αβιάθαρ.

Γ Βασ. 2,35α      Καὶ ἔδωκε Κύριος φρόνησιν τῷ Σαλωμὼν καὶ σοφίαν πολλὴν σφόδρα καὶ πλάτος καρδίας, ὡς ἡ ἄμμος ἡ παρὰ τὴν θάλασσαν.

Γ Βασ. 2,35α             Ο Κυριος έδωκεν στον Σολομώντα σύνεσιν και σοφίαν πάρα πολύ μεγάλην και ευρύτητα διανοίας, όπως η άμμος η παρά το χείλος της θαλάσσης.

Γ Βασ. 2,35β      καὶ ἐπληθύνθη ἡ φρόνησις Σαλωμὼν σφόδρα ὑπὲρ τὴν φρόνησιν πάντων υἱῶν ἀρχαίων καὶ ὑπὲρ πάντας φρονίμους Αἰγύπτου.

Γ Βασ. 2,35β            Η σοφία του Σολομώντος ηυξήθη και επληθύνθη πάρα πολύ, περισσότερον από την σύνεσιν και την σοφίαν όλων των αρχαίων σοφών και όλων των σοφών της Αιγύπτου.

Γ Βασ. 2,35γ      καὶ ἔλαβε τὴν θυγατέρα Φαραὼ καὶ εἰσήγαγεν αὐτὴν εἰς πόλιν Δαυὶδ ἕως συντελέσαι αὐτὸν οἰκοδομῆσαι τὸν οἶκον αὐτοῦ. καὶ τὸν οἶκον Κυρίου ἐν πρώτοις καὶ τὸ τεῖχος Ἱερουσαλὴμ κυκλόθεν· ἐν ἑπτὰ ἔτεσιν ἐποίησε καὶ συνετέλεσε.

Γ Βασ. 2,35γ            Ο Σολομών επήρε ως σύζυγον την θυγατέρα του Φαραώ, την οποίαν και εγκατέστησεν εις την πόλιν του Δαυίδ στο όρος Σιών, μέχρις ότου αποτελειώση την ανοικοδόμησιν του βασιλικού ανακτόρου. Πρώτον έκτισε τον ναόν του Κυρίου και κατόπιν συνέχισε το κτίσιμον του τείχους της Ιερουσαλήμ. Αυτά ήρχισε και ετελείωσεν εις διάστημα επτά ετών.

Γ Βασ. 2,35δ      καὶ ἦν τῷ Σαλωμὼν ἑβδομήκοντα χιλιάδας αἴροντες ἄρσιν καὶ ὀγδοήκοντα χιλιάδας λατόμων ἐν τῷ ὄρει.

Γ Βασ. 2,35δ            Εις την υπηρεσίαν του Σολομώντος δια τα έργα αυτά ήσαν εβδομήκοντα χιλιάδες αχθοφόροι και ογδοήκοντα χιλιάδες λατόμοι στο όρος.

Γ Βασ. 2,35ε      καὶ ἐποίησε Σαλωμὼν τὴν θάλασσαν καὶ τὰ ὑποστηρίγματα καὶ τοὺς λουτῆρας τοὺς μεγάλους καὶ τοὺς στύλους καὶ τὴν κρήνην τῆς αὐλῆς καὶ τὴν θάλασσαν τὴν χαλκῆν.

Γ Βασ. 2,35ε             Ο Σολομών κατεσκεύασε τότε και τα ιερά σκεύη, δηλαδή την θάλασσαν, τα υποστηρίγματα, τους μεγάλους λουτήρας, τους στύλους, την κρήνην της αυλής, την θάλασσαν την χαλκήν.

Γ Βασ. 2,35ζ       καὶ ᾠκοδόμησε τὴν ἄκραν καὶ τὰς ἐπάλξεις αὐτῆς καὶ διέκοψε τὴν πόλιν Δαυίδ· οὕτως θυγάτηρ Φαραὼ ἀνέβαινεν ἐκ τῆς πόλεως Δαυὶδ εἰς τὸν οἶκον αὐτῆς, ὃν ᾠκοδόμησεν αὐτῇ· τότε ᾠκοδόμησε τὴν ἄκραν.

Γ Βασ. 2,35ζ             Ανοικοδόμησεν επίσης την ακρόπολιν και τας επάλξεις της και διέκοψεν έτσι την επικοινωνίαν της πόλεως Δαυίδ με την έξω περιοχήν. Ετσι δε η θυγάτηρ του Φαραώ ανέβαινεν από την πόλιν Δαυίδ στον οίκον της, τον οποίον δι' αυτήν είχε κτίσει ο Σολομών. Τοτε ανοικοδόμησε και την ακρόπολιν.

Γ Βασ. 2,35·η     καὶ Σαλωμὼν ἀνέφερε τρεῖς ἐν τῷ ἐνιαυτῷ ὁλοκαυτώσεις καὶ εἰρηνικὰς ἐπὶ τὸ θυσιαστήριον, ὃ ᾠκοδόμησε τῷ Κυρίῳ, καὶ ἐθυμία ἐνώπιον Κυρίου, καὶ συνετέλεσε τὸν οἶκον.

Γ Βασ. 2,35η            Ο Σολομών προσέφερε κάθε έτος τρεις θυσίας ολοκαυτωμάτων και ειρηνικών θυσιών στο θυσιαστήριον, το οποίον ανοικοδόμησε προς τιμήν του Κυρίου. Προσέφερεν ακόμη και θυμίαμα προς τον Κυριον. Ετσι απετελείωσε τον ναόν προς δόξαν και τιμήν του Κυρίου.

Γ Βασ. 2,35θ      καὶ οὗτοι οἱ ἄρχοντες οἱ καθεσταμένοι ἐπὶ τὰ ἔργα τοῦ Σαλωμών· τρεῖς χιλιάδες καὶ ἑξακόσιοι ἐπιστάται τοῦ λαοῦ τῶν ποιούντων τὰ ἔργα.

Γ Βασ. 2,35θ            Οι άνθρωποι, οι οποίοι είχον διορισθή ως επόπται εις τα έργα του Σολομώντος, ήσαν τρεις χιλιάδες εξακόσιοι επιστάται επί των ανθρώπων, οι οποίοι ειργάζοντο εις αυτά τα έργα.

Γ Βασ. 2,35ι       καὶ ᾠκοδόμησε τὴν Ἀσσοὺρ καὶ τὴν Μαγδὼ καὶ τὴν Γαζὲρ καὶ τὴν Βαιθωρὼν τὴν ἐπάνω καὶ τὰ Βααλάθ·

Γ Βασ. 2,35ι             Ο Σολομών ανοικοδόμησε την Ασσούρ, την Μαγδώ, την Γαζέρ, την επάνω Βαιθωρών και τα Βααλάθ.

Γ Βασ. 2,35κ      πλὴν μετὰ τὸ οἰκοδομῆσαι αὐτὸν τὸν οἶκον τοῦ Κυρίου καὶ τὸ τεῖχος Ἱερουσαλὴμ κύκλῳ, μετὰ ταῦτα ᾠκοδόμησε τὰς πόλεις ταύτας.

Γ Βασ. 2,35κ            Τας πόλεις όμως αυτάς οικοδόμησε, αφού πρώτον ανοικοδόμησε τον οίκον του Κυρίου και το τείχος το περί την Ιερουσαλήμ.

Γ Βασ. 2,35λ      καὶ ἐν τῷ ἔτι Δαυὶδ ζῆν ἐνετείλατο τῷ Σαλωμὼν λέγων· ἰδοὺ μετὰ σοῦ Σεμεΐ υἱὸς Γηρὰ υἱὸς τοῦ σπέρματος τοῦ Ἰεμενὶ ἐκ Χεβρών·

Γ Βασ. 2,35λ             Οταν ακόμη εζούσεν ο Δαυίδ, είχε δώσει εντολήν στον Σολομώντα λέγων· “ιδού, μαζή σου ευρίσκεται ο Σεμεΐ, ο υιός του Γηρά, από την φυλήν Βενιαμίν εκ της πόλεως Χεβρών.

Γ Βασ. 2,35μ      οὗτος κατηράσατό με κατάραν ὀδυνηρὰν ἐν ᾗ ἡμέρᾳ ἐπορευόμην εἰς Παρεμβολάς,

Γ Βασ. 2,35μ            Αυτός εξέφερε φοβεράς κατάρας εναντίον μου κατά την ημέραν, κατά την οποίαν έφευγα εις τας Παρεμβολάς.

Γ Βασ. 2,35ν      καὶ αὐτὸς κατέβαινεν εἰς ἀπαντὴν μοι ἐπὶ τὸν Ἰορδάνην καὶ ὤμοσα αὐτῷ κατὰ τοῦ Κυρίου λέγων· εἰ θανατωθήσεται ἐν ῥομφαίᾳ·

Γ Βασ. 2,35ν            Κατά την επιστροφήν μου όμως ήλθεν εις προϋπάντησίν μου και με συνήντησεν στον Ιορδάνην. Εκεί εγώ του ωρκίσθην ενώπιον του Κυρίου, ότι δεν θα εκτελεσθή δια ρομφαίας.

Γ Βασ. 2,35ξ       καὶ νῦν μὴ ἀθωώσῃς αὐτόν, ὅτι ἀνὴρ φρόνιμος σὺ καὶ γνώσῃ ἃ ποιήσεις αὐτῷ, καὶ κατάξεις τὴν πολιὰν αὐτοῦ ἐν αἵματι εἰς ᾅδου.

Γ Βασ. 2,35ξ             Συ όμως να μη τον απαλλάξης από την ενοχήν του. Είσαι σοφός και συνετός και γνωρίζεις, τι πρέπει να πράξης εις αυτόν, ώστε να κρημνίσης τα γηρατεία του στον άδην εκτελών αυτόν δια το αμάρτημά του”.

 

                                    Η εκτέλεση του Σεμεΐ

Γ Βασ. 2,36        Καὶ ἐκάλεσεν ὁ βασιλεὺς τὸν Σεμεΐ καὶ εἶπεν αὐτῷ· οἰκοδόμησον σεαυτῷ οἶκον ἐν Ἱερουσαλὴμ καὶ κάθου ἐκεῖ καὶ οὐκ ἐξελεύσῃ ἐκεῖθεν οὐδαμοῦ·

Γ Βασ. 2,36              Ο βασιλεύς Σολομών εκάλεσε τον Σεμεΐ και του είπε· “κτίσε δια τον εαυτόν σου οίκον εντός της Ιερουσαλήμ. Να εγκατασταθής εις την οικίαν αυτήν και δεν θα εξέλθης από εκεί προς οιονδήποτε μέρος.

Γ Βασ. 2,37        καὶ ἔσται ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῆς ἐξόδου σου καὶ διαβήσῃ τὸν χειμάῤῥουν Κέδρων, γινώσκων γνώσῃ ὅτι θανάτῳ ἀποθανῇ, τὸ αἷμά σου ἔσται ἐπὶ τὴν κεφαλήν σου. καὶ ὥρκισεν αὐτὸν ὁ βασιλεὺς ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ.

Γ Βασ. 2,37               Διότι κατά την ημέραν, κατά την οποίαν θα εξέλθης από την Ιερουσαλήμ και θα περάσης τον χείμαρρον των Κέδρων, μάθε καλά, ότι θα καταδικασθής εις θάνατον. Και συ θα είσαι υπεύθυνος δια την τιμωρίαν σου αυτήν”. Τον ώρκισε δε ο βασιλεύς κατά την ημέραν εκείνην, να σεβασθή την εντολήν του.

Γ Βασ. 2,38        καὶ εἶπε Σεμεΐ πρὸς τὸν βασιλέα· ἀγαθὸν τὸ ῥῆμα, ὃ ἐλάλησας, κύριέ μου βασιλεῦ· οὕτω ποιήσει ὁ δοῦλός σου. καὶ ἐκάθισε Σεμεΐ ἐν Ἱερουσαλὴμ τρία ἔτη.

Γ Βασ. 2,38              Ο Σεμεΐ απήντησε προς τον βασιλέα· “είναι πράγματι καλός ο λόγος αυτός, τον οποίον μου είπες, κύριέ μου βασιλεύ. Οπως διέταξες, έτσι θα κάμη ο δούλος σου”. Και ο Σεμεΐ έμεινε πράγματι εις την Ιερουσαλήμ τρία έτη, χωρίς να εξέλθη από αυτήν.

Γ Βασ. 2,39        καὶ ἐγενήθη μετὰ τὰ τρία ἔτη καὶ ἀπέδρασαν δύο δοῦλοι τοῦ Σεμεΐ πρὸς Ἀγχοὺς υἱὸν Μααχὰ βασιλέα Γέθ, καὶ ἀπηγγέλη τῷ Σεμεΐ λέγοντες· ἰδοὺ οἱ δοῦλοί σου ἐν Γέθ.

Γ Βασ. 2,39              Επειτα όμως από τα τρία αυτά έτη δύο δούλοι του Σεμεί εδραπέτευσαν προς τον Αγχούς, τον υιόν Μααχά τον βασιλέα της Γέθ. Ανήγγειλαν δε στον Σεμεί μερικοί και του είπαν· “ιδού οι δούλοι σου ευρίσκονται εις την Γέθ”.

Γ Βασ. 2,40        καὶ ἀνέστη Σεμεΐ καὶ ἐπέσαξε τὴν ὄνον αὐτοῦ καὶ ἐπορεύθη εἰς Γὲθ πρὸς Ἀγχοὺς τοῦ ἐκζητῆσαι τοὺ δούλους αὐτοῦ, καὶ ἐπορεύθη Σεμεΐ καὶ ἤγαγε τοὺς δούλους αὐτοῦ ἐκ Γέθ.

Γ Βασ. 2,40              Ο Σεμεί εσηκώθη, εσαμάρωσε την όνον του και μετέβη εις Γεθ προς τον βασιλέα Αγχούς, δια να ζητήση τους δούλους του. Ο Σεμεί μετέβη πράγματι και επανέφερε τους δούλους του από την Γέθ.

Γ Βασ. 2,41        καὶ ἀπηγγέλη τῷ Σαλωμὼν λέγοντες ὅτι ἐπορεύθη Σεμεΐ ἐξ Ἱερουσαλὴμ εἰς Γέθ, καὶ ἀπέστρεψε τοὺς δούλους αὐτοῦ,

Γ Βασ. 2,41               Ανήγγειλαν όμως στον Σολομώντα μερικοί το γεγονός αυτό και του είπαν· “ο Σεμεΐ μετέβη από την Ιερουσαλήμ εις Γεθ και επανέφερε τους δούλους του”.

Γ Βασ. 2,42        καὶ ἀπέστειλεν ὁ βασιλεὺς καὶ ἐκάλεσε τὸν Σεμεΐ καὶ εἶπε πρὸς αὐτόν· οὐχὶ ὥρκισά σε κατὰ τοῦ Κυρίου καὶ ἐπεμαρτυράμην σοι λέγων· ἐν ᾗ ἂν ἡμέρᾳ ἐξέλθῃς ἐξ Ἱερουσαλὴμ καὶ πορευθῇς εἰς δεξιὰ ἢ ἀριστερά, γινώσκων γνώσῃ ὅτι θανάτῳ ἀποθανῇ;

Γ Βασ. 2,42              Ο Σολομών έστειλεν άνθρωπον και εκάλεσε τον Σεμεΐ και του είπε “δεν σε έβαλα και ωρκίσθης στο όνομα του Κυρίου και δεν σου ετόνισα λέγων· Οτι κατά την ημέραν, κατά την οποίαν θα εξέλθης από την Ιερουσαλήμ και θα μεταβής αριστερά η δεξιά, να γνωρίζης καλά ότι θα εκτελεσθής;

Γ Βασ. 2,43        καὶ τί ὅτι οὐκ ἐφύλαξας τὸν ὅρκον Κυρίου καὶ τὴν ἐντολήν, ἣν ἐνετειλάμην κατὰ σοῦ;

Γ Βασ. 2,43              Διατί δεν εφύλαξες την εντολήν μου, την οποίαν με όρκον ενώπιον του Κυρίου σου είχα δώσει;”

Γ Βασ. 2,44        καὶ εἶπεν ὁ βασιλεὺς πρὸς Σεμεΐ· σὺ οἶδας πᾶσαν τὴν κακίαν σου, ἣν οἶδεν ἡ καρδία σου, ἃ ἐποίησας Δαυὶδ τῷ πατρί μου, καὶ ἀνταπέδωκε Κύριος τὴν κακίαν σου εἰς κεφαλήν σου·

Γ Βασ. 2,44              Ο βασιλεύς προσέθεσε τότε προς τον Σεμεΐ· “συ γνωρίζεις όλην την κακίαν σου και ενθυμείσαι βεβαίως, τι έκαμες στον Δαυίδ τον πατέρα μου. Και να ότι σήμερον ο Κυριος θα ρίψη την κακίαν σου αυτήν εις την κεφαλήν σου.

Γ Βασ. 2,45        καὶ ὁ βασιλεὺς Σαλωμὼν εὐλογημένος, καὶ ὁ θρόνος Δαυὶδ ἔσται ἕτοιμος ἐνώπιον Κυρίου εἰς τὸν αἰῶνα.

Γ Βασ. 2,45              Εγώ δε ο βασιλεύς Σολομών, πράττων τούτο, θα είμαι ευλογημένος ενώπιον του Θεού και ο βασιλικός μου θρόνος στερεωμένος από τον Κυριον στους αιώνας των αιώνων”.

Γ Βασ. 2,46        καὶ ἐνετείλατο ὁ βασιλεὺς Σαλωμὼν τῷ Βαναίᾳ υἱῷ Ἰωδαέ, καὶ ἐξῆλθε καὶ ἀνεῖλεν αὐτὸν καὶ ἀπέθανε.

Γ Βασ. 2,46              Ο βασιλεύς Σολομών διέταξε σχετικώς τον Βαναίαν, τον υιόν του Ιωδαέ, ο οποίος εξήλθε και εξετέλεσε τον Σεμεΐ.

Γ Βασ. 2,46α      Καὶ ἦν ὁ βασιλεὺς Σαλωμὼν φρόνιμος σφόδρα, καὶ σοφός, καὶ Ἰούδα καὶ Ἰσραὴλ πολλοὶ σφόδρα, ὡς ἡ ἄμμος ἡ ἐπὶ τῆς θαλάσσης εἰς πλῆθος, ἐσθίοντες καὶ πίνοντες καὶ χαίροντες.

Γ Βασ. 2,46α            Ο βασιλεύς Σολομών ήτο πάρα πολύ συνετός και σοφός. Πολυάριθμοι δε ήσαν οι Ισραηλίται και οι Ιουδαίοι, που ευρίσκοντο υπό την εξουσίαν του. Αυτοί ήσαν τόσοι, όση είναι η άμμος η πλησίον της θαλάσσης. Αυτοί ήσαν τρώγοντες και πίνοντες και ευφραινόμενοι.

Γ Βασ. 2,46β      καὶ Σαλωμὼν ἦν ἄρχων ἐν πάσαις ταῖς βασιλείαις, καὶ ἦσαν προσφέροντες δῶρα καὶ ἐδούλευον τῷ Σαλωμὼν πάσας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς αὐτοῦ.

Γ Βασ. 2,46β            Ο Σολομών ήτο άρχων όλων των βασιλείων, των οποίων οι κάτοικοι και προσέφεραν δώρα και ήσαν υποτελείς εις αυτόν όλας τας ημέρας της ζωής του.

Γ Βασ. 2,46γ      καὶ Σαλωμὼν ἤρξατο ἀνοίγειν τὰ δυναστεύματα τοῦ Λιβάνου,

Γ Βασ. 2,46γ            Ο Σολομών ήρχισε τότε να εκμεταλλεύεται τα δάση, τα λατομεία και τα μεταλλεία του όρους Λιβάνου.

Γ Βασ. 2,46δ      καὶ αὐτὸς ᾠκοδόμησε τὴν Θερμαὶ ἐν τῇ ἐρήμω.

Γ Βασ. 2,46δ            Ετσι δε ανοικοδόμησε την Θερμαί εις την έρημον.

Γ Βασ. 2,46ε      καὶ τοῦτο τὸ ἄριστον τῷ Σαλωμών· τριάκοντα κόροι σεμιδάλεως καὶ ἑξήκοντα κόροι ἀλεύρου κεκοπανισμένου, δέκα μόσχοι ἐκλεκτοὶ καὶ εἴκοσι βόες νομάδες καὶ ἑκατὸν πρόβατα, ἐκτὸς ἐλάφων καὶ δορκάδων καὶ ὀρνίθων ἐκλεκτῶν νομάδων·

Γ Βασ. 2,46ε             Το δε μεσημβρινόν φαγητόν της αυλής και ακολουθίας του Σολομώντος ήτο τριάκοντα κόροι σημιγδάλι, εξήκοντα κόροι αλεύρι χονδροκοπανισμένο, δέκα εκλεκτά μοσχάρια, είκοσι βόδια καλοθρεμμένα και εκατόν πρόβατα, εκτός από τα ελάφια, τα ζαρκάδια και τα άλλα εκλεκτά και ευτραφή ορνίθια.

Γ Βασ. 2,46ζ       ὅτι ἦν ἄρχων ἐν παντὶ πέραν τοῦ ποταμοῦ ἀπὸ Ῥαφὶ ἕως Γάζης, ἐν πᾶσι τοῖς βασιλεῦσι πέραν τοῦ ποταμοῦ·

Γ Βασ. 2,45ζ             Ητο βασιλεύς εις όλην την χώραν, η οποία επεκτείνεται πέραν του Ευφράτου ποταμού, από Ραφί μέχρι Γαζης· ήτο βασιλεύς εις όλας τας βασιλείας τας πέραν του ποταμού.

Γ Βασ. 2,46η      καὶ ἦν αὐτῷ εἰρήνη ἐκ πάντων τῶν μερῶν αὐτοῦ κυκλόθεν, καὶ κατῴκει Ἰούδα καὶ Ἰσραὴλ πεποιθότες ἕκαστος ὑπὸ τὴν ἄμπελον αὐτοῦ καὶ ὑπὸ τὴν συκῆν αὐτοῦ, ἐσθίοντες καὶ πίνοντες καὶ ἑορτάζοντες ἀπὸ Δὰν καὶ ἕως Βηρσαβεὲ πάσας τὰς ἡμέρας Σαλωμών.

Γ Βασ. 2,46η            Επί των ημερών του επικρατούσε από όλα τα γύρω μέρη ειρήνη εις όλην την χώραν και όλοι οι Ισραηλίται κατοικούσαν ήσυχοι και ασφαλείς, καθένας στο αμπέλι του και κάτω από τις συκιές του, τρώγοντες, πίνοντες και εορταζοντες από την Δαν μέχρι της Βηρσαβεέ όλας τας ημέρας, κατά τας οποίας έζησε και εβασίλευσεν ο Σολομών,

Γ Βασ. 2,46θ      καὶ οὗτοι οἱ ἄρχοντες τοῦ Σαλωμών· Ἀζαρίου υἱὸς Σαδὼκ τοῦ ἱερέως καὶ Ὀρνίου υἱὸς Νάθαν ἄρχων τῶν ἐφεστηκότων καὶ Ἐδρὰμ ἐπὶ τὸν οἶκον αὐτοῦ καὶ Σουβὰ γραμματεὺς καὶ Βασὰ υἱὸς Ἀχιθαλὰμ ἀναμιμνήσκων καὶ Ἀβὶ υἱὸς Ἰωὰβ ἀρχιστράτηγος καὶ Ἀχιρὲ υἱὸς Ἐδραΐ ἐπὶ τὰς ἄρσεις καὶ Βαναίας υἱὸς Ἰωδαὲ ἐπὶ τῆς αὐλαρχίας καὶ ἐπὶ τοῦ πλινθίου καὶ Ζαχοὺρ υἱὸς Νάθαν ὁ σύμβουλος.

Γ Βασ. 2,46θ            Αυτοί δε είναι οι άρχοντες του περιβάλλοντος του Σολομώντος· Αζαρίας ο υιός του αρχιερέως Σαδώκ, ο Ορνίας υιός του Ναθαν άρχων των επί μέρους αρχόντων, Εδράμ αρχηγός του βασιλικού οίκου, Σουβά ο γενικός γραμματεύς του κράτους, Βασά ο υιός του Αχιθαλάμ ο υπομνηματογράφος, Αβί ο υιός του Ιωάβ αρχιστράτηγος, Αχιρέ ο υιός του Εδραΐ δια τας μεταφοράς, ο Βαναίας ο υιός του Ιωδαέ αυλάρχης και επόπτης επί της πλινθοποιΐας και Ζαχούρ ο υιός του Ναθαν ήτο σύμβουλός του.

Γ Βασ. 2,46ι       καὶ ἦσαν τῷ Σαλωμὼν τεσσαράκοντα χιλιάδες τοκάδες ἵπποι εἰς ἅρματα καὶ δώδεκα χιλιάδες ἵππων.

Γ Βασ. 2,46ι             Είχε δε ο Σολομών δια τα πολεμικά του άρματα σαράντα χιλιάδας φορβάδας και δώδεκα χιλιάδας ίππους.

Γ Βασ. 2,46κ      καὶ ἦν ἄρχων ἐν πᾶσι τοῖς βασιλεῦσιν ἀπὸ τοῦ ποταμοῦ καὶ ἕως γῆς ἀλλοφύλων καὶ ἕως ὁρίων Αἰγύπτου.

Γ Βασ. 2,46κ            Εβασίλευε δε ο Σολομών εις τα βασίλεια από τον ποταμόν Ευφράτην προς ανατολάς μέχρι των αλλοφύλων προς δυσμάς και μέχρι των συνόρων της Αιγύπτου προς νότον.

Γ Βασ. 2,46λ      καὶ Σαλωμὼν υἱὸς Δαυὶδ ἐβασίλευσεν ἐπὶ Ἰσραὴλ καὶ Ἰούδα ἐν Ἱερουσαλήμ.

Γ Βασ. 2,46λ            Ο Σολομών, ο υιός του Δαυίδ, εβασίλευσεν επί όλων των Ισραηλιτών έχων πρωτεύουσαν του βασιλείου του την Ιερουσαλήμ.

                                   

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3- Ο ΓΑΜΟΣ ΤΟΥ ΣΟΛΟΜΩΝΤΑ ΜΕ ΤΗΝ ΚΟΡΗ ΤΟΥ ΦΑΡΑΩ  

Η ΣΟΦΙΑ ΤΟΥ ΣΟΛΟΜΩΝΤΑ

                                    Ο γάμος του Σολομώντα με την κόρη του Φαραώ

Γ Βασ. 3,1          Τῆς δὲ βασιλείας ἑδρασθείσης ἐν χειρὶ Σαλωμὼν ἐπιγαμίαν ἐποιήσατο Σαλωμὼν πρὸς Φαραὼ βασιλέα Αἰγύπτου καὶ ἔλαβε τὴν θυγατέρα Φαραὼ καὶ εἰσήγαγεν αὐτὴν εἰς τὴν πόλιν Δαυίδ, ἕως οὗ συνετέλεσεν οἰκοδομῶν τὸν οἶκον ἑαυτοῦ καὶ τὸν οἶκον Κυρίου καὶ τὸ τεῖχος Ἱερουσαλὴμ κύκλῳ.

Γ Βασ. 3,1                  Αφού δε εστερεώθη πλέον η βασιλεία δια της χειρός του Σολομώντος, ο Σολομών ήλθεν εις συμπεθεριάν με τον Φαραώ τον βασιλέα της Αιγύπτου και επήρεν ως συζυγόν του την θυγατέρα αυτού του Φαραώ, την οποίαν έφερεν εις την πόλιν Δαυίδ, μέχρις ότου ετελείωσε την ανοικοδόμησιν του ιδικού του οίκου, του ναού του Κυρίου και του τείχους του κύκλω από την Ιερουσαλήμ.

Γ Βασ. 3,2          Πλήν ὁ λαὸς ἦσαν θυμιῶντες ἐπὶ τοῖς ὑψηλοῖς, ὅτι οὐκ ᾠκοδομήθη οἶκος τῷ Κυρίῳ ἕως τοῦ νῦν.

Γ Βασ. 3,2                 Ο λαός όμως προσέφερε θυσίαν θυμιάματος επάνω εις υψηλούς τόπους, διότι δεν είχεν ακόμη οικοδομηθή ο ναός του Κυρίου μέχρι της ημέρας εκείνης.

Γ Βασ. 3,3          καὶ ἠγάπησε Σαλωμὼν τὸν Κύριον πορεύεσθαι ἐν τοῖς προστάγμασι Δαυὶδ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ, πλὴν ἐν τοῖς ὑψηλοῖς ἔθυε καὶ ἐθυμία.

Γ Βασ. 3,3                 Ο Σολομών ηγάπησε τον Κυριον, επορεύετο σύμφωνα με τας εντολάς, τας οποίας ο Δαυίδ ο πατήρ του του είχε δώσει, αλλά προσέφερε θυσίας και θυμιάματα προς τον Θεόν στους υψηλούς τόπους, διότι δεν είχεν ανοικοδομηθή ο ναός.

 

                                    Ο Σολομών ζητάει από το Θεό σοφία

Γ Βασ. 3,4          καὶ ἀνέστη καὶ ἐπορεύθη εἰς Γαβαὼν θῦσαι ἐκεῖ, ὅτι αὕτη ὑψηλοτάτη καὶ μεγάλη· χιλίαν ὁλοκαύτωσιν ἀνήνεγκε Σαλωμὼν ἐπὶ τὸ θυσιαστήριον ἐν Γαβαών.

Γ Βασ. 3,4                 Εσηκώθη, λοιπόν, κάποτε και επήγε εις την Γαβαών, δια να προσφέρη και εκεί θυσίαν προς τον Θεόν, διότι η μεγάλη αυτή πόλις ευρίσκετο εις ένα πολύ υψηλόν τόπον. Ο Σολομών προσέφερεν ως θυσίαν ολοκαυτώματος χίλια ζώα στο θυσιαστήριον της Γαβαών.

Γ Βασ. 3,5          καὶ ὤφθη Κύριος τῷ Σαλωμὼν ἐν ὕπνῳ τὴν νύκτα, καὶ εἶπε Κύριος πρὸς Σαλωμών· αἴτησαί τι αἴτημα σεαυτῷ.

Γ Βασ. 3,5                 Εκεί δε ο Κυριος παρουσιάσθη στον Σολομώντα κατά την νύκτα στον ύπνον του και του είπεν· “ζήτησέ μου κάτι δια τον εαυτόν σου”.

Γ Βασ. 3,6          καὶ εἶπεν Σαλωμών· σὺ ἐποίησας μετὰ τοῦ δούλου σου Δαυὶδ τοῦ πατρός μου ἔλεος μέγα, καθὼς διῆλθεν ἐνώπιόν σου ἐν ἀληθείᾳ καὶ ἐν δικαιοσύνῃ καὶ ἐν εὐθύτητι καρδίας μετὰ σοῦ, καὶ ἐφύλαξας αὐτῷ τὸ ἔλεος τὸ μέγα τοῦτο δοῦναι τὸν υἱὸν αὐτοῦ ἐπὶ τοῦ θρόνου αὐτοῦ, ὡς ἡ ἡμέρα αὕτη·

Γ Βασ. 3,6                 Ο Σολομών απήντησε· “συ, Κυριε, έδειξες μεγάλην καλωσύνην προς τον δούλον σου τον Δαυίδ τον πατέρα μου, διότι έζησεν αυτός ενώπιόν σου με πίστιν προς σέ, με δικαιοσύνην και ευθύτητα καρδίας απέναντί σου. Συ δε του επεδαψίλευσες το μέγα τούτο καλόν, το να δώσης δηλαδή τον υιόν του να καθήση επί του θρόνου του, όπως μαρτυρεί η ημέρα αυτή.

Γ Βασ. 3,7          καὶ νῦν, Κύριε ὁ Θεός μου, σὺ ἔδωκας τὸν δοῦλόν σου ἀντὶ Δαυὶδ τοῦ πατρός μου, καὶ ἐγώ εἰμι παιδάριον μικρὸν καὶ οὐκ οἶδα τὴν ἔξοδόν μου καὶ τὴν εἴσοδόν μου,

Γ Βασ. 3,7                 Και τώρα, Κυριέ μου και Θεέ μου, συ έδωκες εμέ τον δούλον σου αντί του Δαυίδ του πατρός μου. Εγώ δε είμαι μικρόν παιδίον ακόμη και δεν γνωρίζω, πως να πορεύωμαι και να συμπεριφέρωμαι εις την ζωήν μου.

Γ Βασ. 3,8          ὁ δὲ δοῦλός σου ἐν μέσῳ τοῦ λαοῦ σου, ὃν ἐξελέξω λαὸν πολύν, ὃς οὐκ ἀριθμηθήσεται.

Γ Βασ. 3,8                 Εγώ ο δούλος σου ευρίσκομαι εν μέσω λαού, τον οποίον συ εξέλεξες και ο οποίος είναι αναρίθμητος.

Γ Βασ. 3,9          καὶ δώσεις τῷ δούλῳ σου καρδίαν ἀκούειν καὶ διακρίνειν τὸν λαόν σου ἐν δικαιοσύνῃ καὶ τοῦ συνιεῖν ἀνὰ μέσον ἀγαθοῦ καὶ κακοῦ· ὅτι τίς δυνηθήσεται κρίνειν τὸν λαόν σου τὸν βαρὺν τοῦτον;

Γ Βασ. 3,9                 Δια τούτο επιθυμώ, να δώσης εις εμέ τον δούλον σου διάνοιαν προσεκτικήν να ακούη και να κρίνη τον λαόν με δικαιοσύνην, να διακρίνη το δίκαιον από το άδικον· διότι ποιός χωρίς την ιδικήν σου βοήθειαν θα ημπορή να κυβερνά τον πολύν και δυσκυβέρνητον τούτον λαόν σου;”

Γ Βασ. 3,10        καὶ ἤρεσεν ἐνώπιον Κυρίου, ὅτι ᾐτήσατο Σαλωμὼν τὸ ῥῆμα τοῦτο,

Γ Βασ. 3,10               Ο λόγος και το αίτημα αυτό του Σολομώντος εφάνη αρεστόν ενώπιον του Κυρίου.

Γ Βασ. 3,11        καὶ εἶπε Κύριος πρὸς αὐτόν· ἀνθ᾿ ὧν ᾐτήσω παρ᾿ ἐμοῦ τὸ ῥῆμα τοῦτο καὶ οὐκ ᾐτήσω σεαυτῷ ἡμέρας πολλὰς καὶ οὐκ ᾐτήσω πλοῦτον, οὐδὲ ᾐτήσω ψυχὰς ἐχθρῶν σου, ἀλλ᾿ ᾐτήσω σεαυτῷ τοῦ συνιεῖν τοῦ εἰσακούειν κρίμα,

Γ Βασ. 3,11                Και ο Κυριος του είπεν· “επειδή εζήτησες από εμέ αυτό το πράγμα και δεν εζήτησες δια τον εαυτόν σου μακρότητα ημερών, δεν εζήτησες πλούτη, δεν εζήτησες τον θάνατον των εχθρών σου, αλλά εζήτησες δια τον εαυτόν σου σοφίαν και νοητικήν ικανότητα, ώστε να δύνασαι να κρίνης δικαίως,

Γ Βασ. 3,12        ἰδοὺ πεποίηκα κατὰ τὸ ῥῆμά σου· ἰδοὺ δέδωκά σοι καρδίαν φρονίμην καὶ σοφήν, ὡς σὺ οὐ γέγονεν ἔμπροσθέν σου καὶ μετὰ σὲ οὐκ ἀναστήσεται ὅμοιός σοι.

Γ Βασ. 3,12               Ιδού έκαμα εις σέ, όπως μου είπες. Ιδού, σου έδωσα διάνοιαν συνετήν και σοφήν, ομοίαν προς την οποίαν κανείς προηγουμένως από σε δεν είχε και ούτε θα υπάρξη υστερα από σε όμοιός σου.

Γ Βασ. 3,13        καὶ ἃ οὐκ ᾐτήσω, δέδωκά σοι, καὶ πλοῦτον καὶ δόξαν, ὡς οὐ γέγονεν ἀνὴρ ὅμοιός σοι ἐν βασιλεῦσι·

Γ Βασ. 3,13               Αλλά και όσα δεν μου εζήτησες θα σου τα δώσω δηλαδή πλούτον και δόξαν, ώστε να μη υπάρξη άλλος όμοιός σου μεταξύ όλων των βασιλέων.

Γ Βασ. 3,14        καὶ ἐὰν πορευθῇς ἐν τῇ ὁδῷ μου φυλάσσειν τὰς ἐντολάς μου καὶ τὰ προστάγματά μου, ὡς ἐπορεύθη Δαυὶδ ὁ πατήρ σου, καὶ πληθυνῶ τὰς ἡμέρας σου.

Γ Βασ. 3,14               Εάν δε πορευθής κατά το διάστημα της ζωής σου σύμφωνσα με τας εντολάς και τα προστάγματά μου, όπως επορεύθη ο Δαυίδ ο πατήρ σου, θα σου δώσω και μακρότητα ημερών”.

Γ Βασ. 3,15        καὶ ἐξυπνίσθη Σαλωμών, καὶ ἰδοὺ ἐνύπνιον· καὶ ἀνέστη καὶ παραγίνεται εἰς Ἱερουσαλὴμ καὶ ἔστη κατὰ πρόσωπον τοῦ θυσιαστηρίου τοῦ κατὰ πρόσωπον κιβωτοῦ διαθήκης Κυρίου ἐν Σιὼν καὶ ἀνήγαγεν ὁλοκαυτώσεις καὶ ἐποίησεν εἰρηνικὰς καὶ ἐποίησε πότον μέγα ἑαυτῷ καὶ πᾶσι τοῖς παισὶν αὐτοῦ.

Γ Βασ. 3,15               Ο Σολομών εξύπνησε και ενόησε, ποίον ήτο το όνειρόν του. Ηγέρθη, ήλθεν εις την Ιερουσαλήμ, εστάθη ενώπιον του θυσιαστηρίου απέναντι της Κιβωτού της Διαθήκης του Κυρίου εις την Σιών. Εκεί προσέφερεν ολοκαυτώματα και θυσίας ειρηνικάς. Παρέθεσε δε δια τον εαυτόν του και δι' όλους τους δούλους του μέγα συμπόσιον.

 

                                    Η σοφή κρίση του Σολομώντα

Γ Βασ. 3,16        Τότε ὤφθησαν δύο γυναῖκες πόρναι τῷ βασιλεῖ καὶ ἔστησαν ἐνώπιον αὐτοῦ.

Γ Βασ. 3,16               Κατά τας ημέρας εκείνας παρουσιάσθησαν στον βασιλέα δύο κοιναί γυναίκες, αι οποίαι εστάθησαν όρθιαι ενώπιόν του.

Γ Βασ. 3,17        καὶ εἶπεν ἡ γυνὴ μία· ἐν ἐμοί, κύριε· ἐγὼ καὶ ἡ γυνὴ αὕτη ᾠκοῦμεν ἐν οἴκῳ ἑνὶ καὶ ἐτέκομεν ἐν τῷ οἴκῳ.

Γ Βασ. 3,17               Η μία από αυτάς του είπεν· “άκουσέ με, σε παρακαλώ, κύριε· Εγώ και αυτή η γυναίκα εμέναμεν στον ίδιον οίκον, και εγεννήσαμεν στον οίκον αυτόν.

Γ Βασ. 3,18        καὶ ἐγενήθη ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῇ τρίτῃ τεκούσης μου, ἔτεκε καὶ ἡ γυνὴ αὕτη· καὶ ἡμεῖς κατὰ τὸ αὐτό, καὶ οὐκ ἔστιν οὐθεὶς μεθ᾿ ἡμῶν πάρεξ ἀμφοτέρων ἡμῶν ἐν τῷ οἴκῳ.

Γ Βασ. 3,18               Κατά την τρίτην ημέραν μετά την γέννησιν του τέκνου μου εγέννησε και η γυναίκα αυτή. Είμεθα μαζή στο ίδιο το κρεββάτι. Δεν υπήρξε κανένας άλλος μαζή μας, πλην από ημάς τας δύο.

Γ Βασ. 3,19        καὶ ἀπέθανεν ὁ υἱὸς τῆς γυναικὸς ταύτης τὴν νύκτα, ὡς ἐπεκοιμήθη ἐπ᾿ αὐτόν·

Γ Βασ. 3,19               Συνέβη όμως να αποθάνη το παιδί της γυναικός αυτής κατά την νύκτα, διότι αυτή έπεσε και εκοιμήθη επάνω του.

Γ Βασ. 3,20        καὶ ἀνέστη μέσης τῆς νυκτὸς καὶ ἔλαβε τὸν υἱόν μου ἐκ τῶν ἀγκαλῶν μου καὶ ἐκοίμισεν αὐτὸν ἐν τῷ κόλπῳ αὐτῆς καὶ τὸν υἱὸν αὐτῆς τὸν τεθνηκότα ἐκοίμισεν ἐν τῷ κόλπῳ μου.

Γ Βασ. 3,20              Εσηκώθη όμως κατά το μεσονύκτιον, επήρε το παιδί μου από την αγκαλιά μου, το εκοίμισεν εις την ιδικήν της αγκαλιάν, τον δε υιόν της τον νεκρόν τον απέθεσεν εις την ιδικήν μου αγκάλην.

Γ Βασ. 3,21        καὶ ἀνέστην τὸ πρωΐ θηλάσαι τὸν υἱόν μου, καὶ ἐκεῖνος ἦν τεθνηκώς· καὶ ἰδοὺ κατενόησα αὐτὸν πρωΐ, καὶ ἰδοὺ οὐκ ἦν ὁ υἱός μου, ὃν ἔτεκον.

Γ Βασ. 3,21               Εσηκώθηκα εγώ το πρωί να θηλάσω το παιδί μου, και είδα ότι εκείνο ήτο νεκρόν. Οταν έγινε πρωι, παρετήρησα και είδα ότι αυτό δεν ήτο το παιδί, το οποίον εγώ είχα γεννήσει”.

Γ Βασ. 3,22        καὶ εἶπεν ἡ γυνὴ ἡ ἑτέρα· οὐχί, ἀλλὰ ὁ υἱός μου ὁ ζῶν, ὁ δὲ υἱός σου ὁ τεθνηκώς. καὶ ἐλάλησαν ἐνώπιον τοῦ βασιλέως.

Γ Βασ. 3,22              Η άλλη όμως γυναίκα είπε προς αυτήν· “όχι, το παιδί, που ζη, είναι το δικό μου το παιδί. Το ιδικόν σου το παιδί είναι νεκρόν”. Ετσι ωμίλησαν αι δύο αυταί γυναίκες ενώπιον του βασιλέως.

Γ Βασ. 3,23        καὶ εἶπεν ὁ βασιλεὺς αὐταῖς· σὺ λέγεις· οὗτος ὁ υἱός μου ὁ ζῶν, καὶ ὁ υἱὸς ταύτης ὁ τεθνηκώς. καὶ σὺ λέγεις· οὐχί, ἀλλὰ ὁ υἱός μου ὁ ζῶν, καὶ ὁ υἱός σου ὁ τεθνηκώς.

Γ Βασ. 3,23               Ο βασιλεύς Σολομών είπεν εις την μίαν· “συ λέγεις ότι αυτό είναι το παιδί σου, που ζη, και ότι το παιδί εκείνης είναι νεκρόν”. Και εις την άλλην είπε· “συ λέγεις· όχι, όχι· αντιθέτως το ζωντανό παιδί είναι ο υιός μου και το νεκρό παιδί είναι ο υιός σου”.

Γ Βασ. 3,24        καὶ εἶπεν ὁ βασιλεύς· λάβετέ μοι μάχαιραν· καὶ προσήνεγκαν τὴν μάχαιραν ἐνώπιον τοῦ βασιλέως.

Γ Βασ. 3,24              Είπε τότε ο βασιλεύς· “πάρετε και φέρετε εδώ μίαν μάχαιραν”. Εφεραν πράγματι την μάχαιραν ενώπιον του βασιλέως.

Γ Βασ. 3,25        καὶ εἶπεν ὁ βασιλεύς· διέλετε τὸ παιδίον τὸ ζῶν τὸ θηλάζον εἰς δύο καὶ δότε τὸ ἥμισυ αὐτοῦ ταύτῃ καὶ τὸ ἥμισυ αὐτοῦ ταύτῃ.

Γ Βασ. 3,25               Είπε τότε ο βασιλεύς· “κόψτε εις δύο το ζωντανό παιδί, το οποίον θηλάζει, και δώστε το ήμισυ εις την γυναίκα αυτήν και το άλλο ήμισυ εις την άλλην γυναίκα”.

Γ Βασ. 3,26        καὶ ἀπεκρίθη ἡ γυνή, ἧς ἦν ὁ υἱὸς ὁ ζῶν, καὶ εἶπε πρὸς τὸν βασιλέα, ὅτι ἐταράχθη ἡ μήτρα αὐτῆς ἐπὶ τῷ υἱῷ αὐτῆς, καὶ εἶπεν· ἐν ἐμοί, κύριε, δότε αὐτῇ τὸ παιδίον καὶ θανάτῳ μὴ θανατώσητε αὐτό· καὶ αὕτη εἶπε· μήτε ἐμοὶ μήτε αὐτῇ ἔστω, διέλετε.

Γ Βασ. 3,26              Εταράχθησαν τα μητρικά σπλάγχνα της γυναικός, εις την οποίαν ανήκε το ζωντανόν βρέφος, και είπε προς τον βασιλέα· “κάμε, σε παρακαλώ, καλωσύνην προς εμέ, κύριε, και δώσατε εις αυτήν το παιδί και μη το φονεύσετε”. Η άλλη όμως γυναίκα είπεν· “ούτε εις εμέ ούτε εις αυτήν να δοθή. Διαμελίσατό το”.

Γ Βασ. 3,27        καὶ ἀπεκρίθη ὁ βασιλεὺς καὶ εἶπε· δότε τὸ παιδίον τῇ εἰπούσῃ· δότε αὐτῇ αὐτὸ καὶ θανάτῳ μὴ θανατώσητε αὐτό· αὕτη ἡ μήτηρ αὐτοῦ.

Γ Βασ. 3,27               Απήντησεν τότε ο βασιλεύς· “δώσατε το παιδί εις την γυναίκα, που είπε· Δώστε αυτό εις εκείνην και μη το θανατώσετε. Αυτή είναι η πραγματική του μητέρα”.

Γ Βασ. 3,28        καὶ ἤκουσαν πᾶς Ἰσραὴλ τὸ κρίμα τοῦτο, ὃ ἔκρινεν ὁ βασιλεύς, καὶ ἐφοβήθησαν ἀπὸ προσώπου τοῦ βασιλέως, ὅτι εἶδον ὅτι φρόνησις Θεοῦ ἐν αὐτῷ τοῦ ποιεῖν δικαίωμα.

Γ Βασ. 3,28              Ολοι οι Ισραηλίται ήκουσαν την απόφασιν αυτήν, την οποίαν εξέδωκεν ο βασιλεύς, και κατελήφθησαν από ιερόν δέος προς το πρόσωπον του βασιλέως, διότι είδον ότι η σύνεσις του Θεού υπήρχεν εις αυτόν, ώστε να κρίνη κατά δίκαιον τρόπον.

                                   

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4- ΟΙ ΑΞΙΩΜΑΤΟΥΧΟΙ ΤΟΥ ΣΟΛΟΜΩΝΤΑ

                                    Οι αξιωματούχοι του Σολομώντα

Γ Βασ. 4,1          Καὶ ἦν ὁ βασιλεὺς Σαλωμὼν βασιλεύων ἐπὶ Ἰσραήλ.

Γ Βασ. 4,1                 Ο βασιλεύς Σολομών εβασίλευσεν εις όλον τον ισραηλιτικόν λαόν.

Γ Βασ. 4,2          καὶ οὗτοι ἄρχοντες οἳ ἦσαν αὐτῷ. Ἀζαρίας υἱὸς Σαδὼκ

Γ Βασ. 4,2                 Οι άρχοντες δέ, οι οποίοι εβοηθούσαν αυτόν, ήσαν οι εξής· Αζαριας ο υιός του Σαδώκ.

Γ Βασ. 4,3          καὶ Ἐλιαρὲφ καὶ Ἀχιὰ υἱὸς Σαβὰ γραμματεῖς. καὶ Ἰωσαφὰτ υἱὸς Ἀχιλὶδ ἀναμιμνήσκων

Γ Βασ. 4,3                 Ο Ελιαρέφ και ο Αχιά, ο υιός του Σαβά, οι γραμματείς του βασιλέως. Ο Ιωσαφάτ ο υιός του Αχιλίδ, ο φυλάττων τα αρχεία του βασιλείου.

Γ Βασ. 4,4          καὶ Βαναίας υἱὸς Ἰωδαὲ ἐπὶ τῆς δυνάμεως καὶ Σαδὼκ καὶ Ἀβιάθαρ ἱερεῖς

Γ Βασ. 4,4                 Ο Βαναίας υιός του Ιωδαέ, ο αρχηγός των στρατιωτικών δυνάμεων, ο Σαδώκ και ο Αβιάθαρ, οι αρχιερείς.

Γ Βασ. 4,5          καὶ Ὀρνία υἱὸς Νάθαν ἐπὶ τῶν καθεσταμένων καὶ Ζαβούθ υἱὸς Νάθαν ἑταῖρος τοῦ βασιλέως

Γ Βασ. 4,5                 Ο Ορνίας ο υιός του Ναθαν, ο οποίος ήτο αρχηγός των κατά περιοχάς αρχόντων, ο Ζαβούθ ο υιός του Ναθαν, ο έμπιστος φίλος του βασιλέως,

Γ Βασ. 4,6          καὶ Ἀχιὴλ ἦν οἰκονόμος καὶ Ἐλιὰβ υἱὸς Σὰφ ἐπὶ τῆς πατριᾶς καὶ Ἀδωνιρὰμ υἱὸς Ἐφρὰ ἐπὶ τῶν φόρων.

Γ Βασ. 4,6                 ο Αχιήλ, ο οποίος ήτο οικονόμος του παλατίου, ο Ελιάβ ο υιός του Σαφ, ο οποίος ήτο επί του οίκου του βασιλέως, ο Αδωνιράμ ο υιός του Εφρά, ο οποίος ήτο επί των μεταφορών.

Γ Βασ. 4,7          καὶ τῷ Σαλωμὼν δώδεκα καθεσταμένοι ἐπὶ πάντα Ἰσραὴλ χορηγεῖν τῷ βασιλεῖ καὶ τῷ οἴκῳ αὐτοῦ· μῆνα ἐν τῷ ἐνιαυτῷ ἐγίνετο ἐπὶ τὸν ἕνα χορηγεῖν.

Γ Βασ. 4,7                 Ο Σολομών είχε δώδεκα άρχοντας εις ισαρίθμους περιοχάς επί όλου του Ισραηλιτικού λαού, δια να προμηθεύουν εις αυτόν και τον οίκον του όσα εχρειάζοντο προς συντήρησίν του. Ενα μήνα κάθε έτος είχεν αναλάβει έκαστος από αυτούς να χορηγή στον βασιλέα τα προς διατροφήν.

Γ Βασ. 4,8          καὶ ταῦτα τὰ ὀνόματα αὐτῶν· Βενὼρ ἐν ὄρει Ἐφραίμ, εἷς·

Γ Βασ. 4,8                 Αυτά δε ήσαν τα ονόματα των κατά περιοχάς αρχόντων αυτών· Ο Βενώρ εις την ορεινήν περιοχήν Εφραίμ,

Γ Βασ. 4,9          υἱὸς Δακὰρ ἐν Μαχεμὰς καὶ ἐν Σαλαβὶν καὶ Βαιθσαμὺς καὶ Αἰλὼν ἕως Βηθανάν, εἷς·

Γ Βασ. 4,9                 ο υιός Δακάρ εις την περιοχήν Μεχαμάς, εις Σαλαβίν, εις Βαιθσαμύς και εις Αιλών έως Βηθανάν·

Γ Βασ. 4,10        υἱὸς Ἐσδὶ ἐν Ἀραβώθ, αὐτοῦ Σωχὼ καὶ πᾶσα ἡ γῆ Ὀφέρ·

Γ Βασ. 4,10               ο υιός του Εσδί εις Αραβώθ. Εις αυτόν υπήγετο η Σωχώ και όλη η χώρα Οφέρ.

Γ Βασ. 4,11        Χαναδὰβ καὶ Ἀναφαθέ, ἀνὴρ Ταβλήθ, θυγάτηρ Σαλωμὼν ἦν αὐτῷ εἰς γυναῖκα, εἷς·

Γ Βασ. 4,11                Εις Χαναδάβ και Αναφαθέ ο ανήρ της Ταβλήθ, μιας θυγατρός του Σολομώντος, την οποίαν αυτός είχε λάδει ως σύζυγον.

Γ Βασ. 4,12        Βαανὰ υἱὸς Ἀχιλὶδ Θαανὰχ καὶ Μαγεδδὼ καὶ πᾶς ὁ οἶκος Σὰν ὁ παρὰ Σεσαθὰν ὑποκάτω τοῦ Ἐσραὲ καὶ ἐκ Βηθσὰν ἕως Σαβελμαουλᾶ, ἕως Μαεβὲρ Λουκάμ, εἷς·

Γ Βασ. 4,12               Ο Βαανά ο υιός του Αχιλίδ, έχων δικαιοδοσίαν εις Θαανάχ και Μαγεδδώ και επί όλου του οίκου του Σαν, του ευρισκομένου πλησίον της Σεσαθάν κάτω του Εσραέ και από την Βηθσάν μέχρι Σαβελμαουλά, μέχρι του Μαεβέρ Λουκάμ.

Γ Βασ. 4,13        υἱὸς Γαβὲρ ἐν Ῥεμὰθ Γαλαάδ, τούτῳ σχοίνισμα Ἐρεγαβά, ἣ ἐν τῇ Βασάν, ἑξήκοντα πόλεις μεγάλαι τειχήρεις καὶ μοχλοὶ χαλκοῖ, εἷς·

Γ Βασ. 4,13               Ο υιός Γαβέρ έχων δικαιοδοσίαν εις Ρεμάθ Γαλαάδ. Εις αυτόν υπήγετο η περιοχή Ερεγαβά, η οποία περιελαμβάνετο εις την Βασάν. Εκεί υπήρχον εξήκοντα μεγάλαι πόλεις ωχυρωμέναι με τείχη, εις τας πύλας των οποίων υπήρχαν μοχλοί χάλκινοι.

Γ Βασ. 4,14        Ἀχιναδὰβ υἱὸς Σαδδὼ Μααναΐμ, εἷς·

Γ Βασ. 4,14               Ο Αχιναδάβ, ο υιός του Σαδδώ, εις Μααναΐμ,

Γ Βασ. 4,15        Ἀχιμαὰς ἐν Νεφθαλίμ, καὶ οὗτος ἔλαβε τὴν Βασεμμὰθ θυγατέρα Σαλωμὼν εἰς γυναῖκα, εἷς·

Γ Βασ. 4,15               ο Αχιμαάς εις Νεφθαλίμ. Αυτός έλαβεν ως σύζυγόν του την Βασεμμάθ, θυγατέρα του Σολομώντος.

Γ Βασ. 4,16        Βαανᾶ υἱὸς Χουσὶ ἐν Ἀσὴρ καὶ ἐν Βααλώθ, εἷς·

Γ Βασ. 4,16               Ο Βαανά ο υιός Χουσί εις την Ασήρ και την Βααλώθ,

Γ Βασ. 4,17        Σαμαὰ υἱὸς Ἠλὰ ἐν τῷ Βενιαμίν·

Γ Βασ. 4,17               Ο Σαμαά υιός του Ηλά εις την περιοχήν Βενιαμίν,

Γ Βασ. 4,18        Γαβὲρ υἱὸς Ἀδαΐ ἐν τῇ γῇ Γάδ, καὶ Σηὼν βασιλέως τοῦ Ἐσεβὼν καὶ Ὢγ βασιλέως τοῦ Βασάν· καὶ νασὶφ εἷς ἐν γῇ Ἰούδα·

Γ Βασ. 4,18               Ο Γαβέρ υιός του Αδα εις την χώραν Γαδ και την χώραν του Σηών του βασιλέως της πόλεως Εσεβών και του Ωγ του βασιλέως της χώρας Βασάν. Ο Νασίφ ήτο εις την Ιουδαίαν.

Γ Βασ. 4,19        Ἰωσαφὰτ υἱὸς Φουασοὺδ ἐν Ἰσσάχαρ.

Γ Βασ. 4,19               Δωδέκατος δε ήτο ο Ιωσαφάτ ο υιός του Φουασούδ, εις την περιοχήν Ισσάχαρ.

Γ Βασ. 20           καὶ Ἰσραὴλ πολλοὶ ὡς ἡ ἄμμος ἡ ἐπὶ τῆς θαλάσσης εἰς πλῆθος ἔσθοντες καὶ πίνοντες καὶ εὐφραινόμενοι.

Γ Βασ. 4,20              Οι Ιουδαίοι και οι Ισραηλίται ήσαν πολλοί, ωσάν την άμμον της θαλάσσης κατά το πλήθος. Αυτοί έτρωγαν και έπιναν και ηυφραίνοντο.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5- Η ΣΟΦΙΑ ΤΟΥ ΣΟΛΟΜΩΝΤΑ  

Η ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΟΙΚΟΔΟΜΗΣΗ ΤΟΥ ΝΑΟΥ

                                    Η σοφία του Σολομώντα και η ευημερία του λαού

Γ Βασ. 5,1          [Καὶ Σαλωμὼν ἦν ἐξουσιάζων ἐν πᾶσι τοῖς βασιλείοις ἀπὸ τοῦ ποταμοῦ γῆς ἀλλοφύλων καὶ ἕως ὁρίου Αἰγύπτου προσεγγίζοντες δῶρα καὶ δουλεύοντες τῷ Σαλωμὼν πάσας ἡμέρας ζωῆς αὐτοῦ.] Καὶ ἐχορήγουν οἱ καθεσταμένοι οὕτως τῷ βασιλεῖ Σαλωμὼν καὶ πάντα τὰ διαγγέλματα ἐπὶ τὴν τράπεζαν τοῦ βασιλέως, ἕκαστος μῆνα αὐτοῦ, οὐ παραλλάσσουσι λόγον·

Γ Βασ. 5,1                  Ο Σολομών εξουσίαζεν εις όλας τας βασιλείας εκείνας, αι οποίαι εξετείνοντο από τον ποταμόν Ευφράτην έως την χώραν των Φιλισταίων και έως εις τα σύνορα της Αιγύπτου. Οι βασιλείς αυτοί προσέφεραν δώρα στον Σολομώντα και ήσαν υποτελείς εις αυτόν όλας τας ημέρας της ζωής του. Οι δε προαναφερθέντες δώδεκα τοπάρχαι επρομήθευον στον βασιλέα Σολομώντα, σύμφωνα με τας εντολάς τας οποίας είχον λάβει, όλα όσα εχρειάζετο δια την βασιλικήν τράπεζαν. Καθε ενας από αυτούς δι' ένα μήνα ανελάμβανε την χορήγησιν, Ολοι δε αυτοί ετηρούσαν με ακρίβειαν την υποχρέωσίν των αυτήν.

Γ Βασ. 5,2          καὶ τὰς κριθὰς καὶ τὸ ἄχυρον τοῖς ἵπποις καὶ τοῖς ἅρμασιν ᾖρον εἰς τὸν τόπον, οὗ ἂν ᾖ ὁ βασιλεύς, ἕκαστος κατὰ τὴν σύνταξιν αὐτοῦ. καὶ ταῦτα τὰ δέοντα τῷ Σαλωμὼν ἐν ἡμέρᾳ μιᾷ· τριάκοντα κόροι σεμιδάλεως καὶ ἑξήκοντα κόροι ἀλεύρου κεκοπανισμένου.

Γ Βασ. 5,2                 Οι τοπάρχαι αυτοί εφρόντιζαν να προμηθεύουν κριθήν και άχυρα δι' όλους τους ίππους και δι' εκείνους, που ήσαν ζευγμένοι εις τα βασιλικά πολεμικά άρματα. Αυτήν δε την τροφοδοσίαν των ίππων έφεραν στον τόπον, όπου εκάστοτε ευρίσκετο ο βασιλεύς. Καθένας από τους τοπάρχας αυτούς έφερε το μερίδιόν του. Τα δε προς διατροφήν απαιτούμενα δια την βασιλικήν τράπεζαν του Σολομώντος ήσαν εκάστην ημέραν τα εξής· Τριάκοντα κόροι σημιγδάλι, εξήκοντα κόροι αλεύρου κοπανισμένου,

Γ Βασ. 5,3          καὶ δέκα μόσχοι ἐκλεκτοὶ καὶ εἴκοσι βόες νομάδες καὶ ἑκατὸν πρόβατα ἐκτὸς ἐλάφων καὶ δορκάδων ἐκλεκτῶν, σιτευτά·

Γ Βασ. 5,3                 δέκα εκλεκτά μοσχάρια καλοθρεμμένα, είκοσι βόδια από εκείνα που βόσκουν εις τα λειβάδια, εκατόν πρόβατα, εκτός βέβαια από τα ελάφια και τα ζαρκάδια, τα οποία ήσαν εκλεκτά και καλοθρεμμένα.

Γ Βασ. 5,4          ὅτι ἦν ἄρχων πέραν ποταμοῦ, καὶ ἦν αὐτῷ εἰρήνη ἐκ πάντων τῶν μερῶν κυκλόθεν.

Γ Βασ. 5,4                 Ο Σολομών ήτο μέγας βασιλεύς, διότι εκυριαρχούσεν εις χώρας και πέραν του Ευφράτου ποταμού. Και μολονότι τοιαύτην έκτασιν είχεν η βασιλεία του, επικρατούσε εις όλην την περιοχήν εντός και γύρω της αυτοκρατορίας του ειρήνη.

Γ Βασ. 5,5          Καὶ ἔδωκε Κύριος φρόνησιν τῷ Σαλωμὼν καὶ σοφίαν πολλὴν σφόδρα καὶ χύμα καρδίας ὡς ἡ ἄμμος ἡ παρὰ τὴν θάλασσαν.

Γ Βασ. 5,5                 Ο Κυριος έδωκεν στον Σολομώντα σύνεσιν και σοφίαν πολλήν και μεγάλην ευρύτητα αντιλήψεως, όση είναι η άμμος, που ευρίσκεται πλησίον εις την θάλασσαν.

Γ Βασ. 5,10        καὶ ἐπληθύνθη Σαλωμὼν σφόδρα ὑπὲρ τὴν φρόνησιν πάντων ἀρχαίων ἀνθρώπων καὶ ὑπὲρ πάντας φρονίμους Αἰγύπτου

Γ Βασ. 5,10               Ο Σολομών απέκτησε πολύ μεγάλην σοφίαν και σύνεσιν, μεγαλυτέραν από την σοφίαν και σύνεσιν όλων των αρχαίων ανδρών και αυτών ακόμη των σοφών της Αιγύπτου.

Γ Βασ. 5,11        καὶ ἐσοφίσατο ὑπὲρ πάντας τοὺς ἀνθρώπους καὶ ἐσοφίσατο ὑπὲρ Γαιθὰν τὸν Ζαρείτην καὶ τὸν Αἰνὰν καὶ τὸν Χαλκὰλ καὶ Δαρδὰ υἱοὺς Μάλ.

Γ Βασ. 5,11                Εγινε σοφώτερος από όλους τους ανθρώπους. Σοφώτερος από τον Γαιθάν τον Ζαρείτην, τον Αινάν, τον Χαλκάλ, τον Δαρδά, οι οποίοι ήσαν υιοί του Μαλ.

Γ Βασ. 5,12        καὶ ἐλάλησε Σαλωμὼν τρισχιλίας παραβολάς, καὶ ἦσαν ᾠδαὶ αὐτοῦ πεντακισχίλιαι.

Γ Βασ. 5,12               Ο Σολομών έγραψε τρεις χιλιάδες αποφθέγματα και παροιμίας και πέντε χιλιάδας ωδάς.

Γ Βασ. 5,13        καὶ ἐλάλησεν ὑπὲρ τῶν ξύλων ἀπὸ τῆς κέδρου τῆς ἐν τῷ Λιβάνῳ καὶ ἕως τῆς ὑσσώπου τῆς ἐκπορευομένης διὰ τοῦ τοίχου καὶ ἐλάλησε περὶ τῶν κτηνῶν καὶ περὶ τῶν πετεινῶν καὶ περὶ τῶν ἑρπετῶν καὶ περὶ τῶν ἰχθύων.

Γ Βασ. 5,13               Ωμίλησε δι' όλα τα δένδρα από τα μεγάλα κέδρα, που υπάρχουν στον Λιβανον, μέχρι του μικρού φυτού του υσσώπου, που φυτρώνει στους τοίχους. Ωμίλησε δια τα ζώα, δια τα πτηνά, δια τα ερπετά και δια τους ιχθύς.

Γ Βασ. 5,14        καὶ παρεγίνοντο πάντες οἱ λαοὶ ἀκοῦσαι τῆς σοφίας Σαλωμὼν καὶ ἐλάμβανε δῶρα παρὰ πάντων τῶν βασιλέων τῆς γῆς, ὅσοι ἤκουον τῆς σοφίας αὐτοῦ.

Γ Βασ. 5,14               Ολοι οι άνθρωποι προσήρχρντο να ακούσουν την σοφίαν του Σολομώντος. Ο δε Σολομών ελάμβανε δώρα από όλους τους βασιλείς της γης, όσοι ήρχοντο να ακούσουν την σοφίαν του.

Γ Βασ. 5,14α      Καὶ ἔλαβε Σαλωμὼν τὴν θυγατέρα Φαραὼ αὐτῷ εἰς γυναῖκα καὶ εἰσήγαγεν αὐτὴν εἰς τὴν πόλιν Δαυὶδ ἕως συντελέσαι αὐτὸν τὸν οἶκον Κυρίου καὶ τὸν οἶκον ἑαυτοῦ καὶ τὸ τεῖχος Ἱερουσαλήμ.

Γ Βασ. 5,14α             Ο Σολομών επήρεν ως σύζυγόν του την θυγατέρα του Φαραώ της Αιγύπτου, την οποίαν και έφερεν εις την πόλιν Δαυίδ και την εγκατέστησεν εκεί, μέχρις ότου ετελείωσε την ανοικοδόμησιν του ναού του Κυρίου και του ιδικού του ανακτόρου και του τείχους, το οποίον περιέβαλλε την Ιερουσαλήμ.

Γ Βασ. 5,14β      τότε ἀνέβη Φαραὼ βασιλεὺς Αἰγύπτου καὶ προκατελάβετο τὴν Γαζὲρ καὶ ἐνεπύρισεν αὐτὴν καὶ τὸν Χανανίτην τὸν κατοικοῦντα ἐν Μεργάβ, καὶ ἔδωκεν αὐτὰς Φαραὼ ἀποστολὰς θυγατρὶ αὐτοῦ γυναικὶ Σαλωμών, καὶ Σαλωμὼν ᾠκοδόμησε τὴν Γαζέρ.

Γ Βασ. 5,14β             Τοτε δε ο Φαραώ ο βασιλεύς της Αιγύπτου εξεστράτευσε και κατέλαβε κατ' αρχάς την Γαζέρ, την οποίαν και επυρπόλησε. Κατόπιν υπέταξε τους Χαναναίους, οι οποίοι κατοικούσαν εις την Μεργάβ. Αυτάς δε τας χώρας έδωκεν ο Φαραώ ως προίκα εις την θυγατέρα του, την σύζυγον του Σολομώντος. Ο Σολομών ανοικοδόμησε τότε την πυρποληθείσαν Γαζέρ.

 

                                    Προετοιμασία για την ανοικοδόμηση του λαού

Γ Βασ. 5,15        Καὶ ἀπέστειλε Χιρὰμ βασιλεὺς Τύρου τοὺς παῖδας αὐτοῦ χρῖσαι τὸν Σαλωμὼν ἀντὶ Δαυὶδ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ, ὅτι ἀγαπῶν ἦν Χιρὰμ τὸν Δαυὶδ πάσας τὰς ἡμέρας.

Γ Βασ. 5,15               Ο δε βασιλεύς της πόλεως Τυρου, ο Χιράμ, έστειλεν ανθρώπους, δια να συγχαρή τον Σολομώντα, ο οποίος ανεδείχθη βασιλεύς αντί του πατρός του, διότι ο Χιράμ ήτο φίλος του Δαυίδ όλας τας ημέρας της ζωής του.

Γ Βασ. 5,16        καὶ ἀπέστειλε Σαλωμὼν πρὸς Χιρὰμ λέγων·

Γ Βασ. 5,16               Ο Σολομών έστειλεν ανθρώπους και παρεκάλεσε τον Χιράμ λέγων·

Γ Βασ. 5,17        σὺ οἶδας τὸν πατέρα μου Δαυὶδ ὅτι οὐκ ἠδύνατο οἰκοδομῆσαι οἶκον τῷ ὀνόματι Κυρίου Θεοῦ μου ἀπὸ προσώπου τῶν πολέμων τῶν κυκλωσάντων αὐτὸν ἕως τοῦ δοῦναι Κύριον αὐτοὺς ὑπὸ τὰ ἴχνη τῶν ποδῶν αὐτοῦ.

Γ Βασ. 5,17               “συ γνωρίζεις ότι ο πατήρ μου ο Δαυίδ δεν ημπορούσε να ανοικοδομήση ναόν προς δόξαν και τιμήν του ονόματος του Κυρίου του Θεού μου εξ αιτίας των πολέμων, τους οποίους είχε διεξαγάγει ολόγυρα, μέχρις ότου ο Κυριος υπέταξεν υπό τους πόδας του Δαυίδ όλους αυτούς τους εχθρούς του.

Γ Βασ. 5,18        καὶ νῦν ἀνέπαυσε Κύριος ὁ Θεός μου ἐμοὶ κυκλόθεν· οὐκ ἔστιν ἐπίβουλος καὶ οὐκ ἔστιν ἁμάρτημα πονηρόν.

Γ Βασ. 5,18               Και τώρα Κυριος ο Θεός έδωσεν εις εμέ ειρήνην και ησυχίαν από τους γύρω μου εχθρούς. Κανείς πλέον εχθρός δεν υπάρχει, ούτε και υφίσταται κανένα θέμα επικίνδυνον και πονηρόν, ικανόν να διαταράξη την ειρήνην.

Γ Βασ. 5,19        καὶ ἰδοὺ ἐγὼ λέγω οἰκοδομῆσαι οἶκον τῷ ὀνόματι Κυρίου Θεοῦ μου, καθὼς ἐλάλησε Κύριος ὁ Θεὸς πρὸς Δαυὶδ τὸν πατέρα μου, λέγων· ὁ υἱός σου, ὃν δώσω ἀντὶ σοῦ ἐπὶ τὸν θρόνον σου, οὗτος οἰκοδομήσει τὸν οἴκον τῷ ὀνόματί μου.

Γ Βασ. 5,19               Και έτσι εγώ λέγω και επήρα την απόφασιν, να οικοδομήσω ναόν στο όνομα Κυρίου του Θεού μου, όπως είπε Κυριος ο Θεός προς τον πατέρα μου τον Δαυίδ λέγων· Ο υιός σου, τον οποίον εγώ προορίζω να σε διαδεχθή στον βασιλικόν σου θρόνον, αυτός θα οικοδομήση τον ναόν επ' ονόματί μου.

Γ Βασ. 5,20        καὶ νῦν ἔντειλαι καὶ κοψάτωσάν μοι ξύλα ἐκ τοῦ Λιβάνου, καὶ ἰδοὺ οἱ δοῦλοί μου μετὰ τῶν δούλων σου· καὶ τὸν μισθὸν δουλείας σου δώσω σοι κατὰ πάντα, ὅσα ἂν εἴπῃς, ὅτι σὺ οἶδας ὅτι οὐκ ἔστιν ἡμῖν εἰδὼς ξύλα κόπτειν καθὼς οἱ Σιδώνιοι.

Γ Βασ. 5,20              Και τώρα δώσε εντολήν να κόψουν δι' εμέ ξύλα από τα δένδρα του όρους Λιβάνου. Ιδού οι δούλοι μου είναι εις την διάθεσίν σου, δια να συνεργασθούν με τους ιδικούς σου δούλους. Εγώ δε θα δώσω ως μισθόν δια τους δούλους σου ο,τι συ μου ζητήσης. Ας αναλάβουν οι δούλοι σου το κόψιμο των δένδρων, διότι, όπως και συ γνωρίζεις, δεν υπάρχουν εις την περιοχήν μας ξυλοκόποι ικανοί, όπως είναι οι Σιδώνιοι”.

Γ Βασ. 5,21        καὶ ἐγενήθη καθὼς ἤκουσε Χιρὰμ τῶν λόγων Σαλωμών, ἐχάρη σφόδρα καὶ εἶπεν· εὐλογητὸς ὁ Θεὸς σήμερον, ὃς ἔδωκε τῷ Δαυὶδ υἱὸν φρόνιμον ἐπὶ τὸν λαὸν τὸν πολὺν τοῦτον

Γ Βασ. 5,21               Οταν ο Χιράμ ήκουσε τα λόγια αυτά του Σολομώντος εχάρη πάρα πολύ και είπε· “δοξασμένος ας είναι σήμερον ο Θεός, ο οποίος έδωσεν στον Δαυίδ υιόν τόσον συνετόν ως κυβερνήτην δια τον πολυάριθμον αυτόν λαόν του Ισραήλ”.

Γ Βασ. 5,22        καὶ ἀπέστειλε πρὸς Σαλωμὼν λέγων· ἀκήκοα περὶ πάντων, ὧν ἀπέσταλκας πρός με· ἐγὼ ποιήσω πᾶν θέλημά σου, ξύλα κέδρινα καὶ πεύκινα·

Γ Βασ. 5,22              Ο Χιράμ απήντησε προς τον Σολομώντα και του είπε· “ήκουσα με προσοχήν όλα εκείνα, τα οποία μου παρήγγειλες. Εγώ θα κάμω κάθε τι, που μου εζήτησες, δηλαδή να προμηθεύσω εις σε ξύλα από κέδρον και πεύκην.

Γ Βασ. 5,23        οἱ δοῦλοί μου κατάξουσιν αὐτὰ ἐκ τοῦ Λιβάνου εἰς τὴν θάλασσαν, ἐγὼ θήσομαι αὐτὰ σχεδίας ἕως τοῦ τόπου, οὗ ἐὰν ἀποστείλῃς πρός με, καὶ ἐκτινάξω αὐτὰ ἐκεῖ, καὶ σὺ ἀρεῖς· καὶ ποιήσεις τὸ θέλημά μου, τοῦ δοῦναι ἄρτους τῷ οἴκῳ μου.

Γ Βασ. 5,23               Οι δούλοι μου θα κόψουν και θα καταβιβάσουν αυτά από το όρος Λιβανον εις την θάλασσαν, θα τα τοποθετήσω επάνω εις σχεδίας και θα τα μεταφέρω δια θαλάσσης έως εις την παράλιον περιοχήν, την οποίαν συ θα μου ορίσης. Εκεί εγώ θα τα αποθέσω, και από εκεί εσύ θα τα πάρης. Συ δε θα εκπληρώσης και το ιδικόν μου θέλημα θα δώσης δηλαδή τρόφιμα στον οίκον μου”.

Γ Βασ. 5,24        καὶ ἦν Χιρὰμ διδοὺς τῷ Σαλωμὼν κέδρους καὶ πεύκας καὶ πᾶν θέλημα αὐτοῦ.

Γ Βασ. 5,24              Πράγματι ο Χιράμ εχορηγούσε στον Σολομώντα κέδρα και πεύκα και ο,τι άλλο εκείνος ήθελε.

Γ Βασ. 5,25        καὶ Σαλωμὼν ἔδωκε τῷ Χιρὰμ εἴκοσι χιλιάδας κόρους πυροῦ καὶ μαχεὶρ τῷ οἴκῳ αὐτοῦ καὶ εἴκοσι χιλιάδας βαὶθ ἐλαίου κεκομμένου· κατὰ τοῦτο ἐδίδου Σαλωμὼν τῷ Χιρὰμ κατ᾿ ἐνιαυτόν.

Γ Βασ. 5,25               Ο δε Σολομών έδιδε τακτικώς στον Χιράμ τέσσαρα και πλέον εκατομμύρια κιλά σίτου και τροφάς δια τον βασιλικόν του οίκον. Ακόμη δε τετρακοσίας είκοσι χιλιάδας και πλέον κιλά ελαίου από τα ελαιοπιεστήρια. Αυτό το ποσόν έδιδε κάθε έτος ο Σολομών στον Χιράμ.

Γ Βασ. 5,26        καὶ Κύριος ἔδωκε σοφίαν τῷ Σαλωμών, καθὼς ἐλάλησεν αὐτῷ· καὶ ἦν εἰρήνη ἀνὰ μέσον Χιρὰμ καὶ ἀνὰ μέσον Σαλωμών, καὶ διέθεντο διαθήκην ἀνὰ μέσον αὐτῶν.

Γ Βασ. 5,26              Ο Κυριος έδωσε σοφίαν στον Σολομώντα, όπως είχεν υποσχεθή εις αυτόν. Και επικρατούσε ειρήνη μεταξύ του Χιράμ και του Σολομώντος. Αυτοί συνήψαν συμφωνίαν μεταξύ των.

Γ Βασ. 5,27        καὶ ἀνήνεγκεν ὁ βασιλεὺς φόρον ἐκ παντὸς Ἰσραήλ, καὶ ἦν ὁ φόρος τριάκοντα χιλιάδες ἀνδρῶν.

Γ Βασ. 5,27               Ο βασιλεύς του Ισραηλιτικού λαού, ο Σολομών, ώρισεν ως αχθοφόρους από όλους τους Ισραηλίτας τριάντα χιλιάδες άνδρας.

Γ Βασ. 5,28        καὶ ἀπέστειλεν αὐτοὺς εἰς τὸν Λίβανον, δέκα χιλιάδες ἐν τῷ μηνί, ἀλλασσόμενοι, μῆνα ἦσαν ἐν τῷ Λιβάνῳ καὶ δύο μῆνας ἐν οἴκῳ αὐτῶν· καὶ Ἀδωνιρὰμ ἐπὶ τοῦ φόρου.

Γ Βασ. 5,28              Εστειλε δε αυτούς εις τα όρος Λιβανον, δια να εργάζωνται ανά δέκα χιλιάδες κατά μήνα. Αυτοί ενηλλάσσοντο, ώστε ένα μήνα ήσαν στον Λιβανον και δύο μήνας ευρίσκοντο εις τα σπίτια των. Επόπτης δε αυτών ήτο ο Αδωνιράμ.

Γ Βασ. 5,29        καὶ ἦν τῷ Σαλωμὼν ἑβδομήκοντα χιλιάδες αἴροντες ἄρσιν καὶ ὀγδοήκοντα χιλιάδες λατόμων ἐν τῷ ὄρει,

Γ Βασ. 5,29              Υπήρχον ακόμη εις την υπηρεσίαν του Σολομώντος εβδομήκοντα χιλιάδες αχθοφόροι και ογδοήκοντα χιλιάδες λατόμοι στο όρος.

Γ Βασ. 5,30        χωρὶς τῶν ἀρχόντων τῶν καθεσταμένων ἐπὶ τῶν ἔργων τῷ Σαλωμών, τρεῖς χιλιάδες καὶ ἑξακόσιοι ἐπιστάται οἱ ποιοῦντες τὰ ἔργα.

Γ Βασ. 5,30               Εις αυτούς δεν συμπεριελαμβάνοντο οι επόπται των έργων, τους οποίους είχε διορίσει ο Σολομών και των οποίων ο αριθμός ανήρχετο εις τρεις χιλιάδας εξακοσίους.

Γ Βασ. 5,32        καὶ ἡτοίμασαν τοὺς λίθους καὶ τὰ ξύλα τρία ἔτη.

Γ Βασ. 5,32               Αυτοί εργαζόμενοι επί τρία κατά συνέχειαν έτη ητοίμασαν όλους τους λίθους και τα ξύλα.

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΑ

1

2

3

4

5

6

7

8

9

10

11

12

13

14

15

16

17

18

19

20

21

22