ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ

 

ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Β'- ΚΕΦ. 20-24

 

 

Η ΑΝΤΑΡΣΙΑ ΤΟΥ ΣΑΒΕΕ

ΟΙ ΝΙΚΗΦΟΡΟΙ ΠΟΛΕΜΟΙ ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΦΙΛΙΣΤΑΙΩΝ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 20- Η ΑΝΤΑΡΣΙΑ ΤΟΥ ΣΑΒΕΕ - ΟΙ ΑΞΙΩΜΑΤΟΥΧΟΙ ΤΟΥ ΔΑΒΙΔ  

                                    Η ανταρσία του Σαβεέ

Β Βασ. 20,1        Καὶ ἐκεῖ ἐπικαλούμενος υἱὸς παράνομος, καὶ ὄνομα αὐτῷ Σαβεέ, υἱὸς Βοχορὶ ἀνὴρ ὁ Ἰεμινί, καὶ ἐσάλπισε τῇ κερατίνῃ καὶ εἶπεν· οὐκ ἔστιν ἡμῖν μερὶς ἐν Δαυὶδ οὐδὲ κληρονομία ἡμῖν ἐν τῷ υἱῷ Ἰεσσαί· ἀνὴρ εἰς τὰ σκηνώματά σου, Ἰσραήλ.

Β Βασ. 20,1               Εζούσε εις τα Γαλγαλα, γνωστός από όλους ως κακός άνθρωπος, κάποιος ονομαζόμενος Σαβεέ, υιός του Βοχόρ, που ανήκεν εις την φυλήν του Βενιαμίν. Αυτός με την κερατίνην σάλπιγγα εσάλπισε και είπε προς τους Ισραηλίτας· “ημείς δεν έχομεν καμμίαν σχέσιν με τον Δαυίδ, ούτε και υπάρχει καμμιά κληρονομία μεταξύ ημών και του παιδιού αυτού του Ιεσσαί. Δια τούτο κάθε Ισραηλίτης ας επανέλθη στο σπίτι του”.

Β Βασ. 20,2        καὶ ἀνέβη πᾶς ἀνὴρ Ἰσραὴλ ἀπὸ ὄπισθεν Δαυὶδ ὀπίσω Σαβεὲ υἱοῦ Βοχορί. καὶ ἀνὴρ Ἰούδα ἐκολλήθη τῷ βασιλεῖ αὐτῶν ἀπὸ τοῦ Ἰορδάνου καὶ ἕως Ἱερουσαλήμ.

Β Βασ. 20,2              Ολοι οι άλλοι Ισραηλίται απεμακρύνθησαν και απεστάτησαν από τον Δαυίδ και ηκολούθησαν τον Σαβεέ, τον υιόν αυτόν του Βοχόρ. Η φυλή όμως του Ιούδα, η οποία εξετείνετο από τον Ιορδάνην ποταμόν μέχρι και της Ιερουσαλήμ, προσεκολλήθη στενώτερον στον βασιλέα Δαυίδ.

Β Βασ. 20,3        καὶ εἰσῆλθε Δαυὶδ εἰς οἶκον αὐτοῦ εἰς Ἱερουσαλήμ, καὶ ἔλαβεν ὁ βασιλεὺς τὰς δέκα γυναῖκας τὰς παλλακὰς αὐτοῦ, ἃς ἀφῆκε φυλάσσειν τὸν οἶκον, καὶ ἔδωκεν αὐτὰς ἐν οἴκῳ φυλακῆς καὶ διέθρεψεν αὐτὰς καὶ πρὸς αὐτὰς οὐκ εἰσῆλθε, καὶ ἦσαν συνεχόμεναι ἕως θανάτου αὐτῶν, χῆραι ζῶσαι.

Β Βασ. 20,3              Ο Δαυίδ επέστρεψεν εις την Ιερουσαλήμ και εισήλθεν στον οίκον του. Ελαβε τας δέκα συζύγους του της δευτέρας σειράς, τας οποίας, όταν έφευγεν, είχεν αφήσει να φυλάσσουν τον οίκον του. Εκλεισεν αυτάς εις κάποιον άλλον οίκον. Εδιδεν όλα όσα τους εχρειάζοντο εις διατροφήν των, αλλά αυτός ποτέ δεν ήλθεν πλέον εις συνάφειαν με αυτάς. Εμειναν έτσι αυταί κλεισμέναι μέχρι θανάτου των, ως εάν ήσαν ζωντοχήραι.

Β Βασ. 20,4        καὶ εἶπεν ὁ βασιλεὺς πρὸς Ἀμεσσαΐ· βόησόν μοι τὸν ἄνδρα Ἰούδα τρεῖς ἡμέρας, σὺ δὲ αὐτοῦ στῆθι.

Β Βασ. 20,4              Ο βασιλεύς Δαυίδ είπε προς τον Αμεσσαΐ· φρόντισε να κληθούν και να παρουσιασθούν εδώ όλοι οι άνδρες της φυλής Ιούδα εντός τριών ημερών, Συ δε έλα κατόπιν και στάσου εδώ”.

Β Βασ. 20,5        καὶ ἐπορεύθη Ἀμεσσαΐ τοῦ βοῆσαι τὸν Ἰούδαν καὶ ἐχρόνισεν ἀπὸ τοῦ καιροῦ, οὗ ἐτάξατο αὐτῷ Δαυίδ.

Β Βασ. 20,5              Ο Αμεσσαΐ ανεχώρησε, δια να προσκαλέση την φυλήν του Ιούδα. Εβράδυνεν όμως από την προθεσμίαν, που του έδωκεν ο Δαυίδ.

Β Βασ. 20,6        καὶ εἶπε Δαυὶδ πρὸς Ἀμεσσαΐ· νῦν κακοποιήσει ἡμᾶς Σαβεὲ υἱὸς Βοχορὶ ὑπὲρ Ἀβεσσαλώμ, καὶ νῦν σὺ λάβε μετὰ σεαυτοῦ τοὺς παῖδας τοῦ κυρίου σου καὶ καταδίωξον ὀπίσω αὐτοῦ, μήποτε ἑαυτῷ εὕρῃ πόλεις ὀχυρὰς καὶ σκιάσει τοὺς ὀφθαλμοὺς ἡμῶν.

Β Βασ. 20,6              Οταν επέστρεψε, του είπεν ο Δαυίδ· “μάθε ότι ο Σαβεέ, ο υιός Βοχορί, έχει κατά νουν να επιφέρη τώρα εναντίον μας κακά μεγαλύτερα από εκείνα, τα οποία μας επροξένησεν ο Αβεσσαλώμ. Λοιπόν, συ τώρα πάρε μαζή σου το στράτευμα του κυρίου σου και καταδίωξε αυτόν, μήπως τυχόν εύρη πόλεις οχυράς και μας διαφύγη και μας φέρη εις δύσκολον θέσιν.

Β Βασ. 20,7        καὶ ἐξῆλθον ὀπίσω αὐτοῦ οἱ ἄνδρες Ἰωὰβ καὶ ὁ Χερεθὶ καὶ ὁ Φελεθὶ καὶ πάντες οἱ δυνατοὶ καὶ ἐξῆλθον ἐξ Ἱερουσαλὴμ διῶξαι ὀπίσω Σαβεὲ υἱοῦ Βοχορί.

Β Βασ. 20,7              Μαζή με τον Αμεσσαΐ ηκολούθησαν και οι άνδρες του αρχιστρατήγου Ιωάβ, οι σωματοφύλακες του Δαυίδ Χερεθί και Φελεθί, όλοι γενναίοι άνδρες. Αυτοί εξήλθαν από την Ιερουσαλήμ, δια να καταδιώξουν τον Σαβεέ, τον Βοχορίτην.

Β Βασ. 20,8        καὶ αὐτοὶ παρὰ τῷ λίθῳ τῷ μεγάλῳ τῷ ἐν Γαβαών, καὶ Ἀμεσσαΐ εἰσῆλθεν ἔμπροσθεν αὐτῶν. καὶ Ἰωὰβ περιεζωσμένος μανδύαν τὸ ἔνδυμα αὐτοῦ καὶ ἐπ᾿ αὐτῷ ἐζωσμένος μάχαιραν ἐζευγμένην ἐπὶ τῆς ὀσφύος αὐτοῦ ἐν κολεῷ αὐτῆς, καὶ ἡ μάχαιρα ἐξῆλθε καὶ ἔπεσε.

Β Βασ. 20,8              Οταν ο στρατός του Δαυίδ ευρίσκετο εις την Γαβαών, πλησίον του μεγάλου βράχου, παρουσιάσθη ενώπιον αυτών ο Αμεσσαΐ. Ο Ιωάβ είχε φορέσει τον στρατιωτικόν του μανδύαν και επάνω από τον μανδύαν αυτόν είχε ζωσθή μάχαιραν, που εκρέματο από την μέσην του. Η δε μάχαιρα ήτο εντός της θήκης της. Η μάχαιρα όμως εβγήκεν από την θήκην και έπεσε κατά γης.

Β Βασ. 20,9        καὶ εἶπεν Ἰωὰβ τῷ Ἀμεσσαΐ· εἰ ὑγιαίνεις σὺ ἀδελφέ; καὶ ἐκράτησεν ἡ χεὶρ ἡ δεξιὰ Ἰωὰβ τοῦ πώγωνος Ἀμεσσαΐ τοῦ καταφιλῆσαι αὐτόν.

Β Βασ. 20,9              Ο Ιωάβ είπεν στον Αμεσσαΐ· “αδελφέ μου, τι κάνεις; Πως είναι η υγεία σου;” Ο Ιωάβ επήρε με την δεξιάν του χείρα τον πώγωνα του Αμεσσαΐ εις ένδειξιν αγάπης με σκοπόν να τον φιλήση.

Β Βασ. 20,10      καὶ Ἀμεσσαΐ οὐκ ἐφυλάξατο τὴν μάχαιραν τὴν ἐν τῇ χειρὶ Ἰωάβ, καὶ ἔπαισεν αὐτὸν ἐν αὐτῇ Ἰωὰβ εἰς τὴν ψόαν, καὶ ἐξεχύθη ἡ κοιλία αὐτοῦ εἰς τὴν γῆν, καὶ οὐκ ἐδευτέρωσεν αὐτῷ, καὶ ἀπέθανε. καὶ Ἰωὰβ καὶ Ἀβεσσαΐ ὁ ἀδελφὸς αὐτοῦ ἐδίωξεν ὀπίσω Σαβεὲ υἱοῦ Βοχορί·

Β Βασ. 20,10            Και ο Αμεσσαΐ δεν επρόσεξε την μάχαιραν, την οποίαν εν τω μεταξύ είχεν λάβει από την γην ο Ιωάβ. Ο Ιωάβ εκτύπησε με αυτήν τον Αμεσσαΐ εκεί παρά τους νεφρούς και εχύθηκαν τα έντερα της κοιλίας του εις την γην. Δεν εκτύπησε δε δια δευτέραν φοράν, διότι ο Αμεσσαΐ απέθανεν αμέσως. Ετσι ο Ιωάβ και ο αδελφός του ο Αβεσσαΐ κατεδίωξαν τον Σαβεέ τον Βοχορίτην.

Β Βασ. 20,11      καὶ ἀνὴρ ἔστη ἐπ᾿ αὐτὸν τῶν παιδαρίων Ἰωὰβ καὶ εἶπε· τίς ὁ βουλόμενος Ἰωὰβ καὶ τίς τοῦ Δαυίδ, ὀπίσω Ἰωάβ;

Β Βασ. 20,11             Ενας από τους άνδρας του Ιωάβ εστάθη όρθιος επάνω από το πτώμα του Αμεσσαΐ και έλεγεν στους διερχομένους· “αυτός που θέλει τον Ιωάβ και αγαπά τον Δαυίδ, ας ακολουθήση τον Ιωάβ και ας φύγη από εδώ”.

Β Βασ. 20,12      καὶ Ἀμεσσαΐ πεφυρμένος ἐν τῷ αἵματι ἐν μέσῳ τῆς τρίβου, καὶ εἶδεν ἀνήρ, ὅτι εἱστήκει πᾶς ὁ λαός, καὶ ἀπέστρεψε τὸν Ἀμεσσαΐ ἐκ τῆς τρίβου εἰς ἀγρὸν καὶ ἐπέῤῥιψεν ἐπ᾿ αὐτὸν ἱμάτιον, καθότι εἶδε πάντα τὸν ἐρχόμενον ἐπ᾿ αὐτὸν ἑστηκότα·

Β Βασ. 20,12            Ο Αμεσσαΐ ήτο βουτηγμένος στο αίμα του και ευρίσκετο στο μέσον της οδού. Ο άνθρωπος αυτός του Ιωάβ είδεν, ότι όλος ο λαός είχε μαζευθή και εστέκετο εκεί. Δια τούτο απεμάκρυνε το πτώμα του Αμεσσαΐ από την οδόν, το μετέφερεν εις κάποιο χωράφι και έρριψεν επάνω εις αυτό ένα ιμάτιον, δια να το σκεπάση. Αυτό έκαμε, διότι έβλεπεν ότι όλος ο λαός ήρχετο προς το σώμα του Αβεσσαΐ και ίστατο όρθιος κοντά του.

Β Βασ. 20,13      ἡνίκα δὲ ἔφθασεν ἐκ τῆς τρίβου, παρῆλθε πᾶς ἀνὴρ Ἰσραὴλ ὀπίσω Ἰωάβ τοῦ διῶξαι ὀπίσω Σαβεὲ υἱοῦ Βοχορί.

Β Βασ. 20,13            Οταν δε μετεφέρθη το πτώμα από την οδόν στο χωράφι, όλοι οι Ισραηλίται έφυγαν και ηκολούθησαν τον Ιωάβ, δια να καταδιώξουν τον Σαβεέ τον Βοχορίτην.

 

                                    Κατάπνιξη της ανταρσίας

Β Βασ. 20,14      καὶ διῆλθεν ἐν πάσαις φυλαῖς Ἰσραὴλ εἰς Ἀβὲλ καὶ εἰς Βαιθμαχὰ καὶ πάντες ἐν Χαῤῥί, καὶ ἐξεκκλησιάσθησαν, καὶ ἦλθον κατόπισθεν αὐτοῦ.

Β Βασ. 20,14            Ο Ιωάβ από την περιοχήν εκείνην επέρασεν όλας τας φυλάς του Ισραήλ μέχρι την πόλιν Αβέλ και Βαιθμαχά. Εις Χαρρί συνεκεντρώθησαν όλοι οι οπαδοί του Ιωάβ και τον ηκολούθησαν.

Β Βασ. 20,15      καὶ παρεγενήθησαν καὶ ἐπολιόρκουν ἐπ᾿ αὐτὸν τὴν Ἀβὲλ καὶ Βαιθμαχὰ καὶ ἐξέχεαν πρόσχωμα πρὸς τὴν πόλιν, καὶ ἔστη ἐν τῷ προτειχίσματι, καὶ πᾶς ὁ λαὸς μετά Ἰωὰβ ἐνοοῦσαν καταβαλεῖν τὸ τεῖχος.

Β Βασ. 20,15            Επλησίασαν οι στρατιώται του Ιωάβ προς την Αβέλ και την Βαιθααχά εναντίον του Σαβεέ και έστησαν πολιορκίαν. Ανήγειραν γύρω από την πόλιν Αβέλ ένα τεχνητόν λόφον έως το ύψος, που είχε το τείχος της πόλεως. Ολος ο στρατός μαζή με τον Ιωάβ προσεπάθησαν να καταστρέψουν τα τείχη της πόλεως.

Β Βασ. 20,16      καὶ ἐβόησε γυνὴ σοφὴ ἐκ τοῦ τείχους καὶ εἶπεν· ἀκούσατε ἀκούσατε, εἴπατε δὴ πρὸς Ἰωάβ· ἔγγισον ἕως ὧδε, καὶ λαλήσω πρὸς αὐτόν.

Β Βασ. 20,16            Τοτε μία συνετή γυναίκα εφώναξεν από το τείχος και είπεν· “ακούσατε, ακούσατε, και είπατε αυτά, σας παρακαλώ, στον Ιωάβ· Ας έλθη έως εδώ ο Ιωάβ, δια να ομιλήσω προς αυτόν”.

Β Βασ. 20,17      καὶ προσήγγισε πρὸς αὐτήν, καὶ εἶπεν ἡ γυνή· εἰ σὺ εἶ Ἰωάβ; ὁ δὲ εἶπεν· ἐγώ. εἶπε δὲ αὐτῷ· ἄκουσον τοὺς λόγους τῆς δούλης σου. καὶ εἶπεν Ἰωάβ· ἀκούω ἐγώ εἰμι.

Β Βασ. 20,17            Ο Ιωάβ επλησίασε πράγματι προς αυτήν και η γυνή εκείνη του είπε· “συ είσαι ο Ιωάβ;” Εκείνος απήντησε· “ναι, εγώ είμαι”. Η γυναίκα του είπε· “άκουσε τα λόγια της δούλης σου”. Ο Ιωάβ είπε· “ακούω. Πρόθυμος είμαι να σε ακούσω”.

Β Βασ. 20,18      καὶ εἶπε λέγουσα· λόγον ἐλάλησαν ἐν πρώτοις λέγοντες· ἠρωτημένος ἠρωτήθη ἐν τῇ Ἀβὲλ καὶ ἐν Δὰν εἰ ἐξέλιπον ἃ ἔθεντο οἱ πιστοὶ τοῦ Ἰσραήλ, ἐρωτῶντες ἐπερωτήσουσιν ἐν Ἀβέλ, καὶ οὕτως εἰ ἐξέλιπον.

Β Βασ. 20,18            Η γυναίκα του είπε τα εξής· “λέγεται από αρχαιοτέραν εποχήν· Οσοι ηρώτησαν την Αβέλ και την Δαν, εάν ηστόχησαν στους σκοπούς των οι πιστοί Ισραηλίται, δεν κατεστράφησαν. Αυτοί που θα ερωτήσουν την Αβέλ, πριν η πραγματοποιήσουν μίαν των απόφασιν, δεν θα χαθούν.

Β Βασ. 20,19      ἐγώ εἰμι εἰρηνικὰ τῶν στηριγμάτων Ἰσραήλ, σὺ δὲ ζητεῖς θανατῶσαι πόλιν καὶ μητρόπολιν ἐν Ἰσραήλ· ἱνατί καταποντίζεις κληρονομίαν Κυρίου;

Β Βασ. 20,19            Εγώ και η πόλις μου είμεθα τα ειρηνικά στηρίγματα του Ισραηλιτικού λαού. Συ επιδιώκεις να καταστρέψης την πόλιν αυτήν, η οποία είναι μήτηρ και άρχουσα εις πολλάς άλλας πόλστου Ισραηλιτικού λαού. Διατί λοιπόν θέλεις να καταποντίσης εις όλεθρον κληρονομίαν, η οποία ανήκει στον Κυριον;”

Β Βασ. 20,20      καὶ ἀπεκρίθη Ἰωάβ, καὶ εἶπεν· ἵλεώς μοι ἵλεώς μοι, εἰ καταποντιῶ καὶ εἰ διαφθερῶ·

Β Βασ. 20,20           Απήντησεν ο Ιωάβ και είπε· “δι' όνομα Θεού, εάν εγώ θέλω να εξαφανίσω η και να καταστρέψω την πόλιν σας.

Β Βασ. 20,21      οὐχ οὕτως ὁ λόγος, ὅτι ἀνὴρ ἐξ ὄρους Ἐφραίμ, Σαβεὲ υἱὸς Βοχορὶ ὄνομα αὐτοῦ, καὶ ἐπῇρε τὴν χεῖρα αὐτοῦ ἐπὶ τὸν βασιλέα Δαυίδ· δότε αὐτόν μοι μόνον, καὶ ἀπελεύσομαι ἀπάνωθεν τῆς πόλεως. καὶ εἶπεν ἡ γυνὴ πρὸς Ἰωάβ· ἰδοὺ ἡ κεφαλὴ αὐτοῦ ῥιφήσεται πρὸς σὲ διὰ τοῦ τείχους.

Β Βασ. 20,21            Ο λόγος, δια τον οποίον ευρίσκομαι εδώ, είναι, διότι ζητώ κάποιον άνθρωπον εκ του όρους Εφραίμ, ο οποίος ονομάζεται Σαβεέ ο Βοχορίτης και ο οποίος επανεστάτησεν εναντίον του βασιλέως Δαυίδ. Παραδώσατέ μας αυτόν μόνον, και ημείς θα φύγωμεν από την πόλιν σας”. Η γυναίκα εκείνη είπε προς τον Ιωάβ· “ιδού, η κεφαλή του Σαβεέ θα ριφθή προς σε από το τείχος”.

Β Βασ. 20,22      καὶ εἰσῆλθεν ἡ γυνὴ πρὸς πάντα τὸν λαὸν καὶ ἐλάλησε πρὸς πᾶσαν τὴν πόλιν ἐν τῇ σοφίᾳ αὐτῆς· καὶ ἀφεῖλε τὴν κεφαλὴν Σαβεὲ υἱοῦ Βοχορί. καὶ ἀφεῖλε καὶ ἔβαλε πρὸς Ἰωάβ. καὶ ἐσάλπισεν ἐν κερατίνῃ, καὶ διεσπάρησαν ἀπὸ τῆς πόλεως ἀπ᾿ αὐτοῦ ἀνὴρ εἰς τὰ σκηνώματα αὐτοῦ· καὶ Ἰωὰβ ἀπέστρεψεν εἰς Ἱερουσαλὴμ πρὸς τὸν βασιλέα.

Β Βασ. 20,22           Η γυναίκα αυτή επέστρεψεν εις την πόλιν και ωμίλησεν εις όλους τους κατοίκους με την σύνεσιν και την σοφίαν, η οποία την διέκρινε. Οι Ισραηλίται επείσθησαν εις αυτήν, εφόνευσαν τον Σαβεέ, απέκοψαν την κεφαλήν του και την έριψαν προς τον Ιωάβ. Ο Ιωάβ τότε εσάλπισε με την κερατίνην σάλπιγγα να καταπαύση ο πόλεμος. Οι στρατιώται του απεμακρύνθησαν από την πόλιν, μετέβησαν εις τας οικίας των, ο δε Ιωάβ επέστρεψεν στον βασιλέα Δαυίδ εις την Ιερουσαλήμ.

 

                                    Οι αξιωματούχοι του Δαβίδ

Β Βασ. 20,23      Καὶ ὁ Ἰωὰβ πρὸς πάσῃ τῇ δυνάμει Ἰσραήλ, καὶ Βαναίας υἱὸς Ἰωδαὲ ἐπὶ τοῦ Χερεθὶ καὶ ἐπὶ τοῦ Φελεθί,

Β Βασ. 20,23            Ο Ιωάβ ήτο αρχιστράτηγος όλου του στρατού του Δαυίδ. Ο Βαναίας δέ, ο υιός του Ιωδαέ, ήτο αρχηγός της σωματοφυλακής του βασιλέως των Χερεθί και Φελεθί.

Β Βασ. 20,24      καὶ Ἀδωνιρὰμ ἐπὶ τοῦ φόρου, καὶ Ἰωσαφὰτ υἱὸς Ἀχιλοὺθ ἀναμιμνήσκων,

Β Βασ. 20,24           Ο Αδωνιράμ ήτο ο επιβλέπων επί των φόρων. Ο Ιωσαφάτ, ο υιός του Αχιλούθ, ήτο επί των υπομνημάτων, ο αρχειοφύλαξ.

Β Βασ. 20,25      καὶ Σουσὰ γραμματεύς, καὶ Σαδὼκ καὶ Ἀβιάθαρ ἱερεῖς,

Β Βασ. 20,25            Ο Σουσά ήτο γενικός γραμματεύς, ο δε Σαδώκ και ο Αβιάθαρ ήσαν αρχιερείς.

Β Βασ. 20,26      καί γε Ἰρὰς ὁ Ἰαρὶν ἦν ἱερεὺς τοῦ Δαυίδ.

Β Βασ. 20,26           Ο Ιράς, ο υιός του Ιαρίν, ήτο ιερεύς και σύμβουλος του βασιλέως Δαυίδ.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 21- Ο ΤΡΙΕΤΗΣ ΛΙΜΟΣ - Η ΕΞΟΝΤΩΣΗ ΤΩΝ ΑΠΟΓΟΝΩΝ ΤΟΥ ΣΑΟΥΛ  

ΟΙ ΝΙΚΗΦΟΡΟΙ ΠΟΛΕΜΟΙ ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΦΙΛΙΣΤΑΙΩΝ

                                    Ο τριετής λιμός και η αιτία του

Β Βασ. 21,1        Καὶ ἐγένετο λιμὸς ἐν ταῖς ἡμέραις Δαυὶδ τρία ἔτη, ἐνιαυτὸς ὁ ἐχόμενος ἐνιαυτοῦ, καὶ ἐζήτησε Δαυὶδ τὸ πρόσωπον Κυρίου. καὶ εἶπε Κύριος· ἐπὶ Σαοὺλ καὶ ἐπὶ τὸν οἶκον αὐτοῦ ἀδικία ἐν θανάτῳ αἱμάτων αὐτοῦ, περὶ οὗ ἐθανάτωσε τοὺς Γαβαωνίτας.

Β Βασ. 21,1               Κατά την εποχήν, που εβασίλευσεν ο Δαυίδ, έγινεν ένας λιμός, ο οποίος διήρκεσεν επί τρία κατά συνέχειαν έτη. Ο Δαυίδ παρεκάλεσε τον Κυριον να μάθη την αιτίαν της θλίψεως αυτής. Ο Κυριος απήντησεν· “η θλίψις αυτή είναι τιμωρία, η οποία επήλθεν εναντίον σας εξ αιτίας του Σαούλ και της οικογενείας του. Δια την παρασπονδίαν, την οποίαν έκαμαν αυτοί, όταν έχυσαν αίματα των κατοίκων της Γαβαών”.

Β Βασ. 21,2        καὶ ἐκάλεσεν ὁ βασιλεὺς Δαυὶδ τοὺς Γαβαωνίτας καὶ εἶπε πρὸς αὐτούς· καὶ οἱ Γαβαωνῖται οὐχ υἱοὶ Ἰσραήλ εἰσιν, ὅτι ἀλλ᾿ ἢ ἐκ τοῦ λείμματος τοῦ Ἀμοῤῥαίου, καὶ οἱ υἱοὶ Ἰσραὴλ ὤμοσαν αὐτοῖς· καὶ ἐζήτησε Σαοὺλ πατάξαι αὐτοὺς ἐν τῷ ζηλῶσαι αὐτὸν τοὺς υἱοὺς Ἰσραὴλ καὶ Ἰούδα.

Β Βασ. 21,2               Ο βασιλεύς Δαυίδ προσεκάλεσε τους Γαβαωνίτας και τους είπε· (οι Γαβαωνίται, ως γνωστόν, δεν ήσαν Ισραηλίται αλλά υπολείμματα από το γένος των Αμορραίων. Προς αυτούς δε είχαν ορκισθή οι υιοί του Ισραήλ να μη τους θανατώσουν; Ο Σαούλ όμως προς χάριν, τάχα, των Ισραηλιτών και των Ιουδαίων επεζήτησε να τους εξόντώση).

 

                                    Οι απόγονοι του Σαούλ θανατώνονται

Β Βασ. 21,3        καὶ εἶπε Δαυὶδ πρὸς τοὺς Γαβαωνίτας· τί ποιήσω ἡμῖν καὶ ἐν τίνι ἐξιλάσομαι καὶ εὐλογήσετε τὴν κληρονομίαν Κυρίου;

Β Βασ. 21,3               Ο Δαυίδ, λοιπόν, είπε προς τους Γαβαωνίτας· “τι θέλετε να κάμω προς σας και με ποιό μέσον θα ημπορέσω να εξιλεωθώ απέναντί σας, δια να ευχηθήτε, ώστε να σωθή ο λαός αυτός, που είναι κληρονομία του Κυρίου;”

Β Βασ. 21,4        καὶ εἶπαν αὐτῷ οἱ Γαβαωνῖται· οὐκ ἔστιν ἡμῖν ἀργύριον ἢ χρυσίον μετὰ Σαοὺλ καὶ μετὰ τοῦ οἴκου αὐτοῦ, καὶ οὐκ ἔστιν ἡμῖν ἀνὴρ θανατῶσαι ἐν Ἰσραήλ.

Β Βασ. 21,4               Είπαν προς αυτόν οι Γαβαωνίται· “η διαφορά μας δεν είναι ζήτημα αργυρίου η χρυσίου με τον Σαούλ και με τους απογόνους του, και ούτε ημείς έχομεν την αξίωσιν να θανατωθή οιοσδήποτε από τους άλλους Ισραηλίτας”.

Β Βασ. 21,5        καὶ εἶπε· τί ὑμεῖς λέγετε καὶ ποιήσω ὑμῖν; καὶ εἶπαν πρὸς τὸν βασιλέα· ὁ ἀνήρ, ὃς συνετέλεσεν ἐφ᾿ ἡμᾶς καὶ ἐδίωξεν ἡμᾶς, ὃς παρελογίσατο ἐξολοθρεῦσαι ἡμᾶς· ἀφανίσωμεν αὐτόν, τοῦ μή ἑστάναι αὐτὸν ἐν παντὶ ὁρίῳ Ἰσραήλ·

Β Βασ. 21,5               Ο Δαυίδ τους ηρώτησε· “λοιπόν, τι λέγετε σεις, ότι πρέπει να κάμω;” Οι Γαβαωνίται απήντησαν προς τον βασιλέα· “ο άνθρωπος εκείνος, ο οποίος μας εξηφάνισε και μας κατεδίωξε, αυτός ο οποίος εσκέφθη να μας εξολοθρεύση, πρέπει να θανατωθή από ημάς και να μη έχη πλέον θέσιν εις την χώραν του Ισραηλιτικού λαού.

Β Βασ. 21,6        δότω ἡμῖν ἑπτὰ ἄνδρας ἐκ τῶν υἱῶν αὐτοῦ, καὶ ἐξηλιάσωμεν αὐτοὺς τῷ Κυρίῳ ἐν τῷ Γαβαὼν Σαοὺλ ἐκλεκτοὺς Κυρίου. καὶ εἶπεν ὁ βασιλεύς· ἐγὼ δώσω.

Β Βασ. 21,6               Δώστε μας, λοιπόν, επτά από τα παιδιά του Σαούλ, που σεις θα εκλέξετε, να τους κρεμάσωμεν εις την Γαβαών απέναντι του ηλίου προς εξιλέωσιν του Κυρίου”. Ο βασιλεύς Δαυίδ απήντησε· “μάλιστα εγώ θα σας τους δώσω”.

Β Βασ. 21,7        καὶ ἐφείσατο ὁ βασιλεὺς ἐπὶ Μεμφιβοσθὲ υἱὸν Ἰωνάθαν υἱοῦ Σαοὺλ διὰ τὸν ὅρκον Κυρίου τὸν ἀνὰ μέσον αὐτῶν καὶ ἀνὰ μέσον Δαυὶδ καὶ ἀνὰ μέσον Ἰωνάθαν υἱοῦ Σαούλ·

Β Βασ. 21,7               Ο βασιλεύς όμως ελυπήθη και δεν ηθέλησε να δώση τον Μεμφιβοσθέ, τον υιόν του Ιωνάθαν, υιού του Σαούλ. Τούτο δέ, δια τον όρκον που είχε δοθή ενώπιον του Κυρίου μεταξύ του Δαυίδ και του Ιωνάθαν, του υιού του Σαούλ.

Β Βασ. 21,8        καὶ ἔλαβεν ὁ βασιλεὺς τοὺς δύο υἱοὺς Ῥεσφὰ θυγατρὸς Ἁϊᾶ, οὓς ἔτεκε τῷ Σαούλ, τὸν Ἑρμωνὶ καὶ τὸν Μεμφιβοσθέ, καὶ τοὺς πέντε υἱοὺς τῆς Μιχὸλ θυγατρὸς Σαούλ, οὓς ἔτεκε τῷ Ἐσδριὴλ υἱῷ Βερζελλὶ τῷ Μουλαθί,

Β Βασ. 21,8               Επήρε λοιπόν ο βασιλεύς τους δύο υιούς της Ρεσφά, θυγατρός του Αϊά, τον Ερμωνί και τον Μεμφιβοσθέ, τους οποίους εγέννησεν αυτή ως σύζυγος του Σαούλ. Επίσης επήρε τους πέντε υιούς της Μιχόλ θυγατρός του Σαούλ, τους οποίους εγέννησεν αυτή ως σύζυγος του Εσδριήλ του υιού Βερζελλί, ο οποίος κατήγετο από τον Μουλά.

Β Βασ. 21,9        καὶ ἔδωκεν αὐτοὺς ἐν χειρὶ τῶν Γαβαωνιτῶν, καὶ ἐξηλίασαν αὐτοὺς ἐν τῷ ὄρει ἔναντι Κυρίου, καὶ ἔπεσαν οἱ ἑπτὰ αὐτοὶ ἐπὶ τὸ αὐτό· καὶ αὐτοὶ δὲ ἐθανατώθησαν ἐν ἡμέραις θερισμοῦ ἐν πρώτοις, ἐν ἀρχῇ θερισμοῦ κριθῶν.

Β Βασ. 21,9               Αυτούς τους επτά παρέδωσεν ο βασιλεύς εις τα χέρια των Γαβαωνιτών, οι οποίοι και τους εκρέμασαν στο όρος ενώπιον του Κυρίου. Και οι επτά αυτοί εθανατώθησαν μαζή. Εξετελέσθησαν δε κατά την εποχήν, κατά την οποίαν γίνεται ο πρώτος θερισμός, ο θερισμός της κριθής, εις την αρχήν μάλιατα του θερισμού της κριθής.

Β Βασ. 21,10      καὶ ἔλαβε Ῥεσφὰ θυγάτηρ Ἁϊᾶ τὸν σάκκον καὶ ἔπηξεν αὐτῇ πρὸς τὴν πέτραν ἐν ἀρχῇ θερισμοῦ κριθῶν, ἕως ἔσταξεν ἐπ᾿ αὐτοὺς ὕδωρ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ, καὶ οὐκ ἔδωκε τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ καταπαῦσαι ἐπ᾿ αὐτοὺς ἡμέρας καὶ τὰ θηρία τοῦ ἀγροῦ νυκτός.

Β Βασ. 21,10             Η Ρεσφά, η θυγάτηρ Αϊά, συντετριμμένη από την μητρικήν λύπην, επήρε ενά σάκκον, τον ήπλωσε εις κάποιον βράχον, τον έκαμε σκηνήν δια τον εαυτόν της και έμεινεν εκεί από τας πρώτας ημέρας του θερισμού, μέχρις ότου έπεσε βροχή από τον ουρανόν. Εκεί δε μένουσα δεν αφήκε τα πτηνά του ουρανού κατά την ημέραν και τα θηρία της γης κατά την νύκτα να φάγουν τα πτώματα των κρεμασθέντων παιδιών της.

Β Βασ. 21,11      καὶ ἀπηγγέλη τῷ Δαυὶδ ὅσα ἐποίησε Ῥεσφὰ θυγάτηρ Ἁϊᾶ παλλακὴ Σαούλ· καὶ ἐξελύθησαν, καὶ κατέλαβεν αὐτοὺς Δὰν υἱὸς Ἰωὰ ἐκ τῶν ἀπογόνων τῶν γιγάντων,

Β Βασ. 21,11              Επληροφόρησαν τον Δαυίδ αυτά, τα οποία έκαμεν Ρεσφά η θυγάτηρ Αϊά η σύζυγος δευτέρας σειράς του Σαούλ. Κατεπλάγησαν δε όλοι από την στοργήν της μητρός αυτής, ο δε Δαν, ο υιός του Ιωά, ένας από τους απογόνους των γιγάντων παρέλαβε τα κρεμασμένα πτώματα.

Β Βασ. 21,12      καὶ ἐπορεύθη Δαυὶδ καὶ ἔλαβε τὰ ὀστᾶ Σαοὺλ καὶ τὰ ὀστᾶ Ἰωνάθαν τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ παρὰ τῶν ἀνδρῶν υἱῶν Ἰαβὶς Γαλαάδ, οἳ ἔκλεψαν αὐτοὺς ἐκ τῆς πλατείας Βαιθσάν, ὅτι ἔστησαν αὐτοὺς ἐκεῖ οἱ ἀλλόφυλοι ἐν τῇ ἡμέρᾳ, ᾗ ἐπάταξαν οἱ ἀλλόφυλοι τὸν Σαοὺλ ἐν Γελβουέ,

Β Βασ. 21,12             Και ο Δαυίδ τότε μετέβη και επήρε τα οστά του Σαούλ, τα οστά του παιδιού του Ιωνάθαν από τους άνδρας της πόλεως Ιαβίς εις την περιοχήν Γαλαάδ, οι οποίοι είχον αφαιρέσει κρυφίως τα πτώματα αυτών από την πλατείαν της πόλεως Βαιθσάν. Διότι εκεί είχον κρεμάσει τον Σαούλ και τον Ιωνάθαν οι Φιλισταίοι, όταν εφόνευσαν τον Σαούλ στο όρος Γελβουέ.

Β Βασ. 21,13      καὶ ἀνήνεγκεν ἐκεῖθεν τὰ ὀστᾶ Σαοὺλ καὶ τὰ ὀστᾶ Ἰωνάθαν τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ καὶ συνήγαγε τὰ ὀστᾶ τῶν ἐξηλιασμένων.

Β Βασ. 21,13             Ο Δαυίδ επήρε και μετέφερεν από εκεί τα οστά του Σαούλ και τα οστά του Ιωνάθαν του υιού του, όπως και τα οστά των άλλων, που είχαν κρεμασθή.

Β Βασ. 21,14      καὶ ἔθαψαν τὰ ὀστᾶ Σαοὺλ καὶ τὰ ὀστᾶ Ἰωνάθαν τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ καὶ τά ὀστᾶ τῶν ἡλιασθέντων ἐν γῇ Βενιαμὶν ἐν τῇ πλευρᾷ ἐν τῷ τάφῳ Κὶς τοῦ πατρὸς αὐτοῦ καὶ ἐποίησαν πάντα, ὅσα ἐνετείλατο ὁ βασιλεύς. καὶ ἐπήκουσεν ὁ Θεὸς τῇ γῇ μετὰ ταῦτα.

Β Βασ. 21,14             Εθαψαν τα οστά του Σαούλ, τα οστά του παιδιού του Ιωνάθαν και τα οστά όσων άλλων είχαν κρεμασθή εις την χώραν της φυλής του Βενιαμίν. Αυτούς λοιπόν τους έθαψαν εις κάποιαν πλευράν στον τάφον του Κις, του πατρός του Σαούλ. Ολα αυτά έγιναν, διότι έτσι είχε διατάξει ο βασιλεύς. Ο δε Θεός κατόπιν αυτών ήκουσε την προσευχήν του Δαυίδ και απήλλαξε το βασίλειόν του από την μάστιγα του λιμού.

 

                                    Νικηφόρες επιχειρήσεις κατά των Φιλισταίων

Β Βασ. 21,15      Καὶ ἐγενήθη ἔτι πόλεμος τοῖς ἀλλοφύλοις μετὰ Ἰσραήλ. καὶ κατέβη Δαυὶδ καὶ οἱ παῖδες αὐτοῦ μετ᾿ αὐτοῦ καὶ ἐπολέμησαν μετὰ τῶν ἀλλοφύλων, καὶ ἐξελύθη Δαυίδ.

Β Βασ. 21,15             Κατόπιν των γεγονότων αυτών έγινε νέος πόλεμος μεταξύ των αλλοφύλων και των Ισραηλιτών. Ελαβε δε μέρος στον πόλεμον αυτόν ο Δαυίδ μαζή με τον στρατόν του και επολέμησαν εναντίον αυτών των αλλοφύλων. Ο δε Δαυίδ πολεμών εκουράσθη.

Β Βασ. 21,16      καὶ Ἰεσβί, ὃς ἦν ἐν τοῖς ἐκγόνοις τοῦ Ῥαφὰ καὶ ὁ σταθμὸς τοῦ δόρατος αὐτοῦ τριακοσίων σίκλων ὁλκὴ χαλκοῦ καὶ αὐτὸς περιεζωσμένος κορύνην, καὶ διενοεῖτο τοῦ πατάξαι τὸν Δαυίδ.

Β Βασ. 21,16             Εκεί εις την μάχην, μεταξύ των εχθρών, ήτο και ο Ιεσβί, ενας από τους απογόνους του Ραφά, γίγας και αυτός. Το βάρος του χαλκίνου δόρατός του ήτο επάνω από τριακοσίους σίκλους. Είχε ζωσθή ένα φονικόν ρόπαλον και με αυτό επεχείρησε να φονεύση τον Δαυίδ.

Β Βασ. 21,17      καὶ ἐβοήθησεν αὐτῷ Ἀβεσσὰ υἱὸς Σαρουΐας καὶ ἐπάταξε τὸν ἀλλόφυλον καὶ ἐθανάτωσεν αὐτόν. τότε ὤμοσαν οἱ ἄνδρες Δαυὶδ λέγοντες· οὐκ ἐξελεύσῃ ἔτι μεθ᾿ ἡμῶν εἰς πόλεμον καὶ οὐ μὴ σβέσῃς τὸν λύχνον Ἰσραήλ.

Β Βασ. 21,17             Ο Αβεσσά όμως, ο υιός της Σαρουΐας, έσπευσε και εβοήθησε τον Δαυίδ και εκτύπησε και εφόνευσεν αυτόν τον αλλόφυλον. Τοτε οι άνδρες του Δαυίδ ωρκίσθησαν και του είπαν· “άλλην φοράν δεν θα βγης μαζή μας στον πόλεμον συ ο βασιλεύς, δια να μη φονευθής και σβήσης έτσι τον μοναδικόν αυτόν λύχνον του Ισραηλιτικού λαού”.

Β Βασ. 21,18      καὶ ἐγενήθη μετὰ ταῦτα ἔτι πόλεμος ἐν Γὲθ μετὰ τῶν ἀλλοφύλων. τότε ἐπάταξε Σεβοχὰ ὁ Ἀστατωθὶ τὸν Σὲφ ἐν τοῖς ἐκγόνοις τοῦ Ῥαφά.

Β Βασ. 21,18             Κατόπιν αυτών έγινε πάλιν πόλεμος εις την περιοχήν Γεθ μεταξύ των Φιλισταίων και του Ισραηλιτικού λαού. Τοτε ο Σεβοχά, ο οποίος κατήγετο από την Αστατώθ, εφόνευσε τον Σέφ, ένα από τους απογόνους του Ραφά.

Β Βασ. 21,19      καὶ ἐγένετο ὁ πόλεμος ἐν Γὸβ μετὰ τῶν ἀλλοφύλων. καὶ ἐπάταξεν Ἐλεανὰν υἱὸς Ἀριωργὶμ ὁ Βηθλεεμίτης τὸν Γολιὰθ τὸν Γεθθαῖον, καὶ τὸ ξύλον τοῦ δόρατος αὐτοῦ ὡς ἀντίον ὑφαινόντων.

Β Βασ. 21,19             Και νέος πόλεμος έγινε μεταξύ Ισραηλιτών και αλλοφύλων εις την περιοχήν Γοβ. Εκεί ο Ελεανάν, ο υιός του Αριωργίμ, ο οποίος κατήγετο από την Βηθλεέμ, εφόνευσεν ένα γίγαντα, Γολιάθ ονόματι, τον καταγόμενον από την Γέθ, και του οποίου το ξύλον του δόρατός του ήτο σαν το αντί του αργαλειού.

Β Βασ. 21,20      καὶ ἐγένετο ἔτι πόλεμος ἐν Γέθ. καὶ ἦν ἀνὴρ μαδών, καὶ οἱ δάκτυλοι τῶν χειρῶν αὐτοῦ καὶ οἱ δάκτυλοι τῶν ποδῶν αὐτοῦ ἓξ καὶ ἕξ, εἰκοσιτέσσαρες ἀριθμῷ, καί γε αὐτὸς ἐτέχθη τῷ Ῥαφά.

Β Βασ. 21,20            Εγινε και άλλος πόλεμος εις την περιοχήν Γέθ. Εκεί υπήρχεν ενας ανήρ φαλακρός. Αυτός είχε εξ δάκτυλα εις κάθε του χέρι και εξ δάκτυλα εις κάθε του ποδί. Εν όλω δηλαδή είκοσι τέσσαρας δακτύλους και αυτός ήτο απόγονος του γίγαντος Ραφά.

Β Βασ. 21,21      καὶ ὠνείδισε τὸν Ἰσραήλ, καὶ ἐπάταξεν αὐτὸν Ἰωνάθαν υἱὸς Σεμεΐ ἀδελφοῦ Δαυίδ.

Β Βασ. 21,21             Υβριζε τον ισραηλιτικόν λαόν. Ο Ιωνάθαν, ο υιός του Σεμεΐ, αδελφού του Δαυίδ, εφόνευσεν αυτόν.

Β Βασ. 21,22      οἱ τέσσαρες οὗτοι ἐτέχθησαν ἀπόγονοι τῶν γιγάντων ἐν Γὲθ τῷ Ῥαφὰ οἶκος, καὶ ἔπεσαν ἐν χειρὶ Δαυίδ, καὶ ἐν χειρὶ τῶν δούλων αὐτοῦ.

Β Βασ. 21,22            Οι τέσσαρες αυτοί άνδρες ήσαν απόγονοι των γιγάντων εις την Γέθ, και ανήκον εις την οικογένειαν Ραφά. Αυτοί εφονεύθησαν με τα χέρια του Δαυίδ και με τα χέρια των στρατιωτών του.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 22- ΩΔΗ ΤΟΥ ΔΑΒΙΔ ΚΑΙ ΔΟΞΟΛΟΓΙΑ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΚΥΡΙΟ

                                    Ωδή του Δαβίδ και δοξολογία προς τον Κύριο

Β Βασ. 22,1        Καὶ ἐλάλησε Δαυὶδ τῷ Κυρίῳ τοὺς λόγους τῆς ᾠδῆς ταύτης ἐν ᾗ ἡμέρᾳ ἐξείλετο αὐτὸν Κύριος ἐκ χειρὸς πάντων τῶν ἐχθρῶν αὐτοῦ καὶ ἐκ χειρὸς Σαούλ,

Β Βασ. 22,1               Εψαλε τότε ο Δαυίδ προς τον Κυριον τα λόγια της παρακάτω ωδής, όταν ο Κυριος εγλύτωσεν αυτόν από όλους τους εχθρούς του, και μάλιστα από τα χέρια του Σαούλ.

Β Βασ. 22,2        καὶ εἶπεν· Κύριε, πέτρα μου καὶ ὀχύρωμά μου καὶ ἐξαιρούμενός με ἐμοί,

Β Βασ. 22,2              Και είπε· “Κυριε, συ είσαι ο βράχος μου και το οχύρωμά μου. Συ είσαι εκείνος, ο οποίος με εγλύτωσες από τους κινδύνους και μου εχάρισες σωτηρίαν.

Β Βασ. 22,3        ὁ Θεός μου φύλαξ μου ἔσται μοι, πεποιθὼς ἔσομαι ἐπ᾿ αὐτῷ, ὑπερασπιστής μου καὶ κέρας σωτηρίας μου, ἀντιλήπτωρ μου καὶ καταφυγή μου σωτηρίας μου, ἐξ ἀδίκου σώσεις με.

Β Βασ. 22,3              Ο Θεός μου θα είναι και στο μέλλον ο φρουρός και προστάτης μου. Εις αυτόν θα έχω την πεποίθησίν μου. Αυτός θα είναι ο υπερασπιστής μου, η δύναμις της σωτηρίας μου, ο προστάτης μου, η καταφυγή της σωτηρίας μου. Συ, Κυριε, θα με σώσης από κάθε άδικον άνθρωπον.

Β Βασ. 22,4        αἰνετὸν ἐπικαλέσομαι Κύριον καὶ ἐκ τῶν ἐχθρῶν μου σωθήσομαι.

Β Βασ. 22,4              Τον πανένδοξον και απειροΰμνητον Κυριον, θα επικαλεσθώ δια της προσευχής μου και με την βοήθειαν αυτού θα σωθώ από τα χέρια των εχθρών μου.

Β Βασ. 22,5        ὅτι περιέσχον με συντριμμοὶ θανάτου, χείμαῤῥοι ἀνομίας ἐθάμβησάν με·

Β Βασ. 22,5              Θα επικαλεσθώ τον Κυριον, διότι θανάσιμοι συμφοραί με έχουν περικυκλώσει, ορμητικαί και αιφνίδιαι, σαν χειμάρροι, αι κακίαι των ανθρώπων με κατεζάλισαν.

Β Βασ. 22,6        ὠδῖνες θανάτου ἐκύκλωσάν με, προέφθασάν με σκληρότητες θανάτου.

Β Βασ. 22,6              Ωδίνες θανάτου με περιεκύκλωσαν. Σκληροί πόνοι, που προμηνύουν τον θάνατον, με έχουν προφθάσει.

Β Βασ. 22,7        ἐν τῷ θλίβεσθαί με ἐπικαλέσομαι τὸν Κύριον καὶ πρὸς τὸν Θεόν μου βοήσομαι· καὶ ἐπακούσεται ἐκ ναοῦ αὐτοῦ φωνῆς μου, καὶ ἡ κραυγή μου ἐν τοῖς ὠσὶν αὐτοῦ.

Β Βασ. 22,7              Εις την συγκλονιστικήν αυτήν θλίψιν κατέφυγον δια της προσευχής προς τον Κυριον, και προς τον Θεόν μου με όλην μου την φωνήν εφώναξα· Ο Κυριος από τον ναόν τον άγιον αυτού με ήκουσε και η κραυγή μου έφθασεν έως εις τα αυτιά του.

Β Βασ. 22,8        καὶ ἐταράχθη καὶ ἐσείσθη ἡ γῆ, καὶ τὰ θεμέλια τοῦ οὐρανοῦ συνεταράχθησαν καὶ ἐσπαράχθησαν, ὅτι ἐθυμώθη Κύριος αὐτοῖς.

Β Βασ. 22,8              Εταράχθη η γη και εσείσθη, και αυτά ακόμη τα θεμέλια του ουρανού συνεταράχθησαν και διερράγησαν, διότι εθύμωσεν ο Κυριος εναντίον των ασεβών ανθρώπων.

Β Βασ. 22,9        ἀνέβη καπνὸς ἐν τῇ ὀργῇ αὐτοῦ, καὶ πῦρ ἐκ στόματος αὐτοῦ κατέδεται, ἄνθρακες ἐξεκαύθησαν ἀπ᾿ αὐτοῦ.

Β Βασ. 22,9              Σαν καπνός ανέβη η οργή του Κυρίου, και καταστρεπτική φωτιά εβγήκεν από το στόμα του. Κατακόκκινοι, πυρακτωμένοι άνθρακες εξεσφενδονίσθησαν από αυτόν.

Β Βασ. 22,10      καὶ ἔκλινεν οὐρανοὺς καὶ κατέβη, καὶ γνόφος ὑποκάτω τῶν ποδῶν αὐτοῦ.

Β Βασ. 22,10            Εχαμήλωσε τους ουρανούς και κατέβη εις την γην. Κατω δε από τα πόδια του υπήρχε κατασκότεινον νέφος.

Β Βασ. 22,11      καὶ ἐπεκάθισεν ἐπὶ Χερουβὶμ καὶ ἐπετάσθη καὶ ὤφθη ἐπὶ πτερύγων ἀνέμου.

Β Βασ. 22,11             Κατέβη εις την γην καθήμενος επάνω εις χερουβικόν θρόνον. Παρουσιάσθη, σαν να πετούσε επάνω εις τας πτέρυγας του ανέμου.

Β Βασ. 22,12      καὶ ἔθετο σκότος ἀποκρυφὴν αὐτοῦ κύκλῳ αὐτοῦ, ἡ σκηνὴ αὐτοῦ σκότος ὑδάτων· ἐπάχυνεν ἐν νεφέλαις ἀέρος.

Β Βασ. 22,12            Γυρω του, σαν να ήθελε να αποκρύψη την παρουσίαν του, εσκόρπισε σκοτάδι. Και η σκηνή αυτή απετελείτο από σκοτεινά σύννεφα, έτοιμα να αναλυθούν εις βροχήν. Και ολίγον κατ' ολίγον τα σύννεφα της θυέλλης επυκνώνοντο.

Β Βασ. 22,13      ἀπὸ τοῦ φέγγους ἐναντίον αὐτοῦ ἐξεκαύθησαν ἄνθρακες πυρός.

Β Βασ. 22,13            Από τας αστραπάς, που ενώπιόν του εφεγγοβολούσαν, εξετοξεύοντο κεραυνοί, σαν πυρωμένα κάρβουνα.

Β Βασ. 22,14      ἐβρόντησεν ἐξ οὐρανοῦ Κύριος, καὶ ὁ ὕψιστος ἔδωκε φωνὴν αὐτοῦ

Β Βασ. 22,14            Ο Κυριος έστειλε βροντάς από τον ουρανόν. Ο Υψιστος έδωκεν αυτήν την φωνήν του από τα ύψη του ουρανού.

Β Βασ. 22,15      καὶ ἀπέστειλε βέλη καὶ ἐσκόρπισεν αὐτούς, καὶ ἤστραψεν ἀστραπὴν καὶ ἐξέστησεν αὐτούς.

Β Βασ. 22,15            Εστειλε τους κεραυνούς σαν βέλη και διεσκόρπισε τους εχθρούς. Εστειλεν αστραπάς και τους κατέπληξε και τους εφόβησε.

Β Βασ. 22,16      καὶ ὤφθησαν ἀφέσεις θαλάσσης, καὶ ἀπεκαλύφθη θεμέλια τῆς οἰκουμένης ἐν τῇ ἐπιτιμήσει Κυρίου, ἀπὸ πνοῆς πνεύματος θυμοῦ αὐτοῦ.

Β Βασ. 22,16            Από την βιαίαν πνοήν της οργής του, από την επιτίμησίν του, εφάνησαν οι πυθμένες των θαλασσών, απεκαλύφθησαν τα θεμέλια της γης.

Β Βασ. 22,17      ἀπέστειλεν ἐξ ὕψους καὶ ἔλαβέ με, εἵλκυσέ με ἐξ ὑδάτων πολλῶν·

Β Βασ. 22,17            Και την ώραν εκείνην της φοβεράς αναστατώσεως μου έστειλεν ο Θεός βοήθειαν. Απλωσε το χέρι του και με έπιασε. Με ανέσυρεν ανάμεσα από τα πολλά ύδατα, όπου εκινδύνευα να πνιγώ.

Β Βασ. 22,18      ἐῤῥύσατό με ἐξ ἐχθρῶν μου ἰσχύος, ἐκ τῶν μισούντων με, ὅτι ἐκραταιώθησαν ὑπὲρ ἐμέ.

Β Βασ. 22,18            Ο Κυριος με εγλύτωσεν από τους ισχυρούς εχθρούς μου, οι οποίοι με εμισούσαν, και είχαν γίνει πολύ ισχυρότεροί μου.

Β Βασ. 22,19      προέφθασάν με ἡμέραι θλίψεώς μου καὶ ἐγένετο Κύριος ἐπιστήριγμά μου

Β Βασ. 22,19            Ημέραι θλίψεως με εκυρίευσαν εξ αιτίας των εχθρών μου, αλλ' ο Κυριος έγινε το μεγάλο στήριγμά μου.

Β Βασ. 22,20      καὶ ἐξήγαγέ με εἰς πλατυσμὸν καὶ ἐξείλετό με, ὅτι ηὐδόκησεν ἐν ἐμοί.

Β Βασ. 22,20           Ο Κυριος με έβγαλεν από τους εχθρούς μου και με ετοποθέτησεν εις άνετον, ευχάριστον περιοχήν, διότι με ηγάπησε.

Β Βασ. 22,21      καὶ ἀνταπέδωκέ μοι Κύριος κατὰ τὴν δικαιοσύνην μου, καὶ κατὰ τὴν καθαριότητα τῶν χειρῶν μου ἀνταπέδωκέ μοι.

Β Βασ. 22,21            Ο Κυριος μου ανταπέδωκε σύμφωνα με την δικαιοσύνην μου, και σύμφωνα με την καθαριότητα των χειρών μου από κάθε αδικίαν με εβράβευσε.

Β Βασ. 22,22      ὅτι ἐφύλαξα ὁδοὺς Κυρίου καὶ οὐκ ἠσέβησα ἀπὸ τοῦ Θεοῦ μου,

Β Βασ. 22,22           Διότι εγώ εφύλαξα όλας τας εντολάς του Κυρίου. Δεν εδείχθην ασεβής απέναντι του Θεού.

Β Βασ. 22,23      ὅτι πάντα τὰ κρίματα αὐτοῦ κατεναντίον μου, καὶ τὰ δικαιώματα αὐτοῦ, οὐκ ἀπέστην ἀπ᾿ αὐτῶν.

Β Βασ. 22,23            Διότι είχα πάντοτε ενώπιόν μου όλας τας εντολάς του, και όλα τα δικαιώματά του. Ποτέ δεν απεμακρύνθην από αυτά.

Β Βασ. 22,24      καὶ ἔσομαι ἄμωμος αὐτῷ καὶ προφυλάξομαι ἀπὸ τῆς ἀνομίας μου.

Β Βασ. 22,24           Ημην και θα είμαι άμωμος ενώπιόν του και θα προφυλαχθώ από κάθε παρανομίαν μου.

Β Βασ. 22,25      καὶ ἀποδώσει μοι Κύριος κατὰ τὴν δικαιοσύνην μου καὶ κατὰ τὴν καθαριότητα τῶν χειρῶν μου ἐνώπιον τῶν ὀφθαλμῶν αὐτοῦ.

Β Βασ. 22,25            Ο Κυριος με εβράβευσε και θα με βραβεύη δια την δικαιοσύνην μου και δια την καθαρότητα των χειρών μου ενώπιον των οφθαλμών του.

Β Βασ. 22,26      μετὰ ὁσίου ὁσιωθήσῃ καὶ μετὰ ἀνδρὸς τελείου τελειωθήσῃ

Β Βασ. 22,26           Ο Κυριος φέρεται με οσιότητα απέναντι του οσίου ανθρώπου και απέναντι του τελείου ανθρώπου φέρεται με τελειότητα.

Β Βασ. 22,27      καὶ μετὰ ἐκλεκτοῦ ἐκλεκτὸς ἔσῃ καὶ μετὰ στρεβλοῦ στρεβλωθήσῃ.

Β Βασ. 22,27            Απέναντι των εκλεκτών σου θα είσαι, Κυριε, εκλεκτός, αλλά απέναντι των διεστραμμένων θα φερθής με ανάλογον προς την κακότητά των τρόπον.

Β Βασ. 22,28      καὶ τὸν λαὸν τὸν πτωχὸν σώσεις καὶ ὀφθαλμοὺς ἐπὶ μετεώρων ταπεινώσεις.

Β Βασ. 22,28           Συ, Κυριε, λαόν πτωχόν και θλιμμένον θα σώσης, και αυτούς, που έχουν υπερηφάνους τους οφθαλμούς, θα τους ταπεινώσης.

Β Βασ. 22,29      ὅτι σὺ ὁ λύχνος μου, Κύριε, καὶ Κύριος ἐκλάμψει μοι τὸ σκότος μου.

Β Βασ. 22,29           Συ, Κυριε, είσαι ο λύχνος και το φως της ευτυχίας μου. Ναι, ο Κυριος θα λάμψη ενώπιόν μου και θα διαλύση τα σκοτάδια της θλίψεως και της δυστυχίας μου.

Β Βασ. 22,30      ὅτι ἐν σοὶ δραμοῦμαι μονόζωνος καὶ ἐν τῷ Θεῷ μου ὑπερβήσομαι τεῖχος.

Β Βασ. 22,30            Με την ιδικήν σου δύναμιν θα τρέξω σαν ελαφρώς ωπλισμένος και με την δύναμιν του Θεού μου εγώ θα εισπηδήσω εις υψηλά τείχη και θα κυριεύσω ωχυρωμένας πόλεις.

Β Βασ. 22,31      ὁ ἰσχυρός, ἄμωμος ἡ ὁδὸς αὐτοῦ, τὸ ῥῆμα Κυρίου κραταιόν, πεπυρωμένον, ὑπερασπιστής ἐστι πᾶσι τοῖς πεποιθόσιν ἐπ᾿ αὐτόν.

Β Βασ. 22,31            Ισχυρός είναι ο Θεός, άμωμος η οδός του. Ο τρόπος της ενεργείας του πανίσχυρος, και πυρακτωμένος ο λόγος του. Ο Θεός είναι πάντοτε κραταιός υπερασπιστής όλων εκείνων, οι οποίοι έχουν πίστιν εις αυτόν.

Β Βασ. 22,32      τίς ἰσχυρὸς πλὴν Κυρίου; καὶ τίς κτίστης ἔσται πλὴν τοῦ Θεοῦ ἡμῶν;

Β Βασ. 22,32            Ποιός άλλος είναι ισχυρότερος από τον Κυριον; Και ποιός άλλος είναι δημιουργός του σύμπαντος, πλην του Θεού μας;

Β Βασ. 22,33      ὁ ἰσχυρὸς ὁ κραταιῶν με δυνάμει, καὶ ἐξετίναξεν ἄμωμον τὴν ὁδόν μου·

Β Βασ. 22,33            Αυτός ο πανίσχυρος Θεός είναι εκείνος, ο οποίος με ενίσχυσε με την δύναμίν του. Αυτός άπλωσεν εμπρός μου και κατέστησεν άμωμον τον δρόμον της ζωής μου.

Β Βασ. 22,34      τιθεὶς τοὺς πόδας μου ὡς ἐλάφων καὶ ἐπὶ τὰ ὕψη ἱστῶν με·

Β Βασ. 22,34            Αυτός είναι εκείνος, ο οποίος έκαμε τα πόδια μου ελαφρά σαν των ελάφων και με ανυψώνει με την δύναμίν του επάνω εις τα υψώματα, υπεράνω από τους εχθρούς μου.

Β Βασ. 22,35      διδάσκων χεῖράς μου εἰς πόλεμον καὶ κατάξας τόξον χαλκοῦν ἐν βραχίονί μου.

Β Βασ. 22,35            Αυτός είναι, που εδίδαξε τα χέρια μου δια νικηφόρους πολέμους και κατέστησε τον βραχίονά μου ισχυρόν, ώστε να κρατή χάλκινον τόξον.

Β Βασ. 22,36      καὶ ἔδωκάς μοι ὑπερασπισμὸν σωτηρίας μου, καὶ ἡ ὑπακοή σου ἐπλήθυνέ με

Β Βασ. 22,36            Συ, Κυριε, με υπερησπίσθης ενώπιον των εχθρών μου και η ευμένειά σου με έκαμε μέγαν.

Β Βασ. 22,37      εἰς πλατυσμὸν εἰς τὰ διαβήματά μου ὑποκάτω μου, καὶ οὐκ ἐσαλεύθησαν τὰ σκέλη μου.

Β Βασ. 22,37            Η συγκατάβασίς σου και η προθυμία σου να ακούης την προσευχήν μου υπήρξε μεγάλη, ώστε να βαδίζω με ανοικτά βήματα και τα βήματα αυτά να είναι σταθερά εις την ζωήν μου.

Β Βασ. 22,38      διώξω ἐχθρούς μου καὶ ἀφανιῶ αὐτοὺς καὶ οὐκ ἀναστρέψω ἕως ἂν συντελέσω αὐτούς·

Β Βασ. 22,38            Με την ιδικήν σου δύναμιν θα καταδιώξω τους εχθρούς μου και θα τους εξαφανίσω και δεν θα επιστρέψω, εάν δεν φέρω εις πέρας την καταστροφήν των.

Β Βασ. 22,39      καὶ θλάσω αὐτοὺς καὶ οὐκ ἀναστήσονται καὶ πεσοῦνται ὑπὸ τοὺς πόδας μου.

Β Βασ. 22,39            Θα τους συντρίψω και θα τους ποδοπατήσω και δεν θα εγερθούν· θα πέσουν κάτω από τα πόδια μου.

Β Βασ. 22,40      καὶ ἐνισχύσεις με δυνάμει εἰς πόλεμον, κάμψεις τοὺς ἐπιστανομένους μοι ὑποκάτω μου·

Β Βασ. 22,40           Συ, Κυριε, θα με ενισχύσης με την δύναμίν σου εις καιρόν πολέμου. Θα κάμψης και θα θέσης κάτω από την εξουσίαν μου εκείνους, οι οποίοι επαναστατούν εναντίον μου.

Β Βασ. 22,41      καὶ τοὺς ἐχθρούς μου ἔδωκάς μοι νῶτον, τοὺς μισοῦντάς με, καὶ ἐθανάτωσας αὐτούς.

Β Βασ. 22,41            Τους εχθρούς μου, οι οποίοι με μισούν, τους έτρεψες εις φυγήν και συ εθανάτωσες αυτούς.

Β Βασ. 22,42      βοήσονται, καὶ οὐκ ἔστι βοηθός, πρὸς Κύριον, καὶ οὐκ ἐπήκουσεν αὐτῶν.

Β Βασ. 22,42           Οι εχθροί μου θα φωνάξουν προς τους θεούς των ζητούντες βοήθειαν και δεν θα υπάρχη κανείς να τους βοηθήση. Θα επικαλεσθούν τότε τον Κυριον ημών, αλλά ο Κυριος δεν θα ακούση την προσευχήν των.

Β Βασ. 22,43      καὶ ἐλέανα αὐτοὺς ὡς χοῦν γῆς, ὡς πηλὸν ἐξόδων ἐλέπτυνα αὐτούς.

Β Βασ. 22,43            Τους εκονιορτοποίησα, όπως είναι το χώμα της γης, και όπως είναι η λάσπη τους έκαμα λεπτούς και αδυνάτους.

Β Βασ. 22,44      καὶ ῥύσῃ με ἐκ μάχης λαῶν, φυλάξεις με εἰς κεφαλὴν ἐθνῶν. λαός, ὃν οὐκ ἔγνω, ἐδούλευσάν μοι,

Β Βασ. 22,44           Συ, Κυριε, θα με περιφρουρήσης από έριδας και μάχας λαών. Συ θα με διαφυλάξης και θα με αναδείξης επί κεφαλής εθνών. Λαός, τον οποίον δεν εγνώριζα, αυτός ο λαός έγινε δούλος μου με την ιδικήν σου βοήθειαν.

Β Βασ. 22,45      υἱοὶ ἀλλότριοι ἐψεύσαντό μοι, εἰς ἀκοὴν ὠτίου ἤκουσάν μου·

Β Βασ. 22,45            Ξένο λαοί εφέρθησαν με υποκρισίαν και δολιότητα απέναντί μου. Αλλά υπετάχθησαν εις εμέ.

Β Βασ. 22,46      υἱοὶ ἀλλότριοι ἀποῤῥιφήσονται καὶ σφαλοῦσιν ἐκ τῶν συγκλεισμῶν αὐτῶν.

Β Βασ. 22,46           Ξένοι λαοί θα απορριφθούν από τας πόλεις των, θα παραπατήσουν και θα εξέλθουν από τας οχυράς και κλεισμένας πόλεις των.

Β Βασ. 22,47      ζῇ Κύριος, καὶ εὐλογητὸς ὁ φύλαξ μου, καὶ ὑψωθήσεται ὁ Θεός μου, ὁ φύλαξ τῆς σωτηρίας μου.

Β Βασ. 22,47            Ζη Κυριος ο Θεός μου. Ας είναι ευλογημένος ο φύλακάς μου αυτός. Θα μεγαλυνθή και θα δοξασθή ο Θεός μου, ο φρουρός μου και σωτήρ μου.

Β Βασ. 22,48      ἰσχυρὸς Κύριος ὁ διδοὺς ἐκδικήσεις ἐμοί, παιδεύων λαοὺς ὑποκάτω μου

Β Βασ. 22,48           Ο Κυριος, ο οποίος τιμωρεί τους εχθρούς μου, είναι παντοδύναμος. Αυτός είναι εκείνος, που παιδεύει τους λαούς και τους θέτει κάτω από την ιδικήν μου την εξουσίαν.

Β Βασ. 22,49      καὶ ἐξάγων με ἐξ ἐχθρῶν μου, καὶ ἐκ τῶν ἐπεγειρομένων μοι ὑψώσεις με, ἐξ ἀνδρὸς ἀδικημάτων ῥύσῃ με.

Β Βασ. 22,49           Ο Θεός είναι εκείνος, ο οποίος με έβγαλεν εκ μέσου των εχθρών μου. Ο Θεός με ύψωσε και θα με υψώση υπεράνω από τους εχθρούς μου αυτός ο οποίος με απήλλαξεν από τον άνδρα εκείνον των αδικιών (τον Σαούλ).

Β Βασ. 22,50      διὰ τοῦτο ἐξομολογήσομαί σοι, Κύριε, ἐν τοῖς ἔθνεσι καὶ ἐν τῷ ὀνόματί σου ψαλῶ,

Β Βασ. 22,50            Δια τούτο εγώ, Κυριε, θα σε δοξάζω εν μέσω όλων των εθνών και θα ψάλλω ύμνους εις δόξαν και τιμήν του ονόματός σου.

Β Βασ. 22,51      μεγαλύνων τὰς σωτηρίας βασιλέως αὐτοῦ καὶ ποιῶν ἔλεος τῷ χριστῷ αὐτοῦ, τῷ Δαυὶδ καὶ τῷ σπέρματι αὐτοῦ ἕως αἰῶνος.

Β Βασ. 22,51            Θα υμνολογώ και θα διαλαλώ τας θαυμαστάς σωτηρίας, τας οποίας ο Θεός επραγματοποίησεν εις εμέ, τον βασιλέα του, ευσπλαγχνιζόμενος εμέ τον Δαυίδ, τον οποίον αυτός έχρισε βασιλέα, ευσπλαγχνιζόμενος ακόμη και τους απογόνους μου στους αιώνας.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 23- ΨΑΛΜΟΣ ΤΟΥ ΔΑΒΙΔ - ΟΙ ΕΠΙΛΕΚΤΟΙ ΠΟΛΕΜΙΣΤΕΣ ΤΟΥ ΔΑΒΙΔ  

                                   Ψαλμός του Δαβίδ

Β Βασ. 23,1        Καὶ οὗτοι οἱ λόγοι Δαυὶδ οἱ ἔσχατοι· Πιστὸς Δαυὶδ υἱὸς Ἰεσσαί, καὶ πιστὸς ἀνήρ, ὃν ἀνέστησε Κύριος ἐπὶ χριστὸν Θεοῦ Ἰακώβ, καὶ εὐπρεπεῖς ψαλμοὶ Ἰσραήλ.

Β Βασ. 23,1               Αυτοί ξε είναι οι τελευταίοι λόγοι, τους οποίους είπεν ο Δαυίδ. Αξιόπιστος είναι ο Δαυίδ, ο υιός του Ιεσσαί. Αξιόπιστος είναι ο ανήρ αυτός, τον οποίον ο Κυριος ανύψωσε και ανέδειξεν, ώστε να χρισθή βασιλεύς υπό του Θεού του Ιακώβ και αυτοί είναι οι ωραίοι και σεμνοί ψαλμοί μεταξύ του Ισραηλιτικού λαού.

Β Βασ. 23,2        πνεῦμα Κυρίου ἐλάλησεν ἐν ἐμοί, καὶ ὁ λόγος αὐτοῦ ἐπὶ γλώσσης μου.

Β Βασ. 23,2              Ο Δαυίδ είπεν· “Το Πνεύμα του Κυρίου ωμίλησεν εις εμέ και ο ιδικός του λόγος ευρίσκεται εις την γλώσσαν μου.

Β Βασ. 23,3        λέγει ὁ Θεὸς Ἰσραήλ, ἐμοὶ ἐλάλησε φύλαξ Ἰσραήλ· παραβολὴν εἰπὸν ἐν ἀνθρώπῳ· πῶς κραταιώσητε φόβον Θεοῦ;

Β Βασ. 23,3              Ο Θεός του Ισραηλιτικού λαού, ο φρουρός αυτός του Ισραήλ, μου ωμίλησε και μου είπε· Δια παραβολικού τρόπου θα ενισχυθή μεταξύ των ανθρώπων ο φόβος του Θεού.

Β Βασ. 23,4        καὶ ἐν Θεῷ φωτὶ πρωΐας ἀνατείλαι ἥλιος, τὸ πρωΐ παρῆλθεν ἐκ φέγγους καὶ ὡς ἐξ ὑετοῦ χλόης ἀπὸ γῆς.

Β Βασ. 23,4              Φως Θεού, σαν άλλος ήλιος την πρωΐαν, θα ανατείλη, θα εμφανισθή σαν φως, που ομοιάζει με χλόην της γης έπειτα από βροχήν.

Β Βασ. 23,5        οὐ γὰρ οὕτως ὁ οἶκός μου μετὰ ἰσχυροῦ; διαθήκην γὰρ αἰώνιον ἔθετό μοι, ἑτοίμην ἐν παντὶ καιρῷ πεφυλαγμένην, ὅτι πᾶσα σωτηρία μου καὶ πᾶν θέλημα, ὅτι οὐ μὴ βλαστήσῃ ὁ παράνομος.

Β Βασ. 23,5              Τέτοιος δεν θα είναι ο ιδικός μου οίκος και οι απόγονοί μου κάτω από την παντοδύναμον προστασίαν και ενίσχυσιν του Θεού; Μαλιστα· διότι ο Θεός μου έδωσε την αιωνίαν αυτήν υπόσχεσιν, η οποία είναι ακλόνητος, παντοτεινή, αμετακίνητος. Καθε ιερός μου πόθος και η ασφαλής σωτηρία μου θα προέλθη από την εκπλήρωσιν της υποσχέσεως αυτής. Ετσι δε δεν θα αναβλαστήσουν και δεν θα ενισχυθούν οι παράνομοι εναντίον μου.

Β Βασ. 23,6        ὥσπερ ἄκανθα ἐξωσμένη πάντες οὗτοι, ὅτι οὐ χειρὶ ληφθήσονται,

Β Βασ. 23,6              Αυτοί θα τεθούν κατά μέρος, σαν πεταμένα αγκάθια, τα οποία δεν εγγίζει κανείς με τα χέρια του.

Β Βασ. 23,7        καὶ ἀνὴρ οὐ κοπιάσει ἐν αὐτοῖς, καὶ πλῆρες σιδήρου καὶ ξύλον δόρατος, καὶ ἐν πυρὶ καύσει καυθήσονται αἰσχύνην αὐτῶν.

Β Βασ. 23,7              Ο άνθρωπος δέ, ο οποίος θα καταπιασθή με αυτά, δεν θα καρφωθή, διότι θα τα πετάξη με την βοήθειαν κάποιου σιδηρού μέσου η ξυλίνου δόρατος. Θα τα στοιβάξη και θα τα κατακαύση εις την φωτιά. Αυτό θα είναι το κατάντημα των αδιαντρόπων εχθρών του Θεού”.

 

                                   Οι επίλεκτοι πολεμιστές του Δαβίδ

Β Βασ. 23,8        Ταῦτα τὰ ὀνόματα τῶν δυνατῶν Δαυίδ· Ἰεβοσθὲ ὁ Χαναναῖος, ἄρχων τοῦ τρίτου ἐστίν, Ἀδινὼν ὁ Ἀσωναῖος· οὗτος ἐσπάσατο τὴν ῥομφαίαν αὐτοῦ ἐπὶ ὀκτακοσίους στρατιώτας εἰσάπαξ.

Β Βασ. 23,8              Τα ονόματα των ισχυρών ανδρών της αυλής του Δαυίδ είναι αυτά· Ο Ιεβοσθέ ο Χαναναίος, είναι ενας από τους τρεις εκλεκτούς άνδρας και ο Αδινών ο Ασωναίος. Αυτός έσυρε το ξίφος του και επετέθη συγχρόνως εναντίον οκτακοσίων στρατιωτών.

Β Βασ. 23,9        καὶ μετ᾿ αὐτὸν Ἐλεανὰν υἱὸς πατραδέλφου αὐτοῦ υἱὸς Σουδίτου ἐν τοῖς τρισὶ δυνατοῖς. οὗτος μετὰ Δαυὶδ ἦν ἐν Σεῤῥάν, καὶ ἐν τῷ ὀνειδίσαι αὐτὸν ἐν τοῖς ἀλλοφύλοις συνήχθησαν ἐκεῖ εἰς πόλεμον, καὶ ἀνέβησαν ἀνὴρ Ἰσραήλ·

Β Βασ. 23,9              Επειτα από αυτόν ενας από τους εκλεκτούς ήτο ο Ελεανάν, ανεψιός του προηγουμένου, υιός Σουδίτου. Ητο και αυτός ένας από τους άνδρας μαζή με τον Δαυίδ εις Σερράν, όταν οι συγκεντρωθέντες εκεί αλλόφυλοι εχλεύαζαν και επροκάλεσαν κάθε γενναίον Ισραηλίτην εις μονομαχίαν. Εκεί είχαν συγκεντρωθή και όλοι οι Ισραηλίται.

Β Βασ. 23,10      αὐτὸς ἀνέστη καὶ ἐπάταξεν ἐν τοῖς ἀλλοφύλοις, ἕως οὗ ἐκοπίασεν ἡ χεὶρ αὐτοῦ καὶ προσεκολλήθη ἡ χεὶρ αὐτοῦ πρὸς τὴν μάχαιραν, καὶ ἐποίησε Κύριος σωτηρίαν μεγάλην ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ· καὶ ὁ λαὸς ἐκάθητο ὀπίσω αὐτοῦ πλὴν ἐκδιδύσκειν.

Β Βασ. 23,10            Αυτός ηγέρθη, εκτύπησε τους Φιλισταίους, μέχρις ότου εκουράσθη το χέρι του και εκόλλησεν η παλάμη του εις την λαβήν της μαχαίρας του. Ο Κυριος δι' αυτού επραγματοποίησε μεγάλην νίκην κατά την ημέραν εκείνην προς σωτηρίαν του Ισραηλιτικού λαού. Ο δε λαός, ο οποίος ήτο όπισθεν αυτού, ελαφυραγωγούσε μόνον και απεγύμνωνε τους νεκρούς.

Β Βασ. 23,11      καὶ μετ᾿ αὐτὸν Σαμαΐα υἱὸς Ἀσὰ ὁ Ἀρουχαῖος. καὶ συνήχθησαν οἱ ἀλλόφυλοι εἰς Θηρία, καὶ ἦν ἐκεῖ μερὶς τοῦ ἀγροῦ πλήρης φακοῦ, καὶ ὁ λαὸς ἔφυγεν ἐκ προσώπου ἀλλοφύλων·

Β Βασ. 23,11             Επειτα από αυτόν ένας από τους τρεις εκλεκτούς ήτο ο Σαμαΐα, ο υιός του Ασά, ο οποίος κατήγετο από την Αρούχ. Οι Φιλισταίοι είχαν συγκεντρωθή εις κάποιαν τοποθεσίαν υνομαζομένην Θηρία. Εκεί δε υπήρχεν αγρός, ο οποίος είχε σπαρή με φακήν. Ο ισραηλιτικός λαός ετράπη εις φυγήν, όταν αντίκρυσε τους Φιλισταίους.

Β Βασ. 23,12      καὶ ἐστηλώθη ἐν μέσῳ τῆς μερίδος καὶ ἐξείλατο αὐτὴν καὶ ἐπάταξε τοὺς ἀλλοφύλους, καὶ ἐποίησε Κύριος σωτηρίαν μεγάλην.

Β Βασ. 23,12            Ο Σαμαΐα όμως εστάθηκε ακίνητος εν μέσω του αγρού εκείνου, ηγωνίσθη εις υπεράσπισίν του και εφόνευσε τους αλλοφύλους. Ο Κυριος δι' αυτού κατόρθωσε μίαν μεγάλην και σωτηριώδη νίκην.

Β Βασ. 23,13      καὶ κατέβησαν τρεῖς ἀπὸ τῶν τριάκοντα καὶ ἦλθαν εἰς Κασὼν πρὸς Δαυὶδ εἰς τὸ σπήλαιον Ὀδολλάμ, καὶ τάγμα τῶν ἀλλοφύλων παρενέβαλον ἐν τῇ κοιλάδι Ῥαφαΐμ·

Β Βασ. 23,13             Οι τρεις ανωτέρω εκλεκτοί από τους τριάκοντα γενναίους κατέβηκαν και ήλθαν εις Κασών, προς τον Δαυίδ, στο σπήλαιον Οδολλάμ. Ενα στρατιωτικόν τμήμα των Φιλισταίων είχε στρατοπεδεύσει εις την κοιλάδα των Ραφαΐμ.

Β Βασ. 23,14      καὶ Δαυὶδ τότε ἐν τῇ περιοχῇ, καὶ τὸ ὑπόστημα τῶν ἀλλοφύλων τότε ἐν Βηθλεέμ.

Β Βασ. 23,14            Ο Δαυίδ τότε ευρίσκετο εις ένα φρούριον, το δε στρατιωτικόν τμήμα των αλλοφύλων είχε στρατοπεδεύσει εις την Βηθλεέμ.

Β Βασ. 23,15      καὶ ἐπεθύμησε Δαυὶδ καὶ εἶπε· τίς ποτιεῖ με ὕδωρ ἐκ τοῦ λάκκου τοῦ ἐν Βηθλεὲμ τοῦ ἐν τῇ πύλῃ; τὸ δὲ σύστημα τῶν ἀλλοφύλων τότε ἐν Βηθλεέμ.

Β Βασ. 23,15             Ο Δαυίδ εξέφρασε μίαν επιθυμίαν “Ποιός τάχα ημπορεί να μου φέρη να πιώ νερό από το φρέαρ, που ευρίσκεται πλησίον εις την πύλην του τείχους της πόλεως Βηθλεέμ;” Στρατιωτικόν τμήμα των αλλοφύλων τότε είχε στρατοπεδεύσει εκεί.

Β Βασ. 23,16      καὶ διέῤῥηξαν οἱ τρεῖς δυνατοὶ ἐν τῇ παρεμβολῇ τῶν ἀλλοφύλων καὶ ὑδρεύσαντο ὕδωρ ἐκ τοῦ λάκκου τοῦ ἐν Βηθλεὲμ τοῦ ἐν τῇ πύλῃ καὶ ἔλαβαν καὶ παρεγένοντο πρὸς Δαυίδ, καὶ οὐκ ἠθέλησε πιεῖν αὐτὸ καὶ ἔσπεισεν αὐτὸ τῷ Κυρίῳ

Β Βασ. 23,16            Οι τρεις, λοιπόν, αυτοί γενναίοι άνδρες διέσπασαν το στρατόπεδον των Φιλισταίων, ήντλησαν νερό από το φρέαρ, που ευρίσκετο εις την πύλην του τείχους της πόλεως Βηθλεέμ, επήραν αυτό και ήλθαν στον Δαυίδ. Ο Δαυίδ όμως δεν ηθέλησε να το πίη. Το προσέφερε θυσίαν προς τον Κυριον

Β Βασ. 23,17      καὶ εἶπεν· ἵλεώς μοι, Κύριε, τοῦ ποιῆσαι τοῦτο, εἰ αἷμα τῶν ἀνδρῶν τῶν πορευθέντων ἐν ταῖς ψυχαῖς αὐτῶν πίομαι· καὶ οὐκ ἠθέλησε πιεῖν αὐτό. ταῦτα ἐποίησαν οἱ τρεῖς δυνατοί.

Β Βασ. 23,17             και είπε τούτο· “λυπήσου με, Κυριε, να μη χορτάσω την επιθυμίαν μου με το νερο αυτό. Κατ' ουδένα λόγον θα πίω αυτό, διότι είναι το αίμα εκείνων, που με κίνδυνον της ζωής των επήγαν να μου το προμηθεύσουν”. Και ηρνήθη να το πίη. Αυτά τα κατορθώματα έκαμαν οι τρεις εκείνοι δυνατοί.

Β Βασ. 23,18      καὶ Ἀβεσσὰ ὁ ἀδελφὸς Ἰωὰβ υἱὸς Σαρουΐας αὐτὸς ἄρχων ἐν τοῖς τρισί. καὶ αὐτὸς ἐξήγειρε τὸ δόρυ αὐτοῦ ἐπὶ τριακοσίους τραυματίας, καὶ αὐτῷ ὄνομα ἐν τοῖς τρισίν·

Β Βασ. 23,18            Ο Αβεσσά, ο αδελφός του Ιωάβ, ο υιός της Σαρουΐας ήτο ο επιφανέστερος μεταξύ τριών άλλων δευτέρας σειράς εκλεκτών ανδρών. Αυτός εσήκωσε το δόρυ του εναντίον τριακοσίων ανδρών, τους εφόνευσε και έγινεν ονομαστός μεταξύ των τριών αυτών εκλεκτών.

Β Βασ. 23,19      ἐκ τῶν τριῶν ἐκείνων ἔνδοξος, καὶ ἐγένετο αὐτοῖς εἰς ἄρχοντα, καὶ ἕως τῶν τριῶν οὐκ ἦλθε.

Β Βασ. 23,19            Αυτός ήτο ο πλέον ένδοξος μεταξύ των τριών εκείνων, ο πρωτεύων μεταξύ αυτών. Αλλά δεν έφθασεν, από απόψεως αξίας, κανένα από τους τρεις της πρώτης τριάδος.

Β Βασ. 23,20      καὶ Βαναίας υἱὸς Ἰωδαὲ ἀνὴρ αὐτὸς πολλοστὸς ἔργοις ἀπὸ Καβεσεήλ, καὶ αὐτὸς ἐπάταξε τοὺς δύο υἱοὺς Ἀριὴλ τοῦ Μωάβ· καὶ αὐτὸς κατέβη καὶ ἐπάταξε τὸν λέοντα ἐν μέσῳ τοῦ λάκκου ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῆς χιόνος·

Β Βασ. 23,20            Επίσης ο Βαναίας, ο υιός του Ιωδαέ, ο οποίος κατήγετο από την Καβεσεήλ, είχε πολλά θαυμαστά έργα να επιδείξη. Αυτός εφόνευσε τους δύο υιούς του Αριήλ του Μωαβίτου. Ο ίδιος δε κατέβηκε εις ένα λάκκον και εφόνευσε λέοντα, ο οποίος εις ημέραν, που εχιόνιζε, είχε πέσει εντός αυτού.

Β Βασ. 23,21      αὐτὸς ἐπάταξε τὸν ἄνδρα τὸν Αἰγύπτιον, ἄνδρα ὁρατόν, ἐν δὲ τῇ χειρὶ τοῦ Αἰγυπτίου δόρυ ὡς ξύλον διαβάθρας, καὶ κατέβη πρὸς αὐτὸν ἐν ῥάβδῳ καὶ ἥρπασε τὸ δόρυ ἐκ τῆς χειρὸς τοῦ Αἰγυπτίου καὶ ἀπέκτεινεν αὐτὸν ἐν τῷ δόρατι αὐτοῦ.

Β Βασ. 23,21            Ο ίδιος εκτύπησε και εφόνευσε ένα πανύψηλον Αιγύπτιον άνδρα. Εις τα χέρια του ο Αιγύπτιος εκρατούσε δόρυ μεγάλο σαν ένα ξύλο γεφύρας, το οποίον συνδέει πλοίον με την ξηράν. Ο Βαναίας επλησίασε προς αυτόν, ωπλισμένος μέ την ράβδον του μόνον, ήρπασε το δόρυ από το χέρι του Αιγυπτίου και με το ίδιο αυτό δόρυ τον εφόνευσε.

Β Βασ. 23,22      ταῦτα ἐποίησε Βαναίας υἱὸς Ἰωδαέ, καὶ αὐτῷ ὄνομα ἐν τοῖς τρισὶ τοῖς δυνατοῖς·

Β Βασ. 23,22            Αυτά τα κατορθώματα έκαμε ο Βαναίας, ο υιός του Ιωδαέ. Ανεδείχθη ονομαστός μεταξύ των τριών δυνατών της δευτέρας τριάδος.

Β Βασ. 23,23      ἐκ τῶν τριῶν ἔνδοξος, καὶ πρὸς τοὺς τρεῖς οὐκ ἦλθε· καὶ ἔταξεν αὐτὸν Δαυὶδ πρὸς τὰς ἀκοὰς αὐτοῦ. καὶ ταῦτα τὰ ὀνόματα τῶν δυνατῶν Δαυὶδ τοῦ βασιλέως·

Β Βασ. 23,23            Αυτός, βέβαια, ήτο ο πλέον ένδοξος μεταξύ των εκλεκτών ανδρών της δευτέρας τριάδος. Αλλά δεν έφθασεν, από απόψεως γενναιότητος και κατορθωμάτων, τους τρεις της πρώτης τριάδος. Αυτόν ο Δαυίδ τον ενέταξε μεταξύ των ανδρών, των οποίων τας συμβουλάς ήκουε. Τα δε ονόματα των τριάκοντα γενναίων ανδρών της αυλής του Δαυίδ ήσαν τα εξής·

Β Βασ. 23,24      Ἀσαὴλ ἀδελφὸς Ἰωὰβ (οὗτος ἐν τοῖς τριάκοντα), Ἐλεανὰν υἱὸς Δουδὶ πατραδέλφου αὐτοῦ ἐν Βηθλεέμ.

Β Βασ. 23,24            Ο Ασαήλ, ο αδελφός του Ιωάβ. Αυτός ήτο μεταξύ των τριάκοντα γενναίων ανδρών. Ο Ελεανάν, υιός του Δουδί πατραδέλφου του εις την Βηθλεέμ.

Β Βασ. 23,25      Σαμαΐ ὁ Ἀρουδαῖος, Ἐλικὰ ὁ Ἀρωδαῖος,

Β Βασ. 23,25            Σαμαΐ ο Αρουδαίος, ο Ελικά ο Αρωδαίος.

Β Βασ. 23,26      Σελλὴς ὁ Κελωθί, Ἴρας υἱὸς Ἐκκὰς ὁ Θεκωΐτης,

Β Βασ. 23,26            Σελλής ο εκ Κελωθί, ο Ιρας ο υιός του Εκκάς από την Θεκωέ.

Β Βασ. 23,27      Ἀβιέζερ ὁ Ἀναθωθίτης ἐκ τῶν υἱῶν τοῦ Ἀσωθίτου,

Β Βασ. 23,27            Ο Αβιέζερ ο Αναθωθίτης από τους υιούς του Ασωθίτου,

Β Βασ. 23,28      Ἐλλὼν ὁ Ἀωΐτης, Μοορὲ ὁ Νετωφαθίτης,

Β Βασ. 23,28            Ο Ελλών ο Αωΐτης, Μοορέ ο Νετωφαθίτης.

Β Βασ. 23,29      Ἐθθὶ υἱὸς Ῥιβὰ ἐκ Γαβαὲθ υἱὸς Βενιαμίν,

Β Βασ. 23,29            Ο Εθθί, υιός του Ριβά, από την Γαβαέθ της φυλής Βενιαμίν.

Β Βασ. 23,30      Βαναίας ὁ Φαραθενίτης, Οὐρὶ ἐκ Ναχαλιγαίας,

Β Βασ. 23,30            Βαναίας ο Φαραθενίτης, Ουρί ο από την Ναχαλιγαίαν.

Β Βασ. 23,31      Ἀβιὴλ υἱὸς τοῦ Ἀραβωθίτου, Ἀζμὼθ ὁ Βαρσαμίτης,

Β Βασ. 23,31             Αβιήλ ο υιός του Αραβωθίτου, ο Αζμώθ ο Βαρσαμίτης,

Β Βασ. 23,32      Ἐλιασοὺ ὁ Σαλαβωνίτης, υἱοὶ Ἰαβάν, Ἰωνάθαν,

Β Βασ. 23,32            ο Ελιασού ο Σαλαβωνίτης, υιός του Ιαβάν, ο Ιωνάθαν,

Β Βασ. 23,33      Σαμνὰν ὁ Ἀρωδίτης, Ἀχιὰν υἱὸς Ἀραΐ Σαραουρίτης,

Β Βασ. 23,33            ο Σαμνάν ο Αρωδίτης, ο Αχιάν, υιός του Αραΐ, ο Σαραουρίτης,

Β Βασ. 23,34      Ἀλιφαλὲθ υἱὸς τοῦ Ἀσβίτου, υἱὸς τοῦ Μααχαθί, Ἐλιὰβ υἱὸς Ἀχιτόφελ τοῦ Γελωνίτου,

Β Βασ. 23,34            ο Αλιφαλέθ υιός του Ασβίτου, υιός του Μααχαθί, ο Ελιάβ ο υιός του Αχιτόφελ του Γελωνίτου,

Β Βασ. 23,35      Ἀσαραΐ ὁ Καρμήλιος, Φαραΐ ὁ Ἐρχί,

Β Βασ. 23,35            ο Ασαραΐ ο Καρμήλιος, ο Φαραΐ, ο Ερχί,

Β Βασ. 23,36      Γάαλ υἱὸς Νάθαν ἀπὸ δυνάμεως, υἱὸς Γαλααδεί,

Β Βασ. 23,36            ο Γααλ ο υιός του Ναθαν από δυνάμεων, υιός Γαλααδεί,

Β Βασ. 23,37      Ἐλιὲ ὁ Ἀμμανίτης, Γελωραΐ ὁ Βηρωθαῖος αἴρων τὰ σκεύη Ἰωὰβ υἱοῦ Σαρουΐας,

Β Βασ. 23,37            ο Ελιέ ο Αμμανίτης, ο Γελωραΐ ο Βηρωθαίος ο υπασπιστής του Ιωάβ, του υιού της Σαρουΐας,

Β Βασ. 23,38      Ἰρὰς ὁ Ἰεθιραῖος, Γαρὴβ ὁ Ἐθθεναῖος,

Β Βασ. 23,38            ο Ιράς ο Ιεθιραίος, ο Γαρήθ ο Εθθεναίος,

Β Βασ. 23,39      Οὐρίας ὁ Χετταῖος· οἱ πάντες τριάκοντα καὶ ἑπτά.

Β Βασ. 23,39            ο Ουρίας ο Χετταίος. Ολοι αυτοί ήσαν τριάκοντα επτά.

                                   

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 24- Ο ΔΑΒΙΔ ΠΑΡΑΒΑΙΝΕΙ ΤΟ ΝΟΜΟ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΚΑΙ ΟΙ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ  

Ο ΔΑΒΙΔ ΚΑΙ ΤΟ ΑΛΩΝΙ ΤΟΥ ΟΡΝΑ

                                    Ο Δαβίδ παραβαίνει το νόμο του Θεού

Β Βασ. 24,1        Καὶ προσέθετο ὀργὴν Κύριος ἐκκαῆναι ἐν Ἰσραήλ, καὶ ἐπέσεισε τὸν Δαυὶδ ἐν αὐτοῖς λέγων· βάδιζε, ἀρίθμησον τὸν Ἰσραὴλ καὶ τὸν Ἰούδαν.

Β Βασ. 24,1               Ηναψε πάλιν η οργή του Κυρίου εναντίον του Ισραηλιτικού λαού, διότι ο διάβολος παρώθησε τον Δαυίδ εις μίαν πτώσιν υποβαλών εις αυτόν την κατωτέρω ιδέαν· “Εμπρός, πήγαινε και κάμε αρίθμησιν του ισραηλιτικού λαού και της φυλής του Ιούδα”.

Β Βασ. 24,2        καὶ εἶπεν ὀ βασιλεὺς πρὸς Ἰωὰβ ἄρχοντα τῆς ἰσχύος τὸν μετ᾿ αὐτοῦ· δίελθε δὴ πάσας φυλὰς Ἰσραὴλ καὶ Ἰούδα, ἀπὸ Δὰν καὶ ἕως Βηρσαβεὲ καὶ ἐπίσκεψαι τὸν λαόν, καὶ γνώσομαι τὸν ἀριθμὸν τοῦ λαοῦ.

Β Βασ. 24,2              Ο βασιλεύς, παρασυρθείς από τον πειρασμόν αυτόν, είπε προς τον αρχηγόν του στρατεύματός του τον Ιωάβ, ο οποίος ήτο πάντοτε μαζή του· “σε παρακαλώ να διαβής από όλας τας φυλάς του Ισραηλιτικού βασιλείου και από την φυλήν Ιούδα, από την βορεινήν Δαν μέχρι την Βηρσαβεέ, που ευρίσκεται προς νότον, και κάμε καταμέτρησιν όλων αυτών, δια να μάθω τον αριθμόν του στρατού”.

Β Βασ. 24,3        καὶ εἶπεν Ἰωὰβ πρὸς τὸν βασιλέα· καὶ προσθείη Κύριος ὁ Θεὸς πρὸς τὸν λαὸν ὥσπερ αὐτοὺς καὶ ὥσπερ αὐτοὺς ἑκατονταπλασίονα, καὶ ὀφθαλμοὶ τοῦ κυρίου μου τοῦ βασιλέως ὁρῶντες· καὶ ὁ κύριός μου ὁ βασιλεὺς ἱνατί βούλεται ἐν τῷ λόγῳ τούτῳ;

Β Βασ. 24,3              Ο Ιωάβ απήντησε προς τον βασιλέα· “είθε Κυριος ο Θεός να πολλαπλασιάση τον λαόν σου, ώστε να είναι εκατόν φορές περισσότεροι, από όσοι είναι σήμερον και έτσι οι οφθαλμοί του κυρίου μου, του βασιλέως, να τους βλέπουν και να χαίρωνται από το πλήθος αυτό. Διατί όμως ο κύριός μου και βασιλεύς θέλει να γίνη αυτή η αρίθμησις, η οποία προφανώς δεν είναι σύμφωνος με το θέλημα του Θεού;”

Β Βασ. 24,4        καὶ ὑπερίσχυσεν ὁ λόγος τοῦ βασιλέως πρὸς Ἰωὰβ καὶ εἰς τοὺς ἄρχοντας τῆς δυνάμεως. καὶ ἐξῆλθεν Ἰωὰβ καὶ οἱ ἄρχοντες τῆς ἰσχύος ἐνώπιον τοῦ βασιλέως ἐπισκέψασθαι τὸν λαὸν τὸν Ἰσραήλ.

Β Βασ. 24,4              Ο βασιλεύς όμως επέμενε και επεκράτησεν η διαταγή του προς τον Ιωάβ και προς τους κατωτέρους άρχοντας του στρατού. Ο Ιωάβ και οι άλλοι άρχοντες του στρατεύματος υπακούοντες εις την διαταγήν του βασιλέως εξήλθον από τον βασιλικόν οίκον και επροχώρησαν, δια να κάμουν καταμέτρησιν του Ισραηλιτικού λαού.

Β Βασ. 24,5        καὶ διέβησαν τὸν Ἰορδάνην καὶ παρενέβαλον ἐν Ἀροὴρ ἐκ δεξιῶν τῆς πόλεως τῆς ἐν μέσῳ τῆς φάραγγος Γὰδ καὶ Ἐλιέζερ.

Β Βασ. 24,5              Επέρασαν τον Ιορδάνην ποταμόν και ήρχισαν από την Αροήρ και από την πόλιν, που ευρίσκεται εκ δεξιών στο μέσον της κοιλάδος Γαδ και Ελιέζερ.

Β Βασ. 24,6        καὶ ἦλθον εἰς Γαλαὰδ καὶ εἰς γῆν Θαβασών, ἥ ἐστιν Ἀδασαί, καὶ παρεγένοντο εἰς Δανιδὰν καὶ Οὐδὰν καὶ ἐκύκλωσαν εἰς Σιδῶνα.

Β Βασ. 24,6              Από εκεί επροχώρησαν εις την χώραν Γαλαάδ και εις την χώραν Θαβασών, η οποία είναι η Αδασαί, έφθασαν εις Δανιδάν και Ουδάν και επροχώρησαν κύκλω προς την Σιδώνα.

Β Βασ. 24,7        καὶ ἦλθον εἰς Μάψαρ Τύρου καὶ εἰς πάσας τὰς πόλεις τοῦ Εὐαίου καὶ τοῦ Χαναναίου καὶ ἦλθαν κατὰ νότον Ἰούδα εἰς Βηρσαβεὲ

Β Βασ. 24,7              Από εκεί ήλθον εις Μαψαρ της Τυρου και εις όλας τας πόλεις των Ευαίων και των άλλων Χαναναίων. Επροχώρησαν και έφθασαν στο νότιον μέρος της φυλής Ιούδα εις την Βηρσαβεέ.

Β Βασ. 24,8        καὶ περιώδευσαν ἐν πάσῃ τῇ γῇ καὶ παρεγένοντο ἀπὸ τέλους ἐννέα μηνῶν καὶ εἴκοσιν ἡμερῶν εἰς Ἱερουσαλήμ.

Β Βασ. 24,8              Περιώδευσαν όλην την χώραν και έπειτα από πορείαν εννέα μηνών και είκοσι ημερών επανήλθον εις την Ιερουσαλήμ.

Β Βασ. 24,9        καὶ ἔδωκεν Ἰωὰβ τὸν ἀριθμὸν τῆς ἐπισκέψεως τοῦ λαοῦ πρὸς τὸν βασιλέα, καὶ ἐγένετο Ἰσραὴλ ὀκτακόσιαι χιλιάδες ἀνδρῶν δυνάμεως σπωμένων ῥομφαίαν καὶ ἀνὴρ Ἰούδα πεντακόσιαι χιλιάδες ἀνδρῶν μαχητῶν.

Β Βασ. 24,9              Ο Ιωάβ παρέδωκεν στον βασιλέα Δαυίδ τον αριθμόν της καταμετρήσεως του λαού. Ησαν οκτακόσιαι χιλιάδες ανδρών από τας άλλας φυλάς των Ισραηλιτών και πεντακόσιαι χιλιάδες από την φυλήν του Ιούδα, όλοι αυτοί οι οποίοι ημπορούσαν να μάχωνται χειριζόμενοι την σπάθην.

 

                                    Η τιμωρία και η επιπτώσεις της στο λαό

Β Βασ. 24,10      καὶ ἐπάταξε καρδία Δαυὶδ αὐτὸν μετὰ τὸ ἀριθμῆσαι τὸν λαόν, καὶ εἶπε Δαυὶδ πρὸς Κύριον· ἥμαρτον σφόδρα, ὃ ἐποίησα νῦν, Κύριε· παραβίβασον δὴ τὴν ἀνομίαν τοῦ δούλου σου, ὅτι ἐμωράνθην σφόδρα.

Β Βασ. 24,10            Ο Δαυίδ όμως ησθάνθη τύψεις συνειδήσεως έπειτα από την καταμέτρησιν αυτήν του λαού και είπε προς τον Κυριον· “Κυριε, ημάρτησα πάρα πολύ δι' αυτό το οποίον έκαμα. Σε παρακαλώ συγχώρησε την αμαρτίαν αυτήν του δούλου σου, διότι συμπεριεφέρθην κατά ένα πολύ μωρόν τρόπον”.

Β Βασ. 24,11      καὶ ἀνέστη Δαυὶδ τὸ πρωΐ. καὶ λόγος Κυρίου ἐγένετο πρὸς Γὰδ τὸν προφήτην τὸν ὁρῶντα λέγων·

Β Βασ. 24,11             Εξύπνησε την άλλην ημέραν το πρωί ο Δαυίδ, ο δε Κυριος είπε προς τον προφήτην Γαδ, τον βλέποντα τα μέλλοντα·

Β Βασ. 24,12      πορεύθητι καὶ λάλησον πρὸς Δαυὶδ λέγων· τάδε λέγει Κύριος· τρία ἐγώ εἰμι αἴρω ἐπὶ σέ, καὶ ἔκλεξαι σεαυτῷ ἓν ἐξ αὐτῶν καὶ ποιήσω σοι.

Β Βασ. 24,12            “Πηγαινε και ειπέ στον Δαυίδ· Αυτά λέγει ο Κυριος· Εγώ ο Κυριος θέτω ενώπιόν σου τρία τινά. Διάλεξε συ ένα από αυτά και εγώ θα το θέσω εις εφαρμογήν”.

Β Βασ. 24,13      καὶ εἰσῆλθε Γὰδ πρὸς Δαυὶδ καὶ ἀνήγγειλε καὶ εἶπεν αὐτῷ· ἔκλεξαι σεαυτῷ γενέσθαι, εἰ ἔλθῃ σοι τρία ἔτη λιμὸς ἐν τῇ γῇ σου, ἢ τρεῖς μῆνας φεύγειν σε ἔμπροσθεν τῶν ἐχθρῶν σου καὶ ἔσονται διώκοντές σε, ἢ γενέσθαι τρεῖς ἡμέρας θάνατον ἐν τῇ γῇ σου· νῦν οὖν γνῶθι καὶ ἰδὲ τί ἀποκριθῶ τῷ ἀποστείλαντί με ῥῆμα.

Β Βασ. 24,13            Ο Γαδ ήλθε προς τον Δαυίδ, ανήγγειλεν εις αυτόν τα λόγια του Θεού και του είπε· “διάλεξε δια τον εαυτόν σου, τι προτιμάς να γίνη· να πέση επί τρία έτη πείνα εις την χώραν σου η επί τρεις μήνας να φύγης καταδιωκόμενος από τους εχθρούς σου η να πέση θανατικόν επί τρεις ημέρας στον λαόν της χώρας σου. Τωρα λοιπόν σκέψου και πές μου, τι να απαντήσω στον Κυριον, ο οποίος με απέστειλε”.

Β Βασ. 24,14      καὶ εἶπε Δαυὶδ πρὸς Γάδ· στενά μοι πάντοθεν σφόδρα ἐστίν· ἐμπεσοῦμαι δὴ εἰς χεῖρας Κυρίου, ὅτι πολλοὶ οἱ οἰκτιρμοὶ αὐτοῦ σφόδρα, εἰς δὲ χεῖρας ἀνθρώπου οὐ μὴ ἐμπέσω·

Β Βασ. 24,14            Ο Δαυίδ είπε προς τον Γαδ «μεγάλη στενοχώρια και θλίψις ολόγυρά μου. Αντί να πέσω εις τα χέρια εχθρών ανθρώπων, προτιμώ να πέσω εις τα χέρια του Κυρίου, διότι αυτός είναι πολυέλεος”.

Β Βασ. 24,15      καὶ ἐξελέξατο ἑαυτῷ Δαυὶδ τὸν θάνατον. καὶ ἡμέραι θερισμοῦ πυρῶν, καὶ ἔδωκε Κύριος θάνατον ἐν Ἰσραὴλ ἀπὸ πρωΐθεν ἕως ὥρας ἀρίστου, καὶ ἤρξατο ἡ θραῦσις ἐν τῷ λαῷ, καὶ ἀπέθανεν ἐκ τοῦ λαοῦ ἀπὸ Δὰν καὶ ἕως Βηρσαβεὲ ἑβδομήκοντα χιλιάδες ἀνδρῶν.

Β Βασ. 24,15            Και ο Δαυίδ επροτίμησε την θανατηφόρον επιδημίαν. Ησαν δε τότε αι ημέραι του θερισμού των σιτηρών. Εστειλεν ο Κυριος θανατικόν μεταξύ των Ισραηλιτών από την πρωΐαν έως τας απογευματινάς ώρας. Ηρχισεν η θραύσις του θανάτου μεταξύ του Ισραηλιτικού λαού και απέθανον από τον λαόν, από την πόλιν Δαν μέχρι και την Βηρσαβεέ, εβδόμηκοντα χιλιάδες άνδρες.

Β Βασ. 24,16      καὶ ἐξέτεινεν ὁ ἄγγελος τοῦ Θεοῦ τὴν χεῖρα αὐτοῦ εἰς Ἱερουσαλὴμ τοῦ διαφθεῖραι αὐτήν, καὶ παρεκλήθη Κύριος ἐπὶ τῇ κακίᾳ καὶ εἶπε τῷ ἀγγέλῳ τῷ διαφθείροντι ἐν τῷ λαῷ· πολὺ νῦν, ἄνες τὴν χεῖρά σου· καὶ ὁ ἄγγελος Κυρίου ἦν παρὰ τῇ ἅλῳ Ὀρνὰ τοῦ Ἰεβουσαίου.

Β Βασ. 24,16            Ο τιμωρός, άγγελος του Θεού άπλωσε το χέρι του εναντίον της Ιερουσαλήμ, δια να καταστρέψη και αυτήν. Ο Κυριος όμως ηρκέσθη με την έως εδώ τιμωρίαν και ανεκάλεσε την απόφασίν του δια την επέκτασίν του θανάτου και είπεν στον άγγελον, τον εντεταλμένον να αποστείλη θάνατον στον λαόν· “αρκετά έως εδώ. Σταμάτησε το χέρι σου”. Και ο άγγελος του Κυρίου ευρίσκετο τότε στο αλώνι του Ορνά του Ιεβουσαίου.

Β Βασ. 24,17      καὶ εἶπε Δαυὶδ πρὸς Κύριον ἐν τῷ ἰδεῖν αὐτὸν τὸν ἄγγελον τὸν τύπτοντα ἐν τῷ λαῷ καὶ εἶπεν· ἰδοὺ ἐγώ εἰμι ἠδίκησα καὶ ἐγώ εἰμι ὁ ποιμὴν ἐκακοποίησα, καὶ οὗτοι τὰ πρόβατα τί ἐποίησαν; γενέσθω δὴ ἡ χείρ σου ἐν ἐμοὶ καὶ ἐν τῷ οἴκῳ τοῦ πατρός μου.

Β Βασ. 24,17            Ο Δαυίδ βλέπων τον άγγελον να αποστέλλη θάνατον στον λαόν είπε προς τον Κυριον· “ιδού, εγώ είμαι εκείνος ο οποίος ημάρτησα. Εγώ είμαι ο ποιμήν, ο οποίος διέπραξα αυτήν την αδικίαν. Εκείνοι είναι τα πρόβατα, εις τι πταίουν; Ας πέση, λοιπόν, η τιμωρός δεξιά σου εναντίον εμού και εναντίον του οίκου του πατρός μου”.

 

                                    Ο Δαβίδ και το αλώνι του Ορνά

Β Βασ. 24,18      καὶ ἦλθε Γὰδ πρὸς Δαυὶδ ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ καὶ εἶπεν αὐτῷ· ἀνάβηθι καὶ στῆσον τῷ Κυρίῳ θυσιαστήριον ἐν τῷ ἅλωνι Ὀρνὰ τοῦ Ἰεβουσαίου.

Β Βασ. 24,18            Ο Γαδ μετέβη κατά την ημέραν εκείνην προς τον Δαυίδ και του είπε· “πήγαινε να ανεγείρης θυσιαστήριον προς τιμήν του Κυρίου στο αλώνι του Ορνά του Ιεβουσαίου”.

Β Βασ. 24,19      καὶ ἀνέβη Δαυὶδ κατὰ τὸν λόγον Γάδ, καθ᾿ ὃν τρόπον ἐνετείλατο αὐτῷ Κύριος.

Β Βασ. 24,19            Ο Δαυίδ, σύμφωνα, με τον λόγον αυτόν του προφήτου Γαδ, ανέβηκεν εκεί και έκαμεν, όπως τον διέταξεν ο Κυριος.

Β Βασ. 24,20      καὶ διέκυψεν Ὀρνὰ καὶ εἶδε τὸν βασιλέα καὶ τοὺς παῖδας αὐτοῦ παραπορευομένους ἐπάνω αὐτοῦ, καὶ ἐξῆλθεν Ὀρνὰ καὶ προσεκύνησε τῷ βασιλεῖ ἐπὶ πρόσωπον αὐτοῦ ἐπὶ τὴν γῆν.

Β Βασ. 24,20           Ο Ορνά εκύτταξε προς τα κάτω, είδε τον βασιλέα του με τους ακολουθούντας αυτόν δούλους του, εβγήκε και προσεκύνησε τον βασιλέα έως εδάφους.

Β Βασ. 24,21      καὶ εἶπεν Ὀρνά· τί ὅτι ἦλθεν ὁ κύριός μου ὁ βασιλεὺς πρός τὸν δοῦλον αὐτοῦ; καὶ εἶπε Δαυὶδ· κτήσασθαι παρὰ σοῦ τὸν ἅλωνα τοῦ οἰκοδομῆσαι θυσιαστήριον τῷ Κυρίῳ, καὶ συσχεθῇ ἡ θραῦσις ἐπάνω τοῦ λαοῦ.

Β Βασ. 24,21            Είπε δε ο Ορνά προς τον βασιλέα· “διατί, τάχα, ήλθεν ο κύριός μου ο βασιλεύς προς εμέ, τον δούλον του;” Ο Δαυίδ του απήντησεν· “ήλθον να αγοράσω από σε το αλώνι σου, δια να ανοικοδομήσω εδώ θυσιαστήριον προς τιμήν του Κυρίου και να σταματήση έτσι το θανατικό εναντίον του λαού”.

Β Βασ. 24,22      καὶ εἶπεν Ὀρνὰ πρὸς Δαυὶδ· λαβέτω καὶ ἀνενεγκάτω ὁ κύριός μου ὁ βασιλεὺς τῷ Κυρίῳ τὸ ἀγαθὸν ἐν ὀφθαλμοῖς αὐτοῦ· ἰδοὺ οἱ βόες εἰς ὁλοκαύτωμα, καὶ οἱ τροχοὶ καὶ τὰ σκεύη τῶν βοῶν εἰς ξύλα.

Β Βασ. 24,22           Ο Ορνά είπε τότε προς τον Δαυίδ· “ας πάρη ο κύριός μου ο βασιλεύς το αλώνι μου και ας το διαθέση δια θυσιαστήριον προς τον Κυριον, όπως αυτός νομίζει καλόν. Ιδού και το βόδια μου ας τα προσφέρη ο βασιλεύς ολοκαύτωμα προς τον Κυριον. Τα αμάξια και ο ζυγός των ζώων ας είναι ξύλα δια την φωτιάν της θυσίας”.

Β Βασ. 24,23      τὰ πάντα ἔδωκεν Ὀρνὰ τῷ βασιλεῖ, καὶ εἶπεν Ὀρνά πρὸς τὸν βασιλέα· Κύριος ὁ Θεός σου εὐλογήσαι σε.

Β Βασ. 24,23            Ολα τα προσέφερεν ο Ορνά προς τον βασιλέα και είπε προς αυτόν· “είθε Κυριος ο Θεός να σε ευλογήση”.

Β Βασ. 24,24      καὶ εἶπεν ὁ βασιλεὺς πρὸς Ὀρνά· οὐχί, ὅτι ἀλλὰ κτώμενος κτήσομαι παρὰ σοῦ ἐν ἀναλλάγματι, καὶ οὐκ ἀνοίσω τῷ Κυρίῳ μου Θεῷ ὁλοκαύτωμα δωρεάν· καὶ ἐκτήσατο Δαυὶδ τὸν ἅλωνα καὶ τοὺς βόας ἐν ἀργυρίῳ σίκλων πεντήκοντα.

Β Βασ. 24,24           Ο βασιλεύς είπε προς τον Ορνά· “όχι, δεν δέχομαι την δωρεάν, αλλά θα αγοράσω το αλώνι σου από σέ με χρήματα και δεν θέλω να προσφέρω στον Κυριον και Θεόν μου δωρεάν τα ολοκαυτώματα”. Ο Δαυίδ ηγόρασε πράγματι το αλώνι και τα βόδια αντί πεντήκοντα αργυρών σίκλων.

Β Βασ. 24,25      καὶ ᾠκοδόμησεν ἐκεῖ Δαυὶδ θυσιαστήριον Κυρίῳ. καὶ ἀνήνεγκεν ὁλοκαυτώσεις καὶ εἰρηνικάς. καὶ προσέθηκε Σαλωμὼν ἐπὶ τὸ θυσιαστήριον ἐπ᾿ ἐσχάτῳ, ὅτι μικρὸν ἦν ἐν πρώτοις. καὶ ἐπήκουσε Κύριος τῇ γῇ, καὶ συνεσχέθη ἡ θραῦσις ἐπάνωθεν Ἰσραήλ.

Β Βασ. 24,25            Εκεί δε έκτισε θυσιαστήριον προς τον Κυριον και προσέφερεν επάνω εις αυτό ολοκαυτώματα και άλλας ειρηνικάς θυσίας. Αργότερα δε ο Σολωμών εμεγάλωσεν αυτό το θυσιαστήριον, διότι ήτο μικρόν. Ο Κυριος ήκουσε την δέησιν του Δαυίδ δια την σωτηρίαν της χώρας, έπραΰνθη και εσταμάτησε την θραύσιν την εναντίον του Ισραηλιτικού λαού.

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΑ

1

2

3

4

5

6

7

8

9

10

11

12

13

14

15

16

17

18

19

20

21

22

23

24