ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ

 

ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Β'- ΚΕΦ. 13-19

 

 

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ Η ΑΝΤΑΡΣΙΑ ΤΟΥ ΑΒΕΣΣΑΛΩΜ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 13- Η ΑΜΑΡΤΙΑ ΤΟΥ ΑΜΝΩΝ - Η ΕΚΔΙΚΗΣΗ ΤΟΥ ΑΒΕΣΣΑΛΩΜ  

                                    Η αμαρτία του Αμνών κατά της αδελφής του

Β Βασ. 13,1        Καὶ ἐγενήθη μετὰ ταῦτα καὶ τῷ Ἀβεσσαλὼμ υἱῷ Δαυὶδ ἀδελφὴ καλὴ τῷ εἴδει σφόδρα, καὶ ὄνομα αὐτῇ Θημάρ, καὶ ἠγάπησεν αὐτὴν Ἀμνὼν υἱὸς Δαυίδ.

Β Βασ. 13,1                Επειτα από αυτά συνέβησαν τα εξής θλιβερά γεγονότα· Αδελφή του Αβεσσαλώμ, υιού του Δαυίδ, ήτο η ωραιοτάτη κατά την μορφήν Θημάρ. Αυτήν την ερωτεύθηκε σφοδρώς ο Αμνών, ο υιός του Δαυίδ.

Β Βασ. 13,2        καὶ ἐθλίβετο Ἀμνὼν ὥστε ἀῤῥωστεῖν διὰ Θημὰρ τὴν ἀδελφὴν αὐτοῦ, ὅτι παρθένος ἦν αὕτη, καὶ ὑπέρογκον ἐν ὀφθαλμοῖς Ἀμνὼν τοῦ ποιῆσαί τι αὐτῇ.

Β Βασ. 13,2               Ο Αμνών υπέφερε πολύ από την αγάπην του αυτήν, ώστε ησθένησεν εξ αιτίας του έρωτος του προς την Θημάρ, την αδελφήν του. Υπέφερε δέ, διότι αυτή ήτο παρθένος και ήτο τρομερόν δι' αυτόν, να κάμη κάτι κακόν εις εκείνην.

Β Βασ. 13,3        καὶ ἦν τῷ Ἀμνὼν ἑταῖρος, καὶ ὄνομα αὐτῷ Ἰωναδάβ, υἱὸς Σαμαὰ τοῦ ἀδελφοῦ Δαυίδ· καὶ Ἰωναδὰβ ἀνὴρ σοφὸς σφόδρα.

Β Βασ. 13,3               Ο Αμνών είχε ένα φίλον ονομαζόμενον Ιωναδάβ, ο οποίος ήτο υιός του Σαμαά, αδελφού του Δαυίδ. Αυτός ο Ιωναδάβ ήτο ευφυέστατος άνθρωπος.

Β Βασ. 13,4        καὶ εἶπεν αὐτῷ· τί σοι ὅτι σὺ οὕτως ἀσθενής, υἱὲ τοῦ βασιλέως, τὸ πρωΐ πρωΐ; οὐκ ἀπαγγέλλεις μοι; καὶ εἶπεν αὐτῷ Ἀμνών· Θημὰρ τὴν ἀδελφὴν Ἀβεσσαλὼμ τοῦ ἀδελφοῦ μου ἐγὼ ἀγαπῶ.

Β Βασ. 13,4               Ηρώτησε τον Αμνών· “τι σου συμβαίνει, υιέ του βασιλέως, ώστε κάθε πρωί να φαίνεσαι τόσον μελαγχολικός και καταβεβλημένος; Δεν θα μου είπης την αιτίαν;” Ο Αμνών είπε προς αυτόν· “εγώ αγαπώ την Θημάρ, την ομομήτριον αδελφήν του Αβεσσαλώμ, του ετεροθαλούς τούτου αδελφού μου”.

Β Βασ. 13,5        καὶ εἶπεν αὐτῷ Ἰωναδάβ· κοιμήθητι ἐπὶ τῆς κοίτης σου καὶ μαλακίσθητι, καὶ εἰσελεύσεται ὁ πατήρ σου τοῦ ἰδεῖν σε, καὶ ἐρεῖς πρὸς αὐτόν· ἐλθέτω δὴ Θημὰρ ἡ ἀδελφή μου καὶ ψωμισάτω με καὶ ποιησάτω κατ᾿ ὀφθαλμούς μου βρῶμα, ὅπως ἴδω καὶ φάγω ἐκ τῶν χειρῶν αὐτῆς.

Β Βασ. 13,5               Συνεβούλευσεν αυτόν ο Ιωναδάβ και του είπε· “πέσε στο κρεββάτι σου και προσποιήσου τον ασθενή. Ο πατήρ σου θα έλθη να σε ιδή και συ θα πης προς αυτόν· Ας έλθη, παρακαλώ, εδώ η Θημάρ, η αδελφή μου, να μου δώση να φάγω φάγητον, το οποίον θα παρασκευάση ενώπιόν μου. Θέλω να ίδω αυτήν και φάγω από τα χέρια της το φάγητον”.

Β Βασ. 13,6        καὶ ἐκοιμήθη Ἀμνὼν καὶ ἠῤῥώστησε, καὶ εἰσῆλθεν ὁ βασιλεὺς ἰδεῖν αὐτόν, καὶ εἶπεν Ἀμνὼν πρὸς τὸν βασιλέα· ἐλθέτω δὴ Θημὰρ ἡ ἀδελφή μου πρός με καὶ κολλυρισάτω ἐν ὀφθαλμοῖς μου δύο κολλυρίδας, καὶ φάγομαι ἐκ τῆς χειρὸς αὐτῆς.

Β Βασ. 13,6               Ο Αμνών έπεσεν στο κρεββάτι και προσεποιήθη τον άρρωστον. Ο βασιλεύς Δαυίδ εισήλθεν στο δωμάτιόν του, να τον επισκεφθή, Ο δε Αμνών είπε προς τον βασιλέα· “ας έλθη εδώ πλησίον μου η αδελφή μου, η Θημάρ, και ας ψήση εδώ μπροστά μου δύο κουλούρες και θα φάγω από τον άρτον, που θα μου δώση με τα χέρια της”.

Β Βασ. 13,7        καὶ ἀπέστειλε Δαυὶδ πρὸς Θημὰρ εἰς τὸν οἶκον λέγων· πορεύθητι δὴ εἰς τὸν οἶκον τοῦ ἀδελφοῦ σου καὶ ποίησον αὐτῷ βρῶμα.

Β Βασ. 13,7               Ο Δαυίδ έστειλεν στον οίκον της Θημάρ άνθρωπον και παρήγγειλε προς αυτήν· “πήγαινε, σε παρακαλώ, στο σπίτι του αδελφού σου Αμνών και παρασκεύασε δι' αυτόν φαγητόν”.

Β Βασ. 13,8        καὶ ἐπορεύθη Θημὰρ εἰς τὸν οἶκον Ἀμνὼν ἀδελφοῦ αὐτῆς, καὶ αὐτὸς κοιμώμενος. καὶ ἔλαβε τὸ σταῖς καὶ ἐφύρασε καὶ ἐκολλύρισε κατ᾿ ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ καὶ ἥψησε τὰς κολλυρίδας·

Β Βασ. 13,8               Η Θημάρ επήγεν στο σπίτι του αδελφού της Αμνών. Εκείνος δε ήτο εξηπλωμένος στο κρεββάτι του. Επήρε αυτή το ζυμάρι, το εζύμωσε, κατεσκεύασε ενώπιον των οφθαλμών του κουλούρες, τις οποίες και έψησε.

Β Βασ. 13,9        καὶ ἔλαβε τὸ τήγανον καὶ κατεκένωσεν ἐνώπιον αὐτοῦ, καὶ οὐκ ἠθέλησε φαγεῖν. καὶ εἶπεν Ἀμνών· ἐξαγάγετε πάντα ἄνδρα ἀπὸ ἐπάνωθέν μου· καὶ ἐξήγαγον πάντα ἄνδρα ἐπάνωθεν αὐτοῦ.

Β Βασ. 13,9               Επήρεν έπειτα το τηγάνι και άδειασεν ενώπιόν του το φαγητόν αυτό. Ο Αμνών όμως δεν ηθέλησε να φάγη. Αλλά είπεν στους παρισταμένους εκεί· “να φύγουν έξω όλοι οι άνδρες από εμπρός μου”. Πράγματι εβγήκαν όλοι οι άνδρες από εκεί.

Β Βασ. 13,10      καὶ εἶπεν Ἀμνὼν πρὸς Θημάρ· εἰσένεγκε τὸ βρῶμα εἰς τὸ ταμιεῖον, καὶ φάγομαι ἐκ τῆς χειρός σου. καὶ ἔλαβε Θημὰρ τὰς κολλυρίδας, ἃς ἐποίησε, καὶ εἰσήνεγκε τῷ Ἀμνὼν ἀδελφῷ αὐτῆς εἰς τὸν κοιτῶνα

Β Βασ. 13,10             Ο Αμνών είπε τότε προς την Θημάρ· “πήγαινε τ φάγητόν μου στο εσωτερικόν του κοιτώνος μου και εκεί θα φάγω το φαγητόν από τα χέρια σου”. Η Θημάρ ανύποπτος επήρε τις κουλούρες, που είχε κατασκευάσει, τας έφερεν στον κοιτώνα του Αμνών και τας έδωσεν εις αυτόν.

Β Βασ. 13,11      καὶ προσήγαγεν αὐτῷ τοῦ φαγεῖν, καὶ ἐπελάβετο αὐτῆς καὶ εἶπεν αὐτῇ· δεῦρο κοιμήθητι μετ᾿ ἐμοῦ, ἀδελφή μου.

Β Βασ. 13,11              Εκεί αυτή έφερε προς αυτόν να φάγη. Εκείνος τότε την συνέλαβε και είπε προς αυτήν· “έλα και κοιμήσου μαζή μου, αδελφή μου”.

Β Βασ. 13,12      καὶ εἶπεν αὐτῷ· μή, ἀδελφέ μου· μὴ ταπεινώσῃς με, διότι οὐ ποιηθήσεται οὕτως ἐν Ἰσραήλ, μὴ ποιήσῃς τὴν ἀφροσύνην ταύτην·

Β Βασ. 13,12             Εκείνη απήντησε προς αυτόν· “μη, αδελφέ μου, μη με εξευτελίσης, διότι δεν πρέπει να γίνη μία τέτοια παρανομία μεταξύ των Ισραηλιτών. Μη διαπράξης ποτέ μια τέτοιαν αφροσύνην.

Β Βασ. 13,13      καὶ ἐγὼ ποῦ ἀποίσω τὸ ὄνειδός μου; καὶ σὺ ἔσῃ ὡς εἷς τῶν ἀφρόνων ἐν Ἰσραήλ· καὶ νῦν λάλησον δὴ πρὸς τὸν βασιλέα, ὅτι οὐ μὴ κωλύσῃ με ἀπὸ σοῦ.

Β Βασ. 13,13             Εγώ εις ποίον θα εκμυστηρευθώ τον εξευτελισμόν μου αυτόν; Συ δε θα είσαι σαν ενας από τους άφρονας μεταξύ των Ισραηλιτών. Αλλά ειπέ στον βασιλέα την επιθυμίαν σου αυτήν και εκείνος δεν θα σε εμποδίση να με νυμφευθής”.

Β Βασ. 13,14      καὶ οὐκ ἠθέλησεν Ἀμνὼν τοῦ ἀκοῦσαι τῆς φωνῆς αὐτῆς καὶ ἐκραταίωσεν ὑπὲρ αὐτὴν καὶ ἐταπείνωσεν αὐτὴν καὶ ἐκοιμήθη μετ᾿ αὐτῆς.

Β Βασ. 13,14             Ο Αμνών δεν ηθέλησε να συμμορφωθή προς την υπόδειξίν της αυτήν, αλλά, ισχυρότερός της καθώς ήτο, την έρριψεν εις την κλίνην, εκοιμήθη μαζή της και την διέφθειρε.

Β Βασ. 13,15      καὶ ἐμίσησεν αὐτὴν Ἀμνὼν μῖσος μέγα σφόδρα, ὅτι μέγα τὸ μῖσος, ὃ ἐμίσησεν αὐτὴν ὑπὲρ τὴν ἀγάπην, ἣν ἠγάπησεν αὐτήν. καὶ εἶπεν αὐτῇ Ἀμνών· ἀνάστηθι καὶ πορεύου.

Β Βασ. 13,15             Ο Αμνών έπειτα από την βδελυράν αυτήν πράξιν εμίσησεν αυτήν πάρα πολύ. Αυτό δε το μίσος του ήτο πολύ μεγαλύτερον από την αγάπην, την οποίαν είχεν προς αυτήν προ της αμαρτίας. Είπε δε τότε προς αυτήν· “σήκω και φύγε”.

Β Βασ. 13,16      καὶ εἶπεν αὐτῷ Θημάρ· μή, ἀδελφέ, ὅτι μεγάλη ἡ κακία ἡ ἐσχάτη ὑπὲρ τὴν πρώτην, ἣν ἐποίησας μετ᾿ ἐμοῦ τοῦ ἐξαποστεῖλαί με. καὶ οὐκ ἠθέλησεν Ἀμνὼν ἀκοῦσαι τῆς φωνῆς αὐτῆς.

Β Βασ. 13,16             Είπε δε προς αυτόν η Θημάρ· “μη αδελφέ μου, μη με αποπέμψης έτσι, διότι αυτή η αποπομπή μου θα είναι μεγαλυτέρα εντροπή και δυστυχία δι' εμέ από την πρώτην μου”. Αλλά ο Αμνών δεν ηθέλησε να ακούση την παράκλησίν της.

Β Βασ. 13,17      καὶ ἐκάλεσε τὸ παιδάριον αὐτοῦ τὸν προεστηκότα τοῦ οἴκου καὶ εἶπεν αὐτῷ· ἐξαποστείλατε δὴ ταύτην ἀπ᾿ ἐμοῦ ἔξω καὶ ἀπόκλεισον τὴν θύραν ὀπίσω αὐτῆς.

Β Βασ. 13,17             Εκάλεσε δε ένα νεαρόν δούλον, ο οποίος υπηρετούσεν στον οίκον του, και του είπε· “διώξε αυτήν έξω από εμέ και κλείσε την θύραν όπισθέν της”.

Β Βασ. 13,18      καὶ ἐπ᾿ αὐτῆς ἦν χιτὼν καρπωτός, ὅτι οὕτως ἐνεδιδύσκοντο αἱ θυγατέρες τοῦ βασιλέως αἱ παρθένοι τοὺς ἐπενδύτας αὐτῶν· καὶ ἐξήγαγεν αὐτὴν ὁ λειτουργὸς αὐτοῦ ἔξω καὶ ἀπέκλεισε τὴν θύραν ὀπίσω αὐτῆς.

Β Βασ. 13,18             Η Θημάρ εφορούσε ένα χιτώνα μακρόν με μακρά μανίκια, διότι ένα τέτοιο ένδυμα εφορούσαν αι παρθένοι, θυγατέρες του βασιλέως. Ο νεαρός δούλος έβγαλε πράγματι αυτήν έξω από το σπίτι του κυρίου του και κατόπιν έκλεισε πίσω από αυτήν την θύραν.

Β Βασ. 13,19      καὶ ἔλαβε Θημὰρ σποδὸν καὶ ἐπέθηκεν ἐπὶ τὴν κεφαλὴν αὐτῆς καὶ τὸν χιτῶνα τὸν καρπωτὸν τὸν ἐπ᾿ αὐτῆς διέῤῥηξε καὶ ἐπέθηκε τὰς χεῖρας αὐτῆς ἐπὶ τὴν κεφαλὴν αὐτῆς καὶ ἐπορεύθη πορευομένη καὶ κράζουσα.

Β Βασ. 13,19             Η Θημάρ, αφού εβγήκεν, επήρε χώμα, το έβαλεν εις την κεφαλήν της, έσχισε τον μακρόν χιτώνα της, έβαλε τα χέρια της επάνω εις την κεφαλήν της και καθώς επορεύετο έκραζε και ωλοφύρετο δια την δυστυχίαν της.

Β Βασ. 13,20      καὶ εἶπε πρὸς αὐτὴν Ἀβεσσαλὼμ ὁ ἀδελφὸς αὐτῆς· μὴ Ἀμνὼν ὁ ἀδελφός σου ἐγένετο μετὰ σοῦ; καὶ νῦν, ἀδελφή μου, κώφευσον, ὅτι ἀδελφός σού ἐστι· μὴ θῇς τὴν καρδίαν σου τοῦ λαλῆσαι τὸ ῥῆμα τοῦτο. καὶ ἐκάθισε Θημὰρ χηρεύουσα ἐν τῷ οἴκῳ Ἀβεσσαλὼμ τοῦ ἀδελφοῦ αὐτῆς.

Β Βασ. 13,20            Ο αδελφός της ο Αβεσσαλώμ είπε προς αυτήν· “μήπως ο αδελφός σου ο Αμνών σε διέφθειρε;” Εκείνη του απήντησε· “ναι”. Ο δε Αβεσσαλώμ της είπε· “τώρα, αδελφή μου, πάψε· μη φωνάζης, διότι είναι αδελφός σου. Μη βάλης στον νουν και την καρδία σου και μη πάρης απόφασιν να ανακοινώσης την πράξιν αυτήν”. Η Θημάρ ήτο περίλυπος, ως εάν ήτο χήρα, και έμενεν στον οίκον του αδελφού της Αβεσσαλώμ.

Β Βασ. 13,21      καὶ ἤκουσεν ὁ βασιλεὺς Δαυὶδ πάντας τοὺς λόγους τούτους καὶ ἐθυμώθη σφόδρα· καὶ οὐκ ἐλύπησε τὸ πνεῦμα Ἀμνὼν τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ, ὅτι ἠγάπα αὐτόν, ὅτι πρωτότοκος αὐτοῦ ἦν.

Β Βασ. 13,21             Ο βασιλεύς Δαυίδ επληροφορήθη το γεγονός αυτό και ωργίσθη πάρα πολύ. Αλλά δεν ετιμώρησε τον Αμνών, διότι δεν ήθελε να τον λυπήση, επειδή ήτο πρωτοτόκος υιός του και τον αγαπούσεν ιδιαιτέρως.

Β Βασ. 13,22      καὶ οὐκ ἐλάλησεν Ἀβεσσαλὼμ μετὰ Ἀμνὼν ἀπὸ πονηροῦ ἕως ἀγαθοῦ, ὅτι ἐμίσει Ἀβεσσαλὼμ τὸν Ἀμνὼν ἐπὶ λόγου, οὗ ἐταπείνωσε Θημὰρ τὴν ἀδελφὴν αὐτοῦ.

Β Βασ. 13,22            Αλλά και ο Αβεσσαλώμ δεν είπε κανένα λόγον, καλόν η κακόν, εναντίον του Αμνών δια την κακήν του πράξιν. Οχι διότι τον ηγάπα, αλλά διότι τον εμισούσε θανασίμως δια τον εξευτελισμόν, τον οποίον έκαμεν εις την αδελφήν του την Θημάρ.

 

                                    Η εκδίκηση του Αβεσσαλώμ

Β Βασ. 13,23      Καὶ ἐγένετο εἰς διετηρίδα ἡμερῶν καὶ ἦσαν κείροντες τῷ Ἀβεσσαλὼμ ἐν Βελασὼρ τῇ ἐχόμενα Ἐφραίμ, καὶ ἐκάλεσεν Ἀβεσσαλὼμ πάντας τοὺς υἱοὺς τοῦ βασιλέως.

Β Βασ. 13,23             Επέρασαν δύο έτη από την ημέραν εκείνην. Ο Αβεσσαλώμ επρόκειτο να κουρεύση τα πρόβατά του εις Βελασώρ στοποθεσίαν, η οποία συνώρευε με την περιοχήν της φυλής Εφραίμ. Εις αυτήν απεφάσισε να προσκαλέση όλα τα παιδιά του βσιλέως, δια να φάγουν μαζή.

Β Βασ. 13,24      καὶ ἦλθεν Ἀβεσσαλὼμ πρὸς τὸν βασιλέα καὶ εἶπεν· ἰδοὺ δὴ κείρουσι τῷ δούλῳ σου, πορευθήτω δὴ ὁ βασιλεὺς καὶ οἱ παῖδες αὐτοῦ μετὰ τοῦ δούλου σου.

Β Βασ. 13,24            Μετέβη, λοιπόν, ο Αβεσσαλώμ προς τον βασιλέα Δαυίδ και είπε προς αυτόν· “ιδού, οι δούλοί μου θα κουρεύσουν τα πρόβατά μου, εμού του δούλου σου. Παρακαλώ, όπως θελήσης συ ο βασιλεύς και το περιβάλλον του σπιτιού σου, να έλθετε στον δούλον σου κατά την ευχάριστον αυτήν ημέραν”.

Β Βασ. 13,25      καὶ εἶπεν ὁ βασιλεὺς πρὸς Ἀβεσσαλώμ· μὴ δή, υἱέ μου, μὴ πορευθῶμεν πάντες ἡμεῖς, καὶ οὐ μὴ καταβαρυνθῶμεν ἐπὶ σέ. καὶ ἐβιάσατο αὐτόν, καὶ οὐκ ἠθέλησε τοῦ πορευθῆναι καὶ εὐλόγησεν αὐτόν.

Β Βασ. 13,25             Είπεν ο βασιλεύς προς τον Αβεσσαλώμ· “όχι σε παρακαλώ, παιδί μου, όχι. Δεν είναι ανάγκη να έλθωμεν όλοι ημείς, δια να μη σε επιβαρύνωμεν”. Ο Αβεσσαλώμ επέμενεν επί του σημείου αυτού στον βασιλέα. Ο βασιλεύς όμως Δαυίδ δεν συγκατετέθη να μεταβή, αλλά μόνον τον ηυλόγησε και τον ηυχήθη.

Β Βασ. 13 ,26     καὶ εἶπεν Ἀβεσσαλὼμ πρὸς αὐτόν· καὶ εἰ μή, πορευθήτω δὴ μεθ᾿ ἡμῶν Ἀμνὼν ὁ ἀδελφός μου. καὶ εἶπεν αὐτῷ ὁ βασιλεύς· ἱνατί πορευθῇ μετὰ σοῦ;

Β Βασ. 13,26            Είπε τότε ο Αβεσσαλώμ προς τον Δαυίδ· “αφού δεν έρχεσαι συ, ας έλθη παρακαλώ ο Αμνών ο αδελφός μου”. Και είπε προς αυτόν ο βασιλεύς· “γιατί να έλθη μαζή σου; Τι να κάμη;”

Β Βασ. 13,27      καὶ ἐβιάσατο αὐτὸν Ἀβεσσαλώμ, καὶ ἀπέστειλε μετ᾿ αὐτοῦ τὸν Ἀμνὼν καὶ πάντας τοὺς υἱοὺς τοῦ βασιλέως. καὶ ἐποίησεν Ἀβεσσαλὼμ πότον κατὰ τὸν πότον τοῦ βασιλέως.

Β Βασ. 13,27             Ο Αβεσσαλώμ επέμενε πολύ και ο Δαυίδ έδωσε την άδειαν να μεταβή προς αυτόν ο Αμνών και όλα τα άλλα παιδιά του βασιλέως. Ο Αβεσσαλώμ παρέθεσε πλούσιον συμπόσιον, όπως συνήθως γίνεται εις τα βασιλικά τραπέζια.

Β Βασ. 13,28      καὶ ἐνετείλατο Ἀβεσσαλὼμ τοῖς παιδαρίοις αὐτοῦ λέγων· ἴδετε ὡς ἂν ἀγαθυνθῇ ἡ καρδία Ἀμνὼν ἐν τῷ οἴνῳ καὶ εἴπω πρὸς ὑμᾶς· πατάξατε τὸν Ἀμνών, καὶ θανατώσατε αὐτόν· μὴ φοβηθῆτε, ὅτι οὐχὶ ἐγώ εἰμι ὁ ἐντελλόμενος ὑμῖν; ἀνδρίζεσθε καὶ γίνεσθε εἰς υἱοὺς δυνάμεως.

Β Βασ. 13,28            Ο Αβεσσαλώμ διέταξε τους δούλους του και είπε· “προσέξατε, όταν ο Αμνών έλθη εις κατάστασιν ευθυμίας από τον οίνον, εις κατάστασιν μέθης, και σας διατάξω να τον κτυπήσετε, κτυπήσατέ τον και μη φοβηθήτε τίποτε, διότι εγώ διατάσσω, εγώ και είμαι ο υπεύθυνος. Παρετε θάρρος και αναδειχθήτε δυνατοί και γενναίοι”.

Β Βασ. 13,29      καί ἐποίησαν τὰ παιδάρια Ἀβεσσαλὼμ τῷ Ἀμνὼν καθὰ ἐνετείλατο αὐτοῖς Ἀβεσσαλώμ. καὶ ἀνέστησαν πάντες οἱ υἱοὶ τοῦ βασιλέως καὶ ἐπεκάθισαν ἀνὴρ ἐπὶ τὴν ἡμίονον αὐτοῦ καὶ ἔφυγαν.

Β Βασ. 13,29            Οι νεαροί δούλοι του Αβεσσαλώμ έπραξαν εναντίον του Αμνών, όπως τους είχε διατάξει ο Αβεσσαλώμ, δηλαδή τον εφόνευσαν. Επειτα από το τραγικόν αυτό γεγονός όλα τα παιδιά του βασιλέως ανέβηκαν, ο καθένας εις την ημίονόν του, και έφυγαν.

Β Βασ. 13,30      καὶ ἐγένετο αὐτῶν ὄντων ἐν τῷ ὁδῷ καὶ ἡ ἀκοὴ ἦλθε πρὸς Δαυὶδ λέγων· ἐπάταξεν Ἀβεσσαλὼμ πάντας τοὺς υἱοὺς τοῦ βασιλέως, καὶ οὐ κατελείφθη ἐξ αὐτῶν οὐδὲ εἷς.

Β Βασ. 13,30             Ενώ τα παιδιά του βασιλέως ευρίσκοντο ακόμη στον δρόμον, διεδόθη η φήμη, η οποία έφθασε μέχρι του βασιλέως Δαυίδ, ότι δηλαδή ο Αβεσσαλώμ εφόνευσεν όλα τα παιδιά του βασιλέως και δεν διεσώθη κανένα από αυτά.

Β Βασ. 13,31      καὶ ἀνέστη ὁ βασιλεὺς καὶ διέῤῥηξε τὰ ἱμάτια αὐτοῦ καὶ ἐκοιμήθη ἐπὶ τὴν γῆν, καὶ πάντες οἱ παῖδες αὐτοῦ οἱ περιεστῶτες αὐτῷ διέῤῥηξαν τὰ ἱμάτια αὐτῶν.

Β Βασ. 13,31             Ο βασιλεύς εσηκώθηκεν, έσχισε τα ενδύματά του από την λύπην του και εξηπλώθη πρηνής στο έδαφος. Ολοι δε οι δούλοι, οι οποίοι ευρίσκοντο πλησίον του, έσχισαν και αυτοί τα ενδύματά των.

Β Βασ. 13,32      καὶ ἀπεκρίθη Ἰωναδὰβ υἱὸς Σαμαὰ ἀδελφοῦ Δαυὶδ καὶ εἶπε· μὴ εἰπάτω ὁ κύριός μου ὁ βασιλεύς, ὅτι πάντα τὰ παιδάρια τοὺς υἱοὺς τοῦ βασιλέως ἐθανάτωσεν, ὅτι Ἀμνὼν μονώτατος ἀπέθανεν· ὅτι ἐπὶ στόματος Ἀβεσσαλὼμ ἦν κείμενος ἀπὸ τῆς ἡμέρας, ἧς ἐταπείνωσε Θημὰρ τὴν ἀδελφὴν αὐτοῦ·

Β Βασ. 13,32             Ο Ιωναδάβ, ο υιός του Σαμαά, του αδελφού του Δαυίδ, είπε προς τον Δαυίδ· “δεν είναι αληθές αυτό και ας μη πιστεύση ο κύριός μου, ο βασιλεύς, ότι εφονεύθησαν όλοι οι υιοί, οι δούλοι του βασιλέως μου, διότι μόνον ο Αμνών εφονεύθη. Αυτό δε έγινε, διότι ο Αβεσσαλώμ τον εμίσει θανασίμως από την ημέραν, κατά την οποίαν ο Αμνών διέφθειρε την αδελφήν του την Θημάρ.

Β Βασ. 13,33      καὶ νῦν μὴ θέσθω ὁ κύριός μου ὁ βασιλεὺς ἐπὶ τὴν καρδίαν αὐτοῦ ῥῆμα λέγων· πάντες οἱ υἱοὶ τοῦ βασιλέως ἀπέθανον, ὅτι ἀλλ᾿ ἢ Ἀμνὼν μονώτατος ἀπέθανε.

Β Βασ. 13,33             Και τώρα ας μη πιστεύση ο βασιλεύς μου Δαυίδ, ότι όλα τα παιδιά του εφονεύθησαν, αλλά μόνον ο Αμνών εφονεύθη και κανένας άλλος”.

Β Βασ. 13,34      καὶ ἀπέδρα Ἀβεσσαλώμ. καὶ ᾖρε τὸ παιδάριον ὁ σκοπὸς τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ καὶ εἶδε καὶ ἰδοὺ λαὸς πολὺς πορευόμενος ἐν τῇ ὁδῷ ὄπισθεν αὐτοῦ ἐκ πλευρᾶς τοῦ ὄρους ἐν τῇ καταβάσει· καὶ παρεγένετο ὁ σκοπὸς καὶ ἀπήγγειλε τῷ βασιλεῖ καὶ εἶπεν· ἄνδρας ἑώρακα ἐκ τῆς ὁδοῦ τῆς Ὡρωνῆν ἐκ μέρους τοῦ ὄρους.

Β Βασ. 13,34             Ο Αβεσσαλώμ, έπειτα από την αδελφοκτονίαν αυτήν, εδραπέτευσεν. Ενας νεαρός δούλος, ο οποίος είχε τοποθετηθή ως σκοπός, ύψωσε τα μάτια του και είδεν αίφνης σαν στρατόν πολύν να βαδίζη στον ορόμον, που ευρίσκετο όπισθέν του, εις κάποιαν κατωφέρειαν του βουνού. Τοτε ο νεαρός αυτός σκοπός έτρεξε προς τον βασιλέα Δαυίδ και του είπε· “είδον άνδρας εις την οδόν της Ωρωνήν, που ευρίσκεται από τας πλευράς του όρους”.

Β Βασ. 13,35      καὶ εἶπεν Ἰωναδὰβ πρὸς τὸν βασιλέα· ἰδοὺ οἱ υἱοὶ τοῦ βασιλέως πάρεισι· κατὰ τὸν λόγον τοῦ δούλου σου, οὕτως ἐγένετο.

Β Βασ. 13,35             Ο Ιωναδάβ είπε τότε προς τον βασιλέα· “ιδού, αυτοί είναι τα παιδιά του βασιλέως, που έφθασαν. Οπως εγώ ο δούλος σου είπα, έτσι και έγινε”.

Β Βασ. 13,36      καὶ ἐγένετο ἡνίκα συνετέλεσε λαλῶν, καὶ ἰδοὺ οἱ υἱοὶ τοῦ βασιλέως ἦλθαν καὶ ἐπῇραν τὴν φωνὴν αὐτῶν καὶ ἔκλαυσαν, καί γε ὁ βασιλεὺς καὶ πάντες οἱ παῖδες αὐτοῦ ἔκλαυσαν κλαυθμὸν μέγαν σφόδρα.

Β Βασ. 13,36             Οταν δε ετελείωσε τα λόγια του αυτά ο Ιωναδάβ, αίφνης έφθασαν τα παιδιά του βασιλέως, ύψωσαν φωνήν και έκλαυσαν. Μαζή με αυτούς έκλαυσεν ο βασιλεύς και οι δούλοι του. Ο θρήνος των ήτο πολύ μεγάλος.

Β Βασ. 13,37      καὶ Ἀβεσσαλὼμ ἔφυγε καὶ ἐπορεύθη πρὸς Θολμὶ υἱὸν Ἐμιοὺδ βασιλέα Γεδσοὺρ εἰς γῆν Μαχάδ. καὶ ἐπένθησεν ὁ βασιλεὺς Δαυὶδ ἐπὶ τὸν υἱὸν αὐτοῦ πάσας τὰς ἡμέρας.

Β Βασ. 13,37             Ο Αβεσσαλώμ δια να σωθή κατέφυγεν στον Θολμί, υιόν του Εμιούδ, τον βασιλέα Γεδσούρ, στον χώραν Μαχάδ. Ο βασιλεύς Δαυίδ επένθησε τον θάνατον του υιού του Αμνών καθ' όλον το διάστημα της ζωής του.

Β Βασ. 13,38      καὶ Ἀβεσσαλὼμ ἀπέδρα καὶ ἐπορεύθη εἰς Γεδσοὺρ καὶ ἦν ἐκεῖ ἔτη τρία.

Β Βασ. 13,38             Ο Αβεσσαλώμ, ο οποίος εδραπέτευσε και κατέφυγεν εις Γεδσούρ, παρέμεινεν εκεί επί τρία έτη.

Β Βασ. 13,39      καὶ ἐκόπασε τὸ πνεῦμα τοῦ βασιλέως τοῦ ἐξελθεῖν ὀπίσω Ἀβεσσαλώμ, ὅτι παρεκλήθη ἐπὶ Ἀμνὼν ὅτι ἀπέθανε.

Β Βασ. 13,39             Εν τω μεταξύ επραΰνθη ο θυμός του βασιλέως Δαυίδ και δεν εξήλθε να καταδιώξη τον Αβεσσαλώμ, διότι είχε παρηγορηθή δια τον θάνατον του Αμνών.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 14- ΣΥΜΦΛΙΛΙΩΣΗ ΔΑΒΙΔ ΚΑΙ ΑΒΕΣΣΑΛΩΜ

                                     Ο Ιωάβ προετοιμάζει την επιστροφή του Αβεσσαλώμ

Β Βασ. 14,1        Καὶ ἔγνω Ἰωὰβ υἱὸς Σαρουΐας ὅτι ἡ καρδία τοῦ βασιλέως ἐπὶ Ἀβεσσαλώμ.

Β Βασ. 14,1               Ο Ιωάβ, ο υιός της Σαρουΐας, αδελφός του Δαυίδ, αντελήφθη ότι η καρδία του βασιλέως είχε πραϋνθή και διέκειτο συμπαθώς προς τον Αβεσσαλώμ.

Β Βασ. 14,2        καὶ ἀπέστειλεν Ἰωὰβ εἰς Θεκωέ, καὶ ἔλαβεν ἐκεῖθεν γυναῖκα σοφὴν καὶ εἶπε πρὸς αὐτήν· πένθησον δὴ καὶ ἔνδυσαι ἱμάτια πενθικὰ καὶ μὴ ἀλείψῃ ἔλαιον καὶ ἔσῃ ὡς γυνὴ πενθοῦσα ἐπὶ τεθνηκότι τοῦτο ἡμέρας πολλὰς

Β Βασ. 14,2               Εστειλε λοιπόν εις την πόλιν Θεκωέ ένα άνθρωπον, ο οποίος επήρεν από εκεί μίαν σοφήν γυναίκα και την οδήγησε προς τον Ιωάβ. Ο Ιωάβ είπε προς αυτήν· “προσποιήσου, ότι πενθείς. Φορεσε πένθιμα ενδύματα, μη αλειφθής με αρωματώδες έλαιον και γενικώς θα φαίνεσαι σαν γυναίκα, η οποία πενθεί δια κάποιον νεκρόν και ότι το πένθος αυτό χρονολογείται από πολύν χρόνον.

Β Βασ. 14,3        καὶ ἐλεύσῃ πρὸς τὸν βασιλέα καὶ λαλήσεις πρὸς αὐτὸν κατὰ τὸ ῥῆμα τοῦτο· καὶ ἔθηκεν Ἰωὰβ τοὺς λόγους ἐν τῷ στόματι αὐτῆς.

Β Βασ. 14,3               Ετσι, θα παρουσιασθής προς τον βασιλέα και θα πης προς αυτόν, όπως εγώ θα σε συμβουλεύσω”. Ο Ιωάβ την συνεβούλευσε, τι συγκεκριμένως να πη.

Β Βασ. 14,4        καὶ εἰσῆλθεν ἡ γυνὴ ἡ Θεκωῖτις πρὸς τὸν βασιλέα καὶ ἔπεσεν ἐπὶ πρόσωπον αὐτῆς εἰς τὴν γῆν καὶ προσεκύνησεν αὐτῷ καὶ εἶπε· σῶσον, βασιλεῦ, σῶσον.

Β Βασ. 14,4               Η γυναίκα αυτή από την πόλιν Θεκωέ παρουσιάσθη στον βασιλέα Δαυίδ, έπεσε με το πρόσωπον κατά γης, προσεκύνησεν αυτόν και του είπε· “σώσε με, βασιλεύ, σώσε με”

Β Βασ. 14,5        καὶ εἶπε πρὸς αὐτὴν ὁ βασιλεύς· τί ἐστί σοι; ἡ δὲ εἶπε· καὶ μάλα γυνὴ χήρα ἐγώ εἰμι, καὶ ἀπέθανεν ὁ ἀνήρ μου.

Β Βασ. 14,5               Ο βασιλεύς την ηρώτησε “τι σου συμβαίνει;” Εκείνη απήντησεν· “είμαι εγώ μια δυστυχισμένη χήρα. Ο σύζυγός μου έχει αποθάνει.

Β Βασ. 14,6        καί γε τῇ δούλῃ σου δύο υἱοί, καὶ ἐμαχέσαντο ἀμφότεροι ἐν τῷ ἀγρῷ, καὶ οὐκ ἦν ὁ ἐξαιρούμενος ἀνὰ μέσον αὐτῶν, καὶ ἔπαισεν ὁ εἷς τὸν ἕνα ἀδελφὸν αὐτοῦ καὶ ἐθανάτωσεν αὐτόν.

Β Βασ. 14,6               Είχα δε εγώ η δούλη σου δύο παιδιά, τα οποία κάποιαν ημέραν εφιλονείκησαν μεταξύ των στους αγρούς εις έρημον τόπον. Κανείς δεν ήτο να τους χωρίση. Ο ενας εκτύπησε τον αδελφόν του και τον εφόνευσε.

Β Βασ. 14,7        καὶ ἰδοὺ ἐπανέστη ὅλη ἡ πατριὰ πρὸς τὴν δούλην σου καὶ εἶπαν· δὸς τὸν παίσαντα τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ καὶ θανατώσομεν αὐτὸν ἀντὶ τῆς ψυχῆς τοῦ ἀδελφοῦ αὐτοῦ, οὗ ἀπέκτεινε, καὶ ἐξαροῦμεν καί γε τὸν κληρονόμον ὑμῶν· καὶ σβέσουσι τὸν ἄνθρακά μου τὸν καταλειφθέντα, ὥστε μὴ θέσθαι τῷ ἀνδρί μου κατάλειμμα καὶ ὄνομα ἐπὶ προσώπου τῆς γῆς.

Β Βασ. 14,7               Και να, ολο το συγγενολόγι μου ηγέρθη και ήλθε προς εμέ, την δούλην σου, και μου είπαν· Παράδωσε εις ημάς τον φονέα του αδελφού του, τον υιόν σου, δια να τον θανατώσωμεν και έτσι να πληρώση αυτός με την ζωήν του την ζωήν του αδελφού του, τον οποίον εφόνευσε και θα εξοντώσωμεν αυτόν, τον κληρονόμον της περιουσίας σας. Ετσι δε αυτοί θέλουν να σβήσουν τον τελευταίον και μοναδικόν σπινθήρα, τον κληρονόμον, ώστε να μη ευρεθή κανείς διάδοχος και κληρονόμος του ανδρός μου και χαθή τοιουτοτρόπως το όνομά του από το πρόσωπον της γης”.

Β Βασ. 14,8        καὶ εἶπεν ὁ βασιλεὺς πρὸς τὴν γυναῖκα· ὑγιαίνουσα βάδιζε εἰς τὸν οἶκόν σου, κἀγὼ ἐντελοῦμαι περὶ σοῦ.

Β Βασ. 14,8               Είπεν ο βασιλεύς προς την γυναίκα· “πήγαινε στο σπίτι σου και εγώ θα δώσω την σχετικήν εντολήν δια σέ”.

Β Βασ. 14,9        καὶ εἶπεν ἡ γυνὴ ἡ Θεκωῖτις πρὸς τὸν βασιλέα· ἐπ᾿ ἐμέ, κύριέ μου βασιλεῦ, ἡ ἀνομία καὶ ἐπὶ τὸν οἶκον τοῦ πατρός μου, καὶ ὁ βασιλεὺς καὶ ὁ θρόνος αὐτοῦ ἀθῷος.

Β Βασ. 14,9               Η γυναίκα, η οποία κατήγετο από την πόλιν Θεκωέ, είπε με κάποιον ανησυχίαν προς τον βασιλέα· “ας τιμωρηθώ εγώ και η πατρική μου οικογένεια, διότι δεν εφήρμοσα τον νόμον της ανταποδόσεως εναντίον του υιού μου. Εύχομαι δε ο βασιλεύς μου και ο θρόνος του να μείνουν αθώοι από την υπόθεσιν αυτήν”.

Β Βασ. 14,10      καὶ εἶπεν ὁ βασιλεύς· τίς ὁ λαλῶν πρός σε; καί ἄξεις αὐτὸν πρὸς ἐμέ, καὶ οὐ προσθήσει ἔτι ἅψασθαι αὐτοῦ.

Β Βασ. 14,10             Ο βασιλεύς είπε τότε προς αυτήν. “Ποιός είναι εκείνος, που θα σου αντιμιλήση; Θα τον οδηγήσης αμέσως προς εμέ και δεν θα τολμήση ούτε να εγγίση απλώς τον υιόν σου”.

Β Βασ. 14,11      καὶ εἶπε· μνημονευσάτω δὴ ὁ βασιλεὺς τὸν Κύριον Θεὸν αὐτοῦ πληθυνθῆναι ἀγχιστέα τοῦ αἵματος τοῦ διαφθεῖραι καὶ οὐ μὴ ἐξάρωσι τὸν υἱόν μου· καὶ εἶπε· ζῇ Κύριος, εἰ πεσεῖται ἀπὸ τῆς τριχὸς τοῦ υἱοῦ σου ἐπὶ τὴν γῆν.

Β Βασ. 14,11              Είπε τότε εκείνη προς τον Δαυίδ· “ας ευαρεστηθή ο βασιλεύς μου να προφέρη το όνομα Κυρίου του Θεού του, ορκιζόμενος εις αυτό, ότι δεν θα επιτρέψη να παρουσιασθή εκδικητής, συγγενής του φονευθέντος υιού μου, και ότι δεν θα εξοντώσουν τον ζώντα υιόν μου”. Είπεν ο Δαυίδ· “ορκίζομαι στον ζώντα Κυριον, ότι ούτε μια τρίχα δεν θα πέση από την κεφαλήν του παιδιού σου εις την γην”.

Β Βασ. 14,12      καὶ εἶπεν ἡ γυνή· λαλησάτω δὴ ἡ δούλη σου πρὸς τὸν κύριόν μου βασιλέα ῥῆμα. καὶ εἶπε· λάλησον.

Β Βασ. 14,12             Η γυνή είπε τότε προς τον βασιλέα· “θα μου επιτρέψης, σε παρακαλώ, να ομιλήσω και πάλιν εγώ η δούλη σου προς τον κύριόν μου τον βασιλέα ένα ακόμη λόγον”. Ο βασιλεύς απήντησεν· “ομίλησον”.

Β Βασ. 14,13      καὶ εἶπεν ἡ γυνή· ἱνατί ἐλογίσω τοιοῦτο ἐπὶ λαὸν Θεοῦ; ἦ ἐκ στόματος τοῦ βασιλέως ὁ λόγος οὗτος ὡς πλημμέλεια τοῦ μὴ ἐπιστρέψαι τὸν βασιλέα τὸν ἐξωσμένον αὐτοῦ;

Β Βασ. 14,13             Προσέθεσε τότε η γυνή· “διατί συ εσκέφθης ένα τέτοιο παρόμοιον κακόν εναντίον του Ισραηλιτικού λαού, του λαού του Θεού; Η διαταγή, η οποία εβγήκεν από το στόμα του βασιλέως, να μη επιστρέψη ο Αβεσσαλώμ, ο διωγμένος μακράν την Ιερουσαλήμ, δεν αποτελεί αδικίαν;

Β Βασ. 14,14      ὅτι θανάτῳ ἀποθανούμεθα, καὶ ὥσπερ τὸ ὕδωρ τὸ καταφερόμενον ἐπὶ τῆς γῆς, ὃ οὐ συναχθήσεται· καὶ λήψεται ὁ Θεὸς ψυχήν, καὶ λογιζόμενος τοῦ ἐξῶσαι ἀπ᾿ αὐτοῦ ἐξεωσμένον.

Β Βασ. 14,14             Ας μη λησμονούμεν δε ότι όλοι θα αποθάνωμεν. Και όπως το νερό, το οποίον χύνεται και ρέει εις την γην, δεν είναι δυνατόν να μαζευθή, έτσι είμεθα και όλοι ημείς. Εκείνος ο οποίος απέθανε, δεν ημπορεί να επανέλθη εις την ζωήν. ( Ο Αμνών έφυγε από τον κόσμον αυτόν. Δεν επανέρχεται). Ο δε Θεός θα θέση υπό την προστασίαν του εκείνον, ο οποίος σκέπτεται να επαναφέρη τον εξωρισμένον Αβεσσαλώμ.

Β Βασ. 14,15      καὶ νῦν ὃ ἦλθον λαλῆσαι πρὸς τὸν βασιλέα τὸν κύριόν μου τὸ ῥῆμα τοῦτο, ὅτι ὄψεταί με ὁ λαός, καὶ ἐρεῖ ἡ δούλη σου· λαλησάτω δὴ πρὸς τὸν κύριόν μου τὸν βασιλέα, εἴπως ποιήσει ὁ βασιλεὺς τὸ ῥῆμα τῆς δούλης αὐτοῦ·

Β Βασ. 14,15             Και τώρα ήλθα να θέσω υπ' όψιν του βασιλέως μου και κυρίου μου αυτά τα πράγματα, ότι με έχει τρομάξει το συγγενολόγι μου (μήπως και ζητήση να εφαρμόσω τον νόμον της αντιδικίας). Απεφάσισα λοιπόν, να αναφερθώ εις σέ, μήπως συ ο βασιλεύς μου, ημπορέσης να εκπληρώσης το αίτημα της χάριτος εμού της δούλης σου.

Β Βασ. 14,16      ὅτι ἀκούσει ὁ βασιλεύς· ῥυσάσθω τὴν δούλην αὐτοῦ ἐκ χειρὸς τοῦ ἀνδρὸς τοῦ ζητοῦντος ἐξᾶραί με καὶ τὸν υἱόν μου ἀπὸ κληρονομίας Θεοῦ.

Β Βασ. 14,16             Εσκέφθην και επίστευσα ότι ο βασιλεύς θα ακούση αυτήν την αίτησίν μου. Ας απαλλάξη εμέ την δούλην του από τα χέρια του ανδρός, ο οποίος ζητεί να βγάλη εμέ και τον υιόν μου από την κληρονομίαν, που μας έχει δώσει ο Θεός”.

Β Βασ. 14,17      καὶ εἶπεν ἡ γυνή· εἴη δὴ ὁ λόγος τοῦ κυρίου μου τοῦ βασιλέως εἰς θυσίαν, ὅτι καθὼς ἄγγελος Θεοῦ, οὕτως ὁ κύριός μου ὁ βασιλεὺς τοῦ ἀκούειν τὸ ἀγαθὸν καὶ τὸ πονηρόν, καὶ Κύριος ὁ Θεός σου ἔσται μετὰ σοῦ.

Β Βασ. 14,17             Η γυναίκα συνεχίζουσα είπε· “ας είναι λοιπόν ο ευμενής αυτός λόγος του κυρίου μου και βασιλέως μου ως θυσία ενώπιον του Θεού. Διότι ο κύριός μου και βασιλεύς μου είναι σαν άγγελος Θεού, που ακούει το αγαθόν και το κακόν. Και ο Κυριος ο Θεός θα είναι πάντοτε μαζή σου”.

Β Βασ. 14,18      καὶ ἀπεκρίθη ὁ βασιλεὺς καὶ εἶπε πρὸς τὴν γυναῖκα· μὴ δὴ κρύψῃς ἀπ᾿ ἐμοῦ ῥῆμα, ὃ ἐγὼ ἐπερωτῶ σε. καὶ εἶπεν ἡ γυνή· λαλησάτω δὴ ὁ κύριός μου ὁ βασιλεύς.

Β Βασ. 14,18             Ο βασιλεύς, κάτι υποπτευθείς, απήντησε προς αυτήν την γυναίκα· “μη αρνηθής, σε παρακαλώ, να μου πης καθαράν την αλήθειαν εις ο,τι θα σε ερωτήσω”. Η γυναίκα απήντησεν· “ας ομιλήση, λοιπόν, ο βασιλεύς και κύριός μου και εγώ θα απαντήσω”.

Β Βασ. 14,19      καὶ εἶπεν ὁ βασιλεύς· μὴ ἡ χεὶρ Ἰωὰβ ἐν παντὶ τούτῳ μετὰ σοῦ; καὶ εἶπεν ἡ γυνὴ τῷ βασιλεῖ· ζῇ ἡ ψυχή σου, κύριέ μου βασιλεῦ, εἰ ἔστιν εἰς τὰ δεξιὰ ἢ εἰς τὰ ἀριστερὰ ἐκ πάντων, ὧν ἐλάλησεν ὁ κύριός μου ὁ βασιλεύς, ὅτι ὁ δοῦλός σου Ἰωὰβ αὐτὸς ἐνετείλατό μοι, καὶ αὐτὸς ἔθετο ἐν τῷ στόματι τῆς δούλης σου πάντας τοὺς λόγους τούτους·

Β Βασ. 14,19             Ο βασιλεύς Δαυίδ την ηρώτησε· “μήπως ο Ιωάβ σε συνεβούλευσε να μου πης όλα αυτά;” Απήντησεν η γυναίκα προς τον βασιλέα· “ορκίζομαι εις την ζωήν σου, κύριέ μου βασιλεύ, ότι δεν ημπορεί ενώπιόν σου να διαφύγη κανείς ούτε προς τα δεξιά ούτε προς τα αριστερά· και εγώ δεν ημπορώ να αποκρύψω η να αρνηθώ τίποτε από όσα είπες συ, ο κύριός μου και βασιλεύς μου. Οτι δηλαδή πράγματι ο δούλός σου ο Ιωάβ, αυτός μου έδωσε την εντολήν και αυτός έβαλεν στο στόμα της δούλης σου όλα τα λόγια αυτά.

Β Βασ. 14,20      ἕνεκεν τοῦ περιελθεῖν τὸ πρόσωπον τοῦ ῥήματος τούτου ἐποίησεν ὁ δοῦλός σου Ἰωὰβ τὸν λόγον τοῦτον, καὶ ὁ κύριός μου σοφὸς καθὼς σοφία ἀγγέλου τοῦ Θεοῦ τοῦ γνῶναι πάντα τὰ ἐν τῇ γῇ.

Β Βασ. 14,20            Δια να δώση άλλην τροπήν στο θλιβερόν τούτο ζήτημα, εχρησιμοποίησεν ο δούλος σου ο Ιωάβ τον τρόπον αυτόν. Συ όμως, ο κύριός μου, είσαι σοφός. Η σοφία σου είναι σαν του αγγέλου του Θεού, ώστε να γνωρίζης όλα όσα συμβαίνουν εις την γην”.

Β Βασ. 14,21      καὶ εἶπεν ὁ βασιλεὺς πρὸς Ἰωάβ· ἰδοὺ δὴ ἐποίησά σοι κατὰ τὸν λόγον σου τοῦτον· πορεύου, ἐπίστρεψον τὸ παιδάριον τὸν Ἀβεσσαλώμ.

Β Βασ. 14,21             Εκάλεσεν ο βασιλεύς τον Ιωάβ και του είπεν· “ιδού, λοιπόν, θα σου κάμω την χάριν, την οποίαν μου εζήτησες. Πηγαινε να επαναφέρης το παιδί μου, τον Αβεσσαλώμ”.

Β Βασ. 14,22      καὶ ἔπεσεν Ἰωὰβ ἐπὶ πρόσωπον αὐτοῦ ἐπὶ τὴν γῆν καὶ προσεκύνησε καὶ εὐλόγησε τὸν βασιλέα, καὶ εἶπεν Ἰωάβ· σήμερον ἔγνω ὁ δοῦλός σου ὅτι εὗρον χάριν ἐν ὀφθαλμοῖς σου, κύριέ μου βασιλεῦ, ὅτι ἐποίησεν ὁ κύριός μου ὁ βασιλεὺς τὸν λόγον τοῦ δούλου αὐτοῦ.

Β Βασ. 14,22            Ο Ιωάβ έπεσε κατά γης με το πρόσωπον στο έδαφος, προσεκύνησε και ηυχαρίστησε τον βασιλέα. Είπε δε στον Δαυίδ· “σήμερα εγώ ο δούλος σου επείσθην, ότι απολαμβάνω εκτιμήσεως πλησίον σου, κύριέ μου βασιλεύ, διότι εξεπλήρωσες αυτό το αίτημα του δούλου σου”.

Β Βασ. 14,23      καὶ ἀνέστη Ἰωὰβ καὶ ἐπορεύθη εἰς Γεδσοὺρ καὶ ἤγαγε τὸν Ἀβεσσαλὼμ εἰς Ἱερουσαλήμ.

Β Βασ. 14,23            Αμέσως ο Ιωάβ εσηκώθη, μετέβη εις την Γεδσούρ, επήρεν από εκεί και επανέφερε τον Αβεσσαλώμ εις την Ιερουσαλήμ.

Β Βασ. 14,24      καὶ εἶπεν ὁ βασιλεύς· ἀποστραφήτω εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ καὶ τὸ πρόσωπόν μου μὴ βλεπέτω καὶ ἀπέστρεψεν Ἀβεσσαλὼμ εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ καὶ τὸ πρόσωπον τοῦ βασιλέως οὐκ εἶδε.

Β Βασ. 14,24            Ο βασιλεύς είπεν· “ο Αβεσσαλώμ ας επιστρέψη και ας μείνη στον οίκον του. Αλλά ας μη ιδή ποτέ το πρόσωπόν μου”. Ο Αβεσσαλώμ επέστρεψε πράγματι στον οίκον του και δεν έβλεπε πλέον το πρόσωπον του βασιλέως· δεν παρουσιάσθη ποτέ εις αυτόν.

 

                                    Συμφιλίωση Δαβίδ και Αβεσσαλώμ

Β Βασ. 14,25      καὶ ὡς Ἀβεσσαλὼμ οὐκ ἦν ἀνὴρ ἐν παντὶ Ἰσραὴλ αἰνετὸς σφόδρα, ἀπὸ ἴχνους ποδὸς αὐτοῦ καὶ ἕως κορυφῆς αὐτοῦ οὐκ ἦν ἐν αὐτῷ μῶμος.

Β Βασ. 14,25            Μεταξύ των Ισραηλιτών δεν υπήρχεν άλλος τόσον θαυμαστός, όσον ήτο ο Αβεσσαλώμ, κατά την ωραιότητα. Ούτος από του άκρου των ποδών του μέχρι και της κεφαλής του δεν είχε κανένα ψεγάδι.

Β Βασ. 14,26      καὶ ἐν τῷ κείρεσθαι αὐτὸν τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ -καὶ ἐγένετο ἀπ᾿ ἀρχῆς ἡμερῶν εἰς ἡμέρας, ὡς ἂν ἐκείρετο, ὅτι κατεβαρύνετο ἐπ᾿ αὐτὸν- καὶ κειρόμενος αὐτὴν ἔστησε τὴν τρίχα τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ διακοσίους σίκλους ἐν τῷ σίκλῳ τῷ βασιλικῷ.

Β Βασ. 14,26            Αυτός εκουρεύετο μια φορά το έτος, διότι ηύξανεν υπερβολικά και τον εβάρυνεν η κόμη του. Οταν δε εκούρευε την κεφαλήν του, το βάρος της κουρεμένης κόμης του εζύγιζεν· διακοσίους βασιλικούς σίκλους, δύο και πλέον χιλιόγραμμα.

Β Βασ. 14,27      καὶ ἐτέχθησαν τῷ Ἀβεσσαλὼμ τρεῖς υἱοὶ καὶ θυγάτηρ μία, καὶ ὄνομα αὐτῇ Θημάρ· αὕτη ἦν γυνὴ καλὴ σφόδρα καὶ γίνεται γυνὴ τῷ Ῥοβοὰμ υἱῷ Σαλωμὼν καὶ τίκτει αὐτῷ τὸν Ἀβιά.

Β Βασ. 14,27            Απέκτησε δε ο Αβεσσαλώμ τρεις υιούς και μίαν θυγατέρα. Η θυγάτηρ του ωνομάζετο Θημάρ. Αυτή ήτο ωραιοτάτη γυναίκα και έγινε σύζυγος του Ροβοάμ, του υιού του Σολομώντος. Αυτή εγέννησεν στον Ροβοάμ παιδί, τον Αβιά.

Β Βασ. 14,28      καὶ ἐκάθισεν Ἀβεσσαλὼμ ἐν Ἱερουσαλὴμ δύο ἔτη ἡμερῶν, καὶ τὸ πρόσωπον τοῦ βασιλέως οὐκ εἶδε.

Β Βασ. 14,28            Ο Αβεσσαλώμ παρέμεινεν εις την Ιερουσαλήμ επί δύο έτη, κατά το διάστημα των οποίον δεν είδε το πρόσωπον του βασιλέως Δαυίδ.

Β Βασ. 14,29      καὶ ἀπέστειλεν Ἀβεσσαλὼμ πρὸς Ἰωὰβ ἀποστεῖλαι αὐτὸν πρὸς τὸν βασιλέα, καὶ οὐκ ἠθέλησεν ἐλθεῖν πρὸς αὐτόν· καὶ ἀπέστειλεν ἐκ δευτέρου πρὸς αὐτόν, καὶ οὐκ ἠθέλησε παραγενέσθαι.

Β Βασ. 14,29            Εστειλε δε άνθρωπόν του στον Ιωάβ και εζήτησεν από αυτόν να μεσιτεύση, δια να παρουσιασθή προς τον βασιλέα. Ο Ιωάβ όμως δεν ενέκρινε και δεν ηθέλησε να έλθη αυτός προς τον βασιλέα. Ο Αβεσσαλώμ απέστειλε δεύτερον φοράν άνθρωπον προς τον Ιωάβ καλών αυτόν, αλλά εκείνος δεν ηθέλησε να προσέλθη.

Β Βασ. 14,30      καὶ εἶπεν Ἀβεσσαλὼμ πρὸς τοὺς παῖδας αὐτοῦ· ἴδετε, ἡ μερὶς ἐν ἀγρῷ τοῦ Ἰωὰβ ἐχόμενά μου, καὶ αὐτῷ ἐκεῖ κριθαί, πορεύεσθε καὶ ἐμπρήσατε αὐτὴν ἐν πυρί· καὶ ἐνέπρησαν οἱ παῖδες Ἀβεσσαλὼμ τὴν μερίδα. καὶ παραγίνονται οἱ δοῦλοι Ἰωὰβ πρὸς αὐτὸν διεῤῥηχότες τὰ ἱμάτια αὐτῶν καὶ εἶπον· ἐνεπύρισαν οἱ δοῦλοι Ἀβεσσαλὼμ τὴν μερίδα ἐν πυρί.

Β Βασ. 14,30            Είπε τότε ο Αβεσσαλώμ στους δούλους του· “προσέξατε, ένας αγρός του Ιωάβ ευρίσκεται κοντά στον ιδικόν μου. Εις αυτόν έχει καλλιεργηθή δι' αυτόν κριθάρι, που είναι ώριμον προς θερισμόν. Πηγαίνετε και βάλετε φωτιά και καύσατέ το”. Οι δούλοι του Αβεσσαλώμ ήλθον, έβαλαν φωτιά και έκαυσαν το κριθάρι του αγρού του Ιωάβ. Οι δε δούλοι του Ιωάβ ήλθον προς τον κύριόν των με σχισμένα τα ιμάτιά των και είπαν· “οι δούλοι του Αβεσσαλώμ έκαυσαν το σπαρμένον χωράφι σου”.

Β Βασ. 14,31      καὶ ἀνέστη Ἰωὰβ καὶ ἦλθε πρὸς Ἀβεσσαλὼμ εἰς τὸν οἶκον καὶ εἶπε πρὸς αὐτόν· ἱνατί ἐνεπύρισαν οἱ παῖδές σου τὴν μερίδα τὴν ἐμὴν ἐν πυρί;

Β Βασ. 14,31             Ο Ιωάβ αγανακτών ηγέρθη και μετέβη στον οίκον του Αβεσσαλώμ και του είπε· “διατί οι δούλοι σου έκαυσαν το σπαρμένον χωράφι μου;”

Β Βασ. 14,32      καὶ εἶπεν Ἀβεσσαλὼμ πρὸς Ἰωάβ· ἰδοὺ ἀπέστειλα πρός σε λέγων· ἦκε ὧδε, καὶ ἀποστελῶ σε πρὸς τὸν βασιλέα λέγων· ἱνατί ἦλθον ἐκ Γεδσούρ; ἀγαθόν μοι ἦν εἶναι ἐκεῖ· καὶ νῦν ἰδοὺ τὸ πρόσωπον τοῦ βασιλέως οὐκ εἶδον· εἰ δέ ἐστιν ἐν ἐμοὶ ἀδικία, καὶ θανάτωσόν με.

Β Βασ. 14,32            Ο Αβεσσαλώμ του απήντησεν· “ιδού, εγώ έστειλα άνθρωπον εις σε και σου είπα· Ελα εδώ, διότι θέλω να σε στείλω σαν πρεσβευτήν προς τον βασιλέα και να του πης· Διατί επέστρεψα από την Γεδσούρ; Προτιμότερον ήτο να έμενα εκεί, διότι μέχρι τώρα δεν είδα καθόλου το πρόσωπον του βασιλέως μου. Εάν έχω διαπράξει θανάσιμον έγκλημα, ας με θανατώση”.

Β Βασ. 14,33      καὶ εἰσῆλθεν Ἰωὰβ πρὸς τὸν βασιλέα, καὶ ἀπήγγειλεν αὐτῷ, καὶ ἐκάλεσε τὸν Ἀβεσσαλώμ. καὶ εἰσῆλθε πρὸς τὸν βασιλέα καὶ προσεκύνησεν αὐτῷ καὶ ἔπεσεν ἐπὶ πρόσωπον αὐτοῦ ἐπὶ τὴν γῆν κατὰ πρόσωπον τοῦ βασιλέως, καὶ κατεφίλησεν ὁ βασιλεὺς τὸν Ἀβεσσαλώμ.

Β Βασ. 14,33             Ο Ιωάβ παρουσιάσθη τότε ενώπιον του βασιλέως και ανέφερεν εις αυτόν ο,τι του είχεν είπει ο Αβεσσαλώμ. Ο δε βασιλεύς εκάλεσε τον Αβεσσαλώμ. Ο Αβεσσαλώμ παρουσιάσθη στον βασιλέα, έπεσε με το πρόσωπον αυτού κάτω εις την γην ενώπιον του βασιλέως. Ο δε βασιλεύς κατεφίλησε τον Αβεσσαλώμ.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 15- Η ΑΝΤΑΡΣΙΑ ΤΟΥ ΑΒΕΣΣΑΛΩΜ - Η ΦΥΓΗ ΤΟΥ ΔΑΒΙΔ

                                    Η ανταρσία του Αβεσσαλώμ

Β Βασ. 15,1        Καὶ ἐγένετο μετὰ ταῦτα καὶ ἐποίησεν ἑαυτῷ Ἀβεσσαλὼμ ἅρματα καὶ ἵππους καὶ πεντήκοντα ἄνδρας παρατρέχειν ἔμπροσθεν αὐτοῦ.

Β Βασ. 15,1                Επειτα από τα γεγονότα αυτά, την συμφιλίωσιν δηλαδή του Αβεσσαλώμ προς τον πατέρα του, ο Αβεσσαλώμ κατεσκεύασε δια τον εαυτόν του άρματα, ηγόρασε δε και ίππους. Πενήντα άνδρες ωσάν σωματοφύλακες και τιμητική συνοδεία έτρεχαν έπροοθέν του.

Β Βασ. 15,2        καὶ ὤρθρισεν Ἀβεσσαλὼμ καὶ ἔστη ἀνὰ χεῖρας τῆς ὁδοῦ τῆς πύλης καὶ ἐγένετο πᾶς ἀνήρ, ᾧ ἐγένετο κρίσις, ἦλθε πρὸς τὸν βασιλέα εἰς κρίσιν, καὶ ἐβόησε πρὸς αὐτὸν Ἀβεσσαλὼμ καὶ ἔλεγεν αὐτῷ· ἐκ ποίας πόλεως σὺ εἶ; καὶ εἶπεν· ἐκ μιᾶς φυλῶν Ἰσραὴλ ὁ δοῦλός σου.

Β Βασ. 15,2               Ο Αβεσσαλώμ εξυπνούσε πολύ πρωϊ, έβγαινε από την πόλιν και ίστατο πλησίον εις την οδόν, που ωδηγούσε εις την πύλην της πόλεως Ιερουσαλήμ. Εφώναζε δε κάθε άνθρωπον, ο οποίος είχε διαφοράς προς άλλον και ήρχετο να δικασθή ενώπιον του βασιλέως και του έλεγε με πολλήν φιλοφροσύνην· “από ποίαν πόλιν κατάγεσαι;” Εκείνος ευχαριστημένος απαντούσε· “εγώ, ο δούλος σου, κατάγομαι από μίαν πόλιν του Ισραηλιτικού λαού”.

Β Βασ. 15,3        καὶ εἶπε πρὸς αὐτὸν ὁ Ἀβεσσαλώμ· ἰδοὺ οἱ λόγοι σου ἀγαθοὶ καὶ εὔκολοι, καὶ ὁ ἀκούων οὐκ ἔστι σοι παρὰ τοῦ βασιλέως.

Β Βασ. 15,3               Ο Αβεσσαλώμ έλεγε και διεβεβαίωνεν αυτόν· “η υπόθεσίς σου είναι ολοφάνερα δικαία και εύκολα ημπορεί να τακτοποιηθή. Δεν υπάρχει όμως κανένας διωρισμένος από τον βασιλέα δικαστής, δια να δικάση την υπόθεσίν σου”.

Β Βασ. 15,4        καὶ εἶπεν Ἀβεσσαλώμ· τίς με καταστήσει κριτὴν ἐν τῇ γῇ, καὶ ἐπ᾿ ἐμὲ ἐλεύσεται πᾶς ἀνήρ, ᾧ ἐὰν ᾖ ἀντιλογία καὶ κρίσις, καὶ δικαιώσω αὐτόν;

Β Βασ. 15,4               Και ο Αβεσσαλώμ προσέθετε· “ποιός τάχα θα με εγκαταστήση δικαστήν εις την χώραν αυτήν; Αν γίνω, εις εμέ θα έρχωνται τότε όλοι οι Ισραηλίται, που έχουν διαφοράς προς άλλους, και εγώ θα δικάζω δικαίως”.

Β Βασ. 15,5        καὶ ἐγένετο ἐν τῷ ἐγγίζειν ἄνδρα τοῦ προσκυνῆσαι αὐτῷ καὶ ἐξέτεινε τὴν χεῖρα αὐτοῦ καὶ ἐπελαμβάνετο αὐτοῦ καὶ κατεφίλησεν αὐτόν.

Β Βασ. 15,5               Οταν δε κανείς Ισραηλίτης τον επλησίαζε να τον προσκυνήση, ο Αβεσσαλώμ άπλωνε το χέρι του, την έπιανε φιλικώς και τον καταφιλούσε.

Β Βασ. 15,6        καὶ ἐποίησεν Ἀβεσσαλὼμ κατὰ τὸ ῥῆμα τοῦτο παντὶ Ἰσραὴλ τοῖς παραγινομένοις εἰς κρίσιν πρὸς τὸν βασιλέα, καὶ ἰδιοποιεῖτο Ἀβεσσαλὼμ τὴν καρδίαν ἀνδρῶν Ἰσραήλ.

Β Βασ. 15,6               Ετσι δε συμπεριφερόμενος ο Αβεσσαλώμ προς κάθε Ισραηλίτην, που ήρχετο να δικασθή ενώπιον του βασιλέως, κατακτούσε τας καρδίας των Ισραηλιτών.

Β Βασ. 15,7        καὶ ἐγένετο ἀπὸ τέλους τεσσαράκοντα ἐτῶν καὶ εἶπεν Ἀβεσσαλὼμ πρὸς τὸν πατέρα αὐτοῦ· πορεύσομαι δὴ καὶ ἀποτίσω τὰς εὐχάς μου, ἃς ηὐξάμην τῷ Κυρίῳ ἐν Χεβρών·

Β Βασ. 15,7               Οταν ο Αβεσσαλώμ συνεπλήρωνε το τεσσαρακοστόν έτος της ηλικίας του, είπε προς τον πατέρα του· “δος μου την άδειαν να μεταβώ εις την Χεβρών, δια να εκτελέσω ένα τάξιμο, το οποίον έχω κάμει προς τον Κυριον.

Β Βασ. 15,8        ὅτι εὐχὴν ηὔξατο ὁ δοῦλός σου ἐν τῷ οἰκεῖν με ἐν Γεδσοὺρ ἐν Συρίᾳ λέγων· ἐὰν ἐπιστρέφων ἐπιστρέψῃ με Κύριος εἰς Ἱερουσαλήμ, καὶ λατρεύσω τῷ Κυρίῳ.

Β Βασ. 15,8               Διότι εγώ, ο δούλος σου, όταν έμενα εξόριστος εις την Γεδσούρ της Συρίας, έκαμα μίαν ευχήν στον Κυριον και είπα· Εάν ευδοκήση ο Κυριος και επιστρέψω εις την Ιερουσαλήμ, θα του προσφέρω δώρον της λατρείας μου προς αυτόν”.

Β Βασ. 15,9        καὶ εἶπεν αὐτῷ ὁ βασιλεύς· βάδιζε εἰς εἰρήνην· καὶ ἀναστὰς ἐπορεύθη εἰς Χεβρών.

Β Βασ. 15,9               Ο βασιλεύς Δαυίδ ανύποπτος απήντησε προς τον Αβεσσαλώμ· “πήγαινε εις οδόν ειρήνης”. Εκείνος δε εξεκίνησε και μετέβη εις την Χεβρών.

Β Βασ. 15,10      καὶ ἀπέστειλεν Ἀβεσσαλὼμ κατασκόπους ἐν πάσαις φυλαῖς Ἰσραὴλ λέγων· ἐν τῷ ἀκοῦσαι ὑμᾶς τὴν φωνὴν τῆς κερατίνης καὶ ἐρεῖτε· βεβασίλευκε βασιλεὺς Ἀβεσσαλὼμ ἐν Χεβρών.

Β Βασ. 15,10             Εστειλε δε κατασκόπους ο Αβεσσαλώμ εις όλας τας φυλάς του Ισραήλ, δια να αναγγείλουν τα εξής· Αμέσως μόλις ακούσετε τον ήχον κερατίνης σάλπιγγας θα πήτε· «ανεκηρύχθη βασιλεύς εις την Χεβρών ο Αβεσσαλώμ”.

Β Βασ. 15,11      καὶ μετὰ Ἀβεσσαλὼμ ἐπορεύθησαν διακόσιοι ἄνδρες ἐξ Ἱερουσαλὴμ κλητοὶ καὶ πορευόμενοι τῇ ἁπλότητι αὐτῶν καὶ οὐκ ἔγνωσαν πᾶν ῥῆμα.

Β Βασ. 15,11              Μαζή δε με τον Αβεσσαλώμ επορεύθησαν προς την Χεβρών από την Ιερουσαλήμ διακόσιοι άλλοι επίσημοι άνδρες. Αυτοί επήγαν μαζή του με όλην των την απλότητα, χωρίς να γνωρίζουν τίποτε από όσα πονηρά είχε κατά νουν ο Αβεσσαλώμ.

Β Βασ. 15,12      καὶ ἀπέστειλεν Ἀβεσσαλὼμ καὶ ἐκάλεσε τὸν Ἀχιτόφελ τὸν Γελμωναῖον τὸν σύμβουλον Δαυὶδ ἐκ τῆς πόλεως αὐτοῦ ἐκ Γωλὰ ἐν τῷ θυσιάζειν αὐτόν. καὶ ἐγένετο σύστρεμμα ἰσχυρόν, καὶ ὁ λαὸς ὁ πορευόμενος καὶ πολὺς μετὰ Ἀβεσσαλώμ.

Β Βασ. 15,12             Ο Αβεσσαλώμ, όταν είχε κατεβή εις την Χεβρών, δια να προσφέρη την θυσίαν του τάματός του, έστειλεν άνθρωπον και προσεκάλεσε τον Αχιτόφελ τον Γελμωναίον, ο οποίος ήτο σύμβουλος του Δαυίδ και κατήγετο από την πόλιν Γωλά. Ετσι δε το συνωμοτικόν στράτευμα του Αβεσσαλώμ εγίνετο ολονέν και ισχυρότερον, διότι πολύς λαός συνεχώς επορεύετο και ακολουθούσε τον Αβεσσαλώμ.

 

                                     Η φυγή του Δαβίδ

Β Βασ. 15,13      καὶ παρεγένετο ὁ ἀπαγγέλλων πρὸς Δαυὶδ λέγων· ἐγενήθη ἡ καρδία ἀνδρῶν Ἰσραὴλ ὀπίσω Ἀβεσσαλώμ.

Β Βασ. 15,13             Ηλθεν όμως ενας αγγελιαφόρος προς τον Δαυίδ και του είπεν· “όλοι οι Ισραηλίται έχουν ακολουθήσει τον Αβεσσαλώμ”.

Β Βασ. 15,14      καὶ εἶπε Δαυὶδ πᾶσι τοῖς παισὶν αὐτοῦ τοῖς μετ᾿ αὐτοῦ τοῖς ἐν Ἱερουσαλήμ· ἀνάστητε καὶ φύγωμεν, ὅτι οὐκ ἔστιν ἡμῖν σωτηρία ἀπὸ προσώπου Ἀβεσσαλώμ· ταχύνατε τοῦ πορευθῆναι, ἵνα μὴ ταχύνῃ καὶ καταλάβῃ ἡμᾶς καὶ ἐξώσῃ ἐφ᾿ ἡμᾶς τὴν κακίαν καὶ πατάξῃ τὴν πόλιν ἐν στόματι μαχαίρας.

Β Βασ. 15,14             Ο Δαυίδ, ο οποίος αντελήφθη πλέον τους πονηρούς σκοπούς του Αβεσσαλώμ, είπε προς τους δούλους του, που ευρίσκοντο μαζή του εις την Ιερουσαλήμ· “σηκωθήτε και ας φύγωμεν. Διότι εάν συναντηθώμεν με τον Αβεσσαλώμ, δεν θα υπάρξη καμμία σωτηρία δι' ημάς. Σπεύσατε να φύγωμεν, μήπως τυχόν εκείνος τρέξη και μας καταλάβη και αφήση να πέση επάνω μας όλη η κακία του και περάση τους κατοίκους της Ιερουσαλήμ εν στόματι μαχαίρας”.

Β Βασ. 15,15      καὶ εἶπον οἱ παῖδες τοῦ βασιλέως πρὸς τὸν βασιλέα· κατὰ πάντα, ὅσα αἱρεῖται ὁ κύριος ἡμῶν ὁ βασιλεύς, ἰδοὺ οἱ παῖδές σου.

Β Βασ. 15,15             Οι δούλοι του βασιλέως είπαν προς αυτόν· “όλα όσα αποφασίση να πράξη ο κύριός μας και βασιλεύς μας, ημείς είμεθα πρόθυμοι να υπακούσωμεν και να πράξωμεν”.

Β Βασ. 15,16      καὶ ἐξῆλθεν ὁ βασιλεὺς καὶ πᾶς ὁ οἶκος αὐτοῦ τοῖς ποσὶν αὐτῶν· καὶ ἀφῆκεν ὁ βασιλεὺς δέκα γυναῖκας τῶν παλλακῶν αὐτοῦ φυλάσσειν τὸν οἶκον.

Β Βασ. 15,16             Ο βασιλεύς πεζοπορών, μαζή δε με αυτόν και όλος ο βασιλικός του οίκος, έφυγαν από την Ιερουσαλήμ. Αφήκε δε μόνον δέκα από τας γυναίκας του της δευτέρας σειράς, να φυλάττουν τον βασιλικόν του οίκον.

Β Βασ. 15,17      καὶ ἐξῆλθεν ὁ βασιλεὺς καὶ πάντες οἱ παῖδες αὐτοῦ πεζῇ καὶ ἔστησαν ἐν οἴκῳ τῷ μακράν.

Β Βασ. 15,17             Εβγήκεν ο βασιλεύς και όλη η αυλή του πεζοπορούντες και εσταμάτησαν εις ένα μακρυνόν οίκον.

Β Βασ. 15,18      καὶ πάντες οἱ παῖδες αὐτοῦ ἀνὰ χεῖρα αὐτοῦ παρῆγον καὶ πᾶς Χελεθὶ καὶ πᾶς ὁ Φελεθὶ καὶ ἔστησαν ἐπὶ τῆς ἐλαίας ἐν τῇ ἐρήμῳ· καὶ πᾶς ὁ λαὸς παρεπορεύετο ἐχόμενος αὐτοῦ καὶ πάντες οἱ περὶ αὐτὸν καὶ πάντες οἱ ἁδροὶ καὶ πάντες οἱ μαχηταὶ ἑξακόσιοι ἄνδρες, καὶ παρῆσαν ἐπὶ χεῖρα αὐτοῦ· καὶ πᾶς ὁ Χελεθὶ καὶ πᾶς ὁ Φελεθὶ καὶ πάντες οἱ Γεθθαῖοι, οἱ ἑξακόσιοι ἄνδρες οἱ ἐλθόντες τοῖς ποσὶν αὐτῶν ἐκ Γέθ, πορευόμενοι ἐπὶ πρόσωπον τοῦ βασιλέως.

Β Βασ. 15,18             Ολοι οι αυλικοί του και οι δούλοι του τον περιεστοίχιζαν και εβάδιζαν μαζή του. Επίσης μαζή του επορεύοντο όλοι οι της προσωπικής του φρουράς, οι Χελεθί και Φελεθί, και εσταμάτησαν εις κάποιαν εληάν, η οποία ευρίσκετο εις έρημον περιοχήν. Ολος ο λαός εβάδιζε πλησίον του, όπως επίσης και οι επίσημοι και όλοι οι μαχηταί, εν όλω εξακόσιοι άνδρες υπό την εξουσίαν του. Πλησίον του ήσαν η σωμαμαφυλακή του από τους Χελεθί και Φελεθί, όλοι οι Γεθθαίοι, οι εξακόσιοι άνδρες, οι οποίοι είχον έλθει πεζοπορούντες από την Γέθ, και εβάδιζαν μαζή με τον βασιλέα.

Β Βασ. 15,19      καὶ εἶπεν ὁ βασιλεὺς πρὸς Ἐθθὶ τὸν Γεθθαῖον· ἱνατί πορεύῃ καὶ σὺ μεθ᾿ ἡμῶν; ἐπίστρεφε καὶ οἴκει μετὰ τοῦ βασιλέως, ὅτι ξένος εἶ σὺ καὶ ὅτι μετῴκησας σὺ ἐκ τοῦ τόπου σου.

Β Βασ. 15,19             Ο βασιλεύς Δαυίδ είπε προς τον Εθθί, τον Γεθθαίον· “διατί και συ ερχεσαι μαζή μας; Γυρισε πίσω και μένε μαζή με τον βασιλέα Αβεσσαλώμ, διότι συ είσαι απλώς ένας φιλοξενούμενός μας και δεν έχεις μετοικήσει από τον τόπον σου, δια να εγκατασταθής οριστικώς πλησίον μας.

Β Βασ. 15,20      εἰ ἐχθὲς παραγέγονας, καὶ σήμερον κινήσω σε μεθ᾿ ἡμῶν; καί γε μεταναστήσεις τὸν τόπον σου; ἐχθὲς ἡ ἐξέλευσίς σου, καὶ σήμερον μετακινήσω σε μεθ᾿ ἡμῶν τοῦ πορευθῆναι; καὶ ἐγὼ πορεύσομαι οὗ ἐὰν ἐγὼ πορευθῶ. ἐπιστρέφου καὶ ἐπίστρεψον τοὺς ἀδελφούς σου μετὰ σοῦ, καὶ Κύριος ποιήσει μετὰ σοῦ ἔλεος καὶ ἀλήθειαν.

Β Βασ. 15,20            Εφόσον χθες ήλθες, πως είναι δυνατόν να σε μετακινήσω μαζή μας σήμερον; Λοιπόν, θα μεταναστεύσης από τον τόπον σου; Επαναλαμβάνω, χθες εβγήκες από την πατρίδα σου και πως θα σε υποχρεώσω εγώ σήμερον, να με ακολουθήσης εις την πορείαν μας; Αλλωστε εγώ θα πορευθώ, όπου ημπορέσω να πορευθώ. Γυρισε λοιπόν πίσω, επίστρεψε στους αδελφούς σου, στους ιδικούς σου. Ο δε Θεός θα δείξη το έλεός του και την αλήθειάν του προς σέ”.

Β Βασ. 15,21      καὶ ἀπεκρίθη Ἐθθὶ τῷ βασιλεῖ καὶ εἶπε· ζῇ Κύριος καὶ ζῇ ὁ κύριός μου ὁ βασιλεύς, ὅτι εἰς τὸν τόπον, οὗ ἐὰν ᾖ ὁ κύριός μου, καὶ ἐὰν εἰς θάνατον καὶ ἐὰν εἰς ζωήν, ὅτι ἐκεῖ ἔσται ὁ δοῦλός σου.

Β Βασ. 15,21             Απεκρίθη ο Εθθί προς τον βασιλέα Δαυίδ και είπεν· “ορκίζομαι στον ζώντα Κυριον τον Θεόν μου και στον κύριόν μου τον βασιλέα ότι, όπου ο κύριός μου θα μεταβή στον θάνατον η εις την ζωήν, εκεί και εγώ ο δούλος σου θα είμαι μαζή σου”.

Β Βασ. 15,22      καὶ εἶπεν ὁ βασιλεὺς πρὸς Ἐθθί· δεῦρο καὶ διάβαινε μετ᾿ ἐμοῦ· καὶ παρῆλθεν Ἐθθὶ ὁ Γεθθαῖος καὶ ὁ βασιλεὺς καὶ πάντες οἱ παῖδες αὐτοῦ καὶ πᾶς ὁ ὄχλος ὁ μετ᾿ αὐτοῦ.

Β Βασ. 15,22            Ο βασιλεύς Δαυίδ συγκινημένος είπε προς τον Εθθί· “έλα, βάδιζε μαζή μας”. Ο Εθθί ο Γεθθαίος, συνεπορεύετο μαζή με τον βασιλέα και με όλους τους δούλους και με όλον τον στρατόν αυτού.

Β Βασ. 15,23      καὶ πᾶσα ἡ γῆ ἔκλαιε φωνῇ μεγάλῃ. καὶ πᾶς ὁ λαὸς παρεπορεύοντο ἐν τῷ χειμάῤῥῳ τῶν Κέδρων, καὶ ὁ βασιλεὺς διέβη τὸν χειμάῤῥουν Κέδρων καὶ πᾶς ὁ λαὸς καὶ ὁ βασιλεὺς παρεπορεύοντο ἐπὶ πρόσωπον ὁδοῦ τὴν ἔρημον.

Β Βασ. 15,23             Ολοι δε όσοι ήσαν μαζή με τον φεύγοντα Δαυίδ έκλαιαν με φωνήν μεγάλην. Ολος ο λαός διεπέρασε τον χείμαρρον των Κέδρων. Επίσης ο βασιλεύς Δαυίδ και όλος ο λαός, αφού διέβησαν τον χείμαρρον των Κέδρων, εσκόπευαν να πορευθούν δια της οδού, η οποία ωδηγούσε εις την έρημον του Ιορδάνου.

Β Βασ. 15,24      καὶ ἰδοὺ καί γε Σαδὼκ καὶ πάντες οἱ Λευῖται μετ᾿ αὐτοῦ αἴροντες τὴν κιβωτὸν διαθήκης Κυρίου ἀπὸ Βαιθὰρ καὶ ἔστησαν τὴν κιβωτὸν τοῦ Θεοῦ. καὶ ἀνέβη Ἀβιάθαρ, ἕως ἐπαύσατο πᾶς ὁ λαὸς παρελθεῖν ἐκ τῆς πόλεως.

Β Βασ. 15,24            Και ιδού, κατά την διάβασιν του χειμάρρου, παρουσιάσθη και ο Σαδώκ, ο αρχιερεύς, και μαζή με αυτόν όλοι οι Λευίται, οι οποίοι μετέφεραν την Κιβωτόν της Διαθήκης του Κυρίου από την Βαιθάρ. Αυτοί ετοποθέτησαν εκεί την ιεράν Κιβωτόν. Ανέβη δε και ο αρχιερεύς Αβιάθαρ, ο οποίος παρέμενεν εκεί, έως ότου έπαυσε πλέον να εξέρχεται από την Ιερουσαλήμ ο λαός, που ακολουθούσε τον Δαυίδ.

Β Βασ. 15,25      καὶ εἶπεν ὁ βασιλεὺς πρὸς τὸν Σαδώκ· ἀπόστρεψον τὴν κιβωτὸν τοῦ Θεοῦ εἰς τὴν πόλιν· ἐὰν εὕρω χάριν ἐν ὀφθαλμοῖς Κυρίου, καὶ ἐπιστρέψει με καὶ δείξει μοι αὐτήν καὶ τὴν εὐπρέπειαν αὐτῆς.

Β Βασ. 15,25             Ο βασιλεύς Δαυίδ είπε τότε προς τον Σαδώκ· “επανάφερε την Κιβωτόν εις την πόλιν. Εάν δε εύρω χάριν ενώπιον του Κυρίου και ευδοκήση να με επαναφέρη εις την πόλιν, θα μου δείξη πάλιν την Κιβωτόν και την ωραιότητά της.

Β Βασ. 15,26      καὶ ἐὰν εἴπῃ οὕτως· οὐκ ἠθέληκα ἐν σοί, ἰδοὺ ἐγώ εἰμι, ποιείτω μοι κατὰ τὸ ἀγαθὸν ἐν ὀφθαλμοῖς αὐτοῦ.

Β Βασ. 15,26            Εάν όμως μου ομιλήση κατ' αυτόν τον τρόπον “δεν ευαρεστούμαι εις σέ” θα είπω· Ιδού εγώ είμαι έτοιμος. Ας κάμη ο Θεός δι' εμέ ο,τι είναι καλόν ενώπιόν του”.

Β Βασ. 15,27      καὶ εἶπεν ὁ βασιλεὺς τῷ Σαδὼκ τῷ ἱερεῖ· ἴδετε, σὺ ἐπιστρέφεις εἰς τὴν πόλιν ἐν εἰρήνῃ, καὶ Ἀχιμάας ὁ υἱός σου καὶ Ἰωνάθαν ὁ υἱὸς Ἀβιάθαρ οἱ δύο υἱοὶ ὑμῶν μεθ᾿ ὑμῶν·

Β Βασ. 15,27             Είπε δε ο βασιλεύς στον Σαδώκ, τον αρχιερέα· “κυττάξτε, συ επιστρέφεις ειρηνικώς εις την πόλιν. Μαζή δέ με σας επιστρέφουν και τα παιδιά σας, ο Αχιμάας ο ιδικός σου υιός, και Ιωνάθαν ο υιός του Αβιάθαρ.

Β Βασ. 15,28      ἴδετε, ἐγώ εἰμι στρατεύομαι ἐν Ἀραβὼθ τῆς ἐρήμου ἕως τοῦ ἐλθεῖν ῥῆμα παρ᾿ ὑμῶν τοῦ ἀπαγγεῖλαί μοι.

Β Βασ. 15,28            Ιδέτε, εγώ θα ευρίσκομαι εις κατάστασιν εκστρατείας εις την έρημον Αραβώθ, μέχρις ότου λάβω κάποιαν καλήν πληροφορίαν από σας”.

Β Βασ. 15,29      καὶ ἀπέστρεψε Σαδὼκ καὶ Ἀβιάθαρ τὴν κιβωτὸν τοῦ Θεοῦ εἰς Ἱερουσαλὴμ καὶ ἐκάθισεν ἐκεῖ.

Β Βασ. 15,29            Ο Σαδώκ και ο Αβιάθαρ επέστρεψαν φέροντες την Κιβωτόν του Θεού εις την Ιερουσαλήμ και εγκατεστάθησαν εκεί.

Β Βασ. 15,30      καὶ Δαυὶδ ἀνέβαινεν ἐν τῇ ἀναβάσει τῶν ἐλαιῶν ἀναβαίνων καὶ κλαίων καὶ τὴν κεφαλὴν ἐπικεκαλυμμένος, καὶ αὐτὸς ἐπορεύετο ἀνυπόδετος, καὶ πᾶς ὁ λαὸς ὁ μετ᾿ αὐτοῦ ἐπεκάλυψεν ἀνὴρ τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ καὶ ἀνέβαινον ἀναβαίνοντες καὶ κλαίοντες.

Β Βασ. 15,30             Ο δε Δαυίδ ανήρχετο τον λόφον των Ελαιών κλαίων και έχων σκεπασμένην την κεφαλήν του εις ένδειξιν πένθους. Επορεύετο δε ανυπόδητος. Ολοι οι άνδρες, οι οποίοι ήσαν μαζή του, εσκέπασαν την κεφαλήν των και ανέβαιναν τον ανήφορον του Ορους Ελαιών κλαίοντες και εκείνοι.

Β Βασ. 15,31      καὶ ἀνηγγέλη Δαυὶδ λέγοντες· καὶ Ἀχιτόφελ ἐν τοῖς συστρεφομένοις μετὰ Ἀβεσσαλώμ· καὶ εἶπε Δαυίδ· διασκέδασον δὴ τὴν βουλὴν Ἀχιτόφελ, Κύριε ὁ Θεός μου.

Β Βασ. 15,31             Τοτε εγνωστοποιήθη στον Δαυίδ ότι και αυτός ο Αχιτόφελ ευρίσκετο μαζή με τους στασιαστάς, με το μέρος του Αβεσσαλώμ. Προοηυχήθη δε ο Δαυίδ προς τον Κυριον και είπε· “Κυριε και Θεέ μου, σε παρακαλώ, ματαίωσε τα εναντίον εμού πονηρά σχέδια του Αχιτόφελ”.

Β Βασ. 15,32      καὶ ἦν Δαυὶδ ἐρχόμενος ἕως τοῦ Ῥοώς, οὗ προσεκύνησεν ἐκεῖ τῷ Θεῷ, καὶ ἰδοὺ εἰς ἀπαντὴν αὐτῷ Χουσὶ ὁ ἀρχιεταῖρος Δαυὶδ διεῤῥηχὼς τὸν χιτῶνα αὐτοῦ καὶ γῆ ἐπὶ τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ.

Β Βασ. 15,32             Κατόπιν ο Δαυίδ έφθασε μέχρι της θέσεως Ροώς, όπου και προσεκύνησεν εκεί τον Θεόν. Και ιδού, εις απάντησιν του Δαυίδ παρουσιάσθη ο Χουσί, ο στενός αυτού φίλος, με σχισμένον τον χιτώνα του και με χώμα επάνω εις την κεφαλήν του.

Β Βασ. 15,33      καὶ εἶπεν αὐτῷ Δαυίδ· ἐὰν μὲν διαβῇς μετ᾿ ἐμοῦ, καὶ ἔσῃ ἐπ᾿ ἐμὲ εἰς βάσταγμα·

Β Βασ. 15,33             Είπε δε ο Δαυίδ προς αυτόν· “εάν διαβής και έλθης μαζή μου, θα είσαι εις εμέ βάρος.

Β Βασ. 15,34      καὶ ἐὰν ἐπιστρέψῃς ἐπὶ τὴν πόλιν, καὶ ἐρεῖς τῷ Ἀβεσσαλώμ· διεληλύθασιν οἱ ἀδελφοί σου, καὶ ὁ βασιλεὺς κατόπισθέν μου διελήλυθεν ὁ πατήρ σου, καὶ νῦν παῖς σού εἰμι, βασιλεῦ, ἔασόν με ζῆσαι, παῖς τοῦ πατρός σου ἤμην τότε καὶ ἀρτίως, καὶ νῦν ἐγὼ δοῦλος σός· καὶ διασκεδάσεις μοι τὴν βουλὴν Ἀχιτόφελ.

Β Βασ. 15,34             Εάν όμως επιστρέψης εις την πόλιν, εκεί θα είπης στον Αβεσσαλώμ· Οι αδελφοί σου ανεχώρησαν. Εφυγεν επίσης από εμέ ο βασιλεύς, ο πατήρ σου. Εγώ είμαι τώρα δούλος ιδικός σου, βασιλεύ. Αφησέ με να ζήσω. Δούλος του πατρός σου ήμουν προηγουμένως, μέχρι προ ολίγου. Τωρα εγώ θα γίνω δούλος ιδικός σου. Μένων δε συ πλησίον του Αβεσσαλώμ, θα κατορθώσης να διαλύσης τα εναντίον εμού πονηρά σχέδια του Αχιτόφελ.

Β Βασ. 15,35      καὶ ἰδοὺ ἐκεῖ μετὰ σοῦ Σαδὼκ καὶ Ἀβιάθαρ οἱ ἱερεῖς, καὶ ἔσται πᾶν ῥῆμα, ὃ ἐὰν ἀκούσῃς ἐξ οἴκου τοῦ βασιλέως, καὶ ἀπαγγελεῖς τῷ Σαδὼκ καὶ τῷ Ἀβιάθαρ τοῖς ἱερεῦσιν.

Β Βασ. 15,35             Μαζή σου δε εις την Ιερουσαλήμ θα είναι και οι αρχιερείς Σαδώκ και Αβιάθαρ. Ο,τι ακούεις από τον βασιλικόν οίκον του Αβεσσαλώμ, θα το γνωστοποιής στους αρχιερείς Σαδώκ και Αβιάθαρ.

Β Βασ. 15,36      ἰδοὺ ἐκεῖ μετ᾿ αὐτῶν δύο υἱοὶ αὐτῶν, Ἀχιμάας υἱὸς τῷ Σαδὼκ καὶ Ἰωνάθαν υἱὸς τῷ Ἀβιάθαρ, καὶ ἀποστελεῖτε ἐν χειρὶ αὐτῶν πρός με πᾶν ῥῆμα, ὃ ἐὰν ἀκούσητε.

Β Βασ. 15,36             Επίσης μαζή με αυτούς είναι τα δυό παιδιά των. Ο Αχιμάας υιός του Σαδώκ, και ο Ιωνάθαν υιός του Αβιάθαρ. Δια μέσου αυτών θα μου γνωστοποιήτε κάθε τι, το οποίον θα ακούσετε”.

Β Βασ. 15,37      καὶ εἰσῆλθε Χουσὶ ὁ ἑταῖρος Δαυὶδ εἰς τὴν πόλιν, καὶ Ἀβεσσαλὼμ ἄρτι εἰσεπορεύετο εἰς Ἱερουσαλήμ.

Β Βασ. 15,37             Ο Χουσί, ο στενός φίλος του Δαυίδ, επείσθη, επανήλθεν εις την πόλιν, όταν ο Αβεσσαλώμ εισήρχετο εις την Ιερουσαλήμ.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 16- ΣΙΒΑ ΚΑΙ ΣΕΜΕΪ  

Η ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΑΒΕΣΣΑΛΩΜ ΣΤΗΝ ΙΕΡΟΥΣΑΛΗΜ

                                    Ο Σιβά εξυπηρετεί τον Δαβίδ

Β Βασ. 16,1        Καὶ Δαυὶδ παρῆλθε βραχύ τι ἀπὸ τῆς Ῥοὼς καὶ ἰδοὺ Σιβὰ τὸ παιδάριον Μεμφιβοσθὲ εἰς ἀπαντὴν αὐτοῦ καὶ ζεῦγος ὄνων ἐπισεσαγμένων, καὶ ἐπ᾿ αὐτοῖς διακόσιοι ἄρτοι καὶ ἑκατὸν σταφίδες καὶ ἑκατὸν φοίνικες καὶ νέβελ οἴνου.

Β Βασ. 16,1               Οταν ο Δαυίδ επροχώρησε εις μικρόν τι διάστημα από την Ροώς, ιδού ήλθεν εις προϋπάντησίν του ο Σιβά, ο δούλος του Μεμφιβοσθέ, με δύο σαμαρωμένους όνους. Επάνω στους όνους αυτούς ήσαν φορτωμένοι διακόσιοι άρτοι, εκατό μεγάλα τσαμπιά σταφίδες, εκατό φοίνικες και ένας ασκός με οίνον.

Β Βασ. 16,2        καὶ εἶπεν ὁ βασιλεὺς πρὸς Σιβά· τί ταῦτά σοι; καὶ εἶπε Σιβά· τὰ ὑποζύγια τῇ οἰκίᾳ τοῦ βασιλέως τοῦ ἐπικαθῆσθαι, καὶ οἱ ἄρτοι καὶ οἱ φοίνικες εἰς βρῶσιν τοῖς παιδαρίοις, καὶ ὁ οἶνος πιεῖν τοῖς ἐκλελυμένοις ἐν τῇ ἐρήμῳ.

Β Βασ. 16,2               Ο βασιλεύς είπε προς τον Σιβά· “προς ποίον σκοπόν τα έχεις αυτά;” Ο Σιβά απήντησε· “τα ζώα είναι, δια να καθήσουν τα μέλη της βασιλικής οικογενείας, οι δε άρτοι και οι φοίνικες είναι φαγητόν των ανδρών σου. Ο οίνος είναι, δια να τον πιουν εκείνοι, που είναι εξηντλημένοι από την πορείαν εις την έρημον”.

Β Βασ. 16,3        καὶ εἶπεν ὁ βασιλεύς· καὶ ποῦ ὁ υἱὸς τοῦ κυρίου σου; καὶ εἶπε Σιβὰ πρὸς τὸν βασιλέα· ἰδοὺ κάθηται ἐν Ἱερουσαλήμ, ὅτι εἶπε· σήμερον ἐπιστρέψουσί μοι οἶκος Ἰσραὴλ τὴν βασιλείαν τοῦ πατρός μου.

Β Βασ. 16,3               Ο βασιλεύς τον ηρώτησε πάλιν· “που είναι το παιδί του κυρίου σου;” Ο Σιβά απήντησε προς τον βασιλέα· “ιδού, κάθεται εις την Ιερουσαλήμ, διότι είπε· Σημερον οι Ισραηλίται θα με αποκαταστήσουν εις την βασιλείαν του πατρός μου”.

Β Βασ. 16,4        καὶ εἶπεν ὁ βασιλεὺς τῷ Σιβά· ἰδού σοι πάντα, ὅσα ἐστὶ Μεμφιβοσθέ. καὶ εἶπε Σιβὰ προσκυνήσας· εὕροιμι χάριν ἐν ὀφθαλμοῖς σου, κύριέ μου βασιλεῦ.

Β Βασ. 16,4               Ο βασιλεύς είπεν στον Σιβά· “ιδού, εγώ σου δίδω όλα όσα ανήκουν στον Μεμφιβοσθέ”. Ο Σιβά προσεκύνησε τον Δαυίδ και είπεν· “είθε να εύρω την χάριν αυτήν ενώπιόν σου, κύριέ μου και βασιλεύ”.

 

                                    Ο Σεμεΐ τον καταράται

Β Βασ. 16,5        καὶ ἦλθεν ὁ βασιλεὺς Δαυὶδ ἕως Βαουρίμ· καὶ ἰδοὺ ἐκεῖθεν ἀνὴρ ἐξεπορεύετο ἐκ συγγενείας οἴκου Σαούλ, καὶ ὄνομα αὐτῷ Σεμεΐ υἱὸς Γηρά· ἐξῆλθεν ἐκπορευόμενος καὶ καταρώμενος

Β Βασ. 16,5               Ο βασιλεύς Δαυίδ ήλθεν από εκεί εις Βαουρίμ. Και ιδού προσήλθεν εκεί ένας ανήρ, συγγενής της οικογενείας του Σαούλ. Ωνομάζετο Σεμεΐ και ήτο υιός του Γηρά. Αυτός επροχωρούσε καταρώμενος

Β Βασ. 16,6        καὶ λιθάζων ἐν λίθοις τὸν Δαυὶδ καὶ πάντας τοὺς παῖδας τοῦ βασιλέως Δαυίδ. καὶ πᾶς ὁ λαὸς ἦν καὶ πάντες οἱ δυνατοὶ ἐκ δεξιῶν καὶ ἐξ εὐωνύμων τοῦ βασιλέως.

Β Βασ. 16,6               και ρίπτων λίθους εναντίον του Δαυίδ και εναντίον όλων των δούλων του βασιλέως. Ολος ο λαός και όλοι οι ισχυροί πολεμισταί ήσαν εκ δεξιών και εξ αριστερών του βασιλέως.

Β Βασ. 16,7        καὶ οὕτως ἔλεγε Σεμεΐ ἐν τῷ καταρᾶσθαι αὐτόν· ἔξελθε, ἔξελθε ἀνὴρ αἱμάτων καὶ ἀνὴρ ὁ παράνομος·

Β Βασ. 16,7               Αυτά δε έλεγεν ο Σεμεΐ καταρώμενος τον Δαυίδ· “φύγε, φύγε, άνθρωπε πνιγμένε εις τα αίματα, άνθρωπε της παρανομίας.

Β Βασ. 16,8        ἐπέστρεψεν ἐπὶ σὲ Κύριος πάντα τὰ αἵματα τοῦ οἴκου Σαούλ, ὅτι ἐβασίλευσας ἀντ᾿ αὐτοῦ, καὶ ἔδωκε Κύριος τὴν βασιλείαν ἐν χειρὶ Ἀβεσσαλὼμ τοῦ υἱοῦ σου· καὶ ἰδοὺ σὺ ἐν τῇ κακίᾳ σου, ὅτι ἀνὴρ αἱμάτων σύ.

Β Βασ. 16,8               Ο Κυριος έρριψε τώρα επάνω σου όλους τους αδίκους φόνους, τους οποίους διέπραξες εναντίον της βασιλικής οικογενειας του Σαούλ, ώστε να γίνης συ αντί εκείνου βασιλεύς. Παρέδωκε τώρα την βασιλείαν σου εις τα χέρια του παιδιού σου, του Αβεσσαλώμ. Και να, τώρα συ υφίστασαι τας τιμωρίας των κακών σου πράξεων, διότι είσαι ανήρ πνιγμένος εις αθώα αίματα”.

Β Βασ. 16,9        καὶ εἶπεν Ἀβεσσὰ υἱὸς Σαρουΐας πρὸς τὸν βασιλέα· ἱνατί καταρᾶται ὁ κύων ὁ τεθνηκὼς οὗτος τὸν κύριόν μου τὸν βασιλέα; διαβήσομαι δὴ καὶ ἀφελῶ τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ.

Β Βασ. 16,9               Ο Αβεσσά, ο υιός της Σαρουΐας, ειπέ προς τον βασιλέα· “πως τολμά αυτό το ψόφιο σκυλί και καταράται τον κύριόν μου και βασιλέα μου; Θα περάσω προς τα εκεί και θα του αποκόψω την κεφαλήν”.

Β Βασ. 16,10      καὶ εἶπεν ὁ βασιλεύς· τί ἐμοὶ καὶ ὑμῖν, υἱοὶ Σαρουΐας; ἄφετε αὐτὸν καὶ οὕτως καταράσθω, ὅτι Κύριος εἶπεν αὐτῷ καταρᾶσθαι τὸν Δαυίδ, καὶ τίς ἐρεῖ, ὡς τί ἐποίησας οὕτως;

Β Βασ. 16,10             Είπεν ο βασιλεύς· “διατί αναμιγνύεσθε σεις, οι υιοί της Σαρουΐας, εις τας ιδικάς μου υποθέσεις; Αφήστε τον αυτόν να με καταράται έτσι, διότι ο Κυριος του είπε να καταράται εμέ τον Δαυίδ. Ποιός, λοιπόν, ημπορεί να είπη εις αυτόν διατί έπραξες και εφέρθης τοιουτοτρόπως;”

Β Βασ. 16,11      καὶ εἶπε Δαυὶδ πρὸς Ἀβεσσὰ καὶ πρὸς πάντας τοὺς παῖδας αὐτοῦ· ἰδοὺ ὁ υἱός μου ὁ ἐξελθὼν ἐκ τῆς κοιλίας μου ζητεῖ τὴν ψυχήν μου, καὶ προσέτι νῦν ὁ υἱὸς τοῦ Ἰεμινί· ἄφετε αὐτὸν καταρᾶσθαι, ὅτι εἶπεν αὐτῷ Κύριος·

Β Βασ. 16,11              Ο Δαυίδ είπε προς τον Αβεσσά και προς όλους τους γύρω αυλικούς του και στρατιώτας του· “Αφού ο υιός μου, ο οποίος είναι ιδικός μου γόνος, ζητεί την ζωήν μου, πόσον μάλλον ο Σεμεΐ, αυτός ο Βενιαμίτης; Αφήστε τον να με καταράται, διότι είπε τούτο εις αυτόν ο Κυριος.

Β Βασ. 16,12      εἴπως ἴδοι Κύριος ἐν τῇ ταπεινώσει μου καὶ ἐπιστρέψει μοι ἀγαθὰ ἀντὶ τῆς κατάρας αὐτοῦ τῇ ἡμέρᾳ ταύτῃ.

Β Βασ. 16,12             Υπομένω τας κατάρας του, μήπως ο Θεός ίδη αυτόν τον εξευτελισμόν μου και με ανταμείψη με αγαθά, αντί της κατάρας η οποία κατά την ημέραν αυτήν εξεσφενδονίσθη εναντίον μου”.

Β Βασ. 16,13      καὶ ἐπορεύθη Δαυὶδ καὶ πάντες οἱ ἄνδρες αὐτοῦ ἐν τῇ ὁδῷ, καὶ Σεμεΐ ἐπορεύετο ἐκ πλευρᾶς τοῦ ὄρους ἐχόμενα αὐτοῦ πορευόμενος καὶ καταρώμενος καὶ λιθάζων ἐν λίθοις ἐκ πλαγίων αὐτοῦ καὶ τῷ χοΐ πάσσων.

Β Βασ. 16,13             Ο Δαυίδ συνέχισε τον δρόμον του και μαζή του συνεπορεύοντο όλοι όσοι τον ακολουθούσαν. Εβάδιζε δε και ο Σεμεΐ εις κάποιον πλευράν του όρους πλησίον του Δαυίδ. Ενώ δε επροχωρούσε, κατηράτο συνεχώς τον Δαυίδ και έρριπτε λίθους εναντίον του και εσκόρπιζε χώμα κατά του Δαυίδ.

Β Βασ. 16,14      καὶ ἦλθεν ὁ βασιλεὺς καὶ πᾶς ὁ λαὸς μετ᾿ αὐτοῦ ἐκλελυμένοι καὶ ἀνέψυξαν ἐκεῖ.

Β Βασ. 16,14             Ο βασιλεύς και όλος ο λαός, που ήσαν μαζή του κατάκοποι από την μεγάλην πορείαν ήλθαν εις κάποιο εκεί μέρος και ανεπαύθησαν.

 

                                    Ο Αβεσσαλώμ εγκαθίσταται στην Ιερουσαλήμ 

Β Βασ. 16,15      Καὶ Ἀβεσσαλὼμ καὶ πᾶς ἀνὴρ Ἰσραὴλ εἰσῆλθον εἰς Ἱερουσαλὴμ καὶ Ἀχιτόφελ μετ᾿ αὐτοῦ.

Β Βασ. 16,15             Εν τω μεταξύ ο Αβεσσαλώμ και όλος ο ισραηλιτικός στρατός, που ήτο μαζή του, εισήλθον εις την Ιερουσαλήμ. Μαζή του δε ήτο και ο Αχιτόφελ.

Β Βασ. 16,16      καὶ ἐγενήθη ἡνίκα ἦλθε Χουσὶ ὁ ἀρχιεταῖρος Δαυὶδ πρὸς Ἀβεσσαλώμ, καὶ εἶπε Χουσὶ πρὸς Ἀβεσσαλώμ· ζήτω ὁ βασιλεύς.

Β Βασ. 16,16             Οταν ο φίλος του Δαυίδ, ο Χουσί, ήλθε προς τον Αβεσσαλώμ, είπε προς αυτόν· “ζήτω ο βασιλεύς”.

Β Βασ. 16,17      καὶ εἶπεν Ἀβεσσαλὼμ πρὸς Χουσί· τοῦτο τὸ ἔλεός σου μετὰ τοῦ ἑταίρου σου; ἱνατί οὐκ ἀπῆλθες μετὰ τοῦ ἑταίρου σου;

Β Βασ. 16,17             Ο Αβεσσαλώμ ηρώτησε τον Χουσί· “αυτή είναι η ευγνωμοσύνη και η καλωσύνη σου απέναντι του φίλου σου, του Δαυίδ; Διατί δεν επήγες και συ μαζή με τον φίλον σου;”

Β Βασ. 16,18      καὶ εἶπε Χουσὶ πρὸς Ἀβεσσαλώμ· οὐχί, ἀλλὰ κατόπισθεν οὗ ἐξελέξατο Κύριος καὶ ὁ λαὸς οὗτος καὶ πᾶς ἀνὴρ Ἰσραήλ, αὐτῷ ἔσομαι καὶ μετὰ αὐτοῦ καθήσομαι·

Β Βασ. 16,18             Απήντησεν ο Χουσί προς τον Αβεσσαλώμ και είπε· “όχι δεν επήγα με εκείνον, διότι θα ακολουθήσω αυτόν, τον οποίον ο Κυριος και όλος ο λαός του Ισραήλ εξέλεξεν ως βασιλέα. Εις αυτόν θα ανήκω και μαζή του θα μένω.

Β Βασ. 16,19      καὶ τὸ δεύτερον, τίνι ἐγὼ δουλεύσω; οὐχὶ ἐνώπιον τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ; καθάπερ ἐδούλευσα ἐνώπιον τοῦ πατρός σου, οὕτως ἔσομαι ἐνώπιόν σου.

Β Βασ. 16,19             Εξ άλλου, ποίον εγώ θα υπηρετήσω; Τον υιόν του δεν θα υπηρετήσω; Οπως εδούλευσα τον πατέρα σου, έτσι πιστώς θα δουλεύσω και σέ”.

Β Βασ. 16,20      καὶ εἶπεν Ἀβεσσαλὼμ πρὸς Ἀχιτόφελ· φέρετε ἑαυτοῖς βουλὴν τί ποιήσωμεν;

Β Βασ. 16,20            Ο Αβεσσαλώμ είπε προς τον Αχιτόφελ· “σκεφθήτε μεταξύ σας και αποφασίσατε, τι θα κάμωμεν”.

Β Βασ. 16,21      καὶ εἶπεν Ἀχιτόφελ πρὸς Ἀβεσσαλώμ· εἴσελθε πρὸς τὰς παλλακὰς τοῦ πατρός σου, ἃς κατέλιπε φυλάσσειν τὸν οἶκον αὐτοῦ, καὶ ἀκούσεται πᾶς Ἰσραὴλ ὅτι κατῄσχυνας τὸν πατέρα σου, καὶ ἐνισχύσουσιν αἱ χεῖρες πάντων τῶν μετὰ σοῦ.

Β Βασ. 16,21             Ο Αχιτόφελ είπε προς τον Αβεσσαλώμ· “είσελθε προς τας συζύγους της δευτέρας σειράς του πατρός σου, τας οποίας αυτός αφήκε να φυλάττουν τον οίκον του. Ολοι οι Ισραηλίται θα μάθουν ότι με τον τρόπον αυτόν εξηυτέλισες και έδειξες το μίσος σου εναντίον του πατρός σου και θα ενισχυθούν οι άνδρες, που είναι μαζή σου, ώστε να σου είναι πλέον αφοσιωμένοι”.

Β Βασ. 16,22      καὶ ἔπηξαν τὴν σκηνὴν τῷ Ἀβεσσαλὼμ ἐπὶ τὸ δῶμα, καὶ εἰσῆλθεν Ἀβεσσαλὼμ πρὸς τὰς παλλακὰς τοῦ πατρὸς αὐτοῦ κατ᾿ ὀφθαλμοὺς παντὸς Ἰσραήλ.

Β Βασ. 16,22            Οι άνδρες του Αβεσσαλώμ έστησαν την σκηνήν του επάνω στο ηλιακωτόν του οίκου του Δαυίδ, ο δε Αβεσσαλώμ ενώπιον όλων των Ισραηλιτών ήλθεν εις ένωσιν με τας συζύγους του πατρός του.

Β Βασ. 16,23      καὶ ἡ βουλὴ Ἀχιτόφελ, ἣν ἐβουλεύσατο ἐν ταῖς ἡμέραις ταῖς πρώταις, ὃν τρόπον ἐπερωτήσῃ τις ἐν λόγῳ τοῦ Θεοῦ, οὕτως πᾶσα ἡ βουλὴ τοῦ Ἀχιτόφελ καί γε τῷ Δαυὶδ καί γε τῷ Ἀβεσσαλώμ.

Β Βασ. 16,23            Αι γνώμαι δέ, τας οποίας ο Αχιτόφελ εσκέπτετο και έδιδε κατά τας πρώτας αυτάς ημέρας στον Αβεσσαλώμ, ήσαν ως εάν κανείς ερωτούσε τον Θεόν. Τέτοιες ήσαν αι γνώμαι και αι συμβουλαί, τας οποίας ο Αχιτόφελ προηγουμένως μεν έδιδε προς τον Δαυίδ, τώρα δε έδιδε προς τον Αβεσσαλώμ.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 17- Η ΠΑΡΑΠΛΑΝΗΣΗ ΤΟΥ ΑΒΕΣΣΑΛΩΜ  

Η ΔΙΑΦΥΓΗ ΤΟΥ ΔΑΒΙΔ ΠΕΡΑ ΤΟΥ ΙΟΡΔΑΝΗ

                                    Ο Χουσί παραπλανάει τον Αβεσσαλώμ

Β Βασ. 17,1        Καὶ εἶπεν Ἀχιτόφελ πρὸς Ἀβεσσαλώμ· ἐπιλέξω δὴ ἐμαυτῷ δώδεκα χιλιάδας ἀνδρῶν καὶ ἀναστήσομαι καὶ καταδιώξω ὀπίσω Δαυὶδ τὴν νύκτα·

Β Βασ. 17,1                Ο Αχιτόφελ είπε κατόπιν προς τον Ανβεσσαλώμ· “δος μου, σε παρακαλώ, την άδειαν να διαλέξω δώδεκα χιλιάδας άνδρας και με αυτούς να σηκωθώ και να καταδιώξω τον Δαυίδ, αυτήν την νύκτα.

Β Βασ. 17,2        καὶ ἐπελεύσομαι ἐπ᾿ αὐτόν, καὶ αὐτὸς κοπιῶν καὶ ἐκλελυμένος χερσί, καὶ ἐκστήσω αὐτόν, καὶ φεύξεται πᾶς ὁ λαὸς ὁ μετ᾿ αὐτοῦ, καὶ πατάξω τὸν βασιλέα μονώτατον·

Β Βασ. 17,2               Θα επέλθω αιφνιδίως εναντίον του. Αυτός θα είναι κουρασμένος από την πορείαν και επομένως ανίκανος εις αντίστασιν. Θα τον αιφνιδιάσω και όλος ο στρατός, ο οποίος είναι μαζή του, θα τραπή εις φυγήν. Και θα μείνη αυτός τελείως μόνος· έτσι δε εγώ θα φονεύσω τον βασιλέα.

Β Βασ. 17,3        καὶ ἐπιστρέψω πάντα τὸν λαὸν πρός σε, ὃν τρόπον ἐπιστρέφει ἡ νύμφη πρὸς τὸν ἄνδρα αὐτῆς· πλὴν ψυχὴν ἀνδρὸς ἑνὸς σὺ ζητεῖς καὶ παντὶ τῷ λαῷ ἔσται εἰρήνη.

Β Βασ. 17,3               Θα επαναφέρω δε κατόπιν όλον τον λαόν υποτεταγμένον προς σέ, όπως η νύμφη επιστρέφει υποτεταγμένη στον άνδρα της. Ενός ανθρώπου την ζωήν συ θα αφαιρέσης και εις όλον τον λαόν έπειτα θα επικρατήση ειρήνη”.

Β Βασ. 17,4        καὶ εὐθὴς ὁ λόγος ἐν ὀφθαλμοῖς Ἀβεσσαλὼμ καὶ ἐν ὀφθαλμοῖς πάντων τῶν πρεσβυτέρων Ἰσραήλ·

Β Βασ. 17,4               Η συμβουλή αυτή εφάνη λογική και ωφέλιμος ενώπιον του Αβεσσαλώμ και ενώπιον όλων των πρεσβυτέρων του Ισραήλ.

Β Βασ. 17,5        καὶ εἶπεν Ἀβεσσαλώμ· καλέσατε δὴ καί γε τὸν Χουσὶ τὸν Ἀραχί, καὶ ἀκούσωμεν τί ἐν τῷ στόματι αὐτοῦ καί γε αὐτοῦ.

Β Βασ. 17,5               Διέταξε δε ο Αβεσσαλώμ· “προσκαλέσατε εδώ και τον Χουσί, τον υιόν του Αραχί, δια να ακούσωμεν, τι θα μας είπη και αυτός”.

Β Βασ. 17,6        καὶ εἰσῆλθε Χουσὶ πρὸς Ἀβεσσαλώμ· καὶ εἶπεν Ἀβεσσαλὼμ πρὸς αὐτὸν λέγων· κατὰ τὸ ῥῆμα τοῦτο ἐλάλησεν Ἀχιτόφελ· εἰ ποιήσομεν κατὰ τὸν λόγον αὐτοῦ; εἰ δὲ μή, σὺ λάλησον·

Β Βασ. 17,6               Παρουσιάσθη ο Χουσί στον Αβεσσαλώμ και ο Αβεσσαλώμ τον ηρώτησεν· “αυτά μας είπεν ο Αχιτόφελ. Να εφαρμόσωμεν την συμβουλήν αυτού; Εάν έχης διάφορον γνώμην, ομίλησε”.

Β Βασ. 17,7        καὶ εἶπε Χουσὶ πρὸς Ἀβεσσαλώμ· οὐκ ἀγαθὴ αὕτη ἡ βουλή, ἣν ἐβουλεύσατο Ἀχιτόφελ τὸ ἅπαξ τοῦτο.

Β Βασ. 17,7               Είπε δε ο Χουσί προς τον Αβεσσαλώμ· “είναι η μοναδική φορά, κατά την οποίαν δεν είναι ορθή και ωφέλιμος αυτή η συμβουλή, την οποίαν εσκέφθη και έδωσεν ο Αχιτόφελ”.

Β Βασ. 17,8        καὶ εἶπε Χουσί· σὺ οἶδας τὸν πατέρα σου καὶ τοὺς ἄνδρας αὐτοῦ, ὅτι δυνατοί εἰσι σφόδρα καὶ κατάπικροι τῇ ψυχῇ αὐτῶν, ὡς ἄρκος ἠτεκνωμένη ἐν ἀγρῷ καὶ ὡς ὗς τραχεῖα ἐν τῷ πεδίῳ, καὶ ὁ πατήρ σου ἀνὴρ πολεμιστὴς καὶ οὐ μὴ καταλύσῃ τὸν λαόν·

Β Βασ. 17,8               Και εν συνεχεία προσέθεσε· “συ γνωρίζστον πατέρα σου και τους άνδρας του, ότι είναι πολύ ισχυροί και γεμάτοι πικρίαν εις την ψυχήν των. Ομοιάζουν με άρκτον εις την ύπαιθρον, η οποία έχασε τα παιδιά της. Ομοιάζουν με αγριόχοιρον εις τα χωράφια. Ο πατέρας σου είναι έμπειρος εις πολέμους και δεν θα διαλύση τον στρατόν του. Θα τον έχη μαζή του, δια να πολεμήση.

Β Βασ. 17,9        ἰδοὺ γὰρ αὐτὸς νῦν κέκρυπται ἐν ἑνὶ τῶν βουνῶν ἢ ἐν ἑνὶ τῶν τόπων, καὶ ἔσται ἐν τῷ ἐπιπεσεῖν αὐτοῖς ἐν ἀρχῇ καὶ ἀκούσῃ ὁ ἀκούων καὶ εἴπῃ· ἐγενήθη θραῦσις ἐν τῷ λαῷ τῷ ὀπίσω Ἀβεσσαλώμ,

Β Βασ. 17,9               Και να, κάπου αυτός τώρα κρύβεται εις κάποιο ύψωμα η εις κάποιον άλλον τόπον. Εάν λοιπόν επιτεθώμεν τώρα εναντίον του και κατά την αρχήν αυτήν του πολέμου ηττηθώμεν, θα γίνη τούτο γνωστόν και θα διαδοθή, ότι έγινε μεγάλη θραύσις στον στρατόν, που ακολουθεί τον Αβεσσαλώμ.

Β Βασ. 17,10      καί γε αὐτὸς υἱὸς δυνάμεως, οὗ ἡ καρδία καθὼς ἡ καρδία τοῦ λέοντος, τηκομένη τακήσεται, ὅτι οἶδε πᾶς Ἰσραὴλ ὅτι δυνατὸς ὁ πατήρ σου καὶ υἱοὶ δυνάμεως οἱ μετ᾿ αὐτοῦ.

Β Βασ. 17,10             Θα επιπέσήή δε τόσος πανικός εις όλους μας, ώστε και ο πλέον ψύχραιμος και δυνατός από ημάς, του οποίου η καρδία είναι σαν την καρδία του λιονταριού, θα λυώση από τον φόβον, διότι όλος ο ισραηλιτικός λαός γνωρίζει καλά, ότι ο πατέρας σου είναι δυνατός και όλοι όσοι τον ακολουθούν είναι επίσης δυνατοί.

Β Βασ. 17,11      ὅτι οὕτως συμβουλεύων ἐγὼ συνεβούλευσα, καὶ συναγόμενος συναχθήσεται ἐπὶ σὲ πᾶς Ἰσραὴλ ἀπὸ Δὰν καὶ ἕως Βηρσαβεὲ ὡς ἡ ἄμμος ἡ ἐπὶ τῆς θαλάσσης εἰς πλῆθος, καὶ τὸ πρόσωπόν σου πορευόμενον ἐν μέσῳ αὐτῶν,

Β Βασ. 17,11              Δια τούτο εγώ, σου δίδω την εξής συμβουλήν και επιμένω εις αυτήν· Να συγκεντρωθή ολόγυρά σου όλος ο ισραηλιτικός λαός, όλοι όσοι κατοικούν από την βορειοτέραν πόλιν την Δαν, μέχρι και την νοτιωτέραν πόλιν την Βηρσαβεέ. Ο στρατός αυτός θα είναι τόσον πολυάριθμος, όση είναι η άμμος της θαλάσσης· αρχηγός δε του πολυαρίθμου αυτού στρατού θα είσαι συ προσωπικώς.

Β Βασ. 17,12      καὶ ἥξομεν πρὸς αὐτὸν εἰς ἕνα τῶν τόπων, οὗ ἐὰν εὕρωμεν αὐτὸν ἐκεῖ, καὶ παρεμβαλοῦμεν ἐπ᾿ αὐτόν, ὡς πίπτει δρόσος ἐπὶ τὴν γῆν, καὶ οὐχ ὑπολειψόμεθα ἐν αὐτῷ καὶ τοῖς ἀνδράσι τοῖς μετ᾿ αὐτοῦ καί γε ἕνα·

Β Βασ. 17,12             Ετσι θα εξορμήσωμεν εναντίον του πατρός σου στο μέρος, όπου τυχόν θα κρύπτεται, θα στρατοπεδεύσωμεν γύρω του και θα επιπέσωμεν από όλα τα σημεία εναντίον του, όπως πέφτει η δροσιά επάνω εις την γην. Δεν θα αφήσωμεν να διαφύγη ούτε αυτός ούτε κανείς από τους άνδρας, οι οποίοι είναι μαζή του.

Β Βασ. 17,13      καὶ ἐὰν εἰς τὴν πόλιν συναχθῇ, καὶ λήψεται πᾶς Ἰσραὴλ πρὸς τὴν πόλιν ἐκείνην σχοινία καὶ συροῦμεν αὐτὴν ἕως εἰς τὸν χειμάῤῥουν, ὅπως μὴ καταλειφθῇ ἐκεῖ μηδὲ λίθος.

Β Βασ. 17,13             Και εάν ακόμη ο Δαυίδ, μαζή με τον λαόν που τον ακολουθεί, αποσυρθή και αναβή εις πόλιν τινά επάνω εις ύψωμα, όλοι οι Ισραηλίται, που ακολουθούν ημάς, θα φέρουν σχοινία προς την πόλιν εκείνην, θα την δέσωμεν και θα την σύρωμεν εις την χαράδραν, ώστε να μη μείνη ούτε ενας λίθος εις την πόλιν εκείνην”.

Β Βασ. 17,14      καὶ εἶπεν Ἀβεσσαλὼμ καὶ πᾶς ἀνὴρ Ἰσραήλ· ἀγαθὴ ἡ βουλὴ Χουσὶ τοῦ Ἀραχὶ ὑπὲρ τὴν βουλὴν Ἀχιτόφελ· καὶ Κύριος ἐνετείλατο διασκεδάσαι τὴν βουλὴν τοῦ Ἀχιτόφελ τὴν ἀγαθήν, ὅπως ἂν ἐπαγάγῃ Κύριος ἐπὶ Ἀβεσσαλὼμ τὰ κακὰ πάντα.

Β Βασ. 17,14             Ο Αβεσσαλώμ και οι Ισραηλίται, που παρευρίσκοντο εις την συνομιλίαν αυτήν, απήντησαν· “η γνώμη του Χουσί είναι καλυτέρα και προτιμοτέρα από την γνώμην του Αχιτόφελ”. Ετσι δε ο ίδιος ο Κυριος ηθέλησε και εξουδετέρωσε την γνώμην του Αχιτόφελ, την τόσον συμφέρουσαν δια τον Αβεσσαλώμ, δια να τιμωρήση αυτόν δια τας κακάς του πράξεις.

 

                                    Ο Δαβίδ διαφεύγει πέρα του Ιορδάνη

Β Βασ. 17,15      καὶ εἶπε Χουσὶ ὁ τοῦ Ἀραχὶ πρὸς Σαδὼκ καὶ Ἀβιάθαρ τοὺς ἱερεῖς· οὕτως καὶ οὕτως συνεβούλευσεν Ἀχιτόφελ τῷ Ἀβεσσαλὼμ καὶ τοῖς πρεσβυτέροις Ἰσραήλ, καὶ οὕτως καὶ οὕτως συνεβούλευσα ἐγώ.

Β Βασ. 17,15             Ο Χουσί, ο υιός του Αραχί, εγνωστοποίησε προς τον Σαδώκ και τον Αβιάθαρ, τους αρχιερείς, αυτά. “Αυτά και αυτά συνεβούλευσεν ο Αχιτόφελ τον Αβεσσαλώμ και τους γεροντοτέρους εκ των Ισραηλιτών. Αυτό και αυτό συνεβούλευσα εγώ αυτόν.

Β Βασ. 17,16      καὶ νῦν ἀποστείλατε ταχὺ καὶ ἀναγγείλατε τῷ Δαυὶδ λέγοντες· μὴ αὐλισθῇς τὴν νύκτα ἐν Ἀραβὼθ τῆς ἐρήμου καί γε διαβαίνων σπεῦσον, μή ποτε καταπείσῃ τὸν βασιλέα καὶ πάντα τὸν λαὸν τὸν μετ᾿ αὐτοῦ.

Β Βασ. 17,16             Και λοιπόν, τώρα στείλτε αμέσως και ειδοποιήστε τον Δαυίδ λέγοντες· Να μη παραμείνης κατά την νύκτα αυτήν εις την πεδιάδα της ερήμου της Αραβώθ. Αλλά σπεύσε να περάσης τον Ιορδάνην, μήπως τυχόν ο Αχιτόφελ αλλάξη την γνώμην του βασιλέως και οδηγήση αυτόν και όλον τον στρατόν του εναντίον σου”.

Β Βασ. 17,17      καὶ Ἰωνάθαν καὶ Ἀχιμάας εἱστήκεισαν ἐν τῇ πηγῇ Ῥωγήλ, καὶ ἐπορεύθη ἡ παιδίσκη καὶ ἀνήγγειλεν αὐτοῖς, καὶ αὐτοὶ πορεύονται καὶ ἀναγγέλλουσι τῷ βασιλεῖ Δαυίδ, ὅτι οὐκ ἠδύναντο ὀφθῆναι τοῦ εἰσελθεῖν εἰς τὴν πόλιν.

Β Βασ. 17,17             Ο Ιωνάθαν και ο Αχιμάας ίσταντο πλησίον εις την πηγήν Ρωήλ. Προς αυτούς μετέβη κάποια υπηρέτρια και τους ανήγγειλε τα γεγονότα αυτά. Αυτοί δε έρχονται και τα αναγγέλλουν στον βασιλέα Δαυίδ. Ο Ιωνάθαν και ο Αχιμάας έμεναν εις την πηγήν Ρωγήλ, (δια να λαμβάνουν εκεί τας πληροφορίας), επειδή δεν ημπορούσαν να φαίνωνται ότι εισέρχονται εις την πόλιν Ιερουσαλήμ.

Β Βασ. 17,18      καὶ εἶδεν αὐτοὺς παιδάριον καὶ ἀνήγγειλε τῷ Ἀβεσσαλώμ, καὶ ἐπορεύθησαν οἱ δύο ταχέως καὶ εἰσῆλθαν εἰς οἰκίαν ἀνδρὸς ἐν Βαουρίμ, καὶ αὐτῷ λάκκος ἐν τῇ αὐλῇ, καὶ κατέβησαν ἐκεῖ.

Β Βασ. 17,18             Καποιος όμως νεαρός τους αντελήφθη και κατέστησε γνωστόν τούτο στον Αβεσσαλώμ, ο οποίος και απέστειλεν ανθρώπους, δια να τους συλλάβουν. Ο Ιωνάθαν όμως και ο Αχιμάας επέσπευσαν το βήμα των και εισήλθαν εις την οικίαν ενός ανδρός εις την πόλιν Βαουρίμ. Εις την αυλήν της οικίας του ανθρώπου αυτού υπήρχε κάποιος λάκκος. Κατέβηκαν και εκρύφθησαν εκεί.

Β Βασ. 17,19      καὶ ἔλαβεν ἡ γυνὴ καὶ διεπέτασε τὸ ἐπικάλυμμα ἐπὶ πρόσωπον τοῦ λάκκου καὶ ἔψυξεν ἐπ᾿ αὐτῷ ἀραφώθ, καὶ οὐκ ἐγνώσθη ῥῆμα.

Β Βασ. 17,19             Η σύζυγος του ανθρώπου εκείνου, επήρε και έβαλε το σκέπασμα στο στόμιον αυτού του λάκκου και εσκόρπισεν επάνω εις αυτό το σκέπασμα, δήθεν δια να ξηρανθή, σίτον κοπανισμένον και έτσι δεν εφαίνετο, τι ήτο κάτω από αυτόν.

Β Βασ. 17,20      καὶ ἦλθαν οἱ παῖδες Ἀβεσσαλὼμ πρὸς τὴν γυναῖκα εἰς τὴν οἰκίαν καὶ εἶπαν· ποῦ Ἀχιμάας καὶ Ἰωνάθαν; καὶ εἶπεν αὐτοῖς ἡ γυνή· παρῆλθαν μικρὸν τοῦ ὕδατος, καὶ ἐζήτησαν καὶ οὐχ εὗραν καὶ ἀνέστρεψαν εἰς Ἱερουσαλήμ.

Β Βασ. 17,20            Οι δούλοι του Αβεσσαλώμ έφθασαν εις την οικίαν προς την γυναίκα και την ηρώτησαν· “που είναι ο Αχιμάας και ο Ιωνάθαν;” Εκείνη όμως τους απήντησεν· “επερασαν προ ολίγου αυτό το ρυάκιον”. Οι απεσταλμένοι ηρεύνησαν προς όλας τας κατευθύνσεις, δεν τους εύρον και επέστρεψαν εις την Ιερουσαλήμ.

Β Βασ. 17,21      ἐγένετο δὲ μετὰ τὸ ἀπελθεῖν αὐτοὺς καὶ ἀνέβησαν ἐκ τοῦ λάκκου καὶ ἐπορεύθησαν καὶ ἀπήγγειλαν τῷ βασιλεῖ Δαυὶδ καὶ εἶπαν πρὸς Δαυίδ· ἀνάστητε καὶ διάβητε ταχέως τὸ ὕδωρ, ὅτι οὕτως ἐβουλεύσατο περὶ ὑμῶν Ἀχιτόφελ.

Β Βασ. 17,21             Μετά την αναχώρησιν των δούλων του Αβεσσαλώμ, ο Ιωνάθαν και ο Αχιμάας εβγήκαν από τον λάκκον, επορεύθησαν και έφθασαν στον βασιλέα Δαυίδ, στον οποίον και ανήγγειλαν τα εξής· “ετοιμασθήτε και διαβήτε γρήγορα τον Ιορδάνην, διότι αυτό και αυτό συνεβούλευσεν ο Αχιτόφελ τον Αβεσσαλώμ εναντίον σας”.

Β Βασ. 17,22      καὶ ἀνέστη Δαυὶδ καὶ πᾶς ὁ λαὸς ὁ μετ᾿ αὐτοῦ καὶ διέβησαν τὸν Ἰορδάνην ἕως τοῦ φωτὸς τοῦ πρωΐ, ἕως ἑνὸς οὐκ ἔλαθεν ὃς οὐ διῆλθε τὸν Ἰορδάνην.

Β Βασ. 17,22            Πράγματι ο Δαυίδ ηγέρθη αμέσως, μαζή του δε και όλος ο λαός, και διέβησαν τον Ιορδάνην ποταμόν μέχρι της επομένης ημέρας. Κανείς δεν έμεινε, που να μη διήλθε κρυφίως τον Ιορδάνην ποταμόν.

Β Βασ. 17,23      καὶ Ἀχιτόφελ εἶδεν ὅτι οὐκ ἐγενήθη ἡ βουλὴ αὐτοῦ, καὶ ἐπέσαξε τὴν ὄνον αὐτοῦ, καὶ ἀνέστη καὶ ἀπῆλθεν εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ εἰς τὴν πόλιν αὐτοῦ· καὶ ἐνετείλατο τῷ οἴκῳ αὐτοῦ καὶ ἀπήγξατο καὶ ἀπέθανε καὶ ἐτάφη ἐν τῷ τάφῳ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ.

Β Βασ. 17,23             Ο Αχιτόφελ είδεν, ότι δεν έγινε δεκτή η συμβουλή του, εσαμάρωσε την όνον του, εσηκώθη, επήγεν εις την πόλιν του και εισήλθεν εις την οικίαν του. Αφού ετακτοποίησε τας υποθέσεις της οικογενείας του, εκρεμάσθη και απέθανε. Ετάφη δε στον τάφον του πατρός του.

Β Βασ. 17,24      καὶ Δαυὶδ διῆλθεν εἰς Μαναΐμ, καὶ Ἀβεσσαλὼμ διέβη τὸν Ἰορδάνην αὐτὸς καὶ πᾶς ἀνὴρ Ἰσραὴλ μετ᾿ αὐτοῦ.

Β Βασ. 17,24            Ο Δαυίδ εν τω μεταξύ διέβη τον Ιορδάνην ποταμόν και έφθασεν εις την Μαναΐμ. Διέβη δε τον ποταμόν και ο Αβεσσαλώμ, μαζή δέ με αυτόν και όλος ο Ισραηλιτικός στρατός του.

Β Βασ. 17,25      καὶ τὸν Ἀμεσσαΐ κατέστησεν Ἀβεσσαλὼμ ἀντὶ Ἰωὰβ ἐπὶ τῆς δυνάμεως· καὶ Ἀμεσσαΐ υἱὸς ἀνδρὸς καὶ ὄνομα αὐτῷ Ἰοθὸρ ὁ Ἰσραηλίτης, οὗτος εἰσῆλθε πρὸς Ἀβιγαίαν θυγατέρα Νάας ἀδελφὴν Σαρουΐας μητρὸς Ἰωάβ.

Β Βασ. 17,25             Ο Αβεσσαλώμ διώρισε αντί του Ιωάβ αρχιστράτηγον του Ισραηλιτικού στρατού τον Αμεσσαΐ. Αυτός δε ο Αμεσσαΐ ήτο υιός του Ισραηλίτου Ιοθόρ, ο οποίος ήλθεν εις ένωσιν με την Αβιγαίαν, την θυγατέρα Ναας, αδελφήν δε Σαρουΐας της μητρός του Ιωάβ.

Β Βασ. 17,26      καὶ παρενέβαλε πᾶς Ἰσραὴλ καὶ Ἀβεσσαλὼμ εἰς τὴν γῆν Γαλαάδ.

Β Βασ. 17,26            Ετσι όλοι οι Ισραηλίται και ο Αβεσσαλώμ εστρατοπέδευσαν εις την χώραν Γαλαάδ.

Β Βασ. 17,27      καὶ ἐγένετο ἡνίκα ἦλθε Δαυὶδ εἰς Μαναΐμ, καὶ Οὐεσβὶ υἱὸς Νάας ἐκ Ῥαββὰθ υἱῶν Ἀμμὼν καὶ Μαχὶρ υἱὸς Ἀμιὴλ ἐκ Λωδαβὰρ καὶ Βερζελλὶ ὁ Γαλααδίτης ἐκ Ῥωγελλὶμ

Β Βασ. 17,27             Οταν δε ο Δαυίδ ήλθεν εις Μαναΐμ, ο Ουεσβί, υιός του Ναας, από την πρωτεύουσαν των Αμμωνιτών την Ραββάθ, ήλθε προς τον Δαυίδ. Επίσης και ο Μαχίρ, ο υιός του Αμιήλ από την Λωδαβάρ, και ο Βερζελλί ο Γαλααδίτης, ο οποίος κατήγετο από την Ρωνελλίμ.

Β Βασ. 17,28      ἤνεγκαν δέκα κοίτας καὶ ἀμφιτάπους καὶ λέβητας δέκα καὶ σκεύη κεράμου καὶ πυροὺς καὶ κριθὰς καὶ ἄλευρον καὶ ἄλφιτον καὶ κύαμον καὶ φακὸν

Β Βασ. 17,28            Αυτοί έφεραν και έδωκαν στον Δαυίδ δέκα κρεββάτια, πολυτελείς τάπητας, δέκα λέβητας, οικιακά πήλινα σκεύη, σιτάρι, κριθάρι, αλεύρι, χονδροαλεσμένην κριθήν, κουκιά, φακές,

Β Βασ. 17,29      καὶ μέλι καὶ βούτυρον καὶ πρόβατα καὶ σαφφὼθ βοῶν καὶ προσήνεγκαν τῷ Δαυὶδ καὶ τῷ λαῷ τῷ μετ᾿ αὐτοῦ φαγεῖν, ὅτι εἶπαν· ὁ λαὸς πεινῶν καὶ ἐκλελυμένος καὶ διψῶν ἐν τῇ ἐρήμῳ.

Β Βασ. 17,29            μέλι, βούτυρον, πρόβατα και τυρί από αγελάδες. Αυτά προσέφεραν στον Δαυίδ και στον στρατόν, που τον ακολουθούσε, δια να φάγουν, επειδή εσκέφθησαν και είπαν, ότι ο λαός αυτός είναι πεινασμένος και ταλαιπωρημένος και διψασμένος εις αυτήν την έρημον.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 18- Η ΗΤΤΑ ΚΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΑΒΕΣΣΑΛΩΜ

                                   Ήττα των στασιαστών- Ο σκληρός θάνατος του Αβεσσαλώμ

Β Βασ. 18,1        Καὶ ἐπεσκέψατο Δαυὶδ τὸν λαὸν τὸν μετ᾿ αὐτοῦ καὶ κατέστησεν ἐπ᾿ αὐτῶν χιλιάρχους καὶ ἑκατοντάρχους.

Β Βασ. 18,1               Ο Δαυίδ επεθεώρησε τον στρατόν, που ήτο μαζή του, και διώρισεν εις αυτούς χιλιάρχους και εκατοντάρχους.

Β Βασ. 18,2        καὶ ἀπέστειλε Δαυὶδ τὸν λαόν, τὸ τρίτον ἐν χειρὶ Ἰωὰβ καὶ τὸ τρίτον ἐν χειρὶ Ἀβεσσὰ υἱοῦ Σαρουΐας ἀδελφοῦ Ἰωὰβ καὶ τὸ τρίτον ἐν χειρὶ Ἐθθὶ τοῦ Γεθθαίου. καὶ εἶπε Δαυὶδ πρὸς τὸν λαόν· ἐξελθὼν ἐξελεύσομαι καί γε ἐγὼ μεθ᾿ ὑμῶν.

Β Βασ. 18,2               Διήρεσε δε τον στρατόν του εις τρία τμήματα. Το ένα τρίτον το έθεσεν υπό την αρχηγίαν του Ιωάβ. Το δεύτερον τμήμα το έθεσεν υπό την αρχηγίαν του Αβεσσά, του υιού της Σαρουΐας, αδελφού του Ιωάβ. Και το τρίτον τμήμα υπό την αρχηγίν του Εθθί του Γεθθαίου. Είπε δε προς τον στρατόν του· “θα έλθω και εγώ μαζή σας, δια να λάβω μέρος στον πόλεμον”.

Β Βασ. 18,3        καὶ εἶπαν· οὐκ ἐξελεύσῃ, ὅτι ἐὰν φυγῇ φύγωμεν, οὐ θήσουσιν ἐφ᾿ ἡμᾶς καρδίαν, καὶ ἐὰν ἀποθάνωμεν τὸ ἥμισυ ἡμῶν, οὐ θήσουσιν ἐφ᾿ ἡμᾶς καρδίαν, ὅτι σὺ ὡς ἡμεῖς δέκα χιλιάδες· καὶ νῦν ἀγαθὸν ὅτι ἔσῃ ἡμῖν ἐν τῇ πόλει βοήθεια τοῦ βοηθεῖν.

Β Βασ. 18,3               Οι στρατιώται του απήντησαν· “όχι, δεν πρέπει να εκστρατεύσης μαζή μας. Διότι εάν ημείς νικηθώμεν και τραπώμεν εις φυγήν, το πράγμα δεν θα έχη και μεγάλην σημασίαν. Ούτε εάν οι μισοί από ημάς φονευθούν, θα μας υπολογίσουν και πολύ. Συ όμως, αξίζεις όσον δέκα χιλιάδες από ημάς. Δι' ημάς είναι καλύτερον και ωφελιμώτερον να μείνης εις την πόλιν και να μας βοηθήσης, εάν παραστή ανάγκη”.

Β Βασ. 18,4        καὶ εἶπε πρὸς αὐτοὺς ὁ βασιλεύς· ὃ ἐὰν ἀρέσῃ ἐν ὀφθαλμοῖς ὑμῶν, ποιήσω. καὶ ἔστη ὁ βασιλεὺς ἀνὰ χεῖρα τῆς πύλης, καὶ πᾶς ὁ λαὸς ἐξεπορεύετο εἰς ἑκατοντάδας καὶ εἰς χιλιάδας.

Β Βασ. 18,4               Ο βασιλεύς Δαυίδ είπε προς αυτούς· “εγώ θα πράξω αυτό, το οποίον σεις νομίζετε καλόν”. Εμεινεν ο βασιλεύς πλησίον εις την πύλην της πόλεως. Ο δε στρατός εξήρχετο από την πόλιν συντεταγμένος κατά εκατόν και κατά χιλίους άνδρας.

Β Βασ. 18,5        καὶ ἐνετείλατο ὁ βασιλεὺς τῷ Ἰωὰβ καὶ τῷ Ἀβεσσὰ καὶ τῷ Ἐθθὶ λέγων· φείσασθέ μοι τοῦ παιδαρίου τοῦ Ἀβεσσαλώμ· καὶ πᾶς ὁ λαὸς ἤκουσεν ἐντελλομένου τοῦ βασιλέως πᾶσι τοῖς ἄρχουσιν ὑπὲρ Ἀβεσσαλώμ,

Β Βασ. 18,5               Ο βασιλεύς διέταξε τους στρατηγούς του, τον Ιωάβ, τον Αβεσσά και τον Εθθί λέγων· “λυπηθήτε μου το παιδί μου, τον Αβεσσαλώμ” ! Ολος δε ο στρατός επληροφορήθη την εντολήν αυτήν του βασιλέως προς τους στρατηγούς υπέρ του Αβεσσαλώμ.

Β Βασ. 18,6        καὶ ἐξῆλθε πᾶς ὁ λαὸς εἰς τὸν δρυμὸν ἐξεναντίας Ἰσραήλ, καὶ ἐγένετο ὁ πόλεμος ἐν τῷ δρυμῷ Ἐφραίμ.

Β Βασ. 18,6               Εξήλθεν όλος ο στρατός του Δαυίδ από την πόλιν στο δάσος, δια να αντιμετωπίση τον ισραηλιτικόν στρατόν. Και έγινε πόλεμος στο δάσος Εφραίμ.

Β Βασ. 18,7        καὶ ἔπταισεν ἐκεῖ ὁ λαὸς Ἰσραὴλ ἐνώπιον τῶν παίδων Δαυίδ, καὶ ἐγένετο ἡ θραῦσις μεγάλη ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ, εἴκοσι χιλιάδες ἀνδρῶν.

Β Βασ. 18,7               Εκεί ο ισραηλιτικός στρατός του Αβεσσαλώμ ενικήθη από τον στρατόν του Δαυίδ. Αι απώλειαι του στρατού του Αβεσσαλώμ, κατά την ημέραν εκείνην, ήσαν είκοσι χιλιάδες άνδρες.

Β Βασ. 18,8        καὶ ἐγένετο ἐκεῖ ὁ πόλεμος διεσπαρμένος ἐπὶ πρόσωπον πάσης τῆς γῆς, καὶ ἐπλεόνασεν ὁ δρυμὸς τοῦ καταφαγεῖν ἐκ τοῦ λαοῦ ὑπὲρ οὓς κατέφαγεν ἐν τῷ λαῷ ἡ μάχαιρα τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ.

Β Βασ. 18,8               Η μάχη εξηπλώθη εις όλην την περιοχήν εκείνην. Κατά δε την φυγήν στο δάσος εφονεύθησαν εκ των στρατιωτών του Αβεσσαλώμ πολύ περισσότεροι, παρά στο πεδίον της μάχης κατά την ημέραν εκείνην.

Β Βασ. 18,9        καὶ συνήντησεν Ἀβεσσαλὼμ ἐνώπιον τῶν παίδων Δαυίδ, καὶ Ἀβεσσαλὼμ ἦν ἐπιβεβηκὼς ἐπὶ τοῦ ἡμιόνου αὐτοῦ, καὶ εἰσῆλθεν ὁ ἡμίονος ὑπὸ τὸ δάσος τῆς δρυὸς τῆς μεγάλης, καὶ περιεπλάκη ἡ κεφαλὴ αὐτοῦ ἐν τῇ δρυΐ, καὶ ἐκρεμάσθη ἀνὰ μέσον τοῦ οὐρανοῦ καὶ ἀνὰ μέσον τῆς γῆς, καὶ ὁ ἡμίονος ὑποκάτω αὐτοῦ παρῆλθε.

Β Βασ. 18,9               Ο Αβεσσαλώμ ευρέθη αίφνης ενώπιον των στρατιωτών του Δαυίδ. Εκάθητο δε στον ημίονόν του, ο υποίος εισήλθε τρέχων στο δάσος της μεγάλης δρυός. Η κόμη του Αβεσσολώμ περιεπλάκη στους κλάδους της δρυός. Εκρεμάσθη από την κόμην του και αιωρείτο μεταξύ ουρανού και γης, διότι η ημίονος, εις την οποίαν αυτός εκάθητο, επροσπέρασε και έφυγε τρέχουσα.

Β Βασ. 18,10      καὶ εἶδεν ἀνὴρ εἷς καὶ ἀνήγγειλε τῷ Ἰωὰβ καὶ εἶπεν· ἰδοὺ ἑώρακα τὸν Ἀβεσσαλὼμ κρεμάμενον ἐν τῇ δρυΐ.

Β Βασ. 18,10             Ενας στρατιώτης του Δαυίδ τον είδε και εγνωστοποίησεν αυτά στον Ιωάβ ειπών· “είδα τον Αβεσσαλώμ κρεμασμένον κάτω από την δρυν”.

Β Βασ. 18,11      καὶ εἶπεν Ἰωὰβ τῷ ἀνδρὶ τῷ ἀναγγέλλοντι αὐτῷ· καὶ ἰδοὺ ἑώρακας· τί ὅτι οὐκ ἐπάταξας αὐτὸν ἐκεῖ εἰς τὴν γῆν; καὶ ἐγὼ ἂν ἐδεδώκειν σοι δέκα ἀργυρίου καὶ παραζώνην μίαν.

Β Βασ. 18,11              Ο Ιωάβ απήντησεν στον αγγελιοφόρον· “τον είδες λοιπόν; Διατί δεν τον εκτυπούσες και να τον εξαπλώσης νεκρόν εις την γην; Αν το έκανες αυτό, εγώ θα σου έδιδα ως αμοιβήν δέκα σίκλους αργυρούς και μίαν ζώνην”.

Β Βασ. 18,12      εἶπε δὲ ὁ ἀνὴρ πρὸς Ἰωάβ· καὶ ἐγώ εἰμι ἵστημι ἐπὶ τὰς χεῖράς μου χιλίους σίκλους ἀργυρίου, οὐ μὴ ἐπιβάλω τὴν χεῖρά μου ἐπὶ τὸν υἱὸν τοῦ βασιλέως, ὅτι ἐν τοῖς ὠσὶν ἡμῶν ἐνετείλατο ὁ βασιλεύς σοι καὶ τῷ Ἀβεσσὰ καὶ τῷ Ἐθθὶ λέγων· φυλάξατέ μοι τὸ παιδάριον τὸν Ἀβεσσαλὼμ

Β Βασ. 18,12             Ο στρατιώτης εκείνος απήντησε προς τον Ιωάβ· “εγώ είμαι τέτοιος, ώστε και χιλίους αργύρους σίκλους εάν έβαζες να βαρύνουν το χέρι μου, δεν θα άπλωνα φονικόν το χέρι μου εναντίον του υιού του βασιλέως, διότι ηκούσαμεν με τα ίδια μας τα αυτιά, αυτά τα οποία διέτασσε σε και τον Αβεσσά και τον Εθθί ο Δαυίδ λέγων· Φυλάξατέ μου το παιδί μου, τον Αβεσσαλώμ.

Β Βασ. 18,13      μὴ ποιῆσαι ἐν τῇ ψυχῇ αὐτοῦ ἄδικον· καὶ πᾶς ὁ λόγος οὐ λήσεται ἀπὸ τοῦ βασιλέως, καὶ σὺ στήσῃ ἐξεναντίας.

Β Βασ. 18,13             Μη κάμετε τίποτε κακόν εναντίον της ζωής του. Ο βασιλεύς δεν λησμονεί τίποτε, από όσα διατάσσει. Και αν εγώ διέπραττον κάτι εναντίον του παιδιού του, θα ετιμωρούμην από αυτόν. Τοτε και συ ο ίδιος θα ήσουν εναντίον μου”.

Β Βασ. 18,14      καὶ εἶπεν ὁ Ἰωάβ· τοῦτο ἐγὼ ἄρξομαι· οὐχ οὕτως μενῶ ἐνώπιόν σου. καὶ ἔλαβεν Ἰωὰβ τρία βέλη ἐν τῇ χειρὶ αὐτοῦ καὶ ἐνέπηξεν αὐτὰ ἐν τῇ καρδίᾳ Ἀβεσσαλὼμ ἔτι αὐτοῦ ζῶντος ἐν τῇ καρδίᾳ τῆς δρυός.

Β Βασ. 18,14             Ο Ιωάβ απήντησε· “αυτό το οποίον συ δεν έκαμες, θα το κάμω εγώ. Δεν θα μείνω άπρακτος, όπως συ”. Επήρε ο Ιωάβ στο χέρι του τρία βέλη και εκάρφωσεν αυτά εις την καρδίαν του Αβεσσαλώμ, καθ' ον χρόνον εκείνος ακόμη εζούσε κρεμασμένος στο μέσον της δρυός.

Β Βασ. 18,15      καὶ ἐκύκλωσαν δέκα παιδάρια αἴροντα τὰ σκεύη Ἰωὰβ καὶ ἐπάταξαν τὸν Ἀβεσσαλὼμ καὶ ἐθανάτωσαν αὐτόν.

Β Βασ. 18,15             Κατόπιν περιεκύκλωσαν αυτόν δέκα στρατιώται του Ιωάβ, οι οποίοι εκρατούσαν τα όπλα του, εκτύπησαν και εκείνοι τον Αβεσσαλώμ με τελειωτικάς βολάς και τον εθανάτωσαν.

Β Βασ. 18,16      καὶ ἐσάλπισεν Ἰωὰβ ἐν κερατίνῃ, καὶ ἀπέστρεψεν ὁ λαὸς τοῦ μὴ διώκειν ὀπίσω Ἰσραήλ, ὅτι ἐφείδετο Ἰωὰβ τοῦ λαοῦ.

Β Βασ. 18,16             Ο Ιωάβ εσάλπισε με την κερατίνην σάλπιγγα να καταπαύση ο πόλεμος. Ολος δε ο στρατός του Δαυίδ έπαυσε να καταδιώκη τους στρατιώτας του Αβεσσαλώμ, διότι ο Ιωάβ ελυπήθη δι' αυτήν την καταστροφήν του Ισραηλιτικού στρατού του Αβεσσαλώμ.

Β Βασ. 18,17      καὶ ἔλαβε τὸν Ἀβεσσαλὼμ καὶ ἔῤῥιψεν αὐτὸν εἰς χάσμα μέγα ἐν τῷ δρυμῷ εἰς τὸν βόθυνον τὸν μέγαν καὶ ἐστήλωσεν ἐπ᾿ αὐτὸν σωρὸν λίθων μέγαν σφόδρα. καὶ πᾶς Ἰσραὴλ ἔφυγεν ἀνὴρ εἰς τὸ σκήνωμα αὐτοῦ.

Β Βασ. 18,17             Επήρε, το πτώμα του Αβεσσαλώμ, το έρριψεν εις ένα μεγάλον εκεί λάκκον, μέσα εις βαθύ χάσμα στο δάσος, εσώρευσεν επάνω εις αυτό λίθους πολλούς και ανήγειρε μεγάλην στήλην από αυτούς τους λίθους. Οι άλλοι Ισραηλίται έφυγαν και επέστρεψαν εις τας οικίας των.

Β Βασ. 18,18      καὶ Ἀβεσσαλὼμ ἔτι ζῶν ἔλαβε καὶ ἔστησεν ἑαυτῷ τὴν στήλην, ἐν ᾗ ἐλήφθη, καὶ ἐστήλωσεν αὐτὴν λαβεῖν τὴν στήλην τὴν ἐν τῇ κοιλάδι τοῦ βασιλέως, ὅτι εἶπεν· οὐκ ἔστιν αὐτῷ υἱὸς ἕνεκα τοῦ ἀναμνῆσαι τὸ ὄνομα αὐτοῦ· καὶ ἐκάλεσε τὴν στήλην Χεὶρ Ἀβεσσαλὼμ ἕως τῆς ἡμέρας ταύτης.

Β Βασ. 18,18             Κατά σύμπτωσιν δε ο Αβεσσαλώμ, όταν ακόμη έζη, είχεν εγείρει εκεί δια τον εαυτόν του αναμνηστικήν στήλην, εκεί όπου τώρα αυτός είχε συλληφθή και ταφή. Ανήγειρε δε αυτήν την στήλην εις την κοιλάδα του βασιλέως, διότι είπεν· “επειδή δεν έχω υιόν, δια να διαιωνίση το όνομά μου, ανεγείρω αυτήν την στήλην”. Η στήλη ωνομάσθη μέχρι της ημέρας αυτής “Χειρ Αβεσσαλώμ”.

 

                                    Ο Δαβίδ πληροφορείται το θάνατο του Αβεσσαλώμ

Β Βασ. 18,19      καὶ Ἀχιμάας υἱὸς Σαδὼκ εἶπε· δράμω δὴ καὶ εὐαγγελιῶ τῷ βασιλεῖ, ὅτι ἔκρινε Κύριος ἐκ χειρὸς τῶν ἐχθρῶν αὐτοῦ.

Β Βασ. 18,19             Ο Αχιμάας, ο υιός του Σαδώκ, είπε· “θα τρέξω λοιπόν και θα αναγγείλω τα ευχάριστα γεγονότα στον βασιλέα, ότι δηλαδή ο Κυριος εφάνη δίκαιος και απήλλαξεν αυτόν από τους εχθρούς του”.

Β Βασ. 18,20      καὶ εἶπεν αὐτῷ Ἰωάβ· οὐκ ἀνὴρ εὐαγγελίας σὺ ἐν τῇ ἡμέρᾳ ταύτῃ καὶ εὐαγγελιῇ ἐν ἡμέρᾳ ἄλλῃ, ἐν δὲ τῇ ἡμέρᾳ ταύτῃ οὐκ εὐαγγελιῇ, οὗ εἵνεκεν ὁ υἱὸς τοῦ βασιλέως ἀπέθανε.

Β Βασ. 18,20            Ο Ιωάβ είπεν εις αυτόν· “δεν θα είσαι δια τον βασιλέα αγγελιαφόρος καλών ειδήσεων κατά την ημέραν αυτήν. Αφησε, λοιπόν, να το αναγγείλης κάποιαν άλλην ημέραν. Δεν πρέπει σήμερον να του καταστήσης γνωστόν, διότι και πως εφονεύθη ο υιός του βασιλέως”.

Β Βασ. 18,21      καὶ εἶπεν Ἰωὰβ τῷ Χουσί· βαδίσας ἀνάγγειλον τῷ βασιλεῖ ὅσα εἶδες· καὶ προσεκύνησε Χουσὶ τῷ Ἰωὰβ καὶ ἐξῆλθε.

Β Βασ. 18,21             Ο Ιωάβ στον Χουσί είπε· “πήγαινε και κατάστησε γνωστά στον βασιλέα, όσα είδες”. Ο Χουσί προσεκύνησεν τον Ιωάβ και έφυγε.

Β Βασ. 18,22      καὶ προσέθετο ἔτι Ἀχιμάας υἱὸς Σαδὼκ καὶ εἶπε πρὸς Ἰωάβ· καὶ ἔστω ὅτι δράμω καί γε ἐγὼ ὀπίσω τοῦ Χουσί. καὶ εἶπεν Ἰωάβ· ἱνατί σὺ τοῦτο τρέχεις, υἱέ μου; δεῦρο, οὐκ ἔστι σοι εὐαγγέλια εἰς ὠφέλειαν πορευομένῳ.

Β Βασ. 18,22            Ο Αχιμάας, ο υιός του Σαδώκ, παρεκάλεσε και πάλιν τον Ιωάβ λέγων· “δος μου την άδειαν να τρέξω και εγώ πίσω από τον Χουσί”. Ο Ιωάβ του είπε· “διατί θέλεις να τρέξης συ, παιδί μου; Ελα εδώ. Δεν πρόκειται να φέρης στον βασιλέα ευχαρίστους αγγελίας”.

Β Βασ. 18,23      καὶ εἶπε· τί γὰρ ἐὰν δράμω; καὶ εἶπεν αὐτῷ Ἰωάβ· δράμε. καὶ ἔδραμεν Ἀχιμάας τὴν ὁδὸν τὴν τοῦ Κεχὰρ καὶ ὑπερέβη τὸν Χουσί.

Β Βασ. 18,23            Εκείνος είπε· “τι πειράζει, εάν τρέξω και εγώ;” Ο Ιωάβ του είπε· “λοιπόν τρέξε”. Ετρεξε πράγματι ο Αχιμάας εις την οδόν του Κεχάρ και επροσπέρασε τον Χουσί.

Β Βασ. 18,24      καὶ Δαυὶδ ἐκάθητο ἀνὰ μέσον τῶν δύο πυλῶν. καὶ ἐπορεύθη ὁ σκοπὸς εἰς τὸ δῶμα τῆς πύλης πρὸς τὸ τεῖχος καὶ ἐπῇρε τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ καὶ εἶδε καὶ ἰδοὺ ἀνὴρ τρέχων μόνος ἐνώπιον αὐτοῦ

Β Βασ. 18,24            Ο Δαυίδ εκάθητο ανάμεσα εις τας δύο θύρας της πύλης της πόλεως. Ο σκοπός ανέβη στο ηλιακωτόν της πύλης επάνω εις το τείχος, εσήκωσε τα μάτια του και παρετήρησε. Αίφνης είδε να τρέχη προς την κατεύθυνσίν του ενας άνδρας μόνος του.

Β Βασ. 18,25      καὶ ἀνεβόησεν ὁ σκοπὸς καὶ ἀπήγγειλε τῷ βασιλεῖ. καὶ εἶπεν ὁ βασιλεύς· εἰ μόνος ἐστίν, εὐαγγελία ἐν τῷ στόματι αὐτοῦ. καὶ ἐπορεύετο πορευόμενος καὶ ἐγγίζων.

Β Βασ. 18,25            Εφώναξεν ο σκοπός και ανήγγειλε τούτο στον βασιλέα. Ο βασιλεύς είπεν· “εάν είναι μόνος του, έχει ασφαλώς κάποιον ευχάριστον πληροφορίαν να μας αναγγείλη”. Ο άνθρωπος αυτός έτρεχε και επλησίαζε.

Β Βασ. 18,26      καὶ εἶδεν ὁ σκοπὸς ἄνδρα ἕτερον τρέχοντα, καὶ ἐβόησεν ὁ σκοπὸς πρὸς τῇ πύλῃ καὶ εἶπε· καὶ ἰδοὺ ἀνὴρ ἕτερος τρέχων μόνος. καὶ εἶπεν ὁ βασιλεύς· καί γε οὗτος εὐαγγελιζόμενος.

Β Βασ. 18,26            Ο σκοπός είδε και άλλον κατόπιν άνθρωπον να τρέχη και εφώναξε προς τον βασιλέα, που ευρίσκετο εις την πύλην, και του είπε· “ιδού, και άλλος άνθρωπος μόνος του τρέχει”. Ο βασιλεύς απήντησε· “και αυτός, βεβαίως, καλάς αγγελίας έχει να μας φέρη”.

Β Βασ. 18,27      καὶ εἶπεν ὁ σκοπός· ἐγὼ ὁρῷ τὸν δρόμον τοῦ πρώτου ὡς δρόμον Ἀχιμάας υἱοῦ Σαδώκ. καὶ εἶπεν ὁ βασιλεύς· ἀνὴρ ἀγαθὸς οὗτος καί γε εἰς εὐαγγελίαν ἀγαθὴν ἐλεύσεται.

Β Βασ. 18,27            Ο σκοπός προσέθεσε· “εγώ βλέπω τον πρώτον να τρέχη, όπως τρέχει ο Αχιμάας, ο υιός του Σαδώκ”. Είπε δε προς αυτόν ο βασιλεύς· “καλός άνθρωπος είναι αυτός και έρχεται, δια να μας φέρη ασφαλώς κάποιον καλήν είδησιν”.

Β Βασ. 18,28      καὶ ἐβόησεν Ἀχιμάας καὶ εἶπε πρὸς τὸν βασιλέα· εἰρήνη· καὶ προσεκύνησε τῷ βασιλεῖ ἐπὶ πρόσωπον αὐτοῦ ἐπὶ τὴν γῆν καὶ εἶπεν· εὐλογητὸς Κύριος ὁ Θεός σου, ὃς ἀπέκλεισε τοὺς ἄνδρας τοὺς ἐπαραμένους τὴν χεῖρα αὐτῶν ἐν τῷ κυρίῳ μου τῷ βασιλεῖ.

Β Βασ. 18,28            Ο Αχιμάας έφθασε και εφώναξε και είπε στον βασιλέα· “ειρήνη”. Προσεκύνησε τον βασιλέα μέχρις εδάφους και είπεν· “ας έχη δόξαν Κυριος ο Θεός σου, ο οποίος εξεδίωζε τους ανθρώπους, που είχαν σηκώσει το χέρι των εναντίον σου του κυρίου μου και βασιλέως”.

Β Βασ. 18,29      καὶ εἶπεν ὁ βασιλεύς· εἰρήνη τῷ παιδαρίῳ τῷ Ἀβεσσαλώμ; καὶ εἶπεν Ἀχιμάας· εἶδον τὸ πλῆθος τὸ μέγα τοῦ ἀποστεῖλαι τὸν δοῦλον τοῦ βασιλέως Ἰωὰβ καὶ τὸν δοῦλόν σου, καὶ οὐκ ἔγνων τί ἐκεῖ.

Β Βασ. 18,29            Ο βασιλεύς αμέσως τον ηρώτησε· “το παιδί μου, ο Αβεσσαλώμ, είναι καλά;” Ο Αχιμάας απήντησε· “είδα πολύ πλήθος ανθρώπων, όταν ο Ιωάβ, ο δούλος του βασιλέως έστειλεν εμέ τον δούλον σου, να έλθω προς σέ. Δεν γνωρίζω, τι ακριβώς έγινεν εκεί”.

Β Βασ. 18,30      καὶ εἶπεν ὁ βασιλεύς· ἐπίστρεψον, στηλώθητι ὧδε· καὶ ἐπεστράφη καὶ ἔστη.

Β Βασ. 18,30            Είπεν ο βασιλεύς· “παραμέρισε και στάσου εκεί όρθιος”. Ο Αχιμάας εστράφη προς τα εκεί και εστάθη όρθιος.

Β Βασ. 18,31      καὶ ἰδοὺ ὁ Χουσὶ παρεγένετο καὶ εἶπε τῷ βασιλεῖ· εὐαγγελισθήτω ὁ κύριός μου ὁ βασιλεύς, ὅτι ἔκρινέ σοι Κύριος σήμερον ἐκ χειρὸς πάντων τῶν ἐπεγειρομένων ἐπὶ σέ.

Β Βασ. 18,31             Ιδού, ότι έφθασε και ο Χουσί, ο οποίος είπεν στον βασιλέα· “ας μάθη ο κύριός μου, ο βασιλεύς, την καλήν και ευχάριστον αγγελίαν. Οτι ο Κυριος έβγαλε σήμερον δικαίαν απόφασιν και σε απήλλαξεν από τας χείρας όλων εκείνων, οι οποίοι είχαν εξεγερθή εναντίον σου”.

Β Βασ. 18,32      καὶ εἶπεν ὁ βασιλεὺς πρὸς τὸν Χουσί· εἰ εἰρήνη τῷ παιδαρίῳ τῷ Ἀβεσσαλώμ; καὶ εἶπεν ὁ Χουσί· γένοιντο ὡς τὸ παιδάριον οἱ ἐχθροὶ τοῦ κυρίου μου τοῦ βασιλέως καὶ πάντες, ὅσοι ἐπανέστησαν ἐπ᾿ αὐτὸν εἰς κακά.

Β Βασ. 18,32            Ο βασιλεύς ηρώτησε τον Χουσί· “τι κάνει το παιδί μου, ο Αβεσσαλώμ;” Ο Χουσί απήντησεν· “οι εχθροί, οι ιδικοί σου, του κυρίου μου και βασιλέως μου, και γενικώς όλοι όσοι εστασίασαν εναντίον σου, δια να σου κάμουν κακόν, ας έχουν την τύχην του παιδιού σου του Αβεσσαλώμ”.

Β Βασ. 18,33      καὶ ἐταράχθη ὁ βασιλεὺς καὶ ἀνέβη εἰς τὸ ὑπερῷον τῆς πύλης καὶ ἔκλαυσε· καὶ οὕτως εἶπεν ἐν τῷ πορεύεσθαι αὐτόν· υἱέ μου Ἀβεσσαλώμ, υἱέ μου, υἱέ μου Ἀβεσσαλώμ, τίς δῴη τὸν θάνατόν μου ἀντὶ σοῦ; ἐγὼ ἀντὶ σοῦ, Ἀβεσσαλώμ, υἱέ μου υἱέ μου.

Β Βασ. 18,33             Εταράχθη ο βασιλεύς, ανέβηκεν στο δωμάτιον, το οποίον ευρίσκετο επάνω από την πύλην, και έκλαυσε. Και καθώς ανέβαινε προς το δωμάτιον αυτό έλεγε· “παιδί μου Αβεσσαλώμ, παιδί μου, Αβεσσαλώμ παιδί μου, διατί να μη αποθάνω εγώ αντί για σένα; Εγώ έπρεπε να αποθάνω Αβεσσαλώμ, υιέ μου, υιέ μου” !

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 19- Ο ΘΡΗΝΟΣ ΤΟΥ ΔΑΒΙΔ - ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΗΝ ΙΕΡΟΥΣΑΛΗΜ  

Ο ΔΑΒΙΔ ΔΕΙΧΝΕΙ ΕΛΕΟΣ ΣΕ ΣΕΜΕΪ ΚΑΙ ΜΕΜΦΙΒΟΣΘΕ

                                    Ο σπαραγμός του Δαβίδ

Β Βασ. 19,1        Καὶ ἀνηγγέλη τῷ Ἰωὰβ λέγοντες· ἰδοὺ ὁ βασιλεὺς κλαίει καὶ πενθεῖ ἐπὶ Ἀβεσσαλώμ.

Β Βασ. 19,1               Ηλθον προς τον Ιωάβ μερικοί και του ανήγγειλαν· “ιδού, ο βασιλεύς μας πενθεί και κλαίει δια τον θάνατον του Αβεσσαλώμ”.

Β Βασ. 19,2        καὶ ἐγένετο ἡ σωτηρία ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ εἰς πένθος παντὶ τῷ λαῷ, ὅτι ἤκουσεν ὁ λαὸς ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ λέγων, ὅτι λυπεῖται ὁ βασιλεὺς ἐπὶ τῷ υἱῷ αὐτοῦ.

Β Βασ. 19,2               Ετσι δε η ημέρα εκείνη της νίκης και της σωτηρίας μετεβλήθη δι' όλον τον λαόν εις πένθος, διότι ήκουσεν ότι ο βασιλεύς λυπείται δια τον φονευθέντα υιόν του.

Β Βασ. 19,3        καὶ διεκλέπτετο ὁ λαὸς ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ τοῦ εἰσελθεῖν εἰς τὴν πόλιν, καθὼς διακλέπτεται ὁ λαὸς οἱ αἰσχυνόμενοι ἐν τῷ αὐτοὺς φεύγειν ἐν τῷ πολέμῳ.

Β Βασ. 19,3               Ο στρατός, αντί να εισέλθη θριαμβευτικώς κατά την ημέραν εκείνην εις την πόλιν, εισήρχετο ωσάν κλέπτης κρυφά κρυφά, σαν στρατός, ο οποίος ήτο εντροπιασμένος, διότι είχεν ηττηθή και φύγει ενώπιον του εχθρού κατά τον πόλεμον.

Β Βασ. 19,4        καὶ ὁ βασιλεὺς ἔκρυψε τὸ πρόσωπον αὐτοῦ. καὶ ἔκραξεν ὁ βασιλεὺς φωνῇ μεγάλῃ λέγων· υἱέ μου Ἀβεσσαλώμ, Ἀβεσσαλὼμ υἱέ μου.

Β Βασ. 19,4               Ο βασιλεύς Δαυίδ εσκέπασε το πρόσωπον αυτού και έκραξε με φωνήν μεγάλην λέγων· “παιδί μου Αβεσσαλώμ, Αβεσσαλώμ παιδί μου” !

Β Βασ. 19,5        καὶ εἰσῆλθεν Ἰωὰβ πρὸς τὸν βασιλέα εἰς τὸν οἶκον καὶ εἶπε· κατῄσχυνας σήμερον τὰ πρόσωπα πάντων τῶν δούλων σου τῶν ἐξαιρουμένων σε σήμερον καὶ τὴν ψυχὴν τῶν υἱῶν σου καὶ τῶν θυγατέρων σου καὶ τὴν ψυχὴν τῶν γυναικῶν σου καὶ τῶν παλλακῶν σου,

Β Βασ. 19,5               Ο Ιωάβ εισήλθεν στον οίκον, όπου ευρίσκετο ο βασιλεύς, και είπε προς αυτόν· “κατεντρόπιασες σήμερον όλους ημάς τους ανθρώπους σου, οι οποίοι έσωσαν σήμερα την ζωήν σου, την ζωήν των παιδιών και θυγατέρων σου, την ζωήν των γυναικών σου και των γυναικών της δευτέρας σειράς.

Β Βασ. 19,6        τοῦ ἀγαπᾶν τοὺς μισοῦντάς σε καὶ μισεῖν τοὺς ἀγαπῶντάς σε καὶ ἀνήγγειλας σήμερον ὅτι οὐκ εἰσὶν οἱ ἄρχοντές σου, οὐδὲ παῖδες· ὅτι ἔγνωκα σήμερον ὅτι εἰ Ἀβεσσαλὼμ ἔζη, πάντες ἡμεῖς σήμερον νεκροί, ὅτι τότε τὸ εὐθὲς ἦν ἐν ὀφθαλμοῖς σου.

Β Βασ. 19,6               Και τούτο, διότι φαίνεται ότι αγαπάς εκείνους, οι οποίοι σε μισούν, και μισείς εκείνους, οι οποίοι σε αγαπούν. Διότι έδειξες σήμερον, ότι καμμίαν αξίαν δεν έχουν δια σε οι άρχοντες και οι δούλοι σου ενώπιον του στασιαστού παιδιού σου. Εγώ όμως ξεύρω, ότι αν εζούσε ο Αβεσσαλώμ σήμερον, όλοι ημείς θα είμεθα νεκροί. Το γεγονός δε αυτό θα ήτο ευχάριστον ενώπιόν σου !

Β Βασ. 19,7        καὶ νῦν ἀναστὰς ἔξελθε καὶ λάλησον εἰς τὴν καρδίαν τῶν δούλων σου, ὅτι ἐν Κυρίῳ ὤμοσα ὅτι εἰ μὴ ἐκπορεύσῃ σήμερον, εἰ αὐλισθήσεται ἀνὴρ μετὰ σοῦ τὴν νύκτα ταύτην· καὶ ἐπίγνωθι σεαυτῷ καὶ κακόν σοι τοῦτο ὑπὲρ πᾶν τὸ κακὸν τὸ ἐπελθόν σοι ἐκ νεότητός σου ἕως τοῦ νῦν.

Β Βασ. 19,7               Λοιπόν, σήκω τώρα, έβγα από την οικίαν και μίλησε λόγια ευχάριστα εις τις καρδιές των δούλων σου, διότι έκαμα όρκον στον Κυριον ότι, εάν δεν βγης σήμερον από την οικίαν σου, δεν θα μείνη μαζή σου ούτε ενας άνθρωπός σου κατά την νύκτα αυτήν. Σκέψου τον εαυτόν σου και εννόησε καλά ότι το κακόν, το οποίον θα κάμης εις σε τον ίδιον με την στάσιν σου αυτήν, θα είναι χειρότερον από όσα κακά συνήντησες από τα νειάτα σου μέχρι σήμερα”.

Β Βασ. 19,8        καὶ ἀνέστη ὁ βασιλεὺς καὶ ἐκάθισεν ἐν τῇ πύλῃ, καὶ πᾶς ὁ λαὸς ἀνήγγειλαν λέγοντες· ἰδοὺ ὁ βασιλεὺς κάθηται ἐν τῇ πύλῃ· καὶ εἰσῆλθε πᾶς ὁ λαὸς κατὰ πρόσωπον τοῦ βασιλέως ἐπὶ τὴν πύλην. καὶ Ἰσραὴλ ἔφυγεν ἀνὴρ εἰς τὰ σκηνώματα αὐτοῦ.

Β Βασ. 19,8               Ο βασιλεύς εσηκώθη και εκάθισεν εις την πύλην της πόλεως. Εγινε δε γνωστόν αυτό εις όλον τον λαόν, διότι ανήγγειλαν προς αυτόν· “ιδού, ο βασιλεύς κάθεται εις την πύλην της πόλεως”. Ολος ο στρατός παρήλασεν ενώπιον του βασιλέως και εισήλθεν εις την πόλιν. Οι δε εναπομείναντες στρατιώται του Αβεσσαλώμ επέστρεψαν ο καθένας εις την πόλιν του.

 

                                     Ο Δαβίδ επιστρέφει στην Ιερουσαλήμ

Β Βασ. 19,9        Καὶ ἦν πᾶς ὁ λαὸς κρινόμενος ἐν πάσαις φυλαῖς Ἰσραὴλ λέγοντες· ὁ βασιλεὺς Δαυὶδ ἐῤῥύσατο ἡμᾶς ἀπὸ πάντων τῶν ἐχθρῶν ἡμῶν, καὶ αὐτὸς ἐξείλετο ἡμᾶς ἐκ χειρὸς ἀλλοφύλων, καὶ νῦν πέφευγεν ἀπὸ τῆς γῆς καὶ ἀπὸ τῆς βασιλείας αὐτοῦ, καὶ ἀπὸ Ἀβεσσαλώμ·

Β Βασ. 19,9               Ολοι οι Ισραηλίται των βορείων φυλών του Ισραήλ συνεζήτουν ζωηρά μεταξύ των τα γεγονότα του πολέμου και έλεγαν· “ο βασιλεύς Δαυίδ μας εγλύτωσεν από όλους τους εχθρούς μας. Μας έβγαλεν από τα χέρια και την δουλείαν των αλλοφύλων και τώρα έχει εγκαταλείψει την χώραν και το βασίλειόν του εξ αιτίας του πολέμου του Αβεσσαλώμ.

Β Βασ. 19,10      καὶ Ἀβεσσαλώμ, ὃν ἐχρίσαμεν ἐφ᾿ ἡμῶν, ἀπέθανεν ἐν τῷ πολέμῳ, καὶ νῦν ἱνατί ὑμεῖς κωφεύετε τοῦ ἐπιστρέψαι τὸν βασιλέα; καὶ τὸ ῥῆμα παντὸς Ἰσραὴλ ἦλθε πρὸς τὸν βασιλέα.

Β Βασ. 19,10             Ο δε Αβεσσαλώμ, τον οποίον ημείς ανεκηρύξαμεν βασιλέα, εφονεύθη κατά τον πόλεμον και δεν υπάρχει πλέον. Διατί κλείετε τα αυτιά σας και δεν ομιλείτε να επανέλθη βασιλεύς μας ο Δαυίδ;” Αι σκέψεις, τα λόγια και αι αποφάσεις αυταί των Ισραηλιτών έφθασαν εις τα αυτιά του βασιλέως.

Β Βασ. 19,11      καὶ ὁ βασιλεὺς Δαυὶδ ἀπέστειλε πρὸς Σαδὼκ καὶ πρὸς Ἀβιάθαρ τοὺς ἱερεῖς λέγων· λαλήσατε πρὸς τοὺς πρεσβυτέρους Ἰούδα λέγοντες· ἱνατί γίνεσθε ἔσχατοι τοῦ ἐπιστρέψαι τὸν βασιλέα εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ; καὶ λόγος παντὸς Ἰσραὴλ ἦλθε πρὸς τὸν βασιλέα.

Β Βασ. 19,11              Ο βασιλεύς Δαυίδ έστειλε τότε και εκάλεσε τους αρχιερείς, τον Σαδώκ και τον Αβιάθαρ, και τους είπε να ομιλήσουν εκ μέρους του προς τους πρεσβυτέρους του Ιούδα και να τους είπουν· “διατί σεις μένετε τελευταίοι στο να προσκαλέσετε τον βασιλέα Δαυίδ, να επανέλθη στον οίκον του; Η πρόσκλησις όλων των άλλων Ισραηλιτών, που κατοικούν εις τα βόρεια μέρη της Παλαιστίνης, έχει φθάσει πλέον εις τα αυτιά του βασιλέως. Προς αυτήν την φυλήν του Ιούδα θα είπετε ακόμη.

Β Βασ. 19,12      ἀδελφοί μου ὑμεῖς, ὀστᾶ μου καὶ σάρκες μου ὑμεῖς, ἱνατί γίνεσθε ἔσχατοι τοῦ ἐπιστρέψαι τὸν βασιλέα εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ;

Β Βασ. 19,12             Σεις είσθε αδελφοί μου, οστούν εκ των οστέων μου και σαρξ εκ της σαρκός μου. Διατί τώρα μένετε τελευταίοι στο να προσκαλέσετε τον βασιλέα σας, τον Δαυίδ, να επιστρέψη στον οίκον του;

Β Βασ. 19,13      καὶ τῷ Ἀμεσσαΐ ἐρεῖτε· οὐχὶ ὀστοῦν μου καὶ σάρξ μου σύ; καὶ νῦν τάδε ποιήσαι μοι ὁ Θεὸς καὶ τάδε προσθείη, εἰ μὴ ἄρχων δυνάμεως ἔσῃ ἐνώπιον ἐμοῦ πάσας τὰς ἡμέρας ἀντὶ Ἰωάβ.

Β Βασ. 19,13             Εις δε τον Αμεσσα θα πήτε εκ μέρους μου· Και συ δεν είσαι σαρξ εκ της σαρκός μου και οστούν εκ των οστέων μου; Σου ορκίζομαι ότι είθε να με τιμωρήση ο Θεός με οιανδήποτε τιμωρίαν θέλει, αν εγώ δεν σε καταστήσω αντί του Ιωάβ αρχιστράτηγον όλης της δυνάμεώς μου καθ' όλον το διάστημα, κατά το οποίον εγώ ζω”.

Β Βασ. 19,14      καὶ ἔκλινε τὴν καρδίαν παντὸς ἀνδρὸς Ἰούδα ὡς ἀνδρὸς ἑνός, καὶ ἀπέστειλαν πρὸς τὸν βασιλέα λέγοντες· ἐπιστράφηθι σὺ καὶ πάντες οἱ δοῦλοί σου.

Β Βασ. 19,14             Ο Δαυίδ είλκυσε με τον τρόπον αυτόν τας καρδίας όλων των ανδρών της φυλής Ιούδα, ως εάν ήσαν ένας μόνον άνθρωπος. Αυτοί, λοιπόν, έστειλαν ανθρώπους προς τον βασιλέα Δαυίδ και του είπαν· “σε παρακαλούμεν να επανέλθης εις την Ιερουσαλήμ και όλοι ημείς θα είμεθα δούλοι σου”.

Β Βασ. 19,15      καὶ ἐπέστρεψεν ὁ βασιλεὺς καὶ ἦλθεν ἕως τοῦ Ἰορδάνου, καὶ ἄνδρες Ἰούδα ἦλθαν εἰς Γάλγαλα τοῦ πορεύεσθαι εἰς ἀπαντὴν τοῦ βασιλέως διαβιβάσαι τὸν βασιλέα τὸν Ἰορδάνην.

Β Βασ. 19,15             Ο βασιλεύς επέστρεψεν από την Μαναΐμ, όπου ευρίσκετο, και έφθασε μέχρι του Ιορδάνου. Οι άνδρες της φυλής του Ιούδα ήλθαν εις Γαλγαλα, δια να μεταβούν από εκεί εις προϋπάντησιν του βασιλέως και να τον βοηθήσουν να διαβή τον Ιορδάνην.

 

                                    Ο Δαβίδ δείχνει έλεος στο Σεμεΐ

Β Βασ. 19,16      καὶ ἐτάχυνε Σεμεΐ υἱὸς Γηρὰ υἱοῦ τοῦ Ἰεμινὶ ἐκ Βαουρὶμ καὶ κατέβη μετὰ ἀνδρὸς Ἰούδα εἰς ἀπαντὴν τοῦ βασιλέως Δαυὶδ

Β Βασ. 19,16             Ο Σεμεΐ, υιός του Γηρά, ο Βενιαμίτης, έσπευσε και κατέβη από την περιοχήν Βαουρίμ, μαζή με ένα άνδρα της φυλής Ιούδα, δια να προαπαντήση τον βασιλέα.

Β Βασ. 19,17      καὶ χίλιοι ἄνδρες μετ᾿ αὐτοῦ ἐκ τοῦ Βενιαμὶν καὶ Σιβὰ τὸ παιδάριον τοῦ οἴκου Σαοὺλ καὶ πεντεκαίδεκα υἱοὶ αὐτοῦ μετ᾿ αὐτοῦ καὶ εἴκοσι δοῦλοι αὐτοῦ μετ᾿ αὐτοῦ καὶ κατεύθυναν τὸν Ἰορδάνην ἔμπροσθεν τοῦ βασιλέως

Β Βασ. 19,17             Μαζή του δε ήσαν και χίλιοι άνδρες από την φυλήν Βενιαμίν. Εκεί επίσης ήλθεν και ο νεαρός δούλος της οικογενείας του Σαούλ, ο Σιβά, και μαζή με αυτόν οι δέκα πέντε υιοί του και οι είκοσι δούλοι του. Αυτοί κατηυθύνθησαν στον Ιορδάνην ποταμόν εμπρός από τον βασιλέα Δαυίδ.

Β Βασ. 19,18      καὶ ἐλειτούργησαν τὴν λειτουργίαν τοῦ διαβιβάσαι τὸν βασιλέα, καὶ διέβη ἡ διάβασις τοῦ ἐξεγεῖραι τὸν οἶκον τοῦ βασιλέως καὶ τοῦ ποιῆσαι τὸ εὐθὲς ἐν ὀφθαλμοῖς αὐτοῦ. καὶ Σεμεΐ υἱὸς Γηρὰ ἔπεσεν ἐπὶ πρόσωπον αὐτοῦ ἐνώπιον τοῦ βασιλέως διαβαίνοντος αὐτοῦ τὸν Ἰορδάνην

Β Βασ. 19,18             Ειργάσθησαν δε προθύμως και ευσυνειδήτως, δια να διαβιβάσουν τον βασιλέα εις την απέναντι όχθην. Και χάρις εις αυτούς διέβη ολόκληρος ο οίκος του βασιλέως, διότι αυτοί ευσυνειδήτως ειργάσθησαν ενώπιον του βασιλέως Δαυίδ. Οταν δε ο Δαυίδ και η οικογένειά του απεβιβάσθησαν εις την απέναντι όχθην, ο Σεμεΐ, ο υιός του Γηρά, προσέπεσεν ενώπιον του βασιλέως Δαυίδ,

Β Βασ. 19,19      καὶ εἶπε πρὸς τὸν βασιλέα· μὴ δὴ λογισάσθω ὁ κύριός μου ἀνομίαν καὶ μὴ μνησθῇς ὅσα ἠδίκησεν ὁ παῖς σου ἐν τῇ ἡμέρᾳ, ᾗ ὁ κύριός μου ἐξεπορεύετο ἐξ Ἱερουσαλήμ, τοῦ θέσθαι τὸν βασιλέα εἰς τὴν καρδίαν αὐτοῦ,

Β Βασ. 19,19             και είπε προς αυτόν· “ο κύριός μου και ο βασιλεύς μου ας μη μου καταλογίση το σφάλμα, το οποίον έκαμα. Ας λησμονήση την αδικίαν, την οποίαν διέπραξα εγώ ο δούλος σου προς σε κατά την ημέραν εκείνην, κατά την οποίαν συ ο κύριός μου έφευγες από την Ιερουσαλήμ. Μη κρατήσης κακίαν εις την καρδίαν σου δια το σφάλμα μου.

Β Βασ. 19,20      ὅτι ἔγνω ὁ δοῦλός σου ὅτι ἐγὼ ἥμαρτον, καὶ ἰδοὺ ἐγὼ ἦλθον σήμερον πρότερος παντὸς Ἰσραὴλ καὶ οἴκου Ἰωσὴφ τοῦ καταβῆναί με εἰς ἀπαντὴν τοῦ κυρίου μου τοῦ βασιλέως.

Β Βασ. 19,20            Διότι εγώ ο δούλος σου ανεγνώρισα ότι ημάρτησα τότε απέναντί σου. Και ιδού, ήλθα σήμερον εγώ, πρώτος από όλους τους άνδρας των Ισραηλιτών της φυλής του Ιωσήφ, δια να προαπαντήσω σέ, τον κύριόν μου και βασιλέα μου”.

Β Βασ. 19,21      καὶ ἀπεκρίθη Ἀβεσσὰ υἱὸς Σαρουΐας καὶ εἶπε· μὴ ἀντὶ τούτου οὐ θανατωθήσεται Σεμεΐ, ὅτι κατηράσατο τὸν χριστὸν Κυρίου;

Β Βασ. 19,21             Ο Αβεσσά, ο υιός της Σαρουΐας, αγανακτημένος είπε τότε· “μήπως εξ αιτίας της μεταμελείας του αυτής δεν θα θανατωθή ο Σεμεΐ, αυτός ο οποίος κατηράσθη τον βασιλέα, που ο Κυριος τον είχε χρίσει;”

Β Βασ. 19,22      καὶ εἶπε Δαυίδ· τί ἐμοὶ καὶ ὑμῖν, υἱοὶ Σαρουΐας, ὅτι γίνεσθέ μοι σήμερον εἰς ἐπίβουλον; σήμερον οὐ θανατωθήσεταί τις ἀνὴρ ἐξ Ἰσραήλ, ὅτι οὐκ οἶδα εἰ σήμερον βασιλεύω ἐγὼ ἐπὶ τὸν Ἰσραήλ.

Β Βασ. 19,22            Ο Δαυίδ είπε προς αυτόν· “διατί επεμβαίνετε εις τα ιδικά μου ζητήματα, παιδιά της Σαρουΐας; Διότι με το διάβημά σας αυτό γίνεσθε σήμερον ολέθριοι και κακοί σύμβουλοι και αιτία σκανδάλου. Σημερον κανένας ανήρ από τους Ισραηλίτας δεν θα θανατωθή, διότι δεν διαφεύγει την αντίληψίν μου, ότι σήμερον εγώ ξαναγίνομαι βασιλεύς του Ισραηλιτικού λαού”.

Β Βασ. 19,23      καὶ εἶπεν ὁ βασιλεὺς πρὸς Σεμεΐ· οὐ μὴ ἀποθάνῃς· καὶ ὤμοσεν αὐτῷ ὁ βασιλεύς.

Β Βασ. 19,23            Ο βασιλεύς είπε προς τον Σεμεΐ “Δεν θα φονευθής”. Και έδωσεν εις αυτόν επί τούτω όρκον.

Β Βασ. 19,24      καὶ Μεμφιβοσθὲ υἱὸς υἱοῦ Σαοὺλ κατέβη εἰς ἀπαντὴν τοῦ βασιλέως· καὶ οὐκ ἐθεράπευσε τοὺς πόδας αὐτοῦ, οὐδὲ ὠνυχίσατο, οὐδὲ ἐποίησε τὸν μύστακα αὐτοῦ, καὶ τὰ ἱμάτια αὐτοῦ οὐκ ἀπέπλυνεν ἀπὸ τῆς ἡμέρας, ἧς ἀπῆλθεν ὁ βασιλεύς, ἕως τῆς ἡμέρας ἧς αὐτὸς παρεγένετο ἐν εἰρήνῃ.

Β Βασ. 19,24            Εις προαπάντησιν του βασιλέως Δαυίδ κατέβη και ο Μεμφιβοσθέ, ο έγγονος του Σαούλ. Αυτός δια να δείξη το πένθος του, από την ημέραν, κατά την οποίαν ο βασιλεύς Δαυίδ έφυγεν από την Ιερουσαλήμ διωκόμενος από τον Αβεσσαλώμ, μέχρι σήμερον που νικητής και ειρηνικός επέστρεψε, δεν περιποιήθηκε τα πόδια του, δεν έκοψε τα νύχια του, δεν έφτιασε τον μύστακά του, ούτε και έπλυνε τα ενδύματά του.

 

                                    Ο Δαβίδ δείχνει έλεος στο Μεμφιβοσθέ

Β Βασ. 19,25      καὶ ἐγένετο ὅτε εἰσῆλθεν εἰς Ἱερουσαλὴμ εἰς ἀπάντησιν τοῦ βασιλέως, καὶ εἶπεν αὐτῷ ὁ βασιλεύς· τί ὅτι οὐκ ἐπορεύθης μετ᾿ ἐμοῦ, Μεμφιβοσθέ;

Β Βασ. 19,25            Οταν, λοιπόν, αυτός εισήλθεν εις την Ιερουσαλήμ εις προαπάντησιν του βασιλέως, τον ηρώτησεν ο Δαυίδ· “Μεμφιβοσθέ, γιατί δεν ήλθες μαζή μου;”

Β Βασ. 19,26      καὶ εἶπε πρὸς αὐτὸν Μεμφιβοσθέ· κύριέ μου βασιλεῦ, ὁ δοῦλός μου παρελογίσατό με, ὅτι εἶπεν ὁ παῖς σου αὐτῷ· ἐπίσαξόν μοι τὴν ὄνον καὶ ἐπιβῶ ἐπ᾿ αὐτὴν καὶ πορεύσομαι μετὰ τοῦ βασιλέως, ὅτι χωλὸς ὁ δοῦλός σου·

Β Βασ. 19,26            Ο Μεμφιβοσθέ απήντησε· “κύριέ μου και βασιληά μου, με εξηπάτησεν ο δούλος μου. Διότι εγώ, ο δούλος σου, είπα προς αυτόν· Ετοίμασέ μου την όνον, δια να αναβώ εις αυτήν και να ακολουθήσω τον βασιλέα. Οπως γνωρίζεις εγώ ο δούλος σου είμαι χωλός.

Β Βασ. 19,27      καὶ μεθώδευσεν ἐν τῷ δούλῳ σου πρὸς τὸν κύριόν μου τὸν βασιλέα, καὶ ὁ κύριός μου ὁ βασιλεὺς ὡς ἄγγελος τοῦ Θεοῦ, καὶ ποίησον τὸ ἀγαθὸν ἐν ὀφθαλμοῖς σου·

Β Βασ. 19,27            Ο δούλος μου όμως εκείνος με διέβαλεν εις σε τον κύριόν μου, τον βασιλέα μου. Συ όμως ο κύριός μου και βασιλεύς μου έχεις φωτεινήν κρίσιν σαν άγγελος Θεού. Θα διακρίνης τα πράγματα. Καμε λοιπόν ο,τι φαίνεται καλόν ενώπιόν σου.

Β Βασ. 19,28      ὅτι οὐκ ἦν πᾶς ὁ οἶκος τοῦ πατρός μου, ἀλλ᾿ ἢ ὅτι ἄνδρες θανάτου τῷ κυρίῳ μου τῷ βασιλεῖ, καὶ ἔθηκας τὸν δοῦλόν σου ἐν τοῖς ἐσθίουσι τὴν τράπεζάν σου· καὶ τί ἔστι μοι ἔτι δικαίωμα καὶ τοῦ κεκραγέναι με ἔτι πρὸς τὸν βασιλέα;

Β Βασ. 19,28            Αλλωστε όλη η οικογένεια του πατρός μου, επομένως και εγώ, είμεθα άξιοι θανάτου ενώπιόν σου, του κυρίου μου και βασιλέως μου. Συ όμως έκαμες εμέ τον δούλον σου ομοτράπεζόν σου. Ποίον, λοιπόν, δικαίωμα έχω να ομιλώ και να κράζω ακόμη προς σε τον βασιλέα;”

Β Βασ. 19,29      καὶ εἶπεν αὐτῷ ὁ βασιλεύς· ἱνατί λαλεῖς ἔτι τοὺς λόγους σου; εἶπον· σὺ καὶ Σιβὰ διελεῖσθε τὸν ἀγρόν.

Β Βασ. 19,29            Ο βασιλεύς του απήντησε· “διατί κατατρίβεσαι εις τόσους πολλούς λόγους; Συ και ο Σιβά θα μοιρασθήτε τους αγρούς του βασιλικού οίκου του Σαούλ”.

Β Βασ. 19,30      καὶ εἶπε Μεμφιβοσθὲ πρὸς τὸν βασιλέα· καί γε τὰ πάντα λαβέτω μετὰ τὸ παραγενέσθαι τὸν κύριόν μου τὸν βασιλέα ἐν εἰρήνῃ εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ.

Β Βασ. 19,30            Ο Μεμφιβοσθέ είπε προς τον βασιλέα· “ας τα λάβη όλα ο Σιβά. Δι' εμέ είναι αρκετόν το γεγονός ότι ο βασιλεύς μου επέστρεψεν υγιής και νικητής στον οίκον αυτού, εις την Ιερουσαλήμ”.

Β Βασ. 19,31      καὶ Βερζελλὶ ὁ Γαλααδίτης κατέβη ἐκ Ῥωγελλὶμ καὶ διέβη μετὰ τοῦ βασιλέως τὸν Ἰορδάνην ἐκπέμψαι αὐτὸν τὸν Ἰορδάνην·

Β Βασ. 19,31             Ο Βερζελλί ο Γαλααδίτης κατέβη και αυτός από την Ρωγελλίμ, επέρασε μαζή με τον βασιλέα τον Ιορδάνην, δια να προπέμψη και κατευοδώση αυτόν πέραν από τον Ιορδάνην.

 

                                    Ο Δαβίδ προσφέρεται να ευεργετήσει το Βερζελλί

Β Βασ. 19,32      καὶ Βερζελλὶ ἀνὴρ πρεσβύτερος σφόδρα, υἱὸς ὀγδοήκοντα ἐτῶν, καὶ αὐτὸς διέθρεψε τὸν βασιλέα ἐν τῷ οἰκεῖν αὐτὸν ἐν Μαναΐμ, ὅτι ἀνὴρ μέγας ἦν σφόδρα.

Β Βασ. 19,32            Ο Βερζελλί αυτός ήτο γέρων, προχωρημένος πολύ εις την ηλικίαν, ογδοήκοντα ετών. Αυτός είχε διαθρέψει τον βασιλέα Δαυίδ καθ' όλον το διάστημα, που ο Δαυίδ κατοικούσε εις την Μαναΐμ, διότι ήτο άνθρωπος πολύ πλούσιος.

Β Βασ. 19,33      καὶ εἶπεν ὁ βασιλεὺς πρὸς Βερζελλί· σὺ διαβήσῃ μετ᾿ ἐμοῦ, καὶ διαθρέψω τὸ γῆράς σου μετ᾿ ἐμοῦ ἐν Ἱερουσαλήμ.

Β Βασ. 19,33             Ο βασιλεύς είπε προς τον Βερζελλί· “έλα κοντά μου, δια να ζήσης μαζή μου. Εγώ θα σε διαθρέψω εις τα γηρατεία σου εις την Ιερουσαλήμ”.

Β Βασ. 19,34      καὶ εἶπε Βερζελλὶ πρὸς τὸν βασιλέα· πόσαι ἡμέραι ἐτῶν ζωῆς μου, ὅτι ἀναβήσομαι μετὰ τοῦ βασιλέως εἰς Ἱερουσαλήμ;

Β Βασ. 19,34            Ο Βερζελλί είπε προς τον βασιλέα· “πόσαι ημέραι ακόμη ζωής μου υπολείπονται, ώστε να σκεφθώ και να αποφασίσω να ανεβώ μαζή με τον βασιλέα μου εις την Ιερουσαλήμ;

Β Βασ. 19,35      υἱὸς ὀγδοήκοντα ἐτῶν ἐγώ εἰμι σήμερον· μὴ γνώσομαι ἀνὰ μέσον ἀγαθοῦ καὶ κακοῦ; εἰ γεύσεται ὁ δοῦλός σου ἔτι ὃ φάγομαι ἢ πίομαι; ἢ ἀκούσομαι ἔτι φωνὴν ᾀδόντων καὶ ᾀδουσῶν; καὶ ἱνατί ἔσται ἔτι ὁ δοῦλός σου εἰς φορτίον ἐπὶ τὸν κύριόν μου τὸν βασιλέα;

Β Βασ. 19,35             Είμαι τώρα άνθρωπος ογδοήκοντα ετών. Μηπως, τάχα, μπορώ εις αυτήν την ηλικίαν να αισθανθώ και να απολαύσω τα ευχάριστα και τα δυσάρεστα της ζωής; Μηπως δηλαδή εγώ ο δούλος σου ημπορώ να χαρώ εκείνο, που θα φάγω η θα πιώ; Η ημπορώ να ακούσω πλέον άσματα από τραγουδιστάς και τραγουδιστρίας εις την βασιλικήν σου πόλιν; Επειτα διατί να γίνω εγώ, ο δούλος σου, βάρος εις σε τον κύριόν μου, τον βασιλέα μου;

Β Βασ. 19,36      ὡς βραχὺ διαβήσεται ὁ δοῦλός σου τὸν Ἰορδάνην μετὰ τοῦ βασιλέως· καὶ ἱνατί ἀνταποδίδωσί μοι ὁ βασιλεὺς τὴν ἀνταπόδοσιν ταύτην;

Β Βασ. 19,36            Επί ολίγον διάστημα πέραν του Ιορδάνου εγώ ο δούλος σου θα συνοδεύσω σε, τον βασιλέα μου. Διατί ο βασιλεύς μου θέλει να με αμείψη με τέτοιον τρόπον, ώστε να με απομακρύνη από την πατρίδα μου;

Β Βασ. 19,37      καθισάτω δὴ ὁ δοῦλός σου καὶ ἀποθανοῦμαι ἐν τῇ πόλει μου παρὰ τῷ τάφῳ τοῦ πατρὸς μου καὶ τῆς μητρός μου· καὶ ἰδοὺ ὁ δοῦλός σου Χαμαὰμ διαβήσεται μετὰ τοῦ κυρίου μου τοῦ βασιλέως, καὶ ποίησον αὐτῷ τὸ ἀγαθὸν ἐν ὀφθαλμοῖς σου.

Β Βασ. 19,37             Δος μου, σε παρακαλώ, την άδειαν να μείνω εγώ, ο δούλος σου, και να αποθάνω εις την πόλιν μου και να ταφώ στον τάφον του πατρός μου και της μητρός μου. Και ιδού, ο δούλος σου ο Χαμαάμ, το παιδί μου, θα έλθη αντί εμού μαζή με σέ, τον κύριόν μου και βασιλέα μου. Καμε εις αυτόν ο,τι σου φαίνεται καλόν”.

Β Βασ. 19,38      καὶ εἶπεν ὁ βασιλεύς· μετ᾿ ἐμοῦ διαβήτω Χαμαάμ, κἀγὼ ποιήσω αὐτῷ τὸ ἀγαθὸν ἐν ὀφθαλμοῖς σου καὶ πάντα, ὅσα ἂν ἐκλέξῃ ἐπ᾿ ἐμοί, ποιήσω σοι.

Β Βασ. 19,38            Ο βασιλεύς είπε· “μάλιστα· ας έλθη μαζή μου ο Χαμαάμ και εγώ θα πράξω δι' αυτόν ο,τι συ νομίσης και εκλέξης καλόν. Και όλα, όσα μου ζητήσης δι' αυτόν θα τα κάμω, προς χάριν ιδικήν σου”.

Β Βασ. 19,39      καὶ διέβη πᾶς ὁ λαὸς τὸν Ἰορδάνην, καὶ ὁ βασιλεὺς διέβη· καὶ κατεφίλησεν ὁ βασιλεὺς τὸν Βερζελλὶ καὶ εὐλόγησεν αὐτόν, καὶ ἐπέστρεψεν εἰς τὸν τόπον αὐτοῦ.

Β Βασ. 19,39            Ολος ο στρατός και ο λαός διέβησαν τον Ιορδάνην. Κατόπιν δε διέβη αυτόν και ο βασιλεύς. Ο βασιλεύς κατεφίλησε τον Βερζελλί και τον ηυλόγησεν. Ο Βερζελλί επέστρεψεν εις τον τόπον του.

Β Βασ. 19,40      καὶ διέβη ὁ βασιλεὺς εἰς Γάλγαλα, καὶ Χαμαὰμ διέβη μετ᾿ αὐτοῦ, καὶ πᾶς ὁ λαὸς Ἰούδα διαβαίνοντες μετὰ τοῦ βασιλέως καί γε τὸ ἥμισυ τοῦ λαοῦ Ἰσραήλ.

Β Βασ. 19,40            Επέρασεν ο βασιλεύς από τον Ιορδάνην ποταμόν εις Γαλγαλα. Ο Χαμαάμ επέρασε μαζή με αυτόν. Μαζή με τον βασιλέα ήσαν και όλοι οι άνδρες της φυλής του Ιούδα και το ήμισυ από τους άνδρας του Ιραηλιτικού λαού.

 

                                     Ο Ιούδας και ο Ισραήλ φιλονικούν για το βασιλιά

Β Βασ. 19,41      καὶ ἰδοὺ πᾶς ἀνὴρ Ἰσραὴλ παρεγένοντο πρὸς τὸν βασιλέα καὶ εἶπε πρὸς τὸν βασιλέα· τί ὅτι ἔκλεψάν σε οἱ ἀδελφοὶ ἡμῶν ἀνὴρ Ἰούδα καὶ διεβίβασαν τὸν βασιλέα καὶ τὸν οἶκον αὐτοῦ τὸν Ἰορδάνην καὶ πάντες ἄνδρες Δαυὶδ μετ᾿ αὐτοῦ;

Β Βασ. 19,41             Απροσδοκήτως όλοι οι άνδρες των δέκα φυλών του Ισραήλ παρουσιάσθησαν ενώπιον του βασιλέως και του είπαν· “διατί οι αδελφοί μας, οι άνδρες της φυλής του Ιούδα, σαν να σε ήρπασαν κρυφίως και διεπέρασαν σε και ολόκληρον την οικογένειάν σου και την συνοδείαν σου δια του Ιορδάνου ποταμού;”

Β Βασ. 19,42      καὶ ἀπεκρίθη πᾶς ἀνὴρ Ἰούδα πρὸς ἄνδρα Ἰσραὴλ καὶ εἶπαν· διότι ἐγγίζει πρός με ὁ βασιλεύς· καὶ ἱνατί οὕτως ἐθυμώθης περὶ τοῦ λόγου τούτου; μὴ βρώσει ἐφάγαμεν ἐκ τοῦ βασιλέως, ἢ δόμα ἔδωκεν ἢ ἄρσιν ᾖρεν ἡμῖν;

Β Βασ. 19,42            Ολοι τότε οι άνδρες της φυλής του Ιούδα απήντησαν προς τους άνδρας των άλλων Ισραηλιτικών φυλών· “αυτό έγινε, διότι ο βασιλεύς από απόψεως συγγενείας και καταγωγής ευρίσκεται πλησιέστερον προς ημάς. Διατί λοιπόν σεις επικραθήκατε και εθυμώσατε; Μηπως, τάχα, ημείς εζήσαμεν μέχρι σήμερον με έξοδα του βασιλέως; Η μας απήλλαξεν από κανένα φόρον;”

Β Βασ. 19,43      καὶ ἀπεκρίθη ἀνὴρ Ἰσραὴλ τῷ ἀνδρὶ Ἰούδα καὶ εἶπε· δέκα χεῖρές μοι ἐν τῷ βασιλεῖ, καὶ πρωτότοκος ἐγὼ ἢ σύ, καί γε ἐν τῷ Δαυίδ εἰμι ὑπὲρ σέ· καὶ ἱνατί τοῦτο ὕβρισάς με καὶ οὐκ ἐλογίσθη ὁ λόγος μου πρῶτός μοι τοῦ ἐπιστρέψαι τὸν βασιλέα ἐμοί; καὶ ἐσκληρύνθη ὁ λόγος ἀνδρὸς Ἰούδα ὑπὲρ τὸν λόγον ἀνδρὸς Ἰσραήλ.

Β Βασ. 19,43            Οι άνδρες των άλλων φυλών είπαν τότε προς τους άνδρας της φυλής Ιούδα· “ημείς είμεθα δέκα φυλαι ενώπιον του βασιλέως. Μεταξύ ημών υπάρχουν και αι δέκα φυλαί των μεγαλυτέρων υιών του Ιακώβ. Από απόψεως δε αριθμού και δικαιωμάτων είμεθα ενώπιον του Δαυίδ ανώτεροι από σας, της φυλής του Ιούδα. Διατί, λοιπόν, μας κατεφρονήσατε και δεν εσκεφθήκατε να καλέσετε και ημάς, οι οποίοι πρώτοι είχομεν κάνει λόγον δια την επιστροφήν του βασιλέως;” Εκ μέρους των ανδρών της φυλής Ιούδα εδόθη απάντησις σκληροτέρα από τα λόγια, που είπαν οι άνδρες των άλλων ισραηλιτικών φυλών.

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΑ

1

2

3

4

5

6

7

8

9

10

11

12

13

14

15

16

17

18

19

20

21

22

23

24