ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ

 

ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Β'- ΚΕΦ. 1-5

 

 

Ο ΔΑΒΙΔ ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΟΛΟΥ ΤΟΥ ΙΣΡΑΗΛ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1- Ο ΘΡΗΝΟΣ ΤΟΥ ΔΑΒΙΔ ΓΙΑ ΤΟ ΣΑΟΥΛ ΚΑΙ ΤΟΝ ΙΩΝΑΘΑΝ  

                                    Ο Δαβίδ πληροφορείται το θάνατο του Σαούλ και του Ιωνάθαν

Β Βασ. 1,1         Καὶ ἐγένετο μετὰ τὸ ἀποθανεῖν Σαοὺλ καὶ Δαυὶδ ἀνέστρεψε τύπτων τὸν Ἀμαλήκ, καὶ ἐκάθισε Δαυὶδ ἐν Σεκελὰκ ἡμέρας δύο.

Β Βασ. 1,1                  Μετά τον θάνατον του Σαούλ ο Δαυίδ επέστρεψεν από την επιτυχή εκστρατείαν κατά των Αμαληκιτών και εκάθισεν επί δύο ημέρας εις την πόλιν Σεκελάκ.

Β Βασ. 1,2         καὶ ἐγενήθη τῇ ἡμέρᾳ τῇ τρίτῃ καὶ ἰδοὺ ἀνὴρ ἦλθεν ἐκ τῆς παρεμβολῆς ἐκ τοῦ λαοῦ Σαούλ, καὶ τὰ ἱμάτια αὐτοῦ διεῤῥωγότα, καὶ γῆ ἐπὶ τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ, καὶ ἐγένετο ἐν τῷ εἰσελθεῖν αὐτὸν πρὸς Δαυὶδ καὶ ἔπεσεν ἐπὶ τὴν γῆν καὶ προσεκύνησεν αὐτῷ.

Β Βασ. 1,2                 Κατά την τριτην ημέραν κατέφθασεν αίφνης από το στρατόπεδον του Σαούλ ενας άνθρωπος με εσχισμένα τα ενδύματά του και με χώμα επάνω στο κεφάλι του. Οταν αυτός ήλθε προς τον Δαυίδ, έπεσε πρηνής και τον προσεκύνησε.

Β Βασ. 1,3         καὶ εἶπεν αὐτῷ Δαυίδ· πόθεν σὺ παραγίνῃ; καὶ εἶπε πρὸς αὐτόν· ἐκ τῆς παρεμβολῆς Ἰσραὴλ ἐγὼ διασέσωσμαι.

Β Βασ. 1,3                 Τον ηρώτησε τότε ο Δαυίδ· “από που συ έρχεσαι;” Και εκείνος είπεν· “από το στρατόπεδον των Ισραηλιτών εγώ έχω διασωθή”.

Β Βασ. 1,4         καὶ εἶπεν αὐτῷ Δαυίδ· τίς ὁ λόγος οὗτος; ἀπάγγειλόν μοι. καὶ εἶπεν ὅτι ἔφυγεν ὁ λαὸς ἐκ τοῦ πολέμου καὶ πεπτώκασι πολλοὶ ἐκ τοῦ λαοῦ καὶ ἀπέθανον· καὶ Σαοὺλ καὶ Ἰωνάθαν ὁ υἱὸς αὐτοῦ ἀπέθανε.

Β Βασ. 1,4                 Του είπεν ο Δαυίδ· “πως έχουν τα πράγματα εκεί; Πληροφόρησέ με”. Εκείνος απήντησεν, ότι ο στρατός ηττήθη κατά τον πόλεμον και ετράπη εις φυγήν, ότι έχουν φονευθή πολλοί από τον λαόν και απέθανον. Ο δε Σαούλ και ο Ιωνάθαν, ο υιός του, επίσης εφονεύθησαν.

Β Βασ. 1,5         καὶ εἶπε Δαυὶδ τῷ παιδαρίῳ τῷ ἀπαγγέλλοντι αὐτῷ· πῶς οἶδας ὅτι τέθνηκε Σαοὺλ καὶ Ἰωνάθαν ὁ υἱὸς αὐτοῦ;

Β Βασ. 1,5                 Ο Δαυίδ ηρώτησε τον νεαρόν αυτόν αγγελιαφόρον· “πως συ γνωρίζεις ότι εφονεύθη ο Σαουλ και ο υιός του ο Ιωνάθαν;”

Β Βασ. 1,6         καὶ εἶπε τὸ παιδάριον τὸ ἀπαγγέλλον αὐτῷ· περιπτώματι περιέπεσον ἐν τῷ ὄρει τῷ Γελβουέ, καὶ ἰδοὺ Σαοὺλ ἐπεστήρικτο ἐπὶ τὸ δόρυ αὐτοῦ, καὶ ἰδοὺ τὰ ἅρματα καὶ οἱ ἱππάρχαι συνῆψαν αὐτῷ.

Β Βασ. 1,6                 Ο αγγελιαφόρος του είπε· “συνέβη να περιπλανώμαι στο όρος Γελδουέ και ιδού, ότι ο Σαούλ είχε πέσει πληγωμένος επάνω στο δόρυ του. Τα δε άρματα και το ιππικόν των Φιλισταίων είχον πλησιάσει προς αυτόν.

Β Βασ. 1,7         καὶ ἐπέβλεψεν ἐπὶ τὰ ὀπίσω αὐτοῦ καὶ εἶδέ με καὶ ἐκάλεσέ με, καὶ εἶπα· ἰδοὺ ἐγώ.

Β Βασ. 1,7                 Εγύρισεν ο Σαουλ την κεφαλήν του προς τα οπίσω, με είδε, με εκάλεσε και εγώ είπα· Ιδού εγώ· είμαι εις τας διαταγάς σου.

Β Βασ. 1,8         καὶ εἶπέ μοι· τίς εἶ σύ; καὶ εἶπα· Ἀμαληκίτης ἐγώ εἰμι.

Β Βασ. 1,8                 Εκείνος μου είπε· Ποιός είσαι συ; Του είπα ότι εγώ είμαι Αμαληκίτης.

Β Βασ. 1,9         καὶ εἶπε πρός με· στῆθι δὴ ἐπάνω μου καὶ θανάτωσόν με, ὅτι κατέσχε με σκότος δεινόν, ὅτι πᾶσα ἡ ψυχή μου ἐν ἐμοί.

Β Βασ. 1,9                 Εκείνος τότε μου είπε· Ελα, σε παρακαλώ εδώ κοντά μου και θανάτωσέ με, διότι με κατέλαβε μεγάλη σκοτοδίνη θανάτου. Εν τούτοις η ζωη μου υπάρχει άκομη εντός μου.

Β Βασ. 1,10        καὶ ἐπέστην ἐπ᾿ αὐτὸν καὶ ἐθανάτωσα αὐτόν, ὅτι ᾔδειν ὅτι οὐ ζήσεται μετὰ τὸ πεσεῖν αὐτόν· καὶ ἔλαβον τὸ βασίλειον τὸ ἐπὶ τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ καὶ τὸν χλιδῶνα τὸν ἐπὶ τοῦ βραχίονος αὐτοῦ καὶ ἐνήνοχα αὐτὰ τῷ κυρίῳ μου ὧδε.

Β Βασ. 1,10               Τον επλησίασα και τον εθανάτωσα, διότι εγνώριζα ότι δεν επρόκειτο πλέον να ζήση ύστερα από την πληγήν, που είχε λάβει. Επήρα κατόπιν το βασιλικόν διάδημα, που είχε εις την κεφαλήν του, και το βραχιόλι αυτό το οποίον έφερεν εις τον βραχίονά του, και αυτά τα έχω φέρει εδώ εις σε τον κύριόν μου”.

Β Βασ. 1,11        καὶ ἐκράτησε Δαυὶδ τῶν ἱματίων αὐτοῦ καὶ διέῤῥηξεν αὐτά, καὶ πάντες οἱ ἄνδρες οἱ μετ᾿ αὐτοῦ διέῤῥηξαν τὰ ἱμάτια αὐτῶν.

Β Βασ. 1,11                Ο Δαυίδ επόνεσεν από την αγγελίαν αυτήν, έπιασε τα ενδύματά του και τα διέρρηξε και όλοι οι άλλοι άνδρες, όσοι ήσαν μαζή με αυτόν, έσχισαν τα ενδύματά των.

Β Βασ. 1,12        καὶ ἐκόψαντο καὶ ἔκλαυσαν καὶ ἐνήστευσαν ἕως δείλης ἐπὶ Σαοὺλ καὶ ἐπὶ Ἰωνάθαν τὸν υἱὸν αὐτοῦ καὶ ἐπὶ τὸν λαὸν Ἰούδα καὶ ἐπὶ τὸν οἶκον Ἰσραήλ, ὅτι ἐπλήγησαν ἐν ῥομφαίᾳ.

Β Βασ. 1,12               Εκτυπούσαν τα στήθη των, έκλαυσαν και ενήστευσαν έως το απόγευμα δια τον θάνατον του Σαούλ, δια τον θάνατον του υιού του Ιωνάθαν, δια τον ισραηλιτικόν στρατόν, δι' όλον τον λαόν του Ισραήλ, δι' όλους εκείνους οι οποίοι έπεσαν εν στόματι ρομφαίας.

Β Βασ. 1,13        καὶ εἶπε Δαυὶδ τῷ παιδαρίῳ τῷ ἀπαγγέλλοντι αὐτῷ· πόθεν εἶ σύ; καὶ εἶπεν· υἱὸς ἀνδρὸς παροίκου Ἀμαληκίτου ἐγώ εἰμι.

Β Βασ. 1,13                Ο Δαυίδ ηρώτησε τον νεαρόν αυτόν αγγελιαφόρον· “από που είσαι συ;” Εκείνος είπεν· “εγώ είμαι υιός ενός Αμαληκίτου, ο οποίος παροικεί εις την γην των Ιουδαίων”.

Β Βασ. 1,14        καὶ εἶπεν αὐτῷ Δαυίδ· πῶς οὐκ ἐφοβήθης ἐπενεγκεῖν χεῖρά σου διαφθεῖραι τὸν χριστὸν Κυρίου;

Β Βασ. 1,14               Ο Δαυίδ είπε προς αυτόν· “πως, λοιπόν, δεν εφοβήθης να καταφέρης φονικήν την χείρά σου εναντίον του Σαούλ και να φονεύσης τον βασιλέα, τον οποίον ο Κυριος είχε χρίσει;”

Β Βασ. 1,15        καὶ ἐκάλεσε Δαυὶδ ἓν τῶν παιδαρίων αὐτοῦ καὶ εἶπε· προσελθὼν ἀπάντησον αὐτῷ· καὶ ἐπάταξεν αὐτόν, καὶ ἀπέθανε.

Β Βασ. 1,15                Προσεκάλεσε τότε ο Δαυίδ ένα από τους νεαρούς άνδρας του και είπε προς αυτόν· “πάρε τον και θανάτωσέ τον”. Εκείνος τον εκτύπησε και τον εφόνευσεν.

Β Βασ. 1,16        καὶ εἶπε πρὸς αὐτὸν Δαυίδ· τὸ αἷμά σου ἐπὶ τὴν κεφαλήν σου, ὅτι τὸ στόμα σου ἀπεκρίθη κατὰ σοῦ λέγων ὅτι, ἐγὼ ἐθανάτωσα τὸν χριστὸν Κυρίου.

Β Βασ. 1,16               Είπε δε ο Δαυίδ προς τον εκτελεσθέντα εκείνον Αμαληκίτην· “το αίμα σου, που εχύθη, θα πέση στο κεφάλι σου, διότι συ είσαι ένοχος. Με το ίδιο σου το στόμα κατέθεσες εναντίον σου, ότι συ εθανάτωσες τον βασιλέα τον χριστόν του Κυρίου”.

 

                                    Ο θρήνος του Δαβίδ

Β Βασ. 1,17        Καὶ ἐθρήνησε Δαυὶδ τὸν θρῆνον τοῦτον ἐπὶ Σαοὺλ καὶ ἐπὶ Ἰωνάθαν τὸν υἱὸν αὐτοῦ.

Β Βασ. 1,17                Συνέθεσε ο Δαυίδ θλιβερό μοιρολόγι, θρήνον, δια τον Σαούλ και τον υιόν αυτού Ιωνάθαν.

Β Βασ. 1,18        καὶ εἶπε τοῦ διδάξαι τοὺς υἱοὺς Ἰούδα· ἰδοὺ γέγραπται ἐπὶ βιβλίου τοῦ εὐθοῦς.

Β Βασ. 1,18               Διέταξε δε να διδαχθούν αυτό το θρηνώδες άσμα και να το μάθουν οι της φυλής Ιούδα. Αυτό δε έχει καταγραφή στο ποιητικόν βιβλίον, το ονομαζόμενον “Βιβλίον του Δικαίου”.

Β Βασ. 1,19        Στήλωσον, Ἰσραήλ, ὑπὲρ τῶν τεθνηκότων ἐπὶ τὰ ὕψη σου τραυματιῶν· πῶς ἔπεσαν δυνατοί;

Β Βασ. 1,19               “Ανεγείρατε στήλας, Ισραηλίται, δι' αυτούς, οι οποίοι απέθαναν επάνω στο υψηλόν όρος Γελβουέ. Πως έπεσαν οι δυνατοί αυτοί ήρωες, ο Σαούλ και ο Ιωνάθαν;

Β Βασ. 1,20        μὴ ἀναγγείλητε ἐν Γὲθ καὶ μὴ εὐαγγελίσησθε ἐν ταῖς ἐξόδοις Ἀσκάλωνος, μή ποτε εὐφρανθῶσι θυγατέρες ἀλλοφύλων, μή ποτε ἀγαλλιάσωνται θυγατέρες τῶν ἀπεριτμήτων.

Β Βασ. 1,20               Φροντίσατε, να μη γίνη αυτό γνωστόν εις την πόλιν Γέθ. Να μη το μάθουν οι δρόμοι της Ασκάλωνος ως ευαγγέλιον χαράς, δια να μη ευφρανθούν αι θυγατέρες των αλλοφύλων και να μη χαρούν οι κόρες των απεριτμήτων.

Β Βασ. 1,21        ὄρη τὰ ἐν Γελβουὲ μὴ καταβάτω δρόσος καὶ μὴ ὑετὸς ἐφ᾿ ὑμᾶς καὶ ἀγροὶ ἀπαρχῶν, ὅτι ἐκεῖ προσωχθίσθη θυρεὸς δυνατῶν, θυρεὸς Σαοὺλ οὐκ ἐχρίσθη ἐν ἐλαίῳ.

Β Βασ. 1,21               Ορος Γελβουέ, να μη πέση ποτέ επάνω σου δροσιά· και βροχή να μη σε ποτίση να μη καρποφορήσουν οι αγροί σου, διότι εκεί κατέπεσε καταφρονημένη η ασπίς των δυνατών. Η ασπίδα του Σαούλ δεν ηλείφθη με έλαιον και εσκούριασε.

Β Βασ. 1,22        ἀφ᾿ αἵματος τραυματιῶν καὶ ἀπὸ στέατος δυνατῶν τόξον Ἰωνάθαν οὐκ ἀπεστράφη κενὸν εἰς τὰ ὀπίσω, καὶ ῥομφαία Σαοὺλ οὐκ ἀνέκαμψε κενή.

Β Βασ. 1,22               Από το αίμα και το λίπος των φονευομένων εχθρών ποτέ δεν εγύριζε χωρίς επιτυχίας το ένδοξον τόξον του Ιωνάθαν ! Το ίδιο και η ρομφαία του Σαούλ· ποτέ δεν επέστρεψεν αδειανή από ηρωϊκά κατορθώματα.

Β Βασ. 1,23        Σαοὺλ καὶ Ἰωνάθαν, οἱ ἠγαπημένοι καὶ ὡραῖοι, οὐ διακεχωρισμένοι, εὐπρεπεῖς ἐν τῇ ζωῇ αὐτῶν καὶ ἐν τῷ θανάτῳ αὐτῶν οὐ διεχωρίσθησαν· ὑπὲρ ἀετοὺς κοῦφοι καὶ ὑπὲρ λέοντας ἐκραταιώθησαν.

Β Βασ. 1,23               Σαούλ και Ιωνάθαν, σεις οι τόσον αγαπημένοι και ωραίοι, δεν εχωρισθήκατε κατά το διάστημα της ζωής σας. Ευπρεπείς και ωραίοι υπήρξατε εις την ζωήν σας· και εις αυτόν ακόμη τον θάνατόν των δεν εχωρίσθησαν αναμεταξύ των. Ελαφρότεροι από τους αετούς και περισσότερον ισχυροί από τους λέοντας !

Β Βασ. 1,24        θυγατέρες Ἰσραήλ, ἐπὶ Σαοὺλ κλαύσατε, τὸν ἐνδιδύσκοντα ὑμᾶς κόκκινα μετὰ κόσμου ὑμῶν, τὸν ἀναφέροντα κόσμον χρυσοῦν ἐπὶ τὰ ἐνδύματα ὑμῶν.

Β Βασ. 1,24               Θυγατέρες Ιερουσαλήμ, θρηνήσατε δια τον Σαούλ, ο οποίος σας ενέδυε με εορταστικά κόκκινα ενδύματα και με κοσμήματα, λάφυρα των εχθρών, ο οποίος σας προσέφερε χρυσά κοσμήματα επάνω εις τα ενδύματά σας.

Β Βασ. 1,25        πῶς ἔπεσαν δυνατοὶ ἐν μέσῳ τοῦ πολέμου· Ἰωνάθαν ἐπὶ τὰ ὕψη σου τραυματίας.

Β Βασ. 1,25               Πως έπεσαν οι δυνατοί αυτοί ήρωες κατά τον πόλεμον ! Ο Ιωνάθαν εις τα υψηλά μέρη του όρους Γελβουέ εφονεύθη.

Β Βασ. 1,26        ἀλγῶ ἐπὶ σοί, ἀδελφέ μου Ἰωνάθαν· ὡραιώθης μοι σφόδρα, ἐθαυμαστώθη ἡ ἀγάπησίς σου ἐμοὶ ὑπὲρ ἀγάπησιν γυναικῶν.

Β Βασ. 1,26               Αδελφέ μου Ιωνάθαν, πονώ δια τον θάνατόν σου ! Υπήρξες δι' εμέ το ωραιότερον πρόσωπον. Σε ηγάπησα περισσότερον, από όσον είναι δυνατόν να αγαπηθή μία γυναίκα. Πως έπεσαν οι δυνατοί !

Β Βασ. 1,27        πῶς ἔπεσαν δυνατοὶ καὶ ἀπώλοντο σκεύη πολεμικά;

Β Βασ. 1,27               Πως εχάθησαν τα ένδοξα πολεμικά των όπλα” !

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2- Ο ΔΑΒΙΔ ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΤΟΥ ΙΟΥΔΑ  

Ο ΙΕΒΟΣΘΕ ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΣΤΟΝ ΙΣΡΑΗΛ - ΠΟΛΕΜΟΣ ΜΕΤΑΞΥ ΙΣΡΑΗΛ ΚΑΙ ΙΟΥΔΑ

                                    Ο Δαβίδ ανακηρύσσεται βασιλιάς του Ιούδα

Β Βασ. 2,1         Καὶ ἐγένετο μετὰ ταῦτα καὶ ἐπηρώτησε Δαυὶδ ἐν Κυρίῳ λέγων· εἰ ἀναβῶ εἰς μίαν τῶν πόλεων Ἰούδα; καὶ εἶπε Κύριος πρὸς αὐτόν· ἀνάβηθι. καὶ εἶπε Δαυίδ· ποῦ ἀναβῶ; καὶ εἶπεν· εἰς Χεβρών.

Β Βασ. 2,1                 Επειτα από τα γεγονότα αυτά ο Δαυίδ ηρώτησε τον Κυριον λέγων· “να μεταβώ, δια να εγκατασταθώ εις μίαν από τας πόλεις της φυλής του Ιούδα;” Ο Κυριος του απήντησε· “πήγαινε”. Ο Δαυίδ ηρώτησε και πάλιν· “που να μεταβώ;” Ο δε Κυριος του είπεν· “εις την Χεβρών”.

Β Βασ. 2,2         καὶ ἀνέβη ἐκεῖ Δαυὶδ εἰς Χεβρὼν καὶ ἀμφότεραι αἱ γυναῖκες αὐτοῦ, Ἀχινόομ ἡ Ἰεζραηλῖτις καὶ Ἀβιγαία ἡ γυνὴ Νάβαλ τοῦ Καρμηλίου,

Β Βασ. 2,2                Ο Δαυίδ μετέβη πράγματι εις την Χεβρών, μαζή δέ με αυτόν και αι δύο σύζυγοί του, η Αχινόομ η Ιεζραηλίτις, και η Αβιγαία η γυνή Ναβαλ του Καρμηλίου.

Β Βασ. 2,3         καὶ οἱ ἄνδρες οἱ μετ᾿ αὐτοῦ, ἕκαστος καὶ ὁ οἶκος αὐτοῦ, καὶ κατῴκουν ἐν ταῖς πόλεσι Χεβρών.

Β Βασ. 2,3                 Μαζή του επίσης ανέβησαν και οι άνδρες του, ο καθένας με την οικογενειάν του, και κατοικούσαν εις τας πόλεις της Χεβρών.

Β Βασ. 2,4         καὶ ἔρχονται ἄνδρες τῆς Ἰουδαίας καὶ χρίουσι τὸν Δαυὶδ ἐκεῖ τοῦ βασιλεύειν ἐπὶ τὸν οἶκον Ἰούδα. Καὶ ἀπήγγειλαν τῷ Δαυὶδ λέγοντες· ὅτι οἱ ἄνδρες Ἰαβὶς τῆς Γαλααδίτιδος ἔθαψαν τὸν Σαούλ.

Β Βασ. 2,4                Ηλθον τότε εκεί άνδρες εκ της φυλής του Ιούδα και έχρισαν τον Δαυίδ βασιλέα, δια να βασιλεύση εις την φυλήν του Ιούδα. Ανήγγειλαν δε στον Δαυίδ και είπαν, ότι οι άνδρες της Ιαβίς, η οποία ευρίσκεται εις χώραν Γαλαάδ, επήραν και έθαψαν το σώμα του Σαούλ.

Β Βασ. 2,5         καὶ ἀπέστειλε Δαυὶδ ἀγγέλους πρὸς τοὺς ἡγουμένους Ἰαβὶς τῆς Γαλααδίτιδος καὶ εἶπε πρὸς αὐτοὺς Δαυίδ· εὐλογημένοι ὑμεῖς τῷ Κυρίῳ, ὅτι ἐποιήσατε τὸ ἔλεος τοῦτο ἐπὶ τὸν κύριον ὑμῶν, ἐπὶ Σαοὺλ τὸν χριστὸν Κυρίου καὶ ἐθάψατε αὐτὸν καὶ Ἰωνάθαν τὸν υἱὸν αὐτοῦ.

Β Βασ. 2,5                 Ο Δαυίδ έστειλε προς τους άρχοντας της Ιαβίς αγγελιαφόρους και τους είπεν· “ευλογημένοι ας είσθε σεις από τον Θεόν, διότι εδείξατε αυτήν την μεγάλην καλωσύνην προς τον κύριόν σας, προς τον Σαούλ, τον υπό του Θεού χρισθέντα βασιλέα, και εθάψατε αυτόν και τον οίον του τον Ιωνάθαν.

Β Βασ. 2,6         καὶ νῦν ποιήσαι Κύριος μεθ᾿ ὑμῶν ἔλεος καὶ ἀλήθειαν, καί γε ἐγὼ ποιήσω μεθ᾿ ὑμῶν τὰ ἀγαθὰ ταῦτα, ὅτι ἐποιήσατε τὸ ῥῆμα τοῦτο·

Β Βασ. 2,6                Και τώρα εύχομαι και παρακαλώ τον Θεόν, να δείξη προς σας το έλεός του και την προστασίαν του. Αλλά και εγώ ο ίδιος θα σας προσφέρω προς αμοιβήν σας αγαθά, διότι εδείξατε τέτοιαν καλήν διαγωγήν απέναντι του Σαούλ.

Β Βασ. 2,7         καὶ νῦν κραταιούσθωσαν αἱ χεῖρες ὑμῶν καὶ γίνεσθε εἰς υἱοὺς δυνατούς, ὅτι τέθνηκεν ὁ κύριος ὑμῶν Σαούλ, καί γε ἐμὲ κέχρικεν ὁ οἶκος Ἰούδα ἐφ᾿ ἑαυτὸν εἰς βασιλέα.

Β Βασ. 2,7                 Και τώρα λάβετε θάρρος, αναδειχθήτε γενναίοι, διότι αν ο κύριός σας ο Σαούλ απέθανεν, η φυλή όμως του Ιούδα έχει χρίσει εμέ βασιλέα της. Εγώ θα σας έχω υπό την προστασίαν μου”.

 

                                    Ο Ιεβοσθέ γίνεται βασιλιάς στον Ισραήλ

Β Βασ. 2,8         Καὶ Ἀβεννὴρ υἱὸς Νὴρ ἀρχιστράτηγος τοῦ Σαοὺλ ἔλαβε τὸν Ἰεβοσθὲ υἱὸν Σαοὺλ καὶ ἀνεβίβασεν αὐτὸν ἐκ τῆς παρεμβολῆς εἰς Μαναὲμ

Β Βασ. 2,8                Ο Αβεννήρ όμως, ο υιός του Νηρ, ο αρχιστράτηγος του Σαούλ, παρέλαβε τον Ιεβοσθέέ τον υιόν του Σαούλ, και τον μετέφερε από το στρατόπεδον, όπου είχε γίνει η μάχη Μαναέμ,

Β Βασ. 2,9         καὶ ἐβασίλευσεν αὐτὸν ἐπὶ τὴν Γαλααδῖτιν καὶ ἐπὶ τὸν Θασιρὶ καὶ ἐπὶ τὴν Ἰεζράελ καὶ ἐπὶ τὸν Ἐφραὶμ καὶ ἐπὶ τὸν Βενιαμὶν καὶ ἐπὶ πάντα Ἰσραήλ.

Β Βασ. 2,9                και τον ανεκήρυξε βασιλέα στους Ισραηλίτας της χώρας Γαλαάδ, Θασιρί, Ιεζράελ, Εφραίμ, Βενιαμίν και εις όλους τους άλλους Ισραηλίτας.

Β Βασ. 2,10        τεσσαράκοντα ἐτῶν Ἰεβοσθὲ υἱὸς Σαούλ, ὅτε ἐβασίλευσεν ἐπὶ Ἰσραήλ, καὶ δύο ἔτη ἐβασίλευσε, πλὴν τοῦ οἴκου Ἰούδα, οἳ ἦσαν ὀπίσω Δαυίδ·

Β Βασ. 2,10               Ο Ιεβοσθέ, ο υιός αυτός του Σαούλ, ήτο τεσσαράκοντα ετών, όταν ανεκηρύχθη βασιλεύς επί του Ισραηλιτικού λαού. Δυο μόνον έτη εβασίλευσεν εις τας άλλας περιοχάς, πλην της φυλής του Ιούδα, η οποία είχεν ως βασιλέα της τον Δαυίδ.

Β Βασ. 2,11        καὶ ἐγένοντο αἱ ἡμέραι, ἃς Δαυὶδ ἐβασίλευσεν ἐν Χεβρὼν ἐπὶ τὸν οἶκον Ἰούδα, ἑπτὰ ἔτη καὶ μῆνας ἕξ.

Β Βασ. 2,11               Το χρονικόν διάστημα, κατά το οποίον ο Δαυίδ είχεν εγκατασταθή ως βασιλεύς εις Χεβρών επί της φυλής του Ιούδα, ήτο επτά έτη και εξ μήνες.

 

                                    Πόλεμος μεταξύ Ισραήλ και Ιούδα

Β Βασ. 2,12        Καὶ ἐξῆλθεν Ἀβεννὴρ υἱὸς Νὴρ καὶ οἱ παῖδες Ἰεβοσθὲ υἱοῦ Σαοὺλ ἐκ Μαναὲμ εἰς Γαβαών·

Β Βασ. 2,12               Τοτε ο Αβεννήρ, ο υιός του Νηρ, και οι άνδρες του Ιεβοσθέ, του υιού του Σαούλ, εξεστράτευσαν κατά του Δαυίδ από την Μαναέμ και ήρχοντο προς την Γαβαών.

Β Βασ. 2,13        καὶ Ἰωὰβ υἱὸς Σαρουΐας καὶ οἱ παῖδες Δαυὶδ ἐξήλθοσαν ἐκ Χεβρὼν καὶ συναντῶσιν αὐτοῖς ἐπὶ τὴν κρήνην τὴν Γαβαὼν ἐπὶ τὸ αὐτό, καὶ ἐκάθισαν οὗτοι ἐπὶ τὴ κρήνην ἐντεῦθεν, καὶ οὗτοι ἐπὶ τὴν κρήνην ἐντεῦθεν.

Β Βασ. 2,13               Εκ μέρους δε του Δαυίδ εξεστράτευσαν εναντίον αυτών ο Ιωάβ, ο υιός της Σαρουΐας, και οι άνδρες του Δαυίδ από την Χεβρών. Συνηντήθησάν με τους στρατιώτας του Αβεννήρ εις την κρήνην, πλησίον της Γαβαών, και εστρατοπέδευσαν οι μεν από την μίαν πλευράν της πηγής, οι δε από την άλλην.

Β Βασ. 2,14        καὶ εἶπεν Ἀβεννὴρ πρὸς Ἰωάβ· ἀναστήτωσαν δὴ τὰ παιδάρια καὶ παιξάτωσαν ἐνώπιον ἡμῶν· καὶ εἶπεν Ἰωάβ· ἀναστήτωσαν.

Β Βασ. 2,14               Ο Αβεννήρ είπε προς τον Ιωάβ· “ας σηκωθούν μερικοί νέοι και ας μονομαχήσουν ενώπιον ημών”. Ο Ιωάβ είπεν· “ας ετοιμασθούν, δια να αγωνισθούν”.

Β Βασ. 2,15        καὶ ἀνέστησαν καὶ παρῆλθον ἐν ἀριθμῷ τῶν παίδων Βενιαμὶν δώδεκα τῶν Ἰεβοσθὲ υἱοῦ Σαοὺλ καὶ δώδεκα ἐκ τῶν παίδων Δαυίδ.

Β Βασ. 2,15               Εσηκώθησαν και προσήλθον δια τον αγώνα δώδεκα Βενιαμίται από τους άνδρας του Ιεβοσθέ και δώδεκα από τους άνδρας του Δαυίδ.

Β Βασ. 2,16        καὶ ἐκράτησαν ἕκαστος τῇ χειρὶ τὴν κεφαλὴν τοῦ πλησίον αὐτοῦ, καὶ μάχαιρα αὐτοῦ εἰς πλευρὰν τοῦ πλησίον αὐτοῦ, καὶ πίπτουσι κατὰ τὸ αὐτό· καὶ ἐκλήθη τὸ ὄνομα τοῦ τόπου ἐκείνου Μερὶς τῶν ἐπιβούλων, ἥ ἐστιν ἐν Γαβαών.

Β Βασ. 2,16               Ο καθένας από αυτούς ήρπασε με το ένα χέρι του τον εχθρόν από την κεφαλήν, και με το άλλο χέρι εβύθισε την μάχαιραν εις την πλευράν αυτού, τον οποίον εκρατούσε. Επεσαν δε όλοι επί το αυτό. Ωνομάσθη δε το όνομα του τόπου εκείνου “Μέρος των επιβούλων”. Η τοποθεσία κείται πλησίον της Γαβαών.

Β Βασ. 2,17        καὶ ἐγένετο ὁ πόλεμος σκληρὸς ὥστε λίαν ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ, καὶ ἔπταισεν Ἀβεννὴρ καὶ ἄνδρες Ἰσραὴλ ἐνώπιον παίδων Δαυίδ.

Β Βασ. 2,17               Συνήφθη κατόπιν, κατά την ιδίαν εκείνην ημέραν, σκληρός πόλεμος. Κατά την μάχην αυτήν ενικήθησαν από τους άνδρας του Δαυίδ ο Αβεννήρ και οι άνδρες οι Ισραηλίται.

Β Βασ. 2,18        καὶ ἐγένοντο ἐκεῖ τρεῖς υἱοὶ Σαρουΐας, Ἰωὰβ καὶ Ἀβεσσὰ καὶ Ἀσαήλ, καὶ Ἀσαὴλ κοῦφος τοῖς ποσὶν αὐτοῦ ὡσεὶ μία δορκὰς ἐν ἀγρῷ.

Β Βασ. 2,18               Εις την μάχην αυτήν έλαβον μέρος και οι τρεις υιοί της Σαρουΐας, ο Ιωάβ, ο Αβεσά και ο Ασαήλ. Ο Ασαήλ ήτο ελαφρός και ταχύς στους πόδας, ωσάν ένα ζαρκάδι στους αγρούς.

Β Βασ. 2,19        καὶ κατεδίωξεν Ἀσαὴλ ὀπίσω Ἀβεννὴρ καὶ οὐκ ἐξέκλινε τοῦ πορεύεσθαι εἰς δεξιὰ οὐδὲ εἰς ἀριστερὰ κατόπισθεν Ἀβεννήρ.

Β Βασ. 2,19               Ο Ασαήλ εκυνήγησε τον φεύγοντα Αβεννήρ και δεν εξέκλινεν ούτε εις τα δεξιά ούτε εις τα αριστερά, αλλά είχε τεθή εις καταδίωξιν του Αβεννήρ.

Β Βασ. 2,20        καὶ ἐπέβλεψεν Ἀβεννὴρ εἰς τὰ ὀπίσω αὐτοῦ καὶ εἶπεν· εἰ σὺ εἶ αὐτὸς Ἀσαήλ; καὶ εἶπεν· ἐγώ εἰμι.

Β Βασ. 2,20              Οταν ο Ασαήλ επλησίασε τον Αβεννήρ, αυτός εγύρισε πίσω και του είπε· “συ είσαι ο Ασαήλ ο ίδιος;” Εκείνος απήντησε· “ναι, εγώ είμαι”.

Β Βασ. 2,21        καὶ εἶπεν αὐτῷ Ἀβεννήρ· ἔκλινον σὺ εἰς τὰ δεξιὰ ἢ εἰς τὰ ἀριστερὰ καὶ κάτασχε σεαυτῷ ἓν τῶν παιδαρίων καὶ λαβὲ σεαυτῷ τὴν πανοπλίαν αὐτοῦ· καὶ οὐκ ἠθέλησεν Ἀσαὴλ ἐκκλῖναι ἐκ τῶν ὄπισθεν αὐτοῦ.

Β Βασ. 2,21               Του είπεν ο Αβεννήρ· “στρέψε δεξιά η αριστερά, διάλεξε ένα όποιον θέλεις από τους στρατιώτας, πάρε του την πανοπλίαν ως δείγμα της νίκης σου και γύρισε πίσω”. Αλλά ο Ασαήλ δεν ηθέλησε να εγκαταλείψη την καταδίωξιν του Αβεννήρ.

Β Βασ. 2,22        καὶ προσέθετο ἔτι Ἀβεννὴρ λέγων τῷ Ἀσαήλ· ἀπόστηθι ἀπ᾿ ἐμοῦ, ἵνα μὴ πατάξω σε εἰς τὴν γῆν· καὶ πῶς ἀρῶ τὸ πρόσωπόν μου πρὸς Ἰωάβ;

Β Βασ. 2,22              Ο Αβεννήρ και πάλιν επανέλαβε τα ίδια και είπεν στον Ασαήλ· “φύγε από κοντά μου, δια να μη σε ρίψω νεκρόν κάτω εις την γην. Και πως τότε θα σηκώσω το πρόσωπόν μου να αντικρύσω τον Ιωάβ;

Β Βασ. 2,23        καὶ ποῦ ἐστι ταῦτα; ἐπίστρεφε πρὸς Ἰωὰβ τὸν ἀδελφόν σου. καὶ οὐκ ἐβούλετο τοῦ ἀποστῆναι. καὶ τύπτει αὐτὸν Ἀβεννὴρ ἐν τῷ ὀπίσω τοῦ δόρατος ἐπὶ τὴν ψόαν, καὶ διεξῆλθε τὸ δόρυ ἐκ τῶν ὀπίσω αὐτοῦ, καὶ πίπτει ἐκεῖ καὶ ἀποθνήσκει ὑποκάτω αὐτοῦ. καὶ ἐγένετο πᾶς ὁ ἐρχόμενος ἕως τοῦ τόπου, οὗ ἔπεσεν ἐκεῖ Ἀσαὴλ καὶ ἀπέθανε, καὶ ὑφίστατο.

Β Βασ. 2,23              Που και πως θα εύρω δικαιολογίας; Γυρισε λοιπόν προς τον Ιωάβ τον αδελφόν σου”. Εκείνος δεν ήθελε να απομακρυνθή. Ο Αβεννήρ επετέθη και εκτύπησε τον Ασαήλ εις τα νεφρά με το πίσω μέρος του δόρατός του, ώστε το δόρυ διεπέρασε αυτόν και εξήλθεν από το πίσω μέρος του σώματός του. Ο Ασαήλ, κτυπηθείς, έπέσε κατά γης και απέθανεν εις την θέσιν εκείνην. Οι άλλοι άνδρες του Ιούδα υπό την αρχηγίαν του Ιωάβ, που ήρχοντο κατόπιν, έφθασαν στο μέρος εκείνο, όπου έπεσε και απέθανεν Ο Ασαήλ, και εσταμάτησαν.

Β Βασ. 2,24        καὶ κατεδίωξεν Ἰωὰβ καὶ Ἀβεσσὰ ὀπίσω Ἀβεννήρ· καὶ ὁ ἥλιος ἔδυνε. καὶ αὐτοὶ εἰσῆλθον ἕως τοῦ βουνοῦ Ἀμμάν, ὅ ἐστιν ἐπὶ προσώπου Γαί, ὁδὸν ἔρημον Γαβαών.

Β Βασ. 2,24              Ο Ιωάβ όμως και ο Αβεσά κατεδίωξαν τον Αβεννήρ. Ο ήλιος επλησίαζε να δύση και αυτοί έφθασαν έως στον λύφον Αμμάν, ο οποίος ευρίσκεται απέναντι της Γαι, εις την έρημον της Γαβαών.

Β Βασ. 2,25        καὶ συναθροίζονται οἱ υἱοὶ Βενιαμὶν οἱ ὀπίσω Ἀβεννὴρ καὶ ἐγενήθησαν εἰς συνάντησιν μίαν καὶ ἔστησαν ἐπὶ κεφαλὴν βουνοῦ ἑνός.

Β Βασ. 2,25              Εκεί συνηθροίσθησαν οι της φυλής Βενιαμίν, οι ακολουθούντες τυν Αβεννήρ, και απήρτισαν ένα σώμα, το οποίον και εστρατοπέδευσεν εις την κορυφήν του βουνού.

Β Βασ. 2,26        καὶ ἐκάλεσεν Ἀβεννὴρ Ἰωὰβ καὶ εἶπε· μὴ εἰς νῖκος καταφάγεται ἡ ῥομφαία; ἦ οὐκ οἶδας ὅτι πικρὰ ἔσται εἰς τὰ ἔσχατα; καὶ ἕως πότε οὐ μὴ εἴπῃς τῷ λαῷ ἀποστρέφειν ἀπὸ ὄπισθεν τῶν ἀδελφῶν ἡμῶν;

Β Βασ. 2,26              Από εκεί εφώναξεν ο Αβεννήρ στον Ιωάβ και είπε· “θα αλληλοφαγωθώμεν, λοιπόν, και θα πέσωμεν από τας αδελφικάς ρομφαίας; Δεν γνωρίζεις, πόσον πικρά είναι τα αποτελέσματα του αλληλοφαγώματος; Εως πότε δεν θα είπης στον λαόν σου, να επιστρέψη εις τα οπίσω και να απομακρυνθή από τους αδελφούς μας;”

Β Βασ. 2,27        καὶ εἶπεν Ἰωάβ· ζῇ Κύριος, ὅτι εἰ μὴ ἐλάλησας, διότι τότε ἐκ πρωϊόθεν ἀνέβη ἂν ὁ λαὸς ἕκαστος κατόπισθεν τοῦ ἀδελφοῦ αὐτοῦ.

Β Βασ. 2,27              Είπε τότε ο Ιωάβ· “ζη Κυριος. Εάν δεν είχες ομιλήσει έτσι, μέχρι της πρωΐας ο στρατός μου θα κυνηγούσε ο καθένας τον αδελφόν του”.

Β Βασ. 2,28        καὶ ἐσάλπισεν Ἰωὰβ τῇ σάλπιγγι, καὶ ἀπέστησαν πᾶς ὁ λαὸς καὶ οὐ κατεδίωξαν ὀπίσω τοῦ Ἰσραὴλ καὶ οὐ προσέθεντο ἔτι τοῦ πολεμεῖν.

Β Βασ. 2,28              Ο Ιωάβ εσάλπισε με την σάλπιγγα και ανήγγειλε την παύσιν του πολέμου. Ετσι όλος ο στρατός του Ιωάβ έπαυσε να καταδιώκη τους Ισραηλίτας και εσταμάτησεν ο πόλεμος.

Β Βασ. 2,29        καὶ Ἀβεννὴρ καὶ οἱ ἄνδρες αὐτοῦ ἀπῆλθον εἰς δυσμὰς ὅλην τὴν νύκτα ἐκείνην καὶ διέβαιναν τὸν Ἰορδάνην καὶ ἐπορεύθησαν ὅλην τὴν παρατείνουσαν καὶ ἔρχονται εἰς τὴν παρεμβολήν.

Β Βασ. 2,29              Ο Αβεννήρ και οι άνδρες του έφυγαν προς δυσμάς καθ' όλην την νύκτα εκείνην, διέβησαν τον 'Ιορδανην και επροχώρησαν και ήλθαν στοποθεσίαν πέραν του Ιορδάνου ονομαζομένην “Παρεμβολαί”·

Β Βασ. 2,30        καὶ Ἰωὰβ ἀνέστρεψεν ὄπισθεν ἀπὸ τοῦ Ἀβεννὴρ καὶ συνήθροισε πάντα τὸν λαόν, καὶ ἐπεσκέπησαν τῶν παίδων Δαυίδ ἐννεακαίδεκα ἄνδρες καὶ Ἀσαήλ.

Β Βασ. 2,30              Και ο Ιωάβ επέστρεψεν από την καταδίωξιν του Αβεννήρ, συνήθροισεν όλον τον στρατόν του, έκαμεν αρίθμησιν και ευρέθη ότι λείπουν από τους στρατιώτας του Δαυίδ δέκα εννέα άνδρες και ο Ασαήλ.

Β Βασ. 2,31        καὶ οἱ παῖδες Δαυὶδ ἐπάταξαν τῶν υἱῶν Βενιαμὶν τῶν ἀνδρῶν Ἀβεννὴρ τριακοσίους ἑξήκοντα ἄνδρας παρ᾿ αὐτοῦ.

Β Βασ. 2,31               Οι στρατιώται όμως του Δαυίδ εκτύπησαν και εφόνευσαν από τους της φυλής Βενιαμίν, από τους άνδρας αυτούς οι οποίοι ήσαν υπό τας διαταγάς του Αβεννήρ, τριακοσίους εξήντα.

Β Βασ. 2,32        καὶ αἴρουσι τὸν Ἀσαὴλ καὶ θάπτουσιν αὐτὸν ἐν τῷ τάφῳ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ ἐν Βηθλεέμ. καὶ ἐπορεύθη Ἰωὰβ καὶ οἱ ἄνδρες οἱ μετ᾿ αὐτοῦ ὅλην τὴν νύκτα, καὶ διέφαυσεν αὐτοῖς ἐν Χεβρών.

Β Βασ. 2,32              Εσήκωσαν τον νεκρόν του Ασαήλ και έθαψαν αυτόν στον τάφον του πατρός του, εις την Βηθλεέμ. Ο Ιωάβ και οι άνδρες αυτού εβάδισαν όλην την νύκτα και κατά τα εξημερώματα έφθασαν εις την Χεβρών.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3- ΟΙ ΓΙΟΙ ΤΟΥ ΔΑΒΙΔ  

ΡΗΞΗ ΜΕΤΑΞΥ ΑΒΕΝΝΗΡ ΚΑΙ ΙΕΒΟΣΘΕ - Η ΔΟΛΟΦΟΝΙΑ ΤΟΥ ΑΒΕΝΝΗΡ

                                    Οι γιοί του Δαβίδ

Β Βασ. 3,1         Καὶ ἐγένετο ὁ πόλεμος ἐπὶ πολὺ ἀνὰ μέσον τοῦ οἴκου Σαοὺλ καὶ ἀνὰ μέσον τοῦ οἴκου Δαυίδ· καὶ ὁ οἶκος Δαυὶδ ἐπορεύετο καὶ ἐκραταιοῦτο, καὶ ὁ οἶκος Σαοὺλ ἐπορεύετο καὶ ἠσθένει.

Β Βασ. 3,1                 Επί πολύν χρόνον εγινετο πόλεμος μεταξύ των της οικογενείας του Σαούλ και των ανθρώπων του Δαυίδ. Κατά τον πόλεμον αυτόν οι άνθρωποι του Δαυίδ προώδευαν συνεχώς και ενισχύοντο, ενώ αντιθέτως οι απόγονοι του Σαούλ εξασθενούσαν ολίγον κατ' ολίγον.

Β Βασ. 3,2         Καὶ ἐτέχθησαν τῷ Δαυὶδ υἱοὶ ἐν Χεβρών, καὶ ἦν ὁ πρωτότοκος αὐτοῦ Ἀμνὼν τῆς Ἀχινόομ τῆς Ἰεζραηλίτιδος,

Β Βασ. 3,2                 Ο Δαυίδ απέκτησεν εις την Χεβρών τους εξής υιούς· Πρωτότοκος αυτού ήτο ο Αμνών, ο οποίος εγεννήθη από την Αχινόομ, την Ιεζραηλίτιδα.

Β Βασ. 3,3         καὶ ὁ δεύτερος αὐτοῦ Δαλουΐα τῆς Ἀβιγαίας τῆς Καρμηλίας, καὶ ὁ τρίτος Ἀβεσσαλὼμ υἱὸς Μααχὰ θυγατρὸς Θολμὶ βασιλέως Γεσίρ,

Β Βασ. 3,3                 Δεύτερος αυτού υιός ήτο ο Δαλουΐα, ο γεννηθείς από την Αβιγαίαν την καταγομένην από την πόλιν Καρμηλον. Τρίτος ήτο ο Αβεσσαλώμ, ο υιός της συζύγου του Μααχά, η οποία ήτο θυγάτηρ του Θολμί του Βασιλέως Γεσίρ.

Β Βασ. 3,4         καὶ ὁ τέταρτος Ὀρνία υἱὸς Φεγγίθ, καὶ ὁ πέμπτος Σαβατία τῆς Ἀβιτάλ,

Β Βασ. 3,4                 Τέταρτος υιός του ήτο ο Ορνία, ο οποίος εγεννήθη από την Φεγγίθ. Πέμπτος υιός του ήτο ο Σαβατία εκ της Αβιτάλ.

Β Βασ. 3,5         καὶ ὁ ἕκτος Ἰεθεραὰμ τῆς Αἰγλὰ γυναικὸς Δαυίδ· οὗτοι ἐτέχθησαν τῷ Δαυὶδ ἐν Χεβρών.

Β Βασ. 3,5                 Εκτος υιός του ήτο ο Ιεθεραάμ εκ της Αιγλά συζύγου του Δαυίδ. Αυτοί εγεννήθησαν, όταν ο Δαυίδ ευρίσκετο εις την Χεβρών.

 

                                    Ρήξη μεταξύ Αβεννήρ και Ιεβοσθέ

Β Βασ. 3,6         Καὶ ἐγένετο ἐν τῷ εἶναι τὸν πόλεμον ἀνὰ μέσον τοῦ οἴκου Σαοὺλ καὶ ἀνὰ μέσον τοῦ οἴκου Δαυίδ, καὶ Ἀβεννὴρ ἦν κρατῶν τοῦ οἴκου Σαούλ.

Β Βασ. 3,6                 Κατά τον χρόνον κατά τον οποίον επικρατούσε ο πόλεμος μεταξύ των ανθρώπων του Σαούλ και των ανθρώπων του Δαυίδ, ο Αβεννήρ ήτο κυρίαρχος στον οίκον του Σαούλ.

Β Βασ. 3,7         καὶ τῷ Σαοὺλ παλλακὴ Ῥεσφὰ θυγάτηρ Ἰάλ· καὶ εἶπεν Ἰεβοσθὲ υἱὸς Σαοὺλ πρὸς Ἀβεννήρ· τί ὅτι εἰσῆλθες πρὸς τὴν παλλακὴν τοῦ πατρός μου;

Β Βασ. 3,7                 Εις τον Σαούλ ανήκεν άλλοτε μία παλλακή σύζυγος δευτέρας σειράς, ονόματι Ρεσφά θυγάτηρ του Ιάλ. Ο Ιεβοσθέ, ο υιός του Σαούλ, είπε προς τον Αβεννήρ· “διατί ήλθες εις συνάφειαν με την παλλακήν του πατρός μου;”

Β Βασ. 3,8         καὶ ἐθυμώθη σφόδρα Ἀβεννὴρ περὶ τοῦ λόγου τούτου τῷ Ἰεβοσθέ, καὶ εἶπεν Ἀβεννὴρ πρὸς αὐτόν· μὴ κεφαλὴ κυνὸς ἐγώ εἰμι; ἐποίησα σήμερον ἔλεος μετὰ τοῦ οἴκου Σαοὺλ τοῦ πατρός σου καὶ περὶ ἀδελφῶν καὶ περὶ γνωρίμων καὶ οὐκ ηὐτομόλησα εἰς τὸν οἶκον Δαυίδ· καὶ ἐπιζητεῖς ἐπ᾿ ἐμὲ σὺ ὑπὲρ ἀδικίας γυναικὸς σήμερον;

Β Βασ. 3,8                 Ο Αβεννήρ εθύμωσε πάρα πολύ δια τον έλεγχον αυτόν του Ιεβοσθέ και είπε προς αυτόν· “μήπως ενόμισες, ότι εγώ είμαι κεφάλι σκυλιού και μου ομιλείς κατ' αυτόν τον τρόπον; Γνωρίζεις ότι εγώ εφάνηκα συγκαταβατικός και καλός στον οίκον του Σαούλ, του πατρός σου, στους συγγενείς σου και στους γνωρίμους σου, και δεν ηυτομόλησα προς τον οίκον του Δαυίδ. Και συ τολμάς σήμερον να με κατηγορής δια παρανομίαν εις βάρος κάποιας γυναικός;

Β Βασ. 3,9         τάδε ποιήσαι ὁ Θεὸς τῷ Ἀβεννὴρ καὶ τάδε προσθείη αὐτῷ, ὅτι καθὼς ὤμοσε Κύριος τῷ Δαυίδ, ὅτι οὕτως ποιήσω αὐτῷ ἐν τῇ ἡμέρᾳ ταύτῃ

Β Βασ. 3,9                 Ας με τιμωρήση ο Θεός με πολλάς τιμωρίας, αν δεν πράξω δια τον Δαυίδ κατά την σημερινήν ημέραν ο,τι ενόρκως υπεσχέθη προς αυτόν ο Θεός.

Β Βασ. 3,10        περιελεῖν τὴν βασιλείαν ἀπὸ τοῦ οἴκου Σαούλ, καὶ τοῦ ἀναστῆσαι τὸν θρόνον Δαυὶδ ἐπὶ Ἰσραὴλ καὶ ἐπὶ τὸν Ἰούδαν ἀπὸ Δὰν ἕως Βηρσαβεέ.

Β Βασ. 3,10               Ο Θεός υπεσχέθη, ότι θα αφαιρεθή η βασιλεία από τον οίκον του Σαούλ και θα στερεωθή ο βασιλικός θρόνος δια τον Δαυίδ εις όλον τον ισραηλιτικόν λαόν και επί της φυλής Ιούδα, από την βορειοτέραν πόλιν την Δαν και μέχρι της νοτιωτέρας πόλεως, της Βηρσαβεέ”.

Β Βασ. 3,11        καὶ οὐκ ἠδυνάσθη ἔτι Ἰεβοσθὲ ἀποκριθῆναι τῷ Ἀβεννὴρ ῥῆμα ἀπὸ τοῦ φοβεῖσθαι αὐτόν.

Β Βασ. 3,11                Ο Ιεβοσθέ δεν ημπόρεσε καθόλου να απαντήση στον Αβεννήρ, διότι τον εφοβείτο.

 

                                    Συμμαχία Δαβίδ και Αβεννήρ

Β Βασ. 3,12        Καὶ ἀπέστειλεν Ἀβεννὴρ ἀγγέλους πρὸς Δαυὶδ εἰς Θαιλὰμ οὗ ἦν, παραχρῆμα λέγων· διάθου διαθήκην σου μετ᾿ ἐμοῦ, καὶ ἰδοὺ ἡ χεὶρ μου μετὰ σοῦ ἐπιστρέψαι πρὸς σὲ πάντα τὸν οἶκον Ἰσραήλ.

Β Βασ. 3,12               Ο Αβεννήρ έστειλεν αμέσως αγγελιοφόρους προς τον Δαυίδ, ο οποίος ευρίσκετο τότε εις Θαιλάμ, και του είπε· “κάμε συμφωνίαν μαζή μου και ιδού, θα ενεργήσω εγώ έτσι, ώστε να στρέψω όλον τον ισρσηλιτικόν λαόν με το μέρος σου”.

Β Βασ. 3,13        καὶ εἶπε Δαυίδ· καλῶς ἐγὼ διαθήσομαι πρὸς σὲ διαθήκην, πλὴν λόγον ἕνα ἐγὼ αἰτοῦμαι παρὰ σοῦ λέγων· οὐκ ὄψει τὸ πρόσωπόν μου, ἐὰν μὴ ἀγάγῃς τὴν Μελχὸλ θυγατέρα Σαοὺλ παραγινομένου σου ἰδεῖν τὸ πρόσωπόν μου.

Β Βασ. 3,13               Ο Δαυίδ απήντησεν· “έχει καλώς. Εγώ κλείω με σε συμφωνίαν, αλλά υπό ένα όρον. Ιδού τι ζητώ από σένα· Δεν θα παρουσιασθής ενώπιόν μου, εάν δεν μου φέρης την Μελχόλ, την θυγατέρα του Σαούλ, την σύζυγόν μου, όταν θα έλθης να με συναντήσης”.

Β Βασ. 3,14        καὶ ἐξαπέστειλε Δαυὶδ πρὸς Ἰεβοσθὲ υἱὸν Σαοὺλ ἀγγέλους λέγων· ἀπόδος μοι τὴν γυναῖκά μου τὴν Μελχόλ, ἣν ἔλαβον ἐν ἑκατὸν ἀκροβυστίαις ἀλλοφύλων.

Β Βασ. 3,14               Ο Δαυίδ έστειλεν αγγελιοφόρους και προς τον Ιεβοσθέ, τον υιόν του Σαούλ, και του είπε· “δος μου πίσω την γυναίκα μου την Μελχόλ, την οποίαν εγώ επήρα ως σύζυγόν μου, αφού έφερα στον πατέρα σου τον Σαούλ τας ακροβυστίας εκατόν αλλοφύλων”.

Β Βασ. 3,15        καὶ ἀπέστειλεν Ἰεβοσθὲ καὶ ἔλαβεν αὐτὴν παρὰ τοῦ ἀνδρὸς αὐτῆς, παρὰ Φαλτιὴλ υἱοῦ Σελλῆς.

Β Βασ. 3,15               Ο Ιεβοσθέ έστειλεν άνθρωπον και επήρε την Μελχόλ από τον άνδρα αυτής, τον Φαλτιήλ υιόν του Σελλής.

Β Βασ. 3,16        καὶ ἐπορεύετο ὁ ἀνὴρ αὐτῆς μετ᾿ αὐτῆς κλαίων ὀπίσω αὐτῆς ἕως Βαρακίμ· καὶ εἶπε πρὸς αὐτὸν Ἀβεννήρ· πορεύου, ἀνάστρεφε· καὶ ἀνέστρεψε.

Β Βασ. 3,16               Ο σύζυγός της αυτός την ακολουθούσε κλαίων έως την Βαρακίμ. Είπεν όμως προς αυτόν ο Αβεννήρ· “γύρισε πίσω, επίστρεψε στον τόπον σου”. Και εκείνος επέστρεψεν.

Β Βασ. 3,17        καὶ εἶπεν Ἀβεννὴρ πρὸς τοὺς πρεσβυτέρους Ἰσραὴλ λέγων· χθὲς καὶ τρίτην ἐζητεῖτε τὸν Δαυὶδ βασιλεύειν ἐφ᾿ ὑμῶν·

Β Βασ. 3,17               Ο Αβεννήρ ειπέ προς τους άρχοντας του Ισραήλ τα εξής· “προ καιρού, σεις οι ίδιοι εζητούσατε τον Δαυίδ ως βασιλέα σας.

Β Βασ. 3,18        καὶ νῦν ποιήσατε, ὅτι Κύριος ἐλάλησε περὶ Δαυὶδ λέγων· ἐν χειρὶ τοῦ δούλου μου Δαυὶδ σώσω τὸν Ἰσραὴλ ἐκ χειρὸς ἀλλοφύλων καὶ ἐκ χειρὸς πάντων τῶν ἐχθρῶν αὐτῶν.

Β Βασ. 3,18               Τωρα, λοιπόν, πράξατε τούτο, διότι ο Κυριος ωμίλησε περί του Δαυίδ λέγων· Δια του Δαυίδ εγώ θα σώσω τους Ισραηλίτας από τας χείρας των αλλοφύλων και από τα χέρια όλων των εχθρών των”.

Β Βασ. 3,19        καὶ ἐλάλησεν Ἀβεννὴρ ἐν τοῖς ὠσὶ Βενιαμίν. καὶ ἐπορεύθη Ἀβεννὴρ τοῦ λαλῆσαι εἰς τὰ ὦτα τοῦ Δαυὶδ εἰς Χεβρὼν πάντα, ὅσα ἤρεσεν ἐν ὀφθαλμοῖς Ἰσραὴλ καὶ ἐν ὀφθαλμοῖς οἴκου Βενιαμίν.

Β Βασ. 3,19               Ο Αβεννήρ ωμίλησεν επίσης καλά υπέρ του Δαυίδ και στους Βενιαμίτας. Κατόπιν δε μετέβη εις Χεβρών, δια να συνομιλήση με τον ίδιον τον Δαυίδ περί όλων αυτών, όσα εφάνησαν αρεστά, στον ισραηλιτικόν λαόν και εις αυτούς ειδικώς τους άνδρας της φυλής του Βενιαμίν.

Β Βασ. 3,20        Καὶ ἦλθεν Ἀβεννὴρ πρὸς Δαυὶδ εἰς Χεβρὼν καὶ μετ᾿ αὐτοῦ εἴκοσιν ἄνδρες. καὶ ἐποίησε Δαυὶδ τῷ Ἀβεννὴρ καὶ τοῖς ἀνδράσι τοῖς μετ᾿ αὐτοῦ πότον.

Β Βασ. 3,20              Ο Αβεννήρ και άλλοι είκοσι άνδρες μαζή του, ήλθον προς τον Δαυίδ εις την Χεβρών. Ο Δαυίδ παρέθεσεν στον Αβεννήρ και στους άνδρας του συμπόσιον.

Β Βασ. 3,21        καὶ εἶπεν Ἀβεννὴρ πρὸς Δαυίδ· ἀναστήσομαι δὴ καὶ πορεύσομαι καὶ συναθροίσω πρὸς κύριόν μου τὸν βασιλέα πάντα Ἰσραὴλ καὶ διαθήσομαι μετ᾿ αὐτοῦ διαθήκην, καὶ βασιλεύσεις ἐπὶ πᾶσιν, οἷς ἐπιθυμεῖ ἡ ψυχή σου. καὶ ἀπέστειλε Δαυὶδ τὸν Ἀβεννήρ, καὶ ἐπορεύθη ἐν εἰρήνῃ.

Β Βασ. 3,21               Είπε τότε ο Αβεννήρ προς τον Δαυίδ· “θα σηκωθώ λοιπόν και θα μεταβώ να συναθροίσω όλον τον ισραηλιτικόν λαόν δια σέ, τον κύριόν μου και βασιλέα. Θα κάμω με αυτούς συμφωνίαν και συ θα γίνης βασιλεύς επί όλων, όπως ακριβώς επιθυμεί η καρδία σου”. Ο Δαυίδ έστειλε τον Αβεννήρ, ο οποίος και επορεύθη ειρηνικώς δια την αποστολήν του.

 

                                    Ο Ιωάβ σκοτώνει τον Αβεννήρ

Β Βασ. 3,22        καὶ ἰδοὺ οἱ παῖδες Δαυὶδ καὶ Ἰωὰβ παρεγένοντο ἐκ τῆς ἐξοδίας, καὶ σκῦλα πολλὰ ἔφερον μεθ᾿ ἑαυτῶν· καὶ Ἀβεννὴρ οὐκ ἦν μετὰ Δαυὶδ εἰς Χεβρών, ὅτι ἀπεστάλκει αὐτὸν καὶ ἀπεληλύθει ἐν εἰρήνῃ.

Β Βασ. 3,22              Και ιδού, αμέσως μετά την αναχώρησιν του Αβεννήρ, έφθασαν εις Χεβρών οι άνδρες του Δαυίδ και ο αρχιστράτηγος Ιωάβ, επιστρέφοντες από κάποιαν εκστρατείαν και φέροντες μαζή των πολλά λάφυρα. Ο δε Αβεννήρ δεν ευρίσκετο πλέον μαζή με τον Δαυίδ εις την Χεβρών, διότι είχεν αποσταλή από τον Δαυίδ και είχεν απέλθει ειρηνικώς, δια να εκτελέση την ανατεθείσαν εις αυτόν αποστολήν.

Β Βασ. 3,23        καὶ Ἰωὰβ καὶ πᾶσα ἡ στρατιὰ αὐτοῦ ἤλθοσαν, καὶ ἀπηγγέλη τῷ Ἰωὰβ λέγοντες· ἥκει Ἀβεννὴρ υἱὸς Νὴρ πρὸς Δαυίδ, καὶ ἀπέσταλκεν αὐτὸν καὶ ἀπῆλθεν ἐν εἰρήνῃ.

Β Βασ. 3,23              Ο δε Ιωάβ και όλος ο στρατός του ήλθον εις την Χεβρών. Εγνωστοποιήθη τότε εκεί προς τον Ιωάβ το γεγονός από ανθρώπους, οι οποίοι του είπαν· “ήλθεν ο υιός του Νηρ, ο Αβεννήρ, προς τον Δαυίδ. Ο Δαυίδ τον απέστειλε προς κάποιαν αποστολήν και εκείνος έφυγεν ειρηνικώς”.

Β Βασ. 3,24        καὶ εἰσῆλθεν Ἰωὰβ πρὸς τὸν βασιλέα καὶ εἶπε· τί τοῦτο ἐποίησας; ἰδοὺ ἦλθεν Ἀβεννὴρ πρὸς σέ, καὶ ἱνατί ἐξαπέσταλκας αὐτὸν καὶ ἀπελήλυθεν ἐν εἰρήνῃ;

Β Βασ. 3,24              Ο Ιωάβ εισήλθε προς τον βασιλέα και είπε· “τι είναι αυτό, το οποίον έκαμες; Ηλθεν ο Αβεννήρ εις σέ, και διατί τον αφήκες να αναχωρήση και απήλθεν εν ειρήνη;

Β Βασ. 3,25        ἦ οὐκ οἶδας τὴν κακίαν Ἀβεννὴρ υἱοῦ Νήρ, ὅτι ἀπατῆσαί σε παρεγένετο καὶ γνῶναι τὴν ἔξοδόν σου καὶ τὴν εἴσοδόν σου καὶ γνῶναι ἅπαντα, ὅσα σὺ ποιεῖς;

Β Βασ. 3,25              Η δεν γνωρίζεις την κακίαν του Αβεννήρ, του υιού του Νηρ, ότι ήλθε με τον σκοπόν να σε εξαπατήση, να γνωρίση τα κατατόπια σου και γενικώς να μάθη όλα, όσα συ κάμνεις;”

Β Βασ. 3,26        καὶ ἀνέστρεψεν Ἰωὰβ ἀπὸ τοῦ Δαυὶδ καὶ ἀπέστειλεν ἀγγέλους πρὸς Ἀβεννὴρ ὀπίσω, καὶ ἐπιστρέφουσιν αὐτὸν ἀπὸ τοῦ φρέατος τοῦ Σεειράμ· καὶ Δαυὶδ οὐκ ᾔδει.

Β Βασ. 3,26              Ο Ιωάβ ανεχώρησεν από τον Δαυίδ και έστειλεν αγγελιαφόρους προς τον Αβεννήρ, οι οποίοι και τον επέστρεψαν από το φρέαρ Σεειράμ, όπου αυτός είχε φθάσει. Ο Δαυίδ δεν είχεν ιδέαν περί αυτών.

Β Βασ. 3,27        καὶ ἐπέστρεψε τὸν Ἀβεννὴρ εἰς Χεβρών, καὶ ἐξέκλινεν αὐτὸν Ἰωὰβ ἐκ πλαγίων τῆς πύλης λαλῆσαι πρὸς αὐτὸν ἐνεδρεύων καὶ ἐπάταξεν αὐτὸν ἐκεῖ εἰς τὴν ψόαν, καὶ ἀπέθανεν ἐν τῷ αἵματι Ἀσαὴλ τοῦ ἀδελφοῦ Ἰωάβ.

Β Βασ. 3,27              Ο Αβεννήρ επέστρεψεν εις την Χεβρών και ο Ιωάβ τον επήρε κατά μέρος στο εσωτερικόν της πύλης της πόλεως, διότι δήθεν ήθελε να συνομιλήση με αυτόν. Εκεί τον εκτύπησε δολίως εις τα νεφρά, εις την κοιλίαν. Ο Αβεννήρ εφονεύθη και έτσι εχύθη το αίμα του αντί του φονευθέντος Ασαήλ, αδελφού του Ιωάβ.

Β Βασ. 3,28        Καὶ ἤκουσε Δαυὶδ μετὰ ταῦτα καὶ εἶπεν· ἀθῶός εἰμι ἐγὼ καὶ ἡ βασιλεία μου ἀπὸ Κυρίου καὶ ἕως αἰῶνος ἀπὸ τῶν αἱμάτων Ἀβεννὴρ υἱοῦ Νήρ·

Β Βασ. 3,28              Επληροφορήθη κατόπιν ο Δαυίδ τα φοβερά αυτά γεγονότα και είπεν· “είμαι δια παντός αθώος ενώπιον του Κυρίου εγώ και η βασιλεία μου δια το αδικοχυμένον αίμα του Αβεννήρ, του υιού του Νηρ.

Β Βασ. 3,29        καταντησάτωσαν ἐπὶ κεφαλὴν Ἰωὰβ καὶ ἐπὶ πάντα τὸν οἶκον τοῦ πατρὸς αὐτοῦ, καὶ μὴ ἐκλείποι ἐκ τοῦ οἴκου Ἰωὰβ γονοῤῥυὴς καὶ λεπρὸς καὶ κρατῶν σκυτάλης καὶ πίπτων ἐν ῥομφαίᾳ καὶ ἐλασσούμενος ἄρτοις.

Β Βασ. 3,29              Το αίμα του Αβεννήρ ας πέση εις την κεφαλήν του Ιωάβ και εις όλην την πατρικήν του οικογένειαν. Είθε να μη εκλείψη από την οικογένειαν του Ιωάβ γονορρυής και λεπρός και άνθρωπος χωλός και τυφλός κρατών ράβδον εις τα χέρια, δια να στηρίζεται, θανατούμενος από την ρομφαίαν των εχθρών και στερούμενος και από αυτό ακόμη το ψωμί του” !

Β Βασ. 3,30        Ἰωὰβ δὲ καὶ Ἀβεσσὰ ὁ ἀδελφὸς αὐτοῦ διαπαρετηροῦντο τὸν Ἀβεννὴρ ἀνθ᾿ ὧν ἐθανάτωσε τὸν Ἀσαὴλ τὸν ἀδελφὸν αὐτῶν ἐν Γαβαών, ἐν τῷ πολέμῳ.

Β Βασ. 3,30              Ο Ιωάβ και ο Αβεσσά, ο αδελφός αυτού, εκαιροφυλακτούσαν από καιρόν να θανατώσουν τον Αβεννήρ, διότι αυτός είχε φονεύσει τον Ασαήλ, τον αδελφόν των, εις την Γαβαών κατά την περίοδον του πολέμου.

 

                                    Η ταφή του Αβεννήρ

Β Βασ. 3,31        καὶ εἶπε Δαυὶδ πρὸς Ἰωὰβ καὶ πρὸς πάντα τὸν λαὸν τὸν μετ᾿ αὐτοῦ· διαῤῥήξατε τὰ ἱμάτια ὑμῶν καὶ περιζώσασθε σάκκους καὶ κόπτεσθε ἔμπροσθεν Ἀβεννήρ· καὶ ὁ βασιλεὺς Δαυὶδ ἐπορεύετο ὀπίσω τῆς κλίνης.

Β Βασ. 3,31               Είπε δε ο Δαυίδ προς τον Ιωάβ και προς όλους εκείνους, που ήσαν μαζή του· “σχίσατε τα ενδύματά σας, φορέσατε σάκκους, κλαύσατε με κοπετούς και θρήνους δια τον θάνατον του Αβεννήρ”. Ο ίδιος δε ο βασιλεύς Δαυίδ ακολουθούσε πενθών το νεκρικόν φέρετρον.

Β Βασ. 3,32        καὶ θάπτουσι τὸν Ἀβεννὴρ ἐν Χεβρών· καὶ ᾖρεν ὁ βασιλεὺς τὴν φωνὴν αὐτοῦ καὶ ἔκλαυσεν ἐπὶ τοῦ τάφου αὐτοῦ, καὶ ἔκλαυσε πᾶς ὁ λαὸς ἐπὶ Ἀβεννήρ.

Β Βασ. 3,32              Εθαψαν τον Αβεννήρ εις την Χεβρών. Ο δε βασιλεύς Δαυίδ κατά τον ενταφιασμόν του Αβεννήρ ύψωσε φωνήν μεγάλην και έκλαυσε. Μαζή δέ με τον Δαυίδ έκλαυσε και όλος ο στρατός δια τον θάνατον του Αβεννήρ.

Β Βασ. 3,33        καὶ ἐθρήνησεν ὁ βασιλεὺς ἐπὶ Ἀβεννὴρ καὶ εἶπεν· εἰ κατὰ τὸν θάνατον Νάβαλ ἀποθανεῖται Ἀβεννήρ;

Β Βασ. 3,33               Ο βασιλεύς Δαυίδ έψαλε τότε και ένα θρηνώδες άσμα δια τον Αβεννήρ και είπεν· “έπρεπε λοιπόν, να αποθάνη ο Αβεννήρ, όπως απέθανεν ο χυδαίος και κακός Ναβαλ;

Β Βασ. 3,34        αἱ χεῖρές σου οὐκ ἐδέθησαν, οἱ πόδες σου οὐκ ἐν πέδαις· οὐ προσήγαγεν ὡς Νάβαλ, ἐνώπιον υἱῶν ἀδικίας ἔπεσας. καὶ συνήχθη πᾶς ὁ λαὸς τοῦ κλαῦσαι αὐτόν.

Β Βασ. 3,34              Δεν εδέθησαν τα χέρια σου, και δεν επεράσθησαν τα πόδια σου εις σιδερένια δεσμά ως εις ηττημένον κατά τον πόλεμον. Δεν απέθανες κεραυνόπληκτος, όπως ο Ναβαλ. Επεσες δολοφονηθείς από υιούς της παρανομίας”. Συνήχθη όλος ο λαός δια να κλαύση αυτόν.

Β Βασ. 3,35        καὶ ἦλθε πᾶς ὁ λαὸς περιδειπνῆσαι τὸν Δαυὶδ ἄρτοις ἔτι οὔσης ἡμέρας, καὶ ὤμοσε Δαυὶδ λέγων· τάδε ποιήσαι μοι ὁ Θεὸς καὶ τάδε προσθείη, ὅτι ἐὰν μὴ δύῃ ὁ ἥλιος, οὐ μὴ γεύσωμαι ἄρτου ἢ ἀπὸ παντός τινος.

Β Βασ. 3,35               Ολος σχεδόν ο στρατός του Δαυίδ ήλθε προς αυτόν και τον παρακαλούσε να φάγη άρτον, καθ' ον χρόνον διαρκούσεν η ημέρα, διότι ο Δαυίδ δια την δολοφονίαν του Αβεννήρ ωρκίσθη και είπεν· “ας με τιμωρήση ο Θεός, εάν φάγω άρτον η κάτι άλλο, πριν δύση ο ήλιος”.

Β Βασ. 3,36        καὶ ἔγνω πᾶς ὁ λαός, καὶ ἤρεσεν ἐνώπιον αὐτῶν πάντα, ὅσα ἐποίησεν ὁ βασιλεὺς ἐνώπιον τοῦ λαοῦ.

Β Βασ. 3,36              Εμαθεν αυτό όλος ο λαός· ήρεσαν δε στον λαόν όλα, όσα έκαμεν ο βασιλεύς ενώπιον του λαού.

Β Βασ. 3,37        καὶ ἔγνω πᾶς ὁ λαὸς καὶ πᾶς Ἰσραὴλ ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ, ὅτι οὐκ ἐγένετο παρὰ τοῦ βασιλέως θανατῶσαι τὸν Ἀβεννὴρ υἱὸν Νήρ.

Β Βασ. 3,37               Από όλα αυτά αντελήφθη όλος ο λαός και επείσθη κατά την ημέραν εκείνην, ότι όσα έγιναν δια τον θάνατον του Αβεννήρ, του υιού του Νηρ, δεν ήτο καθόλου υπεύθυνος ο βασιλεύς Δαυίδ.

Β Βασ. 3,38        καὶ εἶπεν ὁ βασιλεὺς πρὸς τοὺς παῖδας αὐτοῦ· οὐκ οἴδατε ὅτι ἡγούμενος μέγας πέπτωκεν ἐν τῇ ἡμέρᾳ ταύτῃ ἐν τῷ Ἰσραήλ;

Β Βασ. 3,38              Είπε δε ο βασιλεύς προς τους άνδρας του δια την απώλειαν του Αβεννήρ· “δεν γνωρίζετε ότι κατά την ημέραν αυτήν ένας μεγάλος άρχων του Ισραηλιτικού λαού εφονεύθη;”

Β Βασ. 3,39        καὶ ὅτι ἐγώ εἰμι συγγενὴς σήμερον καὶ καθεσταμένος ὑπὸ βασιλέως; οἱ δὲ ἄνδρες οὗτοι υἱοὶ Σαρουΐας σκληρότεροί μού εἰσιν· ἀποδῷ Κύριος τῷ ποιοῦντι τὰ πονηρὰ κατὰ τὴν κακίαν αὐτοῦ.

Β Βασ. 3,39              Θέλων δε να προλάβη κάθε κατηγορίαν, επειδή δεν ετιμώρησε τον Ιωάβ, είπε· “πως να φονεύσω αυτόν, αφού είναι, συγγενής μου, ο δε θρόνος μου προ ολίγου μόλις έχει αποκατασταθή; Εκτός δε τούτου οι αδελφοί αυτοί, Ιωάβ και Ιεσσά, οι υιοί της αδελφής μου της Σαρουΐας, είναι ισχυρότεροί μου σήμερα. Είθε εις καθένα, ο οποίος διαπράττει εγκλήματα, να αποδώση ο Κυριος την πρέπουσαν τιμωρίαν, ανάλογον προς την διαπραττομένην κακήν πράξιν”.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4- Η ΔΟΛΟΦΟΝΙΑ ΤΟΥ ΙΕΒΟΣΘΕ

                                    Η δολοφονία του Ιεβοσθέ

Β Βασ. 4,1         Καὶ ἤκουσεν Ἰεβοσθὲ υἱὸς Σαοὺλ ὅτι τέθνηκεν Ἀβεννὴρ υἱὸς Νὴρ ἐν Χεβρών, καὶ ἐξελύθησαν αἱ χεῖρες αὐτοῦ, καὶ πάντες οἱ ἄνδρες Ἰσραὴλ παρείθησαν.

Β Βασ. 4,1                 Ο Ιεβοσθέ, ο υιός του Σαούλ, επληροφορήθη, ότι εφονεύθη ο Αβεννήρ, ο υιός του Νηρ, εις την Χεβρών και παρέλυσαν τα χέρια του από τον φόβον. Ολοι δε οι Ισροηλίται κατελήφθησαν από φόβον μεγάλον.

Β Βασ. 4,2         καὶ δύο ἄνδρες ἡγούμενοι συστρεμμάτων τῷ Ἰεβοσθὲ υἱῷ Σαούλ, ὄνομα τῷ ἑνὶ Βαανὰ καὶ ὄνομα τῷ δευτέρῳ Ῥηχάβ, υἱοὶ Ῥεμμὼν τοῦ Βηρωθαίου ἐκ τῶν υἱῶν Βενιαμίν· ὅτι Βηρὼθ ἐλογίζετο τοῖς υἱοῖς Βενιαμίν,

Β Βασ. 4,2                Υπήρχον δύο άνδρες, αρχηγοί στρατιωτικών τμημάτων, που ανήκαν στον Ιεβοσθέ, τον υιόν του Σαούλ, εκ των οποίων ο ένας ωνομάζετο Βαανά και ο δεύτερος ωνομάζετο Ρηχάβ. Ησαν δε παιδιά του Ρεμμών του Βηρωθαίου, ο οποίος ανήκεν εις την φυλήν του Βενιαμίν. Διότι η Βηρώθ περιελαμβάνετο εις την φυλήν του Βενιαμίν.

Β Βασ. 4,3         καὶ ἀπέδρασαν οἱ Βηθωραῖοι εἰς Γεθθαὶμ καὶ ἦσαν ἐκεῖ παροικοῦντες ἕως τῆς ἡμέρας ταύτης.

Β Βασ. 4,3                 Οι δύο αυτοί Βηρωθαίοι απέδρασαν και κατέφυγαν εις Γεθθαίμ, όπου και έμειναν ως παρεπιδημούντες μέχρι της ημέρας εκείνης, κατά την οποίαν είχε διαπραχθή η δολοφονία του Αβεννήρ.

Β Βασ. 4,4         καὶ τῷ Ἰωνάθαν υἱῷ Σαοὺλ υἱὸς πεπληγὼς τοὺς πόδας· υἱὸς ἐτῶν πέντε οὗτος ἐν τῷ ἐλθεῖν τὴν ἀγγελίαν Σαοὺλ καὶ Ἰωνάθαν τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ ἐξ Ἰεζραήλ, καὶ ᾖρεν αὐτὸν ἡ τιθηνὸς αὐτοῦ καὶ ἔφυγε, καὶ ἐγένετο ἐν τῷ σπεύδειν αὐτὸν καὶ ἀναχωρεῖν, καὶ ἔπεσε καὶ ἐχωλάνθη, καὶ ὄνομα αὐτῷ Μεμφιβοσθέ.

Β Βασ. 4,4                Ο Ιωνάθαν, ο υιός του Σαούλ, είχε υιόν χωλόν, ανάπηρον εις τα πόδια. Εγινε δε χωλός εις ηλικίαν πέντε ετών, τότε που ήλθεν η πληροφορία από την κοιλάδα του Ιεζραήλ δια την ήτταν και τον θάνατον του Σαούλ και του υιού του Σαούλ, του Ιωνάθαν. Η τροφός του τον επήρε και έφυγε. Καθώς δε αυτός κατά την αναχώρησιν έτρεχεν, έπεσεν, εκτύπησε και έγινε χωλός. Αυτός ωνομάζετο Μεμφιβοσθέ.

Β Βασ. 4,5         καὶ ἐπορεύθησαν υἱοὶ Ῥεμμὼν τοῦ Βηρωθαίου Ῥεκχὰ καὶ Βαανὰ καὶ εἰσῆλθον ἐν τῷ καύματι τῆς ἡμέρας εἰς οἶκον Ἰεβοσθέ. καὶ αὐτὸς ἐκάθευδεν ἐν τῇ κοίτῃ τῆς μεσημβρίας,

Β Βασ. 4,5                 Οι υιοί του Ρεμμών, ο οποίος κατήγετο από την Βηρώθ, ο Ρεκχά και ο Βαανά, κατά την μεοημβρίαν, εις ώραν καύσωνος, εισήλθον στον οίκον του Ιεβοσθέ. Αυτός εκοιμάτο εις την κλίνην του κατά την μεσημβρίαν εκείνην.

Β Βασ. 4,6         καὶ ἰδοὺ ἡ θυρωρὸς τοῦ οἴκου ἐκάθαιρε πυροὺς καὶ ἐνύσταξε καὶ ἐκάθευδε, καὶ Ῥεκχὰ καὶ Βαανὰ οἱ ἀδελφοὶ διέλαθον

Β Βασ. 4,6                Η δε θυρωρός του σπιτιού εκαθάριζε σιτάρι, ενύσταξε και απεκοιμήθη. Ο Ρεκχά και ο Βαανά οι αδελφοί εισήλθον απαροτήρητοι στον οίκον.

Β Βασ. 4,7         καὶ εἰσῆλθον εἰς τὸν οἶκον, καὶ Ἰεβοσθὲ ἐκάθευδεν ἐπὶ τῆς κλίνης αὐτοῦ ἐν τῷ κοιτῶνι αὐτοῦ, καὶ τύπτουσιν αὐτὸν καὶ θανατοῦσι καὶ ἀφαιροῦσι τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ καὶ ἔλαβον τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ καὶ ἀπῆλθον ὁδὸν τὴν κατὰ δυσμὰς ὅλην τὴν νύκτα.

Β Βασ. 4,7                 Ο Ιεβοσθέ εκοιμάτο επάνω εις την κλίνην του, στο ιδαίτερον δωμάτιόν του. Αυτοί τον εκτύπησαν, τον εφόνευσαν, απέκοψαν την κεφαλήν του, την οποίαν επήραν μαζή των και έφυγαν προς δυσμάς καθ' όλην την νύκτα.

Β Βασ. 4,8         καὶ ἤνεγκαν τὴν κεφαλὴν Ἰεβοσθὲ τῷ Δαυὶδ εἰς Χεβρὼν καὶ εἶπαν πρὸς τὸν βασιλέα· ἰδοὺ ἡ κεφαλὴ Ἰεβοσθὲ υἱοῦ Σαοὺλ τοῦ ἐχθροῦ σου, ὃς ἐζήτει τὴν ψυχήν σου, καὶ ἔδωκε Κύριος τῷ κυρίῳ βασιλεῖ ἐκδίκησιν τῶν ἐχθρῶν αὐτοῦ, ὡς ἡ ἡμέρα αὕτη, ἐκ Σαοὺλ τοῦ ἐχθροῦ σου καὶ ἐκ τοῦ σπέρματος αὐτοῦ.

Β Βασ. 4,8                Ηλθον εις την Χεβρών και έφεραν την κεφαλήν του Ιεβοσθέ στον Δαυίδ και είπαν προς τον βασιλέα· “ιδού, αυτή είναι η κεφαλή του Ιεβοσθέ, υιού του Σαούλ του εχθρού σου, ο οποίος εζήτει να σε θανατώση. Ο Κυριος όμως ετιμώρησε τους εχθρούς σου, του κυρίου και βασιλέως μας, κατά την ημέραν αυτήν, διότι ετιμώρησε τον εχθρόν σου, τον Σαούλ, και τους απογόνους του”.

Β Βασ. 4,9         καὶ ἀπεκρίθη Δαυὶδ τῷ Ῥεκχὰ καὶ τῷ Βαανὰ ἀδελφῷ αὐτοῦ υἱοῖς Ῥεμμὼν τοῦ Βηρωθαίου καὶ εἶπεν αὐτοῖς· ζῇ Κύριος, ὃς ἐλυτρώσατο τὴν ψυχήν μου ἐκ πάσης θλίψεως,

Β Βασ. 4,9                Ο Δαυίδ απήντησεν στον Ρεκχά και τον αδελφόν του Βαανά, οι οποίοι ήσαν παιδιά του Ρεμμών του Βηρωθαίου, και τους είπεν· “επικαλούμαι μάρτυρα τον Κυριον, ο οποίος έσωσε την ζωήν μου από πολλούς θανασίμους κινδύνους,

Β Βασ. 4,10        ὅτι ὁ ἀπαγγείλας μοι ὅτι τέθνηκε Σαούλ, καὶ αὐτὸς ἦν ὡς εὐαγγελιζόμενος ἐνώπιόν μου, καὶ κατέσχον αὐτὸν καὶ ἀπέκτεινα αὐτὸν ἐν Σεκελάκ, ᾧ ἔδει με δοῦναι εὐαγγέλια.

Β Βασ. 4,10               και σας καθιστώ γνωστόν ότι αυτός, που ανήγγειλεν εις εμέ πως εφονεύθη ο Σαούλ, μου ανέφερε την είδησιν, νομίζων ότι αυτή θα μου ήτο ευχάριστος. Εγώ όμως τον συνέλαβα και τον εφόνευσα εις την πόλιν Σεκελάκ, ενώ ο οιοσδήποτε θα ενόμιζεν ότι έπρεπε να του δώσω δώρα δι' ευχάριστον είδησιν.

Β Βασ. 4,11        καὶ νῦν ἄνδρες πονηροὶ ἀπεκτάγκασιν ἄνδρα δίκαιον ἐν τῷ οἴκῳ αὐτοῦ ἐπὶ τῆς κοίτης αὐτοῦ· καὶ νῦν ἐκζητήσω τὸ αἷμα αὐτοῦ ἐκ χειρὸς ὑμῶν καὶ ἐξολοθρεύσω ὑμᾶς ἐκ τῆς γῆς.

Β Βασ. 4,11               Και ιδού σήμερα άνδρες πονηροί εφόνευσαν αθώον άνδρα εις την κλίνην του εντός του δωματίου του. Εγώ τώρα θα σας τιμωρήσω δια το αθώον αυτό αίμα, που εχύσατε και θα σας εξολοθρεύσω από την γην”.

Β Βασ. 4,12        καὶ ἐνετείλατο Δαυὶδ τοῖς παιδαρίοις αὐτοῦ καὶ ἀποκτείνουσιν αὐτοὺς καὶ κολοβοῦσι τὰς χεῖρας αὐτῶν καὶ τοὺς πόδας αὐτῶν καὶ ἐκρέμασαν αὐτοὺς ἐπὶ τῆς κρήνης ἐν Χεβρών· καὶ τὴν κεφαλὴν Ἰεβοσθὲ ἔθαψαν ἐν τῷ τάφῳ Ἀβεννὴρ υἱοῦ Νήρ.

Β Βασ. 4,12               Ο Δαυίδ διέταξε τους άνδρας του να θανατώσουν αυτούς τους δύο δολοφόνους αδελφούς. Εκείνοι τους εξετέλεσαν αμέσως, έκοψαν τα χέρια και τα πόδια των και εκρέμασαν αυτούς εις την πηγήν Χεβρών. Την δε κεφαλήν του Ιεβοσθέ την έθαψαν εις Χεβρών στον τάφον, όπου προηγουμένως είχαν θάψει και τον Αβεννήρ, τον υιόν του Νηρ.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5- Ο ΔΑΒΙΔ ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΟΛΟΥ ΤΟΥ ΙΣΡΑΗΛ  

Ο ΔΑΒΙΔ ΚΥΡΙΕΥΕΙ ΤΗΝ ΙΕΡΟΥΣΑΛΗΜ

ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΤΩΝ ΓΙΩΝ ΤΟΥ ΔΑΒΙΔ - Ο ΔΑΒΙΔ ΝΙΚΑΕΙ ΤΟΥΣ ΦΙΛΙΣΤΑΙΟΥΣ

                                   Ο Δαβίδ βασιλιάς όλου του Ισραήλ

Β Βασ. 5,1         Καὶ παραγίνονται πᾶσαι αἱ φυλαὶ Ἰσραὴλ πρὸς Δαυὶδ εἰς Χεβρὼν καὶ εἶπαν αὐτῷ· ἰδοὺ ὀστᾶ σου καὶ σάρκες σου ἡμεῖς·

Β Βασ. 5,1                 Ολαι αι ισραηλιτικαί φυλαί ήλθον κατόπιν προς τον Δαυίδ, ο οποίος ευρίσκετο εις την Χεβρών, τον ανεγνώρισαν ως βασιλέα των και είπαν προς αυτόν· “ιδού, ημείς είμεθα οστά σου και σάρκες σου.

Β Βασ. 5,2         καὶ ἐχθὲς καὶ τρίτην ὄντος Σαοὺλ βασιλέως ἐφ᾿ ἡμῖν, σὺ ἦσθα ὁ ἐξάγων καὶ εἰσάγων τὸν Ἰσραήλ, καὶ εἶπε Κύριος πρὸς σέ· σὺ ποιμανεῖς τὸν λαόν μου τὸν Ἰσραήλ, καὶ σὺ ἔσῃ εἰς ἡγούμενον ἐπὶ τὸν λαόν μου Ἰσραήλ.

Β Βασ. 5,2                 Κατά τα παρελθόντα έτη, όταν ο Σαούλ ήτο βασιλεύς μας, συ εις την πραγματικότητα ήσο ο πραγματικός άρχων, που ωδηγούσες εις όλα τον λαόν του Ισραήλ, και προς σε είπεν ο Κυριος· Συ θα κυβερνάς τον λαόν μου τον ισραηλιτικόν, συ θα είσαι ο βασιλεύς στον λαόν μου τον Ισραήλ. Σε αναγνωρίζομεν, λοιπόν, ως βασιλέα”.

Β Βασ. 5,3         καὶ ἔρχονται πάντες οἱ πρεσβύτεροι Ἰσραὴλ πρὸς τὸν βασιλέα εἰς Χεβρών, καὶ διέθετο αὐτοῖς ὁ βασιλεὺς Δαυὶδ διαθήκην ἐν Χεβρὼν ἐνώπιον Κυρίου, καὶ χρίουσι τὸν Δαυὶδ εἰς βασιλέα ἐπὶ πάντα Ἰσραήλ.

Β Βασ. 5,3                 Ηλθαν όλοι οι άρχοντες του Ισραηλιτικού λαού προς τον βασιλέα Δαυίδ εις Χεβρών και ο Δαυίδ έκλεισε με αυτούς συμφωνίαν ενώπιον του Κυρίου εις την Χεβρών, να είναι βασιλεύς των. Εκείνοι δε έχρισαν και ανεγνώρισαν αυτόν ως βασιλέα επί όλου του ισραηλιτικού λαού.

Β Βασ. 5,4         υἱὸς τριάκοντα ἐτῶν Δαυὶδ ἐν τῷ βασιλεῦσαι αὐτὸν καὶ τεσσαράκοντα ἔτη ἐβασίλευσεν,

Β Βασ. 5,4                 Τριάκοντα ετών ήτα ο Δαυίδ, όταν έγινε βασιλεύς όλου του ισραηλιτικού λαού. Εβασίλευσε δε εν συνόλω τεσσαράκοντα έτη.

Β Βασ. 5,5         ἑπτὰ ἔτη καὶ μῆνας ἓξ ἐβασίλευσεν ἐν Χεβρὼν ἐπὶ τὸν Ἰούδαν καὶ τριάκοντα τρία ἔτη ἐβασίλευσεν ἐπὶ πάντα Ἰσραὴλ καὶ Ἰούδαν ἐν Ἱερουσαλήμ.

Β Βασ. 5,5                 Επτά έτη και ες μήνας ήτο βασιλεύς εις την φυλήν Ιούδα έχων την έδραν του εις Χεβρών. Τριάκοντα τρία δε έτη έχων την έδραν του εις την Ιερουσαλήμ εβασίλευσεν επί όλου του Ισραηλιτικού λαού, συμπεριλαμβανομένης βέβαια και της φυλής του Ιούδα.

 

                                    Ο Δαβίδ κυριεύει την Ιερουσαλήμ

Β Βασ. 5,6         Καὶ ἀπῆλθε Δαυὶδ καὶ οἱ ἄνδρες αὐτοῦ εἰς Ἱερουσαλὴμ πρὸς τὸν Ἰεβουσαῖον τὸν κατοικοῦντα τὴν γῆν. καὶ ἐῤῥέθη τῷ Δαυίδ· οὐκ εἰσελεύσῃ ὧδε, ὅτι ἀντέστησαν οἱ τυφλοὶ καὶ οἱ χωλοὶ λέγοντες ὅτι οὐκ εἰσελεύσεται Δαυὶδ ὧδε.

Β Βασ. 5,6                 Ο Δαυίδ και άνδρες του ήλθον εις την Ιερουσαλήμ, δια να πολεμήσουν εναντίον των Ιεβουσαίων, οι οποίοι κατείχον την χώραν εκείνην. Οι Ιεβουσαίοι παρήγγειλαν στον Δαυίδ· “δεν πρόκειται να εισέλθης και να καταλάβης την πόλιν, διότι είναι πολύ οχυρά και διότι όλοι θα αντισταθώμεν και αυτοί ακόμα οι τυφλοί και οι χωλοί, οι οποίοι και λέγουν, ότι δεν θα εισέλθη εδώ ο Δαυίδ”.

Β Βασ. 5,7         καὶ κατελάβετο Δαυὶδ τὴν περιοχὴν Σιὼν (αὕτη ἡ πόλις τοῦ Δαυίδ).

Β Βασ. 5,7                 Εν τούτοις ο Δαυίδ κατέλαβε την Σιών, την ακρόπολιν της Ιερουσαλήμ αυτή ωνομάσθη βραδύτερον “πόλις Δαυίδ”.

Β Βασ. 5,8         καὶ εἶπε Δαυὶδ τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ· πᾶς τύπτων Ἰεβουσαῖον ἁπτέσθω ἐν παραξιφίδι καὶ τοὺς χωλοὺς καὶ τοὺς τυφλοὺς καὶ τοὺς μισοῦντας τὴν ψυχὴν Δαυίδ· διὰ τοῦτο ἐροῦσι· τυφλοὶ καὶ χωλοὶ οὐκ εἰσελεύσονται εἰς οἶκον Κυρίου.

Β Βασ. 5,8                 Κατά την ημέραν εκείνην ο Δαυίδ είπε· “καθένας, που συναντά Ιεβουσαίον, ας τον κτυπά με το εγχειρίδιον. Το ιδιο θα γίνεται και με τους χωλούς και τους τυφλούς Ιεβουσαίους, οι οποίοι κατεφρόνησαν τον Δαυίδ. Από αυτό δε το γεγονός και επεκράτησεν η παροιμία· Τυφλοί και χωλοί δεν θα εισέλθουν στον οίκον του Κυρίου”.

Β Βασ. 5,9         καὶ ἐκάθισε Δαυὶδ ἐν τῇ περιοχῇ, καὶ ἐκλήθη αὕτη ἡ πόλις Δαυίδ· καὶ ᾠκοδόμησεν αὐτὴν πόλιν κύκλῳ ἀπὸ τῆς ἄκρας καὶ τὸν οἶκον αὐτοῦ.

Β Βασ. 5,9                 Ο Δαυίδ εγκατεστάθη στο φρούριον της Σιών και αυτή η περιοχή ωνομάσθη “πόλις Δαυίδ”. Ωκοδόμησεν ο Δαυίδ και ωχύρωσε την πόλιν αυτήν από του φρουρίου και γύρω, μέσα στο οποίον περιεκλείετο και ο ιδικός του οίκος.

Β Βασ. 5,10        καὶ διεπορεύετο Δαυὶδ πορευόμενος καὶ μεγαλυνόμενος, καὶ Κύριος παντοκράτωρ μετ᾿ αὐτοῦ.

Β Βασ. 5,10               Ο Δαυίδ ολονέν και περισσότερον εμεγαλύνετο και ανεδεικνύετο, διότι Κυριος ο παντοκράτωρ ήτο μαζή του.

Β Βασ. 5,11        καὶ ἀπέστειλε Χειρὰμ βασιλεὺς Τύρου ἀγγέλους πρὸς Δαυὶδ καὶ ξύλα κέδρινα καὶ τέκτονας ξύλων καί τέκτονας λίθων καὶ ᾠκοδόμησαν οἶκον τῷ Δαυίδ.

Β Βασ. 5,11                Ο Χειράμ, ο βασιλεύς της Τυρου, απέστειλεν ανθρώπους του προς τον Δαυίδ, όπως επίσης ξύλα κέδρινα, ξυλουργούς, κτίστας, και εκείνοι έκτισαν ανάκτορον δια τον Δαυίδ.

Β Βασ. 5,12        καὶ ἔγνω Δαυὶδ ὅτι ἡτοίμασεν αὐτὸν Κύριος εἰς βασιλέα ἐπὶ Ἰσραήλ, καὶ ὅτι ἐπῄρθη ἡ βασιλεία αὐτοῦ διὰ τὸν λαὸν αὐτοῦ Ἰσραήλ.

Β Βασ. 5,12               Ο Δαυίδ κατενόησε τότε ότι ο Κυριος εγκατέστησε πράγματι αυτόν βασιλέα στον ισραηλιτικόν λαόν και ότι η βασιλεία του ανήλθεν εις μεγάλην ακμήν δια τον λαόν αυτού τον ισραηλιτικόν.

 

                                    Κατάλογος των γιών του Δαβίδ

Β Βασ. 5,13        καὶ ἔλαβε Δαυὶδ ἔτι γυναῖκας καὶ παλλακὰς ἐξ Ἱερουσαλὴμ μετὰ τὸ ἐλθεῖν αὐτὸν ἐκ Χεβρών, καὶ ἐγένοντο τῷ Δαυὶδ ἔτι υἱοὶ καὶ θυγατέρες.

Β Βασ. 5,13               Ο Δαυίδ έλαβε και άλλας γυναίκας πρώτης και δευτέρας σειράς, από την Ιερουσαλήμ, όταν ήλθεν εκεί από την Χεβρών. Απέκτησε δε από αυτάς υιούς και θυγατέρας.

Β Βασ. 5,14        καὶ ταῦτα τὰ ὀνόματα τῶν γεννηθέντων αὐτῷ ἐν Ἱερουσαλήμ· Σαμμοὺς καὶ Σωβὰβ καὶ Νάθαν καὶ Σαλωμὼν

Β Βασ. 5,14               Αυτά δε είναι τα ονόματα των υιών του, οι οποίοι εγεννήθησαν εις την Ιερουσαλήμ· Σαμμούς, Σωβάβ, Ναθαν, Σαλωμών.

Β Βασ. 5,15        καὶ Ἐβεὰρ καὶ Ἐλισοὺς καὶ Ναφὲκ καὶ Ἰεφιὲς

Β Βασ. 5,15               Εβεάρ, Ελισούς, Ναφέκ, Ιεφιές.

Β Βασ. 5,16        καὶ Ἐλισαμὰ καὶ Ἐλιδαὲ καὶ Ἐλιφαλάθ, Σαμαέ, Ἰεσσιβάθ, Νάθαν, Γαλαμαάν, Ἰεβαάρ, Θεησοῦς, Ἐλιφαλάτ, Ναγέδ, Ναφέκ, Ἰανάθαν, Λεασαμύς, Βααλιμάθ, Ἐλιφαάθ.

Β Βασ. 5,16               Ελισαμά, Ελιδαέ, Ελιφαλάθ, Σαμαέ, Ιεσσιβάθ, Ναθαν, Γαλαμαάν, Ιεβαάρ, Θεησούς, Ελιφαλάτ, Ναγέδ, Ναφέκ, Ιανάθαν, Λεασαμύς, Βααλιμάθ και Ελιφαάθ.

 

                                    Ο Δαβίδ νικάει τους Φιλισταίους

Β Βασ. 5,17        Καὶ ἤκουσαν οἱ ἀλλόφυλοι ὅτι κέχρισται Δαυὶδ βασιλεὺς ἐπὶ Ἰσραήλ, καὶ ἀνέβησαν πάντες οἱ ἀλλόφυλοι ζητεῖν τὸν Δαυίδ· καὶ ἤκουσε Δαυὶδ καὶ κατέβη εἰς τὴν περιοχήν.

Β Βασ. 5,17               Οι Φιλισταίοι, οι αλλόφυλοι, ήκουσαν ότι ο Δαυίδ εχρίσθη βασιλεύς του Ισραηλιτικού λαού και εξεστράτευσαν όλοι, δια να αναζητήσουν και πολεμήσουν τον Δαυίδ. Ο Δαυίδ έμαθε τούτο και κατέβη στο φρούριον.

Β Βασ. 5,18        καὶ οἱ ἀλλόφυλοι παραγίνονται καὶ συνέπεσαν εἰς τὴν κοιλάδα τῶν Τιτάνων

Β Βασ. 5,18               Φιλισταίοι ήλθον και διεχύθησαν εις την “κοιλάδα των Τιτάνων”.

Β Βασ. 5,19        καὶ ἠρώτησε Δαυὶδ διὰ Κυρίου λέγων· εἰ ἀναβῶ πρὸς τοὺς ἀλλοφύλους καὶ παραδώσεις αὐτοὺς εἰς τὰς χεῖράς μου; καὶ εἶπε Κύριος πρὸς Δαυίδ· ἀνάβαινε, ὅτι παραδιδοὺς παραδώσω τοὺς ἀλλοφύλους εἰς τὰς χεῖράς σου.

Β Βασ. 5,19               Ο Δαυίδ ηρώτησε τον Κυριον λέγων· “εάν βαδίσω εναντίον των Φιλισταίων, θα παραδώσης αυτούς εις τα χέρια μου;” Και ο Κυριος του απήντησε· “πήγαινε, διότι ασφαλώς και βεβαίως θα παραδώσω εγώ αυτούς εις τα χέρια σου”.

Β Βασ. 5,20        καὶ ἦλθε Δαυὶδ ἐκ τῶν ἐπάνω διακοπῶν καὶ ἔκοψε τοὺς ἀλλοφύλους ἐκεῖ, καὶ εἶπε Δαυίδ· διέκοψε Κύριος τοὺς ἐχθροὺς ἀλλοφύλους ἐνώπιον ἐμοῦ, ὡς διακόπτεται ὕδατα· διὰ τοῦτο ἐκλήθη τὸ ὄνομα τοῦ τόπου ἐκείνου, Ἐπάνω διακοπῶν.

Β Βασ. 5,20              Ο Δαυίδ από την τοποθεσίαν, η οποία ωνομάζετο “Επάνω Διακοπαί”, ήλθον εκεί, όπου ήσαν οι Φιλισταίοι, επετέθη εναντίον των και τους εξωλόθρευσε. Ο Δαυίδ είπε τότε· “Ο Κυριος διεσκόρπισε τους εχθρούς αυτού, τούτους τους Φιλισταίους, ενώπιόν μου, όπως διακόπτεται η ροή και διασκορπίζονται τα ορμητικά ύδατα”. Δια τούτο ωνομάσθη το όνομα της περιοχής εκείνης “Επάνω Διακοπαί”.

Β Βασ. 5,21        καὶ καταλιμπάνουσιν ἐκεῖ τοὺς θεοὺς αὐτῶν, καὶ ἐλάβοσαν αὐτοὺς Δαυὶδ καὶ οἱ ἄνδρες οἱ μετ᾿ αὐτοῦ.

Β Βασ. 5,21               Οι Φιλισταίοι, κατά την πανικόβλητον φυγήν των, εγκατέλειψαν και τα αγάλματα των θεών των, τα οποία επήραν οι άνδρες του Δαυίδ ως λάφυρα μαζή των.

Β Βασ. 5,22        καὶ προσέθεντο ἔτι ἀλλόφυλοι τοῦ ἀναβῆναι καὶ συνέπεσαν ἐν τῇ κοιλάδι τῶν Τιτάνων.

Β Βασ. 5,22              Οι Φιλισταίοι απεφάσισαν και εξεστράτευσαν πάλιν κατά του Δαυίδ και ήσαν τόσοι, ώστε διεχύθησαν και εγέμισαν πάλιν την κοιλάδα των Τιτάνων.

Β Βασ. 5,23        καὶ ἐπηρώτησε Δαυὶδ διὰ Κυρίου καὶ εἶπε Κύριος· οὐκ ἀναβήσῃ εἰς συνάντησιν αὐτῶν, ἀποστρέφου ἀπ᾿ αὐτῶν καὶ παρέσῃ αὐτοῖς πλησίον τοῦ Κλαυθμῶνος·

Β Βασ. 5,23              Ο Δαυίδ ηρώτησε και πάλιν, κατά τον καθιερωμένον τροπον, τον Κυριον, αν πρέπει να επιτεθή εναντίον των Φιλισταίων. Ο Κυριος του απήντησε· “δεν θα επιτεθής εναντίον των κατά μέτωπον, αλλά θα βαδίσης όπισθέν των. Κατόπιν πλησίασε προς αυτούς εις την τοποθεσίαν του Κλαυθμώνος.

Β Βασ. 5,24        καὶ ἔσται ἐν τῷ ἀκοῦσαί σε τὴν φωνὴν τοῦ συγκλεισμοῦ ἀπὸ τοῦ ἄλσους τοῦ Κλαυθμῶνος, τότε καταβήσῃ πρὸς αὐτούς, ὅτι τότε ἐξελεύσεται Κύριος ἔμπροσθέν σου κόπτειν ἐν τῷ πολέμῳ τῶν ἀλλοφύλων.

Β Βασ. 5,24              Οταν ακούσης ισχυράν βοήν του ανέμου εις τα δένδρα του δάσους του Κλαυθμώνος, τότε ο Κυριος θα προηγήται από σε σκορπίζων και εξολοθρεύων κατά τον πόλεμον αυτόν τους Φιλισταίους”.

Β Βασ. 5,25        καὶ ἐποίησε Δαυὶδ καθὼς ἐνετείλατο αὐτῷ Κύριος, καὶ ἐπάταξε τοὺς ἀλλοφύλους ἀπό Γαβαὼν ἕως τῆς γῆς Γαζηρά.

Β Βασ. 5,25              Ο Δαυίδ έκαμεν, όπως τον διέταξεν ο Κυριος. Εκτύπησε και κατετρόπωσε τους Φιλισταίους από την Γαβαών ως εις την χώραν της Γαζηρά.

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΑ

1

2

3

4

5

6

7

8

9

10

11

12

13

14

15

16

17

18

19

20

21

22

23

24