ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ

 

ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Α'- ΚΕΦ. 8-12

 

 

Ο ΣΑΜΟΥΗΛ ΧΡΙΕΙ ΤΟ ΣΑΟΥΛ ΒΑΣΙΛΙΑ

ΚΑΙ Η ΑΠΟΧΩΡΗΣΗ ΤΟΥ ΣΑΜΟΥΗΛ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8- ΟΙ ΙΣΡΑΗΛΙΤΕΣ ΖΗΤΟΥΝ ΒΑΣΙΛΙΑ

                                    Οι Ισραηλίτες ζητούν βασιλιά

Α Βασ. 8,1         Καὶ ἐγένετο ὡς ἐγήρασε Σαμουήλ, καὶ κατέστησε τοὺς υἱοὺς αὐτοῦ δικαστὰς τῷ Ἰσραήλ.

Α Βασ. 8,1                 Ο Σαμουήλ, επειδή πλέον είχε γηράσει, κατέστησεν ως δικαστάς του Ισραηλιτικού λαού τα παιδιά του.

Α Βασ. 8,2         καὶ ταῦτα τὰ ὀνόματα τῶν υἱῶν αὐτοῦ· πρωτότοκος Ἰωήλ, καὶ ὄνομα τοῦ δευτέρου Ἀβιά, δικασταὶ ἐν Βηρσαβεέ.

Α Βασ. 8,2                Τα δε ονόματα των υιών του είναι τα εξής· Ο πρωτότοκος ωνομάζετο Ιωήλ, ο δε δευτερότοκος ωνομάζετο Αβιά. Και οι δύο αυτοί ήσαν δικασταί των Ισραηλιτών και εδίκαζαν εις την πόλιν Βηρσαβεέ.

Α Βασ. 8,3         καὶ οὐκ ἐπορεύθησαν οἱ υἱοὶ αὐτοῦ ἐν ὁδῷ αὐτοῦ καὶ ἐξέκλιναν ὀπίσω τῆς συντελείας καὶ ἐλάμβανον δῶρα καὶ ἐξέκλινον δικαιώματα.

Α Βασ. 8,3                 Τα παιδιά όμως του Σαμουήλ δεν ηκολούθησαν το ευσεβές παράδειγμα του πατρός των, αλλά κυριευθέντες από φιλαργυρίαν παρεξέκλιναν από τον νόμον του Θεού, εδωροδοκούντο κατά την απονομήν της δικαιοσύνης και καταπατούσαν τοιουτοτρόπως την δικαιοσύνην του Θεού.

Α Βασ. 8,4         καὶ συναθροίζονται ἄνδρες Ἰσραὴλ καὶ παραγίνονται εἰς Ἀρμαθαὶμ πρὸς Σαμουὴλ

Α Βασ. 8,4                Τοτε αντιπρόσωποι του Ισραηλιτικού λαού συνεκεντρώθησαν, ήλθον εις την πόλιν Αρμαθαίμ προς τον Σαμουήλ

Α Βασ. 8,5         καὶ εἶπαν αὐτῷ· ἰδοὺ σὺ γεγήρακας, καὶ οἱ υἱοί σου οὐ πορεύονται ἐν τῇ ὁδῷ σου· καὶ νῦν κατάστησον ἐφ᾿ ἡμᾶς βασιλέα δικάζειν ἡμᾶς, καθὰ καὶ τὰ λοιπὰ ἔθνη.

Α Βασ. 8,5                 και του είπαν· “ιδού, συ πλέον έχεις γηράσει, τα δε παιδιά σου δεν ακολουθούν το ιδικόν σου ευσεβές παράδειγμα. Δια τούτο ζητούμεν να εγκαταστήσης εις ημάς βασιλέα, δια να λύη αυτός τας διαφοράς μας, όπως ακριβώς βασιλέα έχουν και τα αλλά έθνη”.

Α Βασ. 8,6         καὶ πονηρὸν τὸ ῥῆμα ἐν ὀφθαλμοῖς Σαμουήλ, ὡς εἶπαν, δὸς ἡμῖν βασιλέα δικάζειν ἡμᾶς· καὶ προσηύξατο Σαμουὴλ πρὸς Κύριον.

Α Βασ. 8,6                Ο λόγος αυτός, τον οποίον είπαν οι Ισραηλίται “δος μας βασιλέα δια να μας διοική”, δεν εφάνη καλός στον Σαμουήλ. Δια τούτο ο Σαμουήλ προσηυχήθη προς τον Θεόν και εζήτησε να του φανερώση τι πρέπει να κάμη.

Α Βασ. 8,7         καὶ εἶπε Κύριος πρὸς Σαμουήλ· ἄκουε τῆς φωνῆς τοῦ λαοῦ, καθὰ ἂν λαλῶσί σοι· ὅτι οὐ σὲ ἐξουθενήκασιν, ἀλλ᾿ ἢ ἐμὲ ἐξουθενήκασι τοῦ μὴ βασιλεύειν ἐπ᾿ αὐτῶν.

Α Βασ. 8,7                 Ο Κυριος απήντησε προς τον Σαμουήλ και του είπεν· “άκουσε το αίτημα του λαού, κάμε ο,τι αυτοί σου εζήτησαν, διότι με το αίτημά των αυτό δεν περιφρονούν σέ, αλλά εμέ περιφρονούν, επειδή δεν θέλουν να βασιλεύω εγώ εις αυτούς.

Α Βασ. 8,8         κατὰ πάντα τὰ ποιήματα, ἃ ἐποίησάν μοι ἀφ᾿ ἧς ἡμέρας ἀνήγαγον αὐτοὺς ἐξ Αἰγύπτου ἕως τῆς ἡμέρας ταύτης καὶ ἐγκατέλιπόν με καὶ ἐδούλευον θεοῖς ἑτέροις, οὕτως αὐτοὶ ποιοῦσι καὶ σοί.

Α Βασ. 8,8                Οπως στο παρελθόν εφέρθησαν προς εμέ από την ημέραν κατά την οποίαν τους έβγαλα από την Αίγυπτον, όπως δηλαδή εγκατέλιπον εμέ και ελάτρευσαν άλλους θεούς, έτσι συμπεριφέρονται και αυτοί τώρα προς σέ.

Α Βασ. 8,9         καὶ νῦν ἄκουε τῆς φωνῆς αὐτῶν· πλὴν ὅτι διαμαρτυρόμενος διαμαρτύρῃ αὐτοῖς καὶ ἀπαγγελεῖς αὐτοῖς τὸ δικαίωμα τοῦ βασιλέως, ὃς βασιλεύσει ἐπ᾿ αὐτούς.

Α Βασ. 8,9                Και τώρα άκουσε το αίτημά των. Μονον θα διαμαρτυρηθής εντόνως προς αυτούς και θα προβάλης τα δικαιώματα, τα οποία θα έχη επάνω των ο βασιλεύς”.

Α Βασ. 8,10        καὶ εἶπε Σαμουὴλ πᾶν τὸ ῥῆμα τοῦ Κυρίου πρὸς τὸν λαὸν τοὺς αἰτοῦντας παρ᾿ αὐτοῦ βασιλέα

Α Βασ. 8,10               Ο Σαμουήλ ανεκοίνωσε τον λόγον αυτόν του Κυρίου στον λαόν, εις αυτούς που εζητούσαν βασιλέα

Α Βασ. 8,11        καὶ εἶπε· τοῦτο ἔσται τὸ δικαίωμα τοῦ βασιλέως, ὃς βασιλεύσει ἐφ᾿ ὑμᾶς· τοὺς υἱοὺς ὑμῶν λήψεται, καὶ θήσεται αὐτοὺς ἐν ἅρμασιν αὐτοῦ καὶ ἐν ἱππεῦσιν αὐτοῦ καὶ προτρέχοντας τῶν ἁρμάτων αὐτοῦ

Α Βασ. 8,11               και τους είπεν· “αυτά θα είναι τα δικαιώματα του βασιλέως, ο οποίος θα βασιλεύση εις σας· Θα πάρη τους υιούς σας και θα βάλη αυτούς οδηγούς εις τα άρματά του, ιππείς στο ιππικόν του, προπορευόμενους εμπρός από τα άρματά του.

Α Βασ. 8,12        καὶ θέσθαι αὐτοὺς ἑαυτῷ ἑκατοντάρχους καὶ χιλιάρχους καὶ θερίζειν θερισμὸν αὐτοῦ καὶ τρυγᾶν τρυγητὸν αὐτοῦ καὶ ποιεῖν σκεύη πολεμικὰ αὐτοῦ καὶ σκεύη ἁρμάτων αὐτοῦ·

Α Βασ. 8,12               Θα πάρη από αυτούς και θα τοποθετήση προς εξυπηρέτησίν του άλλους μεν εκατοντάρχους και χιλιάρχους, άλλους δε εργάτας δια να θερίζουν τα σπαρτά του, να τρυγούν τα αμπέλια του, να κατασκευάζουν τα πολεμικά του όπλα και τα εξαρτήματα δια τα άρματά του.

Α Βασ. 8,13        καὶ τὰς θυγατέρας ὑμῶν λήψεται εἰς μυρεψοὺς καὶ εἰς μαγειρίσσας καὶ εἰς πεσσούσας·

Α Βασ. 8,13               Θα πάρη τας θυγατέρας σας, τας οποίας θα κάμη μυροποιούς, μαγείρισσας και αρτοποιούς.

Α Βασ. 8,14        καὶ τοὺς ἀγροὺς ὑμῶν καὶ τοὺς ἀμπελῶνας ὑμῶν καὶ τοὺς ἐλαιῶνας ὑμῶν τοὺς ἀγαθοὺς λήψεται καὶ δώσει τοῖς δούλοις ἑαυτοῦ.

Α Βασ. 8,14               Θα πάρη τους αγρούς σας και τα αμπέλια σας και τους καρποφόρους ελαιώνας σας, και θα τα δώση στους δούλους του.

Α Βασ. 8,15        καὶ τὰ σπέρματα ὑμῶν καὶ τοὺς ἀμπελῶνας ὑμῶν ἀποδεκατώσει καὶ δώσει τοῖς εὐνούχοις αὐτοῦ καὶ τοῖς δούλοις αὐτοῦ·

Α Βασ. 8,15               Θα πάρη το δέκατον από την εσοδείαν των σπαρτών σας και των αμπελιών σας, και θα τα δώση στους ευνούχους και τους δούλους του.

Α Βασ. 8,16        καὶ τοὺς δούλους ὑμῶν καὶ τὰς δούλας ὑμῶν καὶ τὰ βουκόλια ὑμῶν τὰ ἀγαθὰ καὶ τοὺς ὄνους ὑμῶν λήψεται, καὶ ἀποδεκατώσει εἰς τὰ ἔργα αὐτοῦ

Α Βασ. 8,16               Ακόμη δε θα πάρη τους δούλους σας και τας δούλας σας, τα παχειά βόδια σας και τους όνους σας και το δέκατον από τα εισοδήματά σας δια τα έργα του.

Α Βασ. 8,17        καὶ τὰ ποίμνια ὑμῶν ἀποδεκατώσει· καὶ ὑμεῖς ἔσεσθε αὐτῷ δοῦλοι.

Α Βασ. 8,17               Και από τα ποίμνιά σας θα πάρη το δέκατον. Και επί πλέον σεις θα είσθε δούλοι του.

Α Βασ. 8,18        καὶ βοήσεσθε ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ ἐκ προσώπου βασιλέως ὑμῶν, οὗ ἐξελέξασθε ἑαυτοῖς, καὶ οὐκ ἐπακούσεται Κύριος ὑμῶν ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις, ὅτι ὑμεῖς ἐξελέξασθε ἑαυτοῖς βασιλέα.

Α Βασ. 8,18               Κατά την εποχήν δε εκείνην καταπικραμμένοι σεις από την καταθλιπτικήν αυτήν μεταχείρισιν εκ μέρους του βασιλέως, τον οποίον οι ιδιοι δια τον εαυτόν σας έχετε εκλέξει, θα φωνάξετε προς τον Κυριον. Αλλά ο Κυριος δεν θα σας ακούση τότε, επειδή σεις αυτοβούλως εξελέξατε δια τον εαυτόν σας βασιλέα”.

Α Βασ. 8,19        καὶ οὐκ ἐβούλετο ὁ λαὸς ἀκοῦσαι τοῦ Σαμουὴλ καὶ εἶπαν αὐτῷ· οὐχί, ἀλλ᾿ ἢ βασιλεὺς ἔσται ἐφ᾿ ἡμᾶς,

Α Βασ. 8,19               Ο λαός όμως δεν ήθελε να υπακούση στον Σαμουήλ και απήντησαν εις αυτόν· “οχι ! Ημείς θέλομεν οπωσδήποτε να έχωμεν βασιλέα.

Α Βασ. 8,20        καὶ ἐσόμεθα καὶ ἡμεῖς καθὰ πάντα τὰ ἔθνη, καὶ δικάσει ἡμᾶς βασιλεὺς ἡμῶν καὶ ἐξελεύσεται ἔμπροσθεν ἡμῶν καὶ πολεμήσει τὸν πόλεμον ἡμῶν.

Α Βασ. 8,20              Θέλομεν και ημείς να είμεθα και να διοικούμεθα, όπως και τα άλλα έθνη. Ο βασιλεύς θα μας κυβερνά και θα δικάζη τας διαφοράς μας. Εις περίπτωσιν δε πολέμου αυτός θα εξέρχεται και θα προπορεύεται εμπρός από ημάς και θα διεξάγη τον πόλεμόν μας”.

Α Βασ. 8,21        καὶ ἤκουσε Σαμουὴλ πάντας τοὺς λόγους τοῦ λαοῦ καὶ ἐλάλησεν αὐτοὺς εἰς τὰ ὦτα Κυρίου.

Α Βασ. 8,21               Ο Σαμουήλ ήκουσε τα λόγια αυτά του Ισραηλιτικού λαού και τα ανέφερεν ενώπιον του Κυρίου.

Α Βασ. 8,22        καὶ εἶπε Κύριος πρὸς Σαμουήλ· ἄκουε τῆς φωνῆς αὐτῶν καὶ βασίλευσον αὐτοῖς βασιλέα. καὶ εἶπε Σαμουὴλ πρὸς ἄνδρας Ἰσραήλ· ἀποτρεχέτω ἕκαστος εἰς τὴν πόλιν αὐτοῦ.

Α Βασ. 8,22              Ο Κυριος απήντησεν στον Σαμουήλ· “να υπακούσης εις την απαίτησιν αυτών και να αναδείξης εις αυτούς βασιλέα”. Ο Σαμουήλ είπε τότε προς τους αντιπροσώπους του λαού· “πηγαίνετε ο καθένας σας εις την πόλιν του και το αίτημά σας θα πραγματοποιηθή.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9- Η ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΤΟΥ ΣΑΟΥΛ ΜΕ ΤΟ ΣΑΜΟΥΗΛ

                                    Ο Σαούλ σε αναζήτηση των όνων

Α Βασ. 9,1         Καὶ ἀνὴρ ἐξ υἱῶν Βενιαμίν, καὶ ὄνομα αὐτῷ Κίς, υἱὸς Ἀβιήλ, υἱοῦ Ἰαρέδ, υἱοῦ Βαχίρ, υἱοῦ Ἀφέκ, υἱοῦ ἀνδρὸς Ἰεμιναίου, ἀνὴρ δυνατός.

Α Βασ. 9,1                 Εζούσε τότε ένας ανήρ από την φυλήν Βενιαμίν, ο οποίος ωνομάζετο Κις. Αυτός ήτο υιός του Αβιήλ, υιού του Ιαρέδ, ο οποίος Ιαρέδ ήτο υιός του Βαχίρ, ο δε Βαχίρ ήτο υιός του Αφέκ και ο Αφέκ ήτο υιός ανδρός Βενιαμίτου. Αυτός ο Κις ήτο πλούσιος και ισχυρός.

Α Βασ. 9,2         καὶ τούτῳ υἱός, καὶ ὄνομα αὐτῷ Σαούλ, εὐμεγέθης, ἀνὴρ ἀγαθός, καὶ οὐκ ἦν ἐν υἱοῖς Ἰσραὴλ ἀγαθὸς ὑπὲρ αὐτόν, ὑπερωμίαν καὶ ἐπάνω ὑψηλὸς ὑπὲρ πᾶσαν τὴν γῆν.

Α Βασ. 9,2                Είχε δε υιόν ο οποίος ωνομάζετο Σαούλ. Αυτός ο Σαούλ ήτο άνδρας υψηλόσωμος και ωραίος. Κανείς άλλος μεταξύ των Ισραηλιτών δεν ήτο ωραιότερος από αυτόν. Ητο υψηλός, υψηλότερος από τους ανθρώπους όλης της χώρας του.

Α Βασ. 9,3         καὶ ἀπώλοντο αἱ ὄνοι Κὶς πατρὸς Σαούλ, καὶ εἶπε Κὶς πρὸς Σαοὺλ τὸν υἱὸν αὐτοῦ· λαβὲ μετὰ σεαυτοῦ ἓν τῶν παιδαρίων καὶ ἀνάστητε καὶ πορεύθητε καὶ ζητήσατε τὰς ὄνους.

Α Βασ. 9,3                 Μιαν ημέραν αι όνοι του πατρός του Κις εχάθησαν. Είπε δε ο Κις προς τον υιόν του, τον Σαούλ· “πάρε μαζή σου ένα από τους νεαρούς υπηρέτας και σηκωθήτε και πηγαίνετε εις αναζήτησιν των όνων”. Αυτό και εγινε.

Α Βασ. 9,4         καὶ διῆλθον δι᾿ ὄρους Ἐφραὶμ καὶ διῆλθον διὰ τῆς γῆς Σελχὰ καὶ οὐχ εὗρον· καὶ διῆλθον διὰ τῆς γῆς Σεγαλείμ, καὶ οὐκ ἦν· καὶ διῆλθον διὰ τῆς γῆς Ἰαμὶν καὶ οὐχ εὗρον.

Α Βασ. 9,4                Ο Σαούλ με τον υπηρέτην επέρασαν την ορεινήν περιοχήν της φυλής Εφραίμ, έφθασαν εις την χώραν Σελχά, αλλά δεν εύρον τας όνους. Ηλθον επίσης εις την χώραν Σεγαλείμ και ούτε εκεί τας εύρον. Ηλθον εις την χώραν της φυλής Βενιαμίν και δεν τας ευρήκαν.

Α Βασ. 9,5         αὐτῶν δὲ ἐλθόντων εἰς τὴν Σίφ, καὶ Σαοὺλ εἶπε τῷ παιδαρίῳ αὐτοῦ τῷ μετ᾿ αὐτοῦ· δεῦρο καὶ ἀποστρέψωμεν, μὴ ἀνεὶς ὁ πατήρ μου τὰς ὄνους φροντίζῃ τὰ περὶ ἡμῶν·

Α Βασ. 9,5                 Οταν έφθασαν εις την χώραν Σιφ, είπεν ο Σαούλ στον δούλον του, τον οποίον είχε μαζή του· “έλα να επανέλθωμεν, μήπως ο πατήρ μου αφήση πλέον την φροντίδα δια τας όνους του και φροντίζη να εύρη ημάς”.

Α Βασ. 9,6         καὶ εἶπεν αὐτῷ τὸ παιδάριον· ἰδοὺ δὴ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ ἐν τῇ πόλει ταύτῃ, καὶ ὁ ἄνθρωπος ἔνδοξος, πᾶν, ὃ ἐὰν λαλήσῃ, παραγινόμενον παρέσται· καὶ νῦν πορευθῶμεν, ὅπως ἀπαγγείλῃ ἡμῖν τὴν ὁδὸν ἡμῶν, ἐφ᾿ ἣν ἐπορεύθημεν ἐπ᾿ αὐτήν.

Α Βασ. 9,6                Ο δούλος εκείνος είπεν στον Σαούλ· “ιδού, εις την πόλιν αυτήν υπάρχει ενας άνθρωπος του Θεού. Ο άνθρωπος αυτός είναι ονομαστός. Καθε τι το οποίον θα προείπη, ασφαλώς θα γίνη. Ας πάμε λοιπόν προς αυτόν να μας πληροφορήση, ποίαν οδόν πρέπει να πάρωμεν, δια να εύρωμεν τας όνους μας”.

Α Βασ. 9,7         καὶ εἶπε Σαοὺλ τῷ παιδαρίῳ αὐτοῦ τῷ μετ᾿ αὐτοῦ· καὶ ἰδοὺ πορευσόμεθα, καὶ τὶ οἴσομεν τῷ ἀνθρώπῳ τοῦ Θεοῦ; ὅτι οἱ ἄρτοι ἐκλελοίπασιν ἐκ τῶν ἀγγείων ἡμῶν, καὶ πλεῖον οὐκ ἔστι μεθ᾿ ἡμῶν εἰσενεγκεῖν τῷ ἀνθρώπῳ τοῦ Θεοῦ τὸ ὑπάρχον ἡμῖν.

Α Βασ. 9,7                 Ο Σαούλ απήντησεν στον δούλον του· “ναι, να πάμε. Τι θα δώσωμεν όμως στον άνθρωπον αυτόν του Θεού; Οι άρτοι εις τα σακκίδιά μας έχουν εξαντληθή, ούτε και κανένα άλλο δώρον έχομεν μαζή μας, δια να προσφέρωμεν στον άνθρωπον αυτόν του Θεού”.

Α Βασ. 9,8         καὶ προσέθετο τὸ παιδάριον ἀποκριθῆναι τῷ Σαοὺλ καὶ εἶπεν· ἰδοὺ εὕρηται ἐν τῇ χειρί μου τέταρτον σίκλου ἀργυρίου, καὶ δώσεις τῷ ἀνθρώπῳ τοῦ Θεοῦ, καὶ ἀπαγγελεῖ ἡμῖν τὴν ὁδὸν ἡμῶν.

Α Βασ. 9,8                Ο νεαρός δούλος εκινήθη να απαντήση πάλιν και είπε· “ιδού, εις τα χέρια μου υπάρχει ένα τέταρτον αργυρού σίκλου. Αυτό θα δώσης στον άνθρωπον του Θεού, τον προφήτην τούτον, και θα μας είπη, ποίον δρόμον πρέπει να οκολουθήσωμεν δια να εύρωμεν τας όνους μας;

Α Βασ. 9,9         καὶ ἔμπροσθεν ἐν Ἰσραὴλ τάδε ἔλεγεν ἕκαστος ἐν τῷ πορεύεσθαι ἐπερωτᾶν τὸν Θεόν· δεῦρο καὶ πορευθῶμεν πρὸς τὸν βλέποντα· ὅτι τὸν προφήτην ἐκάλει ὁ λαὸς ἔμπροσθεν Ὁ βλέπων.

Α Βασ. 9,9                Αλλοτε οι Ισραηλίται, όταν επήγαιναν να ερωτήσουν τον Θεόν, έλεγαν μεταξύ των· “Ελα να πάμε προς τον βλέποντα. Ετσι ο λαός ωνόμαζε τον προφήτην του Θεού· “ο Βλέπων”.

Α Βασ. 9,10        καὶ εἶπε Σαοὺλ πρὸς τὸ παιδάριον αὐτοῦ· ἀγαθόν τὸ ῥῆμα, δεῦρο καὶ πορευθῶμεν. καὶ ἐπορεύθησαν εἰς τὴν πόλιν, οὗ ἦν ἐκεῖ ὁ ἄνθρωπος ὁ τοῦ Θεοῦ.

Α Βασ. 9,10               Ο Σαούλ είπε προς τον νεαρόν υπηρέτην του· “καλά είπες, έλα να πάμε”. Επήγαν εις την πόλιν, όπου ευρίσκετο ο άνθρωπος αυτός του Θεού, ο προφήτης.

Α Βασ. 9,11        αὐτῶν ἀναβαινόντων τὴν ἀνάβασιν τῆς πόλεως καὶ αὐτοὶ εὑρίσκουσι τὰ κοράσια ἐξεληλυθότα ὑδρεύεσθαι ὕδωρ καὶ λέγουσιν αὐταῖς· εἰ ἔστιν ἐνταῦθα Ὁ βλέπων;

Α Βασ. 9,11               Ενώ αυτοί ανέβαιναν τον ανωφερή δρόμον προς την πόλιν, συνήντησαν τας νεάνιδας της πόλεως, αι οποίαι είχαν εξέλθει, δια να πάρουν νερό από κάποιαν εκεί πηγήν έξω από την πόλιν. Ο Σαούλ και ο υπηρέτης ηρώτησαν τας νεάνιδας αυτάς· “μήπως ευρίσκεται εδώ ο “βλέπων”, ο προφήτης;”

Α Βασ. 9,12        καὶ ἀπεκρίθη τὰ κοράσια αὐτοῖς καὶ λέγουσιν αὐτοῖς· ἔστιν, ἰδοὺ κατὰ πρόσωπον ὑμῶν· νῦν διὰ τὴν ἡμέραν ἥκει εἰς τὴν πόλιν, ὅτι θυσία σήμερον τῷ λαῷ ἐν Βαμᾷ·

Α Βασ. 9,12               Αι νεάνιδες απήντησαν εις αυτούς· “ναι, εδώ είναι, ιδού ευρίσκεται έμπροσθέν σας. Σημερα ακριβώς έχει έλθει εις την πόλιν λόγω της ημέρας, διότι πρόκειται κατά την ημέραν αυτήν να μεταβή και να προσφέρη θυσίαν υπέρ του λαού εις κάποιο υψωμα, στον λόφον.

Α Βασ. 9,13        ὡς ἂν εἰσέλθητε εἰς τὴν πόλιν, οὕτως εὑρήσετε αὐτὸν ἐν τῇ πόλει πρὶν ἀναβῆναι αὐτὸν εἰς Βαμᾶ τοῦ φαγεῖν· ὅτι οὐ μὴ φάγῃ ὁ λαὸς ἕως τοῦ εἰσελθεῖν αὐτόν, ὅτι οὗτος εὐλογεῖ τὴν θυσίαν, καὶ μετὰ ταῦτα ἐσθίουσιν οἱ ξένοι· καὶ νῦν ἀνάβητε, ὅτι διὰ τὴν ἡμέραν εὑρήσετε αὐτόν.

Α Βασ. 9,13               Αμέσως μόλις εισέλθετε εις την πόλιν θα τον συναντήσετε, πριν αυτός ανέβη στον λόφον, όπου θα παρακαθήση στο μετά την θυσίαν γεύμα. Ο λαός, άλλωστε, δεν πρόκειται να φάγη εκεί, αν αυτός προηγουμένως δεν μεταβή δια να ευλογήση την θυσίαν και κατόπιν θα φάγουν οι ξένοι, οι προσκυνηταί. Πηγαίνετε λοιπόν τώρα και θα τον ευρήτε εκεί λόγω ακριβώς της ημέρας αυτής”.

 

                                    Η συνάντηση του Σαούλ με το Σαμουήλ

Α Βασ. 9,14        καὶ ἀναβαίνουσι τὴν πόλιν. αὐτῶν εἰσπορευομένων εἰς μέσον τῆς πόλεως καὶ ἰδοὺ Σαμουὴλ ἐξῆλθεν εἰς τὴν ἀπάντησιν αὐτῶν τοῦ ἀναβῆναι εἰς Βαμᾶ.

Α Βασ. 9,14               Πράγματι μετέβησαν ο Σαούλ και ο υπηρέτης εις την πόλιν. Καθώς δε αυτοί εισήρχοντο εντός της πόλεως, ιδού ο Σαμουήλ εξήλθεν εις συνάντησίν των, δια να αναβή κατόπιν στον λόφον δια την θυσίαν.

Α Βασ. 9,15        καὶ Κύριος ἀπεκάλυψε τὸ ὠτίον Σαμουὴλ ἡμέρᾳ μιᾷ ἔμπροσθεν τοῦ ἐλθεῖν πρὸς αὐτὸν Σαοὺλ λέγων·

Α Βασ. 9,15               Ο Κυριος είχεν ομιλήσει προς τον Σαμουήλ και μίαν ημέραν πριν έλθη ο Σαούλ προς αυτόν είχεν αποκαλύψει τα εξής·

Α Βασ. 9,16        ὡς ὁ καιρός, αὔριον ἀποστελῶ πρός σε ἄνδρα ἐκ γῆς Βενιαμίν, καὶ χρίσεις αὐτὸν εἰς ἄρχοντα ἐπὶ τὸν λαόν μου Ἰσραήλ, καὶ σώσει τὸν λαόν μου ἐκ χειρὸς ἀλλοφύλων· ὅτι ἐπέβλεψα ἐπὶ τὴν ταπείνωσιν τοῦ λαοῦ μου, ὅτι ἦλθε βοὴ αὐτῶν πρός με.

Α Βασ. 9,16               “Αύριον, κατά την ώραν αυτήν, θα στείλω προς σε ένα άνδρα από την φυλήν Βενιαμίν, τον οποίον θα χρίσης βασιλέα δια τον λαόν μου τον ισραηλιτικόν. Αυτός θα απαλλάξη τον λαόν μου από τα χέρια των Φιλισταίων. Θα τους σώσω τους Ισραηλίτας, διότι είδα με ευσπλαγχνικόν βλέμμα την δυστυχίαν του λαού μου και διότι η βοή του στεναγμού των έφθασεν έως εις εμέ”.

Α Βασ. 9,17        καὶ Σαμουὴλ εἶδε τὸν Σαούλ· καὶ Κύριος ἀπεκρίθη αὐτῷ· ἰδοὺ ὁ ἄνθρωπος, ὃν εἶπά σοι, οὗτος ἄρξει ἐν τῷ λαῷ μου.

Α Βασ. 9,17               Ο Σαμουήλ είδε τον Σαούλ και ο Κυριος είπε προς τον Σαμουήλ· “ιδού, αυτός είναι ο άνθρωπος, δια τον οποίον σου ωμίλησα. Αυτός θα γίνη βασιλεύς του λαού μου”.

Α Βασ. 9,18        καὶ προσήγαγε Σαοὺλ πρὸς Σαμουὴλ εἰς μέσον τῆς πόλεως καὶ εἶπεν· ἀπάγγειλον δὴ ποῖος ὁ οἶκος τοῦ βλέποντος.

Α Βασ. 9,18               Ο Σαούλ επλησίασε τον Σαμουήλ εντός της πόλεως και τον ηρώτησε· “ειπέ μου, σε παρακαλώ, ποιό είναι το σπίτι του βλέποντος, του προφήτου;”

Α Βασ. 9,19        καὶ ἀπεκρίθη Σαμουὴλ τῷ Σαοὺλ καὶ εἶπεν· ἐγώ εἰμι αὐτός· ἀνάβηθι ἔμπροσθέν μου εἰς Βαμᾶ καὶ φάγε μετ᾿ ἐμοῦ σήμερον, καὶ ἐξαποστελῶ σε πρωΐ καὶ πάντα τὰ ἐν τῇ καρδίᾳ σου ἀπαγγελῶ σοι·

Α Βασ. 9,19               Ο Σαμουήλ απήντησε προς τον Σαούλ· “είμαι εγώ ο ίδιος. Ανέβα μαζή μου στον λόφον και φάγε εκεί μαζή με εμέ σήμερον. Αύριον θα σε αφήσω ελεύθερον να αναχωρήσης, αφού προηγουμένως σου αποκαλύψω όλα όσα απασχολούν τον νουν σου.

Α Βασ. 9,20        καὶ περὶ τῶν ὄνων σου τῶν ἀπολωλυιῶν σήμερον τριταίων μὴ θῇς τὴν καρδίαν σου αὐταῖς, ὅτι εὕρηνται· καὶ τίνι τὰ ὡραῖα τοῦ Ἰσραήλ; οὐ σοὶ καὶ τῷ οἴκῳ τοῦ πατρός σου;

Α Βασ. 9,20              Δια δε τας όνους τας οποίας εχάσατε προ τριών ημερών, μην ανησυχής, διότι ευρέθησαν. Εις ποίον, άλλωστε, άλλον ειμή στον οίκον του πατρός σου θα αποδοθούν όλα τα αγαθά του Ισραηλιτικού λαού;”

Α Βασ. 9,21        καὶ ἀπεκρίθη Σαοὺλ καὶ εἶπεν· οὐχὶ ἀνδρὸς υἱὸς Ἰεμιναίου ἐγώ εἰμι τοῦ μικροῦ σκήπτρου φυλῆς Ἰσραὴλ καὶ τῆς φυλῆς τῆς ἐλαχίστης ἐξ ὅλους σκήπτρου Βενιαμίν; καὶ ἱνατί ἐλάλησας πρὸς ἐμὲ κατὰ τὸ ῥῆμα τοῦτο;

Α Βασ. 9,21               Ο Σαούλ απήντησεν· “αυτό δεν είναι δυνατόν, διότι εγώ είμαι υιός ανδρός, ο οποίος ανήκει εις την φυλήν Βενιαμίν, της μικροτέρας από όλας τας άλλας φυλάς του Ισραηλιτικού λαού. Η δε οικογένειά μου είναι μικροτέρα από όλας τας οικογενείας της φυλής του Βενιαμίν. Διατί λοιπόν ωμίλησες προς εμέ και είπες αυτά τα λόγια;”

Α Βασ. 9,22        καὶ ἔλαβε Σαμουὴλ τὸν Σαοὺλ καὶ τὸ παιδάριον αὐτοῦ καὶ εἰσήγαγεν αὐτοὺς εἰς τὸ κατάλυμα καὶ ἔθετο αὐτοῖς ἐκεῖ τόπον ἐν πρώτοις τῶν κεκλημένων ὡσεὶ ἑβδομήκοντα ἀνδρῶν.

Α Βασ. 9,22              Ο Σαμουήλ επήρε τον Σαούλ και τον νεαρόν υπηρέτην του, τους ωδήγησε στον οίκον του και τους έβαλε να καθίσουν εις τιμητικήν θέσιν μεταξύ των άλλων εβδομήκοντα περίπου προσκεκλημένων επισήμων ανδρών.

Α Βασ. 9,23        καὶ εἶπε Σαμουὴλ τῷ μαγείρῳ· δός μοι τὴν μερίδα, ἣν ἔδωκά σοι, ἣν εἶπά σοι θεῖναι αὐτὴν παρά σοι.

Α Βασ. 9,23              Είπε δε ο Σαμουήλ στον μάγειρον· “δος μου την μερίδα του κρέατος, την οποίαν σου έδωκα και δια την οποίαν σου είπα να την θέσης κατά μέρος”.

Α Βασ. 9,24        καὶ ἥψησεν ὁ μάγειρος τὴν κωλέαν, καὶ παρέθηκεν αὐτὴν ἐνώπιον Σαούλ· καὶ εἶπε Σαμουὴλ τῷ Σαούλ· ἰδοὺ ὑπόλειμμα, παράθες αὐτὸ ἐνώπιόν σου καὶ φάγε, ὅτι εἰς μαρτύριον τέθειταί σοι παρὰ τοὺς ἄλλους· ἀπόκνιζε. καὶ ἔφαγε Σαοὺλ μετὰ Σαμουὴλ ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ.

Α Βασ. 9,24              Ο μάγειρος είχε ψήσει την μερίδα αυτήν, η οποία ήτο το παχύ σαρκώδες μέρος του μηρού, και την παρέθεσε πλησίον του Σαμουήλ. Ο Σαμουήλ είπεν στον Σαούλ· “ιδού, αυτή η μερίς έχει φυλαχθή δια σέ. Παρε την εμπρός σου και φάγε, διότι αυτή είναι δείγμα, που μαρτυρεί την ιδιαιτέραν μου προτίμησιν προς σέ, και τίθεται εμπρός σου επί παρουσία όλων των άλλων. Φαγε λοιπόν”. Και έφαγε πράγματι ο Σαούλ κατά την ημέραν εκείνην μαζή με τον Σαμουήλ.

Α Βασ. 9,25        καὶ κατέβη ἐκ τῆς Βαμᾶ εἰς τὴν πόλιν· καὶ διέστρωσαν τῷ Σαοὺλ ἐπὶ τῷ δώματι, καὶ ἐκοιμήθη.

Α Βασ. 9,25              Ο Σαμουήλ κατέβη από το ύψωμα του λόφου μαζή με τον Σαούλ και τον δούλον του εις την πόλιν. Διέταξε δε να στρώσουν δια τον Σαούλ στο επάνω διαμέρισμα του σπιτιού. Του έστρωσαν και εκεί εκοιμήθη.

Α Βασ. 9,26        καὶ ἐγένετο ὡς ἀνέβαινεν ὁ ὄρθρος, καὶ ἐκάλεσε Σαμουὴλ τὸν Σαοὺλ ἐπὶ τῷ δώματι λέγων· ἀνάστα, καὶ ἐξαποστελῶ σε· καὶ ἀνέστη Σαούλ, καὶ ἐξῆλθεν αὐτὸς καὶ Σαμουὴλ ἕως ἔξω.

Α Βασ. 9,26              Οταν εξημέρωσεν, ο Σαμουήλ εκάλεσε τον Σαούλ από το δώμα, στο οποίον εκοιμάτο, και του είπε· “σήκω, θα σε αφήσω τώρα ελεύθερον να φύγης”. Ο Σαούλ εσηκώθη και εξήλθον μαζή με τον Σαμουήλ έξω από την πόλιν.

Α Βασ. 9,27        αὐτῶν καταβαινόντων εἰς μέρος τῆς πόλεως καὶ Σαμουὴλ εἶπε τῷ Σαούλ· εἰπὸν τῷ νεανίσκῳ καὶ διελθέτω ἔμπροσθεν ἡμῶν, καὶ σὺ στῆθι ὡς σήμερον καὶ ἄκουσον ῥῆμα Θεοῦ.

Α Βασ. 9,27              Οταν κατέβαιναν στο άκρον της πόλεως, ο Σαμουήλ είπεν στον Σαούλ· “πες στον νεαρόν δούλον σου να προχωρήση εμπρός από ημάς, συ δε στάσου τώρα εδώ, και πρόσεξε να ακούσης τον λόγον του Κυρίου”.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10- Ο ΣΑΜΟΥΗΛ ΧΡΙΕΙ ΤΟ ΣΑΟΥΛ ΒΑΣΙΛΙΑ

                                    Ο Σαμουήλ χρίσει το Σαούλ βασιλιά

Α Βασ. 10,1        Καὶ ἔλαβε Σαμουὴλ τὸν φακὸν τοῦ ἐλαίου καὶ ἐπέχεεν ἐπὶ τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ καὶ ἐφίλησεν αὐτὸν καὶ εἶπεν αὐτῷ· οὐχὶ κέκχρικέ σε Κύριος εἰς ἄρχοντα ἐπὶ τὸν λαὸν αὐτοῦ, ἐπὶ Ἰσραήλ; καὶ σὺ ἄρξεις ἐν λαῷ Κυρίου, καὶ σὺ σώσεις αὐτὸν ἐκ χειρὸς ἐχθρῶν αὐτοῦ κυκλόθεν.

Α Βασ. 10,1               Ο Σαμουήλ επήρε τότε το δοχείον του ελαίου και έχυσε επάνω εις την κεφαλήν του Σαούλ, τον εφίλησε και του είπεν· “ο Κυριος σε δεν έχει χρίσει άρχοντα και βασιλέα στον ισραηλιτικόν λαόν του; Ναι, συ θα είσαι αρχηγός του λαού του Κυρίου· συ θα σώσης αυτόν από τα χέρια των γύρω εχθρών του.

Α Βασ. 10,2        καὶ τοῦτό σοι τὸ σημεῖον ὅτι ἔχρισέ σε Κύριος ἐπὶ κληρονομίαν αὐτοῦ εἰς ἄρχοντα· ὡς ἂν ἀπέλθῃς σήμερον ἀπ᾿ ἐμοῦ, καὶ εὑρήσεις δύο ἄνδρας πρὸς τοῖς τάφοις Ῥαχὴλ ἐν τῷ ὄρει Βενιαμὶν ἁλλομένους μεγάλα, καὶ ἐροῦσί σοι· εὕρηνται αἱ ὄνοι, ἃς ἐπορεύθητε ζητεῖν, καὶ ἰδοὺ ὁ πατήρ σου ἀποτετίνακται τὸ ῥῆμα τῶν ὄνων καὶ ἐδαψιλεύσατο δι᾿ ὑμᾶς λέγων· τί ποιήσω ὑπὲρ τοῦ υἱοῦ μου;

Α Βασ. 10,2               Αυτά δε είναι δια σε τα σημεία, από τα οποία θα πεισθής, ότι πράγματι ο Κυριος σε έχρισεν ως άρχοντα του εκλεκτού λαού του. Πρώτον· αμέσως μόλις σήμερον αναχωρήσης από εμέ, θα εύρης πλησίον στον τάφον της Ραχήλ, εις τα νοτία όρια της φυλής Βενιαμίν, δύο άνδρας που θα πηδούν από την χαράν των και οι οποίοι θα σου είπουν· Ευρέθησαν αι όνοι, τας οποίας επήγατε να αναζητήσετε, και ο πατήρ σου έπαυσε πλέον να ασχολήται με το ζήτημα των όνων. Εχει όμως κυριευθή από ανησυχίαν να εύρη σας και λέγει· Τι πρέπει να κάμω δια να εύρω τον υιόν μου;

Α Βασ. 10,3        καὶ ἀπελεύσῃ ἐκεῖθεν καὶ ἐπέκεινα ἥξεις ἕως τῆς δρυὸς Θαβὼρ καὶ εὑρήσεις ἐκεῖ τρεῖς ἄνδρας ἀναβαίνοντας πρὸς τὸν Θεὸν εἰς Βαιθήλ, ἕνα αἴροντα τρία αἰγίδια καὶ ἕνα αἴροντα τρία ἀγγεῖα ἄρτων καὶ ἕνα αἴροντα ἀσκὸν οἴνου.

Α Βασ. 10,3               Δεύτερον σημείον· θα φύγης από εκεί, θα προχωρήσης και θα φθάσης μέχρι της τοποθεσίας, η οποία λέγεται “Δρυς Θαβώρ”. Εκεί θα συναντήσης τρεις άνδρας, οι οποίοι θα ανέρχονται προς την Σκηνήν του Μαρτυρίου, εις την Βαιθήλ. Ο ένας από αυτούς θα οδηγή τρία ερίφια, ο δεύτερος θα φέρη τρία αγγεία, μέσα εις τα οποία θα υπάρχουν άρτοι, και ο τρίτος θα φέρη ένα ασκί με κρασί.

Α Βασ. 10,4        καὶ ἐρωτήσουσί σε τὰ εἰς εἰρήνην καὶ δώσουσί σοι δύο ἀπαρχὰς ἄρτων, καὶ λήψῃ ἐκ τῆς χειρὸς αὐτῶν.

Α Βασ. 10,4               Αυτοί θα σε χαιρετήσουν ειρηνικώς και θα σου δώσουν δύο άρτους, τους οποίους συ θα λάβης από τα χέρια των.

Α Βασ. 10,5        καὶ μετὰ ταῦτα εἰσελεύσῃ εἰς τὸν βουνὸν τοῦ Θεοῦ, οὗ ἐστιν ἐκεῖ τὸ ἀνάστημα τῶν ἀλλοφύλων, ἐκεῖ Νασὶβ ὁ ἀλλόφυλος. καὶ ἔσται ὡς ἂν εἰσέλθητε ἐκεῖ εἰς τὴν πόλιν, καὶ ἀπαντήσεις χορῷ προφητῶν καταβαινόντων ἐκ τῆς Βαμᾶ, καὶ ἔμπροσθεν αὐτῶν νάβλα καὶ τύμπανον καὶ αὐλὸς καὶ κινύρα, καὶ αὐτοὶ προφητεύοντες·

Α Βασ. 10,5               Τρίτον σημείον· έπειτα από αυτά θα ανεβής εις ένα ύψωμα αφιερωμένον στον Θεόν, όπου υπάρχει κάποιο φυλάκιον των Φιλισταίων. Εκεί είναι ο Φιλισταίος Νασίβ. Θα συμβή δε τούτο· Οταν εισέλθετε εις την πόλιν, επάνω στο ύψωμα, θα συναντήσης μία ομάδα προφητών, οι οποίοι θα κατεβαίνουν από αυτό το ύψωμα. Εμπρός από αυτούς θα προηγούνται μουσικά όργανα, λύρα, τύμπανον, αυλός και κιθάρα. Η ομάς αυτή των προφητών θα προφέρη λόγια ιερά και ιερά άσματα, από την έμπνευσιν του Πνεύματος του Κυρίου.

Α Βασ. 10,6        καὶ ἐφαλεῖται ἐπὶ σὲ πνεῦμα Κυρίου, καὶ προφητεύσεις μετ᾿ αὐτῶν καὶ στραφήσῃ εἰς ἄνδρα ἄλλον.

Α Βασ. 10,6               Τοτε θα έλθη έξαφνα και εις σε και θα σε καταλάβη Πνεύμα Κυρίου και μαζή με αυτούς θα λέγης και συ ιερά λόγια και ιερά άσματα. Θα γίνης άλλος άνθρωπος.

Α Βασ. 10,7        καὶ ἔσται ὅταν ἥξει τὰ σημεῖα ταῦτα ἐπὶ σέ, ποίει πάντα, ὅσα ἐὰν εὕρῃ ἡ χείρ σου, ὅτι Θεὸς μετὰ σοῦ.

Α Βασ. 10,7               Οταν δε πραγματοποιηθούν εις σε αυτά τα τρία σημεία, κάμε όλα όσα αι περιστάσεις σου επιβάλλουν, διότι ο Κυριος είναι πλέον μαζή σου.

Α Βασ. 10,8        καὶ καταβήσῃ ἔμπροσθεν τῆς Γαλγάλ, καὶ ἰδοὺ καταβαίνω πρός σε ἀνενεγκεῖν ὁλοκαύτωσιν καὶ θυσίας εἰρηνικάς· ἑπτὰ ἡμέρας διαλείψεις ἕως τοῦ ἐλθεῖν με πρός σε, καὶ γνωρίσω σοι ἃ ποιήσεις.

Α Βασ. 10,8               Κατόπιν θα προχωρήσης εμπρός και θα έλθης εις Γαλγαλα. Σου δηλώνω δε ότι θα έλθω και εγώ εκεί προς σέ, δια να προσφέρω ολοκαυτώματα και γενικάς θυσίας προς τον Θεόν. Θα περιμένης επτά ημέρας μέχρις ότου έλθω και εγώ εκεί, όπου και θα σου είπω, τι πρέπει να κάμης”.

Α Βασ. 10,9        καὶ ἐγενήθη ὥστε ἐπιστραφῆναι τῷ ὤμῳ αὐτοῦ ἀπελθεῖν ἀπὸ Σαμουήλ, μετέστρεψεν αὐτῷ ὁ Θεὸς καρδίαν ἄλλην· καὶ ἦλθε πάντα τὰ σημεῖα ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ.

Α Βασ. 10,9               Αμέσως μόλις ο Σαούλ, έκπληκτος δι' όσα ήκουσε, έστρεψε τα νώτα του δια να αναχωρήση από τον Σαμουήλ, ο Θεός μετέβαλε αυτού την καρδίαν, ώστε να γίνη ο Σαούλ άλλος άνθρωπος. Επραγματοποιήθησαν δε κατά την ημέραν εκείνην όλα εκείνα τα σημεία, που του είχε προείπει ο Σαμουήλ.

Α Βασ. 10,10      καὶ ἔρχεται ἐκεῖθεν εἰς τὸν βουνόν, καὶ ἰδοὺ χορὸς προφητῶν ἐξεναντίας αὐτοῦ· καὶ ἥλατο ἐπ᾿ αὐτὸν πνεῦμα Θεοῦ, καὶ προεφήτευσεν ἐν μέσῳ αὐτῶν.

Α Βασ. 10,10             Ηλθεν από εκεί ο Σαούλ στο υψωμα και ιδού μία ομάς προφητών απέναντί του. Επεσεν εις αυτόν Πνεύμα Θεού και εδίδασκε και αυτός εν μέσω αυτών λόγια Θεού.

Α Βασ. 10,11      καὶ ἐγενήθησαν πάντες οἱ εἰδότες αὐτὸν ἐχθὲς καὶ τρίτης καὶ εἶδον καὶ ἰδοὺ αὐτὸς ἐν μέσῳ τῶν προφητῶν. καὶ εἶπεν ὁ λαὸς ἕκαστος πρὸς τὸν πλησίον αὐτοῦ· τί τοῦτο τὸ γεγονὸς τῷ υἱῷ Κίς; ἦ καὶ Σαοὺλ ἐν προφήταις;

Α Βασ. 10,11              Ολοι δε εκείνοι, οι οποίοι εγνώριζον αυτόν προηγουμένως και είδον και ιδού ότι αυτός ευρίσκετο εν μέσω των προφητών προφητεύων, διηρωτήθησαν και έλεγεν ο ένας προς τον άλλον· “τι είναι αυτό το οποίον συνέβη στο παιδί του Κις; Πράγματι και ο Σαούλ ανήκει εις την τάξιν των προφητών;”

Α Βασ. 10,12      καὶ ἀπεκρίθη τις αὐτῶν καὶ εἶπε· καὶ τίς πατὴρ αὐτοῦ; καὶ διὰ τοῦτο ἐγενήθη εἰς παραβολήν, ἦ καὶ Σαοὺλ ἐν προφήταις;

Α Βασ. 10,12             Καποιος δε από τον λαόν απεκρίθη περιφρονητικώς και είπε· “ποιός είναι ο πατέρας του;” Δια τούτο η φράσις αυτή “πράγματι και ο Σαούλ είναι μεταξύ των προφητών;” Εγινε πλέον παροιμιώδης μεταξύ των Ισραηλιτών.

Α Βασ. 10,13      καὶ συνετέλεσε προφητεύων καὶ ἔρχεται εἰς τὸν βουνόν.

Α Βασ. 10,13             Οταν ο Σαούλ ετελείωσε τους ιερούς λόγους, μετέβη στο ύψωμα του Θεού.

Α Βασ. 10,14      καὶ εἶπεν ὁ οἰκεῖος αὐτοῦ πρὸς αὐτὸν καὶ πρὸς τὸ παιδάριον αὐτοῦ· ποῦ ἐπορεύθητε; καὶ εἶπαν· ζητεῖν τὰς ὄνους· καὶ εἴδαμεν ὅτι οὐκ εἰσί, καὶ εἰσήλθομεν πρὸς Σαμουήλ.

Α Βασ. 10,14             Ενας συγγενής του είπεν εις αυτόν και στον νεαρόν δούλον του· “που επήγατε;” Εκείνοι απάντησαν· “επήγαμεν εις αναζήτησιν των όνων. Επειδή όμως δεν τους ευρήκαμε πουθενά, επανήλθομεν εις την πόλιν όπου ήτο ο Σαμουήλ”.

Α Βασ. 10,15      καὶ εἶπεν ὁ οἰκεῖος πρὸς Σαούλ· ἀπάγγειλον δή μοι, τί εἶπέ σοι Σαμουήλ;

Α Βασ. 10,15             Ο συγγενής αυτός του Σαούλ είπεν στον Σαούλ· “πές μου λοιπόν, τι είπεν εις σε ο Σαμουήλ;”

Α Βασ. 10,16      καὶ εἶπε Σαοὺλ πρὸς τὸν οἰκεῖον αὐτοῦ· ἀπήγγειλεν ἀπαγγέλλων μοι ὅτι εὕρηνται αἱ ὄνοι. τὸ δὲ ῥῆμα τῆς βασιλείας οὐκ ἀπήγγειλεν αὐτῷ.

Α Βασ. 10,16             Ο Σαούλ απήντησε προς τον συγγενή του· “μας επληροφόρησεν ότι ευρέθησαν αι όνοι”. Το ζήτημα της βασιλείας δεν το ανέφερεν στον συγγενή του.

Α Βασ. 10,17      Καὶ παρήγγειλε Σαμουὴλ παντὶ τῷ λαῷ πρὸς Κύριον εἰς Μασσηφὰθ

Α Βασ. 10,17             Ο Σαμουήλ παρήγγειλλε και ήλθεν όλος ο λαός ο ισραηλιτικός εις Μασσηφάθ ενώπιον του Κυρίου.

Α Βασ. 10,18      καὶ εἶπε πρὸς υἱοὺς Ἰσραήλ· τάδε εἶπε Κύριος ὁ Θεὸς Ἰσραὴλ λέγων· ἐγὼ ἀνήγαγον τοὺς υἱοὺς Ἰσραὴλ ἐξ Αἰγύπτου καὶ ἐξειλάμην ὑμᾶς ἐκ χειρὸς Φαραὼ βασιλέως Αἰγύπτου καὶ ἐκ πασῶν τῶν βασιλειῶν τῶν θλιβουσῶν ὑμᾶς·

Α Βασ. 10,18             Είπε δε προς τους συγκεντρωθέντος Ισραηλίτας· “αυτά λέγει ο Κυριος ο Θεός του Ισραηλιτικού λαού· Εγώ έβγαλα ελευθέρους τους Ισραηλίτας από την Αίγυπτον· σας έβγαλα από τα χέρια του Φαραώ του βασιλέως της Αιγύπτου και κατόπιν σας έσωσα από όλα τα έθνη, τα οποία σας κατέθλιβον.

Α Βασ. 10,19      καὶ ὑμεῖς σήμερον ἐξουδενήκατε τὸν Θεόν, ὃς αὐτός ἐστιν ὑμῶν σωτὴρ ἐκ πάντων τῶν κακῶν ὑμῶν καὶ θλίψεων ὑμῶν, καὶ εἴπατε· οὐχί, ἀλλ᾿ ἢ ὅτι βασιλέα καταστήσεις ἐφ᾿ ἡμῶν· καὶ νῦν κατάστητε ἐνώπιον Κυρίου κατὰ τὰ σκῆπτρα ὑμῶν καὶ κατὰ τὰς φυλὰς ὑμῶν.

Α Βασ. 10,19             Σεις όμως σήμερα περιεφρονήσατε εμέ τον Θεόν σας, ο οποίος υπήρξα ο σωτήρ σας από όλας τας περιπετείας και τας συμφοράς σας, και είπατε· Τιποτε άλλο δεν θέλομεν πλην του να εγκαταστήσης βασιλέα εις ημάς. Παρουσιασθήτε λοιπόν ενώπιον του Κυρίου κατά φυλάς και κατά δήμους”.

Α Βασ. 10,20      καὶ προσήγαγε Σαμουὴλ πάντα τὰ σκῆπτρα Ἰσραήλ, καὶ κατακληροῦται σκῆπτρον Βενιαμίν·

Α Βασ. 10,20            Ο Σαμουηλ, προκειμένου να κάμη την εκλογήν του βασιλέως, διέταξε να προσέλθουν όλαι αι φυλαί των Ισραηλιτών. Εβαλε δε κλήρους και ο κλήρος έπεσεν εις την φυλήν του Βενιαμίν, εκ της οποίας θα έπρεπε να εκλεγή ο βασιλεύς.

Α Βασ. 10,21      καὶ προσάγει σκῆπτρον Βενιαμὶν εἰς φυλάς, καὶ κατακληροῦται φυλὴ Ματταρί· καὶ προσάγουσι τὴν φυλὴν Ματταρὶ εἰς ἄνδρας, καὶ κατακληροῦται Σαοὺλ υἱὸς Κίς. καὶ ἐζήτει αὐτόν, καὶ οὐχ εὑρίσκετο.

Α Βασ. 10,21             Προσήλθεν η φυλή Βενιαμίν κατά δήμους, έγινε πάλιν κλήρωσις και δια κλήρου ωρίσθη ο δήμος Ματταρί, από όπου έπρεπε να εκλεγή ο βασιλεύς. Ενεφανίσθη ο δήμος Ματταρί κατ' άνδρας και ερρίφθη κλήρος και ο κλήρος έπεσεν στον Σαούλ, τον υιόν του Κις. Ο Σαμουήλ εζήτει αυτόν αλλά δεν τον εύρικεν.

Α Βασ. 10,22      καὶ ἐπηρώτησε Σαμουὴλ ἔτι ἐν Κυρίῳ· εἰ ἔρχεται ὁ ἀνὴρ ἐνταῦθα; καὶ εἶπε Κύριος· ἰδοὺ αὐτὸς κέκρυπται ἐν τοῖς σκεύεσι.

Α Βασ. 10,22            Ο Σαμουήλ ηρώτησε και πάλιν τότε τον Κυριον· “θα έλθη αυτός ο άνθρωπος εδώ;” Ο Κυριος απήντησεν· “ιδού, αυτός είναι κρυμμένος εις τας αποσκευάς”.

Α Βασ. 10,23      καὶ ἔδραμε καὶ λαμβάνει αὐτὸν ἐκεῖθεν καὶ κατέστησεν ἐν μέσῳ τοῦ λαοῦ, καὶ ὑψώθη ὑπὲρ πάντα τὸν λαὸν ὑπερωμίαν καὶ ἐπάνω.

Α Βασ. 10,23            Ο Σαμουήλ έτρεξε, επήρεν αυτόν από εκεί και τον ετοποθέτησεν εν μέσω του Ισραηλιτικού λαού. Ο Σαούλ, χάρις στο μεγάλο ανάστημά του, ήτο υψηλότερος ανάμεσα εις όλους τους άλλους, από τους ώμους και επάνω, και διεκρίνετο μεταξύ των Ισραηλιτών.

Α Βασ. 10,24      καὶ εἶπε Σαμουὴλ πρὸς πάντα τὸν λαόν· εἰ ἑωράκατε ὃν ἐκλέλεκται ἑαυτῷ Κύριος, ὅτι οὐκ ἔστιν ὅμοιος αὐτῷ ἐν πᾶσιν ὑμῖν; καὶ ἔγνωσαν πᾶς ὁ λαὸς καὶ εἶπαν· ζήτω ὁ βασιλεύς.

Α Βασ. 10,24            Ο Σαμουήλ είπε προς όλον τον λαόν· “δεν είδατε αυτόν, τον οποίον ο Κυριος εξέλεξεν ως βασιλέα σας; Δεν υπάρχει άλλος όμοιος με αυτόν μεταξύ όλων των Ισραηλιτών”. Ολος ο λαός ανεγνώρισε και παρεδέχθη την εκλογήν αυτήν του βασιλέως και εφώναξαν· “ζήτω ο βασιλεύς”.

Α Βασ. 10,25      καὶ εἶπε Σαμουὴλ πρὸς τὸν λαὸν τὸ δικαίωμα τοῦ βασιλέως καὶ ἔγραψεν ἐν βιβλίῳ καὶ ἔθηκεν ἐνώπιον Κυρίου. καὶ ἐξαπέστειλε Σαμουὴλ πάντα τὸν λαόν, καὶ ἀπῆλθεν ἕκαστος εἰς τὸν τόπον αὐτοῦ.

Α Βασ. 10,25            Ανεκοίνωσε τότε ο Σαμουήλ στον λαόν τα δικαιώματα του βασιλέως και έγραψεν αυτά εις βιβλίον, το οποίον και ετοποθέτησε πλησίον εις την Ιεράν Κιβωτόν. Μετά ταύτα ο Σαμουήλ διέλυσεν όλον τον λαόν και ο κάθε Ισραηλίτης μετέβη εις την πόλιν του.

Α Βασ. 10,26      καὶ Σαοὺλ ἀπῆλθεν εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ εἰς Γαβαά· καὶ ἐπορεύθησαν υἱοὶ δυνάμεων, ὧν ἥψατο Κύριος καρδίας αὐτῶν μετὰ Σαούλ.

Α Βασ. 10,26            Και ο Σαούλ μετέβη στον οίκον του εις Γαβαά. Μερικοί δε γενναίοι άνδρες, των οποίων τας καρδίας ο Κυριος είχε παρακινήσει, επορεύθησαν μαζή με τον Σαούλ.

Α Βασ. 10,27      καὶ υἱοὶ λοιμοὶ εἶπαν· τίς σώσει ὑμᾶς οὗτος; καὶ ἠτίμασαν αὐτὸν καὶ οὐκ ἤνεγκαν αὐτῷ δῶρα.

Α Βασ. 10,27            Παρ όλα όμως αυτά τα σημεία ευρέθησαν και μερικοί ασεβείς άνθρωποι, οι οποίοι είπαν περιφρονητικώς· “ποίος είναι αυτός ο Σαούλ, ο οποίος θα μας σώση;” Ετσι δε περιεφρόνησαν τον Σαούλ και δεν προσέφεραν κανένα δώρον προς αυτόν ως προς βασιλέα.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11- Ο ΣΑΟΥΛ ΝΙΚΑΕΙ ΤΟΥΣ ΑΜΜΩΝΙΤΕΣ

                                    Ο Σαούλ νικάει τους Αμμωνίτες

Α Βασ. 11,1        Καὶ ἐγενήθη ὡς μετὰ μῆνα καὶ ἀνέβη Νάας ὁ Ἀμμανίτης καὶ παρεμβάλλει ἐπὶ Ἰαβὶς Γαλαάδ. καὶ εἶπαν πάντες οἱ ἄνδρες Ἰαβὶς πρὸς Νάας τὸν Ἀμμανίτην· διάθου ἡμῖν διαθήκην, καὶ δουλεύσομέν σοι.

Α Βασ. 11,1                Ενα μήνα έπειτα από τα γεγονότα αυτά ο Ναας ο βασιλεύς των Αμμωνιτών επροχώρησε με στρατόν προς βορράν και εστρατοπέδευσε πλησίον της Ιαβίς της πρωτευούσης της χώρας Γαλαάδ. Οι Ισραηλίται, οι κάτοικοι της Ιαβίς, είπαν προς τον Ναας τον Αμμωνίτην· “κάμε συμφωνίαν φιλίας με ημάς και ημείς θα γίνωμεν δούλοι σου.

Α Βασ. 11,2        καὶ εἶπε πρὸς αὐτοὺς Νάας ὁ Ἀμμανίτης· ἐν ταύτῃ διαθήσομαι διαθήκην ὑμῖν, ἐν τῷ ἐξορύξαι ὑμῶν πάντα ὀφθαλμὸν δεξιόν, καὶ θήσομαι ὄνειδος ἐπὶ Ἰσραήλ.

Α Βασ. 11,2               Ο Ναας με αγερωχίαν πολλήν απήντησε προς αυτούς· “ιδού υπό ποίον όρον θα κλείσω συμφωνίαν φιλίας μαζή σας· αν θα βγάλω το δέξι μάτι από όλους τους Ισραηλίτας και έτσι θα προσάψω εντροπήν εις όλον τον λαόν του Ισραήλ”.

Α Βασ. 11,3        καὶ λέγουσιν αὐτῷ οἱ ἄνδρες Ἰαβίς· ἄνες ἡμῖν ἑπτὰ ἡμέρας, καὶ ἀποστελοῦμεν ἀγγέλους εἰς πᾶν ὅριον Ἰσραήλ· ἐὰν μὴ ᾖ ὁ σώζων ἡμᾶς, ἐξελευσόμεθα πρὸς ὑμᾶς.

Α Βασ. 11,3                Οι κάτοικοι της Ιαβίς απήντησαν εις αυτόν· “δώσε μας προθεσμίαν επτά ημερών, δια να στείλωμεν αγγελιοφόρους εις όλην την χώραν των Ισραηλιτών. Εάν δε δεν παρουσιασθή κανείς να μας σώση, θα εξέλθωμεν και θα παραδοθώμεν χωρίς όρους εις τα χέρια σας”.

Α Βασ. 11,4        καὶ ἔρχονται οἱ ἄγγελοι εἰς Γαβαὰ πρὸς Σαοὺλ καὶ λαλοῦσι τοὺς λόγους εἰς τὰ ὦτα τοῦ λαοῦ, καὶ ᾖραν πᾶς ὁ λαὸς τὴν φωνὴν αὐτῶν καὶ ἔκλαυσαν.

Α Βασ. 11,4               Αγγελιαφόροι της Ιαβίς μετέβησαν εις Γαβαά, πλησίον του Σαούλ, και ανέφεραν την δεινήν θέσιν των ενώπιον όλου του εκεί λαού. Ολος ο λαός, μόλις ήκουσαν την φοβεράν θέσιν των, εφώναξαν δυνατά και έκλαυσαν.

Α Βασ. 11,5        καὶ ἰδοὺ Σαοὺλ ἤρχετο μετὰ τὸ πρωΐ ἐξ ἀγροῦ, καὶ εἶπε Σαούλ· τί ὅτι κλαίει ὁ λαός; καὶ διηγοῦνται αὐτῷ τὰ ῥήματα τῶν ἀνδρῶν Ἰαβίς.

Α Βασ. 11,5                Και ιδού, ο Σαούλ επέστρεφεν από τους αγρούς του, όταν η ημέρα είχε πλέον προχωρήσει. Ηρώτησε τότε· “διατί κλαίει αυτός ο λαός;” Ανέφεραν εις αυτόν τα λόγια των κατοίκων της Ιαβίς.

Α Βασ. 11,6        καὶ ἐφήλατο πνεῦμα Κυρίου ἐπὶ Σαοὺλ ὡς ἤκουσε τὰ ῥήματα ταῦτα, καὶ ἐθυμώθη ἐπ᾿ αὐτοὺς ὀργῇ αὐτοῦ σφόδρα.

Α Βασ. 11,6               Ο Σαούλ, αμέσως μόλις ήκουσε τα λόγια αυτά, συνηρπάσθη από πνεύμα Θεού, ωργίσθη με πάρα πολύ μεγάλον θυμόν εναντίον των Αμμωνιτών και του Ναας.

Α Βασ. 11,7        καὶ ἔλαβε δύο βόας καὶ ἐμέλισεν αὐτὰς καὶ ἀπέστειλεν εἰς πᾶν ὅριον Ἰσραὴλ ἐν χειρὶ ἀγγέλων λέγων· ὃς οὐκ ἔστιν ἐκπορευόμενος ὀπίσω Σαοὺλ καὶ ὀπίσω Σαμουήλ, κατὰ τάδε ποιήσουσι τοῖς βουσὶν αὐτοῦ. καὶ ἐπῆλθεν ἔκστασις Κυρίου ἐπὶ τὸν λαὸν Ἰσραήλ, καὶ ἐβόησαν ὡς ἀνὴρ εἷς.

Α Βασ. 11,7                Επήρε δύο αγελάδας τας διεμέλισε και τα κομμάτια των απέστειλε με αγγελιαφόρους εις όλην την περιοχήν του Ισραηλιτικού λαού λέγων· “εκείνος, που δεν θα ακολουθήση τον Σαούλ και τον Σαμουήλ στον πόλεμον εναντίον των Αμμωνιτών, αυτός θα τιμωρηθή· αυτήν την τύχην θα έχουν τα βόδια του”. Τρόμος δε από Θεού έπεσεν εις όλον τον ισραηλιτικόν λαόν και όλοι εφώναζαν, ως εάν ήσαν ενας άνθρωπος, και εδέχθησαν την πρόσκλησιν του Σαούλ.

Α Βασ. 11,8        καὶ ἐπισκέπτεται αὐτοὺς Ἀβιεζὲκ ἐν Βαμᾷ, πάντα ἄνδρα Ἰσραὴλ ἑξακοσίας χιλιάδας καὶ ἄνδρας Ἰούδα ἑβδομήκοντα χιλιάδας.

Α Βασ. 11,8               Συνεκέντρωσεν ο Σαούλ εις Αβιεζέκ, η οποία ευρίσκετο εις υψηλόν τόπον, όλους τους Ισραηλίτας, οι οποίοι ανήλθον εις εξακοσίας χιλιάδας ανδρών. Μονη η φυλή του Ιούδα έδωσε στρατιώτας, οι οποίοι ανήλθον εις εβδομήκοντα χιλιάδας άνδρας.

Α Βασ. 11,9        καὶ εἶπε τοῖς ἀγγέλοις τοῖς ἐρχομένοις· τάδε ἐρεῖτε τοῖς ἀνδράσιν Ἰαβίς· αὔριον ὑμῖν ἡ σωτηρία διαθερμάναντος τοῦ ἡλίου. καὶ ἦλθον οἱ ἄγγελοι εἰς τὴν πόλιν καὶ ἀπαγγέλλουσι τοῖς ἀνδράσιν Ἰαβίς, καὶ εὐφράνθησαν.

Α Βασ. 11,9               Ο Σαούλ είπε τότε στους αγγελιαφόρους της Ιαβίς· “αυτά θα πήτε στους κατοίκους της Ιαβίς· Αύριον το πρωϊ, μόλις ο ήλιος αρχίση να θερμαίνη, η σωτηρία σας θα γίνη πραγματικότης”. Οι αγγελιαφόροι ήλθον εις την πόλιν των την Ιαβίς και ανήγγειλαν στους κατοίκους αυτά, και όλοι εχάρησαν.

Α Βασ. 11,10      καὶ εἶπον οἱ ἄνδρες Ἰαβὶς πρὸς Νάας τὸν Ἀμμανίτην· αὔριον ἐξελευσόμεθα πρὸς ὑμᾶς, καὶ ποιήσετε ἡμῖν τὸ ἀγαθὸν ἐνώπιον ὑμῶν.

Α Βασ. 11,10              Οι κάτοικοι της Ιαβίς είπαν στον Ναας τον Αμμωνίτην· “αύριον θα εξέλθωμεν από την πόλιν μας και κάμετέ μας, όπως σας αρέσει”.

Α Βασ. 11,11      καὶ ἐγενήθη μετὰ τὴν αὔριον καὶ ἔθετο Σαοὺλ τὸν λαὸν εἰς τρεῖς ἀρχάς, καὶ εἰσπορεύονται μέσον τῆς παρεμβολῆς ἐν φυλακῇ τῇ ἑωθινῇ καὶ ἔτυπτον τοὺς υἱοὺς Ἀμμὼν ἕως διεθερμάνθη ἡ ἡμέρα, καὶ ἐγενήθη καὶ ὑπολελειμμένοι διεσπάρησαν, καὶ οὐχ ὑπελείφθησαν ἐν αὐτοῖς δύο κατὰ τὸ αὐτό.

Α Βασ. 11,11              Κατά την επομένην ημέραν ο Σαούλ διήρεσε τον στρατόν του εις τρία τμήματα και επετέθη με δύναμιν στο κέντρον της παρατάξεως των Αμμωνιτών κατά τας πρωϊνάς ώρας. Οι Ισραηλίται θαρραλέοι εκτυπούσαν και εφόνευαν τους εχθρούς των, μέχρις ότου εζέστανεν η ημέρα. Οι απομείναντες από τους Αμμωνίτας διεσκορπίσθησαν και εκυριεύθησαν από τόσον μεγάλον φόβον, ώστε δεν υπήρχον ούτε δύο μαζή.

Α Βασ. 11,12      καὶ εἶπεν ὁ λαὸς πρὸς Σαμουήλ· τίς ὁ εἴπας ὅτι Σαοὺλ οὐ βασιλεύσει ἡμῶν; παράδος τοὺς ἄνδρας, καὶ θανατώσομεν αὐτούς.

Α Βασ. 11,12              Ο λαός είπε τότε προς τον Σαμουήλ· “ποίοι είναι αυτοί, οι οποίοι είπαν ότι ο Σαούλ δεν θα είναι βασιλεύς μας; Φέρετε αυτούς τους άνδρας εδώ, δια να τους φονεύσωμεν”.

Α Βασ. 11,13      καὶ εἶπε Σαούλ· οὐκ ἀποθανεῖται οὐδεὶς ἐν τῇ ἡμέρᾳ ταύτῃ, ὅτι σήμερον ἐποίησε Κύριος σωτηρίαν ἐν Ἰσραήλ.

Α Βασ. 11,13              Ο Σαούλ όμως είπε· “κανείς δεν θα φονευθή κατά την ημέραν αυτήν, διότι σήμερον ο Κυριος έστειλε την σωτηρίαν στον ισραηλιτικόν λαόν”.

Α Βασ. 11,14      καὶ εἶπε Σαμουὴλ πρὸς τὸν λαὸν λέγων· πορευθῶμεν εἰς Γάλγαλα, καὶ ἐγκαινίσωμεν ἐκεῖ τὴν βασιλείαν.

Α Βασ. 11,14              Ο Σαμουήλ είπε προς τον λαόν· “ας πάμε εις τα Γαλγαλα, δια να εγκαινιάσωμεν επισήμως την εκλογήν του Σαούλ ως βασιλέως”.

Α Βασ. 11,15      καὶ ἐπορεύθη πᾶς ὁ λαὸς εἰς Γάλγαλα, καὶ ἔχρισε Σαμουὴλ ἐκεῖ τὸν Σαοὺλ εἰς βασιλέα ἐνώπιον Κυρίου ἐν Γαλγάλοις καὶ ἔθυσεν ἐκεῖ θυσίας καὶ εἰρηνικὰς ἐνώπιον Κυρίου· καὶ εὐφράνθη Σαμουὴλ καὶ πᾶς Ἰσραὴλ ὥστε λίαν.

Α Βασ. 11,15              Πράγματι μετέβησαν εις τα Γαλγαλα, όπου ο Σαμουήλ έχρισε δι' ελαίου τον Σαούλ βασιλέα εις τα Γαλγαλα ενώπιον του Θεού. Εκεί ο Σαμουήλ προσέφερε διαφόρους θυσίας και θυσίας ειρηνικάς προς τον Κυριον. Ηυφράνθησαν δε πάρα πολύ ο Σαμουήλ και όλος ο ισραηλιτικός λαός.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12- Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ ΣΑΜΟΥΗΛ ΠΡΟΣ ΤΟ ΛΑΟ

ΚΑΙ Η ΑΠΟΧΩΡΗΣΗ ΤΟΥ

                                    Η τελευταία ομιλία προς το λαό και η αποχώρησή του

Α Βασ. 12,1        Καὶ εἶπε Σαμουὴλ πρὸς πάντα Ἰσραήλ· ἰδοὺ ἤκουσα φωνῆς ὑμῶν εἰς πάντα, ὅσα εἴπατέ μοι, καὶ ἐβασίλευσα ἐφ᾿ ὑμᾶς βασιλέα.

Α Βασ. 12,1               Είπε τότε ο Σαμουήλ προς όλους τους Ισραηλίτας· “ιδού, εγώ ήκουσα το αίτημά σας, όλα όσα μου είπατε, και εγκατέστησα ως κυβερνήτην σας βασιλέα.

Α Βασ. 12,2        καὶ νῦν ἰδοὺ ὁ βασιλεὺς διαπορεύεται ἐνώπιον ὑμῶν, κἀγὼ γεγήρακα καὶ καθήσομαι, καὶ οἱ υἱοί μου ἰδοὺ ἐν ὑμῖν· κἀγὼ ἰδοὺ διελήλυθα ἐνώπιον ὑμῶν ἐκ νεότητος καὶ ἕως τῆς ἡμέρας ταύτης.

Α Βασ. 12,2               Και τώρα ιδού, ο βασιλεύς σας πηγαινοέρχεται αναμεταξύ σας. Εγώ όμως έχω γηράσει πλέον και πρέπει να αναπαυθώ. Τα παιδιά μου ευρίσκονται μεταξύ σας, χωρίς να έχουν καμμίαν αξίωσιν δια να με διαδεχθούν εις την εξουσίαν. Εγώ επέρασα την ζωήν μου ενώπιόν σας από της νεότητός έως την ημέραν αυτήν.

Α Βασ. 12,3        ἰδοὺ ἐγώ, ἀποκρίθητε κατ᾿ ἐμοῦ ἐνώπιον Κυρίου καὶ ἐνώπιον χριστοῦ αὐτοῦ· μόσχον τίνος εἴληφα ἢ ὄνον τίνος εἴληφα ἢ τίνα κατεδυνάστευσα ὑμῶν ἢ τίνα ἐξεπίεσα ἢ ἐκ χειρὸς τίνος εἴληφα ἐξίλασμα καὶ ὑπόδημα; ἀποκρίθητε κατ᾿ ἐμοῦ, καὶ ἀποδώσω ὑμῖν.

Α Βασ. 12,3               Ιδού εγώ θέτω τώρα τον εαυτόν μου και την συμπεριφοράν μου ως Κριτού υπό την κρίσιν σας. Ενώπιον του Θεού και του βασιλέως είπατε ελεύθερα, εάν έχετε κανένα παράπονον εναντίον μου. Μηπως τυχόν και αφήρεσα τον μόσχον από κανένα σας, η τον όνον του; Μηπως ετυράννησα η απλώς επίεσα κανένα από σας; Μηπως επήρα δώρον από κάποιον, δια να εξιλεωθή αυτός απέναντί μου η επήρα έστω και υποδήματα; Εάν σας έχω αδικήσει είπέτε το, δια να επιστρέψω εις σας ο,τι αδίκως έλαβα”.

Α Βασ. 12,4        καὶ εἶπαν πρὸς Σαμουήλ· οὐκ ἠδίκησας ἡμᾶς καὶ οὐ κατεδυνάστευσας ἡμᾶς καὶ οὐκ ἔθλασας ἡμᾶς καὶ οὐκ εἴληφας ἐκ χειρὸς οὐδενὸς οὐδέν.

Α Βασ. 12,4               Ο ισραηλιτικός λαός απήντησε προς τον Σαμουήλ· “ούτε μας ηδίκησες, ούτε μας ετυράννησες, ούτε μας συνέτριψες και τίποτε δεν επήρες από τα χέρια κανενός”.

Α Βασ. 12,5        καὶ εἶπε Σαμουὴλ πρὸς τὸν λαόν· μάρτυς Κύριος ἐν ὑμῖν καὶ μάρτυς χριστὸς αὐτοῦ σήμερον ἐν ταύτῃ τῇ ἡμέρᾳ, ὅτι οὐχ εὑρήκατε ἐν χειρί μου οὐδέν. καὶ εἶπαν· μάρτυς.

Α Βασ. 12,5               Ο Σαμουήλ είπε τότε προς τον λαόν· “επομένως είναι μάρτυς ενώπιόν σας ο Κυριος και ο χρισθείς βασιλεύς Σαούλ κατά την ημέραν αυτήν, ότι τίποτε το άδικον δεν ευρήκατε εις την ζωήν μου και τας χείράς μου”. Ο λαός απήντησε· “ναι, μάρτυρες των όσων είπομεν είναι ο Θεός και ο βασιλεύς μας”.

Α Βασ. 12,6        καὶ εἶπε Σαμουὴλ πρὸς τὸν λαὸν λέγων· μάρτυς Κύριος ὁ ποιήσας τὸν Μωυσῆν καὶ τὸν Ἀαρών, ὁ ἀναγαγὼν τοὺς πατέρας ἡμῶν ἐξ Αἰγύπτου.

Α Βασ. 12,6               Ο Σαμουήλ ωμίλησε τότε προς τον λαόν και είπε· “μάρτυς είναι πράγματι ο Κυριος, ο οποίος έφερεν εις την ζωήν τον Μωϋσήν και τον Ααρών και ο οποίος έβγαλε τους προγόνους μας από την Αίγυπτον.

Α Βασ. 12,7        καὶ νῦν κατάστητε, καὶ δικάσω ὑμᾶς ἐνώπιον Κυρίου καὶ ἀπαγγελῶ ὑμῖν τὴν πᾶσαν δικαιοσύνην Κυρίου, ἃ ἐποίησεν ἐν ὑμῖν καὶ ἐν τοῖς πατράσιν ὑμῶν·

Α Βασ. 12,7               Και τώρα ελάτε και σταθήτε να σας δικάσω ενώπιον του Κυρίου και να διακηρύξω την αχαριστίαν σας απέναντι της καλωσύνης του Κυρίου και της δικαιοσύνης την οποίαν ο Κυριος έδειξεν εις σας και στους προγόνους σας.

Α Βασ. 12,8        ὡς εἰσῆλθεν Ἰακὼβ καὶ οἱ υἱοὶ αὐτοῦ εἰς Αἴγυπτον, καὶ ἐταπείνωσεν αὐτοὺς Αἴγυπτος, καὶ ἐβόησαν οἱ πατέρες ἡμῶν πρὸς Κύριον, καὶ ἀπέστειλε Κύριος τὸν Μωυσῆν καὶ τὸν Ἀαρὼν καὶ ἐξήγαγον τοὺς πατέρας ἡμῶν ἐξ Αἰγύπτου καὶ κατῴκισεν αὐτοὺς ἐν τῷ τόπῳ τούτῳ.

Α Βασ. 12,8               Οταν ο Ιακώβ μαζή με τα παιδιά του εισήλθον εις την Αίγυπτον, οι Αιγύπτιοι τους επίεσαν και τους εξουθένωσαν. Τοτε οι πρόγονοί μας εβόησαν δια της προσευχής των προς τον Κυριον ζητούντες απελευθέρωσιν. Ο Κυριος έστειλε τον Μωϋσήν και τον Ααρών, οι οποίοι έβγαλαν πράγματι τους προπάτορας μας από την Αίγυπτον και τους έφερεν ο Θεός και τους εγκατέστησεν στον τόπον αυτόν, εις την γην της επαγγελίας.

Α Βασ. 12,9        καὶ ἐπελάθοντο Κυρίου τοῦ Θεοῦ αὐτῶν, καὶ ἀπέδοτο αὐτοὺς εἰς χεῖρας Σισάρᾳ ἀρχιστρατήγῳ Ἰαβὶν βασιλέως Ἀσὼρ καὶ εἰς χεῖρας ἀλλοφύλων καὶ εἰς χεῖρας βασιλέως Μωάβ, καὶ ἐπολέμησαν ἐν αὐτοῖς.

Α Βασ. 12,9               Εκείνοι όμως ελησμόνησαν τον Θεόν και δια τούτο ο Θεός τους παρέδωσεν ως δούλους εις τα χέρια του Σισάρα, του αρχιστρατήγου του βασιλέως Ιαβίν, ο οποίος είχε την έδραν του εις την πόλιν Ασώρ. Τους παρέδωσεν επίσης ως δούλους εις την εξουσίαν των Φιλισταίων και εις την εξουσίαν του βασιλέως των Μωαβιτών, εναντίον των οποίων και επολέμησαν, αλλά ματαίως.

Α Βασ. 12,10      καὶ ἐβόησαν πρὸς Κύριον καὶ ἔλεγον· ἡμάρτομεν, ὅτι ἐγκατελίπομεν τὸν Κύριον καὶ ἐδουλεύσαμεν τοῖς Βααλὶμ καὶ τοῖς ἄλσεσι· καὶ νῦν ἐξελοῦ ἡμᾶς ἐκ χειρὸς ἐχθρῶν ἡμῶν, καὶ δουλεύσομέν σοι.

Α Βασ. 12,10             Παρεκάλεσαν τότε τον Κυριον και εβόησαν προς αυτόν· Ημαρτήσαμεν, διότι εγκατελείψαμεν τον Κυριον και ελατρεύσαμεν τα αγάλματα του Βααλ, τα ιερά άλση και τα αγάλματα της Αστάρτης, και τώρα γλύτωσέ μας από τα χέρια των εχθρών μας και υποσχόμεθα να λατρεύσωμεν σέ.

Α Βασ. 12,11      καὶ ἀπέστειλε Κύριος τὸν Ἱεροβάαλ καὶ τὸν Βαρὰκ καὶ τὸν Ἰεφθάε καὶ τὸν Σαμουὴλ καὶ ἐξείλατο ἡμᾶς ἐκ χειρὸς ἐχθρῶν ἡμῶν τῶν κυκλόθεν, καὶ κατῳκεῖτε πεποιθότες.

Α Βασ. 12,11              Ο Κυριος έστειλε τότε ελευθερωτάς τους Κριτάς Γεδεών, Βαράκ, Ιεφθάε και εμέ τον Σαμουήλ και σας έβγαλεν από τα χέρια των γύρω εχθρών μας και έτσι τώρα σεις κατοικείτε εδώ ασφαλείς και ήσυχοι.

Α Βασ. 12,12      καὶ ἴδετε ὅτι Νάας βασιλεὺς υἱῶν Ἀμμὼν ἦλθεν ἐφ᾿ ὑμᾶς, καὶ εἴπατε· οὐχί, ἀλλ᾿ ἢ ὅτι βασιλεὺς βασιλεύσει ἐφ᾿ ἡμῶν· καὶ Κύριος ὁ Θεὸς ἡμῶν βασιλεὺς ἡμῶν.

Α Βασ. 12,12             Και όταν είδατε ότι ο βασιλεύς των Αμμωνιτών επήλθεν εναντίον σας, είπατε· Δεν θέλομεν παρά ο βασιλεύς να μας κυβερνά, αν και υπήρχε βασιλεύς ιδικός σας, ο Κυριος μας.

Α Βασ. 12,13      καὶ νῦν ἰδοὺ ὁ βασιλεύς, ὃν ἐξελέξασθε, καὶ ἰδοὺ δέδωκε Κύριος ἐφ᾿ ὑμᾶς βασιλέα.

Α Βασ. 12,13             Και τώρα ιδού ο βασιλεύς, τον οποίον εξελέξατε να σας κυβερνά. Ιδού σας έδωκεν ο Κυριος βασιλέα.

Α Βασ. 12,14      ἐὰν φοβηθῆτε τὸν Κύριον καὶ δουλεύσητε αὐτῷ καὶ ἀκούσητε τῆς φωνῆς αὐτοῦ καὶ μὴ ἐρίσητε τῷ στόματι Κυρίου καὶ ἦτε καὶ ὑμεῖς καὶ ὁ βασιλεὺς ὁ βασιλεύων ἐφ᾿ ὑμῶν ὀπίσω Κυρίου πορευόμενοι·

Α Βασ. 12,14             Εάν λοιπόν τώρα φοβήσθε τον Κυριον και λατρεύετε αυτόν και υπακούετε εις τας εντολάς του και δεν γογγύζετε δια τας εντολάς τας οποίας αυτός έχει ορίσει, τουναντίον δε σεις και ο βασιλεύς σας συνεχίζετε να υπακούετε εις τας εντολάς του Κυρίου και να πορεύεσθε σύμφωνα με αυτάς, τότε ο Θεός θα σας ευλογήση.

Α Βασ. 12,15      ἐὰν δὲ μὴ ἀκούσητε τῆς φωνῆς Κυρίου καὶ ἐρίσητε τῷ στόματι Κυρίου, καὶ ἔσται χεὶρ Κυρίου ἐφ᾿ ὑμᾶς καὶ ἐπὶ τὸν βασιλέα ὑμῶν.

Α Βασ. 12,15             Εάν όμως δεν υπακούσετε εις την φωνήν του Κυρίου, γογγύζετε δε και ανθίστασθε εις την εκπλήρωσιν των εντολών του, η τιμωρός χειρ του Κυρίου βαρειά θα πέση επάνω σας και επάνω στον βασιλέα σας.

Α Βασ. 12,16      καὶ νῦν κατάστητε καὶ ἴδετε τὸ ῥῆμα τό μέγα τοῦτο, ὃ ὁ Κύριος ποιήσει ἐν ὀφθαλμοῖς ὑμῶν.

Α Βασ. 12,16             Και τώρα σταθήτε, να ιδήτε το μέγα και θαυμαστόν γεγονός, το οποίον ο Κυριος θα πραγματοποιήση εμπρός εις τα μάτια σας.

Α Βασ. 12,17      οὐχὶ θερισμὸς πυρῶν σήμερον; ἐπικαλέσομαι Κύριον, καὶ δώσει φωνὰς καὶ ὑετόν, καὶ γνῶτε καὶ ἴδετε ὅτι ἡ κακία ὑμῶν μεγάλη, ἣν ἐποιήσατε ἐνώπιον Κυρίου, αἰτήσαντες ἑαυτοῖς βασιλέα.

Α Βασ. 12,17             Εποχή θερισμού είναι τώρα και επομένως είναι εποχή ξηρασίας. Εγώ όμως θα παρακαλέσω τον Κυριον και θα δώση αστραπάς και βροντάς και βροχήν. Από το θαύμα δε αυτό θα πεισθήτε, ότι η αμαρτία, την οποίαν διεπράξατε ενώπιον του Κυρίου, ήτο μεγάλη, με το να ζητήσετε δηλαδή δια τον εαυτόν σας και να έχετε βασιλέα, όπως τα γύρω σας ειδωλολατρικά έθνη”.

Α Βασ. 12,18      καὶ ἐπεκαλέσατο Σαμουὴλ τὸν Κύριον, καὶ ἔδωκε Κύριος φωνὰς καὶ ὑετὸν ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ· καὶ ἐφοβήθησαν πᾶς ὁ λαὸς τὸν Κύριον σφόδρα καὶ τὸν Σαμουήλ.

Α Βασ. 12,18             Πράγματι ο Σαμουήλ παρεκάλεσε τον Κυριον και ο Κυριος έδωσε κατά την ημέραν εκείνην αστραπάς και βροντάς και βροχήν. Από το γεγονός αυτό όλος ο ισραηλιτικός λαός εφοβήθη πολύ τον Θεόν και τον Σαμουήλ.

Α Βασ. 12,19      καὶ εἶπαν πᾶς ὁ λαὸς πρὸς Σαμουήλ· πρόσευξαι ὑπὲρ τῶν δούλων σου πρὸς Κύριον Θεόν σου, καὶ οὐ μὴ ἀποθάνωμεν, ὅτι προστεθείκαμεν πρὸς πάσας τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν κακίαν αἰτήσαντες ἑαυτοῖς βασιλέα.

Α Βασ. 12,19             Ολος τότε ο Ισραηλιτικός λαός είπε προς τον Σαμουήλ· “να προσεύχεσαι προς τον Θεόν δι' ημάς τους δούλους σου, δια να μη θανατωθώμεν. Διότι μέσα εις όλας τας άλλας αμαρτίας μας προσεθέσαμεν και αυτήν, με το να ζητήσωμεν δια τον εαυτόν μας βασιλέα”.

Α Βασ. 12,20      καὶ εἶπε Σαμουὴλ πρὸς τὸν λαόν· μὴ φοβεῖσθε· ὑμεῖς πεποιήκατε τὴν πᾶσαν κακίαν ταύτην, πλὴν μὴ ἐκκλίνητε ἀπό ὄπισθεν Κυρίου καὶ δουλεύσατε τῷ Κυρίῳ ἐν ὅλῃ καρδίᾳ ὑμῶν

Α Βασ. 12,20            Ο Σαμουήλ είπε προς τον λαόν· “μη φοβείσθε τώρα. Είναι αλήθεια ότι σεις διεπράξατε όλην αυτήν την κακίαν ζητήσαντες βασιλέα, πλην όμως μη απομακρύνεσθε από τον Κυριον, αλλά να λατρεύετε τον Κυριον με όλην σας την καρδίαν.

Α Βασ. 12,21      καὶ μὴ παραβῆτε ὀπίσω τῶν μηθὲν ὄντων, οἳ οὐ περανοῦσιν οὐθὲν καὶ οἳ οὐκ ἐξελοῦνται, ὅτι οὐθέν εἰσιν.

Α Βασ. 12,21             Μη ακολουθήσετε και μη πορευθήτε οπίσω από τα είδωλα, τα οποία εις την πραγματικότητα είναι ανύπαρκτοι θεοί και οι οποίοι δεν κατορθώνουν ποτέ να φέρουν τίποτε εις πέρας και δεν έχουν την δύναμιν να σας απαλλάξουν από τας συμφοράς σας, διότι δεν είναι τίποτε είναι ανύπαρκτοι.

Α Βασ. 12,22      ὅτι οὐκ ἀπώσεται Κύριος τὸν λαὸν αὐτοῦ διὰ τὸ ὄνομα αὐτοῦ τὸ μέγα, ὅτι ἐπιεικῶς Κύριος προσελάβετο ὑμᾶς εἰς λαόν.

Α Βασ. 12,22            Μη αποκαρδιώνεσθε όμως, διότι ο Κυριος χάριν του ονόματός του δεν θα απορρίψη τον λαόν του. Θα δείξη επιείκειαν και ευσπλαγχνίαν προς σας, διότι σας έχει προσλάβει ως ιδιαίτερόν του λαόν.

Α Βασ. 12,23      καὶ ἐμοὶ μηδαμῶς τοῦ ἁμαρτεῖν τῷ Κυρίῳ ἀνιέναι τοῦ προσεύχεσθαι περὶ ὑμῶν, καὶ δουλεύσω τῷ Κυρίῳ καὶ δείξω ὑμῖν τὴν ὁδὸν τὴν ἀγαθὴν καὶ τὴν εὐθεῖαν·

Α Βασ. 12,23            Εγώ δέ ποτέ δεν θα διαπράξω την αμαρτίαν να σταματήσω προσευχόμενος δια σας. Εξ αντιθέτου, θα εξακολουθώ να υπηρετώ τον Κυριον, να διδάσκω εις σας την καλήν και την ευθείαν οδόν του Κυρίου.

Α Βασ. 12,24      πλὴν φοβεῖσθε τὸν Κύριον καὶ δουλεύσατε αὐτῷ ἐν ἀληθείᾳ καὶ ἐν ὅλῃ καρδίᾳ ὑμῶν, ὅτι ἴδετε ἃ ἐμεγάλυνε μεθ᾿ ὑμῶν,

Α Βασ. 12,24            Σεις όμως να φοβήσθε τον Κυριον, να λατρεύετε αυτόν εν αλήθεία και με όλην σας την καρδίαν, διότι είδατε ποίας και πόσας θαυμαστάς ευεργεσίας έκαμε προς σας ο Θεός.

Α Βασ. 12,25      καὶ ἐὰν κακίᾳ κακοποιήσητε, καὶ ὑμεῖς καὶ ὁ βασιλεὺς ὑμῶν προστεθήσεσθε.

Α Βασ. 12,25            Εάν όμως τυχόν και εκτραπήτε και επιμείνετε εις την κακίαν σας, τότε και σεις και ο βασιλεύς σας μαζή θα καταστραφήτε”.

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΑ

1

2

3

4

5

6

7

8

9

10

11

12

13

14

15

16

17

18

19

20

21

22

23

24

25

26

27

28

29

30

31