ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ

 

ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Α'- ΚΕΦ. 21-26

 

 

Η ΑΝΤΙΠΑΡΑΘΕΣΗ ΔΑΒΙΔ ΚΑΙ ΣΑΟΥΛ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 21- ΔΑΒΙΔ ΚΑΙ ΑΒΙΜΕΛΕΧ - Η ΦΥΓΗ ΤΟΥ ΔΑΒΙΔ

                                    Δαβίδ και Αβιμέλεχ

Α Βασ. 21,1        Καὶ ἀνέστη Δαυὶδ καὶ ἀπῆλθε, καὶ Ἰωνάθαν εἰσῆλθεν εἰς τὴν πόλιν.

Α Βασ. 21,1               Επειτα από αυτά, ο Δαυίδ εσηκώθη και ανεχώρησεν, ο δε Ιωνάθαν επανήλθεν εις την πόλιν.

Α Βασ. 21,2        καὶ ἔρχεται Δαυὶδ εἰς Νομβὰ πρὸς Ἀβιμέλεχ τὸν ἱερέα. καὶ ἐξέστη Ἀβιμέλεχ τῇ ἀπαντήσει αὐτοῦ καὶ εἶπεν αὐτῷ· τί ὅτι σὺ μόνος καὶ οὐθεὶς μετὰ σοῦ;

Α Βασ. 21,2               Ο Δαυίδ ήλθεν εις πόλιν Νομβά προς τον αρχιερέα τον Αβιμέλεχ. Ο Αβιμέλεχ εξεπλάγη πολύ, όταν είδε τον Δαυίδ και του είπε· “διατί είσαι μόνος σου και διατί κανείς άλλος δεν υπάρχει μαζή σου;”

Α Βασ. 21,3        καὶ εἶπε Δαυὶδ τῷ ἱερεῖ· ὁ βασιλεὺς ἐντέταλταί μοι ῥῆμα σήμερον καὶ εἶπέ μοι· μηδεὶς γνώτω τὸ ῥῆμα, περὶ οὗ ἐγὼ ἀποστέλλω σε καὶ ὑπὲρ οὗ ἐγὼ ἐντέταλμαί σοι· καὶ τοῖς παιδαρίοις διαμεμαρτύρημαι ἐν τῷ τόπῳ τῷ λεγομένῳ Θεοῦ πίστις, Φελλανὶ Ἀλεμωνί· καὶ νῦν εἰ εἰσὶν ὑπὸ τὴν χεῖρά σου πέντε ἄρτοι, δὸς εἰς χεῖρά μου τὸ εὑρεθέν.

Α Βασ. 21,3               Απήντησεν ο Δαυίδ στον Αρχιερέα· “ο βασιλεύς μου ανέθεσε σήμερον κάποιον έργον και μου είπε· Πρόσεξε, κανείς να μη μάθη την αποστολήν, δια την οποίαν εγώ σε στέλνω και δια την οποίαν σου έχω δώσει εντολάς. Δια τούτο εγώ εντόνως συνέστησα στους νεαρούς που με ακολουθούν να με περιμείνουν στον τόπον που λέγεται “Θεού πίστις”, Φελλανί Αλεμωνί. Και τώρα σε παρακαλώ, εάν σου ευρίσκωνται πέντε άρτοι να μου τους δώσης, η όσοι σου ευρίσκονται”.

Α Βασ. 21,4        καὶ ἀπεκρίθη ὁ ἱερεὺς τῷ Δαυίδ, καὶ εἶπεν· οὐκ εἰσὶν ἄρτοι βέβηλοι ὑπὸ τὴν χεῖρά μου, ὅτι ἀλλ᾿ ἢ ἄρτοι ἅγιοί εἰσιν· εἰ πεφυλαγμένα τὰ παιδάριά ἐστιν ἀπὸ γυναικός, καὶ φάγεται.

Α Βασ. 21,4               Ο αρχιερεύς απήντησεν στον Δαυίδ και του είπε· “δεν έχω εις την διάθεσίν μου άρτους κοινούς και συνήθεις, αλλά μόνον υπάρχουν οι άγιοι άρτοι της προθέσεως, οι προωρισμένοι δια τους ιερείς. Εάν οι νεαροί ακόλουθοί σου έχουν φυλαχθή από γυναίκα, ημπορούν να τους φάγουν”.

Α Βασ. 21,5        καὶ ἀπεκρίθη Δαυὶδ τῷ ἱερεῖ καὶ εἶπεν αὐτῷ· ἀλλὰ ἀπὸ γυναικὸς ἀπεσχήμεθα ἐχθὲς καὶ τρίτην ἡμέραν· ἐν τῷ ἐξελθεῖν με εἰς ὁδὸν γέγονε πάντα τὰ παιδία ἡγνισμένα, καὶ αὐτὴ ἡ ὁδὸς βέβηλος, διότι ἁγιασθήσεται σήμερον διὰ τὰ σκεύη μου.

Α Βασ. 21,5               Ο Δαυίδ απήντησεν στον αρχιερέα και του είπεν· “από γυναίκα έχομεν φυλαχθή εδώ και τρεις ημέρες. Οταν δε ανεχωρήσαμεν από την πόλιν, οι μεν νεαροί ακόλουθοί μου εκαθαρίσθησαν από κάθε νομικήν ακαθαρσίαν. Ο δρόμος όμως και ο σκοπός, δια τον οποίον πορευόμεθα δεν είναι άγιος, αλλά κοσμικός. Τα σακκίδιά μας όμως θα είναι καθαρά, ώστε να δεχθούν τους καθιερωμένους άρτους, τους οποίους σήμερον θα πάρωμεν”.

Α Βασ. 21,6        καὶ ἔδωκεν αὐτῷ Ἀβιμέλεχ ὁ ἱερεὺς τοὺς ἄρτους τῆς προθέσεως, ὅτι οὐκ ἦν ἐκεῖ ἄρτος, ἀλλ᾿ ἢ ἄρτοι τοῦ προσώπου οἱ ἀφῃρημένοι ἐκ προσώπου Κυρίου τοῦ παρατεθῆναι ἄρτον θερμὸν ᾗ ἡμέρᾳ ἔλαβεν αὐτούς.

Α Βασ. 21,6               Ο αρχιερεύς, ο Αβιμέλεχ, έπειτα από την διαβεβαίωσιν αυτήν του Δαυίδ, έδωκεν εις αυτόν τους άρτους της προθέσεως, διότι δεν υπήρχον εκεί άλλοι άρτοι, ειμή μόνον οι άρτοι οι οποίοι είχον τεθή προ του Κυρίου· οι άρτοι, οι οποίοι θα αφηρούντο από έμπροσθεν του Κυρίου, δια να αντικατασταθούν από άλλους θερμούς και προσφάτους άρτους, όπως γίνεται κάθε εβδομάδα.

Α Βασ. 21,7        καὶ ἐκεῖ ἦν ἓν τῶν παιδαρίων τοῦ Σαοὺλ ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ συνεχόμενος νεεσσαρὰν ἐνώπιον Κυρίου, καὶ ὄνομα αὐτῷ Δωὴκ ὁ Σύρος νέμων τὰς ἡμιόνους Σαούλ.

Α Βασ. 21,7               Εκεί, ενώπιον του Κυρίου, ευρίσκετο και ένας δούλος του Σαούλ κατά την ημέραν εκείνην έγκλειστος στον ναόν του Κυρίου. Ο δούλος αυτός ωνομάζετο Δωήκ ο Συρος. Εβοσκε δε τας ημιόνους του Σαούλ.

Α Βασ. 21,8        καὶ εἶπε Δαυὶδ πρὸς Ἀβιμέλεχ· ἰδὲ εἰ ἔστιν ἐνταῦθα ὑπὸ τὴν χεῖρά σου δόρυ ἢ ῥομφαία, ὅτι τὴν ῥομφαίαν μου καὶ τὰ σκεύη οὐκ εἴληφα ἐν τῇ χειρί μου, ὅτι ἦν τὸ ῥῆμα τοῦ βασιλέως κατὰ σπουδήν.

Α Βασ. 21,8               Ο Δαυίδ ηρώτησε τον Αβιμέλεχ, μήπως είναι εδώ μαζή σου κανένα δόρυ η καμμία ρομφαία, διότι την ιδικήν μου ρομφαίαν και τα άλλα όπλα μου δεν τα επήρα μαζή μου, επειδή ήτο βιαστική και δεν επεδέχετο αναβολήν η εντολή του βασιλέως”.

Α Βασ. 21,9        καὶ εἶπεν ὁ ἱερεύς· ἰδοὺ ἡ ῥομφαία Γολιὰθ τοῦ ἀλλοφύλου, ὃν ἐπάταξας ἐν τῇ κοιλάδι Ἠλά, καὶ αὐτὴν ἐνειλημμένη ἦν ἐν ἱματίῳ· εἰ ταύτην λήψῃ, σεαυτῷ λαβέ, ὅτι οὐκ ἔστιν ἑτέρα πάρεξ ταύτης ἐνταῦθα. καὶ εἶπε Δαυίδ· ἰδοὺ οὐκ ἔστιν ὥσπερ αὐτή, δός μοι αὐτήν.

Α Βασ. 21,9               Ο αρχιερεύς είπεν στον Δαυίδ· “ιδού, η ρομφαία του Γολιάθ του αλλοφύλου, τον οποίον συ εκτύπησες εις την κοιλάδα Ηλά, υπάρχει εδώ και είναι τυλιγμένη στο ιμάτιον. Εάν θέλης να πάρης αυτήν, πάρε την δια τον εαυτόν σου. Αλλη εκτός αυτής δεν υπάρχει”. Και είπεν ο Δαυίδ· “και αν υπήρχε καμμία άλλη, δεν θα ήτο περισσότερον κατάλληλος από αυτήν δι' εμέ. Δος μου την.

Α Βασ. 21,10      καὶ ἔδωκεν αὐτὴν αὐτῷ· καὶ ἀνέστη Δαυὶδ καὶ ἔφυγεν ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ ἐκ προσώπου Σαούλ. Καὶ ἦλθε Δαυὶδ πρὸς Ἀγχοῦς βασιλέα Γέθ.

Α Βασ. 21,10             Ο αρχιερεύς του την έδωκεν. Ο Δαυίδ εσηκώθη και έφυγε κατά την ημέραν εκείνην μακράν από τον Σαούλ. Ηλθε δε προς τον Αγχούς βασιλέα της Γέθ.

 

                                    Η φυγή του Δαβίδ

Α Βασ. 21,11      καὶ εἶπον οἱ παῖδες Ἀγχοῦς πρὸς αὐτόν· οὐχὶ οὗτος Δαυὶδ ὁ βασιλεὺς τῆς γῆς; οὐχὶ τούτῳ ἐξῆρχον αἱ χορεύουσαι λέγουσαι· ἐπάταξε Σαοὺλ ἐν χιλιάσιν αὐτοῦ καὶ Δαυὶδ ἐν μυριάσιν αὐτοῦ;

Α Βασ. 21,11              Οι δούλοι του Αγχούς είπαν προς αυτόν· “αυτός δεν είναι ο Δαυίδ ο βασιλεύς της χώρας των Ισραηλιτών; Προς χάριν αυτού και δια την δόξαν αυτού αι προεξάρχουσαι του χορού δεν έψαλλαν και δεν έλεγαν· Ο Σαούλ εφόνευσε χιλιάδας εχθρών ο Δαυίδ όμως εφόνευσε μυριάδας;”

Α Βασ. 21,12      καὶ ἔθετο Δαυὶδ τὰ ῥήματα ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ καὶ ἐφοβήθη σφόδρα ἀπὸ προσώπου Ἀγχοῦς βασιλέως Γέθ.

Α Βασ. 21,12             Ο Δαυίδ ήκουσε και επρόσεξε τα λόγια αυτά και εφοβήθη πολύ τον Αγχούς τον βασιλέα, μήπως τυχόν και τον εκδικηθή.

Α Βασ. 21,13      καὶ ἠλλοίωσε τὸ πρόσωπον αὐτοῦ ἐνώπιον αὐτοῦ καὶ προσεποιήσατο ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ καὶ ἐτυμπάνιζεν ἐπὶ ταῖς θύραις τῆς πόλεως καὶ παρεφέρετο ἐν ταῖς χερσὶν αὐτοῦ καὶ ἔπιπτεν ἐπὶ τὰς θύρας τῆς πύλης, καὶ τὰ σίελα αὐτοῦ κατέῤῥει ἐπὶ τὸν πώγωνα αὐτοῦ.

Α Βασ. 21,13             Δι' αυτό άλλαξε το πρόσωπόν του ενώπιον του βασιλέως και προσεποιήθη κατά την ημέραν εκείνην τον παράφρονα. Εκτυπούσε τας θύρας των οικιών της πόλεως, εκινούσε κατά έξαλλον τρόπον τα χέρια του, έπεφτε εμπρός εις τας θύρας των πυλώνων της πόλεως, καθ' ον χρόνον ο σίελός του έτρεχεν στο γένειόν του, όπως ακριβώς συμβαίνει με τους τρελλούς.

Α Βασ. 21,14      καὶ εἶπεν Ἀγχοῦς πρὸς τοὺς παῖδας αὐτοῦ· ἰδοὺ ἴδετε ἄνδρα ἐπίληπτον, ἱνατί εἰσηγάγετε αὐτὸν πρός με;

Α Βασ. 21,14             Ο Αγχούς είπε προς τους δούλους του· “ιδού, για κυττάξετε, ο άνθρωπος αυτός είναι τρελλός. Διατί τον εφέρατε προς εμέ;

Α Βασ. 21,15      μὴ ἐλαττοῦμαι ἐπιλήπτων ἐγώ, ὅτι εἰσαγηόχατε αὐτὸν ἐπιληπτεύεσθαι πρός με; οὗτος οὐκ εἰσελεύσεται εἰς οἰκίαν.

Α Βασ. 21,15             Μηπως εγώ έχω έλλειψιν από επιληπτικούς ανθρώπους και εφέρατε αυτόν να κάμνη εξάλλους πράξεις, όπως οι επιληπτικοί; Μη τον αφήσετε να εισέλθη εις καμμίαν οικίαν”.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 22- Η ΣΦΑΓΗ ΤΩΝ ΙΕΡΕΩΝ ΤΗΣ ΝΟΜΒΑ

                                    Η σφαγή των ιερέων της Νομβά

Α Βασ. 22,1        Καὶ ἀπῆλθεν ἐκεῖθεν Δαυὶδ καὶ διεσώθη καὶ ἔρχεται εἰς τὸ σπήλαιον τὸ Ὀδολλάμ. καὶ ἀκούουσιν οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ καὶ ὁ οἶκος τοῦ πατρὸς αὐτοῦ καὶ καταβαίνουσι πρὸς αὐτὸν ἐκεῖ.

Α Βασ. 22,1               Ο Δαυίδ έφυγεν από την Γεθ και ήλθε σώος και αβλαβής στο σπήλαιον της Οδολλάμ. Οι αδελφοί του και όλοι οι άλλοι άνθρωποι του σπιτιού του, όταν επληροφορήθησαν αυτό, κατήλθον από την Βηθλεέμ στο σπήλαιον, πλησίον της πόλεως, προς αυτόν.

Α Βασ. 22,2        καὶ συνήγοντο πρὸς αὐτὸν πᾶς ἐν ἀνάγκῃ καὶ πᾶς ὑπόχρεως καὶ πᾶς κατώδυνος ψυχῇ, καὶ ἦν ἐπ᾿ αὐτῶν ἡγούμενος· καὶ ἦσαν μετ᾿ αὐτοῦ ὡς τετρακόσιοι ἄνδρες.

Α Βασ. 22,2              Συνεκεντρώθησαν γύρω από τον Δαυίδ και πολλοί ενδεείς χρεωφειλέται και καθένας, ο οποίος ήτο λυπημένος κατά την καρδίαν. Εις όλους αυτούς αρχηγός ήτο ο Δαυίδ. Ολοι αυτοί, οι οποίοι ήσαν μαζή του, ανήρχοντο εις τετρακοσίους περίπου άνδρας.

Α Βασ. 22,3        καὶ ἀπῆλθε Δαυὶδ ἐκεῖθεν εἰς Μασσηφὰθ τῆς Μωὰβ καὶ εἶπε πρὸς βασιλέα Μωάβ· γινέσθωσαν δὴ ὁ πατὴρ μου καὶ ἡ μήτηρ μου παρὰ σοί, ἕως ὅτου γνῶ τί ποιήσει μοι ὁ Θεός.

Α Βασ. 22,3              Ο Δαυίδ έφυγεν από το σπήλαιον της Οδολλάμ και ήλθεν εις την πάλιν Μασσηφάθ της χώρας Μωάβ. Είπε δε προς τον βασιλέα των Μωαβιτών· “ας παραμείνουν, σε παρακαλώ, κοντά σου ο πατέρας μου και η μητέρα μου, μέχρις ότου ιδώ τι θα κάμη δι' εμέ ο Θεός”.

Α Βασ. 22,4        καὶ παρεκάλεσε τὸ πρόσωπον τοῦ βασιλέως Μωάβ, καὶ κατῴκουν μετ᾿ αὐτοῦ πάσας τὰς ἡμέρας ὄντος τοῦ Δαυὶδ ἐν τῇ περιοχῇ.

Α Βασ. 22,4              Αυτά παρεκάλεσεν ο Δαυίδ τον βασιλέα των Μωαβιτών. Εκείνος εδέχθη την παράκλησιν του Δαυίδ και έτσι οι γονείς αυτού έμειναν εις την χώραν Μωάβ καθ' όλον το διάστημα, κατά το οποίον ο Δαυίδ ευρίσκετο εις την περιοχήν εκείνην.

Α Βασ. 22,5        καὶ εἶπε Γὰδ ὁ προφήτης πρὸς Δαυίδ· μὴ κάθου ἐν τῇ περιοχῇ, πορεύου καὶ ἥξεις εἰς γῆν Ἰούδα. καὶ ἐπορεύθη Δαυὶδ καὶ ἦλθε καὶ ἐκάθισεν ἐν πόλει Σαρίχ.

Α Βασ. 22,5              Ο προφήτης Γαδ είπε προς τον Δαυίδ· “μη κάθεσαι εις την περιοχήν αυτήν, αλλά φύγε και πήγαινε εις την χώραν της Ιουδαίας”. Ο Δαυίδ πράγματι μετέβη και ήλθεν εις την χώραν της Ιουδαίας και εκάθισεν εις την πόλιν Σαρίχ.

Α Βασ. 22,6        Καὶ ἤκουσε Σαούλ, ὅτι ἔγνωσται Δαυὶδ καὶ οἱ ἄνδρες οἱ μετ᾿ αὐτοῦ· καὶ Σαοὺλ ἐκάθητο ἐν τῷ βουνῷ ὑπὸ τὴν ἄρουραν τὴν ἐν Ῥαμά, καὶ τὸ δόρυ ἐν τῇ χειρὶ αὐτοῦ, καὶ πάντες οἱ παῖδες αὐτοῦ παρειστήκεισαν αὐτῷ.

Α Βασ. 22,6              Ο Σαούλ επληροφορήθη το γεγονός, διότι είχε γίνει πλέον γνωστός ο τόπος, όπου ευρίσκετο ο Δαυίδ και οι άνδρες, οι οποίοι ήσαν μαζή του. Ο Σαούλ εκάθισεν εις κάποιον ύψωμα επάνω από ένα χωράφι εις την Ραμά. Εις τα χέρια του δε εκρατούσε το δόρυ και όλοι οι δούλοι του ίσταντο όρθιοι πλησίον του.

Α Βασ. 22,7        καὶ εἶπε Σαοὺλ πρὸς τοὺς παῖδας αὐτοῦ τοὺς παρεστηκότας αὐτῷ· ἀκούσατε δὴ υἱοὶ Βενιαμίν· εἰ ἀληθῶς πᾶσιν ὑμῖν δώσει ὁ υἱὸς Ἰεσσαὶ ἀγροὺς καὶ ἀμπελῶνας καὶ πάντας ὑμᾶς τάξει ἑκατοντάρχους καὶ χιλιάρχους;

Α Βασ. 22,7              Είπε ο Σαούλ προς τους δούλους του, οι οποίοι τον περιεστοίχιζαν· “ακούσατε, λοιπόν, σεις που ανήκετε εις την φυλήν Βενιαμίν. Ο υιός του Ιεσσαί θα σας δώση πράγματι αγρούς και αμπελώνας και θα διορίση όλους σας εκατοντάρχους και χιλιάρχους; Πιστεύετε εις τέτοιες υποσχέσεις;

Α Βασ. 22,8        ὅτι σύγκεισθε πάντες ὑμεῖς ἐπ᾿ ἐμέ, καὶ οὐκ ἔστιν ὁ ἀποκαλύπτων τὸ ὠτίον μου ἐν τῷ διαθέσθαι τὸν υἱόν μου διαθήκην μετὰ τοῦ υἱοῦ Ἰεσσαί, καὶ οὐκ ἔστι πονῶν περὶ ἐμοῦ ἐξ ὑμῶν καὶ ἀποκαλύπτων τὸ ὠτίον μου, ὅτι ἐπήγειρεν ὁ υἱός μου τὸν δοῦλόν μου ἐπ᾿ ἐμὲ εἰς ἐχθρόν, ὡς ἡ ἡμέρα αὕτη.

Α Βασ. 22,8              Και όμως όλοι σεις, σαν να έχετε συνωμοτήσει εναντίον μου, διότι κανείς από σας δεν μου ανέφερεν ότι ο υιός μου έκαμε ένορκον συμφωνίαν φιλίας με τον υιόν του Ιεσσαί. Κανείς από σας δεν ενδιαφέρεται και δεν πονεί για μένα, διότι άλλως θα μου είχεν αναφέρει ότι το παιδί μου εξήγειρεν αυτόν τον δούλον μου και τον έκαμε εχθρόν εναντίον μου μέχρι της σημερινής ημέρας”.

Α Βασ. 22,9        καὶ ἀποκρίνεται Δωὴκ ὁ Σύρος ὁ καθεστηκὼς ἐπὶ τὰς ἡμιόνους Σαοὺλ καὶ εἶπεν· ἑώρακα τὸν υἱὸν Ἰεσσαὶ παραγινόμενον εἰς Νομβὰ πρὸς Ἀβιμέλεχ υἱὸν Ἀχιτὼβ τὸν ἱερέα,

Α Βασ. 22,9              Ο Δωήκ, ο Συρος, ο οποίος ήτο αρχηγός επί των ανθρώπων που εφύλασσαν τας ημιόνους του Σαουλ, εσηκώθη και είπεν· “εγώ είδα τον υιόν του Ιεσσαί, ότι ήλθεν εις Νομβά προς τον αρχιερέα Αβιμέλεχ, τον υιούν του Αχιτώβ.

Α Βασ. 22,10      καὶ ἠρώτα αὐτῷ διά τοῦ Θεοῦ καὶ ἐπισιτισμὸν ἔδωκεν αὐτῷ καὶ τὴν ῥομφαίαν Γολιὰθ τοῦ ἀλλοφύλου ἔδωκεν αὐτῷ.

Α Βασ. 22,10            Ο αρχιερεύς δε ηρώτησε χάριν αυτού τον Θεόν και έδωκεν εις αυτόν τροφάς. Και την ρομφαίαν του Γολιάθ του αλλοφύλου του έδωκεν”.

Α Βασ. 22,11      καὶ ἀπέστειλεν ὁ βασιλεὺς καλέσαι τὸν Ἀβιμέλεχ υἱὸν Ἀχιτὼβ καὶ πάντας τοὺς υἱοὺς τοῦ πατρὸς αὐτοῦ τοὺς ἱερεῖς τοὺς ἐν Νομβά, καὶ παρεγένοντο πάντες πρὸς τὸν βασιλέα.

Α Βασ. 22,11             Ο βασιλεύς έστειλε τότε ανθρώπους του και εκάλεσαν τον Αβιμέλεχ, τον υιόν του Αχιτώβ, και όλους τους υιούς του πατρός του, τους ιερείς που ευρίσκοντο εις Νομβά. Ολοι δε αυτοί ήλθον και παρουσιάσθησαν στον βασιλέα.

Α Βασ. 22,12      καὶ εἶπε Σαούλ· ἄκουε δή, υἱὲ Ἀχιτώβ· καὶ εἶπεν· ἰδοὺ ἐγώ, λάλει κύριε.

Α Βασ. 22,12            Είπεν ο Σαούλ· “άκουσε, λοιπόν, παιδί του Αχιτώβ”. Εκείνος απήντησεν· “ιδού εγώ, λαλεί, Κυριε”.

Α Βασ. 22,13      καὶ εἶπεν αὐτῷ Σαούλ· ἱνατί συνέθου κατ᾿ ἐμοῦ σὺ καὶ ὁ υἱὸς Ἰεσσαὶ δοῦναί σε αὐτῷ ἄρτον καὶ ῥομφαίαν καὶ ἐρωτᾶν αὐτῷ διὰ τοῦ Θεοῦ θέσθαι αὐτὸν ἐπ᾿ ἐμὲ εἰς ἐχθρόν, ὡς ἡ ἡμέρα αὕτη;

Α Βασ. 22,13            Ο Σαούλ είπε· “διατί έχετε συνωμοτήσει εναντίον μου συ και ο υιός του Ιεσσαί, ώστε να δώσης εις αυτόν άρτον και να δώσης την ρομφαίαν του Γολιάθ και να συμβουλευθής δι' αυτόν τον Θεόν και έτσι να γίνη αυτός εχθρός μου μέχρι της ημέρας αυτής;”

Α Βασ. 22,14      καὶ ἀπεκρίθη τῷ βασιλεῖ καὶ εἶπε· καὶ τίς ἐν πᾶσι τοῖς δούλοις σου ὡς Δαυὶδ πιστὸς καὶ γαμβρὸς τοῦ βασιλέως καὶ ἄρχων παντὸς παραγγέλματός σου καὶ ἔνδοξος ἐν τῷ οἴκῳ σου;

Α Βασ. 22,14            Ο αρχιερεύς απήντησεν στον βασιλέα και είπε· “ποιός άλλος από όλους τους δούλους σου είναι τόσον πιστός εις σέ, όσον ο Δαυίδ, ο γαμβρός του βασιλέως ο προεξάρχων πάντοτε εις την εκτέλεσιν κάθε εντολής σου, ένδοξος μεταξύ όλων των αυλικών σου;

Α Βασ. 22,15      ἦ σήμερον ἦργμαι ἐρωτᾶν αὐτῷ διὰ τοῦ Θεοῦ; μηδαμῶς. μὴ δότω ὁ βασιλεὺς κατὰ τοῦ δούλου αὐτοῦ λόγον καὶ ἐφ᾿ ὅλον τὸν οἶκον τοῦ πατρός μου, ὅτι οὐκ ᾔδει ὁ δοῦλός σου ἐν πᾶσι τούτοις ῥῆμα μικρὸν ἢ μέγα.

Α Βασ. 22,15            Μηπως, τάχα, σήμερον εκαμα αρχήν να ερωτώ δι' αυτόν τον Θεόν; Καθόλου. Μη θελήση ο βασιλεύς να καταλογίση ευθύνην εις εμέ και εις όλους τους ανθρώπους του σπιτιού μου δια την διαγωγήν μου προς τον Δαυίδ, διότι εγώ ο δούλος σου ούτε όλην την υπόθεσιν γνωρίζω ούτε καν μικράν γνώσιν αυτής έχω”.

Α Βασ. 22,16      καὶ εἶπεν ὁ βασιλεὺς Σαούλ· θανάτῳ ἀποθανῇ, Ἀβιμέλεχ, σὺ καὶ πᾶς ὁ οἶκος τοῦ πατρός σου.

Α Βασ. 22,16            Είπεν ο βασιλεύς Σαούλ· “θα εκτελεσθής συ, Αβιμέλεχ, και όλη η οικογένεια του πατρός σου”.

Α Βασ. 22,17      καὶ εἶπεν ὁ βασιλεὺς τοῖς παρατρέχουσι τοῖς ἐφεστηκόσι πρὸς αὐτόν· προσαγάγετε καὶ θανατοῦτε τοὺς ἱερεῖς τοῦ Κυρίου, ὅτι ἡ χεὶρ αὐτῶν μετὰ Δαυίδ, καὶ ὅτι ἔγνωσαν ὅτι φεύγει αὐτός, καὶ οὐκ ἀπεκάλυψαν τὸ ὠτίον μου. καὶ οὐκ ἐβουλήθησαν οἱ παῖδες τοῦ βασιλέως ἐπενεγκεῖν τὰς χεῖρας αὐτῶν ἀπαντῆσαι εἰς τοὺς ἱερεῖς Κυρίου.

Α Βασ. 22,17            Διέταξεν ο βασιλεύς αμέσως τους άνδρας της σωματοφυλακής του, που ίσταντο πλησίον του, και είπε· “φέρετε εδώ και εκτελέσατε τους ιερείς του Κυρίου, διότι αυτοί έχουν συμμαχήσει με τον Δαυίδ. Ενώ δε εγνώριζαν ότι ο Δαυίδ είχε δραπετεύσει από εμέ δια να μη τιμωρηθή, δεν μου απεκάλυψαν το γεγονός”. Οι άνδρες της σωματοφυλακής του βασιλέως, δεν ετόλμησαν να σηκώσουν τα χέρια των και να φονεύσουν τους ιερείς του Κυρίου.

Α Βασ. 22,18      καὶ εἶπεν ὁ βασιλεὺς τῷ Δωήκ· ἐπιστρέφου σὺ καὶ ἀπάντα εἰς τοὺς ἱερεῖς. καὶ ἐπεστράφη Δωὴκ ὁ Σύρος καὶ ἐθανάτωσε τοὺς ἱερεῖς τοῦ Κυρίου ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ, τριακοσίους καὶ πέντε ἄνδρας, πάντας αἴροντας ἐφούδ.

Α Βασ. 22,18            Είπε τότε ο βασιλεύς προς τον Δωήκ· “γύρισε συ και κτύπα τους ιερείς”. Ο Δωήκ ο Συρος εγύρισε πράγματι και εθανάτωσε τους ιερείς του Κυρίου κατά την ημέραν εκείνην. Τριακοσίους και πέντε άνδρας εφόνευσε, όλους έχοντας το ιερατικόν ένδυμα εφούδ.

Α Βασ. 22,19      καὶ τὴν Νομβὰ τὴν πόλιν τῶν ἱερέων ἐπάταξεν ἐν στόματι ῥομφαίας ἀπ᾿ ἀνδρὸς ἕως γυναικός, ἀπὸ νηπίου ἕως θηλάζοντος καὶ μόσχου καὶ ὄνου καὶ προβάτου.

Α Βασ. 22,19            Ο δε Σαούλ εν στόματι μαχαίρας επέρασε την πόλιν Νομβά, όλους τους κατοίκους της πόλεως αυτής των ιερέων από ανδρός έως γυναικός, από νηπίου μέχρι θηλάζοντος, από μόσχου μέχρι όνου και προβάτου.

Α Βασ. 22,20      καὶ διασώζεται υἱὸς εἷς τῷ Ἀβιμέλεχ υἱῷ Ἀχιτώβ, καὶ ὄνομα αὐτῷ Ἀβιάθαρ, καὶ ἔφυγεν ὀπίσω Δαυίδ.

Α Βασ. 22,20           Από δε την σφαγήν αυτήν διεσώθη ένας μόνον υιός του Αβιμέλεχ, υιού του Αχιτώβ. Το όνομα του διασωθέντος ήτο Αβιάθαρ. Αυτός έσπευσε και κατέφυγε πλησίον του Δαυίδ.

Α Βασ. 22,21      καὶ ἀπήγγειλεν Ἀβιάθαρ τῷ Δαυίδ, ὅτι ἐθανάτωσε Σαοὺλ πάντας τοὺς ἱερεῖς τοῦ Κυρίου.

Α Βασ. 22,21            Ο Αβιάθαρ ανήγγειλεν στον Δαυίδ ότι ο Σαούλ εθανάτωσεν όλους τους ιερείς του Κυρίου.

Α Βασ. 22,22      καὶ εἶπε Δαυὶδ τῷ Ἀβιάθαρ· ᾔδειν ὅτι ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ ὅτι Δωὴκ ὁ Σύρος ὅτι ἀπαγγέλλων ἀπαγγελεῖ τῷ Σαούλ· ἐγώ εἰμι αἴτιος τῶν ψυχῶν οἴκου τοῦ πατρός σου·

Α Βασ. 22,22           Ο δε Δαυίδ απήντησεν στον Αβιάθαρ· “καλά το είχα αντιληφθή κατά την ημέραν εκείνην ότι ο Δωήκ ο Συρος θα έσπευδε να αναγγείλη όλα στον Σαούλ. Εγώ είμαι η αιτία του φόνου των ανθρώπων της πατρικής σου οικογενείας.

Α Βασ. 22,23      κάθου μετ᾿ ἐμοῦ, μὴ φοβοῦ, ὅτι οὗ ἐὰν ζητῶ τῇ ψυχῇ μου τόπον, ζητήσω καὶ τῇ ψυχῇ σου, ὅτι πεφύλαξαι σὺ παρ᾿ ἐμοί.

Α Βασ. 22,23            Καθισε μαζή μου και μη φοβήσαι. Διότι εγώ, όπως φροντίζω δια τον εαυτόν μου, θα φροντίσω και δια την ιδικήν σου ζωήν. Μεινε πλησίον μου και θα ευρίσκεσαι εν ασφαλεία”.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 23- ΝΙΚΗ ΤΟΥ ΔΑΒΙΔ ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΦΙΛΙΣΤΑΙΩΝ  

Ο ΣΑΟΥΛ ΚΑΤΑΔΙΩΚΕΙ ΤΟ ΔΑΒΙΔ

                                    Νίκη του Δαβίδ κατά των Φιλισταίων

Α Βασ. 23,1        Καὶ ἀπηγγέλη τῷ Δαυὶδ λέγοντες· ἰδοὺ οἱ ἀλλόφυλοι πολεμοῦσιν ἐν τῇ Κεϊλά, καὶ αὐτοὶ διαρπάζουσι, καταπατοῦσι τοὺς ἅλω.

Α Βασ. 23,1               Ηλθον μερικοί και ανήγγειλαν στον Δαυίδ· “ιδού, οι Φιλισταίοι κάνουν πολεμικάς επιχειρήσεις εναντίον της πόλεως Κεϊλά, καταπατούν τα αλώνια των και λεηλατούν τα σιτηρά των κατοίκων της πόλεως”.

Α Βασ. 23,2        καὶ ἐπηρώτησε Δαυὶδ διὰ τοῦ Κυρίου λέγων· εἰ πορευθῶ καὶ πατάξω τοὺς ἀλλοφύλους τούτους; καὶ εἶπε Κύριος· πορεύου καὶ πατάξεις ἐν τοῖς ἀλλοφύλοις τούτοις καὶ σώσεις τὴν Κεϊλά.

Α Βασ. 23,2              Ο Δαυίδ συνεβουλεύθη τον Κυριον και ηρώτησε· “να μεταβώ και να κτυπήσω τους Φιλισταίους;” Ο Κυριος του απήντησε· “πήγαινε, και θα κτυπήσης τους αλλοφύλους τούτους και θα σώσης την πόλιν Κεϊλά”. Ο Δαυίδ ανεκοίνωσε την απάντησιν αυτήν του Κυρίου στους άνδρας του.

Α Βασ. 23,3        καὶ εἶπαν οἱ ἄνδρες τοῦ Δαυὶδ πρὸς αὐτόν· ἰδοὺ ἡμεῖς ἐνταῦθα ἐν τῇ Ἰουδαίᾳ φοβούμεθα, καὶ πῶς ἔσται ἐὰν πορευθῶμεν εἰς Κεϊλά; εἰς τὰ σκῦλα τῶν ἀλλοφύλων εἰσπορευσόμεθα;

Α Βασ. 23,3              Και εκείνοι είπαν προς αυτόν· “ιδού, ημείς φοβούμεθα, μολονότι ευρισκόμεθα στο κέντρον της Ιουδαίας. Και πως θα τολμήσωμεν να πορευθώμεν εις την Κεϊλά; Θα ρίψωμεν τον εαυτόν μας ανάμεσα εις τα λάφυρα των αλλοφύλων;”

Α Βασ. 23,4        καὶ προσέθετο Δαυὶδ ἔτι ἐπερωτῆσαι διὰ τοῦ Κυρίου, καὶ ἀπεκρίθη αὐτῷ Κύριος καὶ εἶπεν αὐτῷ· ἀνάστηθι καὶ κατάβηθι εἰς Κεϊλά, ὅτι ἐγὼ παραδίδωμι τοὺς ἀλλοφύλους εἰς χεῖράς σου.

Α Βασ. 23,4              Συνεβουλεύθη και πάλιν ο Δαυίδ τον Κυριον και ο Κυριος είπε προς αυτόν· “σήκω, και κατέβα εις την πόλιν Κεϊλά, διότι εγώ παραδίδω τους αλλοφύλους εις τα χέρια σου”.

Α Βασ. 23,5        καὶ ἐπορεύθη Δαυὶδ καὶ οἱ ἄνδρες οἱ μετ᾿ αὐτοῦ εἰς Κεϊλὰ καὶ ἐπολέμησε τοῖς ἀλλοφύλοις, καὶ ἔφυγον ἐκ προσώπου αὐτοῦ, καὶ ἀπήγαγε τὰ κτήνη αὐτῶν καὶ ἐπάταξεν ἐν αὐτοῖς πληγὴν μεγάλην, καὶ ἔσωσε Δαυὶδ τούς κατοικοῦντας Κεϊλά.

Α Βασ. 23,5              Πλήρης πίστεως στους λόγους του Κυρίου εβάδισεν ο Δαυίδ και οι άνδρες, που ήσαν μαζή του, εις την Κεϊλά και επολέμησαν τους Φιλισταίους. Εκείνοι δε νικημένοι ετράπησαν εις φυγήν. Ο Δαυίδ τότε επήρε τα κτήνη αυτών και επέφερε τρομεράν καταστροφήν εις αυτούς. Ετσι δε έσωσε τους κατοίκους της Κεϊλά.

Α Βασ. 23,6        Καὶ ἐγένετο ἐν τῷ φεύγειν Ἀβιάθαρ υἱὸν Ἀβιμέλεχ πρὸς Δαυὶδ καὶ αὐτὸς μετὰ Δαυὶδ εἰς Κεϊλὰ κατέβη ἔχων ἐφοὺδ ἐν τῇ χειρὶ αὐτοῦ.

Α Βασ. 23,6              Ο Αβιάθαρ, ο υιός του Αδιμέλεχ, ο οποίος είχε καταφύγει κοντά στον Δαυίδ, κατέβηκε μαζή με αυτόν εις την πόλιν Κεϊλά, έχων το αρχιερατικόν άμφιον του εφούδ.

 

                                    Ο Σαούλ καταδιώκει το Δαβίδ

Α Βασ. 23,7        καὶ ἀπηγγέλη τῷ Σαοὺλ ὅτι ἥκει ὁ Δαυὶδ εἰς Κεϊλά, καὶ εἶπε Σαούλ· πέπρακεν αὐτὸν ὁ Θεὸς εἰς τὰς χεῖράς μου, ὅτι ἀποκέκλεισται εἰσελθὼν εἰς πόλιν θυρῶν καὶ μοχλῶν.

Α Βασ. 23,7              Αυτό το ανήγγειλαν στον Σαούλ, ότι δηλαδή ο Δαυίδ έχει έλθει εις την Κεϊλά. Ο Σαούλ είπε τότε· “ο Θεός τον έχει πλέον οριστικώς παραδώσει εις τα χέρια μου, διότι είναι αποκλεισμένος εις την πόλιν αυτήν. Τα τείχη της έχουν θύρας και μοχλούς, ώστε να, μη ημπορή να διαφύγη”.

Α Βασ. 23,8        καὶ παρήγγειλε Σαοὺλ παντὶ τῷ λαῷ καταβαίνειν εἰς πόλεμον εἰς Κεϊλὰ συνέχειν τὸν Δαυὶδ καὶ τοὺς ἄνδρας αὐτοῦ.

Α Βασ. 23,8              Ο Σαούλ έδωσεν εντολήν εις όλους τους Ισραηλίτας, που ημπορούσαν να φέρουν όπλα, να κατεβούν εις Κεϊλά και να αποκλείσουν εκεί τον Δαυίδ και τους άνδρας του.

Α Βασ. 23,9        καὶ ἔγνω Δαυὶδ ὅτι οὐ παρασιωπᾷ Σαοὺλ περὶ αὐτοῦ τὴν κακίαν, καὶ εἶπε Δαυὶδ πρὸς Ἀβιάθαρ τὸν ἱερέα· προσάγαγε τὸ ἐφοὺδ Κυρίου.

Α Βασ. 23,9              Ο Δαυίδ αντελήφθη ότι η μοχθηρία του Σαούλ εναντίον του δεν είχε καθόλου κατευνασθή. Και είπε προς τον Αβιάθαρ τον αρχιερέα· “φέρε το εφούδ και ερώτησε δια μέσου αυτού τον Κυριον”.

Α Βασ. 23,10      καὶ εἶπε Δαυίδ· Κύριε ὁ Θεὸς Ἰσραήλ, ἀκούων ἀκήκοεν ὁ δοῦλός σου ὅτι ζητεῖ Σαοὺλ ἐλθεῖν ἐπὶ Κεϊλὰ διαφθεῖραι τὴν πόλιν δι᾿ ἐμέ.

Α Βασ. 23,10            Και ο ίδιος προσηυχήθη και είπε· “Κυριε, Θεέ του Ισραηλιτικού λαού, εγώ ο δούλος σου έχω πληροφορηθή ότι ο Σαούλ έχει απόφασιν να έλθη εις Κεϊλά, να καταστρέψη την πόλιν εξ αιτίας μου.

Α Βασ. 23,11      εἰ ἀποκλεισθήσεται; καὶ νῦν εἰ καταβήσεται Σαούλ, καθὼς ἤκουσεν ὁ δοῦλός σου; Κύριε ὁ Θεὸς Ἰσραήλ, ἀπάγγειλον τῷ δούλῳ σου. καὶ εἶπε Κύριος· ἀποκλεισθήσεται.

Α Βασ. 23,11             Σε παρακαλώ, λοιπόν, φανέρωσέ μου αν θα κατεβή πράγματι ο Σαούλ δια να κάμη αποκλεισμόν εις την πόλιν αυτήν, όπως ο δούλος σου, εγώ, έχω πληροφορηθή; Κυριε, Θεέ του Ισραήλ, απάντησε εις την ερώτησίν μου αυτήν”. Ο Κυριος απήντησε· “ναι. Θα αποκλεισθή η πόλις αυτή από τον Σαούλ”.

Α Βασ. 23,12      [Καὶ εἶπε Δαυίδ· εἰ παραδώσουσι παρὰ τῆς Κεϊλὰ ἐμὲ καὶ τοὺς ἄνδρας μου εἰς χεῖρας Σαούλ; καὶ εἶπε Κύριος· παραδώσουσι.]

Α Βασ. 23,12            Παλιν ο Δαυίδ ηρώτησε τον Κυριον· “οι κάτοικοι της Κειλά θα παραδώσουν εμέ και τους άνδρας μου εις τα χέρια του Σαούλ;” Και ο Κυριος απήντησε· “ναι, θα σας παραδώσουν”.

Α Βασ. 23,13      καὶ ἀνέστη Δαυὶδ καὶ οἱ ἄνδρες οἱ μετ᾿ αὐτοῦ ὡς τετρακόσιοι καὶ ἐξῆλθον ἐκ Κεϊλὰ καὶ ἐπορεύοντο οὗ ἐὰν ἐπορεύοντο· καὶ τῷ Σαοὺλ ἀπηγγέλη ὅτι, διασέσωσται Δαυὶδ ἐκ Κεϊλά, καὶ ἀνῆκε τοῦ ἐλθεῖν.

Α Βασ. 23,13             Ο Δαυίδ και οι τετρακόσιοι περίπου άνδρες του, εσηκώθηκαν, έφυγαν από την Κειλά και επορεύοντο ασκόπως ανά τα διάφορα μέρη. Ανηγγέλθη δε στον Σαούλ ότι έφυγεν ο Δαυίδ από την Κείλα. Ο Σαούλ έτσι εματαίωσε την μετάβασίν του εις την πόλιν αυτήν.

Α Βασ. 23,14      Καὶ ἐκάθισε Δαυὶδ ἐν τῇ ἐρήμῳ, ἐν Μασερὲμ ἐν τοῖς στενοῖς, καὶ ἐκάθητο ἐν τῇ ἐρήμῳ ἐν τῷ ὄρει Ζίφ, ἐν τῇ γῇ τῇ αὐχμώδει· καὶ ἐζήτει αὐτὸν Σαοὺλ πάσας τὰς ἡμέρας, καὶ οὐ παρέδωκεν αὐτὸν Κύριος εἰς τὰς χεῖρας αὐτοῦ.

Α Βασ. 23,14            Ο Δαυίδ εκάθησεν εις την έρημον, εις Μασερέμ, εις στενούς τόπους. Εκάθητο εις την έρημον στο όρος Ζιφ, εις γην δηλαδή ξηράν και άνυδρον. Ο Σαούλ αναζητούσε να εύρη αυτόν, όπως και όλας τας προηγουμένας ημέρας. Ο Κυριος όμως δεν επέτρεψε να πέση ο Δαυίδ εις τα χέρια του Σαούλ.

Α Βασ. 23,15      καὶ εἶδε Δαυὶδ ὅτι ἐξέρχεται Σαοὺλ τοῦ ζητεῖν τὸν Δαυίδ· καὶ Δαυὶδ ἦν ἐν τῷ ὄρει τῷ αὐχμώδει ἐν τῇ Καινῇ Ζίφ.

Α Βασ. 23,15             Επληροφορήθη όμως ο Δαυίδ ότι ο Σαούλ εξήλθεν εις αναζήτησίν του. Ο Δαυίδ ευρίσκετο στο γυμνόν και τραχύ όρος, εις την Καινήν Ζιφ.

Α Βασ. 23,16      καὶ ἀνέστη Ἰωνάθαν υἱὸς Σαοὺλ καὶ ἐπορεύθη πρὸς Δαυὶδ εἰς Καινὴν καὶ ἐκραταίωσε τὰς χεῖρας αὐτοῦ ἐν Κυρίῳ.

Α Βασ. 23,16            Ο Ιωνάθαν, ο υιός του Σαούλ, εσηκώθη και μετέβη προς τον Δαυίδ, εις Καινήν και με την δύναμιν του Κυρίου ενίσχυσε τον Δαυίδ.

Α Βασ. 23,17      καὶ εἶπε πρὸς αὐτόν· μὴ φοβοῦ, ὅτι οὐ μὴ εὕρῃ σε ἡ χεὶρ Σαοὺλ τοῦ πατρός μου, καὶ σὺ βασιλεύσεις ἐπὶ Ἰσραήλ, καὶ ἐγὼ ἔσομαί σοι εἰς δεύτερον· καὶ Σαοὺλ ὁ πατήρ μου οἶδεν οὕτως.

Α Βασ. 23,17             Είπε λοιπόν ο Ιωνάθαν προς αυτόν· “μη φοβήσαι, δεν θα πέσης εις τα χέρια του πατρός μου. Συ θα γίνης βασιλεύς στον ισραηλιτικόν λαόν. Εγώ δε θα είμαι δια σε δεύτερος κατά την αξίαν. Ο πατήρ μου ο Σαούλ το γνωρίζει αυτό, ότι έτσι θα εξελιχθούν τα πράγματα”.

Α Βασ. 23,18      καὶ διέθεντο ἀμφότεροι διαθήκην ἐνώπιον Κυρίου. καὶ ἀκάθητο Δαυὶδ ἐν Καινῇ, καὶ Ἰωνάθαν ἀπῆλθεν εἰς οἶκον αὐτοῦ.

Α Βασ. 23,18            Ο Ιωνάθαν και ο Δαυίδ ανενέωσαν ενώπιον του Κυρίου την συμφωνίαν της φιλίας των. Κατόπιν εχωρίσθησαν. Ο Δαυίδ εκάθησεν εις την Καινήν, Ο δε Ιωνάθαν επέστρεψεν στον οίκον του.

Α Βασ. 23,19      Καὶ ἀνέβησαν οἱ Ζιφαῖοι ἐκ τῆς αὐχμώδους πρὸς Σαοὺλ ἐπὶ τὸν βουνὸν λέγοντες· οὐκ ἰδοὺ Δαυὶδ κέκρυπται παρ᾿ ἡμῖν ἐν Μεσσαρά, ἐν τοῖς στενοῖς, ἐν τῇ Καινῇ ἐν τῷ βουνῷ τοῦ Ἐχελὰ τοῦ ἐκ δεξιῶν τοῦ Ἰεσσαιμοῦν;

Α Βασ. 23,19            Οι Ζιφαίοι ανέβησαν από την ξηράν και τραχείαν χώραν των στο βουνόν, όπου ευρίσκετο ο Σαούλ, και του είπαν· “ο Δαυίδ είναι κρυμμένος πλησίον μας εις Μεσσαρά, εις στενάς και δυσβάτους περιοχάς, εις την τοποθεσίαν Καινήν, στον λόφον Εχελά δεξιά του Ιεσσαιμούν.

Α Βασ. 23,20      καὶ νῦν πᾶν τὸ πρὸς ψυχὴν τοῦ βασιλέως εἰς κατάβασιν καταβαινέτω πρὸς ἡμᾶς· κεκλείκασιν αὐτὸν εἰς χεῖρας τοῦ βασιλέως.

Α Βασ. 23,20            Και τώρα ο βασιλεύς, κατά την επιθυμίαν της καρδίας του, ας κατεβή προς ημάς. Οι Ζιφαίοι έχουν αποκλείσει τον Δαυίδ, δια να τον παραδώσουν εις τα χέρια του βασιλέως”.

Α Βασ. 23,21      καὶ εἶπεν αὐτοῖς Σαούλ· εὐλογημένοι ὑμεῖς τῷ Κυρίῳ, ὅτι ἐπονέσατε περὶ ἐμοῦ·

Α Βασ. 23,21            Είπε προς αυτούς ο Σαούλ· “σεις είσθε ευλογημένοι παρά του Θεού, διότι επονέσατε δι' εμέ.

Α Βασ. 23,22      πορεύθητε δὴ καὶ ἑτοιμάσατε ἔτι καὶ γνῶτε τὸν τόπον αὐτοῦ, οὗ ἔσται ὁ ποὺς αὐτοῦ ἐν τάχει ἐκεῖ, οὗ εἴπατε, μή ποτε πανουργεύσηται·

Α Βασ. 23,22            Πηγαίνετε λοιπόν εκεί και ετοιμάσατε τα της συλλήψεώς του. Πληροφορηθήτε ακριβώς και ταχέως τον τόπον, όπου αυτός ευρίσκεται και προσέξατε να μην είπητε τίποτε, μήπως τυχόν ο Δαυίδ, πανούργος καθώς είναι, διαφύγη από τα χέρια σας.

Α Βασ. 23,23      καὶ ἴδετε καὶ γνῶτε, καὶ πορεύσομαι μεθ᾿ ὑμῶν, καὶ ἔσται εἰ ἔστιν ἐπὶ τῆς γῆς, καὶ ἐξερευνήσω αὐτὸν ἐν πάσαις χιλιάσιν Ἰούδα.

Α Βασ. 23,23            Εξακριβώσατε και μάθετε καλώς, που είναι· και εγώ θα έλθω μαζή σας. Σας λέγω δε ότι και αν ακόμη έχη χωθή μέσα εις την γην, εγώ θα ερευνήσω και θα τον εύρω μεταξύ των χιλιάδων των οικογενειών της φυλής του Ιούδα”.

Α Βασ. 23,24      καὶ ἀνέστησαν οἱ Ζιφαῖοι καὶ ἐπορεύθησαν ἔμπροσθεν Σαούλ· καὶ Δαυὶδ καὶ οἱ ἄνδρες αὐτοῦ ἐν τῇ ἐρήμῳ τῇ Μαὰν καθ᾿ ἑσπέραν ἐκ δεξιῶν τοῦ Ἰεσσαιμοῦν.

Α Βασ. 23,24            Οι Ζιφαίοι εξεκίνησαν και επροχώρησαν έμπρος από τον Σαούλ. Ο Δαυίδ και οι άνδρες του ευρίσκοντο κατά την εσπέραν εκείνην εις την έρημον Μαάν, εκ δεξιών του Ιεσσαιμούν.

Α Βασ. 23,25      καὶ ἐπορεύθη Σαοὺλ καὶ οἱ ἄνδρες αὐτοῦ ζητεῖν αὐτόν· καὶ ἀπήγγειλαν τῷ Δαυίδ, καὶ κατέβη εἰς τὴν πέτραν τὴν ἐν τῇ ἐρήμῳ Μαάν. καὶ ἤκουσε Σαοὺλ καὶ κατεδίωξεν ὀπίσω Δαυὶδ εἰς τὴν ἔρημον Μαάν.

Α Βασ. 23,25            Ο Σαούλ και οι άνδρες του επροχώρησαν εις αναζήτησιν του Δαυίδ. Μερικοί όμως άνθρωποι ανήγγειλαν στον Δαυίδ το γεγονός. Δια τούτο ο Δαυίδ κατέβηκε από τον βράχον, που ευρίσκετο, εις την έρημον Μαάν. Ο Σαούλ πάλιν επληροφορήθη αυτό και κατεδίωξε τον Δαυίδ εις την έρημον Μαάν.

Α Βασ. 23,26      καὶ πορεύονται Σαοὺλ καὶ οἱ ἄνδρες αὐτοῦ ἐκ μέρους τοῦ ὄρους τούτου, καὶ ἦν Δαυὶδ καὶ οἱ ἄνδρες αὐτοῦ ἐκ μέρους τοῦ ὄρους τούτου· καὶ ἦν Δαυὶδ σκεπαζόμενος πορεύεσθαι ἀπὸ προσώπου Σαούλ, καὶ Σαοὺλ καὶ οἱ ἄνδρες αὐτοῦ παρενέβαλον ἐπὶ Δαυὶδ καὶ τοὺς ἄνδρας αὐτοῦ συλλαβεῖν αὐτούς.

Α Βασ. 23,26            Ο Σαούλ και οι άνδρες του εβάδιζαν από την μίαν πλευράν του όρους, ο δε Δαυίδ και οι άνδρες του από την άλλην πλευράν του όρους. Ησαν δε πολύ πλησίον, ώστε ο Δαυίδ επροχωρούσε προφυλακτικά από τον Σαούλ. Ο Σαούλ και οι άνδρες του εστρατοπέδευσαν σε κάποιαν τοποθεσίαν εναντίον του Δαυίδ και των ανδρών του δια να τους συλλάβουν.

Α Βασ. 23,27      καὶ πρὸς Σαοὺλ ἦλθεν ἄγγελος λέγων· σπεῦδε καὶ δεῦρο, ὅτι ἀλλόφυλοι ἐπέθεντο ἐπὶ τὴν γῆν.

Α Βασ. 23,27            Την ώραν εκείνην ήλθε προς τον Σαούλ ένας αγγελιαφόρος και του είπε· “σπεύσε εδώ, διότι οι αλλόφυλοι επιτίθενται εναντίον της χώρας μας”.

Α Βασ. 23,28      καὶ ἀνέστρεψε Σαοὺλ μὴ καταδιώκειν ὀπίσω Δαυὶδ καὶ ἐπορεύθη εἰς συνάντησιν τῶν ἀλλοφύλων· διὰ τοῦτο ἐπεκλήθη ὁ τόπος ἐκεῖνος Πέτρα ἡ μερισθεῖσα.

Α Βασ. 23,28            Ο Σαούλ εσταμάτησε πλέον να καταδιώκη τον Δαυίδ και επροχώρησε να συναντήση τους αλλοφύλους. Δια τούτο ο τόπος εκείνος ωνομάσθη “Βράχος διαχωρισμού”, διότι εχωρίσθη ο Σαούλ από τον Δαυίδ.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 24- Ο ΔΑΒΙΔ ΑΠΟΦΕΥΓΕΙ ΝΑ ΣΚΟΤΩΣΕΙ ΤΟ ΣΑΟΥΛ

                                     Ο Δαβίδ αποφεύγει να σκοτώσει το Σαούλ

Α Βασ. 24,1        Καὶ ἀνέστη Δαυὶδ ἐκεῖθεν καὶ ἐκάθισεν ἐν τοῖς στενοῖς Ἐγγαδδί.

Α Βασ. 24,1               Ο Δαυίδ εσηκώθη, ανεχώρησεν από εκεί και εστρατοπέδευσεν εις τας στενωπούς και τα καταφύγια της περιοχής Εγγαδδί.

Α Βασ. 24,2        καὶ ἐγενήθη ὡς ἐνέστρεψε Σαοὺλ ἀπὸ ὄπισθεν τῶν ἀλλοφύλων, καὶ ἀπηγγέλη αὐτῷ λεγόντων, ὅτι Δαυὶδ ἐν τῇ ἐρήμῳ Ἐγγαδδί.

Α Βασ. 24,2              Οταν ο Σαούλ επέστρεψεν από την καταδίωξιν των αλλοφύλων, του ανήγγειλαν ότι ο Δαυίδ ευρίσκεται εις την έρημον Εγγαδδί.

Α Βασ. 24,3        καὶ ἔλαβε μεθ᾿ ἑαυτοῦ τρεῖς χιλιάδας ἀνδρῶν ἐκλεκτοὺς ἐκ παντὸς Ἰσραὴλ καὶ ἐπορεύθη ζητεῖν τὸν Δαυὶδ καὶ τοὺς ἄνδρας αὐτοῦ ἐπὶ πρόσωπον Σαδαιέμ.

Α Βασ. 24,3              Ο Σαουλ επήρε μαζή του τρεις χιλιάδας άνδρας εκλεκτούς από όλους τους Ισραηλίτας και επορεύθη, δια να αναζητήση και εύρη τον Δαυίδ και τους άνδρας του εις την περιοχήν Σαδαιέμ.

Α Βασ. 24,4        καὶ ἦλθεν εἰς τὰς ἀγέλας τῶν ποιμνίων τὰς ἐπὶ τῆς ὁδοῦ, καὶ ἦν ἐκεῖ σπήλαιον, καὶ Σαοὺλ εἰσῆλθε παρασκευάσασθαι· καὶ Δαυὶδ καὶ οἱ ἄνδρες αὐτοῦ ἐσώτερον τοῦ σπηλαίου ἐκάθηντο.

Α Βασ. 24,4              Εφθασε εις τα ποιμνιοστάσια, που ευρίσκοντο παραπλεύρως από κάποιον δρόμον. Εκεί υπήρχεν ένα σπήλαιον. Εις αυτό εισήλθεν ο Σαούλ, δια να ανακουφισθή και ξεκουρασθή. Εις το εσωτερικόν όμως του σπηλαίου εκάθηντο ο Δαυίδ και οι άνδρες του.

Α Βασ. 24,5        καὶ εἶπον οἱ ἄνδρες Δαυὶδ πρὸς αὐτόν· ἰδοὺ ἡ ἡμέρα αὕτη, ἣν εἶπε Κύριος πρός σε παραδοῦναι τὸν ἐχθρόν σου εἰς τὰς χεῖράς σου, καὶ ποιήσεις αὐτῷ ὡς ἀγαθὸν ἐν ὀφθαλμοῖς σου. καὶ ἀνέστη Δαυὶδ καὶ ἀφεῖλε τὸ πτερύγιον τῆς διπλοΐδος τοῦ Σαοὺλ λαθραίως.

Α Βασ. 24,5              Οι άνδρες του Δαυίδ είπαν προς αυτόν· “ιδού, έφθασεν η ημέρα, κατά την οποίαν ο Κυριος απεφάσισε και σου παρέδωσεν εις τα χέρια τον εχθρόν σου. Καμε λοιπόν εις αυτόν ο,τι σου φαίνεται καλόν”. Ο Δαυίδ εσηκώθηκε, επλησίασε τον κοιμώμενον Σαούλ και αφήρεσε ένα άκρον από το επανωφόρι του Σαούλ κρυφίως.

Α Βασ. 24,6        καὶ ἐγενήθη μετὰ ταῦτα καὶ ἐπάταξε καρδία Δαυὶδ αὐτόν, ὅτι ἀφεῖλε τὸ πτερύγιον τῆς διπλοΐδος αὐτοῦ,

Α Βασ. 24,6              Κατόπιν όμως ο Δαυίδ ησθάνθη μεγάλην στενοχωρίαν εις την καρδίαν του, διότι αφήρεσε το άκρον από το επανωφόρι του Σαούλ.

Α Βασ. 24,7        καὶ εἶπε Δαυὶδ πρὸς τοὺς ἄνδρας αὐτοῦ· μηδαμῶς μοι παρὰ Κυρίου, εἰ ποιήσω τὸ ῥῆμα τοῦτο τῷ κυρίῳ μου τῷ χριστῷ Κυρίου ἐπενέγκαι χεῖρά μου ἐπ᾿ αὐτόν, ὅτι χριστὸς Κυρίου ἐστὶν οὗτος·

Α Βασ. 24,7              Είπε δε προς τους άνδρας του· “ποτέ να μη επιτρέψη ο Κυριος και κάμω το πράγμα αυτό, το κακόν που υπονοείτε, στον κύριόν μου τον Σαούλ, ο οποίος έχει χρισθή βασιλεύς από τον Θεόν. Ποτέ εγώ δεν θα βάλω το χέρι μου εις αυτόν, δια να τον φονεύσω, διότι αυτός έχει χρισθή από τον Κυριον ως βασιλεύς και είναι βασιλεύς”.

Α Βασ. 24,8        καὶ ἔπεισε Δαυὶδ τοὺς ἄνδρας αὐτοῦ ἐν λόγοις καὶ οὐκ ἔδωκεν αὐτοῖς ἀναστάντας θανατῶσαι τὸν Σαούλ. καὶ ἀνέστη Σαοὺλ καὶ κατέβη τὴν ὁδόν.

Α Βασ. 24,8              Με τα λόγια αυτά έπεισεν ο Δαυίδ τους άνδρας του και δεν τους αφήκε να ξεσηκωθούν και να φονεύσουν τον Σαούλ. Ο Σαούλ έπειτα εσηκώθηκε και κατέβαινε την οδόν αυτού.

Α Βασ. 24,9        καὶ ἀνέστη Δαυὶδ ὀπίσω αὐτοῦ ἐκ τοῦ σπηλαίου, καὶ ἐβόησε Δαυὶδ ὀπίσω Σαοὺλ λέγων· κύριε βασιλεῦ· καὶ ἐπέβλεψε Σαοὺλ εἰς τὰ ὀπίσω αὐτοῦ, καὶ ἔκυψε Δαυὶδ ἐπὶ πρόσωπον αὐτοῦ ἐπὶ τὴν γῆν καὶ προσεκύνησεν αὐτῷ.

Α Βασ. 24,9              Ο Δαυίδ εσηκώθη από το σπήλαιον έπειτα από την αναχώρησιν του Σαούλ και εφώναξε πίσω από αυτόν λέγων· “κύριε, βασιλεύ !” Ο Σαούλ εγύρισε την κεφαλήν προς τα οπίσω και τότε ο Δαυίδ έσκυψε το πρόσωπον αυτού εις την γην και προσεκύνησε τον Σαούλ.

Α Βασ. 24,10      καὶ εἶπε Δαυὶδ πρὸς Σαούλ· ἱνατί ἀκούεις τῶν λόγων τοῦ λαοῦ λεγόντων· ἰδοὺ Δαυὶδ ζητεῖ τὴν ψυχήν σου;

Α Βασ. 24,10            Είπε δε ο Δαυίδ προς τον Σαούλ· “διατί πείθεσαι εις τας συκοφαντίας ανθρώπων αναξιοπίστων, οι οποίοι σου λέγουν· Ιδού, ο Δαυίδ ζητεί την ζωήν σου.

Α Βασ. 24,11      ἰδοὺ ἐν τῇ ἡμέρᾳ ταύτῃ ἑωράκασιν οἱ ὀφθαλμοί σου ὡς παρέδωκέ σε Κύριος σήμερον εἰς χεῖράς μου ἐν τῷ σπηλαίῳ, καὶ οὐκ ἠβουλήθην ἀποκτεῖναί σε καὶ ἐφεισάμην σου καὶ εἶπα· οὐκ ἐποίσω χεῖρά μου ἐπὶ κύριόν μου, ὅτι χριστὸς Κυρίου οὗτός ἐστι.

Α Βασ. 24,11             Ιδού, κατά την ημέραν αυτήν είδες με τα μάτια σου, ότι ο Κυριος σήμερον σε είχε παραδώσει εις τα χέρια μου μέσα στο σπήλαιον. Δεν ηθέλησα όμως να σε φονεύσω. Σε ελυπήθην. Εσκέφθην και είπα· Δεν θα απλώσω εγώ το χέρι μου εναντίον του κυρίου και βασιλέως μου, δια να τον φονεύσω. Διότι αυτός έχει χρισθή βασιλεύς από τον Κυριον και Θεόν.

Α Βασ. 24,12      καὶ ἰδοὺ τὸ πτερύγιον τῆς διπλοΐδος σου ἐν τῇ χειρί μου· ἐγὼ ἀφῄρηκα τὸ πτερύγιον καὶ οὐκ ἀπέκταγκά σε. καὶ γνῶθι καὶ ἰδὲ σήμερον ὅτι οὐκ ἔστι κακία ἐν τῇ χειρί μου οὐδὲ ἀσέβεια καὶ ἀθέτησις, καὶ οὐχ ἡμάρτηκα εἰς σέ· καὶ σὺ δεσμεύεις τὴν ψυχήν μου λαβεῖν αὐτήν.

Α Βασ. 24,12            Ιδού δε το άκρον από το επανωφόρι σου ευρίσκεται εις τα χέρια μου. Εγώ σου αφήρεσα την άκραν αυτήν του ενδύματός σου και δεν σε εφόνευσα. Ιδέ λοιπόν σήμερον και μάθε ότι δεν υπάρχει εις την καρδίαν μου καμμία κακή διάθεσις εναντίον σου, ούτε ασέβεια, ούτε επανάστασις. Μαθε ότι δεν σου έχω πταίσει εις τίποτε. Εσύ όμως με κατατρέχεις και μου στήνεις παγίδας, δια να μου αφαιρέσης την ζωήν.

Α Βασ. 24,13      δικάσαι Κύριος ἀνὰ μέσον ἐμοῦ καὶ σοῦ, καὶ ἐκδικήσαι με Κύριος ἐκ σοῦ· καὶ ἡ χείρ μου οὐκ ἔσται ἐπὶ σοί,

Α Βασ. 24,13            Ας κρίνη και ας δικάση ο Κυριος μεταξύ σου και εμού. Ας μου αποδώση ο Κυριος το δίκαιον απέναντί σου. Το ιδικόν μου όμως χέρι ποτέ δεν θα πέση φονικόν εναντίον σου.

Α Βασ. 24,14      καθὼς λέγεται ἡ παραβολὴ ἡ ἀρχαία· ἐξ ἀνόμων ἐξελεύσεται πλημμέλεια· καὶ ἡ χείρ μου οὐκ ἔσται ἐπὶ σέ.

Α Βασ. 24,14            Οπως λέγει και κάποια αρχαία παροιμία· Από τους κακούς προέρχεται η κακία. Εγώ όμως δεν θα απλώσω το χέρι μου επάνω σου.

Α Βασ. 24,15      καὶ νῦν ὀπίσω τίνος σὺ ἐκπορεύῃ, βασιλεῦ Ἰσραήλ; ὀπίσω τίνος καταδιώκεις σύ; ὀπίσω κυνὸς τεθνηκότος καὶ ὀπίσω ψύλλου ἑνός;

Α Βασ. 24,15            Τωρα δέ σε ερωτώ, βασιλεύ του Ισραηλιτικού λαού, εναντίον τίνος επιτίθεσαι; Ποιόν συ ο βασιλεύς καταδιώκεις; Καταδιώκεις εμέ, ο οποίος είμαι ένα ψόφιο σκυλί, ένας ψύλλος;

Α Βασ. 24,16      γένοιτο Κύριος εἰς κριτὴν καὶ δικαστὴν ἀνὰ μέσον ἐμοῦ καὶ ἀνὰ μέσον σοῦ· ἴδοι Κύριος καὶ κρίναι τὴν κρίσιν μου καὶ δικάσαι μοι ἐκ χειρός σου.

Α Βασ. 24,16            Είθε ο Κυριος να γίνη κριτής και δικαστής μεταξύ εμού και σου. Ο Κυριος ας ίδη, ας κρίνη και ας με υπερασπισθή και ας με γλυτώση από τα δικά σου τα χέρια”.

 

                                    Η μετάνοια του Σαούλ

Α Βασ. 24,17      καὶ ἐγένετο ὡς συνετέλεσε Δαυὶδ τὰ ῥήματα ταῦτα λαλῶν πρὸς Σαούλ, καὶ εἶπε Σαούλ· ἡ φωνή σου αὕτη τέκνον Δαυίδ; καὶ ᾖρε Σαοὺλ τὴν φωνὴν αὐτοῦ καὶ ἔκλαυσε.

Α Βασ. 24,17            Οταν ετελείωσεν ο Δαυίδ τα λόγια αυτά προς τον Σαούλ, είπεν ο Σαούλ· “παιδί μου Δαυίδ, αυτή είναι η φωνή σου;” Και έβγαλε μεγάλην φωνήν ο Σαούλ και έκλαυσε.

Α Βασ. 24,18      καὶ εἶπε Σαοὺλ πρὸς Δαυίδ· δίκαιος σὺ ὑπὲρ ἐμέ, ὅτι σὺ ἀνταπέδωκάς μοι ἀγαθά, ἐγὼ δὲ ἀνταπέδωκά σοι κακά.

Α Βασ. 24,18            Είπε δε προς τον Δαυίδ· “συ Δαυίδ είσαι πολύ καλύτερος από εμέ, διότι με ευεργετείς με πολλά αγαθά, εγώ δε αντί των ευεργεσιών σου σου ανταπέδωκα κακά.

Α Βασ. 24,19      καὶ σὺ ἀπήγγειλάς μοι σήμερον ἃ ἐποίησάς μοι ἀγαθά, ὡς ἀπέκλεισέ με Κύριος εἰς χεῖράς σου σήμερον καὶ οὐκ ἀπέκτεινάς με·

Α Βασ. 24,19            Συ μου είπες σήμερον το καλόν, το οποίον μου έκαμες, όταν ο Θεός με παρέδωσεν εις τα χέριά σου και δεν με εφόνευσες.

Α Βασ. 24,20      καὶ ὅτι εἰ εὕροι τις τὸν ἐχθρὸν αὐτοῦ ἐν θλίψει καὶ ἐκπέμψει αὐτὸν ἐν ὁδῷ ἀγαθῇ, καὶ Κύριος ἀποτίσει αὐτῷ ἀγαθά, καθὼς πεποίηκας σήμερον.

Α Βασ. 24,20           Εκείνος δε ο οποίος θα εύρη τον εχθρόν του εις δύσκολον θέσιν, από την οποίαν δεν θα ημπορή να του ξεφύγη και τον αφήση να φύγη ελεύθερος στον δρόμον του, όπως έκαμες συ σήμερον, θα αμειφθή με πολλά αγαθά από τον Κυριον.

Α Βασ. 24,21      καὶ νῦν ἰδοὺ ἐγὼ γινώσκω ὅτι βασιλεύων βασιλεύσεις καὶ στήσεται ἐν χειρί σου ἡ βασιλεία Ἰσραήλ.

Α Βασ. 24,21            Και τώρα ιδού, εγώ γνωρίζω ότι συ οπωσδήποτε θα γίνης βασιλεύς και με το δικό σου χέρι θα στερεωθή η βασιλεία των Ισραηλιτών.

Α Βασ. 24,22      καὶ νῦν ὄμοσόν μοι ἐν Κυρίῳ ὅτι οὐκ ἐξολοθρεύσεις τὸ σπέρμα μου ὀπίσω μου, οὐκ ἀφανιεῖς τὸ ὄνομά μου ἐκ τοῦ οἴκου τοῦ πατρός μου.

Α Βασ. 24,22           Ορκίσου μου λοιπόν σήμερον ενώπιον του Κυρίου, ότι δεν θα εξολοθρεύσης τους απογόνους μου και δεν θα εξαφανίσης το όνομά μου από τον πατρικόν μου οίκον”.

Α Βασ. 24,23      καὶ ὤμοσε Δαυὶδ τῷ Σαούλ. καὶ ἀπῆλθε Σαοὺλ εἰς τὸν τόπον αὐτοῦ, καὶ Δαυὶδ καὶ οἱ ἄνδρες αὐτοῦ ἀνέβησαν εἰς τὴν Μεσσαρὰ στενήν.

Α Βασ. 24,23            Ο Δαυίδ ωρκίσθη στον Σαούλ ότι έτσι θα πράξη. Ο Σαούλ επανήλθεν εις την πόλιν του ο δε Δαυίδ και οι άνδρες του ανεχώρησαν εις τας στενωπούς της Μεσσαράς.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 25- Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΣΑΜΟΥΗΛ - ΔΑΒΙΔ ΚΑΙ ΑΒΙΓΑΙΑ

                                    Θάνατος του Σαμουήλ

Α Βασ. 25,1        Καὶ ἀπέθανε Σαμουήλ, καὶ συναθροίζονται πᾶς Ἰσραὴλ καὶ κόπτονται αὐτὸν καὶ θάπτουσιν αὐτὸν ἐν οἴκῳ αὐτοῦ ἐν Ἀρμαθαίμ. καὶ ἀνέστη Δαυὶδ καὶ κατέβη εἰς τὴν ἔρημον Μαάν.

Α Βασ. 25,1               Ο Σαμουήλ απέθανε, και συνεκεντρώθησαν όλοι οι Ισραηλίται, οι οποίοι και τον επένθησαν μετά θρήνων και τον έθαψαν εις την αυλήν αυτού εις Αρμαθαίμ. Τοτε ο Δαυίδ ητοιμάσθη και κατέβηκε από την έρημον Μαάν.

 

                                    Δαβίδ και Αβιγαία

Α Βασ. 25,2        καὶ ἦν ἄνθρωπος ἐν τῇ Μαάν, καὶ τὰ ποίμνια αὐτοῦ ἐν τῷ Καρμήλῳ· καὶ ὁ ἄνθρωπος μέγας σφόδρα, καὶ τούτῳ ποίμνια τρισχίλια καὶ αἶγες χίλιαι· καὶ ἐγενήθη ἐν τῷ κείρειν τὸ ποίμνιον αὐτοῦ ἐν τῷ Καρμήλῳ.

Α Βασ. 25,2              Εκεί εις την Μαάν υπήρχεν ένας άνθρωπος, του οποίου τα ποίμνια ευρίσκοντο στο Καρμηλον. Ο άνθρωπος αυτός ήτο πολύ πλούσιος. Είχε τρεις χιλιάδες πρόβατα και χιλίας αίγας. Ηλθεν η εποχή, που θα εκούρευε τα ποίμνιά του στο Καρμηλον.

Α Βασ. 25,3        καὶ ὄνομα τῷ ἀνθρώπῳ Νάβαλ, καὶ ὄνομα τῇ γυναικὶ αὐτοῦ Ἀβιγαία· καὶ ἡ γυνὴ αὐτοῦ ἀγαθὴ συνέσει καὶ καλὴ τῷ εἴδει σφόδρα, καὶ ὁ ἄνθρωπος σκληρὸς καὶ πονηρὸς ἐν ἐπιτηδεύμασι, καὶ ὁ ἄνθρωπος κυνικός.

Α Βασ. 25,3              Ο άνθρωπος αυτός ωνομάζετο Ναβαλ, η δε γυναίκα του ωνομάζετο Αβιγαία. Η γυναίκα του ήτο πολύ συνετή και ωραιότατη εις την όψιν. Εξ αντιθέτου ο σύζυγός της ήτο σκληρός, άνθρωπος των κακών έργων, αναιδής και κτηνώδης.

Α Βασ. 25,4        καὶ ἤκουσε Δαυὶδ ἐν τῇ ἐρήμῳ ὅτι κείρει Νάβαλ ὁ Καρμήλιος τὸ ποίμνιον αὐτοῦ,

Α Βασ. 25,4              Ο Δαυίδ, εκεί εις την έρημον, που ευρίσκετο, επληροφορήθη ότι ο Ναβαλ κουρεύει τα γιδοπρόβατά του εις Καρμηλον.

Α Βασ. 25,5        καὶ ἀπέστειλε Δαυὶδ δέκα παιδάρια καὶ εἶπε τοῖς παιδαρίοις· ἀνάβητε εἰς Κάρμηλον καὶ ἀπέλθατε πρὸς Νάβαλ καὶ ἐρωτήσατε αὐτὸν ἐπὶ τῷ ὀνόματί μου εἰς εἰρήνην

Α Βασ. 25,5              Εστειλε προς αυτόν δέκα νεαρούς και είπεν εις αυτούς· “ανεβήτε στο Καρμηλον, πηγαίνετε προς τον Ναβαλ και χαιρετήσατό τον ειρηνικώς εκ μέρους μου.

Α Βασ. 25,6        καὶ ἐρεῖτε τάδε· εἰς ὥρας· καὶ σὺ ὑγιαίνων, καὶ ὁ οἶκός σου, καὶ πάντα τὰ σὰ ὑγιαίνοντα.

Α Βασ. 25,6              Να του πήτε τα εξής· Καλή σου ώρα· ευχόμεθα υγείαν εις σε και στους ανθρώπους του σπιτιού σου και εις όλα όσα σου ανήκουν.

Α Βασ. 25,7        καὶ νῦν ἰδοὺ ἀκήκοα ὅτι κείρουσί σοι νῦν οἱ ποιμένες σου, οἳ ἦσαν μεθ᾿ ἡμῶν ἐν τῇ ἐρήμῳ, καὶ οὐκ ἀπεκωλύσαμεν αὐτοὺς καὶ οὐκ ἐνετειλάμεθα αὐτοῖς οὐθὲν πάσας τὰς ἡμέρας ὄντων αὐτῶν ἐν Καρμήλῳ·

Α Βασ. 25,7              Τωρα δε εγώ έμαθα, ότι οι ποιμένες σου, οι οποίοι ευρίσκοντο μαζή μου εις την έρημον, κουρεύουν τα αιγοπρόβατά σου. Αυτούς τους ποιμένας σου ουδέποτε ημείς τους ενοχλήσαμεν και ούτε τους εμποδίσαμεν να βόσκουν τα ποίμνιά σου, ούτε τους διετάξαμεν να μας κάμουν κάτι, να μας εξυπηρετήσουν εις κάτι καθ' όλον το χρονικόν διάστημα, που ευρίσκοντο στο Καρμηλον.

Α Βασ. 25,8        ἐρώτησον τὰ παιδάριά σου καὶ ἀπαγγελοῦσί σοι. καὶ εὑρέτωσαν τὰ παιδάρια χάριν ἐν ὀφθαλμοῖς σου, ὅτι ἐφ᾿ ἡμέραν ἀγαθὴν ἥκομεν· δὸς δὴ ὃ ἐὰν εὕρῃ ἡ χείρ σου τῷ υἱῷ σου τῷ Δαυίδ.

Α Βασ. 25,8              Ερώτησε τους υπηρέτας σου δι' αυτά, που σου λέγω, και θα τα πληροφορηθής από αυτούς. Ας βρουν λοιπόν χάριν και ας γίνουν ευμενώς δεκτοί από σε οι νεαροί αυτοί, τους οποίους αποστέλλω. Εχομεν έλθει εις καλήν ημέραν, την εόρτιον ημέραν της κουράς. Δοσε σε παρακαλώ εις αυτούς ο,τι σου ευρεθή πρόχειρον δι' εμέ, το παιδί σου, τον Δαυίδ”.

Α Βασ. 25,9        καὶ ἔρχονται τὰ παιδάρια καὶ λαλοῦσι τοὺς λόγους τούτους πρὸς Νάβαλ κατὰ πάντα τὰ ῥήματα ταῦτα ἐν τῷ ὀνόματι Δαυίδ. καὶ ἀνεπήδησε

Α Βασ. 25,9              Οι νεαροί αυτοί του Δαυίδ ήλθαν και είπαν τους λόγους αυτούς προς τον Ναβαλ εκ μέρους του Δαυίδ, όπως τους είχε διατάξει ο Δαυίδ.

Α Βασ. 25,10      καὶ ἀπεκρίθη Νάβαλ τοῖς παισὶ Δαυὶδ καὶ εἶπε· τίς ὁ Δαυὶδ καὶ τίς ὁ υἱὸς Ἰεσσαί; σήμερον πεπληθυμμένοι εἰσὶν οἱ δοῦλοι ἀναχωροῦντες ἕκαστος ἐκ προσώπου τοῦ κυρίου αὐτοῦ.

Α Βασ. 25,10            Εκείνος όμως κατελήφθη από θυμόν, ανεπήδησε και απεκρίθη εις τα παιδιά του Δαυίδ και είπε· “Και ποιός είναι αυτός ο Δαυίδ, ποιός είναι αυτός ο υιός του Ιεσσαί; Σημερον έχουν πληθυνθή οι δούλοι, που εδραπέτευσαν κρυφίως από τους κυρίους αυτών. Δεν αποκλείεται ενας από αυτούς να είναι και ο Δαυίδ.

Α Βασ. 25,11      καὶ λήψομαι τοὺς ἄρτους μου καὶ τὸν οἶνόν μου καὶ τὰ θύματά μου, ἃ τέθυκα τοῖς κείρουσί μου τὰ πρόβατα, καὶ δώσω αὐτὰ ἀνδράσιν, οἷς οὐκ οἶδα πόθεν εἰσί;

Α Βασ. 25,11             Θα πάρω λοιπόν εγώ τα ψωμιά μου και το κρασί μου και τα σφαχτά μου, τα οποία έσφαξα δι' εκείνους που κουρεύουν τα πρόβατά μου, και θα δώσω αυτά προς ανθρώπους, τους οποίους δεν γνωρίζω από που είναι και από που κατάγονται;”

Α Βασ. 25,12      καὶ ἀπεστράφησαν τὰ παιδάρια Δαυὶδ εἰς ὁδὸν αὐτῶν καὶ ἀνέστρεψαν καὶ ἦλθον καὶ ἀνήγγειλαν τῷ Δαυὶδ κατὰ τὰ ῥήματα ταῦτα.

Α Βασ. 25,12            Οι νεαροί απεσταλμένοι του Δαυίδ ανεχώρησαν οπίσω στον δρόμον των, επέστρεψαν, ήλθαν και ανήγγειλαν στον Δαυίδ όλα αυτά τα λόγια του Ναβαλ.

Α Βασ. 25,13      καὶ εἶπε Δαυὶδ τοῖς ἀνδράσιν αὐτοῦ· ζώσασθε ἕκαστος τὴν ῥομφαίαν αὐτοῦ· καὶ ἀνέβησαν ὀπίσω Δαυὶδ ὡς τετρακόσιοι ἄνδρες, καὶ οἱ διακόσιοι ἐκάθισαν μετὰ τῶν σκευῶν.

Α Βασ. 25,13             Είπε τότε ο Δαυίδ στους άνδρας του· “ας ζωσθή ο καθένας την ρομφαίαν του”. Και τετρακόσιοι άνδρες από αυτούς ανέβησαν μαζή με τον Δαυίδ, ενώ διακύσιοι άλλοι εκάθησαν με τας αποσκευάς.

Α Βασ. 25,14      καὶ τῇ Ἀβιγαίᾳ γυναικὶ Νάβαλ ἀπήγγειλεν ἓν τῶν παιδαρίων λέγων· ἰδοὺ Δαυὶδ ἀπέστειλεν ἀγγέλους ἐκ τῆς ἐρήμου εὐλογῆσαι τὸν κύριον ἡμῶν, καὶ ἐξέκλινεν ἀπ᾿ αὐτῶν.

Α Βασ. 25,14            Ενας από τους νεαρούς δούλους του Ναβαλ ανήγγειλεν εις την Αβιγαίαν, την γυναίκα του Ναβαλ. Και της είπεν· “ιδού, ο Δαυίδ έστειλεν από την έρημον, που ευρίσκεται, αγγελιαφόρους να χαιρετήση τον κύριον μας και εκείνος τους απέπεμψε με τραχύτητα.

Α Βασ. 25,15      καὶ οἱ ἄνδρες ἀγαθοὶ ἡμῖν σφόδρα· οὐκ ἀπεκώλυσαν ἡμᾶς οὐδὲ ἐνετείλαντο ἡμῖν οὐδὲν πάσας τὰς ἡμέρας, ἃς ἦμεν παρ᾿ αὐτοῖς·

Α Βασ. 25,15             Οι άνδρες αυτοί εφέρθησαν πολύ καλά απέναντί μας. Δεν μας ημπόδισαν εις τίποτε, ούτε μας διέταξαν να τους δώσωμεν κάτι όλας αυτάς τας ημέρας, κατά τας οποίας ευρισκόμεθα κοντά των.

Α Βασ. 25,16      καὶ ἐν τῷ εἶναι ἡμᾶς ἐν ἀγρῷ ὡς τεῖχος ἦσαν περὶ ἡμᾶς καὶ τὴν νύκτα καὶ τὴν ἡμέραν πάσας τὰς ἡμέρας, ἃς ἤμεθα παρ᾿ αὐτοῖς ποιμαίνοντες τὸ ποίμνιον.

Α Βασ. 25,16            Επί πλέον, όταν είμεθα εις την εξοχήν, αυτοί μας εφύλατταν ολόγυρά μας σαν τείχος νύκτα και ημέραν, καθ' όλον το διάστημα, κατά το οποίον ημείς εβόσκαμεν τα ποίμνιά μας.

Α Βασ. 25,17      καὶ νῦν γνῶθι καὶ ἰδὲ σὺ τί ποιήσεις, ὅτι συντετέλεσται ἡ κακία εἰς τὸν κύριον ἡμῶν καὶ εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ· καὶ οὗτος υἱὸς λοιμός, καὶ οὐκ ἔστι λαλῆσαι πρὸς αὐτόν.

Α Βασ. 25,17             Και τώρα σκέψου και ιδέ συ, τι θα κάμης. Διότι η κακία του κυρίου μας έχει αποκορυφωθή και θα ξεσπάση εναντίον όλου του οίκου του. Διότι αυτός είναι τραχύς και χυδαίος και κανείς δεν ημπορεί να του ομιλήση”.

Α Βασ. 25,18      καὶ ἔσπευσεν Ἀβιγαία καὶ ἔλαβε διακοσίους ἄρτους καὶ δύο ἀγγεῖα οἴνου καὶ πέντε πρόβατα πεποιημένα καὶ πέντε οἰφὶ ἀλφίτου καὶ γόμορ ἓν σταφίδος καὶ διακοσίας παλάθας καὶ ἔθετο ἐπὶ τοὺς ὄνους

Α Βασ. 25,18            Η Αβιγαία έσπευσεν αμέσως, επήρε διακοσίους άρτους, δύο ασκούς κρασί, πέντε πρόβατα ητοιμασμένα δια το φαγητόν, εκατό και πλέον κιλά κοπανισμένην κριθήν, πέντε περίπου κιλά ξηράν σταφίδα, διακόσιες τσαπέλες σύκα, και όλα αυτά τα εφόρτωσεν στους όνους.

Α Βασ. 25,19      καὶ εἶπε τοῖς παιδαρίοις αὐτῆς· προπορεύεσθε ἔμπροσθέν μου, καὶ ἰδοὺ ἐγὼ ὀπίσω ὑμῶν παραγίνομαι. καὶ τῷ ἀνδρὶ αὐτῆς οὐκ ἀπήγγειλε.

Α Βασ. 25,19            Είπε δε στους νεαρούς δούλους της· “πηγαίνετε σεις εμπρός και εγώ θα σας ακολουθήσω”. Εις τον συζυγόν της δεν είπε τίποτε.

Α Βασ. 25,20      καὶ ἐγενήθη αὐτῆς ἐπιβεβηκυίης ἐπὶ τὴν ὄνον καὶ καταβαινούσης ἐν σκέπῃ τοῦ ὄρους καὶ ἰδοὺ Δαυὶδ καὶ οἱ ἄνδρες αὐτοῦ κατέβαινον εἰς συνάντησιν αὐτῆς, καὶ ἀπήντησεν αὐτοῖς·

Α Βασ. 25,20            Οταν αυτή καβάλα εις την όνον της, κατέβαινε μίαν αναδίπλωσιν του όρους, ιδού ο Δαυίδ και οι άνδρες αυτού κατέβαιναν προς συνάντησίν της. Και συνηντήθησαν.

Α Βασ. 25,21      καὶ Δαυὶδ εἶπεν· ἴσως εἰς ἄδικον πεφύλακα πάντα τὰ αὐτοῦ ἐν τῇ ἐρήμῳ καὶ οὐκ ἐνετειλάμεθα λαβεῖν ἐκ πάντων τῶν αὐτοῦ οὐθέν, καὶ ἀνταπέδωκέ μοι πονηρὰ ἀντὶ ἀγαθῶν·

Α Βασ. 25,21            Ελεγε δε ο Δαυίδ προς τους άνδρας του· “ματαίως εγώ εφύλαξα όλα όσα ανήκουν εις αυτόν τον άνθρωπον εις την έρημον και εδωσα εντολήν στους ανθρώπους μου να μη πάρουν απολύτως τίποτε, από όσα του ανήκουν. Αυτός μου ανταπέδωσε κακά αντί των αγαθών που του εκαμα.

Α Βασ. 25,22      τάδε ποιήσαι ὁ Θεὸς τῷ Δαυὶδ καὶ τάδε προσθείη, εἰ ὑπολείψομαι ἐκ πάντων τῶν τοῦ Νάβαλ ἕως πρωΐ οὐροῦντα πρὸς τοῖχον.

Α Βασ. 25,22            Ας με τιμωρήση ο Θεός με πολλάς τιμωρίας, εάν έως αύριον το πρωϊ αφήσω έστω και ένα άνδρα ζωντανόν από όσους ανήκουν στον Ναβαλ”.

Α Βασ. 25,23      καὶ εἶδεν Ἀβιγαία τὸν Δαυὶδ καὶ ἔσπευσε καὶ κατεπήδησεν ἀπὸ τῆς ὄνου καὶ ἔπεσεν ἐνώπιον Δαυὶδ ἐπὶ πρόσωπον αὐτῆς καὶ προσεκύνησεν αὐτῷ ἐπὶ τὴν γῆν

Α Βασ. 25,23            Η Αβιγαία είδε τον Δαυίδ, έσπευσε και κατεπήδησεν από την όνον της, έπεσε με το πρόσωπον κατά γης ενώπιον του Δαυίδ και προσεκύνησεν αυτόν βαθύτατα έως το έδαφος

Α Βασ. 25,24      ἐπὶ τοὺς πόδας αὐτοῦ καὶ εἶπεν· ἐν ἐμοὶ κύριέ μου ἡ ἀδικία· λαλησάτω δὴ ἡ δούλη σου εἰς τὰ ὦτά σου, καὶ ἄκουσον λόγων τῆς δούλης σου.

Α Βασ. 25,24            έμπρος εις τα πόδια του και του είπε· “κύριέ μου, εις εμέ ας καταλογισθή η αδικία, την οποίαν ο σύζυγός μου έκαμε εναντίον σου. Επίτρεψέ μου, σε παρακαλώ, να ομιλήσω εγώ η δούλη σου ενώπιόν σου. Ακουσε τα λόγια της δούλης σου.

Α Βασ. 25,25      μὴ δὴ θέσθω ὁ κύριός μου καρδίαν αὐτοῦ ἐπὶ τὸν ἄνθρωπον τὸν λοιμὸν τοῦτον, ὅτι κατὰ τὸ ὄνομα αὐτοῦ οὗτός ἐστι· Νάβαλ ὄνομα αὐτῷ, καὶ ἀφροσύνη μετ᾿ αὐτοῦ· καὶ ἐγὼ ἡ δούλη σου οὐκ εἶδον τὰ παιδάρια τοῦ κυρίου μου, ἃ ἀπέστειλας.

Α Βασ. 25,25            Σε παρακαλώ να μη δώσης καμμίαν σημασίαν στον τρόπον του ανθρώπου αυτού, διότι είναι άνθρωπος βάρβαρος και αγροίκος, άξιος του ονόματος το οποίον έχει. Ναβαλ είναι το όνομά του (=ανόητος) και η αφροσύνη και απερισκεψία τον χαρακτηρίζουν. Εγώ, η δούλη σου, δεν είδα τους δούλους του κυρίου μου, τους οποίους συ έστειλες προς τον σύζυγόν μου.

Α Βασ. 25,26      καὶ νῦν, κύριέ μου, ζῇ Κύριος καὶ ζῇ ἡ ψυχή σου, καθὼς ἐκώλυσέ σε Κύριος τοῦ μὴ ἐλθεῖν εἰς αἷμα ἀθῷον καὶ σώζειν τὴν χεῖρά σού σοι, καὶ νῦν γένοιντο ὡς Νάβαλ οἱ ἐχθροί σου καὶ οἱ ζητοῦντες τῷ κυρίῳ μου κακά.

Α Βασ. 25,26            Και τώρα, κύριέ μου, ορκίζομαι στον ζώντα Θεόν και Κυριον και εις την ιδικήν σου ζωήν και σε διαβεβαιώ, ότι με το να έλθω εγώ εις σέ, σε ημπόδισεν ο Κυριος να μη ευρεθής εις θέσιν, ώστε να χύσης αίμα αθώον και προεφύλαξε το χέρι σου από αυτό το αμάρτημα. Εύχομαι δε όπως όλοι οι εχθροί σου, εκείνοι που ζητούν το κακό σου, να έχουν την τύχην του Ναβαλ.

Α Βασ. 25,27      καὶ νῦν λαβὲ τὴν εὐλογίαν ταύτην, ἣν ἐνήνοχεν ἡ δούλη σου τῷ κυρίῳ μου, καὶ δώσεις τοῖς παιδαρίοις τοῖς παρεστηκόσι τῷ κυρίῳ μου.

Α Βασ. 25,27            Και τώρα πάρε τα δώρα αυτά, τα οποία εγώ η δούλη σου έχω προσφέρει εις σε τον κύριόν μου. Δος τα στους δούλους σου, στους στρατιώτας σου οι οποίοι σε περιστοιχίζουν.

Α Βασ. 25,28      ἆρον δὴ τὸ ἀνόμημα τῆς δούλης σου, ὅτι ποιῶν ποιήσει Κύριος τῷ κυρίῳ μου οἶκον πιστόν, ὅτι πόλεμον κυρίου μου ὁ Κύριος πολεμεῖ, καὶ κακία οὐχ εὑρεθήσεται ἐν σοὶ πώποτε.

Α Βασ. 25,28            Συγχώρησε, λοιπόν, την παρανομίαν της δούλης σου, την απρεπή δηλαδή συμπεριφοράν του συζύγου μου. Εάν δε ούτω πράξης, ο Κυριος ετοιμάζει δια σε ευσεβείς απογόνους, οι οποίοι δεν θα λείψουν ποτέ. Ο πόλεμος δέ, τον οποίον συ διεξάγεις, είναι πόλεμος εν ονόματι του Κυρίου και ουδέποτε πρέπει να διαπραχθή από σε ούτε η παραμικροτέρα αδικία.

Α Βασ. 25,29      καὶ ἀναστήσεται ἄνθρωπος καταδιώκων σε καὶ ζητῶν τὴν ψυχήν σου, καὶ ἔσται ψυχὴ κυρίου μου ἐνδεδεμένη ἐν δεσμῷ τῆς ζωῆς παρὰ Κυρίῳ τῷ Θεῷ, καὶ ψυχὴν ἐχθρῶν σου σφενδονήσεις ἐν μέσῳ τῆς σφενδόνης.

Α Βασ. 25,29            Οποιοσδήποτε δε άνθρωπος και αν εξεγερθή εναντίον σου, δια να σε καταδιώξη και να ζητήση την ζωήν σου, μη φοβηθής, διότι η ζωή του κυρίου μου θα είναι ασφαλισμένη μέσα εις ασύντριπτον δεσμόν ζωής, τον οποίον Κυριος ο Θεός χορηγεί, ενώ η ζωή των εχθρών σου θα είναι σαν μέσα εις σφενδόνην, τους οποίους συ θα εκσφενδονίσης μακράν.

Α Βασ. 25,30      καὶ ἔσται ὅτι ποιήσῃ Κύριος τῷ κυρίῳ μου πάντα, ὅσα ἐλάλησεν ἀγαθὰ ἐπὶ σέ, καὶ ἐντελεῖταί σοι εἰς ἡγούμενον ἐπὶ Ἰσραήλ,

Α Βασ. 25,30            Οταν δε Κυριος ο Θεός πραγματοποίηση εις σε τον κύριόν μου όλα τα αγαθά, τα οποία σου έχει υποσχεθή, όταν σου δώση την εντολήν να γίνης βασιλεύς του Ισραηλιτικού λαού,

Α Βασ. 25,31      καὶ οὐκ ἔσται σοι τοῦτο βδελυγμὸς καὶ σκάνδαλον τῷ κυρίῳ μου, ἐκχέαι αἷμα ἀθῷον δωρεὰν καὶ σῶσαι χεῖρα κυρίῳ μου αὐτῷ, καὶ ἀγαθώσει Κύριος τῷ κυρίῳ μου, καὶ μνησθήσῃ τῆς δούλης σου ἀγαθῶσαι αὐτῇ.

Α Βασ. 25,31             δεν θα έχης βάρος εις την καρδίαν σου και τύψεις της συνειδήσεως, ότι έχυσες αίμα αθώων ανθρώπων και έτσι το χέρι του κυρίου μου θα διατηρηθή καθαρόν. Οταν δε ο Κυριος θα αποστείλη τα αγαθά εις σε τον κύριόν μου, ας ενθυμηθής και εμέ την δούλην σου με καλωσύνην”.

Α Βασ. 25,32      καὶ εἶπε Δαυὶδ τῇ Ἀβιγαίᾳ· εὐλογητὸς Κύριος ὁ Θεὸς Ἰσραήλ, ὃς ἀπέστειλέ σε σήμερον ἐν ταύτῃ εἰς ἀπάντησίν μοι.

Α Βασ. 25,32            Είπεν ο Δαυίδ εις την Αβιγαίαν· “ας είναι ευλογημένος Κυριος ο Θεός του Ισραηλιτικού λαού, ο οποίος έστειλε σήμερον σε εις συνάντησίν μου.

Α Βασ. 25,33      καὶ εὐλογητὸς ὁ τρόπος σου, καὶ εὐλογημένη σὺ ἡ ἀποκωλύσασά με σήμερον ἐν ταύτῃ μὴ ἐλθεῖν εἰς αἵματα καὶ σῶσαι χεῖρά μου ἐμοί.

Α Βασ. 25,33            Ευλογημένος και ο τρόπος αυτός, που εφέρθης απέναντί μου, και αξιέπαινη είσαι συ, η οποία σήμερον εις τον τόπον αυτόν με ημπόδισες να χύσω αθώα αίματα και να διατηρήσω το χέρι μου καθαρόν και ανένοχον.

Α Βασ. 25,34      πλὴν ὅτι ζῇ Κύριος ὁ Θεὸς Ἰσραήλ, ὃς ἀπεκώλυσέ με σήμερον τοῦ κακοποιῆσαί σε, ὅτι εἰ μὴ ἔσπευσας καὶ παρεγένου εἰς ἀπάντησίν μοι, τότε εἶπα· εἰ ὑπολειφθήσεται τῷ Νάβαλ ἕως φωτὸς τοῦ πρωΐ οὐρῶν πρὸς τοῖχον.

Α Βασ. 25,34            Σε πληροφορώ έως ότι είχα ορκισθή εις Κυριον τον Θεόν του Ισραηλιτικού λαού, ο οποίος με ημπόδισε σήμερον να σε κακοποιήσω, ότι, αν δεν έσπευδες να έλθης εις συνάντησίν μου, είχα πει· Κανείς από τους άνδρας ου Ναβαλ δεν θα ζη έως αύριον το πρωϊ”.

Α Βασ. 25,35      καὶ ἔλαβε Δαυὶδ ἐκ χειρὸς αὐτῆς πάντα, ἃ ἔφερεν αὐτῷ, καὶ εἶπεν αὐτῇ· ἀνάβηθι εἰς εἰρήνην εἰς οἶκόν σου· βλέπε, ἤκουσα τῆς φωνῆς σου καὶ ἠρέτισα τὸ πρόσωπόν σου.

Α Βασ. 25,35            Επήρεν ο Δαυίδ από τα χέρια της Αβιγαίας όλα τα δώρα, τα οποία αυτή έφερε προς αυτόν, και της είπεν· “πήγαινε πάλιν ειρηνική και ήσυχος στον οίκον σου και μη λησμονής ότι ήκουσα την παράκλησίν σου και εξετίμησα το πρόσωπόν σου”

Α Βασ. 25,36      καὶ παρεγενήθη Ἀβιγαία πρὸς Νάβαλ, καὶ ἰδοὺ αὐτῷ πότος ἐν οἴκῳ αὐτοῦ ὡς πότος βασιλέως, καὶ ἡ καρδία Νάβαλ ἀγαθὴ ἐπ᾿ αὐτόν, καὶ αὐτὸς μεθύων ἕως σφόδρα· καὶ οὐκ ἀπήγγειλεν αὐτῷ ῥῆμα μικρὸν ἢ μέγα ἕως φωτὸς τοῦ πρωΐ.

Α Βασ. 25,36            Η Αφιγαία επέστρεψε προς τον Ναβαλ και ιδού, βλέπει ότι είχε παρατεθή στον οίκον της συμπόσιον πλούσιον, βασιλικόν. Ο Ναβαλ είχε περιέλθει εις ευθυμίαν και σιγά σιγά περιέπιπτεν εις μεγάλην μέθην. Η Αβιγαία δεν είπε τίποτε, ούτε το παραμικρότερον από όλα εκείνα, τα οποία έλαβον χώραν μεταξύ αυτής και του Δαυίδ, έως ότου ανέτειλεν η επομένη ημέρα.

Α Βασ. 25,37      καὶ ἐγένετο πρωΐ, ὡς ἐξένηψεν ἀπὸ τοῦ οἴνου Νάβαλ, ἀπήγγειλεν ἡ γυνὴ αὐτοῦ τὰ ῥήματα ταῦτα, καὶ ἐναπέθανεν ἡ καρδία αὐτοῦ ἐν αὐτῷ, καὶ αὐτὸς γίνεται ὡς λίθος.

Α Βασ. 25,37            Οταν ανέτειλεν η πρωΐα της επομένης και ο Ναβαλ ανένηψεν από την μέθην του, εγνωστοποίησεν εις αυτόν η γυναίκα του όλα εκείνα τα γεγονότα. Αμέσως δε η καρδία του Ναβαλ έπαθε προσβολήν και αυτός έμεινεν αναίσθητος ωσάν άψυχος λίθος.

Α Βασ. 25,38      καὶ ἐγένετο ὡσεὶ δέκα ἡμέραι καὶ ἐπάταξε Κύριος τὸν Νάβαλ, καὶ ἀπέθανε.

Α Βασ. 25,38            Επειτα από δέκα περίπου ημέρας ο Κυριος εκτύπησε τον Ναβαλ και αυτός απέθανε.

Α Βασ. 25,39      καὶ ἤκουσε Δαυὶδ καὶ εἶπεν· εὐλογητὸς Κύριος, ὃς ἔκρινε τὴν κρίσιν τοῦ ὀνειδισμοῦ μου ἐκ χειρὸς Νάβαλ, καὶ τὸν δοῦλον αὐτοῦ περιεποιήσατο ἐκ χειρὸς κακῶν, καὶ τὴν κακίαν Νάβαλ ἀπέστρεψε Κύριος εἰς κεφαλὴν αὐτοῦ. καὶ ἀπέστειλε Δαυὶδ καὶ ἐλάλησε περὶ Ἀβιγαίας, λαβεῖν αὐτὴν ἑαυτῷ εἰς γυναῖκα.

Α Βασ. 25,39            Ο Δαυίδ ο οποίος επληροφορήθη τον θάνατον του Ναβαλ, είπεν “ευλογημένος ας είναι ο Κυριος, ο οποίος έκαμε δικαίαν κρίσιν δια τον ονειδισμόν, τον οποίον υπέστην εκ μέρους του Ναβαλ, ετιμώρησεν αυτόν δια τούτο, εμέ δε τον δούλον του με επροφύλαξε, ώστε να μη μολύνω τα χέρι μου με αδικίας. Επέρριψε δε την κακίαν Ναβαλ εις την κεφαλήν του”. Ο Δαυίδ έστειλε τότε αγγελιαφόρους να είπουν εις την Αβιγαίαν, εάν θέλη, να λάβη αυτήν ως σύζυγόν του.

Α Βασ. 25,40      καὶ ἦλθον οἱ παῖδες Δαυὶδ πρὸς Ἀβιγαίαν εἰς Κάρμηλον καὶ ἐλάλησαν αὐτῇ λέγοντες· Δαυὶδ ἀπέστειλεν ἡμᾶς πρός σε λαβεῖν σε αὐτῷ εἰς γυναῖκα.

Α Βασ. 25,40            Οι δούλοι του Δαυίδ ήλθαν προς την Αβιγαίαν στο Καρμηλον και είπαν εις αυτήν τα εξής· “ο Δαυίδ μας έστειλε προς σέ, δια να σου αναγγείλωμεν ότι επιθυμεί να σε λάβη ως σύζυγόν του”.

Α Βασ. 25,41      καὶ ἀνέστη καὶ προσεκύνησεν ἐπὶ τὴν γῆν ἐπὶ πρόσωπον καὶ εἶπεν· ἰδοὺ ἡ δούλη σου εἰς παιδίσκην νίψαι πόδας τῶν παίδων σου.

Α Βασ. 25,41            Εκείνη αμέσως ηγέρθη, μετέβη προς τον Δαυίδ, έπεσε με το πρόσωπον επί του εδάφους και προσεκύνησεν αυτόν και του είπεν· “ιδού, η δούλη σου, γίνομαι δούλη σου, δια να νίπτω τα πόδια των δούλων σου”.

Α Βασ. 25,42      καὶ ἀνέστη Ἀβιγαία καὶ ἐπέβη ἐπί τὴν ὄνον καὶ πέντε κοράσια ἠκολούθουν αὐτῇ, καὶ ἐπορεύθη ὀπίσω τῶν παίδων Δαυίδ, καὶ γίνεται αὐτῷ εἰς γυναῖκα.

Α Βασ. 25,42            Η Αβιγαία ητοιμάσθη, ανέβηκε εις την όνον της και πέντε κοράσια την ηκολούθησαν. Ηκολούθησεν αυτή τους δούλους του Δαυίδ, ήλθε προς αυτόν και έγινε σύζυγος του.

Α Βασ. 25,43      καὶ τὴν Ἀχινόομ ἔλαβε Δαυὶδ ἐξ Ἰεζραέλ, καὶ ἀμφότεραι ἦσαν αὐτῷ γυναῖκες.

Α Βασ. 25,43            Ο Δαυίδ έλαβε και δευτέραν ακόμη γυναίκα την Αχινόομ, η οποία κατήγετο από την πόλιν Ιεζραέλ, και αι δύο αυταί ήσαν σύζυγοι του Δαυίδ.

Α Βασ. 25,44      καὶ Σαοὺλ ἔδωκε Μελχὸλ τὴν θυγατέρα αὐτοῦ τὴν γυναῖκα Δαυὶδ τῷ Φαλτὶ υἱῷ Ἀμὶς τῷ ἐκ Ῥομμά.

Α Βασ. 25,44            Ο Σαούλ, προφανώς δια να εκδικηθή τον Δαυίδ, έδωσε την Μελχόλ, την θυγατέρα του, την γυναίκα του Δαυίδ, ως σύζυγον στον Φαλτί υιόν του Αμίς, ο οποίος κατήγετο από την Ρομμά.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 26- Ο ΔΑΒΙΔ ΑΠΟΦΕΥΓΕΙ ΝΑ ΣΚΟΤΩΣΕΙ ΤΟ ΣΑΟΥΛ ΓΙΑ ΔΕΥΤΕΡΗ ΦΟΡΑ

                                    Νέα εκστρατεία του Σαούλ κατά του Δαβίδ

Α Βασ. 26,1        Καὶ ἔρχονται οἱ Ζιφαῖοι ἐκ τῆς αὐχμώδους πρὸς τὸν Σαοὺλ εἰς τὸν βουνὸν λέγοντες· ἰδοὺ Δαυὶδ σκεπάζεται μεθ᾿ ἡμῶν ἐν τῷ βουνῷ τοῦ Ἐχελὰ τοῦ κατὰ πρόσωπον τοῦ Ἰεσσαιμοῦν.

Α Βασ. 26,1               Οι Ζιφαίοι ήλθον από την ξηράν και τραχείαν χώραν των εις Γαβαά, όπου ήτο ο Σαούλ, και του είπαν· “ιδού, ο Δαυίδ κρύπτεται εις την χώραν μας, στον λόφον Εχελά, ο οποίος ευρίσκεται απέναντι του Ιεσσαιμούν”.

Α Βασ. 26,2        καὶ ἀνέστη Σαοὺλ καὶ κατέβη εἰς τὴν ἔρημον Ζίφ καὶ μετ᾿ αὐτοῦ τρεῖς χιλιάδες ἀνδρῶν ἐκλεκτοὶ ἐξ Ἰσραὴλ ζητεῖν τὸν Δαυὶδ ἐν τῇ ἐρήμῳ Ζίφ.

Α Βασ. 26,2              Ηγέρθη ο Σαούλ και κατέβη εις την έρημον Ζιφ έχων μαζή του τρεις χιλιάδας άνδρας εκλεκτούς από όλους τους Ισραηλίτας, δια να αναζητήση τον Δαυίδ εις την έρημον Ζιφ.

Α Βασ. 26,3        καὶ παρενέβαλε Σαοὺλ ἐν τῷ βουνῷ τοῦ Ἐχελὰ τῷ ἐπὶ προσώπου τοῦ Ἰεσσαιμοῦν ἐπὶ τῆς ὁδοῦ, καὶ Δαυὶδ ἐκάθισεν ἐν τῇ ἐρήμῳ. καὶ εἶδε Δαυὶδ ὅτι ἥκει Σαοὺλ ὀπίσω αὐτοῦ εἰς τήν ἔρημον,

Α Βασ. 26,3              Ο Σαούλ ήλθε και εστρατοπέδευσεν στον λόφον Εχελά, ο οποίος ευρίσκετο απέναντι του Ιεσσαμούν· εστρατοπέδευσεν εις την οδόν. Ο Δαυίδ ευρίσκετο εις την έρημον. Εμαθε δε ότι ο Σαούλ ήλθε πίσω από αυτόν εις την έρημον.

Α Βασ. 26,4        καὶ ἀπέστειλε Δαυὶδ κατασκόπους καὶ ἔγνω ὅτι ἥκει Σαοὺλ ἕτοιμος ἐκ Κεϊλά.

Α Βασ. 26,4              Απέστειλε κατασκόπους και εβεβαιώθη ότι πράγματι ο Σαούλ είχεν ελθει από την Κεϊλά έτοιμος με στρατόν, δια να τον συλλάβη.

 

                                    Ο Δαβίδ αποφεύγει να σκοτώσει το Σαούλ στη Ζιφ

Α Βασ. 26,5        καὶ ἀνέστη Δαυὶδ λάθρᾳ καὶ εἰσπορεύεται εἰς τὸν τόπον, οὗ ἐκάθευδεν ἐκεῖ Σαούλ, καὶ ἐκεῖ Ἀβεννὴρ υἱὸς Νὴρ ἀρχιστράτηγος αὐτοῦ, καὶ Σαοὺλ ἐκάθευδεν ἐν λαμπήνῃ, καὶ ὁ λαὸς παρεμβεβληκὼς κύκλῳ αὐτοῦ.

Α Βασ. 26,5              Ο Δαυίδ ηγέρθη και απεφάσισε να εισδύση κρυφίως στον τόπον, όπου εκοιμάτο ο Σαούλ. Εκεί δε εκοιμάτο και ο αρχιστράτηγος του Σαούλ, ο Αβεννήρ, ο υιός του Νηρ. Ο Σαούλ εκοιμάτο εις την σκηνήν του, οι δε στρατιώται εκοιμώντο κύκλω από την σκηνήν του.

Α Βασ. 26,6        καὶ ἀπεκρίθη Δαυὶδ και εἶπε πρὸς Ἀβιμέλεχ τὸν Χετταῖον καὶ πρὸς Ἀβεσσὰ υἱὸν Σαρουΐας ἀδελφὸν Ἰωὰβ λέγων· τίς εἰσελεύσεται μετ᾿ ἐμοῦ πρὸς Σαοὺλ εἰς τὴν παρεμβολήν; καὶ εἶπεν Ἀβεσσά· ἐγὼ εἰσελεύσομαι μετὰ σοῦ.

Α Βασ. 26,6              Ο Δαυίδ είπε προς τον Αβιμέλεχ, ο οποίος κατήγετο από την φυλήν των Χετταίων, και προς τον ανεψιόν του τον Αβεσσά, υιόν της αδελφής του της Σαρουΐας και αδελφόν του Ιωάβ, και είπε· “ποιός θάρθη μαζή μου, δια να εισχωρήσωμεν κρυφίως στο στρατόπεδον του Σαούλ;” Ο Αβεσσά απήντησεν· “εγώ θα έλθω μαζή σου”.

Α Βασ. 26,7        καὶ εἰσπορεύεται Δαυὶδ καὶ Ἀβεσσὰ εἰς τὸν λαὸν τὴν νύκτα, καὶ ἰδοὺ Σαοὺλ καθεύδων ὕπνῳ ἐν λαμπήνῃ, καὶ τὸ δόρυ αὐτοῦ ἐμπεπηγὸς εἰς τὴν γῆν πρὸς κεφαλῆς αὐτοῦ, καί Ἀβεννὴρ καὶ ὁ λαὸς αὐτοῦ ἐκάθευδε κύκλῳ αὐτοῦ.

Α Βασ. 26,7              Ο Δαυίδ πράγματι εισεχώρησε μαζή με τον Αβεσσά ανάμεσα από τους στρατιώτας του Σαούλ κατά την νύκτα. Και ιδού ο Σαούλ εκοιμάτο βαθέως εις την σκηνήν του, το δε βασιλικόν δόρυ του ήτο μπηγμένον στο χώμα, κοντά στο κεφάλι του. Ο Αβεννήρ και ο στρατός του εκοιμώντο γύρω από αυτόν.

Α Βασ. 26,8        καὶ εἶπεν Ἀβεσσὰ πρὸς Δαυίδ· ἀπέκλεισε Κύριος σήμερον τὸν ἐχθρόν σου εἰς χεῖράς σου, καὶ νῦν πατάξω αὐτὸν τῷ δόρατι εἰς τὴν γῆν ἅπαξ καὶ οὐ δευτερώσω αὐτῷ.

Α Βασ. 26,8              Ο Αβεσσά είπε τότε προς τον Δαυίδ· “ο Θεός σήμερον σου έχει παραδώσει εις τα χέρια σου τον εχθρόν σου. Και τώρα άφησέ με να κτυπήσω αυτόν με το δόρυ μου μίαν μόνην φοράν και το δόρυ μου θα φθάση εις την γην, χωρίς να παραστή ανάγκη να κτυπήσω δεύτερη φορά”.

Α Βασ. 26,9        καὶ εἶπε Δαυὶδ πρὸς Ἀβεσσά· μὴ ταπεινώσῃς αὐτόν, ὅτι τίς ἐποίσει χεῖρα αὐτοῦ ἐπὶ χριστὸν Κυρίου καὶ ἀθωωθήσεται;

Α Βασ. 26,9              Ο Δαυίδ απήντησε προς τον Αβεσσά· “μη φονεύσης και μη εξευτελίσης αυτόν, διότι ποιός θα τολμήση να απλώση το χέρι του εναντίον βασιλέως, τον οποίον έχρισεν ο Θεός και θα θεωρηθή αθώος και ανένοχος;”

Α Βασ. 26,10      καὶ εἶπε Δαυίδ· ζῇ Κύριος, ἐὰν μὴ Κύριος παίσῃ αὐτόν, ἢ ἡ ἡμέρα αὐτοῦ ἔλθῃ καὶ ἀποθάνῃ, ἢ εἰς πόλεμον καταβῇ καὶ προστεθῇ·

Α Βασ. 26,10            Ο Δαυίδ προσέθεσεν· “ορκίζομαι στον Κυριον ότι δεν πρέπει να γίνη κάτι τέτοιο. Ο Κυριος μόνον δύναται να κτυπήση τον Σαούλ η να τον αφήση εν τη ζωή έως την ημέραν κατά την οποίαν θα έλθη η ώρα να αποθάνή ειρηνικώς η όταν μεταβή εις πόλεμον και φονευθή από τους εχθρούς του.

Α Βασ. 26,11      μηδαμῶς μοι παρὰ Κυρίου ἐπενεγκεῖν χεῖρά μου ἐπὶ χριστὸν Κυρίου· καὶ νῦν λαβὲ δὴ τὸ δόρυ ἀπὸ προσκεφαλῆς αὐτοῦ καὶ τὸν φακὸν τοῦ ὕδατος, καὶ ἀπέλθωμεν ἡμεῖς καθ᾿ ἑαυτούς.

Α Βασ. 26,11             Ο Κυριος να μη δώση ποτέ και απλώσω το χέρι μου εναντίον βασιλέως, τον οποίον Αυτός έχρισε. Και τώρα πάρε το δόρυ, που ευρίσκεται κοντά εις την κεφαλήν του, και το δοχείον του ύδατος και ας φύγωμεν απ' εδώ, δια να επανέλθωμεν στο στρατόπεδον μας”.

Α Βασ. 26,12      καὶ ἔλαβε Δαυὶδ τὸ δόρυ καὶ τὸν φακὸν τοῦ ὕδατος ἀπὸ προσκεφαλῆς αὐτοῦ, καὶ ἀπῆλθον καθ᾿ ἑαυτούς· καὶ οὐκ ἦν ὁ βλέπων καὶ οὐκ ἦν ὁ γινώσκων καὶ οὐκ ἦν ὁ ἐξεγειρόμενος, πάντες ὑπνοῦντες, ὅτι θάμβος Κυρίου ἐπέπεσεν ἐπ᾿ αὐτούς.

Α Βασ. 26,12            Ο Δαυίδ επήρε το δόρυ και το φακοειδές δοχείον του ύδατος που ευρίσκοντο κοντά εις την κεφαλήν του Σαούλ, και έφυγαν δια το στρατόπεδόν των. Κανείς δεν τους είδε, κανείς δεν τους αντελήφθη, κανείς δεν εσηκώθη, όλοι εκοιμώντο βαθειά, διότι ο Κυριος τους εθάμπωσε.

Α Βασ. 26,13      καὶ διέβη Δαυὶδ εἰς τὸ πέραν καὶ ἔστη ἐπὶ τὴν κορυφὴν τοῦ ὄρους μακρόθεν, καὶ πολλὴ ἡ ὁδὸς ἀνὰ μέσον αὐτῶν.

Α Βασ. 26,13            Κατόπιν ο Δαυίδ επέρασε εις την απέναντι πλευράν του όρους, ανέβη και εστάθη όρθιος από μακρυά εις την κορυφήν. Η δε απόστασις μεταξύ του στρατοπέδου του Σαούλ και αυτού ήτο μεγάλη.

Α Βασ. 26,14      καὶ προσεκαλέσατο Δαυὶδ τὸν λαὸν καὶ τῷ Ἀβεννὴρ ἐλάλησε λέγων· οὐκ ἀποκριθήσῃ Ἀβεννήρ; καὶ ἀπεκρίθη Ἀβεννὴρ καὶ εἶπε· τίς εἶ σὺ ὁ καλῶν με;

Α Βασ. 26,14            Ο Δαυίδ εφώναξε τον λαόν και ωμίλησε προς τον Αβεννήρ λέγων· “Αβεννήρ, δεν θα μου απαντήσης;” Ο Αβεννήρ απήντησε και είπε· “ποιός είσαι συ,ο οποίος με φωνάζεις;”

Α Βασ. 26,15      καὶ εἶπε Δαυὶδ πρὸς Ἀβεννήρ· οὐκ ἀνὴρ σύ; καὶ τίς ὡς σὺ ἐν Ἰσραήλ; καὶ διατί οὐ φυλάσσεις τὸν κύριόν σου τὸν βασιλέα; ὅτι εἰσῆλθεν εἷς ἐκ τοῦ λαοῦ διαθφεῖραι τὸν κύριόν σου τὸν βασιλέα.

Α Βασ. 26,15            Ο Δαυίδ ειπέ προς τον Αβεννήρ· “δεν είσαι συ πράγματι γενναίος ανήρ; Ποιός άλλος είναι τόσον ανδρείος μεταξύ των Ισραηλιτών, όσον συ; Διατί λοιπόν δεν φρουρείς και δεν προφυλάσσστον κύριόν σου και βασιλέα; Αυτό σου το λέγω, διότι κάποιος Ισραηλίτης εισήλθεν στο στρατόπεδόν σου, δια να φονεύση τον βασιλέα.

Α Βασ. 26,16      καὶ οὐκ ἀγαθὸν τὸ ῥῆμα τοῦτο, ὃ πεποίηκας· ζῇ Κύριος, ὅτι υἱοὶ θανατώσεως ὑμεῖς οἱ φυλάσσοντες τὸν βασιλέα τὸν κύριον ὑμῶν τὸν χριστὸν Κυρίου. καὶ νῦν ἰδὲ δή· τὸ δόρυ τοῦ βασιλέως καὶ ὁ φακὸς τοῦ ὕδατος ποῦ ἐστι τὰ πρὸς κεφαλῆς αὐτοῦ;

Α Βασ. 26,16            Η αμέλεια, την οποίαν έδειξες, δεν είναι καθόλου καλή. Ορκίζομαι στον Θεόν ότι συ και όσοι άλλοι φυλάσσουν τον βασιλέα και κύριόν σου τον χριστόν Κυρίου είσθε άξιοι θανάτου. Και τώρα ιδού η απόδειξις ότι δεν φρουρείτε τον βασιλέα σας. Το βασιλικόν δόρυ και το δοχείον του ύδατος, τα οποία ήσαν κοντά εις την κεφαλήν του βασιλέως, που ευρίσκονται τώρα;”

Α Βασ. 26,17      καὶ ἐπέγνω Σαοὺλ τὴν φωνὴν Δαυὶδ καὶ εἶπεν· ἡ φωνή σου αὕτη, τέκνον Δαυίδ; καὶ εἶπε Δαυίδ· δοῦλός σου, κύριε βασιλεῦ.

Α Βασ. 26,17            Ο Σαούλ ανεγνώρισε την φωνήν του Δαυίδ και είπε· “παιδί μου Δαυίδ, η φωνή σου είναι αυτή;” Ο Δαυίδ απήντησεν· “ναι, εγώ είμαι, ο δούλος σου, κύριε βασιλεύ”.

Α Βασ. 26,18      καὶ εἶπεν· ἱνατί τοῦτο καταδιώκει ὁ κύριος ὀπίσω τοῦ δούλου αὐτοῦ; ὅτι τί ἡμάρτηκα καὶ τί εὑρέθη ἐν ἐμοὶ ἀδίκημα;

Α Βασ. 26,18            Και προσέθεσε· “διατί εμέ τον δούλον σου καταδιώκεις πάντοτε; Εις τι έχω πταίσει απέναντί σου και ποίον είναι το αδίκημά μου;

Α Βασ. 26,19      καὶ νῦν ἀκουσάτω ὁ κύριός μου ὁ βασιλεὺς τὸ ῥῆμα τοῦ δούλου αὐτοῦ· εἰ ὁ Θεὸς ἐπισείει σε ἐπ᾿ ἐμέ, ὀσφανθείη θυσίας σου· καὶ εἰ υἱοὶ ἀνθρώπων, ἐπικατάρατοι οὗτοι ἐνώπιον Κυρίου, ὅτι ἐξέβαλόν με σήμερον μὴ ἐστηρίχθαι ἐν κληρονομίᾳ Κυρίου λέγοντες· πορεύου, δούλευε θεοῖς ἑτέροις.

Α Βασ. 26,19            Και τώρα ο κύριός μου και ο βασιλεύς μου ας καταδεχθή να ακούση τα λόγια εμού του δούλου του· Εάν μεν ο Θεός σε αποστέλλη εναντίον μου, δια να με φονεύσης, ας προσφερθή η ζωη μου ως ευάρεστος θυσία στον Θεόν. Εάν όμως πονηροί άνθρωποι σε εξερεθίζουν εναντίον μου, ας είναι κατηραμένοι ενώπιον του Κυρίου, διότι σήμερον με έχουν εκδιώξει και δεν με αφήνουν να ζήσω εις την κληρονομίαν του Θεού, την γην της επαγγελίας, και μου λέγουν· Φυγε, πήγαινε να λατρεύσης άλλους θεούς.

Α Βασ. 26,20      καὶ νῦν μὴ πέσοι τὸ αἷμά μου ἐπὶ τὴν γῆν ἐξεναντίας προσώπου Κυρίου, ὅτι ἐξελήλυθεν ὁ βασιλεὺς Ἰσραὴλ ζητεῖν ψυχήν μου, καθὼς καταδιώκει ὁ νυκτικόραξ ἐν τοῖς ὄρεσι.

Α Βασ. 26,20           Και τώρα είθε να μη χυθή το αίμά μου εις ξένην γην, μακράν από το πρόσωπον του Κυρίου μου, διότι ο βασιλεύς των Ισραηλιτών έχει εξέλθει και με αναζητεί, δια να με θανατώση. Με καταδιώκει όπως καταδιώκουν τον νυκτοκόρακα εις τα βουνά”.

Α Βασ. 26,21      καὶ εἶπε Σαούλ· ἡμάρτηκα· ἐπίστρεφε τέκνον Δαυίδ, ὅτι οὐ κακοποιήσω σε ἀνθ᾿ ὧν ἔντιμος ψυχή μου ἐν ὀφθαλμοῖς σου καὶ ἐν τῇ σήμερον· μεματαίωμαι καὶ ἠγνόηκα πολλὰ σφόδρα.

Α Βασ. 26,21            Απήντησεν ο Σαούλ και είπεν· “έσφαλα απέναντί σου. Γυρισε πίσω, παιδί μου Δαυίδ και δεν θα σε κακοποιήσω, διότι εσεβάσθης σήμερον την ζωήν μου. Εγώ εφέρθην κατά τρόπον ανόητον απέναντί σου και έχω παραπλανηθή και εξαπατηθή πάρα πολύ”.

Α Βασ. 26,22      καὶ ἀπεκρίθη Δαυὶδ καὶ εἶπεν· ἰδοὺ τὸ δόρυ τοῦ βασιλέως· διελθέτω εἷς τῶν παιδαρίων καὶ λαβέτω αὐτό.

Α Βασ. 26,22           Απήντησεν ο Δαυίδ και είπεν· “ιδού, το δόρυ του βασιλέως ευρίσκεται εδώ. Ας έλθη ένας από τους νεαρούς δούλους και ας το πάρη.

Α Βασ. 26,23      καὶ Κύριος ἐπιστρέψει ἑκάστῳ κατὰ τὰς δικαιοσύνας αὐτοῦ καὶ τὴν πίστιν αὐτοῦ, ὡς παρέδωκέ σε Κύριος σήμερον εἰς χεῖράς μου καὶ οὐκ ἠθέλησα ἐπενεγκεῖν χεῖρά μου ἐπὶ χριστὸν Κυρίου·

Α Βασ. 26,23            Ο δε Θεός θα ανταποδώση στον καθένα αναλόγως των έργων του και της πίστεως που έδειξεν απέναντι του Θεού. Διότι ο Κυριος σε παρέδωκε σήμερα εις τα χέρια μου και δεν ηθέλησα να απλώσω το χέρι μου εναντίον του βασιλέως, τον οποίον ο Θεός έχρισε.

Α Βασ. 26,24      καὶ ἰδοὺ καθὼς ἐμεγαλύνθη ἡ ψυχή σου σήμερον ἐν ταύτῃ ἐν ὀφθαλμοῖς μου, οὕτως μεγαλυνθείη ἡ ψυχή μου ἐνώπιον Κυρίου καὶ σκεπάσαι με καὶ ἐξελεῖταί με ἐκ πάσης θλίψεως.

Α Βασ. 26,24           Ιδού, όπως εγώ σήμερον στον τόπον τούτον, εθεώρησα αξίαν πολλού σεβασμού την ζωήν σου, είθε και ο Κυριος κατά παρόμοιον τρόπον να θεωρήση αξίαν την ζωήν μου και να με σκεπάση, να με προφυλάξη και να με απαλλάξξ από κάθε κίνδυνον και περιπέτειαν”.

Α Βασ. 26,25      καὶ εἶπε Σαοὺλ πρὸς Δαυίδ· εὐλογημένος σύ, τέκνον, καὶ ποιῶν ποιήσεις καὶ δυνάμενος δυνήσῃ. καὶ ἀπῆλθε Δαυὶδ εἰς τὴν ὁδὸν αὐτοῦ, καὶ Σαοὺλ ἀνέστρεψεν εἰς τὸν τόπον αὐτοῦ.

Α Βασ. 26,25            Ο Σαούλ είπεν στον Δαυίδ· “τέκνον μου, συ είσαι ευλογημένος. Θα πραγματοποιήσης μεγάλα έργα και με δύναμιν πολλήν θα επικρατήσης”. Ο Δαυίδ συνέχισε τον δρόμον του και ο Σαούλ επέστρεψεν στον τόπον του.

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΑ

1

2

3

4

5

6

7

8

9

10

11

12

13

14

15

16

17

18

19

20

21

22

23

24

25

26

27

28

29

30

31