ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ

 

ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Α'- ΚΕΦ. 16-20

 

 

Ο ΔΑΒΙΔ ΣΤΗΝ ΑΥΛΗ ΤΟΥ ΣΑΟΥΛ - ΔΑΒΙΔ ΚΑΙ ΓΟΛΙΑΘ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 16- Ο ΔΑΒΙΔ ΣΤΗΝ ΑΥΛΗ ΤΟΥ ΣΑΟΥΛ

                                    Ο Δαβίδ χρίεται βασιλιάς

Α Βασ. 16,1        Καὶ εἶπε Κύριος πρὸς Σαμουήλ· ἕως πότε σὺ πενθεῖς ἐπὶ Σαούλ, κἀγὼ ἐξουδένωκα αὐτὸν μὴ βασιλεύειν ἐπὶ Ἰσραήλ; πλῆσον τὸ κέρας σου ἐλαίου, καὶ δεῦρο ἀποστείλω σε πρὸς Ἰεσσαὶ ἕως Βηθλεέμ, ὅτι ἑώρακα ἐν τοῖς υἱοῖς αὐτοῦ ἐμοὶ βασιλέα.

Α Βασ. 16,1               Είπε δε ο Κυριος προς τον Σαμουήλ· “έως πότε συ θα πένθής δια τον Σαούλ; Εγώ εξουθένωσα και απέρριψα αυτόν, ώστε να μη είναι πλέον βασιλεύς στον ισραηλιτικόν λαόν. Γέμισε το δοχείον σου με έλαιον και έλα, διότι θα σε στείλω προς τον Ιεσσαί έως την Βηθλεέμ, επειδή είδα μεταξύ των υιών του εκείνον, ο οποίος θα είναι βασιλεύς όπως εγώ τον θέλω”.

Α Βασ. 16,2        καὶ εἶπε Σαμουήλ· πῶς πορευθῶ; καὶ ἀκούσεται Σαοὺλ καὶ ἀποκτενεῖ με. καὶ εἶπε Κύριος· δάμαλιν βοῶν λαβὲ ἐν τῇ χειρί σου καὶ ἐρεῖς· θῦσαι τῷ Κυρίῳ ἥκω·

Α Βασ. 16,2               Ο Σαμουήλ απήντησε· “πως να πορευθώ; Ο Σαούλ θα πληροφορηθή το γεγονός αυτό και θα με φονεύση”. Ο Κυριος απήντησε· “πάρε μίαν δάμαλιν από τα βόδια, την οποίαν θα οδηγήσης μέχρι της Βηθλεέμ, και εκεί θα πης· Ηλθα να θυσιάσω αυτήν στον Κυριον.

Α Βασ. 16,3        καὶ καλέσεις τὸν Ἰεσσαὶ εἰς τὴν θυσίαν, καὶ γνωριῶ σοι ἃ ποιήσεις, καὶ χρίσεις ὃν ἂν εἴπω πρός σε.

Α Βασ. 16,3               Κατά δε την θυσίαν θα προσκαλέσης τον Ιεσσαί και εκεί εγώ θα σου αποκαλύψω, τι πρέπει να κάμης. Θα χρίσης δηλαδή βασιλέα εκείνον, τον οποίον εγώ θα σου υποδείξω”.

Α Βασ. 16,4        καὶ ἐποίησε Σαμουὴλ πάντα, ἃ ἐλάλησεν αὐτῷ Κύριος, καὶ ἦλθεν εἰς Βηθλεέμ. καὶ ἐξέστησαν οἱ πρεσβύτεροι τῆς πόλεως τῇ ἀπαντήσει αὐτοῦ καὶ εἶπαν· εἰρήνη ἡ εἴσοδός σου, ὁ βλέπων;

Α Βασ. 16,4               Ο Σαμουήλ έκαμεν όλα όσα διέταξεν αυτόν ο Κυριος. Και ήλθεν εις την Βηθλεέμ. Οι πρεσβύτεροι της Βηθλεέμ, όταν τον είδαν εκεί, εξεπλάγησαν και είπαν· “ο ερχομός σου είναι ειρηνικός και ευχάριστος δι' ημάς, ω προφήτα;”

Α Βασ. 16,5        καὶ εἶπεν· εἰρήνη· θῦσαι τῷ Κυρίῳ ἥκω, ἁγιάσθητε καὶ εὐφράνθητε μετ᾿ ἐμοῦ σήμερον, καὶ ἡγίασε τὸν Ἰεσσαὶ καὶ τοὺς υἱοὺς αὐτοῦ καὶ ἐκάλεσεν αὐτοὺς εἰς τὴν θυσίαν.

Α Βασ. 16,5               Ο Σαμουήλ απήντησε “ναι, ειρηνικός και ευχάριστος είναι. Ηλθα να θυσιάσω προς τον Κυριον. Ετοιμασθήτε να λάβετε μέρος και σεις μαζή μου εις την θυσίαν σήμερον”. Ο Σαμουήλ εξήγνισε, σύμφωνα με τον Νομον, τον Ιεσσαί και τα παιδιά του και έπειτα προσεκάλεσε και αυτούς εις την θυσίαν.

Α Βασ. 16,6        καὶ ἐγενήθη ἐν τῷ εἰσιέναι αὐτοὺς καὶ εἶδε τὸν Ἐλιὰβ καὶ εἶπεν· ἀλλὰ καὶ ἐνώπιον Κυρίου χριστὸς αὐτοῦ.

Α Βασ. 16,6               Μετά την θυσίαν, όταν ο Σαμουήλ μαζή με τον Ιεσσαί και τα παιδιά του εισήλθαν εις την οικίαν του Ιεσσαί, είδε τον μεγαλύτερον υιόν του Ιεσσαί τον Ελιάβ, και εσκέφθη από μέσα του και είπε· “αυτός είναι εκείνος ο οποίος ενώπιον του Κυρίου θα είναι άξιος να χρισθή βασιλεύς”.

Α Βασ. 16,7        καὶ εἶπε Κύριος πρὸς Σαμουήλ· μὴ ἐπιβλέψῃς ἐπὶ τὴν ὄψιν αὐτοῦ μηδὲ εἰς τὴν ἕξιν μεγέθους αὐτοῦ, ὅτι ἐξουδένωκα αὐτόν· ὅτι οὐχ ὡς ἐμβλέψεται ἄνθρωπος, ὄψεται ὁ Θεός, ὅτι ἄνθρωπος ὄψεται εἰς πρόσωπον, ὁ δὲ Θεὸς ὄψεται εἰς καρδίαν.

Α Βασ. 16,7               Ο Κυριος όμως είπεν στον Σαμουήλ· “μη προσέχης και μη παρασύρεσαι από την εξωτερικήν του όψιν, από την ωραιότητά του, ούτε από το ανάστημά του, διότι εγώ απέρριψα αυτόν. Ο Θεός δεν βλέπει, όπως βλέπουν οι άνθρωποι. Ο άνθρωπος βλέπει το πρόσωπον. Ο Θεός βλέπει την καρδίαν”.

Α Βασ. 16,8        καὶ ἐκάλεσεν Ἰεσσαὶ τὸν Ἀμιναδάβ, καὶ παρῆλθε κατὰ πρόσωπον Σαμουήλ, καὶ εἶπεν· οὐδὲ τοῦτον ἐξελέξατο ὁ Θεός.

Α Βασ. 16,8               Ο Ιεσσαί εκάλεσε κατόπιν τον άλλον υιόν του τον Αμιναδάβ, ο οποίος προσήλθεν ενώπιον του Σαμουήλ. Ο Σαμουήλ είπεν· “ούτε αυτόν εξέλεξεν ο Θεός ως βασιλέα”.

Α Βασ. 16,9        καὶ παρήγαγεν Ἰεσσαὶ τὸν Σαμά· καὶ εἶπε· καὶ ἐν τούτῳ οὐκ ἐξελέξατο Κύριος.

Α Βασ. 16,9               Κατόπιν ο Ιεσσαί ωδήγησεν ενώπιον του Σαμουήλ τον τρίτον υιόν του, τον Σαμά. Ο Σαμουήλ είπεν από μέσα του· “ούτε αυτόν εξέλεξεν ο Κυριος ως βασιλέα”.

Α Βασ. 16,10      καὶ παρήγαγεν Ἰεσσαὶ τοὺς ἑπτὰ υἱοὺς αὐτοῦ ἐνώπιον Σαμουήλ· καὶ εἶπε Σαμουήλ· οὐκ ἐξελέξατο Κύριος ἐν τούτοις.

Α Βασ. 16,10             Ο Ιεσσαί ωδήγησεν ενώπιον του Σαμουήλ και τους άλλους τέσσαρας υιούς του, εν όλω επτά. Ο Σαμουήλ είπε· “κανένα από αυτούς δεν εξέλεξεν ο Κυριος ως βασιλέα”.

Α Βασ. 16,11      καὶ εἶπε Σαμουὴλ πρὸς Ἰεσσαί· ἐκλελοίπασι τὰ παιδάρια; καὶ εἶπεν· ἔτι ὁ μικρὸς ἰδοὺ ποιμαίνει ἐν τῷ ποιμνίῳ. καὶ εἶπε Σαμουὴλ πρὸς Ἰεσσαί· ἀπόστειλον καὶ λαβὲ αὐτόν, ὅτι οὐ μὴ κατακλιθῶμεν ἕως τοῦ ἐλθεῖν αὐτόν.

Α Βασ. 16,11              Η ρώτησε τότε ο Σαμουήλ τον Ιεσσαί· “δεν έχεις άλλα παιδιά;” Ο Ιεσαί απήντησεν· “έχω και κάποιον νεαρόν, ο οποίος βόσκει τα πρόβατα”. Του είπεν ο Σαμουήλ· “στείλε άνθρωπον και φέρε τον εδώ, διότι δεν θα καθήσωμεν εις την τράπεζαν του φαγητού, πριν έλθη και αυτός”.

Α Βασ. 16,12      καὶ ἀπέστειλε καὶ εἰσήγαγεν αὐτόν· καὶ αὐτὸς πυῤῥάκης μετὰ κάλλους ὀφθαλμῶν καὶ ἀγαθὸς ὁράσει Κυρίῳ. καὶ εἶπε Κύριος πρὸς Σαμουήλ· ἀνάστα καὶ χρῖσον τὸν Δαυίδ, ὅτι οὗτός ἐστιν ἀγαθός.

Α Βασ. 16,12             Ο Ιεσσαί έστειλε και έφερεν αυτόν και τον παρουσίασεν στον Σαμουήλ. Ο νεαρός αυτός υιός του Ιεσσαί ήτο ξανθός, είχεν ωραία μάτια και ήτα αγαθός ενώπιον του Κυρίου. Είπε τότε ο Κυριος προς τον Σαμουήλ· “σήκω και χρίσε ως βασιλέα τον Δαυίδ, διότι αυτός είναι αγαθός και άξιος ενώπιόν μου”.

Α Βασ. 16,13      καὶ ἔλαβε Σαμουὴλ τὸ κέρας τοῦ ἐλαίου καὶ ἔχρισεν αὐτὸ ἐν μέσῳ τῶν ἀδελφῶν αὐτοῦ, καὶ ἐφήλατο πνεῦμα Κυρίου ἐπὶ Δαυὶδ ἀπὸ τῆς ἡμέρας ἐκείνης καὶ ἐπάνω. καὶ ἀνέστη Σαμουὴλ καὶ ἀπῆλθεν εἰς Ἀρμαθαίμ.

Α Βασ. 16,13             Ο Σαμουήλ επήρε το δοχείον με το έλαιον και από όλους τους άλλους αδελφούς αυτόν έχρισεν ως βασιλέα. Από δε την ημέραν εκείνην και έπειτα Πνεύμα Κυρίου επλημμύρισε τον Δαυίδ και τον καθωδηγούσε. Κατόπιν αυτών ο Σαμουήλ εσηκώθη και ανεχώρησε δια την πατρίδα του την Αρμαθαίμ.

 

                                    Ο Δαβίδ στην αυλή του Σαούλ

Α Βασ. 16,14      Καὶ πνεῦμα Κυρίου ἀπέστη ἀπὸ Σαούλ, καὶ ἔπνιγεν αὐτὸν πνεῦμα πονηρὸν παρὰ Κυρίου.

Α Βασ. 16,14             Κατά τον καιρόν εκείνον το Πνεύμα του Κυρίου είχεν απομακρυνθή από τον Σαούλ. Ενα δε άλλο πνεύμα, κατά παραχώρησιν Θεού, πνεύμα πονηρόν ετάρασσεν αυτόν.

Α Βασ. 16,15      καὶ εἶπαν οἱ παῖδες Σαοὺλ πρὸς αὐτόν· ἰδοὺ δὴ πνεῦμα Κυρίου πονηρὸν πνίγει σε·

Α Βασ. 16,15             Οι δούλοι του Σαούλ του είπαν· “ιδού, λοιπόν, ότι ένα πνεύμα πονηρόν κατά παραχώρησιν του Κυρίου σε πνίγει.

Α Βασ. 16,16      εἰπάτωσαν δὴ οἱ δοῦλοί σου ἐνώπιόν σου, καὶ ζητησάτωσαν τῷ Κυρίῳ ἡμῶν ἄνδρα εἰδότα ψάλλειν ἐν κινύρᾳ, καὶ ἔσται ἐν τῷ εἶναι πνεῦμα πονηρὸν ἐπί σοι καὶ ψαλῇ ἐν τῇ κινύρᾳ αὐτοῦ καὶ ἀγαθόν σοι ἔσται καὶ ἀναπαύσει σε.

Α Βασ. 16,16             Και τώρα άκουσε και την γνώμην ημών των δούλων σου. Επίτρεψόν μας να ζητήσωμεν δια σε τον κύριόν μας ένα άνδρα, που να γνωρίζη να παίζη κιθάραν, ώστε, όταν το πονηρόν πνεύμα σε καταλαμβάνη, να παίζη αυτός την κιθάραν του και το παίξιμόν του θα σου κάμνη καλόν, διότι θα σου φέρη ανάπαυσιν και ηρεμίαν”.

Α Βασ. 16,17      καὶ εἶπε Σαοὺλ πρὸς τοὺς παῖδας αὐτοῦ· ἴδετε δή μοι ἄνδρα ὀρθῶς ψάλλοντα καὶ εἰσαγάγετε αὐτὸν πρός με.

Α Βασ. 16,17             Είπε τότε ο Σαουλ προς τους δούλους του· “ερευνήσατε, λοιπόν, και εύρετε ένα τέτοιον άνδρα, ο οποίος να παίζη καλά την κιθάραν και φέρετέ τον πρς εμέ”.

Α Βασ. 16,18      καὶ ἀπεκρίθη εἷς τῶν παιδαρίων αὐτοῦ καὶ εἶπεν· ἰδοὺ ἑώρακα υἱὸν τῷ Ἰεσσαὶ Βηθλεεμίτην καὶ αὐτὸν εἰδότα ψαλμόν, καὶ ὁ ἀνὴρ συνετὸς καὶ πολεμιστὴς καὶ σοφὸς λόγῳ, καὶ ὁ ἀνὴρ ἀγαθὸς τῷ εἴδει, καὶ Κύριος μετ᾿ αὐτοῦ.

Α Βασ. 16,18             Ενας από τους νεαρούς δούλους του είπε προς τον Σαούλ· “ιδού, εγώ γνωρίζω τον υιόν του Ιεσσαί του Βηθλεεμίτου, ο οποίος γνωρίζει να παίζη κιθάραν. Επί πλέον ο ανήρ αυτός είναι συνετός, πολεμιστής, σοφός εις τα λόγια του, ανήρ ωραίος κατά την όψιν ο δε Κυριος είναι μαζή του”.

Α Βασ. 16,19      καὶ ἀπέστειλε Σαοὺλ ἀγγέλους πρὸς Ἰεσσαὶ λέγων· ἀπόστειλον πρός με τὸν υἱόν σου Δαυὶδ τὸν ἐν τῷ ποιμνίῳ σου.

Α Βασ. 16,19             Ο Σαούλ έστειλεν αγγελιαφόρους προς τον Ιεσσαί και του είπαν· “στείλε μου το παιδί σου, τον Δαυίδ, ο οποίος τώρα φυλάσσει τα πρόβατά σου”.

Α Βασ. 16,20      καὶ ἔλαβεν Ἰεσσαὶ γομὸρ ἄρτων καὶ ἀσκὸν οἶνου καὶ ἔριφον αἰγῶν ἕνα καὶ ἐξαπέστειλεν ἐν χειρὶ Δαυὶδ τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ πρὸς Σαούλ.

Α Βασ. 16,20            Ο Ιεσσαί επήρε δύο περίπου κιλά άρτους, ένα ασκί κρασί ένα ερίφιον από τα γίδια του και έστειλεν αυτά δια του Δαυίδ ως δώρα προς τον Σαούλ.

Α Βασ. 16,21      καὶ εἰσῆλθε Δαυὶδ πρὸς Σαοὺλ καὶ παρειστήκει ἐνώπιον αὐτοῦ· καὶ ἠγάπησεν αὐτὸν σφόδρα, καὶ ἐγενήθη αὐτῷ αἴρων τὰ σκεύη αὐτοῦ.

Α Βασ. 16,21             Ο Δαυίδ εισήλθεν εις τα ανάκτορα του Σαούλ και παρουσιάσθη ενώπιόν του. Ο Σαούλ τον ηγάπησε πάρα πολύ και τον έκαμε οπλοφόρον του.

Α Βασ. 16,22      καὶ ἀπέστειλε Σαοὺλ πρὸς Ἰεσσαὶ λέγων· παριστάσθω δὴ Δαυὶδ ἐνώπιον ἐμοῦ, ὅτι εὗρε χάριν ἐν ὀφθαλμοῖς μου.

Α Βασ. 16,22            Εστειλε δε ο Σαούλ προς τον Ιεσσαί ανθρώπους, δια να του είπουν· “ας παραμένη κοντά μου ο Δαυίδ, διότι τον έχω εκτιμήσει και αγαπήσει πολύ”.

Α Βασ. 16,23      καὶ ἐγενήθη ἐν τῷ εἶναι πνεῦμα πονηρὸν ἐπὶ Σαοὺλ καὶ ἐλάμβανε Δαυὶδ τὴν κινύραν καὶ ἔψαλλεν ἐν χειρὶ αὐτοῦ. καὶ ἀνέψυχε Σαούλ, καὶ ἀγαθὸν αὐτῷ. καὶ ἀφίστατο ἀπ᾿ αὐτοῦ τὸ πνεῦμα τὸ πονηρόν.

Α Βασ. 16,23            Οταν λοιπόν το πονηρόν πνεύμα κατελάμβανε και συνετάρασσε τον Σαούλ, ο Δαυίδ έπαιρνε την κιθάραν, έπαιζεν αυτήν με τα δάκτυλά του και έφερεν αναψυχήν και ανακούφισιν στον Σαούλ, ο οποίος και εγαλήνευσε, διότι το πονηρόν πνεύμα απεμακρύνετο από αυτόν.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 17- ΔΑΒΙΔ ΚΑΙ ΓΟΛΙΑΘ

                                    Ο Γολιάθ χλευάζει τους Ισραηλίτες

Α Βασ. 17,1        Καὶ συνάγουσιν ἀλλόφυλοι τὰς παρεμβολὰς αὐτῶν εἰς πόλεμον καὶ συνάγονται εἰς Σοκχὼθ τῆς Ἰουδαίας καὶ παρεμβάλλουσιν ἀνὰ μέσον Σοκχὼθ καὶ ἀνὰ μέσον Ἀζηκὰ Ἐφερμέμ.

Α Βασ. 17,1                Οι Φιλισταίοι συνήθροισαν τα στρατεύματα των προς πόλεμον κατά των Ισραηλιτών, συνεκεντρώθησαν εις Σοκχώθ της Ιουδαίας και εκεί εστρατοπέδευσαν εις Εφερμέμ μεταξύ της Σοκχώθ και της Αζηκά.

Α Βασ. 17,2        καὶ Σαοὺλ καὶ οἱ ἄνδρες Ἰσραὴλ συνάγονται καὶ παρεμβάλλουσιν ἐν τῇ κοιλάδι αὐτοὶ καὶ παρατάσσονται εἰς πόλεμον ἐξεναντίας τῶν ἀλλοφύλων.

Α Βασ. 17,2               Ο δε Σαούλ και οι στρατιώται του Ισραήλ συνεκεντρώθησαν και εστρατοπέδευσαν εις την κοιλάδα. Παρετάχθησαν δε απέναντι από τους Φιλισταίους, έτοιμοι δια την μάχην.

Α Βασ. 17,3        καὶ ἀλλόφυλοι ἵστανται ἐπὶ τοῦ ὄρους ἐνταῦθα, καὶ Ἰσραὴλ ἵσταται ἐπὶ τοῦ ὄρους ἐνταῦθα, καὶ ὁ αὐλὼν ἀνὰ μέσον αὐτῶν.

Α Βασ. 17,3               Ετσι οι Φιλισταίοι ευρίσκοντο εις την πλαγιάν του ενός βουνού, οι δε Ισραηλίται εις την πλαγιάν του άλλου, μεταξύ δε αυτών υπήρχεν η κοιλάς.

Α Βασ. 17,4        καὶ ἐξῆλθεν ἀνὴρ δυνατὸς ἐκ τῆς παρατάξεως τῶν ἀλλοφύλων Γολιὰθ ὄνομα αὐτῶν ἐκ Γέθ, ὕψος αὐτοῦ τεσσάρων πήχεων καὶ σπιθαμῆς·

Α Βασ. 17,4               Από την παράταξιν των Φιλισταίων εξήλθεν ενας ανήρ ισχυρός ονομαζόμενος Γολιάθ, καταγόμενος από την πόλιν Γέθ, του οποίου το ύψος του σώματος ήτο δυόμισυ περίπου μέτρα.

Α Βασ. 17,5        καὶ περικεφαλαία ἐπὶ τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ, καὶ θώρακα ἁλυσιδωτὸν αὐτὸς ἐνδεδυκώς, καὶ ὁ σταθμὸς τοῦ θώρακος αὐτοῦ πέντε χιλιάδες σίκλων χαλκοῦ καὶ σιδήρου·

Α Βασ. 17,5               Εις την κεφαλήν του έφερε περικεψαλαίαν, εις δε το στήθος του είχε φορέσει αλυσιδωτόν θώρακα. Αυτός ο θώραξ ήτο κατασκευασμένος από σίδηρον και χαλκόν, το δε βάρος του ήτο πενήντα περίπου χιλιόγραμμα.

Α Βασ. 17,6        καὶ κνημῖδες χαλκαῖ ἐπὶ τῶν σκελῶν αὐτοῦ, καὶ ἀσπὶς χαλκῆ ἀνὰ μέσον τῶν ὤμων αὐτοῦ·

Α Βασ. 17,6               Εις τα πόδια του εφορούσε χάλκινες περικνημίδες και στον ώμον του έφερεν ασπίδα χαλκίνην.

Α Βασ. 17,7        καὶ ὁ κοντὸς τοῦ δόρατος αὐτοῦ ὡσεὶ μέσακλον ὑφαινόντων, καὶ ἡ λόγχη αὐτοῦ ἑξακοσίων σίκλων σιδήρου· καὶ ὁ αἴρων τὰ ὅπλα αὐτοῦ προεπορεύετο αὐτοῦ.

Α Βασ. 17,7               Ο κοντός του δόρατός του ήτο χονδρός και μεγάλος ωσάν το αντί του υφαντού. Η σιδερένια λόγχη του εζύγιζεν εξ και πλέον κιλά. Ο οπλοφόρος του επροπορεύετο από αυτόν.

Α Βασ. 17,8        καὶ ἔστη καὶ ἀνεβόησεν εἰς τὴν παράταξιν Ἰσραὴλ καὶ εἶπεν αὐτοῖς· τί ἐκπορεύεσθε παρατάξασθαι πολέμῳ ἐξεναντίας ἡμῶν; οὐκ ἐγώ εἰμι ἀλλόφυλος καὶ ὑμεῖς Ἑβραῖοι τοῦ Σαούλ; ἐκλέξασθε ἑαυτοῖς ἄνδρα καὶ καταβήτω πρός με,

Α Βασ. 17,8               Εσταμάτησε λοιπόν αλαζονικός ο Γολιάθ και εκραύγασε με φωνήν μεγάλην στο στρατόπεδον των Ισραηλιτών και είπε προς αυτούς· “διατί εξήλθετε να παραταχθήτε εναντίον μας; Εγώ δεν είμαι Φιλισταίος και σεις δεν είστε Εβραίοι με τον βασιλέα Σαούλ; Εκλέξατε ένα άνδρα, δια να αντιπαραταχθή αυτός εναντίον μου.

Α Βασ. 17,9        καὶ ἐὰν δυνηθῇ πολεμῆσαι πρός με καὶ ἐὰν πατάξῃ με, καὶ ἐσόμεθα ὑμῖν εἰς δούλους· ἐὰν δὲ ἐγὼ δυνηθῶ καὶ πατάξω αὐτόν, ἔσεσθε ἡμῖν εἰς δούλους καὶ δουλεύσετε ἡμῖν.

Α Βασ. 17,9               Εάν αυτός τολμήση και ημπορέση να μονομαχήση μαζή μου και με καταβάλη, ημείς οι Φιλισταίοι θα είμεθα δούλοι δικοί σας. Εάν όμως εγώ φανώ ισχυρότερος από αυτόν και τον καταβάλω, σεις θα είσθε δούλοι εις ημάς και θα μας υπηρετήτε πάντοτε”.

Α Βασ. 17,10      καὶ εἶπεν ὁ ἀλλόφυλος· ἰδοὺ ἐγὼ ὠνείδισα τὴν παράταξιν Ἰσραὴλ σήμερον ἐν τῇ ἡμέρᾳ ταύτῃ· δότε μοι ἄνδρα, καὶ μονομαχήσομεν ἀμφότεροι.

Α Βασ. 17,10             Ο Φιλισταίος αυτός προσέθεσεν ακόμη· “ιδού, εγώ σήμερον υβρίζω και προκαλώ την παράταξιν του Ισραήλ κατά την ημέραν αυτήν. Δώστε ένα άνδρα και να μονομαχήσωμεν οι δύο μας”.

Α Βασ. 17,11      καὶ ἤκουσε Σαοὺλ καὶ πᾶς Ἰσραὴλ τὰ ῥήματα τοῦ ἀλλοφύλου ταῦτα καὶ ἐξέστησαν καὶ ἐφοβήθησαν σφόδρα.

Α Βασ. 17,11              Ο Σαούλ και όλοι οι Ισραηλίται ήκουσαν τα αλαζονικά αυτά λόγια του αλλοφύλλου, κατεπλάγησαν και ετρόμαξαν πάρα πολύ.

 

                                    Ο Δαβίδ αναλαμβάνει να αγωνιστεί κατά του Γολιάθ

Α Βασ. 17,12      Καὶ εἶπε Δαυὶδ υἱὸς ἀνθρώπου Ἐφραθαίου· οὗτος ἐκ Βηθλεὲμ Ἰούδα, καὶ ὄνομα αὐτῷ Ἰεσσαί, καὶ αὐτῷ ὀκτώ υἱοί· καὶ ὁ ἀνὴρ ἐν ταῖς ἡμέραις Σαοὺλ πρεσβύτερος ἐληλυθὼς ἐν ἀνδράσι.

Α Βασ. 17,12             Είπε τότε ο Δαυίδ, υιός ανθρώπου Εφραθαίου· αυτός κατήγετο από την Βηθλεέμ της Ιουδαίας και ωνομάζετο Ιεσσαί. Είχε δε οκτώ υιούς. Ο άνθρωπος αυτός ο Ιεσσαί κατά τας ημέρας του Σαούλ ήτο ο γεροντότερος μεταξύ των Ισραηλιτών.

Α Βασ. 17,13      καὶ ἐπορεύθησαν οἱ τρεῖς υἱοὶ Ἰεσσαὶ οἱ μείζονες ὀπίσω Σαοὺλ εἰς πόλεμον, καὶ ὄνομα τῶν υἱῶν αὐτοῦ τῶν πορευθέντων εἰς τὸν πόλεμον, Ἐλιὰβ ὁ πρωτότοκος αὐτοῦ καὶ ὁ δεύτερος αὐτοῦ Ἀμιναδὰβ καὶ ὁ τρίτος αὐτοῦ Σαμμά.

Α Βασ. 17,13             Οι τρεις μεγαλύτεροι υιοί του Ιεσσαί είχον μεταβή στον πόλεμον, τον οποίον διεξήγεν ο Σαούλ εναντίον των Φιλισταίων. Τα ονόματα των τριών αυτών παιδιών, οι οποίοι είχον πορευθή στον πόλεμον ήσαν· Ο πρωτοτόκος Ελιάβ, ο δευτερότοκος Αμιναδάβ και ο τρίτος Σαμμά.

Α Βασ. 17,14      καὶ Δαυὶδ αὐτός ἐστιν ὁ νεώτερος καὶ οἱ τρεῖς οἱ μείζονες ἐπορεύθησαν ὀπίσω Σαούλ.

Α Βασ. 17,14             Ο δε Δαυίδ ήτο ο νεώτερος από όλους. Οι τρεις μεγαλύτεροι ηκολούθησαν τον Σαούλ δια τον πόλεμον.

Α Βασ. 17,15      Καὶ Δαυὶδ ἀπῆλθε καὶ ἀνέστρεψεν ἀπὸ τοῦ Σαούλ, ποιμαίνων τὰ πρόβατα τοῦ πατρὸς αὐτοῦ ἐν Βηθλεέμ.

Α Βασ. 17,15             Ο Δαυίδ είχεν αναχωρήσει από την βασιλικήν αυλήν του Σαουλ, επέστρεψεν εις την πατρίδα του την Βηθλεέμ, όπου έβοσκε τα πρόβατα του πατρός του.

Α Βασ. 17,16      καὶ προῆγεν ὁ ἀλλόφυλος ὀρθρίζων καὶ ὀψίζων καὶ ἐστηλώθη τεσσαράκοντα ἡμέρας.

Α Βασ. 17,16             Ο αλλόφυλος, αυτός ο Φιλισταίος, προχωρούσε εμπρός από το στράτευμα των Φιλισταίων με στάσιν προκλητικήν κάθε πρωί και κάθε βράδυ. Τούτο διήρκει επί τεσσαράκοντα ημέρας.

Α Βασ. 17,17      καὶ εἶπεν Ἰεσσαὶ πρὸς Δαυίδ· λαβὲ δὴ τοῖς ἀδελφοῖς σου οἰφὶ τοῦ ἀλφίτου καὶ δέκα ἄρτους τούτους καὶ διάδραμε εἰς τὴν παρεμβολὴν καὶ δὸς τοῖς ἀδελφοῖς σου,

Α Βασ. 17,17             Είπε δε ο Ιεσσαί στον Δαυίδ τον υιόν του· “πάρε ένα οιφί (είκοσι περίπου κιλά) χονδραλεσμένο σιτάρι η κριθάρι και τους δέκα αυτούς άρτους και πήγαινέ τα προς τους αδελφούς σου, οι οποίοι ευρίσκονται στον πόλεμον.

Α Βασ. 17,18      καὶ τὰς δέκα τρυφαλίδας τοῦ γάλακτος τούτου εἰσοίσεις τῷ χιλιάρχῳ, καὶ τοὺς ἀδελφούς σου ἐπισκέψῃ εἰς εἰρήνην, καὶ ὅσα ἂν χρῄζωσι γνώσῃ.

Α Βασ. 17,18             Επίσης πάρε και δέκα κομμάτια τυρί, τα οποία θα προσφέρης ως δώρον στον χιλίαρχον. Να ιδής πως έχουν οι αδελφοί σου και θα μάθης αν χρειάζωνται τίποτε”.

Α Βασ. 17,19      καὶ Σαοὺλ αὐτὸς καὶ πᾶς ἀνὴρ Ἰσραὴλ ἐν τῇ κοιλάδι τῆς δρυὸς πολεμοῦντες μετὰ τῶν ἀλλοφύλων.

Α Βασ. 17,19             Ο ίδιος ο Σαούλ και όλος ο ισραηλιτικός στρατός ευρίσκοντο εις την κοιλάδα της δρυός, εις πόλεμον εναντίον των Φιλισταίων.

Α Βασ. 17,20      καὶ ὤρθρισε Δαυὶδ τὸ πρωΐ, καὶ ἀφῆκε τὰ πρόβατα φύλακι, καὶ ἔλαβε καὶ ἀπῆλθε, καθὰ ἐνετείλατο αὐτῷ Ἰεσσαί· καὶ ἦλθεν εἰς τὴν στρογγύλωσιν καὶ δύναμιν τὴν ἐκπορευομένην εἰς τὴν παράταξιν· καὶ ἠλάλαξαν ἐν τῷ πολέμῳ.

Α Βασ. 17,20            Ο Δαυίδ εσηκώθη πολύ πρωϊ, παρέδωκε προσωρινώς τα πρόβατά του εις κάποιον φύλακα, επήρε τα τρόφιμα και ανεχώρησεν εις συνάντησιν των αδελφών του, όπως τον είχε διατάξει ο πατήρ του ο Ιεσσαί. Ηλθεν στο οχύρωμα την στιγμήν, κατά την οποίαν μία στρατιωτική δύναμις έβγαινε από το στρατόπεδον, δια να παραταχθή εις μάχην και εκραύγαζαν τας πολεμικάς των ιαχάς.

Α Βασ. 17,21      καὶ παρετάξαντο Ἰσραὴλ καὶ οἱ ἀλλόφυλοι παράταξιν ἐξεναντίας παρατάξεως.

Α Βασ. 17,21             Οι Ισραηλίται από το ένα μέρος και οι Φιλισταίοι από το άλλο παρετάχθησαν κατά τμήματα δια τον πόλεμον.

Α Βασ. 17,22      καὶ ἀφῆκε Δαυὶδ τὰ σκεύη αὐτοῦ ἀφ᾿ ἑαυτοῦ ἐπὶ χεῖρα φύλακος καὶ ἔδραμεν εἰς τὴν παράταξιν καὶ ἦλθε καὶ ἠρώτησε τοὺς ἀδελφοὺς αὐτοῦ εἰς εἰρήνην.

Α Βασ. 17,22            Ο Δαυίδ αφήκε τας αποσκευάς του εις ένα φύλακα, δια να τας φυλάττη, έτρεξεν εμπρός εις την πρώτην γραμμήν. Και όταν ήλθεν εκεί ηρώτησε τους αδελφούς του τι κανούν, πως έχουν.

Α Βασ. 17,23      καὶ αὐτοῦ λαλοῦντος μετ᾿ αὐτῶν, ἰδοὺ ἀνὴρ ὁ μεσαῖος ἀνέβαινε, Γολιὰθ ὁ Φιλισταῖος ὄνομα αὐτῷ ἐκ Γέθ, ἐκ τῶν παρατάξεων τῶν ἀλλοφύλων, καὶ ἐλάλησε κατὰ τὰ ῥήματα ταῦτα καὶ ἤκουσε Δαυίδ.

Α Βασ. 17,23             Ενώ αυτός συνωμιλούσε με τους αδελφούς του, ιδού ο γίγας εκείνος εν τω μέσω των στρατευμάτων Ισραηλιτών και Φιλισταίων ενεφανίσθη και ανέβαινε προκλητικώς. Ο Φιλισταίος αυτός ωνομάζετο Γολιάθ και κατήγετο από την Γέθ, από το στρατόπεδον των Φιλισταίων. Αυτός λοιπόν ωμίλησεν υβριστικώς και εμπαικτικώς, όπως συνήθως, εναντίον των Ισραηλιτών. Ο Δαυίδ ήκουσε τα αλαζονικά εκείνα λόγια.

Α Βασ. 17,24      Καὶ πᾶς ἀνὴρ Ἰσραὴλ ἐν τῷ ἰδεῖν αὐτοὺς τὸν ἄνδρα, καὶ ἔφυγον ἐκ προσώπου αὐτοῦ καὶ ἐφοβήθησαν σφόδρα.

Α Βασ. 17,24            Ολοι οι Ισραηλίται όταν είδαν τον Φιλισταίον αυτόν, ετράπησαν εις φυγήν, διότι εφοβήθησαν πάρα πολύ.

Α Βασ. 17,25      καὶ εἶπεν ἀνὴρ Ἰσραήλ· εἰ ἑωράκατε τὸν ἄνδρα τὸν ἀναβαίνοντα τοῦτον, ὅτι ὀνειδῖσαι τὸν Ἰσραὴλ ἀνέβη; καὶ ἔσται ἀνήρ, ὃς ἂν πατάξῃ αὐτόν, πλουτίσει αὐτὸν ὁ βασιλεὺς πλοῦτον μέγαν καὶ τὴν θυγατέρα αὐτοῦ δώσει αὐτῷ καὶ τὸν οἶκον τοῦ πατρὸς αὐτοῦ ποιήσει ἐλεύθερον ἐν τῷ Ἰσραήλ.

Α Βασ. 17,25             Καποιος Ισραηλίτης, (κήρυξ ίσως του βασιλέως), είπε· “είδατε αυτόν τον άνδρα τον Φιλισταίον, ο οποίος προχωρεί; Ερχεται δια να προκαλέση τους Ισραηλίτας. Εκείνος ο Ισραηλίτης ο οποίος θα τον φονεύση, θα πάρη από τον βασιλέα πολύν πλούτον και την θυγατέρα του βασιλέως θα την λάβη ως σύζυγόν του. Ο δε βασιλεύς θα απαλλάξη και την οικογένειαν αυτού από κάθε φορολογίαν”.

Α Βασ. 17,26      καὶ εἶπε Δαυὶδ πρὸς τοὺς ἄνδρας τοὺς συνεστηκότας μετ᾿ αὐτοῦ λέγων· ἢ ποιηθήσεται τῷ ἀνδρί, ὃς ἂν πατάξει τὸν ἀλλόφυλον ἐκεῖνον, καὶ ἀφελεῖ ὀνειδισμὸν ἀπὸ Ἰσραήλ; ὅτι τίς ἀλλόφυλος ὁ ἀπερίτμητος αὐτός, ὅτι ὠνείδισε παράταξιν Θεοῦ ζῶντος;

Α Βασ. 17,26            Ο Δαυίδ ηρώτησε τους άνδρας, οι οποίοι ευρίσκοντο εκεί κοντά του· “θα αμειφθή λοιπόν ο άνδρας εκείνος, ο οποίος θα καταβάλη τον Φιλισταίον τούτον και θα εξαλείψη έτσι την προσβολήν του κατά του Ισραηλιτικού λαου; Ποίος είναι αυτός ο απερίτμητος Φιλισταίος, ο οποίος υβρίζει τον στρατόν του αληθινού και αιωνίου Θεού;”

Α Βασ. 17,27      καὶ εἶπεν αὐτῷ ὁ λαὸς κατὰ τὸ ῥῆμα τοῦτο λέγων· οὕτως ποιηθήσεται τῷ ἀνδρί, ὃς ἂν πατάξει αὐτόν.

Α Βασ. 17,27             Οι εκεί γύρω άνθρωποι απήντησαν στον Δαυίδ και του είπον· “ναι, έτσι θα αμειφθή ο άνδρας εκείνος, ο οποίος θα νικήση και θα φονεύση τον Γολιάθ”.

Α Βασ. 17,28      καὶ ἤκουσεν Ἐλιὰβ ὁ ἀδελφὸς αὐτοῦ ὁ μείζων ἐν τῷ λαλεῖν αὐτὸν πρὸς τοὺς ἄνδρας καὶ ὠργίσθη θυμῷ Ἐλιὰβ ἐν τῷ Δαυὶδ καὶ εἶπεν· ἱνατί τοῦτο κατέβης καὶ ἐπὶ τίνα ἀφῆκας τὰ μικρὰ πρόβατα ἐκεῖνα ἐν τῇ ἐρήμῳ; ἐγὼ οἶδα τὴν ὑπερηφανίαν σου καὶ τὴν κακίαν τῆς καρδίας σου, ὅτι ἕνεκεν τοῦ ἰδεῖν τὸν πόλεμον κατέβης.

Α Βασ. 17,28            Ο Ελιάβ, ο μεγαλύτερος αδελφός του Δαυίδ, ωργίσθη εναντίον του Δαυίδ, όταν τον είδε να συνομιλή με τους ανθρώπους του στρατού και είπεν εις αυτόν· “διατί ήλθες εδώ, εις ποιόν αφήκες τα λίγα πρόβατά μας εις την έρημον; Εγώ ξέρω την υπερηφάνειάν σου και την κακήν σου καρδίαν. Εγκατέλειψες τα πρόβατα και ήλθες εδώ, δια να ιδής τον πόλεμον”.

Α Βασ. 17,29      καὶ εἶπε Δαυίδ· τί ἐποίησα νῦν; οὐχί ῥῆμά ἐστι;

Α Βασ. 17,29            Ο Δαυίδ απήντησε· “τι έκαμα λοιπόν τώρα. Ενα απλούν λόγον δεν είπα;”

Α Βασ. 17,30      καὶ ἐπέστρεψε παρ᾿ αὐτοῦ εἰς ἐναντίον ἑτέρου καὶ εἶπε κατὰ τὸ ῥῆμα τοῦτο, καὶ ἀπεκρίθη αὐτῷ ὁ λαὸς κατὰ τὸ ῥῆμα τοῦ πρώτου.

Α Βασ. 17,30             Ο Δαυίδ απεμακρύνθη από τον αδελφόν του δια να ερωτήση άλλον, στον οποίον και απηύθυνε τα ίδια λόγια. Ολοι του απήντησαν, όπως του είχαν απαντήσει και οι πρώτοι.

Α Βασ. 17,31      καὶ ἠκούσθησαν οἱ λόγοι, οὓς ἐλάλησε Δαυίδ, καὶ ἀνηγγέλησαν ὀπίσω Σαοὺλ καὶ παρέλαβεν αὐτόν.]

Α Βασ. 17,31             Οι λόγοι, τους οποίους αντήλλαξεν ο Δαυίδ με τους ανθρώπους του λαού, έφθασαν εις τα αυτιά του βασιλέως. Ο βασιλεύς έστειλεν ένά άνθρωπον και παρέλαβεν αυτόν και τον ωδήγησε προς τον Σαούλ.

Α Βασ. 17,32      Καὶ εἶπε Δαυὶδ πρὸς Σαούλ· μὴ δὴ συμπεσέτω καρδία τοῦ Κυρίου μου ἐπ᾿ αὐτόν· ὁ δοῦλός σου πορεύσεται καὶ πολεμήσει μετὰ τοῦ ἀλλοφύλου τούτου.

Α Βασ. 17,32             Ο Δαυίδ είπε τότε προς τον Σαούλ· “ας μη ταραχθή. Και ας μη πτοηθή καθόλου η καρδία του κυρίου μου, του βασιλέως· εγώ ο δούλος σου θα μεταβώ και θα πολεμήσω εναντίον αυτού του Φιλισταίου”.

Α Βασ. 17,33      καὶ εἶπε Σαοὺλ πρὸς τὸν Δαυὶδ· οὐ μὴ δυνήσῃ πορευθῆναι πρὸς τὸν ἀλλόφυλον τοῦ πολεμεῖν μετ᾿ αὐτοῦ, ὅτι παιδάριον εἶ σύ, καὶ αὐτὸς ἀνὴρ πολεμιστὴς ἐκ νεότητος αὐτοῦ.

Α Βασ. 17,33             Απήντησεν ο Σαουλ προς τον Δαυίδ· “δεν είναι δυνατόν να βαδίσης εναντίον του Φιλισταίου αυτού και να πολεμήσης αυτόν, διότι είσαι μικρός κατά την ηλικίαν και το σώμα, ενώ εκείνος είναι πολεμιστής αξιόλογος από την νεαράν του ηλικίαν”.

Α Βασ. 17,34      καὶ εἶπε Δαυὶδ πρὸς Σαούλ· ποιμαίνων ἦν ὁ δοῦλός σου τῷ πατρὶ αὐτοῦ ἐν τῷ ποιμνίῳ, καὶ ὅταν ἤρχετο ὁ λέων καὶ ἡ ἄρκος καὶ ἐλάμβανε πρόβατον ἐκ τῆς ἀγέλης,

Α Βασ. 17,34             Ο Δαυίδ του απήντησε και είπεν· “εγώ ο δούλος σου ήμουνα βοσκός, που έβοσκα τα πρόβατα του πατρός μου. Οταν συνέβαινε να έλθη λιοντάρι η αρκούδα, και ήρπαζε πρόβατον από την αγέλην των προβάτων μου,

Α Βασ. 17,35      καὶ ἐξεπορευόμην ὀπίσω αὐτοῦ καὶ ἐπάταξα αὐτὸν καὶ ἐξέσπασα ἐκ τοῦ στόματος αὐτοῦ, καὶ εἰ ἐπανίστατο ἐπ᾿ ἐμέ, καὶ ἐκράτησα τοῦ φάρυγγος αὐτοῦ καὶ ἐπάταξα καὶ ἐθανάτωσα αὐτόν.

Α Βασ. 17,35             έτρεχα προς καταδίωξιν αυτών, εφόνευα το θηρίον τούτο και αποσπούσα το πρόβατον από το στόμα του. Αν δε το θηρίον επετίθετο εναντίον μου, το έπιανα από τον λαιμόν, το εκτυπούσα και το εφόνευα.

Α Βασ. 17,36      καὶ τὸν λέοντα καὶ τὴν ἄρκον ἔτυπτεν ὁ δοῦλός σου, καὶ ἔσται ὁ ἀλλόφυλος ὁ ἀπερίτμητος ὡς ἓν τούτων· οὐχὶ πορεύσομαι καὶ πατάξω αὐτόν, καὶ ἀφελῶ σήμερον ὄνειδος ἐξ Ἰσραήλ; διότι τίς ὁ ἀπερίτμητος οὗτος, ὃς ὠνείδισε παράταξιν Θεοῦ ζῶντος;

Α Βασ. 17,36             Λέοντο και άρκτον εγώ ο δούλος σου εκτύπησα και εφόνευσα. Ο απερίτμητος, λοιπόν, αυτός Φιλισταίος, θα γίνη εις τα χέρια μου σαν ένα από τα θηρία αυτά. Αφού τέτοια έχω κατορθώσει, δεν πρέπει λοιπόν τώρα να μεταβώ και να φονεύσω τον Φιλισταίον και να εξαλείψω την προσβολήν την οποίαν κάνει κατά του ισραηλιτικού λαού; Ποιός είναι αυτός ο απερίτμητος ο οποίος ετόλμησε να ομιλήση περιφρονητικώς δια τον στρατόν του αληθινού Θεού;

Α Βασ. 17,37      Κύριος, ὃς ἐξείλατό με ἐκ χειρὸς τοῦ λέοντος καὶ ἐκ χειρὸς τῆς ἄρκου, αὐτὸς ἐξελεῖταί με ἐκ χειρὸς τοῦ ἀλλοφύλου τοῦ ἀπεριτμήτου τούτου. καὶ εἶπε Σαοὺλ πρὸς Δαυίδ· πορεύου, καὶ ἔσται Κύριος μετὰ σοῦ.

Α Βασ. 17,37             Ο Κυριος ο οποίος με εγλύτωσε από το στόμα του λέοντος και από τα χέρια της αρκούδας, αυτός θα με γλυτώση και από τα χέρια του απερίτμητου αυτού Φιλισταίου”. Ο Σαούλ είπε τότε προς τον Δαυίδ· “πήγαινε και ο Κυριος είθε να είναι μαζή σου”.

Α Βασ. 17,38      καὶ ἐνέδυσε Σαοὺλ τὸν Δαυὶδ μανδύαν καὶ περικεφαλαίαν χαλκῆν περὶ τὴν κεφαλήν αὐτοῦ

Α Βασ. 17,38             Ο Σαούλ εφόρεσεν στον Δαυίδ στρατιωτικόν μανδύαν και έθεσεν εις την κεφαλήν του χαλκίνην περικεφαλαίαν.

Α Βασ. 17,39      καὶ ἔζωσε τὸν Δαυὶδ τὴν ῥομφαίαν αὐτοῦ ἐπάνω τοῦ μανδύου αὐτοῦ. καὶ ἐκοπίασε περιπατήσας ἅπαξ καὶ δίς· καὶ εἶπε Δαυὶδ πρὸς Σαούλ· οὐ μὴ δύνωμαι πορευθῆναι ἐν τούτοις, ὅτι οὐ πεπείραμαι. καὶ ἀφαιροῦσιν αὐτὰ ἀπ᾿ αὐτοῦ.

Α Βασ. 17,39             Ακόμη δε έζωσε τον Δαυίδ με την ρομφαίαν του επάνω από τον μανδύαν. Ο Δαυίδ έτσι εξωπλισμένος προσεπάθησε να βαδίση μίαν και δύο φορές, αλλά μόλις και μετά κόπου το κατώρθωσεν. Ο Δαυίδ είπε προς τον βασιλέα· “δεν ημπορώ να βαδίσω με αυτά, διότι δεν έχω συνηθίσει”. Κατ' εντολήν του βασιλέως αφηήρεσαν την πανοπλίαν αυτήν από τον Δαυίδ.

 

                                    Ο Δαβίδ νικάει το Γολιάθ

Α Βασ. 17,40      καὶ ἔλαβε τὴν βακτηρίαν αὐτοῦ ἐν τῇ χειρὶ αὐτοῦ καὶ ἐξελέξατο ἑαυτῷ πέντε λίθους λείους ἐκ τοῦ χειμάῤῥου καὶ ἔθετο αὐτοὺς ἐν τῷ καδίῳ τῷ ποιμαινικῷ τῷ ὄντι αὐτῷ εἰς συλλογὴν καὶ σφενδόνην αὐτοῦ ἐν τῇ χειρὶ αὐτοῦ καὶ προσῆλθε πρὸς τὸν ἄνδρα τὸν ἀλλόφυλον.

Α Βασ. 17,40            Ο Δαυίδ επήρε την ράβδον του στο χέρι του, εδιάλεξε πέντε λείους λίθους από τον χείμαρρον και έθεσεν αυτούς στο ποιμενικόν του σακκίδιον, το οποίον είχε πάντοτε μαζή του, δια να θέτη μέσα εις αυτό τα διάφορα πράγματα. Επίσης επήρε και την σφενδόνην του στο χέρι και εβάδισεν εναντίον του ανδρός αυτού, του Φιλισταίου.

Α Βασ. 17,41      [Καὶ ἐπορεύθη ὁ ἀλλόφυλος πορευόμενος καὶ ἐγγίζων πρὸς Δαυίδ, καὶ ἀνὴρ ὁ αἴρων τὸν θυρεὸν ἔμπροσθεν αὐτοῦ, καὶ ἐπέβλεψεν ὁ ἀλλόφυλος.]

Α Βασ. 17,41             Ο Φιλισταίος επροχώρησε προς τον Δαυίδ και επλησίασε προς αυτόν, ο δε οπλοφόρος του Φιλισταίου, ο οποίος έφερε την ασπίδα εκείνου, εβάδιζεν έμπρος από τον Γολιάθ. Ο Γολιάθ παρετήρησε προσεκτικά,

Α Βασ. 17,42      καὶ εἶδε Γολιὰθ τὸν Δαυὶδ καὶ ἐξητίμασεν αὐτόν, ὅτι αὐτὸς ἦν παιδάριον καὶ αὐτὸς πυῤῥάκης μετὰ κάλλους ὀφθαλμῶν.

Α Βασ. 17,42            είδε τον Δαυίδ και τον κατεφρόνησε, διότι τον είδε μικρόν παιδίον ξανθόν με ωραία μάτια.

Α Βασ. 17,43      καὶ εἶπεν ὁ ἀλλόφυλος πρὸς Δαυίδ· ὡσεὶ κύων ἐγώ εἰμι, ὅτι σὺ ἔρχῃ ἐπ᾿ ἐμὲ ἐν ῥάβδῳ καὶ λίθοις; καὶ εἶπε Δαυίδ· οὐχί, ἀλλ᾿ ἢ χείρων κυνός. καὶ κατηράσατο ὁ ἀλλόφυλος τὸν Δαυὶδ ἐν τοῖς θεοῖς αὐτοῦ.

Α Βασ. 17,43             Ο αλλόφυλος λοιπόν αυτός είπε προς τον Δαυίδ· “ως εάν είμαι σκυλί έρχεσαι εναντίον μου με ράβδον και με πέτρες;” Ο Δαυίδ απήντησεν· “όχι, αλλά είσαι χειρότερος από το σκυλί”. Ο Φιλιοταίος κατηράσθη τον Δαυίδ εν ονόματι των θεών του.

Α Βασ. 17,44      καὶ εἶπεν ὁ ἀλλόφυλος πρὸς Δαυίδ· δεῦρο πρός με, καὶ δώσω τὰς σάρκας σου τοῖς πετεινοῖς τοῦ οὐρανοῦ καὶ τοῖς κτήνεσι τῆς γῆς.

Α Βασ. 17,44            Είπε δε τότε ο αλλόφυλος προς τον Δαυίδ· “έλα εδώ και θα δώσω τας σάρκας σου εις τα πτηνά του ουρανού και εις τα θηρία της γης”.

Α Βασ. 17,45      καὶ εἶπε Δαυὶδ πρὸς τὸν ἀλλόφυλον· σὺ ἔρχῃ πρός με ἐν ῥομφαίᾳ καὶ ἐν δόρατι καὶ ἐν ἀσπίδι, κἀγὼ πορεύομαι πρός σε ἐν ὀνόματι Κυρίου Θεοῦ Σαβαὼθ παρατάξεως Ἰσραήλ, ἣν ὠνείδισας σήμερον·

Α Βασ. 17,45             Είπε δε ο Δαυίδ προς τον αλλόφυλον· “συ έρχεσαι εναντίον μου με ρομφαίαν και με δόρυ και με ασπίδα. Εγώ δε προχωρώ εναντίον σου εν ονόματι Κυρίου του Θεού του Παντοκράτορος, του Θεού του Ισραηλιτικού λαού, τον οποίον συ σήμερον ενέπαιξες και ύβρισες.

Α Βασ. 17,46      καὶ ἀποκλείσει σε Κύριος σήμερον εἰς τὴν χεῖρά μου, καὶ ἀποκτενῶ σε καὶ ἀφελῶ τὴν κεφαλήν σου ἀπὸ σοῦ καὶ δώσω τὰ κῶλά σου καὶ τὰ κῶλα παρεμβολῆς ἀλλοφύλων ἐν ταύτῃ τῇ ἡμέρᾳ τοῖς πετεινοῖς τοῦ οὐρανοῦ καὶ τοῖς θηρίοις τῆς γῆς, καὶ γνώσεται πᾶσα ἡ γῆ, ὅτι ἔστι Θεὸς ἐν Ἰσραήλ·

Α Βασ. 17,46            Σημερον θα σε παραδώση ο Κυριος εις τα χέρια μου, θα σε φονεύσω, θα αποκόψω την κεφαλήν σου και θα δώσω τα μέλη σου και τα μέλη του στρατού των Φιλισταίων κατά την ημέραν αυτήν εις τα πτηνά του ουρανού και εις τα θηρία της γης και θα μάθουν όλοι οι άνθρωποι ότι ο αληθινός Θεός ευρίσκεται στον ισραηλιτικόν λαόν.

Α Βασ. 17,47      καὶ γνώσεται πᾶσα ἡ ἐκκλησία αὕτη ὅτι οὐκ ἐν ῥομφαίᾳ καὶ δόρατι σῴζει Κύριος, ὅτι τοῦ Κυρίου ὁ πόλεμος, καὶ παραδώσει Κύριος ὑμᾶς εἰς χεῖρας ἡμῶν.

Α Βασ. 17,47             Ολον δε αυτό το πλήθος του λαού θα μάθη ότι ο Κυριος δεν σώζει μόνον με το δόρυ και με την ρομφαίαν, ότι ο Θεός είναι ο κυρίαρχος και του πολέμου και ότι ο Κυριος θα σας παραδώση εις τα χέρια μας”.

Α Βασ. 17,48      καὶ ἀνέστη ὁ ἀλλόφυλος καὶ ἐπορεύθη εἰς συνάντησιν Δαυίδ.

Α Βασ. 17,48            Εσηκώθη ο αλλόφυλος και επορεύθη εις συνάντησιν του Δαυίδ.

Α Βασ. 17,49      καὶ ἐξέτεινε Δαυὶδ τὴν χεῖρα αὐτοῦ εἰς τὸ κάδιον καὶ ἔλαβεν ἐκεῖθεν λίθον ἕνα καὶ ἐσφενδόνισε καὶ ἐπάταξε τὸν ἀλλόφυλον ἐπὶ τὸ μέτωπον αὐτοῦ, καὶ διέδυ ὁ λίθος διά τῆς περικεφαλαίας εἰς τὸ μέτωπον αὐτοῦ, καὶ ἔπεσεν ἐπί πρόσωπον αὐτοῦ ἐπὶ τὴν γῆν.

Α Βασ. 17,49            Ο Δαυίδ άπλωσε το χέρι του στο σακκίδιόν του, επήρεν από εκεί ένα λίθον τον οποίον και εξεσφενδόνισεν εναντίον του Φιλισταίου και τον εκτύπησεν στο μέτωπον. Ο λίθος αυτός διετρύπησε την περικεφαλαίαν, εισήλθεν στο μέτωπον του Φιλισταίου και τον επλήγωσε θανασίμως. Ο Γολιάθ έπεσε πρηνής κάτω στο χώμα.

Α Βασ. 17,50      [Καὶ ἐκραταίωσε Δαυὶδ ὑπὲρ τὸν ἀλλόφυλον ἐν τῇ σφενδόνῃ καὶ ἐν τῷ λίθῳ, καὶ ἐπάταξε τὸν ἀλλόφυλον καὶ ἐθανάτωσεν αὐτόν· καὶ ῥομφαία οὐκ ἦν ἐν χειρὶ Δαυίδ.]

Α Βασ. 17,50             Ετσι ο Δαυίδ ανεδείχθη ισχυρότερος από τον αλλόφυλον και νικητής εναντίον του με μίαν σφενδόνην και ένα λίθον. Εκτύπησε τον Φιλισταίον και τον εφόνευσε. Ο Δαυίδ δεν είχε ρομφαίαν εις τα χέρια του.

Α Βασ. 17,51      καὶ ἔδραμε Δαυὶδ καὶ ἐπέστη ἐπ᾿ αὐτὸν καὶ ἔλαβε τὴν ῥομφαίαν αὐτοῦ καὶ ἐθανάτωσεν αὐτὸν καὶ ἀφεῖλε τὴν κεφαλήν αὐτοῦ. καὶ εἶδον οἱ ἀλλόφυλοι ὅτι τέθνηκεν ὁ δυνατὸς αὐτῶν, καὶ ἔφυγον.

Α Βασ. 17,51             Δια τούτο έτρεξε και εστάθη επάνω από τον βαρέως τραυματισμένον Φιλισταίον, επήρε την ρομφαίαν εκείνου, τον εθανάτωσε και του απέκοψε την κεφαλήν. Οι Φιλισταίοι είδαν ότι ο ακατανίκητος, όπως επίστευαν, πρόμαχός των εφονεύθη, κατελήφθησαν από πανικόν και ετράπησαν εις φυγήν.

Α Βασ. 17,52      καὶ ἀνίστανται ἄνδρες Ἰσραὴλ καὶ Ἰούδα καὶ ἠλάλαξαν καὶ κατεδίωξαν ὀπίσω αὐτῶν ἕως εἰσόδου Γὲθ καὶ ἕως τῆς πύλης Ἀσκάλωνος, καὶ ἔπεσον τραυματίαι τῶν ἀλλοφύλων ἐν τῇ ὁδῷ τῶν πυλῶν καὶ ἕως Γὲθ καὶ ἕως Ἀκκαρών.

Α Βασ. 17,52             Οι Ισραηλίται ηγέρθησαν τότε με αλαλαγμόν, κατεδίωξαν τους Φιλισταίους έως την εισοδον της Γεθ και έως την πύλην της Ασκάλωνος. Από τους Φιλισταίους εφονεύθησαν πολλοί και οι νεκροί κατέκειντο εις την οδόν των πυλών μέχρι της Γεθ και μέχρι της Ακκαρών.

Α Βασ. 17,53      καὶ ἀνέστρεψαν ἄνδρες Ἰσραὴλ ἐκκλίνοντες ὀπίσω τῶν ἀλλοφύλων καὶ κατεπάτουν τὰς παρεμβολὰς αὐτῶν.

Α Βασ. 17,53             Οι Ισραηλίται επιστρέφοντες από την καταδίωξιν των Φιλισταίων καταπατούσαν και ελεηλατούσαν τα στρατόπεδά των.

Α Βασ. 17,54      καὶ ἔλαβε Δαυὶδ τὴν κεφαλὴν τοῦ ἀλλοφύλου, καὶ ἤνεγκεν αὐτὴν εἰς Ἱερουσαλὴμ καὶ τὰ σκεύη αὐτοῦ ἔθηκεν ἐν τῷ σκηνώματι αὐτοῦ.

Α Βασ. 17,54             Ο Δαυίδ επήρε την κεφαλήν του Γολιάθ, έφερεν αυτήν εις την Ιερουσαλήμ, τα δε όπλα του εχθρού τα απέθεσεν ο Δαυίδ εις την σκηνήν του.

Α Βασ. 17,55      [Καὶ ὡς εἶδε Σαοὺλ τὸν Δαυὶδ ἐκπορευόμενον εἰς ἀπάντησιν τοῦ ἀλλοφύλου, εἶπε πρὸς Ἀβεννὴρ τὸν ἄρχοντα τῆς δυνάμεως· Υἱὸς τίνος ὁ νεανίσκος οὗτος; καὶ εἶπεν Ἀβεννήρ· ζῇ ἡ ψυχή σου, βασιλεῦ, εἰ οἶδα.

Α Βασ. 17,55             Οταν ο Σαούλ είδε τον Δαυίδ να προχωρή εις μονομαχίαν κατά του Γολιάθ είπε προς τον Αβεννήρ τον αρχηγόν του στρατού του· “τίνος είναι υιός αυτός ο νεαρός;” Ο Αβεννήρ απήντησεν· “ορκίζομαι εις την ζωήν μου, βασιλεύ, ότι δεν τον γνωρίζω”.

Α Βασ. 17,56      καὶ εἶπεν ὁ βασιλεύς· ἐπερώτησον σύ, υἱὸς τίνος ὁ νεανίσκος οὗτος.

Α Βασ. 17,56             Ο βασιλεύς ειπ· “ρώτησε συ, τίνος είναι υιός ο νεαρός αυτός”.

Α Βασ. 17,57      καὶ ὡς ἐπέστρεψε Δαυὶδ τοῦ πατάξαι τὸν ἀλλόφυλον, καὶ παρέλαβεν αὐτὸν Ἀβεννὴρ καὶ εἰσήγαγεν αὐτὸν ἐνώπιον Σαούλ, καὶ ἡ κεφαλὴ τοῦ ἀλλοφύλου ἐν τῇ χειρὶ αὐτοῦ.

Α Βασ. 17,57             Οταν ο Δαυίδ επέστρεψεν από την νίκην του εναντίον του Φιλισταίου Γολιάθ τον παρέλαβεν ο Αβεννήρ και τον παρουσίασεν ενώπιον του Σαούλ. Η δε κεφαλή του Γολιάθ ήτο εις τα χέρια του.

Α Βασ. 17,58      καὶ εἶπε πρὸς αὐτὸν Σαούλ· υἱὸς τίνος εἶ, παιδάριον, καὶ εἶπε Δαυίδ· υἱὸς δούλου σου Ἰεσσαὶ τοῦ Βηθλεεμείτου.]

Α Βασ. 17,58             Ο Σαούλ ηρώτησεν αυτόν· “νεαρέ, τίνος είσαι υιός;” Ο Δαυίδ απήντησεν· “είμαι υιός του δούλου σου του Ιεσσαί, ο οποίος κατάγεται από την Βηθλεέμ.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 18- ΔΑΒΙΔ ΚΑΙ ΙΩΝΑΘΑΝ - Ο ΣΑΟΥΛ ΖΗΛΕΥΕΙ ΤΟ ΔΑΒΙΔ  

                                    Δαβίδ και Ιωνάθαν

Α Βασ. 18,1        Καὶ ἐγένετο ὡς συνετέλεσε λαλῶν πρὸς Σαούλ, καὶ ἡ ψυχὴ Ἰωνάθαν συνεδέθη τῇ ψυχῇ Δαυὶδ καὶ ἠγάπησεν αὐτὸν Ἰωνάθαν κατὰ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ.

Α Βασ. 18,1               Οταν ο Δαυίδ ετελείωσε την συνομιλίαν του με τον Σαούλ, η ψυχή του Ιωνάθαν συνεδέθη με στενήν φιλίαν με την ψυχήν του Δαυίδ. Ο Ιωνάθαν τον ηγάπησεν, όπως και τον εαυτόν του.

Α Βασ. 18,2        καὶ ἔλαβεν αὐτὸν Σαοὺλ ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ καὶ οὐκ ἔδωκεν αὐτὸν ἐπιστρέψαι ἐν τῷ οἴκῳ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ.

Α Βασ. 18,2               Επήρεν ο Σαούλ τον Δαυίδ κατά την ημέραν εκείνην μαζή του και δεν τον αφήκε να επιστρέψη εις την οικογένειαν του πατρός του.

Α Βασ. 18,3        καὶ διέθετο Ἰωνάθαν καὶ Δαυὶδ ἐν τῷ ἀγαπᾶν αὐτὸν κατὰ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ.

Α Βασ. 18,3               Ο Ιωνάθαν συνεδέθη δια στενής φιλίας με τον Δαυίδ, διότι τον ηγάπα όπως και τον εαυτόν του.

Α Βασ. 18,4        καὶ ἐξεδύσατο Ἰωνάθαν τὸν ἐπενδύτην τὸν ἐπάνω καὶ ἔδωκεν αὐτὸν τῷ Δαυὶδ καὶ τὸν μανδύαν αὐτοῦ καὶ ἕως τῆς ῥομφαίας αὐτοῦ καὶ ἕως τοῦ τόξου αὐτοῦ καὶ ἕως τῆς ζώνης αὐτοῦ.

Α Βασ. 18,4               Και, επάνω εις την μεγάλην του αυτήν προς αυτόν αγάπην, έβγαλεν ο Ιωνάθαν το επανωφόρι του και το έδωκεν στον Δαυίδ, όπως επίσης τον στρατιωτικόν μανδύαν του, την ρομφαίαν, το τόξον του και την ζώνην του.

Α Βασ. 18,5        καὶ ἐξεπορεύετο Δαυίδ, ἐν πᾶσιν, οἷς ἀπέστειλεν αὐτὸν Σαούλ, συνῆκε· καὶ κατέστησεν αὐτὸν Σαοὺλ ἐπὶ τοὺς ἄνδρας τοῦ πολέμου, καὶ ἤρεσεν ἐν ὀφθαλμοῖς παντὸς τοῦ λαοῦ καί γε ἐν ὀφθαλμοῖς δούλων Σαούλ.]

Α Βασ. 18,5               Ο Δαυίδ ανελάμβανε προθύμως κάθε επιχείρησιν, προς την οποίαν τον έστελλεν ο Σαούλ, και την έφερε πάντοτε εις πέρας. Δια τούτο ο Σαούλ διώρισεν αυτόν αρχηγόν του στρατού του. Η πράξις αυτή ήρεσεν εις όλον τον ισραηλιτικόν λαόν και εις αυτούς ακόμη τους αυλικούς του Σαούλ.

 

                                    Ο Σαούλ ζηλεύει το Δαβίδ

Α Βασ. 18,6        Καὶ ἐξῆλθον αἱ χορεύουσαι εἰς συνάντησιν Δαυὶδ ἐκ πασῶν πόλεων Ἰσραὴλ ἐν τυμπάνοις καὶ ἐν χαρμοσύνῃ καὶ ἐν κυμβάλοις.

Α Βασ. 18,6               Οταν ο Δαυίδ επέστρεψε μετά τον φόνον του Φιλισταίου, αι γυναίκες εβγήκαν από όλας τας πόλεις των Ισραηλιτών, χορεύουσαι και τραγουδούσαι, εις συνάντησιν του Δαυίδ με τύμπανα και κύμβαλα και με χαράν μεγάλην.

Α Βασ. 18,7        καὶ ἐξῆρχον αἱ γυναῖκες καὶ ἔλεγον· ἐπάταξε Σαοὺλ ἐν χιλιάσιν αὐτοῦ καὶ Δαυὶδ ἐν μυριάσιν αὐτοῦ.

Α Βασ. 18,7               Αι δε γυναίκες, που διηύθυναν τον χορόν των γυναικών, έλεγαν· “ο Σαούλ εφόνευσε χιλιάδες εχθρών, ο δε Δαυίδ εφόνευσε μυριάδες εχθρών”.

Α Βασ. 18,8        καὶ πονηρὸν ἐφάνη τὸ ῥῆμα ἐν ὀφθαλμοῖς Σαοὺλ περὶ τοῦ λόγου τούτου, καὶ εἶπε· τῷ Δαυὶδ ἔδωκαν τὰς μυριάδας καὶ ἐμοὶ ἔδωκαν τὰς χιλιάδας.

Α Βασ. 18,8               Το εγκώμιον αυτό των γυναικών προς τον Δαυίδ δεν ήρεσεν στον Σαούλ. Αυτός δε παραπονούμένος έλεγεν· “στον Δαυίδ απέδωκαν τας μυριάδας, εις εμέ δε τας χιλιάδας”.

Α Βασ. 18,9        [Καὶ ἦν Σαοὺλ ὑποβλεπόμενος τὸν Δαυὶδ ἀπὸ τῆς ἡμέρας ἐκείνης καὶ ἐπέκεινα.

Α Βασ. 18,9               Από την ημέραν εκείνην και εντεύθεν ο Σαούλ υπέβλεπε τον Δαυίδ.

Α Βασ. 18,10      καὶ ἐγενήθη ἀπὸ τῆς ἐπαύριον καὶ ἔπεσε πνεῦμα Θεοῦ πονηρὸν ἐπὶ Σαοὺλ καὶ προεφήτευσεν ἐν μέσῳ οἴκου αὐτοῦ. Καὶ Δαυὶδ ἔψαλλεν ἐν χειρὶ αὐτοῦ ὡς καθ᾿ ἑκάστην ἡμέραν, καὶ τὸ δόρυ ἐν τῇ χειρὶ Σαούλ.

Α Βασ. 18,10             Δια τούτο την επομένην ημέραν κατέλαβε τον Σαούλ, κατά παραχώρησιν Θεού, ένα πονηρόν πνεύμα και τον περιέφερεν εις έκστασιν μέσα στον οίκον του. Ο Δαυίδ έπαιζε με τα χέρια του κιθάραν, όπως συνήθως, το δε δόρυ ευρίσκετο στο χέρι του Σαούλ.

Α Βασ. 18,11      καὶ ἦρε Σαοὺλ τὸ δόρυ καὶ εἶπε· πατάξω ἐν Δαυὶδ καὶ ἐν τῷ τοίχῳ· καὶ ἐξέκλινε Δαυὶδ ἀπὸ προσώπου αὐτοῦ δίς.]

Α Βασ. 18,11              Εσήκωσε ο Σαούλ το δόρυ του και είπε από μέσα του· “θα καρφώσω τον Δαυίδ στον τοίχον”. Ο Δαυίδ όμως δύο φοράς εφυλάχθη και εσώθη.

Α Βασ. 18,12      καὶ ἐφοβήθη Σαοὺλ ἀπὸ προσώπου Δαυίδ,

Α Βασ. 18,12             Ο Σαούλ εφοβήθη και δεν ήθελε πλέον να βλέπη τον Δαυίδ.

Α Βασ. 18,13      καὶ ἀπέστησεν αὐτὸν ἀπ᾿ αὐτοῦ καὶ κατέστησεν αὐτὸν ἑαυτῷ χιλίαρχον, καὶ ἐξεπορεύετο καὶ εἰσεπορεύετο ἔμπροσθεν τοῦ λαοῦ.

Α Βασ. 18,13             Τον απεμάκρυνεν από εμπρός του και τον διώρισεν αρχηγόν χιλίων μόνον ανδρών. Ο Δαυίδ πηγαινοήρχετο ανάμεσα στον λαόν.

Α Βασ. 18,14      καὶ ἦν Δαυὶδ ἐν πάσαις ταῖς ὁδοῖς αὐτοῦ συνιῶν, καὶ Κύριος ἦν μετ᾿ αὐτοῦ.

Α Βασ. 18,14             Ο Δαυίδ υπήρξε συνετός εις όλας τας ενεργείας του, διότι ο Κυριος ήτο μαζή του.

Α Βασ. 18,15      καὶ εἶδε Σαοὺλ ὡς αὐτὸς συνιεῖ σφόδρα, καὶ εὐλαβεῖτο ἀπὸ προσώπου αὐτοῦ.

Α Βασ. 18,15             Είδεν ο Σαούλ, ότι ο Δαυίδ ενεργεί με πολλήν σύνεσιν και κατελήφθη από ένα δέος προς αυτόν.

Α Βασ. 18,16      καὶ πᾶς Ἰσραὴλ καὶ Ἰούδας ἠγάπα τὸν Δαυίδ, ὅτι αὐτὸς εἰσεπορεύετο καὶ ἐξεπορεύετο πρὸ προσώπου τοῦ λαοῦ.

Α Βασ. 18,16             Ολοι όμως οι Ισραηλίται και μάλιστα οι Ιουδαίοι αγαπούσαν τον Δαυίδ, ο οποίος επικοινωνούσε με τον λαόν και πηγαινοήρχετο ανάμεσα από τους ανθρώπους.

 

                                    Ο Δαβίδ παντρεύεται την κόρη του Σαούλ

Α Βασ. 18,17      Καὶ εἶπε Σαοὺλ πρὸς Δαυίδ· ἰδοὺ ἡ θυγάτηρ μου ἡ μείζων Μερόβ, αὐτὴν δώσω σοι εἰς γυναῖκα, καὶ πλὴν γίνου μοι εἰς υἱὸν δυνάμεως καὶ πολέμει τοὺς πολέμους Κυρίου. καὶ Σαοὺλ εἶπε· μὴ ἔστω χείρ μου ἐπ᾿ αὐτῷ, καὶ ἔσται ἐπ᾿ αὐτὸν χεὶρ ἀλλοφύλων.

Α Βασ. 18,17             Ο Σαούλ είπε κάποιαν ημέραν προς τον Δαυίδ· “η μεγαλυτέρα μου κόρη είναι η Μερόβ. Αυτήν θα σου δώσω ως σύζυγον υπό τον όρον ότι συ θα αναδειχθής γενναίος πολεμιστής και θα λαμβάνης μέρος στους πολέμους, τους οποίους ορίζει ο Κυριος”. Επρότεινε δε αυτό ο Σαούλ συλλογιζόμενος καθ' εαυτόν και λέγων· “ας μην απλώσω εγώ φονικόν το χέρι μου εναντίον του. Ας αφήσω να φονευθή από τα χέρια των αλλοφύλων”.

Α Βασ. 18,18      καὶ εἶπε Δαυὶδ πρὸς Σαούλ· τίς ἐγώ εἰμι καὶ τίς ἡ ζωὴ τῆς συγγενείας τοῦ πατρός μου ἐν Ἰσραήλ, ὅτι ἔσομαι γαμβρὸς τοῦ βασιλέως;

Α Βασ. 18,18             Ο Δαυίδ όμως είπε προς τον Σαούλ· “ποιός είμαι εγώ και ποιά είναι η ζωή και η αξία της συγγενείας του πατρός μου μεταξύ των Ισραηλιτών, ώστε εγώ να γίνω γαμβρός του βασιλέως; Είναι δι' εμέ αυτό πάρα πολύ”.

Α Βασ. 18,19      καὶ ἐγενήθη ἐν τῷ καιρῷ τοῦ δοθῆναι τὴν Μερὸβ θυγατέρα Σαοὺλ τῷ Δαυίδ, καὶ αὕτη ἐδόθη τῷ Ἰσραὴλ τῷ Μοθυλαθείτῃ εἰς γυναῖκα. ἐν σοὶ ὁ βασιλεύς, καὶ πάντες οἱ παῖδες αὐτοῦ ἀγαπῶσί σε, καὶ σὺ ἐπιγάμβρευσον τῷ βασιλεῖ.]

Α Βασ. 18,19             Οταν όμως ήλθεν ο καιρός να δοθή η κόρη του Σαούλ η Μερόβ ως σύζυγος εις τον Δαυίδ εδόθη αυτή εις ένα Ισραηλίτην Μοθυλαθείτην.

Α Βασ. 18,20      Καὶ ἠγάπησε Μελχὸλ ἡ θυγάτηρ Σαοὺλ τὸν Δαυίδ, καὶ ἀπηγγέλη τῷ Σαούλ, καὶ ηὐθύνθη ἐν τοῖς ὀφθαλμοῖς αὐτοῦ.

Α Βασ. 18,20            Η Μελχόλ όμως, η άλλη κόρη του Σαούλ, ηγάπησε τον Δαυίδ και έγινεν αυτό γνωστόν στον Σαούλ, πράγμα το οποίον ιδιαιτέρως τον ηυχαρίστησε.

Α Βασ. 18,21      καὶ εἶπε Σαούλ· δώσω αὐτὴν αὐτῷ, καὶ ἔσται αὐτῷ εἰς σκάνδαλον. καὶ ἦν ἐπὶ Σαοὺλ χεὶρ ἀλλοφύλων.

Α Βασ. 18,21             Ο Σαούλ είπεν από μέσα του· “θα δώσω την Μελχόλ ως σύζυγον στον Δαυίδ και αυτή θα γίνη δι' αυτόν πρόσκομμα και πειρασμός”. Κατά την εποχήν εκείνην οι Φιλισταίοι επίεζαν πάλιν τους Ισραηλίτας.

Α Βασ. 18,22      καὶ ἐνετείλατο Σαοὺλ τοῖς παισὶν αὐτοῦ λέγων· λαλήσετε ὑμεῖς λάθρᾳ τῷ Δαυὶδ λέγοντες· ἰδοὺ θέλει ἐν σοὶ ὁ βασιλεύς, καὶ πάντες οἱ παῖδες αὐτοῦ ἀγαπῶσί σε, καὶ σὺ ἐπιγάμβρευσον τῷ βασιλεῖ.

Α Βασ. 18,22            Ο Σαούλ διέταξε τους δούλους του και είπε προς αυτούς· “είπατε εις τον Δαυίδ εμπιστευτικώς ότι να, ο βασιλεύς θέλει να σου δώση την κόρην του ως σύζυγον. Ολοι δε οι αυλικοί σε αγαπούν. Γινε λοιπόν γαμβρός του βασιλέως”.

Α Βασ. 18,23      καὶ ἐλάλησαν οἱ παῖδες Σαοὺλ εἰς τὰ ὦτα Δαυὶδ τὰ ῥήματα ταῦτα, καὶ εἶπε Δαυίδ· εἰ κοῦφον ἐν ὀφθαλμοῖς ὑμῶν ἐπιγαμβρεῦσαι βασιλεῖ; κἀγὼ ἀνὴρ ταπεινὸς καὶ οὐχὶ ἔνδοξος.

Α Βασ. 18,23            Οι αυλικοί του Σαούλ είπαν αυτά εμπιστευτικώς στον Δαυίδ. Ο Δαυίδ απήντησε· “και εις σας τους ιδίους δεν φαίνεται ανόητον να θελήσω εγώ να γίνω γαμβρός του βασιλέως; Εγώ είμαι άσημος και πτωχός άνθρωπος. Επομένως δεν έχω να προσφέρω στον βασιλέα ως δώρον κάτι, που να αξίζη”.

Α Βασ. 18,24      καὶ ἀπήγγειλαν οἱ παῖδες Σαοὺλ αὐτῷ κατὰ τὰ ῥήματα ταῦτα, ἃ ἐλάλησε Δαυίδ.

Α Βασ. 18,24            Οι δούλοι του Σαούλ ανήγγειλαν εις αυτόν την απάντησιν, την οποίαν τους είχε δώσει ο Δαυίδ.

Α Βασ. 18,25      καὶ εἶπε Σαούλ· τάδε ἐρεῖτε τῷ Δαυίδ· οὐ βούλεται ὁ βασιλεὺς ἐν δόματι, ἀλλ᾿ ἢ ἐν ἑκατὸν ἀκροβυστίαις ἀλλοφύλων ἐκδικῆσαι ἐχθροὺς τοῦ βασιλέως· καὶ Σαοὺλ ἐλογίσατο ἐμβαλεῖν αὐτὸν εἰς χεῖρας τῶν ἀλλοφύλων.

Α Βασ. 18,25            Ο Σαούλ είπε τότε· “αυτά θα πήτε στον Δαυίδ· Ο βασιλεύς δεν θέλει κανένα γαμήλιον δώρον. Ενα μόνον θέλει. Εκατόν ακροβυστίας αλλοφύλων, δια να εκδικηθής έτσι τους εχθρούς του βασιλέως”. Ο Σαούλ είπεν αυτά σκεπτόμενος να ρίψη τον Δαυίδ εις τα χέρια των Φιλισταίων.

Α Βασ. 18 ,26     καὶ ἀπαγγέλλουσιν οἱ παῖδες Σαοὺλ τῷ Δαυὶδ τὰ ῥήματα ταῦτα, καὶ ηὐθύνθη ὁ λόγος ἐν ὀφθαλμοῖς Δαυὶδ ἐπιγαμβρεῦσαι τῷ βασιλεῖ.

Α Βασ. 18,26            Οι δούλοι του Σαούλ εγνωστοποίησαν στον Δαυίδ αυτά τα λόγια του βασιλέως και ήρεσεν στον Δαυίδ να γίνη κατ' αυτόν τον τρόπον γαμβρός του βασιλέως.

Α Βασ. 18,27      καὶ ἀνέστη Δαυὶδ καὶ ἐπορεύθη αὐτὸς καὶ οἱ ἄνδρες αὐτοῦ καὶ ἐπάταξεν ἐν τοῖς ἀλλοφύλοις ἑκατὸν ἄνδρας καὶ ἀνήνεγκε τὰς ἀκροβυστίας αὐτῶν. καὶ ἐπιγαμβρεύεται τῷ βασιλεῖ καὶ δίδωσιν αὐτῷ τὴν Μελχὸλ θυγατέρα αὐτοῦ αὐτῷ εἰς γυναῖκα.

Α Βασ. 18,27            Ο Δαυίδ ητοιμάσθη, μετέβη αυτός και οι άνδρες του εναντίον των Φιλισταίων. Εφόνευσαν πράγματι εκατόν Φιλισταίους και έφερε τας ακροβιστίας των στον Σαούλ. Εγινε τότε γαμβρός του βασιλέως, διότι ο βασιλεύς του έδωσε την θυγατέρα του Μελχόλ ως σύζυγον.

Α Βασ. 18,28      καὶ εἶδε Σαοὺλ ὅτι Κύριος μετὰ Δαυὶδ καὶ πᾶς Ἰσραήλ ἠγάπα αὐτόν,

Α Βασ. 18,28            Ο Σαούλ είδεν ότι ο Κυριος ήτο μαζή με τον Δαυίδ και ότι όλος ο Ισραηλιτικός λαός τον αγαπούσε.

Α Βασ. 18,29      καὶ προσέθετο εὐλαβεῖσθαι ἀπὸ Δαυὶδ ἔτι.

Α Βασ. 18,29            Αυτό δε το γεγονός του ενέβαλε ακόμη μεγαλύτερον δέος απέναντι του Δαυίδ.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 19- Η ΕΧΘΡΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΣΑΟΥΛ ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΔΑΒΙΔ

                                    Ο Ιωνάθαν μεσιτεύει υπέρ του Δαβίδ

Α Βασ. 19,1        Καὶ ἐλάλησε Σαοὺλ πρὸς Ἰωνάθαν τὸν υἱὸν αὐτοῦ καὶ πρὸς πάντας τοὺς παῖδας αὐτοῦ θανατῶσαι τὸν Δαυίδ.

Α Βασ. 19,1               Ο Σαούλ, εις στιγμήν παροξυσμού του φθονού του, ωμίλησε προς τον Ιωνάθαν, τον υιόν του, και προς όλους τους δούλους του και συνέστησεν εις αυτούς να θανατώσουν τον Δαυίδ.

Α Βασ. 19,2        καὶ Ἰωνάθαν ὁ υἱὸς Σαοὺλ ᾑρεῖτο τὸν Δαυὶδ σφόδρα, καὶ ἀπήγγειλεν Ἰωνάθαν τῷ Δαυὶδ λέγων· Σαοὺλ ζητεῖ θανατῶσαί σε· φύλαξαι οὖν αὔριον πρωΐ καὶ κρύβηθι καὶ κάθισον κρυφῇ,

Α Βασ. 19,2               Ο Ιωνάθαν όμως, ο υιός του Σαούλ, είχε πολύ μεγάλην φιλίαν προς τον Δαυίδ. Δια τούτο και επληροφόρησεν αυτόν λέγων “ο Σαούλ ζητεί να σε φονεύση. Φυλάξου αύριον το πρωϊ. Κρύψου, μείνε εις άγνωστον μέρος, εις κάποιαν κρύπτην.

Α Βασ. 19,3        καὶ ἐγὼ ἐξελεύσομαι καὶ στήσομαι ἐχόμενος τοῦ πατρός μου ἐν ἀγρῷ, οὗ ἐὰν ᾖς ἐκεῖ, καὶ ἐγὼ λαλήσω περὶ σοῦ πρὸς τὸν πατέρα μου καὶ ὄψομαι ὅ,τι ἐὰν ᾖ, καὶ ἀπαγγελῶ σοι.

Α Βασ. 19,3               Εγώ δε θα εξέλθω στον αγρόν, όπου θα έχης κρυβή, θα σταθώ όρθιος πλησίον του πατρός μου. Εκεί θα του ομιλήσω δια σε και θα ίδω, τι θα μου είπη. Αυτό δε θα σου το καταστήσω γνωστόν”.

Α Βασ. 19,4        καὶ ἐλάλησεν Ἰωνάθαν περὶ Δαυὶδ ἀγαθὰ πρὸς Σαοὺλ τὸν πατέρα αὐτοῦ καὶ εἶπε πρὸς αὐτόν· μὴ ἁμαρτησάτω ὁ βασιλεὺς εἰς τὸν δοῦλόν σου Δαυίδ, ὅτι οὐχ ἡμάρτηκεν εἰς σέ, καὶ τὰ ποιήματα αὐτοῦ ἀγαθὰ σφόδρα,

Α Βασ. 19,4               Πράγματι ο Ιωνάθαν, στον τόπον εκείνον, ωμίλησεν ευνοϊκά υπέρ του Δαυίδ προς τον πατέρα του τον Σαούλ και είπε μεταξύ των άλλων εις αυτόν· “ο βασιλεύς ας μη αμαρτήση φονεύων τον δούλον του Δαυίδ, διότι ποτέ αυτός δεν έπταισεν απέναντι του βασιλέως, άλλα και τα κατορθώματά του είναι πάρα πολύ ωφέλιμα.

Α Βασ. 19,5        καὶ ἔθετο τὴν ψυχὴν αὐτοῦ ἐν τῇ χειρὶ αὐτοῦ καὶ ἐπάταξε τὸν ἀλλόφυλον, καὶ ἐποίησε Κύριος σωτηρίαν μεγάλην, καὶ πᾶς Ἰσραὴλ εἶδον καὶ ἐχάρησαν· καὶ ἱνατί ἁμαρτάνεις εἰς αἷμα ἀθῷον θανατῶσαι τὸν Δαυὶδ δωρεάν;

Α Βασ. 19,5               Ο Δαυίδ αυτός εξέθεσε την ζωήν του εις κίνδυνον και εφόνευσε τον αλλόφυλον Γολιάθ. Ετσι δε ο Κυριος δια του Δαυίδ έσωσε τον ισραηλιτικόν λαόν από μεγάλον όλεθρον. Ολοι δε οι Ισραηλίται είδον την νίκην αυτήν και εχάρησαν. Διατί λοιπόν αμαρτάνεις ενώπιον του Θεού και επιθυμείς να χύσης αίμα αθώον χωρίς λόγον;”

Α Βασ. 19,6        καὶ ἤκουσε Σαοὺλ τῆς φωνῆς Ἰωνάθαν, καὶ ὤμοσε Σαοὺλ λέγων· ζῇ Κύριος, εἰ ἀποθανεῖται.

Α Βασ. 19,6               Ο Σαούλ ήκουσε και παρεδέχθη τα ορθά λόγια του Ιωνάθαν και ωρκίσθη λέγων· “ορκίζομαι ενώπιον του ζώντος Κυρίου ότι ο Δαυίδ δεν θα φονευθή”.

Α Βασ. 19,7        καὶ ἐκάλεσεν Ἰωνάθαν τὸν Δαυίδ, καὶ ἀπήγγειλεν αὐτῷ πάντα τὰ ῥήματα ταῦτα, καὶ εἰσήγαγεν Ἰωνάθαν τὸν Δαυὶδ πρὸς Σαούλ, καὶ ἦν ἐνώπιον αὐτοῦ ὡς ἐχθὲς καὶ τρίτην ἡμέραν.

Α Βασ. 19,7               Ο Ιωνάθαν εκάλεσε τότε τον Δαυίδ, κατέστησεν εις αυτόν γνωστά τα λόγια, τα οποία αντήλλαξε και τον παρουσίασεν στον Σαούλ. Ο δε Δαυίδ υπηρετούσε πιστώς τον Σαούλ όπως και κατά το παρελθόν.

 

                                    Οι φονικές απόπειρες του Σαούλ κατά του Δαβίδ

Α Βασ. 19,8        καὶ προσέθετο ὁ πόλεμος γενέσθαι πρὸς Σαούλ, καὶ κατίσχυσε Δαυὶδ καὶ ἐπολέμησε τοὺς ἀλλοφύλους καὶ ἐπάταξεν ἐν αὐτοῖς πληγὴν μεγάλην σφόδρα, καὶ ἔφυγον ἐκ προσώπου αὐτοῦ.

Α Βασ. 19,8               Νέος πόλεμος έγινε τότε εκ μέρους των Φιλισταίων κατά του Σαούλ. Ο Δαυίδ και πάλιν κατά τας μάχας αυτάς ανεδείχθη νικητής. Επολέμησε και επέφερε πολύ μεγάλην καταστροφήν στους Φιλισταίους. Οι δε Φιλισταίοι πανικόβλητοι ετράπησαν εις φυγήν έμπροσθέν του

Α Βασ. 19,9        Καὶ ἐγένετο πνεῦμα Θεοῦ πονηρὸν ἐπὶ Σαούλ, καὶ αὐτὸς ἐν οἴκῳ καθεύδων, καὶ δόρυ ἐν τῇ χειρὶ αὐτοῦ, καὶ Δαυὶδ ἔψαλλε ταῖς χερσὶν αὐτοῦ·

Α Βασ. 19,9               Αλλα ένα πνεύμα πονηρόν, κατά παραχώρησιν Θεού, κατέλαβε πάλιν τον Σαούλ. Και όταν αυτός έπεφτε να κοιμηθή το δόρυ του ευρίσκετο πάντοτε στο χέρι του. Τοτε ο Δαυίδ έπαιζε την κιθάραν με τα δάκτυλά του, δια να κατευνάζη την μελαγχολίαν του Σαούλ.

Α Βασ. 19,10      καὶ ἐζήτει Σαοὺλ πατάξαι τὸ δόρυ εἰς Δαυίδ, καὶ ἀπέστη Δαυὶδ ἐκ προσώπου Σαοὺλ καὶ ἐπάταξε τὸ δόρυ εἰς τόν τοῖχον, καὶ Δαυὶδ ἀνεχώρησε καὶ διεσώθη.

Α Βασ. 19,10             Εν τούτοις ο Σαούλ επεζήτησε να φονεύση τον Δαυίδ με το δόρυ του. Ο Δαυίδ όμως απεμακρύνθη από τον Σαούλ και έτσι το δόρυ εκτύπησε τον τοίχον. Ο Δαυίδ προ του φανερού πλέον αυτού κινδύνου έφυγε και εσώθη.

Α Βασ. 19,11      καὶ ἐγενήθη ἐν τῇ νυκτὶ ἐκείνῃ καὶ ἀπέστειλε Σαοὺλ ἀγγέλους εἰς οἶκον Δαυὶδ φυλάξαι αὐτὸν τοῦ θανατῶσαι αὐτὸν πρωΐ· καὶ ἀπήγγειλε τῷ Δαυὶδ Μελχὸλ ἡ γυνὴ αὐτοῦ λέγουσα· ἐὰν μὴ σὺ σώσῃς τὴν ψυχὴν σαυτοῦ τὴν νύκτα ταύτην, αὔριον θανατωθήσῃ.

Α Βασ. 19,11              Κατά την ιδίαν εκείνην νύκτα ο Σαούλ έστειλεν ανθρώπους του στον οίκον του Δαυίδ να παραφυλάξουν, δια να φονεύσουν αυτόν την πρωΐαν, όταν θα έβγαινε από τον οίκον του. Η Μελχολ όμως, η σύζυγος του Δαυίδ, κατέστησε εις αυτόν γνωστόν το γεγονός τούτο και του υπέδειξεν ότι, αν δεν διαφύγη εκείνην την νύκτα, το πρωϊ θα φονευθή.

Α Βασ. 19,12      καὶ κατάγει ἡ Μελχὸλ τὸν Δαυὶδ διὰ τῆς θυρίδος, καὶ ἀπῆλθε καὶ ἔφυγε καὶ σώζεται.

Α Βασ. 19,12             Ο Δαυίδ εδέχθη την υπόδειξιν της Μελχόλ. Επειδή όμως αι θύραι εφρουρούντο από τους ανθρώπους του Σαούλ, η Μελχόλ κατεβίβασε τον Δαυίδ από κάποιο παράθυρον της οικίας. Ο Δαυίδ τοιουτοτρόπως έφυγεν από την οικίαν και εσώθη.

Α Βασ. 19,13      καὶ ἔλαβεν ἡ Μελχὸλ τὰ κενοτάφια καὶ ἔθετο ἐπὶ τὴν κλίνην καὶ ἧπαρ τῶν αἰγῶν ἔθετο πρὸς κεφαλῆς αὐτοῦ καὶ ἐκάλυψεν αὐτὰ ἱματίῳ.

Α Βασ. 19,13             Η Μελχόλ επήρε κάτι σαν ομοίωμα ανθρώπου και έθεσεν αυτό εις την κλίνην του. Εις την θέσιν δε της κεφαλής έβαλε ένα συκότι αιγών. Εσκέπασε και τα δύο με το επανωφόρι του Δαυίδ, ώστε να φαίνεται ότι ο Δαυίδ κοιμάται.

Α Βασ. 19,14      καὶ ἀπέστειλε Σαοὺλ ἀγγέλους λαβεῖν τὸν Δαυίδ, καὶ λέγουσιν ἐνοχλεῖσθαι αὐτόν·

Α Βασ. 19,14             Ο Σαούλ είχεν αποστείλει ανθρώπους να συλλάβουν τον Δαυίδ. Ούτοι επανήλθον και είπον στον Σαούλ, ότι ο Δαυίδ είναι αδιάθετος εις την κλίνην.

Α Βασ. 19,15      καὶ ἀποστέλλει ἐπὶ τὸν Δαυὶδ λέγων· ἀγάγετε αὐτὸν ἐπὶ τῆς κλίνης πρός με τοῦ θανατῶσαι αὐτόν.

Α Βασ. 19,15             Ο Σαούλ απέστειλε και πάλιν τους ανθρώπους του και τους είπε· “φέρετε τον Δαυίδ προς εμέ επάνω εις την κλίνην του δια να τον φονεύσω”.

Α Βασ. 19,16      καὶ ἔρχονται οἱ ἄγγελοι, καὶ ἰδοὺ τὰ κενοτάφια ἐπὶ τῆς κλίνης, καὶ ἧπαρ τῶν αἰγῶν πρὸς κεφαλῆς αὐτοῦ.

Α Βασ. 19,16             Οι άνθρωποι αυτοί εισήλθον αιφνιδίως εις την οικίαν και στο δωμάτιον του Δαυίδ και αίφνης βλέπουν επάνω εις την κλίνην σαν ομοίωμα ανθρώπου και συκότι αιγών στο μέρος της κεφαλής.

Α Βασ. 19,17      καὶ εἶπε Σαοὺλ τῇ Μελχόλ· ἱνατί οὕτως παρελογίσω με καὶ ἐξαπέστειλας τὸν ἐχθρόν μου καὶ διεσώθη; καὶ εἶπε Μελχὸλ τῷ Σαούλ· αὐτὸς εἶπεν· ἐξαπόστειλόν με, εἰ δὲ μή, θανατώσω σε.

Α Βασ. 19,17             Ανεκοίνωσαν αυτά στον Σαούλ ο δε Σαουλ είπεν εις την Μελχόλ· “διατί με ενέπαιξες έτσι και έδωσες καιρόν στον εχθρόν μου να φύγη και να σωθή;” Η Μελχόλ απήντησεν· “αυτός μου είπε· Βοήθησέ με να φύγω, ειδ' άλλως θα σε θανατώσω”.

Α Βασ. 19,18      Καὶ Δαυὶδ ἔφυγε καὶ διεσώθη καὶ παραγίνεται πρὸς Σαμουὴλ εἰς Ἀρμαθαὶμ καὶ ἀπαγγέλλει αὐτῷ πάντα, ὅσα ἐποίησεν αὐτῷ Σαούλ, καὶ ἐπορεύθη Σαμουὴλ καὶ Δαυὶδ καὶ ἐκάθισαν ἐν Ναυὰθ ἐν Ῥαμά.

Α Βασ. 19,18             Ο Δαυίδ έφυγε και έτσι διεσώθη. Ηλθε προς τον Σαμουήλ, που ευρίσκετο εις την Αρμαθαίμ, και του ανήγγειλεν όλα όσα έκαμε εναντίον του ο Σαούλ. Ο Σαμουήλ και ο Δαυίδ επορεύθησαν και εκάθισαν εις Ναυάθ Ραμά.

Α Βασ. 19,19      καὶ ἀπηγγέλη τῷ Σαοὺλ λέγοντες· ἰδοὺ Δαυὶδ ἐν Ναυὰθ ἐν Ῥαμά.

Α Βασ. 19,19             Μερικοί όμως καταδόται ανέφεραν στον Σαούλ και είπαν· “ιδού, ο Δαυίδ ευρίσκεται εις Ναυάθ εν Ραμά”.

Α Βασ. 19,20      καὶ ἀπέστειλε Σαοὺλ ἀγγέλους λαβεῖν τὸν Δαυίδ, καὶ εἶδαν τὴν ἐκκλησίαν τῶν προφητῶν, καὶ Σαμουὴλ εἱστήκει καθεστηκὼς ἐπ᾿ αὐτῶν, καὶ ἐγενήθη ἐπὶ τοὺς ἀγγέλους τοῦ Σαοὺλ πνεῦμα Θεοῦ, καὶ προφητεύουσι.

Α Βασ. 19,20            Ο Σαούλ αμέσως απέστειλεν εκεί άνδρας, δια να συλλάβουν τον Δαυίδ. Εκείνοι όταν ήλθαν, είδαν μίαν συγκέντρωσιν προφητών και τον Σαμουήλ να ίσταται εν μέσω αυτών, δια να τους καθοδηγή. Ηλθεν όμως και στους ανθρώπους του Σαούλ πνεύμα Θεού και ήρχισαν να ψάλλουν ιερά άσματα.

Α Βασ. 19,21      καὶ ἀπηγγέλη τῷ Σαούλ, καὶ ἀπέστειλεν ἀγγέλους ἑτέρους, καὶ ἐπροφήτευσαν καὶ αὐτοί. καὶ προσέθετο Σαοὺλ ἀποστεῖλαι ἀγγέλους τρίτους, καί ἐπροφήτευσαν καὶ αὐτοί.

Α Βασ. 19,21             Αυτό έγινε γνωστόν στον Σαούλ, ο οποίος έστειλεν άλλους ανθρώπους, αλλά και εκείνοι δια πνεύματος Θεού ήρχισαν να ψάλλουν ιερά άσματα. Ο Σαούλ απέστειλε και τρίτην ομάδα ανθρώπων, στους οποίους συνέβησαν τα ίδια, διότι και αυτοί ήρχισαν να ψάλλουν ιερά άσματα.

Α Βασ. 19,22      καὶ ἐθυμώθη ὀργῇ Σαοὺλ καὶ ἐπορεύθη καὶ αὐτὸς εἰς Ἀρμαθαὶμ καὶ ἔρχεται ἕως τοῦ φρέατος τοῦ ἅλω τοῦ ἐν τῷ Σεφὶ καὶ ἠρώτησε καὶ εἶπε· ποῦ Σαμουὴλ καὶ Δαυίδ; καὶ εἶπαν· ἰδοὺ ἐν Ναυὰθ ἐν Ῥαμά.

Α Βασ. 19,22            Ο Σαούλ κατελήφθη από μεγάλην οργήν και επορεύθη αυτοπροσώπως εις Αρμαθαίμ. Οταν έφθασε έως το φρέαρ του αλωνίου, που ευρίσκεται εις Σεφί, ηρώτησε και είπε· “που είναι ο Σαμουήλ και ο Δαυίδ;” Εκείνοι δε του είπαν· “ιδού, ευρίσκεται εις Ναυάθ Ραμά”.

Α Βασ. 19,23      καὶ ἐπορεύθη ἐκεῖθεν εἰς Ναυὰθ ἐν Ῥαμά, καὶ ἐγενήθη καὶ ἐπ᾿ αὐτῷ πνεῦμα Θεοῦ, καὶ ἐπορεύετο προφητεύων ἕως τοῦ ἐλθεῖν αὐτὸν εἰς Ναυὰθ ἐν Ῥαμά.

Α Βασ. 19,23            Μετέβη από εκεί εις Ναυάθ Ραμά. Ηλθεν όμως και εις αυτόν καθ' οδόν πνεύμα Θεού και εβάδιζεν απαγγέλλων ιερά άσματα, μέχρις ότου έφθασεν εις Ναυάθ Ραμά.

Α Βασ. 19,24      καὶ ἐξεδύσατο τὰ ἱμάτια αὐτοῦ καὶ ἐπροφήτευσεν ἐνώπιον αὐτῶν καὶ ἔπεσε γυμνὸς ὅλην τὴν ἡμέραν ἐκείνην καὶ ὅλην τὴν νύκτα· διὰ τοῦτο ἔλεγον· εἰ καὶ Σαοὺλ ἐν προφήταις;

Α Βασ. 19,24            Εκεί αφήρεσε τα ενδύματά του και απήγγειλεν ιερά άσματα ενώπιον του Σαμουήλ και του Δαυίδ. Επεσε γυμνός όλην εκείνην την ημέραν και όλην την νύκτα. Οι άνθρωποι έκπληκτοι δι'αυτό, έλεγαν· “αλήθεια ο Σαούλ είναι μεταξύ των προφητών;”

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 20- Η ΦΟΝΙΚΗ ΜΑΝΙΑ ΤΟΥ ΣΑΟΥΛ ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΔΑΒΙΔ

                                    Ο Ιωνάθαν βοηθάει πάλι το Δαβίδ

Α Βασ. 20,1        Καὶ ἀπέδρα Δαυὶδ ἐκ Ναυὰθ ἐν Ῥαμὰ καὶ ἔρχεται ἐνώπιον Ἰωνάθαν καὶ εἶπε· τί πεποίηκα καὶ τί τὸ ἀδίκημά μου καὶ τί ἡμάρτηκα ἐνώπιον τοῦ πατρός σου, ὅτι ἐπιζητεῖ τὴν ψυχήν μου;

Α Βασ. 20,1               Ο Δαυίδ έφυγεν από την Ραμά Ναυάθ, ήλθε και συνήντησε τον Ιωνάθαν, στον οποίον και είπε· “τι κακόν έχω πράξει; Ποίον είναι το αδίκημά μου; Εις τι εγώ έχω πταίσει απέναντι του πατρός σου, ο οποίος ζητεί να με θανατώση;”

Α Βασ. 20,2        καὶ εἶπεν αὐτῷ Ἰωνάθαν· μηδαμῶς σοι, οὐ μὴ ἀποθάνῃς· ἰδοὺ οὐ μὴ ποιήσει ὁ πατήρ μου ῥῆμα μέγα ἢ μικρὸν καὶ οὐκ ἀποκαλύψει τὸ ὠτίον μου· καὶ τί ὅτι κρύψει ὁ πατήρ μου ἀπ᾿ ἐμοῦ τὸ ῥῆμα τοῦτο; οὐκ ἔστι τοῦτο.

Α Βασ. 20,2              Ο Ιωνάθαν είπεν στον Δαυίδ· “καθόλου· δεν πρόκειται, να φονευθής. Οχι. Ιδού, ο πατήρ μου δεν κάμνει καμμίαν μεγάλην η μικράν πράξιν, αν προηγουμένως δεν μου την εκμυστηρευθή. Πως λοιπόν θα κρύψη ο πατέρας μου ένα τέτοιο πράγμα από εμέ; Αυτό δεν πρόκειται να γίνη”.

Α Βασ. 20,3        καὶ ἀπεκρίθη Δαυὶδ τῷ Ἰωνάθαν καὶ εἶπε· γινώσκων οἶδεν ὁ πατήρ σου ὅτι εὕρηκα χάριν ἐν ὀφθαλμοῖς σου, καὶ εἶπε· μὴ γνώτω τοῦτο Ἰωνάθαν, μὴ οὐ βούληται· ἀλλὰ ζῇ Κύριος καὶ ζῇ ἡ ψυχή σου, ὅτι, καθὼς εἶπον, ἐμπέπλησται ἀνὰ μέσον ἐμοῦ καὶ τοῦ θανάτου.

Α Βασ. 20,3              Ο Δαυίδ απήντησεν στον Ιωνάθαν και είπε· “γνωρίζει πολύ καλά ο πατήρ σου ότι έχω την συμπάθειάν σου. Δεν αποκλείεται να πη· Ας μη μάθη αυτό ο Ιωνάθαν, διότι δεν θα εγκρίνή την πράξιν μου. Σου ορκίζομαι λοιπόν στον Κυριον και εις την ζωήν σου, ότι όπως σου είπα πιστεύω ότι έφθασε πλέον ο καιρός του θανάτου μου”.

Α Βασ. 20,4        καὶ εἶπεν Ἰωνάθαν πρὸς Δαυίδ· τὶ ἐπιθυμεῖ ἡ ψυχή σου καὶ τί ποιήσω σοι;

Α Βασ. 20,4              Ο Ιωνάθαν ηρώτησε τον Δαυίδ· “τι λοιπόν επιθυμεί η ψυχή σου; Τι θέλεις να κάμω εγώ δια σέ;”

Α Βασ. 20,5        καὶ εἶπε Δαυὶδ πρὸς Ἰωνάθαν· ἰδοὺ δὴ νεομηνία αὔριον, καὶ ἐγὼ καθίσας οὐ καθήσομαι φαγεῖν, καὶ ἐξαποστελεῖς με, καὶ κρυβήσομαι ἐν τῷ πεδίῳ ἕως δείλης.

Α Βασ. 20,5              Ο Δαυίδ απήντησε προς τον Ιωνάθαν· “ιδού, αύριον είναι η εορτή της πρώτης του νέου μηνός. Εγώ δεν πρόκειται να παρακαθήσω όπως συνήθως εις την τράπεζαν και να συμφάγω με τον πατέρα σου. Αφησέ με να φύγω και να κρυφθώ εις την πεδιάδα έως το απόγευμα.

Α Βασ. 20,6        καὶ ἐὰν ἐπισκεπτόμενος ἐπισκέψηταί με ὁ πατὴρ σου, καὶ ἐρεῖς· παραιτούμενος παρῃτήσατο ἀπ᾿ ἐμοῦ Δαυὶδ δραμεῖν ἕως εἰς Βηθλεὲμ τὴν πόλιν αὐτοῦ, ὅτι θυσία τῶν ἡμερῶν ἐκεῖ ὅλῃ τῇ φυλῇ.

Α Βασ. 20,6              Εάν δε ο πατήρ σου παρατηρήση την απουσίαν μου και σε ερωτήση δι' εμέ, να του απαντήσης· Ο Δαυίδ μου εζήτησεν άδειαν να μεταβή έως την πατρίδα του την Βηθλεέμ, διότι εκεί πρόκειται να ποοσφερθή η ετησία θυσία δι' όλην την οικογενειάν του.

Α Βασ. 20,7        ἐὰν τάδε εἴπῃ· ἀγαθῶς, εἰρήνη τῷ δούλῳ σου· καὶ ἐὰν σκληρῶς ἀποκριθῇ σοι, γνῶθι ὅτι συντετέλεσται ἡ κακία παρ᾿ αὐτοῦ.

Α Βασ. 20,7              Εάν σου απαντήση· Πολύ καλά η ειρήνη ας είναι με τον δούλον σου, τότε καλά θα είναι δι' εμέ τα πράγματα. Εάν όμως σου απαντήση με θυμόν και σκληρότητα, γνώριζε ότι η κακία του έχει φθάσει πλέον στο αποκορύφωμά της.

Α Βασ. 20,8        καὶ ποιήσεις ἔλεος μετὰ τοῦ δούλου σου, ὅτι εἰσήγαγες εἰς διαθήκην Κυρίου τὸν δοῦλόν σου μετὰ σεαυτοῦ· καὶ εἰ ἔστιν ἀδικία ἐν τῷ δούλῳ σου, θανάτωσόν με σύ, καὶ ἕως τοῦ πατρός σου ἱνατί οὕτως εἰσάγεις με;

Α Βασ. 20,8              Δείξε τότε συ καλωσύνην προς εμέ, τον δούλον σου. Αλλωστε συ είχες την πρωτοβουλίαν να συνάψης ένορκον δεσμόν φιλίας με εμέ ενώπιον του Θεού. Εάν βλέπης ότι εγώ ο δούλος σου διέπραξα μίαν αδικίαν, θανάτωσέ με συ. Διατί να με οδηγήσης προς τον πατέρα σου, ώστε να με φονεύση εκείνος;”

Α Βασ. 20,9        καὶ εἶπεν Ἰωνάθαν· μηδαμῶς σοι, ὅτι ἐὰν γινώσκων γνῶ ὅτι συντετέλεσται ἡ κακία παρὰ τοῦ πατρός μου τοῦ ἐλθεῖν ἐπὶ σέ, καὶ ἐὰν μὴ ᾖ εἰς τὰς πόλεις σου, ἐγὼ ἀπαγγελῶ σοι.

Α Βασ. 20,9              Ο Ιωνάθαν είπε· “κατ' ουδένα λόγον και τρόπον δεν θα γίνη αυτό. Διότι εγώ εάν αντιληφθώ, ότι η κακία του πατρός μου έχει φθάσει στο απροχώρητον εναντίον σου και έχει την απόφασιν να σε φονεύση, και αν ακόμη δεν έχη φθάσει η πληροφορία αυτή εις οιανδήποτε πόλιν, εις την οποίαν συ θα είσαι, εγώ ο ίδιος θα σου αναγγείλω αυτό”.

Α Βασ. 20,10      καὶ εἶπε Δαυὶδ πρὸς Ἰωνάθαν· τίς ἀπαγγείλῃ μοι, ἐὰν ἀποκριθῇ ὁ πατήρ σου σκληρῶς;

Α Βασ. 20,10            Ο Δαυίδ ηρώτησε τότε τον Ιωνάθαν· “ποιός θα με ειδοποιήση, εάν ο πατέρας σου αποκριθή κατά ένα σκληρόν τροπον προς σέ;”

Α Βασ. 20,11      καὶ εἶπεν Ἰωνάθαν πρὸς Δαυίδ· πορεύου καὶ μένε εἰς ἀγρόν. καὶ ἐκπορεύονται ἀμφότεροι εἰς ἀγρόν.

Α Βασ. 20,11             Ο Ιωνάθαν είπεν στον Δαυίδ· “πήγαινε και μείνε στον αγρόν”. Ανεχώρησαν δε και οι δύο δια τον αγρόν εκείνον.

Α Βασ. 20,12      καὶ εἶπεν Ἰωνάθαν πρὸς Δαυίδ· Κύριος ὁ Θεὸς Ἰσραὴλ εἶδεν, ὅτι ἀνακρινῶ τὸν πατέρα μου ὡς ἂν ὁ καιρὸς τρισσῶς, καὶ ἰδοὺ ἀγαθὸν ᾖ περὶ Δαυίδ, καὶ οὐ μὴ ἀποστείλω πρός σε εἰς ἀγρόν·

Α Βασ. 20,12            Είπε δε ο Ιωνάθαν στον Δαυίδ· “Κυριος ο Θεός του Ισραήλ γνωρίζει, ότι εγώ θα ξεψαχνίσω τον πατέρα μου στον κατάλληλον καιρόν μεθαύριον. Εάν έχη αγαθάς διαθέσεις δια σε τον Δαυίδ, δεν θα αποστείλω άνθρωπον προς σε να σε ειδοποιήση στον αγρόν.

Α Βασ. 20,13      τάδε ποιήσαι ὁ Θεὸς τῷ Ἰωνάθαν καὶ τάδε προσθείη, ὅτι ἀνοίσω τὰ κακὰ ἐπὶ σὲ καὶ ἀποκαλύψω τὸ ὠτίον σου καὶ ἐξαποστελῶ σε καὶ ἀπελεύσῃ εἰς εἰρήνην· καὶ ἔσται Κύριος μετὰ σοῦ, καθὼς ἦν μετὰ τοῦ πατρός μου.

Α Βασ. 20,13            Αλλως, εγώ θα σου αποκαλύψω όσα κακά απειλεί εναντίον σου ο πατήρ μου, και θα προσπαθήσω να σε φυγαδεύσω, και συ θα απέλθης εν ειρήνη. Ο Θεός να με τιμωρήση με κάθε τιμωρίαν, αν δεν ενεργήσω έτσι. Ο Κυριος θα είναι μαζή σου, όπως ήτο και με τον πατέρα μου προηγουμένως.

Α Βασ. 20,14      καὶ ἐὰν μὲν ἔτι μου ζῶντος καὶ ποιήσεις ἔλεος μετ᾿ ἐμοῦ, καὶ ἐὰν θανάτῳ ἀποθάνω,

Α Βασ. 20,14            Οταν όμως συ γίνης βασιλεύς και ζω ακόμη εγώ, θα δείξης καλωσύνην προς εμέ. Εάν όμως έχω αποθάνει,

Α Βασ. 20,15      οὐκ ἐξαρεῖς ἔλεός σου ἀπὸ τοῦ οἴκου μου ἕως τοῦ αἰῶνος· καὶ εἰ μή, ἐν τῷ ἐξαίρειν Κύριον τοὺς ἐχθροὺς Δαυὶδ ἕκαστον ἀπὸ τοῦ προσώπου τῆς γῆς εὑρεθῆναι τὸ ὄνομα τοῦ Ἰωνάθαν ἀπὸ τοῦ οἴκου Δαυίδ, καὶ ἐκζητῆσαι Κύριος ἐχθροὺς τοῦ Δαυίδ.

Α Βασ. 20,15            σου ζητώ να μη στερήσης ποτέ τους απογόνους μου από την καλωσύνην σου, ακόμη και όταν ο Κυριος απομακρύνη τον ένα κατόπιν του άλλου όλους τους εχθρούς από σένα τον Δαυίδ και τους εξαλείψη από το πρόσωπον της γης. Το όνομα του Ιωνάθαν πρέπει δια των απογόνων του να επιζήση χάρις εις την προστασίαν του οίκου Δαυίδ. Είθε ο Κυριος να αναζητήση και να τιμωρήση τους εχθρούς του Δαυίδ”.

Α Βασ. 20,17      καὶ προσέθετο ἔτι Ἰωνάθαν ὀμόσαι τῷ Δαυίδ, ὅτι ἠγάπησε ψυχὴν ἀγαπῶντος αὐτόν.

Α Βασ. 20,17            Ο Ιωνάθαν ωρκίσθη προς τον Δαυίδ και πάλιν ότι τον αγαπά, όπως αγαπά τον εαυτόν του.

Α Βασ. 20,18      καὶ εἶπεν Ἰωνάθαν· αὔριον νεομηνία, καὶ ἐπισκεπήσῃ, ὅτι ἐπισκεπήσεται καθέδρα σου.

Α Βασ. 20,18            Προσέθεσε δε ακόμη ο Ιωνάθαν· “αύριον είναι εορτή επί τη πρώτη του νέου μηνός. Ο πατήρ μου θα προσέξη την κενήν ιδικήν σου θέσιν.

Α Βασ. 20,19      καὶ τρισσεύσεις καὶ ἐπισκέψῃ καὶ ἥξεις εἰς τὸν τόπον σου, οὗ κρυβῇς ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῇ ἐργασίμῃ, καὶ καθήσῃ παρὰ τὸ ἐργὰβ ἐκεῖνο.

Α Βασ. 20,19            Συ επί τρεις ημέρας θα απουσιάσης. Θα επανέλθης στον τόπον σου, όπου θα κρυφθής κατά την ημέραν την εργάσιμον. Θα καθίσης πλησίον στο γνωστόν μας εκείνο κοίλωμα.

Α Βασ. 20,20      καὶ ἐγὼ τρισσεύσω ταῖς σχίζαις ἀκοντίζων, ἐκπέμπων εἰς τὴν ἀματταρί.

Α Βασ. 20,20           Εγώ δε την τρίτην ημέραν θα κάμω σκοποβολήν και θα ρίψω βέλη εις ένα στόχον.

Α Βασ. 20,21      καὶ ἰδοὺ ἀποστέλλω τὸ παιδάριον λέγων· δεῦρο εὑρέ μοι τὴν σχίζαν·

Α Βασ. 20,21            Κατόπιν θα στείλω τον νεαρόν δούλον μου λέγων προς αυτόν· Ελα, πήγαινε να βρης το βέλος μου.

Α Βασ. 20,22      ἐὰν εἴπω λέγων τῷ παιδαρίῳ· ὧδε ἡ σχίζα ἀπὸ σοῦ καὶ ὧδε, λάβε αὐτήν, παραγίνου, ὅτι εἰρήνη σοι, καὶ οὐκ ἔστι λόγος, ζῇ Κύριος· ἐὰν τάδε εἴπω τῷ νεανίσκῳ· ὧδε ἡ σχίζα ἀπὸ σοῦ καὶ ἐπέκεινα, πορεύου ὅτι ἐξαπέσταλκέ σε Κύριος.

Α Βασ. 20,22           Εάν είπω στον νεαρόν δούλον, το βέλος είναι εδώ, δηλαδή ανάμεσα από εμέ και από σέ, πάρε συ ο ίδιος το βέλος και έλα, διότι τα πράγματα είναι ειρηνικά, και δεν υπάρχει κανένας κίνδυνος δια σέ. Ορκίζομαι ότι έτσι θα ενεργήσω. Εάν όμως είπω στον νεαρόν δούλον μου· Το βέλος είναι εκεί, πέραν από την θέσιν, που συ ευρίσκεσαι, φύγε διότι ο Θεός σε διατάσσει να αναχωρήσης.

Α Βασ. 20,23      καὶ τὸ ῥῆμα ὃ ἐλαλήσαμεν ἐγὼ καὶ σύ, ἰδοὺ Κύριος μάρτυς ἀνὰ μέσον ἐμοῦ καὶ σοῦ ἕως αἰῶνος.

Α Βασ. 20,23            Δια τα λόγια αυτά, τα οποία αντηλλάξαμεν συ και εγώ, ιδού, θα είναι μάρτυς παντοτεινός μεταξύ μας ο Κυριος και Θεός μας”.

 

                                    Η φονική μανία του Σαούλ κατά του Δαβίδ

Α Βασ. 20,24      Καὶ κρύπτεται Δαυὶδ ἐν ἀγρῷ, καὶ παραγίνεται ὁ μήν, καὶ ἔρχεται ὁ βασιλεὺς ἐπὶ τὴν τράπεζαν τοῦ φαγεῖν.

Α Βασ. 20,24           Ο Δαυίδ εκρύφθη πράγματι στον αγρόν. Εφθασεν η πρώτη του μηνός. Ο βασιλεύς Σαούλ ήλθεν εις την τράπεζαν, δια να φάγη.

Α Βασ. 20,25      καὶ ἐκάθισεν ἐπὶ τὴν καθέδραν αὐτοῦ ὡς ἅπαξ καὶ ἅπαξ, ἐπὶ τῆς καθέδρας παρὰ τοῖχον, καὶ προέφθασε τὸν Ἰωνάθαν, καὶ ἐκάθισεν Ἀβεννὴρ ἐκ πλαγίων Σαούλ, καὶ ἐπεσκέπη ὁ τόπος Δαυίδ.

Α Βασ. 20,25            Εκάθισεν εις την ωρισμένην καθέδραν του, όπως και προηγουμένως, εις την καθέδραν πλησίον του τοίχου. Ο Ιωνάθαν εκάθισεν απέναντί του. Παραπλεύρως και εκ πλαγίων του Σαούλ εκάθισεν ο Αβεννήρ, ο στρατηγός. Εγινε δε αισθητόν το γεγονός ότι ήτο κενή η θέσις του Δαυίδ.

Α Βασ. 20,26      καὶ οὐκ ἐλάλησε Σαοὺλ ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ, ὅτι εἴρηκε· σύμπτωμα φαίνεται μὴ καθαρὸς εἶναι, ὅτι οὐ κεκαθάρισται.

Α Βασ. 20,26           Ο Σαούλ δεν είπε τίποτε κατά την ημέραν εκείνην, διότι εσκέφθη καθ' εαυτόν, ότι ίσως ο Δαυίδ να μη ήτό νομικώς καθαρός και δεν του είχε δοθή η ευκαιρία να κάμη τον νομικόν καθαρισμόν.

Α Βασ. 20,27      καὶ ἐγενήθη τῇ ἐπαύριον τοῦ μηνὸς τῇ ἡμέρᾳ τῇ δευτέρᾳ καὶ ἐπεσκέπη ὁ τόπος τοῦ Δαυίδ, καὶ εἶπε Σαοὺλ πρὸς Ἰωνάθαν τὸν υἱὸν αὐτοῦ· τί ὅτι οὐ παραγέγονεν ὁ υἱὸς Ἰεσσαὶ καὶ ἐχθὲς καὶ σήμερον ἐπὶ τὴν τράπεζαν;

Α Βασ. 20,27            Την επομένην ημέραν, δευτέραν του μηνός, έκαμεν εντύπωσιν πάλιν ότι η θέσις του Δαυίδ ήτο κενή. Ο Σαουλ ηρώτησε τον Ιωνάθαν, τον υιόν του· “διατί το παιδί του Ιεσσαί δεν ήλθε χθες και σήμερον εις την τράπεζάν μας;”

Α Βασ. 20,28      καὶ ἀπεκρίθη Ἰωνάθαν τῷ Σαοὺλ καὶ εἶπεν αὐτῷ· παρῄτηται παρ᾿ ἐμοῦ Δαυὶδ ἕως εἰς Βηθλεὲμ τὴν πόλιν αὐτοῦ πορευθῆναι.

Α Βασ. 20,28           Ο Ιωνάθαν απεκρίθη και είπεν στον Σαούλ· “ο Δαυίδ εζήτησεν από εμέ άδειαν να μεταβή έως εις την Βηθλεέμ, την πατρίδα του.

Α Βασ. 20,29      καὶ εἶπεν· ἐξαπόστειλον δή με, ὅτι θυσία τῆς φυλῆς ἡμῖν ἐν τῇ πόλει, καὶ ἐνετείλαντο πρός με οἱ ἀδελφοί μου, καὶ νῦν εἰ εὕρηκα χάριν ἐν ὀφθαλμοῖς σου, διαβήσομαι δὴ καὶ ὄψομαι τοὺς ἀδελφούς μου· διὰ τοῦτο οὐ παραγέγονεν ἐπὶ τὴν τράπεζαν τοῦ βασιλέως.

Α Βασ. 20,29           Μου είπε δηλαδή· Αφησέ με, σε παρακαλώ, διότι η οικογένειά μου θα τελέση θυσίαν εις την πόλιν Βηθλεέμ και οι αδελφοί μου μου παρήγγειλαν να μεταβώ και εγώ εκεί. Εάν λοιπόν έχω κάποιαν χάριν ενώπιόν σου, δος μου την άδειαν να μεταβώ και να ιδώ τους αδελφούς μου. Δι' αυτό δεν ήλθεν εις την τράπεζαν του βασιλέως ο Δαυίδ”.

Α Βασ. 20,30      καὶ ἐθυμώθη ὀργῇ Σαοὺλ ἐπὶ Ἰωνάθαν σφόδρα καὶ εἶπεν αὐτῷ· υἱὲ κορασίων αὐτομολούντων, οὐ γὰρ οἶδα ὅτι μέτοχος εἶ σὺ τῷ υἱῷ Ἰεσσαὶ εἰς αἰσχύνην σου καὶ εἰς αἰσχύνην ἀποκαλύψεως μητρός σου;

Α Βασ. 20,30            Ο Σαούλ κατελήφθη από ισχυρόν θυμόν εναντίον του Ιωνάθαν και είπεν εις αυτόν· “νόθε υιέ, τέκνον διεφθαρμένων γυναικών, νομίζεις ότι εγώ δεν γνωρίζω, πως είσαι φίλος και συνένοχος του υιού του Ιεσσαί προς εντροπήν σου και προς εντροπήν της μητρός, η οποία σε εγέννησε;

Α Βασ. 20,31      ὅτι πάσας τὰς ἡμέρας, ἃς ὁ υἱὸς Ἰεσσαὶ ζῇ ἐπὶ τῆς γῆς, οὐχ ἑτοιμασθήσεται ἡ βασιλεία σου· νῦν οὖν ἀποστείλας λάβε τὸν νεανίαν, ὅτι υἱὸς θανάτου οὗτος.

Α Βασ. 20,31            Διότι, εφ' όσον ο υιός του Ιεσσαί ζη επί της γης, δεν πρόκειται συ να γίνης βασιλεύς. Λοιπόν στείλε αμέσως και φέρε εδώ τον νεαρόν, διότι είναι άξιος θανάτου και πρέπει να θανατωθή”.

Α Βασ. 20,32      καὶ ἀπεκρίθη Ἰωνάθαν τῷ Σαούλ· ἱνατί ἀποθνήσκει; τί πεποίηκε;

Α Βασ. 20,32            Ο Ιωνάθαν απήντησε προς τον Σαούλ· “διατί να θανατωθή; Τι κακόν έχει κάμει;”

Α Βασ. 20,33      καὶ ἐπῇρε Σαοὺλ τὸ δόρυ ἐπὶ Ἰωνάθαν τοῦ θανατῶσαι αὐτόν. καὶ ἔγνω Ἰωνάθαν ὅτι συντετέλεσται ἡ κακία αὕτη παρὰ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ θανατῶσαι τὸν Δαυίδ,

Α Βασ. 20,33            Ο Σαούλ τυφλωμένος από τον θυμόν εσήκωσε το δόρυ εναντίον του Ιωνάθαν, δια να τον θανατώση. Ο Ιωνάθαν επείσθη ότι η κακία αυτή του πατρός του έφθασεν στο αποκορύφωμά της και τυν οδηγεί πλέον, ώστε να θανατώση τον Δαυίδ.

Α Βασ. 20,34      καὶ ἀνεπήδησεν Ἰωνάθαν ἀπὸ τῆς τραπέζης ἐν ὀργῇ θυμοῦ καὶ οὐκ ἔφαγεν ἐν τῇ δευτέρᾳ τοῦ μηνὸς ἄρτον, ὅτι ἐθραύσθη ἐπὶ τὸν Δαυίδ, ὅτι συνετέλεσεν ἐπ᾿ αὐτὸν ὁ πατὴρ αὐτοῦ.

Α Βασ. 20,34            Ο Ιωνάθαν γεμάτος και εκείνος θυμόν ανεπήδησεν από την τράπεζαν, δεν έφαγε κατά την δευτέραν ημέραν του μηνός εκ του φαγητού, διότι συνετρίβη η καρδία του από τον πόνον δια τον Δαυίδ, όταν είχε πλέον πεισθή, ότι ο πατέρας του επήρεν οριστικήν και αμετάκλητον απόφασιν εναντίον του Δαυίδ.

Α Βασ. 20,35      Καὶ ἐγενήθη πρωΐ καὶ ἐξῆλθεν Ἰωνάθαν εἰς ἀγρόν, καθὼς ἐτάξατο εἰς τὸ μαρτύριον Δαυίδ, καὶ παιδάριον μικρὸν μετ᾿ αὐτοῦ.

Α Βασ. 20,35            Την πρωΐαν της επομένης ημέρας, εξήλθεν ο Ιωνάθαν στον αγρόν, όπως είχε συμφωνήσει προηγουμένως με τον Δαυίδ. Μαζή του δε ήτο και ένας νεαρός δούλος.

Α Βασ. 20,36      καὶ εἶπε τῷ παιδαρίῳ· δράμε, εὑρέ μοι τὰς σχίζας, ἐν αἷς ἐγὼ ἀκοντίζω. καὶ τὸ παιδάριον ἔδραμε, καὶ αὐτὸς ἠκόντιζε τῇ σχίζῃ καὶ παρήγαγεν αὐτήν.

Α Βασ. 20,36            Είπε δε ο Ιωνάθαν στον νεαρόν δούλον· “τρέξε δια να βρης και να μου φέρης πάλιν τα βέλη, τα οποία εγώ ρίχνω δια του τόξου”. Πράγματι ο Ιωνάθαν έκαμε σκοποβολήν και έρριψε τα βέλη του. Ο νεαρός δούλος του έτρεξε να τα φέρη.

Α Βασ. 20,37      καὶ ἦλθε τὸ παιδάριον ἕως τοῦ τόπου τῆς σχίζης, οὗ ἠκόντιζεν Ἰωνάθαν, καὶ ἀνεβόησεν Ἰωνάθαν ὀπίσω τοῦ νεανίου καὶ εἶπεν· ἐκεῖ ἡ σχίζα ἀπὸ σοῦ καὶ ἐπέκεινα·

Α Βασ. 20,37            Ο νεαρός δούλος του Ιωνάθαν έφθασεν στον τόπον, όπου είχεν εξακοντίσει το βέλος ο Ιωνάθαν. Εφώναξε τότε ο Ιωνάθαν και είπε· “το βέλος είναι εκεί πέρα, πίσω από σένα. Εκεί είναι το βέλος”.

Α Βασ. 20,38      καὶ ἀνεβόησεν Ἰωνάθαν ὀπίσω τοῦ παιδαρίου αὐτοῦ λέγων· ταχύνας σπεῦσον καὶ μὴ στῇς. καὶ ἀνέλεξε τὸ παιδάριον Ἰωνάθαν τὰς σχίζας καὶ ἤνεγκε τὰς σχίζας πρὸς τὸν κύριον αὐτοῦ.

Α Βασ. 20,38            Ο Ιωνάθαν εφώναξε τον υπηρέτην καθώς εκείνος επήγαινε· “φύγε γρήγορα, μη σταματάς”. Ο νεαράς δούλος εμάζεψε τα βέλη και έφερεν αυτά προς τον κύριόν του.

Α Βασ. 20,39      καὶ τὸ παιδάριον οὐκ ἔγνω οὐθέν, πάρεξ Ἰωνάθαν καὶ Δαυὶδ ἔγνωσαν τὸ ῥῆμα.

Α Βασ. 20,39            Αυτός ο δούλος δεν εκατάλαβε τίποτε από όσα ελέχθησαν, ειμή μόνον ο Ιωνάθαν και ο Δαυίδ κατενόησαν την σημασίαν των λεχθέντων.

Α Βασ. 20,40      καὶ Ἰωνάθαν ἔδωκε τὰ σκεύη αὐτοῦ ἐπὶ τὸ παιδάριον αὐτοῦ καὶ εἶπε τῷ παιδαρίῳ αὐτοῦ· πορεύου, εἴσελθε εἰς τὴν πόλιν.

Α Βασ. 20,40           Ο Ιωνάθαν έδωκε τον οπλισμόν του στο παιδάριον και του είπε· “πήγαινε, γύρισε εις την πόλιν”.

Α Βασ. 20,41      καὶ ὡς εἰσῆλθε τὸ παιδάριον, καὶ Δαυὶδ ἀνέστη ἀπὸ τοῦ ἐργὰβ καὶ ἔπεσεν ἐπὶ πρόσωπον αὐτοῦ καὶ προσεκύνησεν αὐτῷ τρίς, καὶ κατεφίλησεν ἕκαστος τὸν πλησίον αὐτοῦ, καὶ ἔκλαυσεν ἕκαστος τῷ πλησίον αὐτοῦ ἕως συντελείας μεγάλης.

Α Βασ. 20,41            Οταν ο νεαρός δούλος έφυγε δια την πόλιν, ο Δαυίδ εσηκώθη από το κοίλωμα, όπου ήτο κρυμμένος, έπεσέ με το πρόσωπον αυτού προς την γην και προσεκύνησε τρεις φορές τον Ιωνάθαν. Και οι δύο ησπάσθησαν ο ένας τον άλλον, έκλαυσαν επί πολύ και με πολλά δάκρυα.

Α Βασ. 20,42      καὶ εἶπεν Ἰωνάθαν τῷ Δαυίδ· πορεύου εἰς εἰρήνην, καὶ ὡς ὀμωμόκαμεν ἡμεῖς ἀμφότεροι ἐν ὀνόματι Κυρίου λέγοντες· Κύριος ἔσται μάρτυς ἀνὰ μέσον ἐμοῦ καί σοῦ καὶ ἀνὰ μέσον τοῦ σπέρματός μου καὶ ἀνὰ μέσον τοῦ σπέρματός σου ἕως αἰῶνος.

Α Βασ. 20,42           Ο Ιωνάθαν είπεν στον Δαυίδ· “πήγαινε στο καλό. Θα γίνη, όπως οι δύο μας ωρκίσθημεν ενώπιον του Κυρίου λέγοντες ότι ο Κυριος θα είναι παντοτεινός μάρτυς της φιλίας μας η οποία θα επικρατή μεταξύ ημών των δύο και μεταξύ των απογόνων μας.

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΑ

1

2

3

4

5

6

7

8

9

10

11

12

13

14

15

16

17

18

19

20

21

22

23

24

25

26

27

28

29

30

31