Το θάρρος του Ιωνάθαν
Α Βασ. 14,1 Καὶ γίνεται
ἡ ἡμέρα καὶ εἶπεν Ἰωνάθαν υἱὸς
Σαοὺλ τῷ παιδαρίῳ τῷ αἴροντι τὰ σκεύη
αὐτοῦ· δεῦρο, καὶ διαβῶμεν εἰς
Μεσσὰβ τῶν ἀλλοφύλων τὴν ἐν τῷ πέραν
ἐκείνῳ· καὶ τῷ πατρὶ αὐτοῦ οὐκ
ἀπήγγειλε.
Α Βασ. 14,1 Οταν εξημέρωσεν, ο Ιωνάθαν ο υιός του Σαούλ είπεν
εις ένα νεαρόν δούλον του, ο οποίος έφερε τον οπλισμόν του· “έλα, ας
περάσωμεν στο φυλάκιον των Φιλισταίων, που ευρίσκεται εκεί εις την άλλην
πλευράν”. Δεν ανέφερε δε τίποτε στον πατέρα του δια το διάβημα αυτό.
Α Βασ. 14,2 καὶ Σαοὺλ
ἐκάθητο ἐπ᾿ ἄκρου τοῦ βουνοῦ
ὑπὸ τὴν ῥοὰν τὴν ἐν Μαγδών,
καὶ ἦσαν μετ᾿ αὐτοῦ ὡς ἑξακόσιοι
ἄνδρες·
Α Βασ. 14,2 Ο Σαούλ ευρίσκετο στο άκρον του υψώματος και εκάθητο
κάτω από μίαν ροδιάν εις Μαγδών. Μαζή του ήσαν εξακόσιοι περίπου άνδρες.
Α Βασ. 14,3 καὶ
Ἀχιὰ υἱὸς Ἀχιτὼβ ἀδελφοῦ
Ἰωχαβὴδ υἱοῦ Φινεὲς υἱοῦ
Ἡλὶ ἱερεὺς τοῦ Θεοῦ ἐν Σηλὼμ
αἴρων ἐφούδ. καὶ ὁ λαὸς οὐκ ᾔδει
ὅτι πεπόρευται Ἰωνάθαν.
Α Βασ. 14,3 Επίσης μαζή του ήτο και ο αρχιερεύς Αχιά, υιός του
Αχιτώβ του αδελφού του Ιωχαβήδ, ο οποίος ήτο υιός του Φινεές υιού του Ηλί. Ο
Αχιά ήτο αρχιερεύς εις Σηλώμ φορών το αρχιερατικόν εφούδ. Ούτε δε ο λαός
εγνώριζε τίποτε δια το διάβημα αυτό του Ιωνάθαν.
Α Βασ. 14,4 καὶ
ἀνὰ μέσον τῆς διαβάσεως, οὗ ἐζήτει
Ἰωνάθαν διαβῆναι εἰς τὴν ὑπόστασιν τῶν
ἀλλοφύλων, καὶ ὁδοὺς πέτρας ἐκ τούτου καὶ
ὁδοὺς πέτρας ἐκ τούτου, ὄνομα τῷ
ἑνὶ Βασὲς καὶ ὄνομα τῷ ἄλλῳ
Σεννά·
Α Βασ. 14,4 Από το ένα μέρος και το άλλο της στενωπού, που ήθελε
να διαβή ο Ιωνάθαν δια να φθάση εκεί όπου υπήρχον οι Φιλισταίοι, ήσαν δύο
απότομοι βράχοι, ο ένας εις την μίαν πλευράν και ο άλλος εις την άλλην. Το
όνομα του ενός βράχου ήτο Βασές, το δε όνομα του δευτέρου Σεννά.
Α Βασ. 14,5 ἡ ὁδὸς
ἡ μία ἀπὸ βοῤῥᾶ ἐρχομένῳ
Μαχμὰς καὶ ἡ ὁδὸς ἡ ἄλλη
ἀπὸ νότου ἐρχομένῳ Γαβαέ.
Α Βασ. 14,5 Δυο δε δρόμοι ωδηγούσαν προς τους Φιλισταίους, ο
ένας προς βορράν απέναντι της Μαχμάς, ο δε άλλος δρόμος ήτο προς νότον
απέναντι της Γαβαά.
Α Βασ. 14,6 καὶ εἶπεν
Ἰωνάθαν πρὸς τὸ παιδάριον τὸ αἶρον τὰ
σκεύη αὐτοῦ· δεῦρο διαβῶμεν εἰς
Μεσσὰβ τῶν ἀπεριτμήτων τούτων, εἴτι ποιήσαι Κύριος
ἡμῖν· ὅτι οὐκ ἔστι τῷ Κυρίῳ
συνεχόμενον σῴζειν ἐν πολλοῖς ἢ ἐν ὀλίγοις.
Α Βασ. 14,6 Ο Ιωνάθαν είπεν στον νεαρόν δούλον του, ο οποίος
εκρατούσε τον οπλισμόν του· “έλα, ας περάσωμεν το φυλάκιον των απεριτμήτων
αυτών. Πιθανόν ο Κυριος να μας βοηθήση, διότι τίποτε δεν ημπορεί να εμποδίση
τον Κυριον στο να σώση, δια πολλών η δι' ολίγων, κάποιον, που ευρίσκεται εις
στενόχωρον θέσιν”.
Α Βασ. 14,7 καὶ εἶπεν
αὐτῷ ὁ αἴρων τὰ σκεύη αὐτοῦ·
ποίει πᾶν, ὃ ἐὰν ἡ καρδία σου
ἐκλίνῃ, ἰδοὺ ἐγὼ μετὰ σοῦ,
ὡς ἡ καρδία σου καρδία μου.
Α Βασ. 14,7 Ο νεαρός δούλος, ο φέρων το οπλισμόν του Ιωνάθαν,
είπεν εις αυτόν· “κάμε ο,τι ποθεί η καρδιά σου. Εγώ ιδού, θα είμαι μαζή σου.
Η καρδιά σου είναι καρδιά μου, το θέλημά σου θέλημά μου”.
Α Βασ. 14,8 καὶ εἶπεν
Ἰωνάθαν· ἰδοὺ ἡμεῖς διαβαίνομεν πρὸς
τοὺς ἄνδρας καὶ κατακυλισθησόμεθα πρὸς
αὐτούς·
Α Βασ. 14,8 Ο Ιωνάθαν είπεν· “ιδού, ημείς μεταβαίνομεν προς τους
Φιλισταίους, του άνδρας της προφυλακής. Θα παρουσιασθώμεν έξαφνα ενώπιόν των.
Α Βασ. 14,9 ἐὰν τάδε
εἴπωσι πρὸς ἡμᾶς· ἀπόστητε
ἐκεῖ ἕως ἂν ἀπαγγείλωμεν ὑμῖν,
καὶ στησόμεθα ἐφ᾿ ἑαυτοῖς καὶ οὐ
μὴ ἀναβῶμεν ἐπ᾿ αὐτούς·
Α Βασ. 14,9 Εάν λοιπόν εκείνοι οι άνδρες μας είπουν· Σταθήτε
αυτού και θα σας δώσωμεν απάντησιν δεν θα προχωρήσωμεν εναντίον των.
Α Βασ. 14,10 ἐὰν τάδε
εἴπωσι πρὸς ἡμᾶς· ἀνάβητε πρὸς
ἡμᾶς, καὶ ἀναβησόμεθα, ὅτι παραδέδωκεν
αὐτοὺς Κύριος εἰς χεῖρας ἡμῶν·
τοῦτο ἡμῖν τὸ σημεῖον.
Α Βασ. 14,10 Εάν όμως μας είπουν· Ελάτε κοντά μου θα μεταβώμεν τότε
προς αυτούς, διότι αυτό σημαίνει ότι ο Κυριος τους παρέδωκεν εις τα χέρια
μας. Αυτό θα είναι το σημείον της νίκης μας”.
Α Βασ. 14,11 καὶ
εἰσῆλθον ἀμφότεροι εἰς Μεσσὰβ τῶν
ἀλλοφύλων· καὶ λέγουσιν οἱ ἀλλόφυλοι·
ἰδοὺ Ἑβραῖοι ἐκπορεύονται ἐκ τῶν
τρωγλῶν αὐτῶν, οὗ ἐκρύβησαν ἐκεῖ.
Α Βασ. 14,11 Και οι δύο, ο Ιανάθαν και ο δούλος του, ενεφανίσθησα
στο φυλάκιον των Φιλισταίων. Οι άνδρε του φυλακίου εκείνου είπαν μεταξύ των·
“ιδού, οι Εβραίοι βγαίνουν από τας τρώγλας όπου είχαν κρυφθή”.
Α Βασ. 14,12 καὶ
ἀπεκρίθησαν οἱ ἄνδρες Μεσσὰβ πρὸς Ἰωνάθαν
καὶ πρὸς τὸν αἴροντα τὰ σκεύη αὐτοῦ
καὶ λέγουσιν· ἀνάβητε πρὸς ἡμᾶς, καὶ
γνωριοῦμεν ὑμῖν ῥῆμα. καὶ εἶπεν
Ἰωνάθαν πρὸς τὸν αἴροντα τὰ σκεύη
αὐτοῦ· ἀνάβηθι ὀπίσω μου, ὅτι παρέδωκεν
αὐτοὺς Κύριος εἰς χεῖρας Ἰσραήλ.
Α Βασ. 14,12 Ωμίλησαν δε οι άνδρες του φυλακίου προς τον Ιωνάθαν
και προς τον υπηρέτην, που είχεν τον πολεμικόν οπλισμόν του Ιωνάθαν, και τους
είπαν· “ανεβήτε προς ημάς και έχομεν να σας ανακοινώσωμεν κάτι”. Είπε τότε ο
Ιωνάθαν προς αυτόν, που έφερε τον οπλισμόν του· “ανέβα υστέρα από εμέ, διότι
ο Κυριος έχει παραδώσει αυτούς εις τα χέρια ημών των Ισραηλιτών”.
Α Βασ. 14,13 καὶ ἀνέβη
Ἰωνάθαν ἐπὶ τὰς χεῖρας αὐτοῦ
καὶ ἐπὶ τοὺς πόδας αὐτοῦ καὶ
ὁ αἴρων τὰ σκεύη αὐτοῦ μετ᾿
αὐτοῦ· καὶ ἐπέβλεψαν κατὰ πρόσωπον
Ἰωνάθαν, καὶ ἐπάταξεν αὐτούς, καὶ ὁ
αἴρων τὰ σκεύη αὐτοῦ ἐπεδίδου ὀπίσω
αὐτοῦ.
Α Βασ. 14,13 Ο Ιωνάθαν ανερριχήθη με τα χέρια και με τα πόδια και
μαζή του, έπειτα από αυτόν, ακολουθούσε και ο νεαρός δούλος του, που έφερε
τον οπλισμόν του. Ο Φιλισταίοι είδον ενώπιόν των τον Ιωνάθαν. Ο Ιωνάθαν
ώρμησε τότε και εφόνευσεν αυτούς. Πισω από αυτόν ο δούλος που έφερε τον
οπλισμόν του, έδιδεν ει τον Ιωνάθαν ακόντια και λίθους, δια να κτυπά τους
Φιλισταίους.
Α Βασ. 14,14 καὶ ἐγενήθη
ἡ πληγὴ ἡ πρώτη, ἣν ἐπάταξεν Ἰωνάθαν
καὶ ὁ αἴρων τὰ σκεύη αὐτοῦ, ὡς
εἴκοσιν ἄνδρες ἐν βολίσι καὶ ἐν πετροβόλοις
καὶ ἐν κόχλαξι τοῦ πεδίου.
Α Βασ. 14,14 Η αιφνιδιαστική αυτή και ορμητική επίθεσις του Ιωνάθαν
και του δούλου, που έφερε τον ο πλισμόν του, εναντίον των Φιλισταίων τούτων,
είχεν ως αποτέλεσμα τον θάνατον είκοσι ανδρών, οι οποίοι εφονεύθησαν με
ακόντιον, με πετροβολισμούς και με χαλίκια ακόμα της υπαίθρου.
Η ήττα των Φιλισταίων
Α Βασ. 14,15 καὶ ἐγενήθη
ἔκστασις ἐν τῇ παρεμβολῇ καὶ ἐν
ἀγρῷ, καὶ πᾶς ὁ λαὸς ὁ ἐν
Μεσσὰβ καὶ οἱ διαφθείροντες ἐξέστησαν, καὶ
αὐτοὶ οὐκ ἤθελον ποιεῖν· καὶ
ἐθάμβησεν ἡ γῆ, καὶ ἐγενήθη ἔκστασις
παρὰ Κυρίου.
Α Βασ. 14,15 Συγχυσις και πανικός επεκράτησεν στο στρατόπεδον των
Φιλισταίων εις την ύπαιθρον και εις όλον τον λαόν του φυλακίου. Και αυτό το κύριον
σώμα του στρατού των Φιλισταίων κατελήφθη από τρόμον και δεν ήθελαν να κάμουν
τίποτε εις απόκρουσιν της επιθέσεως. Εσείσθη η γη και τρόμος παρά Κυρίου
κατέλαβεν όλους
Α Βασ. 14,16 καὶ εἶδον
οἱ σκοποὶ τοῦ Σαοὺλ ἐν Γαβαὰ
Βενιαμὶν καὶ ἰδοὺ ἡ παρεμβολὴ τεταραγμένη
ἔνθεν καὶ ἔνθεν.
Α Βασ. 14,16 Οι σκοποί του Σαούλ, που ήσαν εκ Γαβαά της φυλής
Βενιαμίν, παρετήρησαν με έκπληξιν ότι το στρατόπεδον των Φιλισταίων είχε
περιέλθει εις μεγάλην ταραχήν και σύγχυσιν, οι δε στρατιώται επγαινοήρχοντο
από εδώ και από εκεί.
Α Βασ. 14,17 καὶ εἶπε
Σαοὺλ τῷ λαῷ τῷ μετ᾿ αὐτοῦ·
ἐπισκέψασθε δὴ καὶ ἴδετε τίς πεπόρευται ἐξ
ὑμῶν· καὶ ἐπεσκέψαντο, καὶ
ἰδοὺ οὐχ εὑρίσκετο Ἰωνάθαν καὶ ὁ
αἴρων τὰ σκεύη αὐτοῦ.
Α Βασ. 14,17 Είπε τότε ο Σαούλ στους ανθρώπους, τους στρατιώτας που
τον περιέβαλλαν· “εξετάσατε, λοιπόν, και εξακριβώσατε ποιός έχει φύγει από
ημάς”. Εξήτασαν, και αίφνης είδον ότι δεν ευρίσκετο ο Ιωνάθαν μαζή των και ο
φέρων τον οπλισμόν νεαρός δούλος του.
Α Βασ. 14,18 καὶ εἶπε
Σαοὺλ τῷ Ἀχιᾷ· προσάγαγε τὸ
ἐφούδ· ὅτι αὐτὸς ᾖρε τὸ
ἐφοὺδ ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ
ἐνώπιον Ἰσραήλ.
Α Βασ. 14,18 Ο Σαούλ είπεν στον Αχιά· “φέρε εδώ το εφούδ και ρώτησε
τον Θεόν, τι πρέπει να κάμωμεν”. Αυτός, ο Αχιά, ως αρχιερεύς που ήτο,
εφορούσε κατά την εποχήν εκείνην ενώπιον των Ισραηλιτών το ιερατικόν άμφιον,
το εφούδ.
Α Βασ. 14,19 καὶ ἐγενήθη
ὡς ἐλάλει Σαοὺλ πρὸς τὸν ἱερέα, καὶ
ὁ ἦχος ἐν τῇ παρεμβολῇ τῶν
ἀλλοφύλων ἐπορεύετο πορευόμενος καὶ ἐπλήθυνε·
καὶ εἶπε Σαοὺλ πρὸς τὸν ἱερέα·
συνάγαγε τὰς χεῖράς σου.
Α Βασ. 14,19 Καθ' ον χρόνον ωμιλούσεν ο Σαούλ προς τον αρχιερέα τον
Αχιά, ο θόρυβος και η οχλοβοή, που προήρχετο από το πανικοβληθέν στρατόπεδον
των Φιλισταίων, ολοένα και εμεγάλωνεν. Ο Σαούλ είπε τότε προς τον αρχιερέα
Αχιά· “απόσυρε τα χέρια σου και παύσε να ερωτάς τον Θεόν”.
Α Βασ. 14,20 καὶ ἀνέβη
Σαοὺλ καὶ πᾶς ὁ λαὸς ὁ μετ᾿
αὐτοῦ καὶ ἔρχονται ἕως τοῦ πολέμου,
καὶ ἰδοὺ ἐγένετο ῥομφαία ἀνδρὸς
ἐπὶ τὸν πλησίον αὐτοῦ, σύγχυσις μεγάλη σφόδρα.
Α Βασ. 14,20 Επειτα ο ίδιος ο Σαούλ και όλος ο στρατός, που ήτο μαζή
του, επροχώρησαν και έφθασαν στο στρατόπεδον των Φιλισταίων εις την πεδιάδα
της μάχης. Και ιδού, είδον ότι η ρομφαία του ενός Φιλισταίου εστρέφετο φονική
κατά του άλλου και έτσι επικρατούσε μεταξύ των πολύ μεγάλη σύγχυσις.
Α Βασ. 14,21 καὶ οἱ
δοῦλοι οἱ ὄντες ἐχθὲς καὶ τρίτην
ἡμέραν μετὰ τῶν ἀλλοφύλων οἱ ἀναβάντες
εἰς τὴν παρεμβολὴν ἐπεστράφησαν καὶ
αὐτοὶ εἶναι μετὰ Ἰσραὴλ τῶν
μετὰ Σαοὺλ καὶ Ἰωνάθαν.
Α Βασ. 14,21 Οι δε δούλοι των Φιλισταίων, οι Εβραίοι, οι οποίοι
είχον λιποτακτήσει προηγουμένως στο στρατόπεδον των Φιλισταίων, επέστρεψαν
προς τους ομοεθνείς των τους Ισραηλίτας, οι οποίοι ήσαν μαζή με τον Σαούλ και
με τον Ιωνάθαν.
Α Βασ. 14,22 καὶ πᾶς
Ἰσραὴλ οἱ κρυπτόμενοι ἐν τῷ ὄρει
Ἐφραὶμ καὶ ἤκουσαν ὅτι πεφεύγασιν οἱ
ἀλλόφυλοι, καὶ συνάπτουσι καὶ αὐτοὶ ὀπίσω
αὐτῶν εἰς πόλεμον.
Α Βασ. 14,22 Ολοι δε οι Ισραηλίται, οι οποίοι εκρύπτοντο εις την
ορεινήν περιοχήν της φυλής Εφραίμ, όταν επληφορήθησαν ότι οι Φιλισταίοι
ετράπησαν εις φυγήν, έσπευσαν και ηνώθησαν με τους άλλους Ισραηλίτας και
έλαβον μέρος εις την καταδίωξιν των Φιλισταίων.
Α Βασ. 14,23 καὶ ἔσωσε
Κύριος ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ τὸν
Ἰσραήλ. Καὶ ὁ πόλεμος διῆλθε τὴν Βαμώθ,
καὶ πᾶς ὁ λαὸς ἦν μετὰ Σαοὺλ
ὡς δέκα χιλιάδες ἀνδρῶν· καὶ ἦν ὁ
πόλεμος διεσπαρμένος εἰς ὅλην τὴν πόλιν ἐν τῷ
ὄρει Ἐφραίμ.
Α Βασ. 14,23 Ετσι ο Κυριος έσωσε κατά την ημέραν εκείνην τον
ισραηλιτικόν λαόν από τους Φιλισταίους. Η μάχη όμως εσυνεχίζετο και έφθασε
μέχρι της Βαμώθ. Ολος ο ισραηλιτικος λαός, ο οποίος ήτο μαζή με τον Σαούλ,
ανήρχετο τώρα εις δέκα χιλιάδες άνδρας. Ο δε πόλεμος είχεν επεκταθή εις όλας
τας πόλεις της ορεινής περιοχής της φυλής Εφραίμ.
Α Βασ. 14,24 καὶ Σαοὺλ
ἠγνόησεν ἄγνοιαν μεγάλην ἐν τῇ ἡμέρᾳ
ἐκείνῃ καὶ ἀρᾶται τῷ λαῷ
λέγων· ἐπικατάρατος ὁ ἄνθρωπος, ὃς φάγεται
ἄρτον ἕως ἑσπέρας, καὶ ἐκδικήσω τὸν
ἐχθρόν μου· καὶ οὐκ ἐγεύσατο πᾶς ὁ
λαὸς ἄρτου. καὶ πᾶσα ἡ γῆ ἠρίστα.
Α Βασ. 14,24 Κατά την ημέραν εκείνην της καταδιώξεως των Φιλισταίων
ο Σαούλ διέπραξε μίαν μεγάλην απερισκεψίαν, διότι ώρκισε τον λαόν του ειπών·
“κατηραμένος θα είναι ο άνθρωπος εκείνος, που θα φάγη κάτι κατά την ημέραν
αυτήν έως την εσπέραν. Διότι θέλω να εξοντώσω τους εχθρούς μου τους
Φιλισταίους”. Κανείς πράγματι από τον λαόν δεν έφαγε τίποτε. Ολοι ενήστευσαν.
Α Βασ. 14,25 καὶ Ἰάαλ
δρυμὸς ἦν μελισσῶνος κατὰ πρόσωπον τοῦ
ἀγροῦ,
Α Βασ. 14,25 Εις το δάσος της Ιάαλ υπήρχε μελισσών εις μίαν ανοικτήν
περιοχήν.
Α Βασ. 14,26 καὶ
εἰσῆλθεν ὁ λαὸς εἰς τὸν μελισσῶνα,
καὶ ἰδοὺ ἐπορεύετο λαλῶν, καὶ
ἰδοὺ οὐκ ἦν ἐπιστρέφων τὴν χεῖρα
αὐτοῦ εἰς τὸ στόμα αὐτοῦ, ὅτι
ἐφοβήθη ὁ λαὸς τὸν ὅρκον Κυρίου.
Α Βασ. 14,26 Ο ισραηλιτικός λαός διήλθε δια του μελισσώνος αυτού και
επροχωρούσε συζητών. Κανείς όμως δεν ετόλμησε να φέρη με το χέρι του στο
στόμα του τροφήν και να φάγη κάτι, διότι όλοι εφοβήθησαν το τάξιμον που είχε
κάμει ο Σαουλ στον Κυριον.
Α Βασ. 14,27 καὶ Ἰωνάθαν οὐκ
ἀκηκόει ἐν τῷ ὁρκίζειν τὸν πατέρα
αὐτοῦ τὸν λαόν· καὶ ἐξέτεινε τὸ
ἄκρον τοῦ σκήπτρου αὐτοῦ τοῦ ἐν τῇ
χειρὶ αὐτοῦ καὶ ἔβαψεν αὐτὸ
εἰς τὸ κηρίον τοῦ μέλιτος καὶ ἐπέστρεψε
τὴν χεῖρα αὐτοῦ εἰς τὸ στόμα
αὐτοῦ, καὶ ἀνέβλεψαν οἱ ὀφθαλμοὶ αὐτοῦ.
Α Βασ. 14,27 Ο Ιωνάθαν όμως δεν είχεν ακούσει τον πατέρα του, όταν
ενόρκως εδέσμευε τον λαόν να μη φάγη τίποτε έως την εσπέραν. Δι' αυτό άπλωσε
την ράβοον, που εκρατούσε εις το χέρι του, και εβύθισε το άκρον αυτής εις
κηρήθραν. Εστρεψε κατόπιν το άκρον της ράβδου του, που κρατούσε στο χέρι του,
το έφερε στο στόμα του και έφαγε το μέλι που είχε κολλήσει εις αυτήν. Ετσι οι
οφθαλμοί του με την ελαχίστην αυτήν τροφήν εζωήρευσαν.
Α Βασ. 14,28 καὶ ἀπεκρίθη
εἷς ἐκ τοῦ λαοῦ καὶ εἶπεν·
ὁρκίσας ὥρκισε τὸν λαὸν ὁ πατήρ σου λέγων·
ἐπικατάρατος ὁ ἄνθρωπος, ὃς φάγεται ἄρτον
σήμερον, καὶ ἐξελύθη ὁ λαός.
Α Βασ. 14,28 Ενας δε εκ του λαού απεκρίθη και είπεν στον Ιωνάθαν· “ο
πατήρ σου εδέσμευσε με όρκον τον λαόν και είπε· Καταράμενος ο άνθρωπος, που
θα φάγη σήμερον οποιαδήποτε τροφήν”. Ετσι δε ο λαός είχεν εξαντληθή από την
πείναν.
Α Βασ. 14,29 καὶ ἔγνω
Ἰωνάθαν καὶ εἶπεν· ἀπήλλαχεν ὁ πατήρ μου
τὴν γῆν· ἰδὲ δὴ ὅτι εἶδον
οἱ ὀφθαλμοί μου ὅτι ἐγευσάμην βραχύ τι τοῦ
μέλιτος τούτου·
Α Βασ. 14,29 Οταν ο Ιωνάθαν έμαθε τον όρκον του πατρός του, είπεν·
“ο πατέρας μου έβλαψε τον λαόν. Κυττάξτε ότι το φως των οφθαλμών μου
εζωήρευσε με το ολίγον μέλι το οποίον εγεύθην.
Α Βασ. 14,30 ἀλλ᾿
ὅτι εἰ ἔφαγεν ἔσθων σήμερον ὁ λαὸς
τῶν σκύλων τῶν ἐχθρῶν αὐτῶν, ὧν
εὗρεν, ὅτι νῦν ἂν μείζων ἦν ἡ πληγὴ
ἡ ἐν τοῖς ἀλλοφύλοις.
Α Βασ. 14,30 Εάν ο λαός έτρωγε σήμερον από την πολεμικήν λείαν, από
τα λάφυρα που περιήλθον εις τα χέρια του, θα ενισχύετο και η θραύσις κατά των
Φιλισταίων θα ήτο πολύ μεγαλύτερα”.
Α Βασ. 14,31 καὶ ἐπάταξεν
ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ ἐκ τῶν
ἀλλοφύλων ἐν Μαχμάς, καὶ ἐκοπίασεν ὁ λαὸς
σφόδρα.
Α Βασ. 14,31 Ο Ισραηλιτικός λαός εν τούτοις κατά την ημέραν αυτήν
εκτύπησε το τμήμα των Φιλισταίων, που ευρίσκετο εις Μαχμάς, αλλά εκοπίασε
πολύ και περιέπεσεν εις μεγάλην εξάντλησιν λόγω της πείνης.
Α Βασ. 14,32 καὶ ἐκλήθη
ὁ λαὸς εἰς τὰ σκῦλα, καὶ ἔλαβεν
ὁ λαὸς ποίμνια καὶ βουκόλια καὶ τέκνα βοῶν
καὶ ἔσφαξεν ἐπὶ τὴν γῆν, καὶ
ἤσθιεν ὁ λαὸς σὺν τῷ αἵματι.
Α Βασ. 14,32 Μετά το πέρας της νηστείας, ο λαός προσεκλήθη εις τα
λάφυρα των Φιλισταίων να λάβη και να φάγη. Ελαβαν λοιπόν πρόβατα, βόδια,
μοσχάρια, τα οποία έσφαζαν κάτω στο χώμα και έφαγαν το κρέας πριν ακόμη
στραγγίση το αίμα.
Α Βασ. 14,33 καὶ ἀπηγγέλη
Σαοὺλ λέγοντες· ἡμάρτηκεν ὁ λαὸς τῷ
Κυρίῳ φαγὼν σὺν τῷ αἵματι. καὶ εἶπε
Σαοὺλ ἐκ Γεθθαίμ· κυλίσατέ μοι λίθον ἐνταῦθα
μέγαν.
Α Βασ. 14,33 Εγνωστοποιήθη στον Σαούλ τούτο, ότι δηλαδή ο λαός
ημάρτησεν απέναντι του Κυρίου, διότι έφαγε κρέας μαζή με το αίμα, πράγμα το
οποίον απηγόρευεν ο Θεός. Ο Σαούλ ο οποίος ευρίσκετο εις Γεθθαίμ, είπε·
“κυλίσατέ μου και φέρετε εδώ ένα μεγάλον λίθον.
Α Βασ. 14,34 καὶ εἶπε
Σαούλ· διασπάρητε ἐν τῷ λαῷ καὶ εἴπατε
αὐτοῖς προσαγαγεῖν ἐνταῦθα ἕκαστος
τὸν μόσχον αὐτοῦ καὶ ἕκαστος τὸ πρόβατον
αὐτοῦ, καὶ σφαζέτω ἐπὶ τούτου, καὶ
οὐ μὴ ἁμάρτητε τῷ Κυρίῳ τοῦ ἐσθίειν
σὺν τῷ αἵματι· καὶ προσῆγεν ὁ
λαὸς ἕκαστος τὸ ἐν τῇ χειρὶ
αὐτοῦ καὶ ἔσφαζον ἐκεῖ.
Α Βασ. 14,34 Είπεν ακόμη Σαούλ· “διασκορπισθήτε ανάμεσα εις όλον τον
λαόν και είπατε στους ανθρώπους να φέρη ο καθένας από αυτούς εδώ το μοσχάρι
του, το πρόβατόν του και ας σφάξουν αυτά εις το μέρος τούτο. Ετσι, δεν θα
αμαρτήσετε τρώγοντες τας σάρκας μαζή με το αίμα”. Πράγματι ο καθένας εκ του
λαού έφερε το ζώον, που ήτο εις την κατοχήν του, το έσφαζεν εκεί και το αίμα
εχύνετο κοντά στον λίθον, που επείχε θέσιν θυσιαστηρίου.
Α Βασ. 14,35 καὶ ᾠκοδόμησεν
ἐκεῖ Σαοὺλ θυσιαστήριον τῷ Κυρίῳ·
τοῦτο ἤρξατο Σαοὺλ οἰκοδομῆσαι θυσιαστήριον
τῷ Κυρίῳ.
Α Βασ. 14,35 Ετσι ο Σαούλ οικοδόμησεν εκεί θυσιαστήριον προς τιμήν
του Κυρίου. Αυτό δε ήτο το πρώτον θυσιαστήριον, το οποίον οικοδόμησεν ο Σαούλ
προς τιμήν του Κυρίου.
Ο Ιωνάθαν ένοχος αναθεματισμού ακουσίως
Α Βασ. 14,36 Καὶ εἶπε
Σαούλ· καταβῶμεν ὀπίσω τῶν ἀλλοφύλων τὴν
νύκτα καὶ διαρπάσωμεν ἐν αὐτοῖς ἕως
διαφαύσῃ ἡμέρα, καὶ μὴ ὑπολείπωμεν ἐν
αὐτοῖς ἄνδρα. καὶ εἶπαν· πᾶν
τὸ ἀγαθὸν ἐνώπιόν σου ποίει. καὶ εἶπεν
ὁ ἱερεύς· προσέλθωμεν ἐνταῦθα πρὸς
τὸν Θεόν.
Α Βασ. 14,36 Είπε τότε ο Σαούλ στον λαόν του· “ας καταβώμεν και να
συνεχίσωμεν την καταδίωξιν των Φιλισταίων κατά την νύκτα. Ας λεηλατήσωμεν
αυτούς, έως ότου εξημερώση, και ας μη αφήσωμεν κανένα από αυτούς να ζήση”. Οι
Ισραηλίται απήντησαν· “ο,τι σου φαίνεται καλόν, αυτό και κάμε”. Ο δε
αρχιερεύς Αχιά επρότεινεν· “ας πλησιάσωμεν και ας ερωτήσωμεν δια τούτο τον
Θεόν”.
Α Βασ. 14,37 καὶ ἐπηρώτησε
Σαοὺλ τὸν Θεόν· εἰ καταβῶ ὀπίσω τῶν ἀλλοφύλων,
εἰ παραδώσεις αὐτοὺς εἰς χεῖρας Ἰσραήλ;
καὶ οὐκ ἀπεκρίθη αὐτῷ ἐν τῇ
ἡμέρᾳ ἐκείνῃ.
Α Βασ. 14,37 Ο Σαούλ ηρώτησε τον Θεόν· “να καταβώ και να συνεχίσω
την καταδίωξιν των Φιλισταίων; Θα παραδώσής αυτούς εις τα χέρια ημών των
Ισραηλιτών;» Ο Θεός δεν του απήντησε κατά την ημέραν εκείνην.
Α Βασ. 14,38 καὶ εἶπε
Σαούλ· προσαγάγετε ἐνταῦθα πάσας τὰς γωνίας τοῦ
Ἰσραὴλ καὶ γνῶτε καὶ ἴδετε ἐν τίνι
γέγονεν ἡ ἁμαρτία αὕτη σήμερον·
Α Βασ. 14,38 Ο Σαούλ έδωσεν εντολήν και είπε· “φέρετε εδώ όλους τους
αρχηγούς του λαού. Εξετάσατε και μάθετε, ποίος διέπραξε την αμαρτίαν αυτήν
σήμερον.
Α Βασ. 14,39 ὅτι ζῇ Κύριος
ὁ σώσας τὸν Ἰσραήλ, ὅτι ἐὰν
ἀποκριθῇ κατὰ Ἰωνάθαν τοῦ υἱοῦ μου,
θανάτῳ ἀποθανεῖται. καὶ οὐκ ἦν ὁ
ἀποκρινόμενος ἐκ παντὸς τοῦ λαοῦ.
Α Βασ. 14,39 Διότι, ορκίζομαι στον ζώντα Κυριον, ο οποίος έσωσε τον
ισραηλιτικόν λαόν, ότι και αν ακόμη η απάντησις είναι εναντίον του υιού μου
του Ιωνάθαν, θα καταδικασθή και αυτός εις θάνατον”. Κανείς όμως από τον λαόν
δεν απήντησεν εις την ένορκον αυτήν έκκλησιν του Σαούλ.
Α Βασ. 14,40 καὶ εἶπε
παντὶ ἀνδρὶ Ἰσραήλ· ὑμεῖς
ἔσεσθε εἰς δουλείαν, καὶ ἐγὼ καὶ
Ἰωνάθαν ὁ υἱός μου ἐσόμεθα εἰς δουλείαν.
καὶ εἶπεν ὁ λαὸς πρὸς Σαούλ· τὸ
ἀγαθὸν ἐνώπιόν σου ποίει.
Α Βασ. 14,40 Ο Σαούλ είπε τότε στους σιωπώντας Ισραηλίτας· “σεις με
την σιωπήν σας, που δεν αποκαλύπτετε τον ένοχον, οδηγείτε τον εαυτόν σας εις
υποδούλωσιν. Μαζή δέ με σας θα γίνωμεν δούλοι των Φιλισταίων και εγώ και ο
Ιωνάθαν”. Ο λαός τότε απήντησε· “κάμε ο,τι θέλεις”.
Α Βασ. 14,41 καὶ εἶπε
Σαούλ· Κύριε ὁ Θεὸς Ἰσραήλ, τί ὅτι οὐκ
ἀπεκρίθης τῷ δούλῳ σου σήμερον; εἰ ἐν
ἐμοὶ ἢ ἐν Ἰωνάθαν τῷ υἱῷ μου
ἡ ἀδικία; Κύριε ὁ Θεὸς Ἰσραὴλ δὸς
δήλους· καὶ ἐὰν τάδε εἴπῃς, ἐν
τῷ λαῷ σου Ἰσραήλ, δὸς δὴ ὁσιότητα.
καὶ κληροῦται Ἰωνάθαν καὶ Σαούλ, καὶ ὁ
λαὸς ἐξῆλθε.
Α Βασ. 14,41 Είπε τότε ο Σαούλ προς τον Θεόν· “Κυριε, Θεέ του
Ισραηλιτικού λαού, διατί δεν απήντησες εις εμέ τον δούλον σου σήμερον, που σε
ηρώτησα; Εάν η παράβασις έγινεν από εμέ η από τον Ιωνάθαν, ω Κυριε, Θεέ του
Ισραηλιτικού λαού, φανέρωσε τούτο με την δήλωσίν που υπάρχει στο αρχιερατικόν
εφούδ. Εάν όμως η ενοχή βαρύνη τον λαόν, φανέρωσον τούτο με την αλήθειαν που
υπάρχει στο εφούδ”. Εγινε κλήρος και ο κλήρος έπεσε και ώρισεν ως ενόχους τον
Ιωνάθαν και τον Σαούλ. Ο λαός απηλλάγη από κάθε ευθύνην.
Α Βασ. 14,42 καὶ εἶπε
Σαούλ· βάλετε ἀνὰ μέσον ἐμοῦ καὶ
ἀνὰ μέσον Ἰωνάθαν τοῦ υἱοῦ μου·
ὃν ἂν κατακληρώσηται Κύριος, ἀποθανέτω. καὶ
εἶπεν ὁ λαὸς πρὸς Σαούλ· οὐκ ἔστι
τὸ ῥῆμα τοῦτο. καὶ κατεκράτησε Σαοὺλ
τοῦ λαοῦ, καὶ βάλλουσιν ἀνὰ μέσον
αὐτοῦ καὶ ἀνὰ μέσον Ἰωνάθαν τοῦ
υἱοῦ αὐτοῦ, καὶ κατακληροῦται
Ἰωνάθαν.
Α Βασ. 14,42 Είπε τότε ο Σαούλ· “βάλτε κλήρους δι' εμέ και δια τον
υιόν μου τον Ιωνάθαν. Εκείνος δέ, τον οποίον δια του κλήρου θα δείξη ο
Κυριος, θα καταδικασθή εις θάνατον”. Ο λαός απήντησε· “δεν ημπορεί να γίνη
κάτι τέτοιο”. Αλλά, η γνώμη του Σαούλ επεκράτησεν. Εγινε κλήρωσις μεταξύ
αυτού και του υιού του του Ιωνάθαν, ο δε κλήρος έδειξεν ως ένοχον τον
Ιωνάθαν.
Α Βασ. 14,43 καὶ εἶπε
Σαοὺλ πρὸς Ἰωνάθαν· ἀπάγγειλόν μοι τί πεποίηκας.
καὶ ἀπήγγειλεν αὐτῷ Ἰωνάθαν καὶ
εἶπε· γευόμενος ἐγευσάμην ἐν ἄκρῳ τῷ
σκήπτρῳ τῷ ἐν τῇ χειρί μου βραχὺ μέλι,
καὶ ἰδοὺ ἐγὼ ἀποθνήσκω.
Α Βασ. 14,43 Ο Σαούλ ηρώτησε τον Ιωνάθαν· “πές μου, τι έκαμες;” Ο
Ιωνάθαν ανέφερεν εις αυτόν και είπεν· “με το άκρον της ράβδου μου, που
ευρίσκετο εις τα χέρια μου, επήρα και εγεύθην ολίγον μέλι. Και να, τώρα εγώ
δια τούτο καταδικάζομαι εις θάνατον”.
Α Βασ. 14,44 καὶ εἶπεν
αὐτῷ Σαούλ· τάδε ποιήσαι μοι ὁ Θεὸς καὶ
τάδε προσθείη, ὅτι θανάτῳ ἀποθανῇ σήμερον.
Α Βασ. 14,44 Ο Σαούλ είπεν εις αυτόν· “οιανδήποτε τιμωρίαν και αν
θέλη ας μου επιβάλη ο Κυριος, και την ακόμη βαρυτέραν ας προσθέση, εάν δεν
καταδικασθής σήμερον εις θάνατον”.
Α Βασ. 14,45 καὶ εἶπεν
ὁ λαὸς πρὸς Σαούλ· εἰ σήμερον θανατωθήσεται
ὁ ποιήσας τὴν σωτηρίαν τὴν μεγάλην ταύτην ἐν
Ἰσραήλ; ζῇ Κύριος, εἰ πεσεῖται τριχὸς τῆς
κεφαλῆς αὐτοῦ ἐπὶ τὴν γῆν·
ὅτι ὁ λαὸς τοῦ Θεοῦ ἐποίησε τὴν
ἡμέραν ταύτην. καὶ προσηύξατο ὁ λαὸς περὶ
Ἰωνάθαν ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ,
καὶ οὐκ ἀπέθανε.
Α Βασ. 14,45 Ο ισραηλιτικός όμως λαός είπεν στον Σαούλ· “θα θανατωθή
λοιπόν ο Ιωνάθαν σήμερον, αυτός ο οποίος υπήρξεν ο αίτιος της μεγάλης νίκης
των Ισραηλιτών; Ο Κυριος ζη και δεν θα πέση ούτε τρίχα από την κεφαλήν του
Ιωνάθαν”. Ο λαός του Θεού, ο οποίος επέτυχε την νίκην εκείνην, αυτός
προσηυχήθη υπέρ του Ιωνάθαν κατά την ημέραν εκείνην και έτσι δεν κατεδικάσθη
αυτός εις θάνατον.
Α Βασ. 14,46 καὶ ἀνέβη
Σαοὺλ ἀπὸ ὄπισθεν τῶν ἀλλοφύλων,
καὶ οἱ ἀλλόφυλοι ἀπῆλθον εἰς τὸν
τόπον αὐτῶν.
Α Βασ. 14,46 Ο Σαούλ συνέχισε την καταδίωξιν των Φιλισταίων εις
Γαβαά, οι δε Φιλισταίοι πανικόβλητοι επανήλθον εις την χώραν των.
Η οικογένεια του Σαούλ
Α Βασ. 14,47 Καὶ Σαοὺλ
κατακληροῦται ἔργον ἐπὶ Ἰσραήλ. καὶ
ἐπολέμει κύκλῳ πάντας τούς ἐχθροὺς αὐτοῦ,
εἰς τὸν Μωὰβ καὶ εἰς τοὺς
υἱοὺς Ἀμμὼν καὶ εἰς τοὺς
υἱοὺς Ἐδὼμ καὶ εἰς τὸν
Βαιθεὼρ καὶ εἰς βασιλέα Σουβὰ καὶ εἰς
τοὺς ἀλλοφύλους· οὗ ἂν ἐστράφη,
ἐσώζετο.
Α Βασ. 14,47 Ο Σαούλ είχε λάβει με θείον κλήρον την βασιλικήν
εξουσίαν επί του Ισραηλιτικού λαού και επολέμησε τους γύρω εχθρούς του,
δηλαδή τους Μωαβίτας, τους Αμμωνίτας, τους Ιδουμαίους, τους κατοικούντας
Βαιθεώρ, τον βασιλέα Σουβά και τους Φιλισταίους. Οπουδήποτε δε και αν έστρεφε
τας πολεμικάς του επιχειρήσεις, ενικούσε.
Α Βασ. 14,48 καὶ ἐποίησε
δύναμιν καὶ ἐπάταξε τὸν Ἀμαλὴκ καὶ
ἐξείλατο τὸν Ἰσραὴλ ἐκ χειρὸς τῶν
καταπατούντων αὐτόν.
Α Βασ. 14,48 Συνεκέντρωσε δε πολύν στρατόν και επολέμησε τους
Αμαληκίτας, τους ενίκησε και έτσι απήλλαξε τον ισραηλιτικόν λαόν από τα χέρια
των εχθρών των, κάτω από την εξουσίαν των οποίων ευρίσκοντο και συνεχώς
ελεηλατούντο.
Α Βασ. 14,49 καὶ ἦσαν
οἱ υἱοὶ Σαοὺλ Ἰωνάθαν καὶ
Ἰεσσιοὺ καὶ Μελχισά· καὶ ὀνόματα τῶν
δύο θυγατέρων αὐτοῦ, ὄνομα τῇ πρωτοτόκῳ Μερόβ,
καὶ ὄνομα τῇ δευτέρᾳ Μελχόλ·
Α Βασ. 14,49 Οι υιοί του Σαούλ ήσαν· Ο Ιωνάθαν, ο Ιεσσιού και ο
Μελχισά. Αι δε δύο θυγατέρες του ωνομάζοντο, η μεν πρωτοτόκος ωνομάζετο
Μερόβ, η δε δευτερότοκος ωνομάζετο Μελχόλ.
Α Βασ. 14,50 καὶ ὄνομα
τῇ γυναικὶ αὐτοῦ Ἀχινοὸμ θυγάτηρ
Ἀχιμάας. καὶ ὄνομα τῷ ἀρχιστρατήγῳ
αὐτοῦ Ἀβεννήρ, υἱὸς Νήρ, υἱοῦ
οἰκείου Σαούλ·
Α Βασ. 14,50 Η σύζυγος του Σαούλ ωνομάζετο Αχινοόμ, ήτο δε θυγάτηρ
του Αχιμάας. Ο αρχιστράτηγός του ωνομάζετο Αβεννήρ και ήτο υιός του Νηρ, υιού
του θείου του Σαούλ.
Α Βασ. 14,51 καὶ Κὶς
πατὴρ Σαοὺλ καὶ Νὴρ πατὴρ Ἀβεννὴρ
υἱὸς Ἰαμὶν υἱοῦ Ἀβιήλ.
Α Βασ. 14,51 Ο πατήρ του Σαούλ ωνομάζετο Κις. Ο δε πατήρ του
Αβεννήρ ωνομάζετο Νηρ, ήτο δε υιός του Ιαμίν, ο οποίος πάλιν ήτο υιός του
Αβιήλ.
Α Βασ. 14,52 καὶ ἦν
ὁ πόλεμος κραταιὸς ἐπὶ τοὺς ἀλλοφύλους
πάσας τὰς ἡμέρας Σαούλ. καὶ ἰδὼν Σαοὺλ
πάντα ἄνδρα δυνατὸν καὶ πάντα ἄνδρα υἱὸν
δυνάμεως καὶ συνήγαγεν αὐτοὺς πρὸς αὐτόν.
Α Βασ. 14,52 Καθ' όλον το διάστημα της ζωής του Σαούλ ο πόλεμος των
Ισραηλιτών εναντίον των Φιλισταίων υπήρξεν έντονος. Ο Σαούλ, όταν έβλεπε
άνδρα δυνατόν και ικανόν, τον προσελάμβανεν εις την υπηρεσίαν του.
|