ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ

 

ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Α'- ΚΕΦ. 1-7

 

 

Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΚΑΙ Η ΚΛΗΣΗ ΤΟΥ ΣΑΜΟΥΗΛ

Ο ΚΡΙΤΗΣ ΗΛΙ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1- Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ ΣΑΜΟΥΗΛ  

Η ΑΦΙΕΡΩΣΗ ΤΟΥ ΣΑΜΟΥΗΛ ΣΤΟΝ ΚΥΡΙΟ

                                    Η πικρία της Άννας

Α Βασ. 1,1         Ἄνθρωπος ἦν ἐξ Ἀρμαθαὶμ Σιφά, ἐξ ὄρους Ἐφραίμ, καὶ ὄνομα αὐτῷ Ἑλκανὰ υἱὸς Ἱερεμεὴλ υἱοῦ Ἠλιοὺ υἱοῦ Θοκὲ ἐν Νασὶβ Ἐφραίμ.

Α Βασ. 1,1                  Κατά την εποχήν εκείνην των Κριτών εζούσε ένας άνθρωπος, ο οποίος κατήγετο από την πόλιν Αρμαθαίμ, την περιοχήν Σιφά, η οποία ευρίσκετο εις την ορεινήν χώραν, όπου κατοικούσεν η φυλή του Εφραίμ. Ο άνθρωπος αυτός ωνομάζετο Ελκανά και ήτο υιός του Ιερεμεήλ, υιού του Ηλιού, ο οποίος Ηλιού ήτο υιός του Θοκέ από την Νασίβ, της φυλής Εφραίμ.

Α Βασ. 1,2         καὶ τούτῳ δύο γυναῖκες· ὄνομα τῇ μιᾷ Ἄννα, καὶ ὄνομα τῇ δευτέρᾳ Φεννάνα· καὶ ἦν τῇ Φεννάνᾳ παιδία, καὶ τῇ Ἄννᾳ οὐκ ἦν παιδίον.

Α Βασ. 1,2                 Ο Ελκανά είχε δυο συζύγους, η μία ωνομάζετο Αννα, η δε άλλη ωνομάζετο Φεννάνα. Η Φεννάνα είχε παιδιά, η Αννα όμως δεν είχε παιδί.

Α Βασ. 1,3         καὶ ἀνέβαινεν ὁ ἄνθρωπος ἐξ ἡμερῶν εἰς ἡμέρας ἐκ πόλεως αὐτοῦ ἐξ Ἀρμαθαὶμ προσκυνεῖν καὶ θύειν Κυρίῳ τῷ Θεῷ Σαβαὼθ εἰς Σηλώ· καὶ ἐκεῖ Ἡλὶ καὶ οἱ δύο υἱοὶ αὐτοῦ Ὀφνὶ καὶ Φινεὲς ἱερεῖς τοῦ Κυρίου.

Α Βασ. 1,3                 Ο άνθρωπος αυτός, ευσεβής καθώς ήτο, ανέβαινε κάθε χρόνον από την πατρίδα του την Αρμαθαίμ εις Σηλώ, τον ιερόν τόπον, δια να προσκυνή και να προσφέρη θυσίας στον Κυριον τον Θεόν τον παντοκράτορα. Εις Σηλώ αρχιερεύς ήτο τότε ο Ηλί, ιερείς δε οι δύο υιοί του, ο Οφνί και ο Φινεές.

Α Βασ. 1,4         καὶ ἐγενήθη ἡμέρα καὶ ἔθυσεν Ἑλκανὰ καὶ ἔδωκε τῇ Φεννάνᾳ, γυναικὶ αὐτοῦ, καὶ τοῖς υἱοῖς αὐτῆς μερίδας·

Α Βασ. 1,4                 Καποιαν ημέραν, κατά την οποίαν ο Ελκανά προσέφερε την καθιερωμένην ειρηνικήν θυσίαν, έδωσεν εις την Φεννάναν και τους υιούς της πολλάς μερίδας, αναλόγους προς τον αριθμόν αυτών, από τα υπόλοιπα των θυσιών.

Α Βασ. 1,5         καὶ τῇ Ἄννᾳ ἔδωκε μερίδα μίαν, ὅτι οὐκ ἦν αὐτῇ παιδίον, πλὴν ὅτι τὴν Ἄνναν ἠγάπα Ἑλκανὰ ὑπὲρ ταύτην. καὶ Κύριος ἀπέκλεισε τὰ περὶ τὴν μήτραν αὐτῆς,

Α Βασ. 1,5                 Εις την Ανναν όμως, επειδή δεν είχε παιδιά, έδωκε μίαν μόνον μερίδα δι' αυτήν την ιδίαν. Αλλ' ο Ελκανά ηγάπα την Ανναν περισσότερον από την Φεννάναν. Ο Κυριος όμως είχε δώσει εις αυτήν στειρότητα και δεν αποκτούσε παιδιά.

Α Βασ. 1,6         ὅτι οὐκ ἔδωκεν αὐτῇ Κύριος παιδίον κατὰ τὴν θλῖψιν αὐτῆς καὶ κατὰ τὴν ἀθυμίαν τῆς θλίψεως αὐτῆς, καὶ ἠθύμει διὰ τοῦτο, ὅτι συνέκλεισε Κύριος τὰ περὶ τὴν μήτραν αὐτῆς τοῦ μὴ δοῦναι αὐτῇ παιδίον.

Α Βασ. 1,6                 Δεν έδωκεν εις αυτήν ο Κυριος παιδίον, πράγμα το οποίον προεκάλει θλίψιν εις αυτήν, και υπό το βάρος της θλίψεως ήτο διαρκώς μελαγχολική και άθυμος, διότι ο Κυριος είχε καταστήσει αυτήν στείραν και δεν της έδιδε παιδί.

Α Βασ. 1,7         οὕτως ἐποίει ἐνιαυτὸν κατ᾿ ἐνιαυτόν, ἐν τῷ ἀναβαίνειν αὐτὴν εἰς οἶκον Κυρίου· καὶ ἠθύμει καὶ ἔκλαιε καὶ οὐκ ἤσθιε.

Α Βασ. 1,7                 Ετσι έκανε κάθε έτος ο Ελκανά, όταν ανέβαινεν εις την Σκηνήν του Μαρτυρίου, δια να προσφέρη τας καθιερωμένας θυσίας, η δε σύζυγός του η Αννα κατελαμβάνετο από αθυμίαν, έκλαιε και δεν έτρωγε.

Α Βασ. 1,8         καὶ εἶπεν αὐτῇ Ἑλκανὰ ὁ ἀνὴρ αὐτῆς· Ἄννα. καὶ εἶπεν αὐτῷ· ἰδοὺ ἐγώ, κύριε. καί εἶπεν αὐτῇ· τί ἔστι σοι, ὅτι κλαίεις; καὶ ἱνατί οὐκ ἐσθίεις; καὶ ἱνατί τύπτει σε ἡ καρδία σου; οὐκ ἀγαθὸς ἐγώ σοι ὑπὲρ δέκα τέκνα;

Α Βασ. 1,8                 Ο Ελκανά, ο σύζυγός της, είπεν εις αυτήν· “Αννα” ! Εκείνη του απήντησεν· “Ιδού εγώ, κύριε”. Εκείνος πάλιν της λέγει· “τι συμβαίνει και διατί κλαίεις, και διατί δεν τρώγεις, και διατί σε πληγώνει η καρδία σου και είσαι περίλυπος; Εγώ δεν είμαι δια σε καλύτερος και από δέκα ακόμη παιδιά;”

Α Βασ. 1,9         καὶ ἀνέστη Ἄννα μετὰ τὸ φαγεῖν αὐτοὺς ἐν Σηλὼ καὶ κατέστη ἐνώπιον Κυρίου, καὶ Ἡλὶ ὁ ἱερεὺς ἐκάθητο ἐπὶ τοῦ δίφρου ἐπὶ τῶν φλιῶν ναοῦ Κυρίου.

Α Βασ. 1,9                 Επειτα από αυτό το οικογενειακόν, μετά την θυσίαν, φαγητόν εις Σηλώ, η Αννα εσηκώθη, μετέβη και εστάθη ενώπιον της Σκηνής του Μαρτυρίου. Ο αρχιερεύς ο Ηλί εκάθητο επάνω εις ένα ανάκλιντρον εις την είσοδον της Σκηνής του Μαρτυρίου.

Α Βασ. 1,10        καὶ αὐτὴ κατώδυνος ψυχῇ καὶ προσηύξατο πρὸς Κύριον καὶ κλαίουσα ἔκλαυσε

Α Βασ. 1,10               Η Αννα ήτο βαθύτατα λυπημένη και προοηυχήθη προς τον Κυριον. Καθ' ον δε χρόνον προσηύχετο, έκλαιε και έχυνεν άφθονα δάκρυα.

Α Βασ. 1,11        καὶ ηὔξατο εὐχὴν Κυρίῳ λέγουσα· Ἀδωναΐ Κύριε Ἐλωὲ Σαβαώθ, ἐὰν ἐπιβλέπων ἐπιβλέψῃς ἐπὶ τὴν ταπείνωσιν τῆς δούλης σου καὶ μνησθῇς μου καὶ δῷς τῇ δούλῃ σου σπέρμα ἀνδρῶν, καὶ δώσω αὐτὸν ἐνώπιόν σου δοτὸν ἕως ἡμέρας θανάτου αὐτοῦ, καὶ οἶνον καὶ μέθυσμα οὐ πίεται, καὶ σίδηρος οὐκ ἀναβήσεται ἐπὶ τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ.

Α Βασ. 1,11                Κατά την ώραν εκείνην της προσευχής έκαμε ένα τάμα προς τον Θεόν λέγουσα· “Αδωναΐ, Κυριε, Ελωέ Σαβαώθ, εάν ρίψης βλέμμα ευσπλαγχνίας και ίδης την θλίψιν και την εντροπήν της δούλης σου εκ του γεγονότος ότι είμαι στείρα, με ενθυμηθής στο έλεός σου και μου δώσης τέκνον, εγώ σου υπόσχομαι να αφιερώσω αυτό ενώπιόν σου, δια να σε υπηρετή διαρκώς μέχρι της ημέρας του θανάτου του. Υπόσχομαι επί πλέον ότι οίνον και οινοπνευματώδη γενικώς ποτά δεν θα πίη το παιδί αυτό εις όλην του την ζωήν· ψαλλίδι δεν θα ανέβη επί της κεφαλής του, δια να του κόψη την κόμην”.

 

                                    Η γέννηση του Σαμουήλ

Α Βασ. 1,12        καὶ ἐγενήθη ὅτε ἐπλήθυνε προσευχομένη ἐνώπιον Κυρίου, καὶ Ἡλὶ ὁ ἱερεὺς ἐφύλαξε τὸ στόμα αὐτῆς·

Α Βασ. 1,12               Επειδή δε αυτή επί πολλήν ώραν παρέτεινε την προσευχήν της ενώπιον της Σκηνής του Μαρτυρίου, ο αρχιερεύς Ηλί παρετήρει το στόμα αυτής·

Α Βασ. 1,13        καὶ αὕτη ἐλάλει ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτῆς καὶ τὰ χείλη αὐτῆς ἐκινεῖτο, καὶ φωνὴ αὐτῆς οὐκ ἠκούετο· καὶ ἐλογίσατο αὐτὴ Ἡλὶ εἰς μεθύουσαν.

Α Βασ. 1,13                παρετήρει δηλαδή ότι αυτή ωμιλούσε από την καρδίαν της, τα δε χείλη της μόλις εκινούντο και η φωνή της δεν ηκούετο καθόλου. Ο Ηλί την ενόμισε μεθυσμένην.

Α Βασ. 1,14        καὶ εἶπεν αὐτῇ τὸ παιδάριον Ἡλί· ἕως πότε μεθυσθήσῃ; περιελοῦ τὸν οἶνόν σου καὶ πορεύου ἐκ προσώπου Κυρίου.

Α Βασ. 1,14               Είπε δε ο υπηρέτης του Ηλί, κατ' εντολήν του Ηλί· “έως πότε θα είσαι μεθυσμένη; Σταμάτησε την επήρειαν του κρασιού σου και απομακρύνσου από την Σκηνήν του Μαρτυρίου”.

Α Βασ. 1,15        καὶ ἀπεκρίθη Ἄννα καὶ εἶπεν· οὐχί, κύριε· γυνή, ᾗ σκληρὰ ἡμέρα, ἐγώ εἰμι καὶ οἶνον καὶ μέθυσμα οὐ πέπωκα καὶ ἐκχέω τὴν ψυχήν μου ἐνώπιον Κυρίου·

Α Βασ. 1,15                Απεκρίθη δε η Αννα και του είπε· “οχι, κύριε, δεν είμαι μεθυσμένη. Είμαι μία σύζυγος, η οποία διέρχεται πολύ πικράς ημέρας. Οίνον και αλλά οινοπνευματώδη ποτά δεν έχω πίει, αλλά ξεχύνω τον πόνον της ψυχής μου ενώπιον του Κυρίου.

Α Βασ. 1,16        μὴ δῷς τὴν δούλην σου εἰς θυγατέρα λοιμήν, ὅτι ἐκ πλήθους ἀδολεσχίας μου ἐκτέτακα ἕως νῦν.

Α Βασ. 1,16               Μη θεωρήσης εμέ την δούλην σου ως αμαρτωλήν και ασεβή γυναίκα. Δεν είμαι εγώ τέτοια, αλλά ο υπερβολικός πόνος έχει λυώσει την ψυχήν μου και δι'αυτό απευθύνω την μακράν αυτήν προσευχήν προς τον Κυριον”.

Α Βασ. 1,17        καὶ ἀπεκρίθη Ἡλὶ καὶ εἶπεν αὐτῇ· πορεύου εἰς εἰρήνην· ὁ Θεὸς Ἰσραὴλ δώῃ σοι πᾶν αἴτημά σου, ὃ ᾐτήσω παρ᾿ αὐτοῦ.

Α Βασ. 1,17                Ο Ηλί απεκρίθη προς αυτήν και της είπε· “πήγαινε στο καλό· εύχομαι να εκπληρώση ο Θεός του Ισραήλ ολόκληρον το αίτημά σου και σου δώση αυτό το οποίον εζήτησες”.

Α Βασ. 1,18        καὶ εἶπεν· εὗρεν ἡ δούλη σου χάριν ἐν ὀφθαλμοῖς σου. καὶ ἐπορεύθη ἡ γυνὴ εἰς τὴν ὁδὸν αὐτῆς καὶ εἰσῆλθεν εἰς τὸ κατάλυμα αὐτῆς καὶ ἔφαγε μετὰ τοῦ ἀνδρὸς αὐτῆς καὶ ἔπιε, καὶ τὸ πρόσωπον αὐτῆς οὐ συνέπεσεν ἔτι.

Α Βασ. 1,18               Είπε τότε η Αννα· “είθε εγώ, η δούλη σου, να εύρω χάριν ενώπιόν σου και ο Κυριος να εισακούση την ευχήν σου”. Ανεχώρησεν έπειτα η Αννα από την Σκηνήν του Μαρτυρίου και μετέβη στο προσωρινόν κατάλυμα του συζύγου της, εις Σηλώ. Εκεί έφαγε και έπιε και το πρόσωπόν της δεν εφαίνετο πλέον θλιμμένον.

Α Βασ. 1,19        καὶ ὀρθρίζουσι τὸ πρωΐ καὶ προσκυνοῦσι τῷ Κυρίῳ καὶ πορεύονται τὴν ὁδὸν αὐτῶν. καὶ εἰσῆλθεν Ἑλκανὰ εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ Ἀρμαθαὶμ καὶ ἔγνω τὴν Ἄνναν γυναῖκα αὐτοῦ, καὶ ἐμνήσθη αὐτῆς Κύριος, καὶ συνέλαβε.

Α Βασ. 1,19               Την επομένην πολύ πρωϊ εσηκώθησαν, προσεκύνησαν ενώπιον της Σκηνής του Μαρτυρίου και επορεύθησαν προς την ιδιαιτέραν των πόλιν, την Αρμαθαίμ. Ο Ελκανά εισήλθεν στον οίκον του εις Αρμαθαίμ, ήλθεν εις συνάφειαν με την σύζυγόν του την Ανναν, ο δε Κυριος την επεσκέφθη και έμεινεν αυτή έγκυος.

Α Βασ. 1,20        καὶ ἐγενήθη τῷ καιρῷ τῶν ἡμερῶν καὶ ἔτεκεν υἱόν· καὶ ἐκάλεσε τὸ ὄνομα αὐτοῦ Σαμουὴλ καὶ εἶπεν· ὅτι παρὰ Κυρίου Θεοῦ Σαβαὼθ ᾐτησάμην αὐτόν.

Α Βασ. 1,20               Κατά τον κανονικόν χρόνον, τον ένατον δηλαδή μήνα, εγέννησεν υιόν και ωνόμασεν αυτόν Σαμουήλ λέγουσα· “ονομάζω αυτόν Σαμουήλ, διότι από τον Κυριον τον Θεόν τον παντοκράτορα εζήτησα και τον έλαβα”.

 

                                    Ο Σαμουήλ αφιερώνεται στον Κύριο

Α Βασ. 1,21        Καὶ ἀνέβη ὁ ἄνθρωπος Ἑλκανὰ καὶ πᾶς ὁ οἶκος αὐτοῦ θῦσαι ἐν Σηλὼμ τὴν θυσίαν τῶν ἡμερῶν καὶ τὰς εὐχὰς αὐτοῦ καὶ πάσας τὰς δεκάτας τῆς γῆς αὐτοῦ·

Α Βασ. 1,21               Μετά ένα έτος ο άνθρωπος αυτός, ο Ελκανά και όλη η οικογένειά του, ανέβησαν κατά την συνήθειάν των εις Σηλώμ, δια να προσφέρη ο Ελκανά την ετησίαν θυσίαν, το τάξιμόν του, και το υπό του Μωσαϊκού Νομου οριζόμενον δέκατον από τα γεωργικά του προϊόντα.

Α Βασ. 1,22        καὶ Ἄννα οὐκ ἀνέβη μετ᾿ αὐτοῦ, ὅτι εἶπε τῷ ἀνδρὶ αὐτῆς· ἕως τοῦ ἀναβῆναι τὸ παιδάριον, ἐὰν ἀπογαλακτίσω αὐτό, καὶ ὀφθήσεται τῷ προσώπῳ Κυρίου καὶ καθήσεται ἕως αἰῶνος ἐκεῖ.

Α Βασ. 1,22               Η Αννα όμως δεν ανέβη μαζή του και είπεν στον άνδρα της· “εγώ θα παραμείνω και δεν θα αναβώ στον ναόν του Κυρίου, μέχρις ότου έλθη εποχή και είναι εις θέσιν να αναβή και το τέκνον μας αυτό μετά τον απογαλακτισμόν του. Τοτε θα το παρουσιάσωμεν ενώπιον του Κυρίου, δια να παραμένη εκεί ισοβίως”.

Α Βασ. 1,23        καὶ εἶπεν αὐτῇ Ἑλκανὰ ὁ ἀνὴρ αὐτῆς· ποίει τὸ ἀγαθὸν ἐν ὀφθαλμοῖς σου, κάθου ἕως ἂν ἀπογαλακτίσῃς αὐτό· ἀλλὰ στήσαι Κύριος τὸ ἐξελθὸν ἐκ τοῦ στόματός σου. καὶ ἐκάθισεν ἡ γυνὴ καὶ ἐθήλασε τὸν υἱὸν αὐτῆς, ἕως ἂν ἀπογαλακτίσῃ αὐτόν.

Α Βασ. 1,23               Ο Ελκανά, ο σύζυγός της, της είπε· “κάμε αυτό που νομίζεις ότι είναι καλόν. Καθησε, δηλαδή, εδώ μέχρις ότου απογαλακτίσης το παιδίον. Εύχομαι δέ, να εκπληρώση ο Κυριος το τάμα σου, όπως το είπες”. Η Αννα παρέμεινεν στον οίκον της, μέχρις ότου απογαλακτίση τον υιόν της.

Α Βασ. 1,24        καὶ ἀνέβη μετ᾿ αὐτοῦ εἰς Σηλὼμ ἐν μόσχῳ τριετίζοντι καὶ ἄρτοις καὶ οἰφὶ σεμιδάλεως καὶ νέβελ οἴνου καὶ εἰσῆλθεν εἰς οἶκον Κυρίου ἐν Σηλώμ, καὶ τὸ παιδάριον μετ᾿ αὐτῶν.

Α Βασ. 1,24               Κατόπιν ανέβη και αυτή με τον σύζυγόν της εις Σηλώμ φέρουσα μαζή της ως θυσίαν αιματηράν ένα μόσχον τριών ετών και την ανάλογον αναίμακτον θυσίαν από άρτους, είκοσι περίπου χιλιόγραμμα σημιγδάλι και ένα ασκί κρασί. Εισήλθον εις την αυλήν της Σκηνής του Μαρτυρίου, που ευρίσκετο εις την Σηλώμ. Το δε παιδίον ήτο μαζή τους.

Α Βασ. 1,25        καὶ προσήγαγον ἐνώπιον Κυρίου, καὶ ἔσφαξεν ὁ πατὴρ αὐτοῦ τὴν θυσίαν, ἣν ἐποίει ἐξ ἡμερῶν εἰς ἡμέρας τῷ Κυρίῳ, καὶ προσήγαγε τὸ παιδάριον καὶ ἔσφαξε τὸν μόσχον. καὶ προσήγαγεν Ἄννα ἡ μήτηρ τοῦ παιδίου πρὸς Ἡλὶ

Α Βασ. 1,25               Προσέφεραν τα προς θυσίαν στον οίκον του Κυρίου. Ο πατήρ έσφαξε το ζώον, το οποίον κάθε έτος προσέφεραν εις την Σκηνήν του Μαρτυρίου ως θυσίαν. Επειτα δε ωδήγησε και παρέδωσε το παιδί στον Κυριον, έσφαξε και εθυσίασε τον τριετή μόσχον και η Αννα η μητέρα του παιδίου επλησίασε προς τον Ηλί

Α Βασ. 1 ,26       καὶ εἶπεν· ἐν ἐμοί, κύριε· ζῇ ἡ ψυχή σου, ἐγὼ ἡ γυνὴ ἡ καταστᾶσα ἐνώπιόν σου μετὰ σοῦ ἐν τῷ προσεύξασθαι πρὸς Κύριον·

Α Βασ. 1,26               και του είπε· “παρατηρήσατέ με, κύριε όσον είναι αληθινόν ότι σεις είσθε ο Ηλί, άλλο τόσον είναι αληθινόν ότι εγώ είμαι η γυναίκα εκείνη, η οποία ευρέθη κάποτε ενώπιόν σου προσευχομένη προς τον Θεόν.

Α Βασ. 1,27        ὑπὲρ τοῦ παιδαρίου τούτου προσηυξάμην, καὶ ἔδωκέ μοι Κύριος τὸ αἴτημά μου, ὃ ᾐτησάμην παρ᾿ αὐτοῦ·

Α Βασ. 1,27               Δια το παιδίον τούτο εγώ τότε πρρσηυχήθην. Ο δε Κυριος εδέχθη το αίτημά μου και επραγματοποίησεν αυτό το οποίον του εζητούσα.

Α Βασ. 1,28        κἀγὼ κιχρῶ αὐτὸν τῷ Κυρίῳ πάσας τὰς ἡμέρας, ἃς ζῇ αὐτός, χρῆσιν τῷ Κυρίῳ. Καὶ εἶπεν.

Α Βασ. 1,28               Και εγώ σήμερον αφιερώνω αυτό το παιδί μου στον Κυριον, δια να υπηρετή τον Κυριον ισοβίως”. Η Αννα είπε κατόπιν την κατωτέρω ωδήν.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2- Η ΩΔΗ ΤΗΣ ΑΝΝΑΣ  

Η ΑΣΕΒΕΙΣ ΓΙΟΙ ΤΟΥ ΗΛΙ ΚΑΙ Η ΤΙΜΩΡΙΑ ΤΟΥΣ

                                    Η ωδή της Άννας

Α Βασ. 2,1         Ἐστερεώθη ἡ καρδία μου ἐν Κυρίῳ, ὑψώθη κέρας μου ἐν Θεῷ μου· ἐπλατύνθη ἐπ᾿ ἐχθρούς μου τὸ στόμα μου, εὐφράνθην ἐν σωτηρίᾳ σου.

Α Βασ. 2,1                 Η λυπημένη και κλονισμένη καρδία μου εστερεώθη με την δύναμιν και την χάριν του Κυρίου. Εξυψώθη η δύναμίς μου δια του Θεού μου, το στόμα μου διάπλατα ήνοιξεν εναντίον των εχθρών μου. Είμαι γεμάτη χαράν από την σωτηριώδη δύναμιν του Κυρίου.

Α Βασ. 2,2         ὅτι οὐκ ἔστιν ἅγιος ὡς Κύριος, καὶ οὐκ ἔστι δίκαιος ὡς ὁ Θεὸς ἡμῶν· οὐκ ἔστιν ἅγιος πλήν σου.

Α Βασ. 2,2                Διότι δεν υπάρχει απολύτως κανένας άλλος άγιος, όπως είναι ο Κυριος, ούτε κανένας άλλος δίκαιος όπως είναι ο δίκαιος Θεός μας. Δεν υπάρχει κανένας άλλος άγιος, πλην από σε Κυριε.

Α Βασ. 2,3         μὴ καυχᾶσθε, καὶ μὴ λαλεῖτε ὑψηλά, μὴ ἐξελθέτω μεγαλοῤῥημοσύνη ἐκ τοῦ στόματος ὑμῶν, ὅτι Θεὸς γνώσεων Κύριος καὶ Θεὸς ἑτοιμάζων ἐπιτηδεύματα αὐτοῦ.

Α Βασ. 2,3                 Ανθρωποι, μη καυχάσθε και μη λαλήτε υπερήφανα λόγια. Ας μη εξέλθουν από το στόμα σας αλαζονικά λόγια, διότι ο Θεός είναι ο μόνος παντογνώστης Κυριος. Αυτός είναι, που φέρει εις άριστον πέρας τα τέλεια αυτού έργα.

Α Βασ. 2,4         τόξον δυνατῶν ἠσθένησε, καὶ ἀσθενοῦντες περιεζώσαντο δύναμιν·

Α Βασ. 2,4                Δυνατών πολεμιστών τα τόξα απεδείχθησαν ανίσχυρα, ενώ εξ αντιθέτου άνθρωποι ασθενείς και αδύνατοι περιεζώσθησαν και απέκτησαν δύναμιν.

Α Βασ. 2,5         πλήρεις ἄρτων ἠλαττώθησαν, καὶ οἱ πεινῶντες παρῆκαν γῆν· ὅτι στεῖρα ἔτεκεν ἑπτά, καὶ ἡ πολλὴ ἐν τέκνοις ἠσθένησε.

Α Βασ. 2,5                 Ανθρωποι πλούσιοι εις υλικά αγαθά επτώχυναν και επείνασαν, ενώ άνθρωποι πτωχοί, οι οποίοι επεινούσαν, έγιναν πλούσιοι τόσον πολύ, ώστε εγκατεστάθησαν εις εύφορον χώραν. Υπήρξε στείρα, η οποία εγέννησε πολλά παιδιά και εξ αντιθέτου υπήρξε πολύτεκνος με πολλά παιδιά, η οποία εν τέλει έμεινε μόνη της και απωρφανισμένη,

Α Βασ. 2,6         Κύριος θανατοῖ καὶ ζωογονεῖ, κατάγει εἰς ᾅδου καὶ ἀνάγει·

Α Βασ. 2,6                Ο Θεός είναι ο κύριος του θανάτου και της ζωής. Αυτός θανατώνει και αυτός ζωογονεί, αυτός κατεβάζει τους ανθρώπους στον τάφον και αυτός τους επαναφέρει πάλιν εις την ζωήν.

Α Βασ. 2,7         Κύριος πτωχίζει καὶ πλουτίζει, ταπεινοῖ καὶ ἀνυψοῖ.

Α Βασ. 2,7                 Ο Κυριος είναι εκείνος ο οποίος καθιστά πτωχούς τους πλουσίους και κάμνει πλουσίους τους πτωχούς. Ταπεινώνει και ανυψώνει.

Α Βασ. 2,8         ἀνιστᾷ ἀπὸ γῆς πένητα καὶ ἀπὸ κοπρίας ἐγείρει πτωχὸν καθίσαι μετὰ δυναστῶν λαοῦ καὶ θρόνον δόξης κατακληρονομῶν αὐτοῖς.

Α Βασ. 2,8                Αυτός ανεγείρει από την γην τον κατάκοιτον πτωχόν· πεινώντα και στερούμενον, που κοιμάται εις την κοπριάν, τον ανυψώνει και τον ενθρονίζει ως ισχυράν μεταξύ των ισχυρών της γης. Αυτός αναδεικνύει τους πτωχούς και αποκλήρους κληρονόμους θρόνων ενδόξων.

Α Βασ. 2,9         διδοὺς εὐχὴν τῷ εὐχομένῳ καὶ εὐλόγησεν ἔτη δικαίου· ὅτι οὐκ ἐν ἰσχύϊ δυνατὸς ἀνήρ,

Α Βασ. 2,9                Αυτός είναι εκείνος, ο οποίος εκπληρώνει το αίτημα του ευσεβούς. Αυτός επλήθυνε τα έτη της ζωής του δικαίου δυνατός εις την πραγματικότητα δεν είναι εκείνος, ο οποίος έχει σωματικήν δύναμιν.

Α Βασ. 2,10        Κύριος ἀσθενῆ ποιήσει ἀντίδικον αὐτοῦ, Κύριος ἅγιος. μὴ καυχάσθω ὁ φρόνιμος ἐν τῇ φρονήσει αὐτοῦ, καὶ μὴ καυχάσθω ὁ δυνατὸς ἐν τῇ δυνάμει αὐτοῦ, καὶ μὴ καυχάσθω ὁ πλούσιος ἐν τῷ πλούτῳ αὐτοῦ, ἀλλ᾿ ἐν τούτῳ καυχάσθω ὁ καυχώμενος, συνιεῖν καὶ γινώσκειν τὸν Κύριον καὶ ποιεῖν κρίμα καὶ δικαιοσύνην ἐν μέσῳ τῆς γῆς. Κύριος ἀνέβη εἰς οὐρανοὺς καὶ ἐβρόντησεν, αὐτὸς κρινεῖ ἄκρα γῆς, καὶ δίδωσιν ἰσχὺν τοῖς βασιλεῦσιν ἡμῶν καὶ ὑψώσει κέρας χριστοῦ αὐτοῦ.

Α Βασ. 2,10               Ο Κυριος καθιστά ανίσχυρον τον οιονδήποτε εχθρόν του. Ο Κυριος είναι ο μόνος άγιος. Λοιπόν, ας μη καυχάται ο σοφός με την σοφίαν αυτού ούτε ο δυνατός με την δύναμίν του, ούτε ο πλούσιος δια τον πλούτον του. Αλλά στούτο πρέπει να καυχάται ο συνετός άνθρωπος, στο γεγονός ότι γνωρίζει και σκέπτεται τον Κυριον και προ παντός στο ότι εφαρμόζει δικαιοσύνην εν μέσω των άλλων ανθρώπων. Ο Κυριος ανέβη στους ουρανούς και από εκεί εξαπέλυσε βροντάς και κεραυνούς. Αυτός κρίνει και δικάζει την οικουμένην μέχρι των περάτων της γης. Διδει δύναμιν στους βασιλείς μας, αυτός μεγαλώνει την δύναμιν του βασιλέως, τον οποίον αυτός θα έχη χρίσει”.

Α Βασ. 2,11        Καὶ κατέλιπεν αὐτὸν ἐκεῖ ἐνώπιον Κυρίου καὶ ἀπῆλθεν εἰς Ἀρμαθαίμ, καὶ τὸ παιδάριον ἦν λειτουργῶν τῷ προσώπῳ Κυρίου ἐνώπιον Ἡλὶ τοῦ ἱερέως.

Α Βασ. 2,11               Η Αννα αφήκε το παιδίον της, τον Σαμουήλ, εκεί ενώπιον της Σκηνής του Μαρτυρίου και επανήλθεν εις την Αρμαθαίμ. Το παιδίον της ανέλαβε να υπηρετή τον Θεόν κοντά στον Ηλί τον αρχιερέα.

 

                                    Οι ασεβείς γιοί του Ηλί

Α Βασ. 2,12        Καὶ οἱ υἱοὶ Ἡλὶ τοῦ ἱερέως υἱοὶ λοιμοὶ οὐκ εἰδότες τὸν Κύριον. καὶ τὸ δικαίωμα τοῦ ἱερέως παρὰ τοῦ λαοῦ, παντὸς τοῦ θύοντος·

Α Βασ. 2,12               Οι υιοί όμως του αρχιερέως Ηλί ήσαν ελεεινοί και κακοήθεις, εστία μολύνσεως. Δεν εσέβοντο τον Κυριον και δεν εζούσαν σύμφωνα με τον θείον νόμον. Εκανον κατάχρησιν των δικαιωμάτων του ιερέως ενώπιον του λαού, ενώπιον παντός Ισραηλίτου, ο οποίος προσήρχετο να προσφέρη την θυσίαν.

Α Βασ. 2,13        καὶ ἤρχετο τὸ παιδάριον τοῦ ἱερέως, ὡς ἂν ἡψήθη τὸ κρέας, καὶ κρεάγρα τριόδους ἐν τῇ χειρὶ αὐτοῦ,

Α Βασ. 2,13               Ο δούλος του αρχιερέως Ηλί, κατόπιν εντολής του Οφνί και Φινεές, προσήρχετο, πριν βράση το κρέας της θυσίας, κρατών εις τα χέρια του ένα μεγάλο πηρούνι με τρία δοντια.

Α Βασ. 2,14        καὶ ἐπάταξεν αὐτὴν εἰς τὸν λέβητα τὸν μέγαν ἢ εἰς τὸ χαλκεῖον ἢ εἰς τὴν χύτραν· καὶ πᾶν, ὃ ἐὰν ἀνέβη ἐν τῇ κρεάγρᾳ, ἐλάμβανεν ἑαυτῷ ὁ ἱερεύς· κατὰ τάδε ἐποίουν παντὶ Ἰσραὴλ τοῖς ἐρχομένοις θῦσαι Κυρίῳ ἐν Σηλὼμ.

Α Βασ. 2,14               Εβύθιζε το πηρούνι στον μεγάλον λέβητα η εις την χαλκίνην χύτραν η εις την μικροτέραν χύτραν, και κάθε τι το οποίον ήρπαζε το πηρούνι, ο δούλος το έπαιρνε δια τον ιερέα τον κύριόν του. Κατά πορόμοιον τρόπον οι υιοί του Ηλί εφέροντο προς κάθε Ισραηλίτην, ο οποίος προσήρχετο να θυσιάση εις Σηλώμ.

Α Βασ. 2,15        καὶ πρὶν θυμιαθῆναι τὸ στέαρ, ἤρχετο τὸ παιδάριον τοῦ ἱερέως καὶ ἔλεγε τῷ ἀνδρὶ τῷ θύοντι· δὸς κρέας ὀπτῆσαι τῷ ἱερεῖ, καὶ οὐ μὴ λάβω παρὰ σοῦ κρέας ἑφθὸν ἐκ τοῦ λέβητος.

Α Βασ. 2,15               Πριν δε τεθή το λίπος των θυσιαζομένων ζώων στο θυσιαστήριον, δια να ανέλθη ως θυμίαμα ο καπνός από αυτό, ήρχετο ο δούλος του ιερέως και έλεγεν στον άνδρα, ο οποίος προσέφερε την θυσίαν· “δος μου κρέας να ψήσωμε δια τον ιερέα και δεν θα πάρω από σένα κρέας, το οποίον βράζει στον λέβητα”.

Α Βασ. 2,16        καὶ ἔλεγεν ὁ ἀνὴρ ὁ θύων· θυμιαθήτω πρῶτον, ὡς καθήκει, τὸ στέαρ, καὶ λάβε σεαυτῷ ἐκ πάντων, ὧν ἐπιθυμεῖ ἡ ψυχή σου. καὶ εἶπεν· οὐχί, ὅτι νῦν δώσεις, καὶ ἐὰν μή, λήψομαι κραταιῶς.

Α Βασ. 2,16               Ο δε Ισραηλίτης ο οποίος προσέφερε την θυσίαν έλεγεν· “ας καή πρώτα το λίπος επάνω στο θυσιαστήριον, όπως ο Θεός διατάσσει, και έπειτα πάρε από όλα όσα επιθυμεί η ψυχή σου”. “Οχι, απαντούσε ο δούλος. Τωρα θα μου δώσης. Και αν υποτεθή ότι δεν μου δώσης, εγώ θα το πάρω δια της βίας”.

Α Βασ. 2,17        καὶ ἦν ἡ ἁμαρτία ἐνώπιον Κυρίου τῶν παιδαρίων μεγάλη σφόδρα, ὅτι ἠθέτουν τὴν θυσίαν Κυρίου.

Α Βασ. 2,17               Αυτό ήτο ενώπιον του Κυρίου αμαρτία των υπηρετών των ιερέων, πάρα πολύ μεγάλη, διότι καταφρονούσαν την θυσίαν του Κυρίου και ασεβούσαν προς αυτόν τον Κυριον.

 

                                    Ο ευσεβής Σαμουήλ

Α Βασ. 2,18        καὶ Σαμουὴλ ἦν λειτουργῶν ἐνώπιον Κυρίου παιδάριον περιεζωσμένον ἐφοὺδ βάρ,

Α Βασ. 2,18               Το παιδίον Σαμουήλ προσέφερε τας υπηρεσίας του προς τον Κυριον· ήτο δε εζωσμένον με ένα λινόν εφούδ.

Α Βασ. 2,19        καὶ διπλοΐδα μικρὰν ἐποίησεν αὐτῷ ἡ μήτηρ αὐτοῦ καὶ ἀνέφερεν αὐτῷ ἐξ ἡμερῶν εἰς ἡμέρας ἐν τῷ ἀναβαίνειν αὐτὴν μετὰ τοῦ ἀνδρὸς αὐτῆς θῦσαι τὴν θυσίαν τῶν ἡμερῶν.

Α Βασ. 2,19               Εκτός τούτου, η μητέρα του είχε κατασκευάσει δι' αυτόν ένα μικρόν επενδυτήν, τον οποίον ανανέωνε κάθε έτος φέρουσα καινούργιον, όταν ήρχετο μαζή με τον σύζυγόν της, δια να προσφέρη την θυσίαν.

Α Βασ. 2,20        καὶ εὐλόγησεν Ἡλὶ τὸν Ἑλκανὰ καὶ τὴν γυναῖκα αὐτοῦ λέγων· ἀποτίσαι σοι Κύριος σπέρμα ἐκ τῆς γυναικὸς ταύτης ἀντὶ τοῦ χρέους, οὗ ἔχρησας τῷ Κυρίῳ. καὶ ἀπῆλθεν ὁ ἄνθρωπος εἰς τὸν τόπον αὐτοῦ,

Α Βασ. 2,20              Ο Ηλί, ο αρχιερεύς, ηυλόγησε τον Ελκανά και την γυναίκα του λέγων· “είθε ο Κυριος να σου δώση πολλά παιδιά από την γυναίκα αυτήν αντί του τάματος, το οποίον έδωκες εις αυτόν, αντί του παιδιού σας τούτου”. Ο Ελκανά επέστρεψεν εις την πατρίδα του την Αρμαθαίμ.

Α Βασ. 2,21        καὶ ἐπεσκέψατο Κύριος τὴν Ἄνναν, καὶ ἔτεκεν ἔτι τρεῖς υἱοὺς καὶ δύο θυγατέρας. καὶ ἐμεγαλύνθη τὸ παιδάριον Σαμουὴλ ἐνώπιον Κυρίου.

Α Βασ. 2,21               Ο Κυριος επεσκέφθη και πάλιν την ευσεβή Ανναν. Ετσι δε αυτή απέκτησε τρεις ακόμη υιούς και δύο θυγατέρας. Το παιδίον Σαμουήλ εμεγάλωνεν ενώπιον της Σκηνής του Μαρτυρίου.

 

                                    Προαναγγελία της τιμωρίας των γιών του Ηλί

Α Βασ. 2,22        Καὶ Ἡλὶ πρεσβύτης σφόδρα· καὶ ἤκουσεν ἃ ἐποίουν οἱ υἱοὶ αὐτοῦ τοῖς υἱοῖς Ἰσραήλ,

Α Βασ. 2,22              Ο Ηλί, ο αρχιερεύς, εγήρασε πλέον πολύ, επληροφορείτο δε εκείνα, τα οποία έκανον οι υιοί του μεταξύ των Ισραηλιτών.

Α Βασ. 2,23        καὶ εἶπεν αὐτοῖς· ἱνατί ποιεῖτε κατὰ τὸ ῥῆμα τοῦτο, ὃ ἐγὼ ἀκούω ἐκ στόματος παντὸς τοῦ λαοῦ Κυρίου;

Α Βασ. 2,23              Ελεγε δε προς τα παιδιά του· “διατί πράττετε αυτό το κακόν, το οποίον πληροφορούμαι από το στόμα όλου του λαού του Κυρίου;

Α Βασ. 2,24        μή, τέκνα, ὅτι οὐκ ἀγαθὴ ἡ ἀκοή, ἣν ἐγὼ ἀκούω· μὴ ποιεῖτε οὕτως, ὅτι οὐκ ἀγαθαὶ αἱ ἀκοαί, ἃς ἐγὼ ἀκούω, τοῦ μὴ δουλεύειν λαὸν Θεῷ.

Α Βασ. 2,24              Μη, παιδιά μου, μη πράττετε αυτά, διότι όσα ακούω δια σας δεν είναι καθόλου καλά και τιμητικά. Μη φέρεσθε έτσι, διότι δεν είναι καθόλου καλαί αι πληροφορίαι, τας οποίας εγώ ακούω δια την κακήν συμπεριφοράν σας και επί πλέον γίνονται σκάνδαλον στον λαόν, ώστε να μη σέβωνται και να μη υπηρετούν τον Θεόν.

Α Βασ. 2,25        ἐὰν ἁμαρτάνων ἁμάρτῃ ἀνὴρ εἰς ἄνδρα, καὶ προσεύξονται ὑπὲρ αὐτοῦ πρὸς Κύριον· καὶ ἐὰν τῷ Κυρίῳ ἁμάρτῃ, τίς προσεύξεται ὑπὲρ αὐτοῦ; καὶ οὐκ ἤκουον τῆς φωνῆς τοῦ πατρὸς αὐτῶν, ὅτι βουλόμενος ἐβούλετο Κύριος διαφθεῖραι αὐτούς.

Α Βασ. 2,25              Εάν ένας άνθρωπος πταίση απέναντι ενός άλλου, είναι δυνατόν να προσευχηθούν άλλοι δια τον πταίστην και να ζητήσουν συγχώρησιν από τον Κυριον δι' αυτόν. Εάν όμως κανείς αμαρτήση απέναντι του Κυρίου, ποιός είναι εκείνος ο οποίος θα προσευχηθή δι' αυτόν;” Αλλά τα παιδιά του Ηλί δεν ήκουον τας συμβουλάς του πατρός των. Εσκληρύνοντο εις την ασέβειάν των. Ο δε Κυριος είχε λάβει οριστικήν απόφασιν να καταστρέψη αυτούς.

Α Βασ. 2,26        καὶ τὸ παιδάριον Σαμουὴλ ἐπορεύετο καὶ ἐμεγαλύνετο καὶ ἦν ἀγαθὸν μετά Κυρίου καὶ μετὰ ἀνθρώπων.

Α Βασ. 2,26              Ο νεαρός Σαμουήλ, όσον παρήρχετο ο χρόνος, τόσον και εμεγάλωνε· και ήτο ενάρετος ενώπιον Θεού και ανθρώπων.

Α Βασ. 2,27        καὶ ἦλθεν ὁ ἄνθρωπος Θεοῦ πρὸς Ἡλὶ καὶ εἶπε· τάδε λέγει Κύριος· ἀποκαλυφθεὶς ἀπεκαλύφθην πρὸς οἶκον τοῦ πατρός σου ὄντων αὐτῶν ἐν γῇ Αἰγύπτῳ δούλων τῷ οἴκῳ Φαραὼ

Α Βασ. 2,27              Κατά τον καιρόν εκείνον ενας προφήτης του Θεού ήλθε προς τον Ηλί και του είπε· “αυτά λέγει ο Κυριος. Εγώ απεκαλύφθην βεβαίως στους προγόνους σου, οι οποίοι ανήκουν εις την πατρικήν σου οικογένειαν, στον Ααρών και τον Μωϋσήν, όταν ο ισραηλιτικός λαός ευρίσκετο ακόμη εις την Αίγυπτον, δούλος του Φαραώ και στον οίκον του Φαραώ.

Α Βασ. 2,28        καὶ ἐξελεξάμην τὸν οἶκον τοῦ πατρός σου ἐκ πάντων τῶν σκήπτρων Ἰσραὴλ ἐμοὶ ἱερατεύειν καὶ ἀναβαίνειν ἐπὶ θυσιαστήριόν μου καὶ θυμιᾶν θυμίαμα καὶ αἴρειν ἐφοὺδ καὶ ἔδωκα τῷ οἴκῳ τοῦ πατρός σου τὰ πάντα τοῦ πυρὸς υἱῶν Ἰσραὴλ εἰς βρῶσιν·

Α Βασ. 2,28              Μεταξύ δε όλου του Ισραηλιτικού λαού εξέλεξα από την ιδικήν σου φυλήν τους ιερείς οι οποίοι θα έπρεπε να με υπηρετούν και έτσι να έχουν το δικαίωμα να ανέρχωνται τας βαθμίδας του θυσιαστηρίου των ολοκαυτωμάτων, να θυμιούν στο θυσιαστήριον των θυμιαμάτων και να φέρουν το ιερατικόν ένδυμα εφούδ. Επίσης εις την πατρικήν σου φυλήν έδωσα εντολήν να περιέρχονται προς διατροφήν των τα υπόλοιπα από ωρισμένας θυσίας των Ισραηλιτών, αι οποίαι θυσίαι περνούν από το πυρ του θυσιαστηρίου των ολοκαυτωμάτων.

Α Βασ. 2,29        ἱνατί ἐπέβλεψας ἐπὶ τὸ θυμίαμά μου καὶ εἰς τὴν θυσίαν μου ἀναιδεῖ ὀφθαλμῷ καὶ ἐδόξασας τοὺς υἱούς σου ὑπὲρ ἐμὲ ἐνευλογεῖσθαι ἀπαρχῆς πάσης θυσίας τοῦ Ἰσραὴλ ἔμπροσθέν μου;

Α Βασ. 2,29              Συ όμως διατί εκύτταξες όχι με ευλάβειαν αλλά με αναιδές βλέμμα εις τα προσφερόμενα ολοκαυτώματα και εις τα θυμιάματα επάνω στο θυσιαστήριον; Διατί επροτίμησες και ετίμησες περισσότερον τους υιούς σου από εμέ και διατί ανέχεσαι να γεύωνται από τας προσφερομένας θυσίας των Ισραηλιτών, ευθύς αμέσως μόλις αυταί παρουσιάζονται, πριν ακόμη προσφερθούν στο θυσιαστήριον των ολοκαυτωμάτων;

Α Βασ. 2,30        διὰ τοῦτο τάδε λέγει Κύριος ὁ Θεὸς Ἰσραήλ· εἶπα· ὁ οἶκός σου καὶ ὁ οἶκος τοῦ πατρός σου διελεύσεται ἐνώπιόν μου ἕως αἰῶνος· καὶ νῦν φησὶ Κύριος· μηδαμῶς ἐμοί, ὅτι ἀλλ᾿ ἢ τοὺς δοξάζοντάς με δοξάσω, καὶ ὁ ἐξουθενῶν με ἀτιμασθήσεται.

Α Βασ. 2,30              Δια την χλιαράν και ασεβή συμπεριφοράν σου αυτά λέγει Κυριος, ο Θεός του Ισραήλ· Σου είπα άλλοτε και υπεσχέθην ότι οι πατρικοί σου πρόγονοι, επομένως και ο ιδικός σου οίκος, θα είναι πάντοτε μαζή μου δια να με υπηρετούν. Αλλά τώρα ο Κυριος λέγει· Κατ' ουδένα λόγον και τρόπον δεν ανέχομαι πλέον αυτό. Αλλά εγώ θα δοξάζω εκείνους, που με με δοξάζουν και με σέβωνται, και θα καταφρονήσω και θα εξουθενώσω εκείνους, οι οποίοι με καταφρονούν.

Α Βασ. 2,31        ἰδοὺ ἔρχονται ἡμέραι καὶ ἐξολοθρεύσω τὸ σπέρμα σου καὶ τὸ σπέρμα οἴκου πατρός σου,

Α Βασ. 2,31               Θα έλθη καιρός, κατά τον οποίον θα εξολοθρεύσω τους απογόνους σου και τους απογόνους της οικογενείας σου,

Α Βασ. 2,32        καὶ οὐκ ἔσται σοι πρεσβύτης ἐν οἴκῳ μου πάσας τὰς ἡμέρας·

Α Βασ. 2,32              και κανένας στο μέλλον από τους απογόνους σου δεν θα φθάνη εις γεροντικήν ηλικίαν, άλλα θα αποθνήσκη πολύ ενωρίς.

Α Βασ. 2,33        καὶ ἄνδρα οὐκ ἐξολοθρεύσω σοι ἀπὸ τοῦ θυσιαστηρίου μου ἐκλείπειν τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ καὶ καταῤῥεῖν τὴν ψυχὴν αὐτοῦ, καὶ πᾶς περισσεύων οἴκου σου πεσοῦνται ἐν ῥομφαίᾳ ἀνδρῶν.

Α Βασ. 2,33              Εάν δε και δεν εξολοθρεύσω κάποιον άνδρα από εκείνους, που υπηρετούν στο θυσιαστήριόν μου, τούτο θα οφείλεται στο ότι αυτού θα έχουν σβήσει οι οφθαλμοί και θα έχη καταρρεύσει η ζωη του. Κατά κανόνα όμως όλοι οι απόγονοι του οίκου σου θα πέσουν από κτυπήματα ρομφαίας.

Α Βασ. 2,34        καὶ τοῦτό σοι τὸ σημεῖον, ὃ ἥξει ἐπὶ τοὺς δύο υἱούς σου, Ὀφνὶ καὶ Φινεές· ἐν μιᾷ ἡμέρᾳ ἀποθανοῦνται ἀμφότεροι.

Α Βασ. 2,34              Απόδειξις και επικύρωσις αυτών, τα οποία σου λέγω, θα είναι αυτό που θα επέλθη εναντίον των δύο παιδιών σου, του Οφνί και του Φινεές. Εις μίαν και την αυτήν ημέραν θα αποθάνουν και οι δύο.

Α Βασ. 2,35        καὶ ἀναστήσω ἐμαυτῷ ἱερέα πιστόν, ὃς πάντα τὰ ἐν τῇ καρδίᾳ μου καὶ τὰ ἐν τῇ ψυχῇ μου ποιήσει· καὶ οἰκοδομήσω αὐτῷ οἶκον πιστόν, καὶ διελεύσεται ἐνώπιον χριστοῦ μου πάσας τὰς ἡμέρας.

Α Βασ. 2,35              Εγώ δε θα αναδείξω δια τον εαυτόν μου αρχιερέα πιστόν εις εμέ ο οποίος θα εφαρμόση όλα όσα έχω εις την καρδίαν μου. Θα αναδείξω τον οίκον του πιστόν και αφωσιωμένον εις εμέ. Και αυτός θα διέρχεται όλας τας ημέρας της ζωής του πλησίον του χρισμένου βασιλέως.

Α Βασ. 2,36        καὶ ἔσται ὁ περισσεύων ἐν οἴκῳ σου ἥξει προσκυνεῖν αὐτῷ ὀβολοῦ ἀργυρίου λέγων· παράῤῥιψόν με ἐπὶ μίαν τῶν ἱερατειῶν σου φαγεῖν ἄρτον.

Α Βασ. 2,36              Εκείνος δε ο οποίος θα απολειφθή από τους απογόνους σου, θα έλθη στοιαύτην αξιοδάκρυτον κατάστασιν, ώστε θα μεταβή και θα προσκυνήση αυτόν τον αρχιερέα ζητών υπηρεσίαν αντί ελαχίστης αμοιβής, αντί ενός αργυρού οβολού λέγων· Πέταξέ με εις κάποιαν ιερατικήν υπηρεσίαν, δια να τρώγω και εγώ έστω και άρτον μόνον”.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3- Η ΚΛΗΣΗ ΤΟΥ ΣΑΜΟΥΗΛ

                                    Η κλήση του Σαμουήλ από τον Κύριο

Α Βασ. 3,1         Καὶ τὸ παιδάριον Σαμουὴλ ἦν λειτουργῶν τῷ Κυρίῳ ἐνώπιον Ἡλὶ τοῦ ἱερέως· καὶ ῥῆμα Κυρίου ἦν τίμιον ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις, οὐκ ἦν ὅρασις διαστέλλουσα.

Α Βασ. 3,1                 Ο δε νεαρός Σαμουήλ εξηκολούθει να υπηρετή στον ναόν του Κυρίου με ευλάβειαν και σεμνότητα, καθοδηγούμενος και παρακολουθούμενος από τον αρχιερέα Ηλί. Ο προφητικός λόγος κατά την εποχήν εκείνην ήτο σπάνιος, δεν υπήρχε δε και προφητεία δι' οραμάτων, η οποία να διατάσση τα δέοντα και να ζεχωρίζη ρητώς το ορθόν από του ψεύδους.

Α Βασ. 3,2         καὶ ἐγένετο ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ καὶ Ἡλὶ ἐκάθευδεν ἐν τῷ τόπῳ αὐτοῦ, καὶ οἱ ὀφθαλμοὶ αὐτοῦ ἤρξαντο βαρύνεσθαι, καὶ οὐκ ἠδύναντο βλέπειν.

Α Βασ. 3,2                 Ο Ηλί κατά την ιστορικήν δι' αυτόν εκείνην ημέραν εκοιμάτο στον τόπον, όπου συνήθως έμενε. Οι Οφθαλμοί του, λόγω της γεροντικής ηλικίας, ήρχισαν να χάνουν το φως των, ώστε να μη δύναται πλέον να βλέπη καθαρά.

Α Βασ. 3,3         καὶ ὁ λύχνος τοῦ Θεοῦ πρὶν ἐπισκευασθῆναι, καὶ Σαμουὴλ ἐκάθευδεν ἐν τῷ ναῷ, οὗ ἡ κιβωτὸς τοῦ Θεοῦ.

Α Βασ. 3,3                 Ητο η ώρα, κατά την οποίαν η επτάφωτος λυχνία έκαιεν ακόμη, ο δε Σαμουήλ εκοιμάτο εις κάποιο άκρον του ναού, εντός του οποίου υπήρχεν η Κιβωτός του Θεού.

Α Βασ. 3,4         καὶ ἐκάλεσε Κύριος· Σαμουὴλ Σαμουήλ· καὶ εἶπεν· ἰδοὺ ἐγώ.

Α Βασ. 3,4                 Ο Κυριος εκάλεσε τον Σαμουήλ και είπε· “Σαμουήλ, Σαμουήλ”. Ο δε Σαμουήλ απήντησεν· “ιδού εγώ, κύριε”.

Α Βασ. 3,5         καὶ ἔδραμε πρὸς Ἡλὶ καὶ εἶπεν· ἰδοὺ ἐγώ, ὅτι κέκληκάς με· καὶ εἶπεν· οὐ κέκληκά σε, ἀνάστρεφε, κάθευδε· καὶ ἀνέστρεψε καὶ ἐκάθευδε.

Α Βασ. 3,5                 Ετρεξε προς τον Ηλί και του είπεν· “ιδού εγώ είμαι παρώώ· ήλθα, διότι με εκάλεσες”. Ο Ηλί απήντησε· “δεν σε εκάλεσα· γύρισε πίσω και κοιμήσου”. Επέστρεψε και εκοιμήθη.

Α Βασ. 3,6         καὶ προσέθετο Κύριος καὶ ἐκάλεσε· Σαμουὴλ Σαμουήλ· καὶ ἐπορεύθη πρὸς Ἡλὶ τὸ δεύτερον καὶ εἶπεν· ἰδοὺ ἐγώ, ὅτι κέκληκάς με· καὶ εἶπεν· οὐ κέκληκά σε, ἀνάστρεφε, κάθευδε·

Α Βασ. 3,6                 Ο Κυριος και πάλιν εκάλεσε τον Σαμουήλ λέγων· “Σαμουήλ, Σαμουήλ”. Ο Σαμουήλ νομίσας ότι ο Ηλί τον εκάλεσε, παρουσιάσθη δευτέραν φοράν προς αυτόν και είπε· “ιδού εγώ, ήλθον διότι με εκάλεσες”. Είπεν όμως εις αυτόν ο Ηλί· “όχι, δεν σε εκάλεσα, γύρισε και κοιμήσου πάλιν”.

Α Βασ. 3,7         καὶ Σαμουὴλ πρὶν ἢ γνῶναι Θεὸν καὶ ἀποκαλυφθῆναι αὐτῷ ῥῆμα Κυρίου.

Α Βασ. 3,7                 Αυτά έγιναν πριν η ο Σαμουήλ γνωρίση σαφώς τον καλούντα Θεόν, και πριν λάβη καμμίαν αποκάλυψιν εκ μέρους του Κυρίου.

Α Βασ. 3,8         καὶ προσέθετο Κύριος καλέσαι Σαμουὴλ ἐν τρίτῳ· καὶ ἀνέστη καὶ ἐπορεύθη πρὸς Ἡλὶ καὶ εἶπεν· ἰδοὺ ἐγώ, ὅτι κέκληκάς με. καὶ ἐσοφίσατο Ἡλὶ ὅτι Κύριος κέκληκε τὸ παιδάριον,

Α Βασ. 3,8                 Δια τρίτην πάλιν φοράν ο Κυριος προσεκάλεσε τον Σαμουήλ. Ο Σαμουήλ εσηκώθη, μετέβη προς τον Ηλί και είπεν· “ιδού εγώ, είμαι παρών, ήλθα διότι με προσεκάλεσες”. Ο Ηλί ενόησε τότε, ότι ο Κυριος είχε καλέσει τον νεαρόν Σαμουήλ,

Α Βασ. 3,9         καὶ εἶπεν· ἀνάστρεφε, κάθευδε, τέκνον, καὶ ἔσται ἐὰν καλέσῃ σε καὶ ἐρεῖς· λάλει, Κύριε, ὅτι ἀκούει ὁ δοῦλός σου. καὶ ἐπορεύθη Σαμουὴλ καὶ ἐκοιμήθη ἐν τῷ τόπῳ αὐτοῦ.

Α Βασ. 3,9                 και είπε προς αυτόν· “πήγαινε πίσω, παιδί μου, και κοιμήσου· και αν σε καλέση πάλιν η φωνή αυτή που ήκουσες, θα είπης· Λαλει, Κυριε, διότι ο δούλος σου ακούει”. Ο Σαμουήλ επήγε πράγματι και εκοιμήθη πάλιν στον τόπον του.

Α Βασ. 3,10        καὶ ἦλθε Κύριος καὶ κατέστη καὶ ἐκάλεσεν αὐτὸν ὡς ἅπαξ καὶ ἅπαξ, καὶ εἶπε Σαμουήλ· λάλει, ὅτι ἀκούει ὁ δοῦλός σου.

Α Βασ. 3,10               Ο δε Κυριος ήλθε, εστάθη κάπου εκεί και εκάλεσεν αυτόν, όπως και προηγουμένως, και είπεν ο Σαμουήλ· “λαλεί, διότι ο δούλος σου ακούει”.

Α Βασ. 3,11        καὶ εἶπε Κύριος πρὸς Σαμουήλ· ἰδοὺ ἐγὼ ποιῶ τὰ ῥήματά μου ἐν Ἰσραήλ, ὥστε παντὸς ἀκούοντος αὐτὰ ἠχήσει ἀμφότερα τὰ ὦτα αὐτοῦ.

Α Βασ. 3,11                Ο Κυριος είπε προς τον Σαμουήλ· “ιδού, εγώ θα πραγματοποιήσω τα λόγιά μου ενώπιον του Ισραηλιτικού λαού κατά τέτοιον θαυμαστόν τρόπον, ώστε θα αντηχήσουν και τα δύο αυτιά παντός, ο οποίος ήθελε ακούσει αυτά.

Α Βασ. 3,12        ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ ἐπεγερῶ ἐπὶ Ἡλὶ πάντα, ὅσα ἐλάλησα εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ, ἄρξομαι καὶ ἐπιτελέσω.

Α Βασ. 3,12               Κατά την ημέραν εκείνην θα επιφέρω κατά του Ηλί όλα όσα είπα εναντίον του οίκου του. Θα αρχίσω, αλλά και θα φέρω εις πέρας, τας εναντίον αυτού τιμωρίας μου.

Α Βασ. 3,13        καὶ ἀνήγγελκα αὐτῷ ὅτι ἐκδικῶ ἐγὼ τὸν οἶκον αὐτοῦ ἕως αἰῶνος ἐν ἀδικίαις υἱῶν αὐτοῦ, ὅτι κακολογοῦντες Θεὸν οἱ υἱοὶ αὐτοῦ, καὶ οὐκ ἐνουθέτει αὐτοὺς

Α Βασ. 3,13               Εχω προαναγγείλει εις αυτόν, ότι θα τιμωρήσω την οικργένειάν του εις αιώνα τον άπαντα εξ αιτίας των αμαρτιών, που διαπράττουν οι υιοί του, διότι οι υιοί του βλασφημούν τον Θεόν, ο δε Ηλί δεν επέπληττε και δεν ενουθετούσε αυτούς, όπως έπρεπε.

Α Βασ. 3,14        καὶ οὐδ᾿ οὕτως. ὤμοσα τῷ οἴκῳ Ἡλί· εἰ ἐξιλασθήσεται ἀδικία οἴκου Ἡλὶ ἐν θυμιάματι καὶ ἐν θυσίαις ἕως αἰῶνος.

Α Βασ. 3,14               Δεν θα συνεχισθή όμως αυτή η κατάστασις. Ωρκίσθηκα εναντίον της οικογενείας του Ηλί και είπα· Η αμαρτία των παιδιών του Ηλί ουδέποτε θα εξιλεωθή ούτε με θυμιάματα ούτε με αναιμάκτους και αιματηράς θυσίας”.

Α Βασ. 3,15        καὶ κοιμᾶται Σαμουὴλ ἕως πρωΐ καὶ ὤρθρισε τὸ πρωΐ καὶ ἤνοιξε τὰς θύρας οἴκου Κυρίου· καὶ Σαμουὴλ ἐφοβήθη ἀπαγγεῖλαι τὴν ὅρασιν τῷ Ἡλί.

Α Βασ. 3,15               Ο Σαμουήλ εκοιμήθη μέχρι της πρωΐας, οπότε λίαν πρωϊ εξύπνησε και ανοιξε τας θύρας του οίκου του Κυρίου. Ο Σαμουήλ εφοβήθη να ανακοινώση στον Ηλί την όρασιν και προφητείαν την οποίαν ήκουσε.

Α Βασ. 3,16        καὶ εἶπεν Ἡλὶ πρὸς Σαμουήλ· Σαμουὴλ τέκνον· καὶ εἶπεν· ἰδοὺ ἐγώ.

Α Βασ. 3,16               Ο Ηλί είπεν όμως προς τον Σαμουήλ· “Σαμουήλ, τέκνον μου”. Και Σαμουήλ είπεν· “ιδού εγώ, κύριε, είμε παρών”.

Α Βασ. 3,17        καὶ εἶπε· τί τὸ ῥῆμα τὸ λαληθὲν πρός σε; μὴ δὴ κρύψῃς ἀπ᾿ ἐμοῦ· τάδε ποιήσαι σοι ὁ Θεὸς καὶ τάδε προσθείη, ἐὰν κρύψῃς ἀπ᾿ ἐμοῦ ῥῆμα ἐκ πάντων τῶν λόγων τῶν λαληθέντων σοι ἐν τοῖς ὠσί σου.

Α Βασ. 3,17               Είπεν ο Ηλί· “ποίος είναι ο λόγος, τον οποίον ελάλησε προς σε ο Κυριος; Μη μου αποκρύψης τίποτε απολύτως. Θα σε τιμωρήση ο Θεός, εάν μου αποκρύψης, έστω και ένα λόγον από όλα τα λόγια, τα οποία ελαλήθησαν εις τα αυτιά σου”.

Α Βασ. 3,18        καὶ ἀπήγγειλε Σαμουὴλ πάντας τοὺς λόγους καὶ οὐκ ἔκρυψεν ἀπ᾿ αὐτοῦ. καὶ εἶπεν Ἡλί· Κύριος αὐτός, τὸ ἀγαθὸν ἐνώπιον αὐτοῦ ποιήσει.

Α Βασ. 3,18               Ο Σαμουήλ εφανέρωσε τότε στον Ηλί όλα τα λόγια και δεν έκρυψε τίποτε από αυτόν. Είπε δε ο Ηλί· “ο Κυριος είναι αυτός και ας κάμη το καλόν και το πρέπον ενώπιόν του”.

Α Βασ. 3,19        καὶ ἐμεγαλύνθη Σαμουήλ, καὶ ἦν Κύριος μετ᾿ αὐτοῦ, καὶ οὐκ ἔπεσεν ἀπὸ πάντων τῶν λόγων αὐτοῦ ἐπὶ τὴν γῆν.

Α Βασ. 3,19               Ο Σαμουήλ δια την αρετήν του και την σύνεσίν του έγινε μέγας και πολύς. Ο Κυριος ήτο μαζή του και τίποτε από όλα τα λόγια, τα οποία ο Σαμουήλ είπε, δεν έπεσεν εις την γην, δεν ελέχθη επί ματαίω.

Α Βασ. 3,20        καὶ ἔγνωσαν πᾶς Ἰσραὴλ ἀπὸ Δὰν καὶ ἕως Βηρσαβεὲ ὅτι πιστὸς Σαμουὴλ εἰς προφήτην τῷ Κυρίῳ.

Α Βασ. 3,20              Ολοι δε οι Ισραηλίται, οι οποίοι κατοικούσαν από την περιοχήν Δαν και έως την περιοχήν Βηρσαβεέ, επείσθησαν ότι ο Σαμουήλ ήτο πιστός και αληθινός προφήτης του Κυρίου.

Α Βασ. 3,21        καὶ προσέθετο Κύριος δηλωθῆναι ἐν Σηλώμ, ὅτι ἀπεκαλύφθη Κύριος πρὸς Σαμουήλ· καὶ ἐπιστεύθη Σαμουὴλ τοῦ προφήτης γενέσθαι τῷ Κυρίῳ εἰς πάντα Ἰσραὴλ ἀπ᾿ ἄκρων τῆς γῆς καὶ ἕως ἄκρων. καὶ Ἡλὶ πρεσβύτης σφόδρα, καὶ οἱ υἱοὶ αὐτοῦ πορευόμενοι ἐπορεύοντο καὶ πονηρὰ ἡ ὁδὸς αὐτῶν ἐνώπιον Κυρίου.

Α Βασ. 3,21               Ο Κυριος επανειλημμένως εξεδήλωσε το θέλημά του εν Σηλώμ δια του Σαμουήλ, διότι απεκαλύφθη ο Κυριος προς τον Σαμουήλ. Από όλους δε τους Ισραηλίτας από το ένα άκρον της γης Παλαιστίνης έως το άλλο άκρουν έγινε πιστευτόν και αποδεκτόν ότι ο Σαμουήλ είναι προφήτης του Κυρίου. Ο Ηλί εγήρασε πλέον πολύ, οι δε υιοί του εξηκολούθουν να φέρωνται κατά τον ίδιον τρόπον και ο τρόπος της ζωής των ήτο πονηρός ενώπιον του Κυρίου.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4- Η ΚΙΒΩΤΟΣ ΤΗΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ ΣΤΑ ΧΕΡΙΑ ΤΩΝ ΦΙΛΙΣΤΑΙΩΝ  

Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΗΛΙ

                                    Η Κιβωτός της Διαθήκης λάφυρο της επίθεσης των Φιλισταίων

Α Βασ. 4,1         Καὶ ἐγενήθη ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις καὶ συναθροίζονται ἀλλόφυλοι ἐπὶ Ἰσραὴλ εἰς πόλεμον· καὶ ἐξῆλθεν Ἰσραὴλ εἰς ἀπάντησιν αὐτοῖς εἰς πόλεμον καὶ παρεμβάλλουσιν ἐπὶ Ἀβενέζερ, καὶ οἱ ἀλλόφυλοι παρεμβάλλουσιν ἐν Ἀφέκ.

Α Βασ. 4,1                 Κατά τας ημέρας εκείνας οι Φιλισταίοι συνεκεντρώθησαν, δια να πολεμήσουν εναντίον των Ισραηλιτών. Οι Ισραηλίται εξήλθον από τας πόλεις των, δια να αντιπαραταχθούν και πολεμήσουν τους Φιλισταίους. Ηλθον και εστρατοπέδευσαν εις Αβενέζερ, ενώ οι Φιλισταίοι είχον στρατοπεδεύσει εις Αφέκ.

Α Βασ. 4,2         καὶ παρατάσσονται ἀλλόφυλοι εἰς πόλεμον ἐπὶ Ἰσραήλ· καὶ ἔκλινεν ὁ πόλεμος, καὶ ἔπταισεν ἀνὴρ Ἰσραὴλ ἐνώπιον ἀλλοφύλων, καὶ ἐπλήγησαν ἐν τῇ παρατάξει ἐν ἀγρῷ τέσσαρες χιλιάδες ἀνδρῶν.

Α Βασ. 4,2                Παρετάχθησαν οι αλλόφυλοι, οι Φιλισταίοι, εις μάχην εναντίον των Ισραηλιτών. Κατά την μάχην οι Ισραηλίται ενικήθησαν από τους αλλοφύλους και κατά την σύγκρουσιν, η οποία έγινεν εις την πεδιάδα, εφονεύθησαν τέσσαρες χιλιάδες άνδρες από αυτούς.

Α Βασ. 4,3         καὶ ἦλθεν ὁ λαὸς εἰς τὴν παρεμβολήν, καὶ εἶπαν οἱ πρεσβύτεροι Ἰσραήλ· κατὰ τί ἔπταισεν ἡμᾶς Κύριος σήμερον ἐνώπιον ἀλλοφύλων; λάβωμεν τὴν κιβωτὸν τοῦ Θεοῦ ἡμῶν ἐκ Σηλώμ, καὶ ἐξελθέτω ἐκ μέσου ἡμῶν, καὶ σώσει ἡμᾶς ἐκ χειρὸς ἐχθρῶν ἡμῶν.

Α Βασ. 4,3                 Ο υπόλοιπος στρατός των Ισραηλιτών επανήλθεν στο στρατόπεδόν του. Οι γεροντότεροι Ισραηλίται διηρωτήθησαν αναμεταξύ των και είπαν· “διατί παρεχώρησεν ο Κυριος σήμερον να νικηθώμεν από τους Φιλισταίους; Ας παρώμεν από την Σηλώμ την ιεράν Κιβωτόν του Θεού μας και μαζή με ημάς και εν μέσω ημών ας εξέλθη και αυτή εις την μάχην κατά των Φιλισταίων. Αυτή θα μας σώση από τα χέρια των εχθρών μας”.

Α Βασ. 4,4         καὶ ἀπέστειλεν ὁ λαὸς εἰς Σηλώμ, καὶ αἴρουσιν ἐκεῖθεν τὴν κιβωτὸν Κυρίου καθημένου Χερουβίμ· καὶ ἀμφότεροι οἱ υἱοὶ Ἡλὶ μετὰ τῆς κιβωτοῦ, Ὀφνὶ καὶ Φινεές.

Α Βασ. 4,4                Απέστειλαν λοιπόν οι Ισροηλίται ανθρώπους εις Σηλώμ και μετέφεραν από εκεί την κιβωτόν του Κυρίου, ο οποίος εκάθητο επάνω εις τα Χερουβίμ τα ευρισκόμενα επί της Κιβωτού. Μαζή με την Κιβωτόν ηκολούθησαν και οι δύο υιοί του Ηλί, ο Οφνί και ο Φινεές.

Α Βασ. 4,5         καὶ ἐγενήθη ὡς ἦλθεν ἡ κιβωτὸς Κυρίου εἰς τὴν παρεμβολήν, καὶ ἀνέκραξε πᾶς Ἰσραὴλ φωνῇ μεγάλῃ, καὶ ἤχησεν ἡ γῆ.

Α Βασ. 4,5                 Συνέβη δε τούτο το γεγονός. Οταν έφθασεν η Κιβωτός του Κυρίου στο στρατόπεδον των Ισραηλιτών, όλοι οι Ισραηλίται εκραύγασαν με φωνήν μεγάλην, από την οποίαν αντήχησεν όλη η γύρω περιοχή.

Α Βασ. 4,6         καὶ ἤκουσαν οἱ ἀλλόφυλοι τῆς κραυγῆς, καὶ εἶπον οἱ ἀλλόφυλοι· τίς ἡ κραυγὴ ἡ μεγάλη αὕτη ἐν τῇ παρεμβολῇ τῶν Ἑβραίων; καὶ ἔγνωσαν ὅτι κιβωτὸς Κυρίου ἥκει εἰς τὴν παρεμβολήν.

Α Βασ. 4,6                Οι αλλόφυλοι, οι Φιλισταίοι, όταν ήκουσαν τους αλαλαγμούς εκείνους διηρωτήθησαν μεταξύ των λέγοντες· “που οφείλεται αυτή η μεγάλη κραυγή στο στρατόπεδον των Εβραίων; Εμαθον δε ότι η Κιβωτός του Κυρίου είχεν έλθει στο στρατόπεδον εκείνων.

Α Βασ. 4,7         καὶ ἐφοβήθησαν οἱ ἀλλόφυλοι καὶ εἶπον· οὗτοι οἱ θεοὶ ἥκασι πρὸς αὐτοὺς εἰς τὴν παρεμβολήν· οὐαὶ ἡμῖν· ἐξελοῦ ἡμᾶς, κύριε, σήμερον, ὅτι οὐ γέγονε τοιαύτη ἐχθὲς καὶ τρίτην.

Α Βασ. 4,7                 Εφοβήθησαν οι αλλόφυλοι και είπον αναμεταξύ των· “αυτοί είναι οι θεοί, οι οποίοι ήλθον προς αυτούς στο στρατόπεδόν των. Αλλοίμονον εις ημάς. Γλύτωσέ μας, Κυριε, από την σημερινήν συμφοράν, όμοια της οποίας δεν έχει γίνει εις ημάς κατά τον προηγούμενον καιρόν !

Α Βασ. 4,8         οὐαὶ ἡμῖν· τίς ἐξελεῖται ἡμᾶς ἐκ χειρὸς τῶν θεῶν τῶν στερεῶν τούτων; οὗτοι οἱ θεοί, οἱ πατάξαντες τὴν Αἴγυπτον ἐν πάσῃ πληγῇ καὶ ἐν τῇ ἐρήμῳ.

Α Βασ. 4,8                Αλλοίμονον εις ημάς· ποιός θα μας απαλλάξη από τα παντοδύναμα χέρια των ισχυρών αυτών θεών; Αυτοί οι θεοί είναι εκείνοι, οι οποίοι εκτύπησαν με κάθε ειδός πληγής την Αίγυπτον και εβοήθησαν τους Ισραηλίτας εις την έρημον.

Α Βασ. 4,9         κραταιοῦσθε καὶ γίνεσθε εἰς ἄνδρας ἀλλόφυλοι, ὅπως μὴ δουλεύσητε τοῖς Ἑβραίοις, καθὼς ἐδούλευσαν ἡμῖν, καὶ ἔσεσθε εἰς ἄνδρας καὶ πολεμήσατε αὐτούς.

Α Βασ. 4,9                Αλλά πάρετε θάρρος, ω Φιλισταίοι. Φανήτε πραγματικοί άνδρες, δια να μη νικηθήτε και υποδουλωθήτε στους Εβραίους, όπως εκείνοι είχον υποδουλωθή εις ημάς. Φανήτε άνδρες και πολεμήσατε γενναίως εναντίον αυτών” !

Α Βασ. 4,10        καὶ ἐπολέμησαν αὐτούς· καὶ πταίει ἀνὴρ Ἰσραὴλ, καὶ ἔφυγεν ἕκαστος εἰς σκήνωμα αὐτοῦ· καὶ ἐγένετο πληγή μεγάλη σφόδρα, καὶ ἔπεσον ἐξ Ἰσραὴλ τριάκοντα χιλιάδες ταγμάτων.

Α Βασ. 4,10               Οι Φιλισταίοι επολέμησαν πράγματι με ανδρείαν εναντίον των Ισραηλιτών. Οι Ισραηλίται ενικήθησαν και ο καθένας από αυτούς ετράπη εις πανικόβλητον φυγήν δια το σπίτι του. Οι Ισραηλίται υπέστησαν πολύ μεγάλην συμφοράν, διότι στο πεδίον της μάχης έπεσαν τριάκοντα χιλιάδες πεζοί.

Α Βασ. 4,11        καὶ κιβωτὸς τοῦ Θεοῦ ἐλήφθη, καὶ ἀμφότεροι οἱ υἱοὶ Ἡλὶ ἀπέθανον, Ὀφνὶ καὶ Φινεές.

Α Βασ. 4,11               Η δε Κιβωτός του Θεού έπεσεν εις τα χέρια των Φιλισταίων. Και οι δύο δε υιοί του Ηλί, ο Οφνί και ο Φινεές, εφονεύθησαν.

 

                                    Ο θάνατος του Ηλί

Α Βασ. 4,12        Καὶ ἔδραμεν ἀνὴρ Ἰεμιναῖος ἐκ τῆς παρατάξεως καὶ ἦλθεν εἰς Σηλὼμ ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ, καὶ τὰ ἱμάτια αὐτοῦ διεῤῥωγότα, καὶ γῆ ἐπὶ τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ.

Α Βασ. 4,12               Ενας δε ανήρ Ισραηλίτης, ανήκων εις την φυλήν του Βενιαμίν, έτρεξεν από το πεδίον της μάχης και ήλθεν εις Σηλώμ κατά την ιδίαν εκείνην ημέραν. Τα ενδύματά του ήσαν σχισμένα και χώμα ήτο επάνω εις την κεφαλήν αυτού.

Α Βασ. 4,13        καὶ ἦλθε, καὶ ἰδοὺ Ἡλὶ ἐπὶ τοῦ δίφρου παρὰ τὴν πύλη σκοπεύων τὴν ὁδόν, ὅτι ἦν καρδία αὐτοῦ ἐξεστηκυῖα περὶ τῆς κιβωτοῦ τοῦ Θεοῦ· καὶ ὁ ἄνθρωπος εἰσῆλθεν εἰς τὴν πόλιν ἀπαγγεῖλαι, καὶ ἀνεβόησεν ἡ πόλις.

Α Βασ. 4,13               Οταν ο άνθρωπος αυτός έφθασε, την ώραν εκείνην ο Ηλί εκάθητο επάνω εις ένα κάθισμα πλησίον της πύλης της Σκηνής, παρατηρών την οδόν, από όπου επερίμενεν αγγελίαν δια την έκβασιν της μάχης. Τον κατείχεν αγωνία, διότι η καρδία του εφοβείτο δια την Κιβωτόν του Κυρίου. Ο άνθρωπος εκείνος εισήλθεν εις την πάλιν, δια να αναγγείλη τα γεγονότα· και ανήγγειλε την συμφοράν. Ολοι οι κάτοικοι εξέβαλον γοεράς κραυγάς.

Α Βασ. 4,14        καὶ ἤκουσεν Ἡλὶ τὴν φωνὴν τῆς βοῆς καὶ εἶπε· τίς ἡ φωνὴ τῆς βοῆς ταύτης; καὶ ὁ ἄνθρωπος σπεύσας εἰσῆλθε καὶ ἀπήγγειλε τῷ Ἡλί.

Α Βασ. 4,14               Ο Ηλί ήκουσε την βοήν των κραυγών και ηρώτησεν· εις ποίαν αιτίαν οφείλεται ο θόρυβος αυτός των κραυγών”; Αμέσως ο άνθρωπος εκείνος έσπευσεν, ήλθε και ανεκοίνωσεν στον Ηλί τα συμβάντα.

Α Βασ. 4,15        καὶ Ἡλὶ υἱὸς ἐνενήκοντα ἐτῶν, καὶ οἱ ὀφθαλμοὶ αὐτοῦ ἐπανέστησαν καὶ οὐκ ἐπέβλεπε·

Α Βασ. 4,15               Ητο τότε ο Ηλί ενενήκοντα ετών. Οι οφθαλμοί του ήσαν απλανείς· είχεν άκαμπτον το βλέμμα και δεν έβλεπε.

Α Βασ. 4,16        καὶ εἶπεν Ἡλὶ τοῖς ἀνδράσι τοῖς περιεστηκόσιν αὐτῷ· τίς ἡ φωνὴ τοῦ ἤχου τούτου; καὶ ὁ ἀνὴρ σπεύσας προσῆλθε πρὸς Ἡλὶ καὶ εἶπεν αὐτῷ· ἐγώ εἰμι ὁ ἥκων ἐκ τῆς παρεμβολῆς, κἀγὼ πέφευγα ἐκ τῆς παρατάξεως σήμερον. καὶ εἶπεν Ἡλί· τί τὸ γεγονὸς ῥῆμα, τέκνον;

Α Βασ. 4,16               Ηρώτησε λοιπόν ο Ηλί πάλιν τους άνδρας, οι οποίοι ήσαν γύρω του· “που οφείλεται ο θόρυβος αυτών των κραυγών;” Ο αγγελιαφόρος εκείνος έσπευσεν, επλησίασε τον Ηλί και του είπε· “εγώ είμαι εκείνος, ο οποίος έχω έλθει από το στρατόπεδον, και εγώ κατώρθωσα να φύγω σήμερον από την μάχην”. Τον ηρώτησεν ο Ηλί· “τι λοιπόν συνέβη, παιδί μου;”

Α Βασ. 4,17        καὶ ἀπεκρίθη τὸ παιδάριον καὶ εἶπε· πέφευγεν ἀνὴρ Ἰσραὴλ ἐκ προσώπου ἀλλοφύλων, καὶ ἐγένετο πληγὴ μεγάλη ἐν τῷ λαῷ, καὶ ἀμφότεροι οἱ υἱοὶ σου τεθνήκασι, καὶ ἡ κιβωτὸς τοῦ Θεοῦ ἐλήφθη.

Α Βασ. 4,17               Ο νεαρός εκείνος Ισραηλίτης απήντησεν· “οι Ισραηλίται ενικήθησαν, κατελήφθησαν από πανικόν και ετράπησαν εις φυγήν ενώπιον των αλλοφύλων. Εγινε μεγάλη συμφορά στον στρατόν, οι δύο υιοί σου απέθανον, η δε Κιβωτός περιήλθεν εις χείρας των εχθρών”.

Α Βασ. 4,18        καὶ ἐγένετο ὡς ἐμνήσθη τῆς κιβωτοῦ τοῦ Θεοῦ, καὶ ἔπεσεν ἀπὸ τοῦ δίφρου ὀπισθίως ἐχόμενος τῆς πύλης, καὶ συνετρίβη ὁ νῶτος αὐτοῦ καὶ ἀπέθανεν, ὅτι πρεσβύτης ὁ ἄνθρωπος καὶ βαρύς· καὶ αὐτὸς ἔκρινε τὸν Ἰσραὴλ εἴκοσιν ἔτη.

Α Βασ. 4,18               Αμέσως μόλις ο άνθρωπος εκείνος ανέφερε την απώλειαν της Κιβωτού του Θεού, ο Ηλί κατελήφθη από τοιαύτην οδύνην, ώστε έπεσεν από το κάθισμά του προς τα οπίσω πλησίον της πύλης και συνετρίβη ο νώτος του και απέθανε, διότι ο Ηλί ήτο γέρων πλέον και βαρύς. Αυτός υπήρξε Κριτής του Ισραηλιτικού λαού επί είκοσιν έτη.

Α Βασ. 4,19        Καὶ νύμφη αὐτοῦ γυνὴ Φινεὲς συνειληφυῖα τοῦ τεκεῖν· καὶ ἤκουσε τὴν ἀγγελίαν ὅτι ἐλήφθη ἡ κιβωτὸς τοῦ Θεοῦ καὶ ὅτι τέθνηκεν ὁ πενθερὸς αὐτῆς καὶ ὁ ἀνὴρ αὐτῆς, καὶ ἔκλαυσε καὶ ἔτεκεν, ὅτι ἐπεστράφησαν ἐπ᾿ αὐτὴν ὠδῖνες αὐτῆς.

Α Βασ. 4,19               Η νύμφη του Ηλί, η σύζυγος του Φινεές, ήτο έγκυος, έτοιμη να γεννήση. Οταν ήκουσε την αγγελίαν, ότι η Κιβωτός είχε κυριευθή από τους εχθρούς και ότι ο πενθερός της απέθανεν, ο δε σύζυγός της εφονεύθη, έκλαυσε και εγέννησε, διότι τότε της ήλθαν απότομα αι ωδίνες του τοκετού.

Α Βασ. 4,20        καὶ ἐν τῷ καιρῷ αὐτῆς ἀποθνήσκει, καὶ εἶπον αὐτῇ αἱ γυναῖκες αἱ παρεστηκυῖαι αὐτῇ· μὴ φοβοῦ, ὅτι υἱὸν τέτοκας· καὶ οὐκ ἀπεκρίθη, καὶ οὐκ ἐνόησεν ἡ καρδία αὐτῆς.

Α Βασ. 4,20              Οταν δε εγέννησε περιήλθεν εις κατάστασιν θανάτου. Αι παρευρισκόμενοι εκεί γυναίκες είπαν εις αυτήν· “μη φοβήσαι διότι εγέννησες υιόν”. Εκείνη δεν απήντησε, διότι ευρίσκετο εις την επιθανάτιον αγωνίαν. Δεν εκατάλαβε τίποτε.

Α Βασ. 4,21        καὶ ἐκάλεσε τὸ παιδάριον Οὐαὶ Βαρχαβὼθ ὑπὲρ τῆς κιβωτοῦ τοῦ Θεοῦ καὶ ὑπὲρ τοῦ πενθεροῦ αὐτῆς καὶ ὑπὲρ τοῦ ἀνδρὸς αὐτῆς.

Α Βασ. 4,21               Επρόλαβεν όμως και ωνόμασε το νεογέννητον παιδί “Ουαί Βαρχαβώθ”, δηλαδή “έχάθη η δόξα” ! Του έδωσε δε αυτό το όνομα δια την αιχμαλωσίαν της Κιβωτού, δια τον θάνατον του πενθερού της και δια τον φόνον του συζύγου της.

Α Βασ. 4,22        καὶ εἶπαν· ἀπῴκισται δόξα Ἰσραὴλ ἐν τῷ ληφθῆναι τὴν κιβωτὸν Κυρίου.

Α Βασ. 4,22              Οι Ισραηλίται κατόπιν αυτών των συμφορών είπαν· “η δόξα του Ισραηλιτικού λαού έφυγε πλέον λόγω της αιχμαλωσίας της Κιβωτού του Κυρίου !”

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5- Η ΚΙΒΩΤΟΣ ΤΗΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ ΣΤΗ ΧΩΡΑ ΤΩΝ ΦΙΛΙΣΤΑΙΩΝ

                                    Η Κιβωτός της Διαθήκης στη χώρα των Φιλισταίων

Α Βασ. 5,1         Καὶ ἀλλόφυλοι ἔλαβον τὴν κιβωτὸν τοῦ Θεοῦ καὶ εἰσήνεγκαν αὐτὴν ἐξ Ἀβενεζέρ εἰς Ἄζωτον.

Α Βασ. 5,1                 Οι αλλόφυλοι, οι Φιλισταίοι, επήραν την Κιβωτόν του Κυρίου και την μετέφεραν από τον τόπον της μάχης, από την Αβενεζέρ, εις την Αζωτον, την πόλιν των.

Α Βασ. 5,2         καί ἔλαβον ἀλλόφυλοι τὴν κιβωτὸν Κυρίου καὶ εἰσήνεγκαν αὐτὴν εἰς οἶκον Δαγὼν καὶ παρέστησαν αὐτὴν παρὰ Δαγών.

Α Βασ. 5,2                 Επήραν, λοιπόν, οι Φιλισταίοι την Κιβωτόν αυτήν του Κυρίου και την έφεραν στον ναόν του θεού των Δαγών. Την ετοποθέτησαν δε πλησίον του αγάλματος του θεού Δαγών.

Α Βασ. 5,3         καὶ ὤρθρισαν οἱ Ἀζώτιοι καὶ εἰσῆλθον εἰς οἶκον Δαγὼν καὶ εἶδον καὶ ἰδοὺ Δαγὼν πεπτωκὼς ἐπὶ πρόσωπον αὐτοῦ ἐνώπιον κιβωτοῦ τοῦ Θεοῦ· καὶ ἤγειραν τὸν Δαγὼν καὶ κατέστησαν εἰς τὸν τόπον αὐτοῦ. καὶ ἐβαρύνθη χεὶρ Κυρίου ἐπὶ τοὺς Ἀζωτίους καὶ ἐβασάνισεν αὐτοὺς καὶ ἐπάταξεν αὐτοὺς εἰς τὰς ἕδρας αὐτῶν, τὴν Ἄζωτον καὶ τὰ ὅρια αὐτῆς.

Α Βασ. 5,3                 Οι κάτοικοι της Αζώτου εσηκώθηκαν πολύ πρωϊ και εισήλθον στον ναόν του θεού Δαγών, προφανώς δια να προσκυνήσουν. Αίφνης είδον ότι το άγαλμα του θεού των Δαγών είχε πέσει κατά γης με το πρόσωπον στο έδαφος ενώπιον της Κιβωτού του Θεού. Εσήκωσαν το άγαλμα του θεού των και το ετοποθέτησαν πάλιν εις την προτέραν του θέσιν. Αλλά η τιμωρός χειρ του Κυρίου έπεσε βαρεία και εβασάνισεν αυτούς. Επέφερε δε νόσον στους αφεδρώνας όλων των κατοίκων της Αζώτου και των περιχώρων της.

Α Βασ. 5,4         καὶ ἐγένετο ὅτε ὤρθρισαν τὸ πρωΐ, καὶ ἰδοὺ Δαγὼν πεπτωκὼς ἐπὶ πρόσωπον αὐτοῦ ἐνώπιον κιβωτοῦ διαθήκης Κυρίου, καὶ ἡ κεφαλὴ Δαγὼν καὶ ἀμφότερα τὰ ἴχνη χειρῶν αὐτοῦ ἀφῃρημένα ἐπὶ τά ἐμπρόσθια ἀμαφὲθ ἕκαστον, καὶ ἀμφότεροι οἱ καρποὶ τῶν χειρῶν αὐτοῦ πεπτωκότες ἐπὶ τὸ πρόθυρον, πλὴν ἡ ῥάχις Δαγὼν ὑπελείφθη.

Α Βασ. 5,4                 Οταν την πρωΐαν οι κάτοικοι της Αζώτου ηγέρθησαν και εισήλθον πάλιν στον ναόν, είδόν με έκπληξίν, των, ότι το άγαλμα του θεού των Δαγών είχε και πάλιν πέσει κατά γης ενώπιον της Κιβωτού του Θεού με το πρόσωπον στο έδαφος. Η κεφαλή δε του Δαγών και αι δύο παλάμαι των χειρών του αγάλματός του είχον αφαιρεθή και είχον αποχωρισθή από το άλλο σώμα προς τα εμπρός. Οι καρποί και αι παλάμαι των χειρών του είχον πέσει στο κατώφλι του ναού. Μονον ο κορμός του αγάλματος είχε μείνει (εις την θέσιν, όπου είχε τοποθετηθή προηγουμένως).

Α Βασ. 5,5         διὰ τοῦτο οὐκ ἐπιβαίνουσιν οἱ ἱερεῖς Δαγὼν καὶ πᾶς ὁ εἰσπορευόμενος εἰς οἶκον Δαγὼν ἐπὶ βαθμὸν οἴκου Δαγὼν ἐν Ἀζώτῳ ἕως τῆς ἡμέρας ταύτης, ὅτι ὑπερβαίνοντες ὑπερβαίνουσι.

Α Βασ. 5,5                 Δια τούτο οι ιερείς του ναού του Δαγών και όλοι εκείνοι οι οποίοι εισέρχονται στον ναόν τούτον του θεού Δαγών, δεν πατούν στο κατώφλι του ναού τούτου, που ευρίσκεται εις την Αζωτον, μέχρι της ημέρας που γράφονται αυτά, αλλά διασκελίζουν με πολλήν προσοχήν το κατώφλι της εισόδου του ναού.

Α Βασ. 5,6         καὶ ἐβαρύνθη ἡ χεὶρ Κυρίου ἐπὶ Ἄζωτον, καὶ ἐπήγαγεν αὐτοῖς καὶ ἐξέζεσεν αὐτοῖς εἰς τὰς ναῦς, καὶ μέσον τῆς χώρας αὐτῆς ἀνεφύησαν μύες, καὶ ἐγένετο σύγχυσις θανάτου μεγάλη ἐν τῇ πόλει.

Α Βασ. 5,6                 Εν τω μεταξύ η τιμωρός χειρ του Κυρίου έπεσε βαρύτατη στους κατοίκους της Αζώτου, τους ετιμώρησε και επέφερεν εις αυτούς εκζέματα στους αφεδρώνας, ενώ εις όλην την χώραν των ενεφανίσθησαν σμήνη ποντικών. Εξ αιτίας όλων αυτών των πληγών εις τας πόλεις των κατέλαβε την χώραν πανικός και εξηπλώθη ο θάνατος.

Α Βασ. 5,7         καὶ εἶδον οἱ ἄνδρες Ἀζώτου ὅτι οὕτως, καὶ λέγουσιν· ὅτι οὐ καθήσεται κιβωτὸς τοῦ Θεοῦ Ἰσραὴλ μεθ᾿ ἡμῶν, ὅτι σκληρὰ χεὶρ αὐτοῦ ἐφ᾿ ἡμᾶς καὶ ἐπὶ Δαγὼν θεὸν ἡμῶν.

Α Βασ. 5,7                 Οι κάτοικοι της Αζώτου, όταν είδον ότι προσεβλήθησαν από τοιαύτην συμφοράν, συνεκεντρώθησαν και είπαν· “δεν πρέπει να παραμείνη η Κιβωτός του Θεού του Ισραήλ μαζή μας, διότι έπεσεν εναντίον μας βαρεία η τιμωρός χειρ του Θεού και εναντίον και αυτού ακόμη του θεού μας Δαγών”.

Α Βασ. 5,8         καὶ ἀποστέλλουσι καὶ συνάγουσι τοὺς σατράπας τῶν ἀλλοφύλων πρὸς αὐτοὺς καὶ λέγουσι· τί ποιήσωμεν τῇ κιβωτῷ Θεοῦ Ἰσραήλ; καὶ λέγουσιν οἱ Γεθαῖοι· μετελθέτω κιβωτὸς τοῦ Θεοῦ πρὸς ἡμᾶς· καὶ μετῆλθε κιβωτὸς τοῦ Θεοῦ Ἰσραὴλ εἰς Γέθ.

Α Βασ. 5,8                 Απέστειλαν λοιπόν ανθρώπους και προσεκάλεσαν εις σύσκεψιν τους άρχοντας των Φιλισταίων και τους ηρώτησαν· “τι θα κάνωμεν σχετικώς με την Κιβωτόν του Θεού του Ισραηλιτικού λαού”; Οι κάτοικοι της Γεθ απήντησαν· “ας μεταφερθή η Κιβωτός του Θεού εις την πόλιν μας”. Πράγματι η Κιβωτός του Θεού μετεφέρθη εις την πόλιν Γέθ.

Α Βασ. 5,9         καὶ ἐγενήθη μετὰ τὸ μετελθεῖν αὐτὴν καὶ γίνεται χεὶρ Κυρίου τῇ πόλει, τάραχος μέγας σφόδρα, καὶ ἐπάταξε τοὺς ἄνδρας τῆς πόλεως ἀπὸ μικροῦ ἕως μεγάλου καὶ ἐπάταξεν αὐτοὺς εἰς τὰς ἕδρας αὐτῶν, καὶ ἐποίησαν οἱ Γεθαῖοι ἑαυτοῖς ἕδρας.

Α Βασ. 5,9                 Αλλά συνέβη τότε τούτο το γεγονός· όταν αυτή μετεφέρθη εκεί, έπεσε βαρεία η τιμωρός χειρ του Κυρίου εναντίον των κατοίκων της πόλεως και μεγάλη αναταραχή συνέβη μεταξύ των, διότι προσέβαλε δια νόσου ο Κυριος τους αφεδρώνας των. Δια τούτο οι κάτοικοι της Γεθ κατεσκεύασαν ειδικά καθίσματα, δια να κάθωνται.

Α Βασ. 5,10        καὶ ἐξαποστέλλουσι τὴν κιβωτὸν τοῦ Θεοῦ εἰς Ἀσκάλωνα. καὶ ἐγενήθη ὡς εἰσῆλθε κιβωτὸς Θεοῦ εἰς Ἀσκάλωνα, καὶ ἐβόησαν οἱ Ἀσκαλωνῖται λέγοντες· τί ἀπεστρέψατε τὴν κιβωτὸν τοῦ Θεοῦ Ἰσραὴλ πρὸς ἡμᾶς θανατῶσαι ἡμᾶς καὶ τὸν λαὸν ἡμῶν;

Α Βασ. 5,10               Εστειλαν τότε την Κιβωτόν του Θεού εις την πόλιν Ασκάλωνα. Οταν όμως η Κιβωτός του Θεού εισήλθεν εις την Ασκάλωνα, εφώναξαν οι κάτοικοι της Ασκάλωνος λέγοντες· “διατί εστείλατε την Κιβωτόν του Θεού του Ισραήλ εις ημάς; Δια να θανατώσετε ημάς και όλον τον λαόν μας;”

Α Βασ. 5,11        καὶ ἐξαποστέλλουσι καὶ συνάγουσι τοὺς σατράπας τῶν ἀλλοφύλων καὶ εἶπον· ἐξαποστείλατε τὴν κιβωτὸν τοῦ Θεοῦ Ἰσραήλ, καὶ καθισάτω εἰς τὸν τόπον αὐτῆς καὶ οὐ μὴ θανατώσῃ ἡμᾶς καὶ τὸν λαὸν ἡμῶν·

Α Βασ. 5,11                Απέστειλαν λοιπόν αγγελιαφόρους και προσεκάλεσαν τους σατράπας των Φιλισταίων και είπαν· “πάρετε και απομακρύνατε την Κιβωτόν του Θεού του Ισραήλ και ας σταλή αυτή να τοποθετηθή στον τόπον της, δια να διαφύγωμεν έτσι τον θάνατον ημείς και ο λαός μας.

Α Βασ. 5,12        ὅτι ἐγενήθη σύγχυσις ἐν ὅλῃ τῇ πόλει βαρεῖα σφόδρα, ὡς εἰσῆλθε κιβωτὸς Θεοῦ Ἰσραὴλ ἐκεῖ, καὶ οἱ ζῶντες καὶ οὐκ ἀποθανόντες ἐπλήγησαν εἰς τὰς ἕδρας, καὶ ἀνέβη ἡ κραυγὴ τῆς πόλεως εἰς τὸν οὐρανόν.

Α Βασ. 5,12               Πρέπει δε να φύγη το συντομώτερον, διότι από την στιγμήν, κατά την οποίαν η Κιβωτός του Θεού των Ισραηλιτών εισήλθεν εις την πόλιν μας, εξηπλώθη και επεκράτησε μία βαρεία και πρωτοφανής σύγχυσις και πανικός εξ αιτίας των θανάτων. Οσοι έζησαν και δεν απέθαναν, προσεβλήθησαν από νόσον στους αφεδρώνας των”. Τοσον δε μεγάλη ήτο η κραυγή της πόλεως, ώστε έφθασεν έως στον ουρανόν.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6- ΟΙ ΦΙΛΙΣΤΑΙΟΙ ΕΠΙΣΤΡΕΦΟΥΝ ΤΗΝ ΚΙΒΩΤΟ ΤΗΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ

                                    Οι Φιλισταίοι επιστρέφουν την Κιβωτό της Διαθήκης

Α Βασ. 6,1         Καὶ ἦν κιβωτὸς ἐν ἀγρῷ τῶν ἀλλοφύλων ἑπτὰ μῆνας, καὶ ἐξέζεσεν ἡ γῆ αὐτῶν μύας.

Α Βασ. 6,1                 Η Κιβωτός της Διαθήκης είχεν αφεθή στους αγρούς των Φιλισταίων επί επτά μήνας. Η χώρα των εξέβρασε ποντικούς.

Α Βασ. 6,2         καὶ καλοῦσιν ἀλλόφυλοι τοὺς ἱερεῖς καὶ τοὺς μάντεις καὶ τοὺς ἐπαοιδοὺς αὐτῶν λέγοντες· τί ποιήσωμεν τῇ κιβωτῷ Κυρίου; γνωρίσατε ἡμῖν ἐν τίνι ἀποστελοῦμεν αὐτὴν εἰς τὸν τόπον αὐτῆς.

Α Βασ. 6,2                Οι Φιλισταίοι τότε προσεκάλεσαν τους ιερείς, τους μάντεις και τους μάγους, οι οποίοι ψάλλουν μαγικάς ωδάς, και τους ηρώτησαν· “τι πρέπει να κάμωμεν με την Κιβωτόν του Κυρίου; Πληροφορήσατέ μας, πως πρέπει να αποστείλωμεν αυτήν στον τόπον της”.

Α Βασ. 6,3         καὶ εἶπαν· εἰ ἐξαποστέλλετε ὑμεῖς τὴν κιβωτὸν διαθήκης Κυρίου Θεοῦ Ἰσραήλ, μὴ δὴ ἐξαποστείλητε αὐτὴν κενήν, ἀλλ᾿ ἀποδιδόντες ἀπόδοτε αὐτῇ τῆς βασάνου, καὶ τότε ἰαθήσεσθε, καὶ ἐξιλασθήσεται ὑμῖν, μὴ οὐκ ἀποστῇ ἡ χεὶρ αὐτοῦ ἀφ᾿ ὑμῶν.

Α Βασ. 6,3                 Οι ιερείς, οι μάντεις και οι μάγοι απήντησαν· “εάν θα επιστρέψετε την Κιβωτόν του Κυρίου του Θεού του Ισραήλ, να μη την στείλετε κενήν, χωρίς δώρα, αλλά δια την επανόρθωσιν της ασεβούς και αναξιοπρεπούς συμπεριφοράς σας προς την Κιβωτόν, προσφέρετε προθύμως δώρα και τότε θα θεραπευθήτε και θα εξιλεωθήτε. Εάν όμως δεν ενεργήσετε έτσι, υπάρχει φόβος να μην απομακρυνθή από σας η τιμωρός χειρ του Κυρίου”.

Α Βασ. 6,4         καὶ λέγουσι· τί τὸ τῆς βασάνου ἀποδώσομεν αὐτῇ; καὶ εἶπαν· κατ᾿ ἀριθμὸν τῶν σατραπῶν τῶν ἀλλοφύλων πέντε ἕδρας χρυσᾶς, ὅτι πταῖσμα ἐν ὑμῖν καὶ τοῖς ἄρχουσιν ὑμῶν καὶ τῷ λαῷ,

Α Βασ. 6,4                Οι Φιλισταίοι ηρώτησαν· “τι πρέπει να της προσφέρωμεν εις επανόρθωσιν της ασεβείας μας και της αναξιοπρεπούς συμπεριφοράς μας προς την Κιβωτόν;” Εκείνοι τους είπαν· “αναλόγως με τον αριθμόν των σατραπειών θα προσφέρετε ομοιώματα εδρών χρυσών ως αφιερώματα, διότι αυτή η ενοχή βαρύνει κυρίως σας, τους άρχοντας και τον λαόν.

Α Βασ. 6,5         καὶ μῦς χρυσοῦς ὁμοίωμα τῶν μυῶν ὑμῶν τῶν διαφθειρόντων τὴν γῆν· καὶ δώσετε τῷ Κυρίῳ δόξαν, ὅπως κουφίσῃ τὴν χεῖρα αὐτοῦ ἀφ᾿ ὑμῶν καὶ ἀπὸ τῶν θεῶν ὑμῶν καὶ ἀπὸ τῆς γῆς ὑμῶν.

Α Βασ. 6,5                 Επίσης θα προσφέρετε ως αφιερώματα χρυσά ομοιώματα ποντικών, οι οποίοι κατέστρεψαν την χώραν σας, και έτσι θα αποδώσετε την πρέπουσαν τιμήν και δόξαν στον Θεόν. Αυτός δε θα απαλύνη και θα αποσύρη την τιμωρόν χείρα του από σας, από τους θεούς σας, από την χώραν σας.

Α Βασ. 6,6         καὶ ἵνα τί βαρύνετε τὰς καρδίας ὑμῶν, ὡς ἐβάρυνεν Αἴγυπτος καὶ Φαραὼ τὴν καρδίαν αὐτῶν; οὐχὶ ὅτε ἐνέπαιξεν αὐτοῖς, ἐξαπέστειλαν αὐτούς, καὶ ἀπῆλθον;

Α Βασ. 6,6                Διατί σκληρύνετε τας καρδίας σας και δεν θέλετε να αποστείλετε την Κιβωτόν; Σκληρύνετε, λοιπόν, τας καρδίας σας, όπως άλλοτε οι Αιγύπτιοι και ο Φαραώ και δεν αφήκαν ελευθέρους τους Ισραηλίτας; Διατί δεν ενθυμείσθε, ότι οι Αιγύπτιοι και ο Φαραώ, αφού ο Θεός τους ετιμώρησέ με σκληράς πληγάς, ηναγκάσθησαν να αφήσουν τους Ισραηλίτας να απέλθουν ελεύθεροι;

Α Βασ. 6,7         καὶ νῦν λάβετε καὶ ποιήσατε ἅμαξαν καινὴν καὶ δύο βόας πρωτοτοκούσας ἄνευ τῶν τέκνων καὶ ζεύξατε τὰς βόας ἐν τῇ ἁμάξῃ καὶ ἀπαγάγετε τὰ τέκνα ἀπὸ ὄπισθεν αὐτῶν εἰς οἶκον·

Α Βασ. 6,7                 Τωρα λοιπόν σεις κατασκευάσατε μίαν καινουργή άμαξαν, πάρετε δύο αγελάδες, αι οποίαι μόλις το πρώτον εγέννησαν, αλλά χωρίς τα τέκνα των. Αυτάς τας αγελάδας ζεύξατέ τας εις την άμαξαν, τα δε τέκνα των απομακρύνατε τα από αυτάς και κλείσατέ τα στον σταύλον.

Α Βασ. 6,8         καὶ λήψεσθε τὴν κιβωτὸν καὶ θήσετε αὐτὴν ἐπὶ τὴν ἅμαξαν καὶ τὰ σκεύη τὰ χρυσᾶ ἀποδώσετε αὐτῇ τῆς βασάνου καὶ θήσετε ἐν θέματι βερσεχθὰν ἐκ μέρους αὐτῆς καὶ ἐξαποστελεῖτε αὐτὴν καὶ ἀπελάσατε αὐτήν, καὶ ἀπελεύσεται·

Α Βασ. 6,8                Θα παρέτε την Κιβωτόν και θα την θέσετε εις την άμαξαν. Ως προς δε τα χρυσά σκεύη, τα οποία θα προσφέρετε ως αφιερώματα εις επανόρθωσιν της ασεβείας σας προς αυτήν, θα τα θέσετε εις δοχείον παραπλεύρως. Τας αγελάδας με την άμαξαν και με τα αντικείμενα τα επάνω αυτής, θα αφήσετε να φύγουν από κοντά σας θα τα αφήσετε ελεύθερα να απέλθουν.

Α Βασ. 6,9         καὶ ὄψεσθε, εἰ εἰς ὁδὸν ὁρίων αὐτῆς πορεύσεται κατὰ Βαιθσαμύς, αὐτὸς πεποίηκεν ἡμῖν τὴν κακίαν τὴν μεγάλην ταύτην, καὶ ἐὰν μή, καὶ γνωσόμεθα ὅτι οὐ χεὶρ αὐτοῦ ἧπται ἡμῶν, ἀλλὰ σύμπτωμα τοῦτο γέγονεν ἡμῖν.

Α Βασ. 6,9                Θα προσέξετε δέ, εάν αι αγελάδες θα κατευθυνθούν προς την Βαιθσαμύς, προς το μέρος των Ισραηλιτών, αυτό θα σημαίνη, ότι πράγματι ο Θεός επέφερεν εναντίον σας τας καταστροφάς εκείνας τας μεγάλας. Εάν όμως δεν κατευθυνθούν πρας την περιοχήν του Ισραήλ, είναι σημείον ότι αι συμφοραί δεν προήλθον από την τιμωρόν χείρα του Θεού, αλλά συνέβησαν τυχαίως”.

Α Βασ. 6,10        καὶ ἐποίησαν οἱ ἀλλόφυλοι οὕτω. καὶ ἔλαβον δύο βόας πρωτοτοκούσας καὶ ἔζευξαν αὐτὰς ἐν τῇ ἁμάξῃ καὶ τὰ τέκνα αὐτῶν ἀπεκώλυσαν εἰς οἶκον

Α Βασ. 6,10               Οι Φιλισταίοι έπραξαν, όπως τους είπαν οι μάντεις και οι μάγοι. Επήραν δηλαδή δύο αγελάδας, αι οποίαι το πρώτον προ ολίγου είχον γεννήσει, έζευξαν αυτάς εις την άμαξαν, τα δε τέκνα των τα έκλεισαν εις σταύλον.

Α Βασ. 6,11        καὶ ἔθεντο τὴν κιβωτὸν Κυρίου ἐπὶ τὴν ἅμαξαν καὶ τὸ θέμα ἐργὰβ καὶ τοὺς μῦς τοὺς χρυσοῦς.

Α Βασ. 6,11               Εθεσαν την Κιβωτόν του Κυρίου επάνω εις την άμαξαν, όπως επίσης και το δοχείον το εργάβ, εντός του οποίου ήσαν τα χρυσά ομοιώματα των ποντικών.

Α Βασ. 6,12        καὶ κατεύθυναν αἱ βόες ἐν τῇ ὁδῷ εἰς ὁδὸν Βαιθσαμύς, ἐν τρίβῳ ἑνὶ ἐπορεύοντο καὶ ἐκοπίων καὶ οὐ μεθίσταντο δεξιὰ οὐδὲ ἀριστερά· καὶ οἱ σατράπαι τῶν ἀλλοφύλων ἐπορεύοντο ὀπίσω αὐτῆς ἕως ὁρίων Βαιθσαμύς.

Α Βασ. 6,12               Αι αγελάδες επήραν την κατεύθυνσιν της οδού, η οποία ωδηγούσε εις την πάλιν Βαιθσαμύς. Ηκολούθουν δε πάντοτε τον ίδιον δρόμον, χωρίς να παρεκκλίνουν ούτε δεξιά ούτε αριστερά. Οι σατράπαι των Φιλισταίων ακολουθούσαν όπισθεν από την άμαξαν έως τα σύνορα της Βαιθσαμύς.

Α Βασ. 6,13        καὶ οἱ ἐν Βαιθσαμὺς ἐθέριζον θερισμὸν πυρῶν ἐν κοιλάδι· καὶ ᾖραν ὀφθαλμοὺς αὐτῶν καὶ εἶδον κιβωτὸν Κυρίου καὶ ηὐφράνθησαν εἰς ἀπάντησιν αὐτῆς.

Α Βασ. 6,13               Κατά την εποχήν εκείνην οι κάτοικοι της Βαιθσαμύς εθέριζον τα σιτηρά των εις την πεδιάδα. Εσήκωσαν τους οφθαλμούς των, είδον αίφνης την Κιβωτόν του Κυρίου και ευχαριστήθησαν πάρα πολύ, μόλις την αντίκρυσαν.

Α Βασ. 6,14        καὶ ἡ ἅμαξα εἰσῆλθεν εἰς ἀγρὸν Ὠσηὲ τὸν ἐν Βαιθσαμύς, καὶ ἔστησαν ἐκεῖ παρ᾿ αὐτῇ λίθον μέγαν καὶ σχίζουσι τὰ ξύλα τῆς ἁμάξης καὶ τὰς βόας ἀνήνεγκαν εἰς ὁλοκαύτωσιν τῷ Κυρίῳ.

Α Βασ. 6,14               Η άμαξα, συνεχίζουσα την πορείαν της, εισήλθεν στον αγρόν του Ωσηέ, που ευρίσκετο εις την περιοχήν της Βαιθσαμύς, εσταμάτησαν δε αι αγελάδες εκεί πλησίον ενός μεγάλου λίθου. Οι κάτοικοι της Βαιθσαμύς έσχισαν τα ξύλα της αμάξης και προσέφεραν ως θυσίαν ολοκαυτώματος προς τον Κυριον τας αγελάδας αυτάς.

Α Βασ. 6,15        καὶ οἱ Λευῖται ἀνήνεγκαν τὴν κιβωτὸν τοῦ Κυρίου καὶ τὸ θέμα ἐργὰβ μετ᾿ αὐτῆς καὶ τὰ ἐπ᾿ αὐτῆς σκεύη τὰ χρυσᾶ καὶ ἔθεντο ἐπὶ τοῦ λίθου τοῦ μεγάλου, καὶ οἱ ἄνδρες Βαιθσαμὺς ἀνήνεγκαν ὁλοκαυτώσεις καὶ θυσίας ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ τῷ Κυρίῳ.

Α Βασ. 6,15               Οι ιερείς Λευίται επήραν και έφεραν την Κιβωτόν του Κυρίου και το δοχείον, το αργάβ, με τα χρυσά αντικείμενα, που περιείχε, και έθεσαν αυτά επάνω στον μεγάλον εκείνον λίθον. Οι κάτοικοι της Βαιθσαμύς προσέφεραν κατά την ημέραν εκείνην ολοκαυτώματα και άλλας θυσίας προς τον Κυριον.

Α Βασ. 6,16        καὶ οἱ πέντε σατράπαι τῶν ἀλλοφύλων ἑώρων καὶ ἀνέστρεψαν εἰς Ἀσκάλωνα τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ.

Α Βασ. 6,16               Οι δε πέντε σατράπαι των Φιλισταίων, όταν είδαν αυτά, επέστρεψαν την ιδίαν ημέραν εις την πόλιν Ασκάλωνα.

Α Βασ. 6,17        καὶ αὗται αἱ ἕδραι αἱ χρυσαῖ, ἃς ἀπέδωκαν οἱ ἀλλόφυλοι τῆς βασάνου τῷ Κυρίῳ· τῆς Ἀζώτου μίαν, τῆς Γάζης μίαν, τῆς Ἀσκάλωνος μίαν, τῆς Γὲθ μίαν, τῆς Ἀκκαρὼν μίαν.

Α Βασ. 6,17               Τα πέντε χρυσά ομοιώματα των εδρών, το οποία οι Φιλισταίοι προσέφεραν στον Κυριον δια να απαλλαγούν από την τιμωρίαν των εξ αιτίας της ασεβείας των που έδειξαν απέναντι της Κιβωτού του Κυρίου, προήρχοντο από τας εξής πόλεις· Μια έδρα από την πόλιν Αζωτον, μια έδρα από την πόλιν Γαζαν, μία έδρα από την Ασκάλωνα, μία από την Γεθ και μία από την Ακκαρών,

Α Βασ. 6,18        καὶ μῦς οἱ χρυσοῖ κατ᾿ ἀριθμὸν πασῶν πόλεων τῶν ἀλλοφύλων τῶν πέντε σατραπῶν ἐκ πόλεως ἐστερεωμένης καὶ ἕως κώμης τοῦ Φερεζαίου καὶ ἕως λίθου τοῦ μεγάλου, οὗ ἐπέθηκαν ἐπ᾿ αὐτοῦ τὴν κιβωτὸν διαθήκης Κυρίου, τοῦ ἐν ἀγρῷ Ὠσηὲ τοῦ Βαιθσαμυσίτου.

Α Βασ. 6,18               Τα δε χρυσά ομοιώματα των ποντικών ήσαν εις αριθμόν ανάλογα με όλας τας πόλεις και των πέντε σατραπειών των Φιλισταίων από της πλέον ωχυρωμένης πόλεως μέχρι του ανοχυρώτου χωρίου του Φερεζαίου. Εκεί ακόμη ευρίσκεται ο μέγας λίθος, επάνω στον οποίον έθεσαν την Κιβωτόν της Διαθήκης του Κυρίου, στον αγρόν του Ωσηέ του κατοίκου της Βαιθσαμύς.

Α Βασ. 6,19        Καὶ οὐκ ἠσμένισαν οἱ υἱοὶ Ἰεχονίου ἐν τοῖς ἀνδράσι Βαιθσαμύς, ὅτι εἶδον κιβωτὸν Κυρίου· καὶ ἐπάταξεν ἐν αὐτοῖς ἑβδομήκοντα ἄνδρας, καὶ πεντήκοντα χιλιάδας ἀνδρῶν, καὶ ἐπένθησεν ὁ λαός, ὅτι ἐπάταξε Κύριος ἐν τῷ λαῷ πληγὴν μεγάλην σφόδρα.

Α Βασ. 6,19               Τα παιδιά του Ιεχονίου δεν έμειναν ικανοποιημένα με τους κατοίκους της Βαιθσαμύς διότι εκείνοι είδον την Κιβωτόν με κάποιαν περιέργειαν μάλλον και οχι με την πρέπουσαν ευσέβειαν. Δια τούτο ο Κυριος εφόνευσεν εβδομήκοντα άνδρας και πενήντα άλλας χιλιάδας ανδρών. Ο λαός κατελήφθη από μεγάλο πένθος, διότι ο Κυριος εκτύπησε τον λαόν με την μεγάλην αυτήν τιμωρίαν.

Α Βασ. 6,20        καὶ εἶπαν οἱ ἄνδρες οἱ ἐκ Βαιθσαμύς· τίς δυνήσεται διελθεῖν ἐνώπιον Κυρίου τοῦ Θεοῦ τοῦ ἁγίου τούτου; καὶ πρὸς τίνα ἀναβήσεται κιβωτὸς Κυρίου ἐφ᾿ ἡμῶν;

Α Βασ. 6,20              Είπαν δε οι κάτοικοι της πόλεως Βαιθσαμύς· “ποιός ημπορεί να παρουσιασθή ενώπιον του Αγίου Θεού, του Κυρίου ημών; Προς ποίον μέρος θα μεταφερθή η Κιβωτός του Κυρίου, δια να απομακρυνθή από ημάς;”

Α Βασ. 6,21        καὶ ἀποστέλλουσιν ἀγγέλους πρὸς τοὺς κατοικοῦντας Καριαθιαρὶμ λέγοντες· ἀπεστρόφασιν ἀλλόφυλοι τὴν κιβωτὸν Κυρίου· κατάβητε καὶ ἀναγάγετε αὐτὴν πρὸς ἑαυτούς.

Α Βασ. 6,21               Απέστειλαν, λοιπόν, αγγελιαφόρους προς τους κατοίκους της Καριαθιαρίμ, δια να είπουν εις αυτούς· “οι Φιλισταίοι επέστρεψαν εις ημάς την Κιβωτόν του Κυρίου. Ελάτε να την πάρετε και να την μεταφέρετε στον τόπον σας”.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7- Ο ΣΑΜΟΥΗΛ ΚΡΙΤΗΣ ΤΟΥ ΙΣΡΑΗΛ

                                    Ο Σαμουήλ Κριτής του Ισραήλ

Α Βασ. 7,1         Καὶ ἔρχονται οἱ ἄνδρες Καριαθιαρὶμ καὶ ἀνάγουσι τὴν κιβωτὸν διαθήκης Κυρίου καὶ εἰσάγουσιν αὐτὴν εἰς οἶκον Ἀμιναδὰβ τὸν ἐν τῷ βουνῷ· καὶ τὸν Ἐλεάζαρ τὸν υἱὸν αὐτοῦ ἡγίασαν φυλάσσειν τὴν κιβωτὸν διαθήκης Κυρίου.

Α Βασ. 7,1                 Ερχονται οι κάτοικοι της Καριαθιαρίμ και μεταφέρουν την Κιβωτόν της Διαθήκης του Κυρίου και εισήγαγαν αυτήν στον οίκον του Αμιναδάβ, ο οποίος οίκος ευρίσκετο εις κάποιο υψωμα. Καθιέρωσαν δε και ώρισαν τον υιόν αυτού τον Ελεάζαρ, να φυλάττη την Κιβωτόν της Διαθήκης.

Α Βασ. 7,2         Καὶ ἐγενήθη ἀφ᾿ ἧς ἡμέρας ἦν ἡ κιβωτὸς ἐν Καριαθιαρίμ, ἐπλήθυναν αἱ ἡμέραι καὶ ἐγένετο εἴκοσι ἔτη, καὶ ἐπέβλεψε πᾶς οἶκος Ἰσραὴλ ὀπίσω Κυρίου.

Α Βασ. 7,2                 Από την ημέραν όμως, κατά την οποίαν η Κιβωτός του Κυρίου ευρίσκετο εις την Καριαθιαρίμ, επέρασε πολύ χρονικόν διάστημα, εικόσιν ολόκληρα έτη. Αλλ Α κατόπιν όλοι οι Ισραηλται έστρεψαν τα βλέμματά των εν μετανοία, προς τον Θεόν.

Α Βασ. 7,3         καὶ εἶπε Σαμουὴλ πρὸς πάντα οἶκον Ἰσραὴλ λέγων· εἰ ἐν ὅλῃ καρδίᾳ ὑμῶν ὑμεῖς ἐπιστρέφετε πρὸς Κύριον, περιέλετε θεοὺς ἀλλοτρίους ἐκ μέσου ὑμῶν καὶ τὰ ἄλση καὶ ἑτοιμάσατε τὰς καρδίας ὑμῶν πρὸς Κύριον καὶ δουλεύσατε αὐτῷ μόνῳ, καὶ ἐξελεῖται ὑμᾶς ἐκ χειρὸς ἀλλοφύλων.

Α Βασ. 7,3                 Τοτε τους είπεν ο Σαμουήλ τα εξής· “εάν με όλην σας την καρδίαν μετανοήτε και επιστρέφετε προς τον Κυριον, αφαιρέσατε τα αγάλματα των ξένων θεών τα οποία ευρίσκονται μεταξύ σας. Καταστρέψατε τα δάση και τα αγάλματα της Αστάρτης, ετοιμάσατε τας καρδίας σας δια τον Κυριον και εις αυτόν μόνον να υπακούσετε και να δουλεύσετε· και τότε ο Κυριος θα σας απαλλάξη από την κυριαρχίαν των αλλοφύλων”.

Α Βασ. 7,4         καὶ περιεῖλον οἱ υἱοὶ Ἰσραὴλ τὰς Βααλὶμ καὶ τὰ ἄλση Ἀσταρὼθ καὶ ἐδούλευσαν Κυρίῳ μόνῳ.

Α Βασ. 7,4                 Οι Ισραηλίται πράγματι αφήρεσαν τα διάφορα αγάλματα του θεού Βααλ, τα διάφορα αγάλματα της θεάς Αστάρτης και ελάτρευσαν έκτοτε μόνον τον Κυριον.

Α Βασ. 7,5         καὶ εἶπε Σαμουήλ· ἀθροίσατε πάντα Ἰσραὴλ εἰς Μασσηφάθ, καὶ προσεύξομαι περὶ ὑμῶν πρὸς Κύριον.

Α Βασ. 7,5                 Ο Σαμουήλ δε είπε· “συγκεντρωθήτε όλοι οι Ισραηλίται εις την πόλιν Μασσηφάθ, εγώ δε θα προσευχηθώ δια σας προς τον Κυριον”.

Α Βασ. 7,6         καὶ συνήχθησαν εἰς Μασσηφὰθ καὶ ὑδρεύονται ὕδωρ καὶ ἐξέχεαν ἐνώπιον Κυρίου ἐπὶ τὴν γῆν. καὶ ἐνήστευσαν ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ καὶ εἶπαν· ἡμαρτήκαμεν ἐνώπιον Κυρίου· καὶ ἐδίκαζε Σαμουὴλ τοὺς υἱοὺς Ἰσραὴλ εἰς Μασσηφάθ.

Α Βασ. 7,6                 Οι Ισραηλίται συνεκεντρώθησαν πράγματι εις Μασσηφάθ. Εκεί, εις εκδήλωσιν της μετανοίας των και της αποκηρύξεως των αμαρτιών των, αντλούσαν ύδωρ και έχυναν αυτό εις την γην. Επίσης ενήστευσαν κατά την ημέραν εκείνην και διεκήρυξαν εν μετανοία· “ημαρτήσαμεν ενώπιον του Κυρίου”. Ο δε Σαμουήλ ήτο Κριτής του Ισραηλιτικού λαού και έμενεν εις Μασσηφάθ.

Α Βασ. 7,7         καὶ ἤκουσαν οἱ ἀλλόφυλοι ὅτι συνηθροίσθησαν πάντες οἱ υἱοὶ Ἰσραὴλ εἰς Μασσηφάθ, καὶ ἀνέβησαν σατράπαι ἀλλοφύλων ἐπὶ Ἰσραήλ· καὶ ἀκούουσιν οἱ υἱοὶ Ἰσραὴλ καὶ ἐφοβήθησαν ἀπὸ προσώπου ἀλλοφύλων.

Α Βασ. 7,7                 ΟΙ Φιλισταίοι επληροφορήθησαν ότι όλοι οι Ισραηλίται είχαν συγκεντρωθή εις Μασσηφάθ. Ενόμισαν, ότι πρόκειται περί πολεμικής παρατάξεως, δια τούτο όλοι οι σατράπαι των Φιλισταίων με τον στρατόν των ανέβησαν εκεί, δια να πολεμήσουν εναντίον των Ισραηλιτών. Οι Ισραηλίται, όταν επληροφορήθησαν την παράταξιν αυτήν των Φιλισταίων, κατελήφθησαν από φόβον και δεν ετόλμησαν να αντιπαραταχθούν εναντίον αυτών.

Α Βασ. 7,8         καὶ εἶπαν οἱ υἱοὶ Ἰσραὴλ πρὸς Σαμουήλ· μὴ παρασιωπήσῃς ἀφ᾿ ἡμῶν τοῦ μὴ βοᾶν πρὸς Κύριον Θεόν σου, καὶ σώσει ἡμᾶς ἐκ χειρὸς ἀλλοφύλων.

Α Βασ. 7,8                 Είπαν δε προς τον Σαμουήλ· “μη παύσης με φωνήν μεγάλην να προσεύχεσαι υπέρ ημών προς τον Κυριον τον Θεόν σου, διότι έτσι θα μας σώση ο Θεός από τα χέρια των Φιλισταίων”.

Α Βασ. 7,9         καὶ ἔλαβε Σαμουὴλ ἄρνα γαλαθηνὸν ἕνα, καὶ ἀνήνεγκεν αὐτὸν ὁλοκαύτωσιν σὺν παντὶ τῷ λαῷ τῷ Κυρίῳ. καὶ ἐβόησε Σαμουὴλ πρὸς Κύριον περὶ Ἰσραήλ, καὶ ἐπήκουσεν αὐτοῦ Κύριος.

Α Βασ. 7,9                 Ο Σαμουήλ επήρεν ένα αρνί που εθήλαζεν ακόμη, και μαζή με όλον τον λαόν το προσέφερεν ως ολοκαύτωμα προς τον Κυριον. Ο Σαμουήλ εκραύγασεν εις την προσευχήν του προς τον Κυριον υπέρ του Ισραηλιτικού λαού. Ο Κυριος ήκουσε την προσευχήν του Σαμουήλ.

Α Βασ. 7,10        καὶ ἦν Σαμουὴλ ἀναφέρων τὴν ὁλοκαύτωσιν, καὶ ἀλλόφυλοι προσῆγον εἰς πόλεμον ἐπὶ Ἰσραήλ. καὶ ἐβρόντησε Κύριος ἐν φωνῇ μεγάλῃ ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ ἐπὶ τοὺς ἀλλοφύλους, καὶ συνεχύθησαν καὶ ἔπταισαν ἐνώπιον Ἰσραήλ.

Α Βασ. 7,10               Κατά την ώραν λοιπόν που ο Σαμουήλ προσέφερε το ολοκαύτωμα ως θυσίαν στον Κυριον, οι Φιλισταίοι επλησίαζα δια να επιτεθούν εναντίον των Ισραηλιτών. Τοτε ο Κυριος, κατά την ιστορικήν εκείνην ημέραν, απέστειλε βροντάς εκκωφαντικάς κατά των Φιλισταίων. Οι Φιλισταίοι κατελήφθησαν από πανικόν και έτσι ενικήθησαν από τους Ισραηλίτας.

Α Βασ. 7,11        καὶ ἐξῆλθαν ἄνδρες Ἰσραὴλ ἐκ Μασσηφὰθ καὶ κατεδίωξαν τοὺς ἀλλοφύλους καὶ ἐπάταξαν αὐτοὺς ἕως ὑποκάτω τοῦ Βαιθχόρ.

Α Βασ. 7,11                Εξώρμησαν οι Ισραηλίται από την Μασσηφάθ, κατεδίωξαν τους Φιλισταίους και εφόνευσαν αυτούς μέχρι του κάτω τμήματος της Βαιθχόρ.

Α Βασ. 7,12        καὶ ἔλαβε Σαμουὴλ λίθον ἕνα καὶ ἔστησεν αὐτὸν ἀνὰ μέσον Μασσηφὰθ καὶ ἀνὰ μέσον τῆς παλαιᾶς καὶ ἐκάλεσε τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἀβενέζερ, Λίθος τοῦ βοηθοῦ, καὶ εἶπεν· ἕως ἐνταῦθα ἐβοήθησεν ἡμῖν Κύριος.

Α Βασ. 7,12               Ο δε Σαμουήλ, εις ανάμνησιν της θαυμαστής αυτής θείας επεμβάσεως, επήρεν έναν λίθον και τον έστησε μεταξύ Μασσηφάθ και Παλαιάς. Ωνόμασε δε αυτόν τον λίθον “Αβενέζερ” όνομα το οποίον σημαίνει “Λιθος του βοηθούντος Θεού”. Και προσέθεσε· “μέχρις εδώ μας εβοήθησεν ο Κυριος”.

Α Βασ. 7,13        καὶ ἐταπείνωσε Κύριος τοὺς ἀλλοφύλους, καὶ οὐ προσέθεντο ἔτι προσελθεῖν εἰς ὅριον Ἰσραήλ· καὶ ἐγενήθη χεὶρ Κυρίου ἐπὶ τοὺς ἀλλοφύλους πάσας τὰς ἡμέρας τοῦ Σαμουήλ.

Α Βασ. 7,13               Ετσι δε ο Κυριος εξηυτέλισε τους Φιλισταίους οι οποίοι δεν ετόλμησαν άλλην φοράν εισβάλουν εις την χώραν του ισραηλιτικού λαού, διότι τους εβάρυνεν η τιμωρός χειρ του Κυρίου όλας τας ημέρας της ζωής του Σαμουήλ.

Α Βασ. 7,14        καὶ ἀπεδόθησαν αἱ πόλεις, ἃς ἔλαβον οἱ ἀλλόφυλοι παρὰ τῶν υἱῶν Ἰσραήλ, καὶ ἀπέδωκαν αὐτὰς τῷ Ἰσραὴλ ἀπὸ Ἀσκάλωνος ἕως Ἀζόβ, καὶ τὸ ὅριον Ἰσραὴλ ἀφείλοντο ἐκ χειρὸς ἀλλοφύλων. καὶ ἦν εἰρήνη ἀνὰ μέσον Ἰσραὴλ καὶ ἀνὰ μέσον τοῦ Ἀμοῤῥαίου.

Α Βασ. 7,14               Αι πόλεις, τας οποίας οι Φιλισταίοι είχαν αφαιρέσει από τους Ισραηλίτας, ανακατελήφθησαν από του Ισραηλίτας, οι δε Φιλισταίοι επέστρεψαν αυτάς τας πόλεις από την Ασκάλωνα μέχρι της Αβόζ. Ετσι οι Ισραηλίται αφήρεσαν την χώραν των από τους Φιλισταίους και την ανέκτησαν. Συνήφθη δέ μεταξύ Ισραηλιτών και Αμορραίων ειρήνη.

Α Βασ. 7,15        καὶ ἐδίκαζε Σαμουὴλ τὸν Ἰσραὴλ πάσας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς αὐτοῦ.

Α Βασ. 7,15               Ο Σαμουήλ έμεινε Κριτής του Ισραηλιτικού λαού όλας τας ημέρας της ζωής του.

Α Βασ. 7,16        καὶ ἐπορεύετο κατ᾿ ἐνιαυτὸν ἐνιαυτὸν καὶ ἐκύκλου Βαιθὴλ καὶ τὴν Γαλγαλὰ καὶ τὴν Μασσηφὰθ καὶ ἐδίκαζε τὸν Ἰσραὴλ ἐν πᾶσι τοῖς ἡγιασμένοις τούτοις·

Α Βασ. 7,16               Καθε δε έτος περιώδευε και έκαμνε τον κύκλον των πόλεων Βαιθήλ Γαλγαλά, Μασσηφάθ, και εδίκαζε τας διαφοράς των Ισραηλιτών, οι οποίοι κατοικούσαν τους ιερούς αυτούς τόπους της γης της επαγγελίας.

Α Βασ. 7,17        ἡ δὲ ἀποστροφὴ αὐτοῦ εἰς Ἀρμαθαὶμ ὅτι ἐκεῖ ἦν ὁ οἶκος αὐτοῦ, καὶ ἐδίκαζεν ἐκεῖ τὸν Ἰσραὴλ καὶ ᾠκοδόμησεν ἐκεῖ θυσιαστήριον τῷ Κυρίῳ.

Α Βασ. 7,17               Η μόνιμος όμως κατοικία του ήτο εις Αρμαθαίμ, διότι εκεί ήτο το σπίτι του, η πατρίδα του και εκεί κυρίως έλυε τας διαφοράς των Ισραηλιτών. Εκεί δε και έκτισε θυσιαστήριον εις τιμήν του Κυρίου.

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΑ

1

2

3

4

5

6

7

8

9

10

11

12

13

14

15

16

17

18

19

20

21

22

23

24

25

26

27

28

29

30

31