Ο
λαός μετανοημένος ζητάει το έλεος του Θεού
Βαρ. 2,1 Καὶ ἔστησε
Κύριος τὸν λόγον αὐτοῦ, ὃν ἐλάλησεν
ἐφ᾿ ἡμᾶς καὶ ἐπὶ τοὺς
δικαστὰς ἡμῶν τοὺς δικάσαντας τὸν
Ἰσραὴλ καὶ ἐπὶ τοὺς βασιλεῖς
ἡμῶν, καὶ ἐπὶ τοὺς ἄρχοντας
ἡμῶν καὶ ἐπὶ ἄνθρωπον Ἰσραὴλ
καὶ Ἰούδα,
Βαρ. 2,1 Εξεπλήρωσεν ο Κυριος και τούτον τον λόγον του,
τον οποίον είπεν εναντίον μας και εναντίον των δικαστών μας, που εδίκαζον τον
ισραηλιτικόν λαόν, και εναντίον των βασιλέων μας και εναντίον των αρχόντων
μας και εναντίον όλων των Ισραηλιτών και των Ιουδαίων·
Βαρ. 2,2 τοῦ
ἀγαγεῖν ἐφ᾿ ἡμᾶς κακὰ μεγάλα,
ἃ οὐκ ἐποίησεν ὑποκάτω παντὸς τοῦ
οὐρανοῦ καθὰ ἐποιήθη ἐν Ἱερουσαλήμ,
κατὰ τὰ γεγραμμένα ἐν τῷ νόμῳ Μωυσῆ,
Βαρ. 2,2 να επιφέρη εναντίον μας μεγάλας τιμωρίας και
συμφοράς, όσας δεν έκαμε κανένας άλλος κάτω από τον ουρανόν εναντίον άλλου
λαού, ωσάν αυτάς που συνέβησαν εις την Ιερουσαλήμ, σύμφωνα με όσα ο Μωϋσής
είχε γράψει στον Νομον δια τας τιμωρίας των παρανόμων και των αποστατών,
Βαρ. 2,3 τοῦ
φαγεῖν ἡμᾶς ἄνθρωπον σάρκας υἱοῦ
αὐτοῦ καὶ ἄνθρωπον σάρκας θυγατρὸς
αὐτοῦ.
Βαρ. 2,3 ώστε να ευρεθούν άνθρωποι μεταξύ μας, να φάγουν
ο ενας τας σάρκας του υιού του και άλλος τας σάρκας της θυγατρός του!
Βαρ. 2,4 καὶ
ἔδωκεν αὐτοὺς ὑποχειρίους πάσαις ταῖς
βασιλείαις ταῖς κύκλῳ ἡμῶν εἰς
ὀνειδισμὸν καὶ εἰς ἄβατον ἐν πᾶσι
τοῖς λαοῖς τοῖς κύκλῳ, οὗ διέσπειρεν
αὐτοὺς Κύριος ἐκεῖ.
Βαρ. 2,4 Παρέδωκε τους Ισραηλίτας ο Κυριος υποχειρίους
εις όλα τα βασίλεια τα κυκλω, ώστε να γίνωμεν αντικείμενον ονειδισμού, έρημοι
και καταφρονημένοι μεταξύ όλων των κύκλω λαών, όπου ο Κυριος τους
διεσκόρπισε.
Βαρ. 2,5 καὶ
ἐγενήθησαν ὑποκάτω καὶ οὐκ ἐπάνω, ὅτι
ἡμάρτομεν Κυρίῳ Θεῷ ἡμῶν πρὸς τὸ
μὴ ἀκούειν τῆς φωνῆς αὐτοῦ.
Βαρ. 2,5 Και εγίναμεν έτσι υποχείριοι αντί να είμεθα
κύριοι, διότι ημαρτήσαμεν εις Κυριον τον Θεόν μας, επειδή δεν υπηκούσαμεν εις
τας εντολάς αυτού.
Βαρ. 2,6 τῷ Κυρίῳ
Θεῷ ἡμῶν ἡ δικαιοσύνη, ἡμῖν δὲ
καὶ τοῖς πατράσιν ἡμῶν ἡ αἰσχύνη
τῶν προσώπων ὡς ἡ ἡμέρα αὕτη.
Βαρ. 2,6 Εις Κυριον τον Θεόν μας ανήκει και υπάρχει η
δικαιοσύνη, εις ημάς δε και τους προγόνους μας η εντροπή και η καταισχύνη των
προσώπων μας, όπως φανερώνει αυτή η ημέρα.
Βαρ. 2,7 ἃ
ἐλάλησε Κύριος ἐφ᾿ ἡμᾶς, πάντα τὰ
κακὰ ταῦτα ἦλθεν ἐφ᾿ ἡμᾶς.
Βαρ. 2,7 Ολαι αι συμφοραί και αι τιμωρίαι, τας οποίας
προανήγγειλεν ο Κυριος, όλαι αύται επεσσωρεύθησαν εις ημάς.
Βαρ. 2,8 καὶ οὐκ
ἐδεήθημεν τοῦ προσώπου Κυρίου τοῦ ἀποστρέψαι
ἕκαστον ἀπὸ τῶν νοημάτων τῆς καρδίας
αὐτῶν τῆς πονηρᾶς.
Βαρ. 2,8 Δεν παρεκαλέσαμεν δε τον Κυριον εν μετανοία να
μας βοηθήση, ώστε ο καθένας από ημάς να απομακρυνθή από τας αμαρτωλάς σκέψεις
της διεφθαρμένης καρδίας του.
Βαρ. 2,9 καὶ
ἐγρηγόρησε Κύριος ἐπὶ τοῖς κακοῖς, καὶ
ἐπήγαγε Κύριος ἐφ᾿ ἡμᾶς, ὅτι δίκαιος
ὁ Κύριος ἐπὶ πάντα τὰ ἔργα αὐτοῦ,
ἃ ἐνετείλατο ἡμῖν.
Βαρ. 2,9 Και έτσι ο Κυριος ηγρύπνησε δια τας τιμωρίας
ημών και τας επέφερεν εναντίον μας, διότι ο Κυριος είναι δίκαιος εις όλα
αυτού τα έργα, τα οποία μας έχει διατάξει.
Βαρ. 2,10 καὶ οὐκ
ἠκούσαμεν τῆς φωνῆς αὐτοῦ πορεύεσθαι τοῖς
προστάγμασι Κυρίου, οἷς ἔδωκε κατὰ πρόσωπον
ἡμῶν. -
Βαρ. 2,10 Ημείς όμως δεν υπηκούσαμεν εις την φωνήν του, να πορευθώμεν
σύμφωνα με τα προστάγματα του Κυρίου, τα οποία αυτός έδωκεν ενώπιόν μας.
Βαρ. 2,11 Καὶ νῦν,
Κύριε ὁ Θεὸς Ἰσραήλ, ὃς ἐξήγαγες τὸν λαόν
σου ἐκ γῆς Αἰγύπτου ἐν χειρὶ κραταιᾷ
καὶ ἐν σημείοις καὶ ἐν τέρασι καὶ ἐν
δυνάμει μεγάλῃ καὶ ἐν βραχίονι ὑψηλῷ καὶ
ἐποίησας σεαυτῷ ὄνομα ὡς ἡ ἡμέρα
αὕτη,
Βαρ. 2,11 Και τώρα, Κυριε, συ, ο Θεός του Ισραήλ, ο οποίος
έβγαλες άλλοτε ελεύθερον τον λαόν σου από την χώραν της Αιγύπτου με την
κραταιάν χείρα σου, με σημεία και με τέρατα, με δύναμιν μεγάλην και
ακατανίκητον, με τον παντοδύναμον βραχίονά σου και κατέστησες έτσι ένδοξον το
Ονομά σου μεταξύ των λαών, όπως μαρτυρεί και η ημέρα αυτή,
Βαρ. 2,12 ἡμάρτομεν,
ἠσεβήσαμεν, ἠδικήσαμεν, Κύριε ὁ Θεὸς
ἡμῶν, ἐπὶ πᾶσι τοῖς δικαιώμασί σου.
Βαρ. 2,12 ομολογούμεν ότι υπεπέσαμεν εις αμαρτίας,
εδείξαμεν ασέβειαν απέναντί σου, διεπράξαμεν αδικίας, Κυριε ο Θεός ημών,
παρεβήμεν όλας τας εντολάς σου.
Βαρ. 2,13 ἀποστραφήτω
ὁ θυμός σου ἀφ᾿ ἡμῶν, ὅτι κατελείφθημεν
ὀλίγοι ἐν τοῖς ἔθνεσιν, οὗ διέσπειρας
ἡμᾶς ἐκεῖ.
Βαρ. 2,13 Αλλά ας απομακρυνθή από ημάς ο δίκαιος θυμός σου,
διότι ολίγοι απεμείναμεν εις τα έθνη, όπου μας έχεις διασκορπίσει.
Βαρ. 2,14 εἰσάκουσον,
Κύριε, τῆς προσευχῆς ἡμῶν καὶ τῆς δεήσεως
ἡμῶν καὶ ἐξελοῦ ἡμᾶς ἕνεκέν
σου καὶ δὸς ἡμῖν χάριν κατὰ πρόσωπον τῶν ἀποικισάντων
ἡμᾶς,
Βαρ. 2,14 Ακουσε, Κυριε, και κάμε δεκτήν την προσευχήν μας
και την δέησίν μας και εν τη απείρω σου καλωσύνη γλύτωσέ μας από τας συμφοράς
αυτάς και δος μας την χάριν σου ενώπιον αυτών, οι οποίοι μας έχουν μετοικήσει
αιχμαλώτους,
Βαρ. 2,15 ἵνα γνῷ
πᾶσα ἡ γῆ, ὅτι σὺ Κύριος ὁ Θεὸς
ἡμῶν, ὅτι τὸ ὄνομά σου ἐπεκλήθη
ἐπὶ Ἰσραὴλ καὶ ἐπὶ τὸ γένος
αὐτοῦ.
Βαρ. 2,15 δια να μάθουν όλοι οι άνθρωποι της οικουμένης,
ότι συ είσαι ο Κυριος και Θεός μας, ότι το Ονομά σου έχει επικληθή επάνω στον
Ιακώβ και στους απογόνους του.
Βαρ. 2,16 Κύριε, κάτιδε ἐκ
τοῦ οἴκου τοῦ ἁγίου σου καὶ ἐννόησον
εἰς ἡμᾶς· καὶ κλίνον, Κύριε, τὸ οὖς
σου καὶ ἄκουσον·
Βαρ. 2,16 Από τον άγιόν σου ναόν ρίψε, Κυριε, ένα βλέμμα
εις ημάς και ίδε το κατάντημά μας, έχε μας στον νουν σου. Κλίνε, Κυριε, το αυτί
σου και άκουσέ μας.
Βαρ. 2,17 ἄνοιξον,
Κύριε, ὀφθαλμούς σου καὶ ἰδέ, ὅτι οὐχ οἱ
τεθνηκότες ἐν τῷ ᾅδῃ, ὧν ἐλήφθη τὸ
πνεῦμα αὐτῶν ἀπὸ τῶν σπλάγχνων
αὐτῶν, δώσουσι δόξαν καὶ δικαίωμα τῷ
Κυρίῳ·
Βαρ. 2,17 Ανοιξε, Κυριε, τους οφθαλμούς σου και ιδέ προς
ημάς, διότι δεν θα δώσουν δόξαν και δικαίωσιν στο Ονομά σου εκείνοι, οι
οποίοι απέθαναν και ευρίσκονται στον άδην· αυτοί, των οποίων έλλειψε πλέον
από τα σπλάγχνα των η πνοή της ζωής.
Βαρ. 2,18 ἀλλὰ
ἡ ψυχὴ ἡ λυπουμένη ἐπὶ τὸ μέγεθος,
ὃ βαδίζει κύπτον καὶ ἀσθενοῦν καὶ οἱ
ὀφθαλμοὶ οἱ ἐκλείποντες καὶ ἡ ψυχὴ
ἡ πεινῶσα δώσουσί σοι δόξαν καὶ δικαιοσύνην, Κύριε.
Βαρ. 2,18 Αλλά η συντετριμμένη από την λύπην ψυχή, η οποία
από το βάρος των αμαρτιών και των τιμωριών βαδίζει σκυφτή και αδύναμος με
θολωμένους από τα δάκρυα οφθαλμούς και ο πεινασμένος άνθρωπος, αυτοί θα σε
δοξολογήσουν, Κυριε, και θα διαλαλήσουν την δικαιοσύνην σου.
Βαρ. 2,19 ὅτι οὐκ
ἐπὶ τὰ δικαιώματα τῶν πατέρων ἡμῶν
καὶ τῶν βασιλέων ἡμῶν ἡμεῖς καταβάλλομεν
τὸν ἔλεον ἡμῶν κατὰ πρόσωπόν σου, Κύριε ὁ
Θεὸς ἡμῶν,
Βαρ. 2,19 Σου υποβάλλομεν την ικετήριον αυτήν προς το έλεός
σου δέησιν, στηριζόμενοι οχι εις τας δικαιοσύνας των προγόνων μας και των
βασιλέων μας, αλλά στο έλεός σου, Κυριε ο Θεός ημών.
Βαρ. 2,20 ὅτι
ἐνῆκας τὸν θυμόν σου καὶ τὴν ὀργήν σου
ἐφ᾿ ἡμᾶς, καθάπερ ἐλάλησας ἐν χειρὶ
τῶν παίδων σου τῶν προφητῶν λέγων·
Βαρ. 2,20 Διότι συ εν τη δικαιοσύνη σου εξαπέλυσες τον θυμόν
σου και την οργήν σου εναντίον μας, όπως άλλωστε είχες προαναγγείλει δια
μέσου των δούλων σου, των προφητών, λέγων·
Βαρ. 2,21 οὕτως εἶπε
Κύριος· κλίνατε τὸν ὦμον ὑμῶν ἐργάσασθαι
τῷ βασιλεῖ Βαβυλῶνος καὶ καθίσατε ἐπὶ
τὴν γῆν, ἣν δέδωκα τοῖς πατράσιν
ὑμῶν·
Βαρ. 2,21 έτσι είπεν ο Κυριος· Σκύψατε τον ώμον σας, δια να
εργασθήτε υποτεταγμένοι στον βασιλέα της Βαβυλώνος, ώστε να ημπορέσετε να
παραμείνετε εις την χώαν, την οποίαν εγώ έδωκα στους προγόνους σας.
Βαρ. 2,22 καὶ
ἐὰν μὴ ἀκούσητε τῆς φωνῆς Κυρίου
ἐργάσασθαι τῷ βασιλεῖ Βαβυλῶνος,
Βαρ. 2,22 Εάν όμως δεν υπακούετε εις την φωνήν του Κυρίου,
να εργασθήτε εν υποταγή στον βασιλέα της Βαβυλώνος,
Βαρ. 2,23 ἐκλείψειν
ποιήσω ἐκ πόλεων Ἰούδα καὶ ἔξωθεν
Ἱερουσαλὴμ φωνὴν εὐφροσύνης καὶ φωνὴν
χαρμοσύνης, φωνὴν νυμφίου καὶ φωνὴν νύμφης, καὶ
ἔσται πᾶσα ἡ γῆ εἰς ἄβατον
ἀπὸ ἐνοικούντων.
Βαρ. 2,23 τότε εγώ θα φέρω έτσι τα πράγματα και θα κάμω,
ώστε να λείψη από τας πόλεις της Ιουδαίας και από τας οδούς της Ιερουσαλήμ
κάθε φωνή αγαλλιάσεως και χαράς, χαρμόσυνος φωνή νυμφίου και νύμφης. Ολη δε η
χώρα θα μείνη έρημος και άβατος από τους κατοίκους.
Βαρ. 2,24 καὶ οὐκ
ἠκούσαμεν τῆς φωνῆς σου ἐργάσασθαι τῷ
βασιλεῖ Βαβυλῶνος, καὶ ἔστησας τοὺς λόγους σου,
οὓς ἐλάλησας ἐν χερσὶ τῶν παίδων σου τῶν
προφητῶν, τοῦ ἐξενεχθῆναι τὰ ὀστᾶ
βασιλέων ἡμῶν καὶ τὰ ὀστᾶ τῶν
πατέρων ἡμῶν ἐκ τοῦ τόπου αὐτῶν,
Βαρ. 2,24 Ημείς όμως δεν υπηκούσαμεν εις την εντολήν σου, να
εργασθώμεν εν υποταγή στον βασιλέα της Βαβυλώνος και έτσι συ εξεπλήρωσες τους
απειλητικούς λόγους σου, τους οποίους είπες εναντίον μας δια μέσου των δούλων
σου, των προφητών, ότι δηλαδή θα επέλθουν εναντίον μας αι δίκαιαι τιμωρίαι,
και αυτά ακόμη τα οστά των βασιλέων και τα οστά των προγονων μας θα εξαχθούν
από τους τάφους των!
Βαρ. 2,25 καὶ ἰδού
ἐστιν ἐξεῤῥιμμένα τῷ καύματι τῆς
ἡμέρας καὶ τῷ παγετῷ τῆς νυκτός, καὶ
ἀπεθάνοσαν ἐν πόνοις πονηροῖς, ἐν λιμῷ
καὶ ἐν ῥομφαίᾳ καὶ ἐν
ἀποστολῇ.
Βαρ. 2,25 Και ιδού ότι πράγματι αυτά ερρίφθησαν και
εσκορπίσθησαν έξω εκτεθειμένα στο καύμα της ημέρας και στον παγετόν της
νυκτός. Οι δε πατέρες μας απέθανον εν μέσω φοβερών αθλιοτήτων και τιμωριών,
με λιμόν και με ρομφαίαν και με αιχμαλωσίαν.
Βαρ. 2,26 καὶ
ἔθηκας τὸν οἶκον, οὗ ἐπεκλήθη τὸ
ὄνομά σου ἐπ᾿ αὐτῷ, ὡς ἡ
ἡμέρα αὕτη, διὰ πονηρίαν οἴκου Ἰσραὴλ
καὶ οἴκου Ἰούδα. -
Βαρ. 2,26 Και κατέστησες τον ναόν, όπου επεκαλείτο το Ονομά
σου, όπως είναι σήμερα, κρημνισμένος και εγκαταλελειμμένος εξ αιτίας της
κακίας των Ισραηλιτών και των Ιουδαίων.
Βαρ. 2,27 Καὶ
ἐποίησας εἰς ἡμᾶς, Κύριε ὁ Θεὸς
ἡμῶν, κατὰ πᾶσα ἐπιείκειάν σου καὶ
κατὰ πάντα οἰκτιρμόν σου τὸν μέγαν,
Βαρ. 2,27 Και εν τούτοις είχες φερθή συ, Κυριε ο Θεός μας,
προς ημάς σύμφωνα με όλην σου την επιείκειαν και με όλους τους μεγάλους
οικτιρμούς σου,
Βαρ. 2,28 καθὰ
ἐλάλησας ἐν χειρὶ παιδός σου Μωυσῆ, ἐν
ἡμέρᾳ ἐντειλαμένου σου αὐτῷ γράψαι τὸν
νόμον σου ἐναντίον υἱῶν Ἰσραὴλ λέγων·
Βαρ. 2,28 όπως ωμίλησες δια μέσου του δούλου σου του Μωϋσέως
κατά την ημέραν, κατά την οποίαν του έδωσες την εντολήν να γράψη τον Νομον
σου ενώπιον των Ισραηλιτών λέγων·
Βαρ. 2,29 ἐὰν
μὴ ἀκούσητε τῆς φωνῆς μου, εἰ μὴν ἡ
βόμβησις ἡ μεγάλη ἡ πολλὴ αὕτη ἀποστρέψει
εἰς μικρὰν ἐν τοῖς ἔθνεσιν, οὗ
διασπερῶ αὐτοὺς ἐκεῖ·
Βαρ. 2,29 Εάν δεν υπακούσετε εις την φωνήν μου, τότε ο
μεγάλος και αναρίθμητος αυτός λαός, που βομδεί, θα γίνη ελάχιστος μεταξύ των
εθνών, όπου εγώ θα τους διασκορπίσω.
Βαρ. 2,30 ὅτι
ἔγνων ὅτι οὐ μὴ ἀκούσωσί μου, ὅτι
λαὸς σκληροτράχηλός ἐστι. καὶ ἐπιστρέψουσιν
ἐπὶ καρδίαν αὐτῶν ἐν γῇ
ἀποικισμοῦ αὐτῶν
Βαρ. 2,30 Αυτά τα προαναγγέλλω, είπες, διότι γνωρίζω ότι οι
Ισραηλίται δεν θα ακούσουν την φωνήν μου διότι είναι λαός σκληροτράχηλος και
αμετανόητος. Εάν όμως εις την εξορίαν ευρισκόμενοι συναισθανθούν την
αμαρτωλότητά των και συνέλθουν στον εαυτόν των
Βαρ. 2,31 καὶ γνώσονται
ὅτι ἐγὼ Κύριος ὁ Θεὸς αὐτῶν.
καὶ δώσω αὐτοῖς καρδίαν καὶ ὦτα ἀκούοντα,
Βαρ. 2,31 και αναγνωρίσουν ότι εγώ είμαι Κυριος ο Θεός των,
εγώ τότε θα δώσω εις αυτούς καρδίαν αγνήν και συνετήν, αυτιά πρόθυμα να
ακούουν.
Βαρ. 2,32 καὶ αἰνέσουσί
με ἐν γῇ ἀποικισμοῦ αὐτῶν καὶ
μνησθήσονται τοῦ ὀνόματός μου
Βαρ. 2,32 Τοτε δε θα με δοξολογήσουν εις την χώραν της
εξορίας των και θα ενθυμηθούν το Ονομά μου.
Βαρ. 2,33 καὶ
ἀποστρέψουσιν ἀπὸ τοῦ νώτου αὐτῶν
τοῦ σκληροῦ καὶ ἀπὸ πονηρῶν πραγμάτων αὐτῶν,
ὅτι μνησθήσονται τῆς ὁδοῦ πατέρων αὐτῶν
τῶν ἁμαρτόντων ἔναντι Κυρίου.
Βαρ. 2,33 Θα παύσουν πλέον να έχουν σκληρόν και ανυπότακτον
τον τράχηλον, θα απομακρυνθούν από τα πονηρά έργα των, διότι θα αναμνησθούν
το κατάντημα και την τύχην των πατέρων των, οι οποίοι είχαν αμαρτήσει ενώπιον
εμού, του Κυρίου.
Βαρ. 2,34 καὶ
ἀποστρέψω αὐτοὺς εἰς τὴν γῆν, ἣν
ὤμοσα τοῖς πατράσιν αὐτῶν, τῷ
Ἁβραὰμ καὶ τῷ Ἰσαὰκ καὶ τῷ
Ἰακώβ, καὶ κυριεύσουσιν αὐτῆς· καὶ
πληθυνῶ αὐτούς, καὶ οὐ μὴ
σμικρυνθῶσι·
Βαρ. 2,34 Τοτε δε συνετισμένους και εν μετάνοία θα τους
επαναφέρω εγώ εις την χώραν, την οποίαν ωρκίσθην να δώσω στον Αβραάμ, τον
Ισαάκ και τον Ιακώβ και θα γίνουν πλέον κύριοι και ιδιοκτήται αυτής. Θα τους
πληθύνω και δεν θα ολιγοστεύσουν.
Βαρ. 2,35 καὶ στήσω
αὐτοῖς διαθήκην αἰώνιον τοῦ εἶναί με
αὐτοῖς εἰς Θεὸν καὶ αὐτοὶ
ἔσονταί μοι εἰς λαόν· καὶ οὐ κινήσω ἔτι
τὸν λαόν μου Ἰσραὴλ ἀπὸ τῆς γῆς,
ἧς ἔδωκα αὐτοῖς.
Βαρ. 2,35 Θα συνάψω και θα επικυρώσω συμφωνίαν αιωνίαν με
αυτούς, δια να είμαι εις αυτούς ο Θεός των και αυτοί να είναι δι' εμέ ο λαός.
Δεν θα μετακινήσω πλέον τον λαόν μου τον ισραηλιτικόν από την χώραν, την
οποίαν εγώ έχω δώσει εις αυτούς.
|