ΔΟΓΜΑΤΙΚΗ |
||||
|
||||
Η ΙΣΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΥΪΟΥ ΜΕ ΤΟΝ ΠΑΤΕΡΑ |
||||
Εισαγωγή
Έπρεπε να έρθει ο Θεάνθρωπος Ιησούς Χριστός για να μας αποκαλύψει ολόκληρη την αγάπη του Θεού Πατέρα. Μας φανέρωσε ότι πήρε τη φύση μας και μας δίνει τη δική του, γινόμαστε αδελφοί του, και επομένως ο Πατέρας του είναι και Πατέρας μας. Μας δίδαξε ότι στο όνομά του μπορούμε να διαλεγόμαστε πρόσωπο με πρόσωπο με τον Θεό Πατέρα, και με το Πνεύμα που μας επισκέπτεται μπορούμε να αισθανόμαστε τη γνήσια και θερμή πατρική συγγένεια με τον Θεό σε μοναδικό προσωπικό επίπεδο.
Αιρετικές ερμηνείες
Η θεότητα του Ιησού Χριστού και η ισότητα του Υιού προς τον Πατέρα κηρύσσεται μέσα στην Καινή Διαθήκη και αποτελεί δόγμα της Εκκλησίας αναντίρρητο. Επομένως δεν υπάρχει καμία πρόθεση ή διάθεση μέσα στην πατερική παράδοση να εννοηθεί μείωση του Υιού προς τον Πατέρα. Μόνο αιρετικοί και αιρετίζοντες διατύπωσαν αντίθετες προτάσεις. Οι αιρετικές ερμηνείες διακρίνονται σε δύο θεωρίες, στη θεωρία της υποταγής του Υιού στον Πατέρα ως κατωτέρου και στη θεωρία της άρνησης της θεότητος του Υιού. Η θεωρία της υποταγής εμφανίσθηκε πρώτη κατά το τέλος του β' αιώνα και υποστηρίχθηκε από τον Ωριγένη και τον Ευσέβιο Καισαρείας στην Ανατολή, και από τον Τερτυλλιανό και τον Νοβατιανό στη Δύση. Σύμφωνα μ' αυτούς ο Υιός είναι υποδεέστερος από τον Πατέρα, ανώτερος όμως κατά πολύ από όλα τα κτίσματα. Η αντίληψη αυτή ευοδώθηκε στους μεν δυτικούς από επίδραση της θύραθεν φιλοσοφίας, που ευνοεί τη γενεαλογία και την ιεράρχηση των θεοτήτων, στον δε Ωριγένη και Ευσέβιο υπαγορεύθηκε από το σύστημα του Ιουδαίου Φίλωνος, ο οποίος δέχεται ως μεσίτη Θεού και λογικών όντων μία ενδιάμεση ύπαρξη, έναν κατώτερο θεό, τον Λόγο. Τη θεωρία της υποταγής επαναλαμβάνουν στα νεότερα χρόνια πολλοί ετερόδοξοι κυρίως Προτεστάντες.
Η θεωρία της άρνησης της θεότητος
του Χριστού είναι η θεωρία του Αρείου και των συνεχιστών
του. Αποτελεί προέκταση της θεωρίας της υποταγής και
προήλθε από τις θεωρίες του Φίλωνα, του Ωριγένη και της
Αλεξανδρινής Σχολής. Συνδετικός κρίκος μεταξύ
ωριγενισμού και αρειανισμού θεωρείται ο Ευσέβιος
Καισαρείας. Σύμφωνα με τον Άρειο ο Υιός είναι ανώτερος
απ’ όλους, αλλά είναι αποκύημα του Πατέρα και οφείλει
την ύπαρξή του σ' αυτόν, τον οποίο μάλιστα ως Θεό ο Υιός
δεν γνωρίζει κατά την ουσία.
Τις αιρετικές αυτές απόψεις απέρριψε και κατέρριψε η Εκκλησία με πλήθος επιχειρημάτων, λογικών και θεολογικών, τα οποία ανέπτυξαν οι πατέρες σε συγγράμματα και ομιλίες τους και κατοχύρωσαν οι οικουμενικές σύνοδοι με όρους και δόγματα.
Κακόδοξες ερμηνείες
Παρουσιάσθηκαν εν τούτοις, και ορισμένες ερμηνείες, οι οποίες, αν και δεν χαρακτηρίζονται αιρετικές, διότι δεν είχαν την πρόθεση της αίρεσης, είναι όμως κακόδοξες, διότι ευνοούν την αίρεση. Οι ερμηνείες αυτές είναι η ερμηνεία της κένωσης, η ερμηνεία της κατ' επίνοιαν διαίρεσης και η ερμηνεία του κοινού προσώπου.
Ερμηνεία της κενώσεως ονομάζεται η άποψη ότι ο Υιός
υπέστη μείωση της θείας ουσίας του και ελαττώθηκε ως
προς τον Πατέρα με το γεγονός της κένωσης, κατά το ότι
υπέμεινε τις αδυναμίες της ανθρώπινης φύσης, όταν
ενανθρώπισε, ενώ ο Πατέρας έμεινε πάντα ο ίδιος. Η
μείωση αυτή της ισότητος θεωρείται ότι ίσχυσε μόνο από
τον καιρό της συλλήψεως μέχρι της αναλήψεως, οπότε ο
Υιός αποκαταστάθηκε πάλι στο πρώτο του ύψος. Σ' εκείνο
ακριβώς το διάστημα αναφέρεται και ο λόγος του Κυρίου
ότι «ο Πατήρ μου μείζων μου εστί».
Ερμηνεία της κατ' επίνοιαν
διαίρεσης ονομάζεται η άποψη ότι ο Χριστός παρουσιάζεται
κατώτερος από τον Θεό Πατέρα ως άνθρωπος, αλλά τούτο
γίνεται μόνο κατά φαντασίαν, διότι σύμφωνα με αυτή την
άποψη στην πραγματικότητα η ανθρώπινη φύση του είναι
τελείως ξένη και ξεχωρισμένη από τη θεία φύση του, ωσάν
να μην έγινε υποστατική ένωση των δύο φύσεων στο πρόσωπό
του και ωσάν να είναι φανταστική η ανθρωπότητά του.
Ερμηνεία τού κοινού προσώπου ονομάζεται η άποψη ότι ο Χριστός εμφανίζεται κατώτερος από τον Θεό Πατέρα μιλώντας όχι ως Υιός ειδικά για τον εαυτό του, αλλά γενικά ως κοινός θνητός για κάθε άνθρωπο. Και αυτή η θεωρία προέρχεται από διαστρέβλωση λόγων του Ιωάννη Δαμασκηνού γι' αυτό καταδικάσθηκε και αυτή από τη σύνοδο του 1166 μ.Χ.. Εκτός από τις κακόδοξες ερμηνείες, διατυπώθηκε και μία άποψη η οποία επίσης δεν μπορεί να γίνει δεκτή. Είναι η λεγομένη ερμηνεία της τιμητικής αναφοράς, κατά την οποία νομίζεται ότι η λέξι «μείζων» στο χωρίο «Πατήρ μου μείζων μου εστιν» (Ιω. 14,28) δεν συνιστά τίποτε άλλο παρά μία τιμητική αναφορά του Υιού για τον Πατέρα. Αξιοσημείωτο είναι ότι η ερμηνεία αυτή προήλθε από παρανόηση ορισμένων πατερικών χωρίων, ενώ στην πραγματικότητα κανένας πατέρας δεν την εννοούσε. Μνημονεύθηκε στη σύνοδο του 1166, αλλά ούτε καν συζητήθηκε.
Η Ορθόδοξη άποψη
Ο Ιησούς Χριστός, κατά τη Θεϊκή του φύση, είναι ίσος με
τον Πατέρα. Κατώτερος είναι μόνο κατά την αιτία, καθώς ο
Πατέρας είναι η πρώτη αιτία, και γεννά τον Υιό, ενώ
εκπορεύει το Άγιο Πνεύμα. Τη Θεϊκή αυτή ισότητα του
Πατρός με τον Υιό, την αναφέρει καθαρά και ρητά η Αγία
Γραφή, στην προς Φιλιππισίους επιστολή του αποστόλου
Παύλου.
Η ερμηνεία του ανθρωπίνου είναι η αρχαιότερη από όλες και απαντά πρώτη φορά στον Ειρηναίο. Σύμφωνα με αυτήν «ο Πατήρ μου μείζων μου εστί» σημαίνει ότι ο Πατέρας είναι ανώτερος από τον Υιό ως άνθρωπο, εφ' όσον ο Υιός με την ενανθρώπηση έγινε τέλειος άνθρωπος χωρίς να παύσει βέβαια να είναι και τέλειος Θεός. Το χωρίο κατατάσσεται σε μία ομάδα χωρίων που αναφέρονται στην ανθρώπινη φύση του Χριστού και χρησιμοποιούνται από τους πατέρες κατά της αίρεσης του αρειανισμού, αλλά και κατά των αιρέσεων του μονοενεργητισμού και του μονοθελητισμού. Έτσι, η εν λόγω ερμηνεία υποστηρίχθηκε από τους περισσότερους πατέρες και ορθοδόξους εκκλησιαστικούς συγγραφείς. Η ερμηνεία τον αιτίου είναι η δεύτερη κατά σειρά αρχαιότητος και συχνότητος στην Ορθόδοξη παράδοση, συναντάται για πρώτη φορά στον Αλέξανδρο Αλεξανδρείας τον 4ο αιώνα. Σύμφωνα με αυτήν ο Πατέρας λέγεται «μείζων» του Υιού κατά το ότι είναι αίτιός του με την έννοια όχι ότι δημιούργησε τον Υιό, αλλά ότι τον γεννά αενάως. Η διάκριση αυτή δεν είναι διάκριση ουσίας αλλά διάκριση υποστάσεως. Δεν αποτελεί η διαφορά, δηλαδή, ουσιαστική ιδιότητα των προσώπων της θεότητος, αλλά προσωπικό ιδίωμα του Πατέρα έναντι του Υιού. Ο Πατήρ γεννά και ο Υιός γεννάται, χωρίς να συμβαίνει καμία ανισότητα μεταξύ τους και ούτε ο Υιός να είναι νεότερος από τον Πατέρα ή ο Πατέρας ισχυρότερος από τον Υιό. Την ερμηνεία του αιτίου ανέπτυξε πληρέστερα ο Γρηγόριος ο Θεολόγος, την ασπάζονται και οι περισσότεροι πατέρες και συγγραφείς της Εκκλησίας. Μάλιστα, η σύνοδος του 1170 την πρόβαλε ως υπόδειγμα ορθοδόξου ερμηνείας.
Σύμφωνα με την ερμηνεία της υπόνοιας των ακουόντων
η φράση «ο Πατήρ μου μείζων μου
εστί» λέχθηκε μέσα σε κάποια συνάφεια και οφείλει να
έχει πρώτα απ' όλα μία νοηματική εξήγηση και έπεται η
δογματική. Πρώτος ο Χρυσόστομος διευκρίνισε ότι το δόγμα
και η αποκάλυψη δεν ελλοχεύουν σε κάθε πρόταση της
Γραφής, αλλά φανερώνονται σε ορισμένες προτάσεις και
κυρίως στο νόημα μιας συνάφειας. Και ο Χρυσόστομος πάλι
ανέδειξε ως ασφαλή ερμηνευτική μέθοδο την ερμηνεία με
βάση τη θέση του χωρίου μέσα στην περικοπή του αλλά και
με οδηγό το πνεύμα και τη νοοτροπία όλης της Γραφής. Με
αυτό το σκεπτικό ο Χρυσόστομος εισηγήθηκε για το χωρίο
μας την ερμηνεία της υπόνοιας των ακουόντων, κατά την
οποία ο Ιησούς Χριστός σύμφωνα με την αντίληψη που είχαν
οι μαθητές του γι' αυτόν και όχι σύμφωνα με την όντως
αλήθεια για τον εαυτό του. Τούτο δεν δηλώνει ούτε
υπόκριση ούτε υπόδυση, αλλά μόνο σεβασμό προς την
αδυναμία των ακροατών του και ακόμη παιδαγωγική σοφία
στη διδασκαλία του, με την οποία διακριτικά επιτελούσε
την αποκάλυψή του. Οι μαθητές του Ιησού είχαν την ιδέα
οπωσδήποτε ότι ο Διδάσκαλος τους ήταν κατώτερος από τον
Θεό Πατέρα. Και ο Ιησούς θέλοντας να τους παρηγορήσει,
καθώς τους αναγγέλλει ότι φεύγει από κοντά τους,
προσαρμόζεται στην ιδέα που είχαν γι’ αυτόν και την
χρησιμοποιεί, μάλιστα, για να τους πείσει να μη
λυπούνται που θα φύγει. «Αν με αγαπούσατε», τους λέει,
«θα έπρεπε να χαρείτε που σας είπα ότι πηγαίνω προς τον
Πατέρα μου, διότι ο Πατέρας μου είναι μεγαλύτερος από
μένα»• εννοεί ότι η πορεία του προς τον Πατέρα είναι
τιμή και ασφάλεια για τον Υιό και χαρά για τους
αγαπητούς του.
Παρεμφερής είναι, τέλος, η
ερμηνεία της συγκατάβασης, κατά την οποία ο Χριστός από
συγκαταβατικότητα προς την αδυναμία των ακροατών του
εκφράζεται ταπεινά για να γίνει κατανοητός. Την ερμηνεία
αυτή την αναφέρει ο Φώτιος
και η διαφορά της από την ερμηνεία της υπόνοιας των
ακουόντων έγκειται στο ότι κατ' αυτήν ο Χριστός δεν
επωφελείται από την ασθενή αντίληψη των ακροατών του γι'
αυτόν, όπως κατά την άλλη ερμηνεία, αλλά απλώς
προϋποθέτει την αδυναμία τους και συμμορφώνεται μ'
αυτήν.
Ο Χριστός χρησιμοποιώντας για τον Θεό το χαρακτηρισμό «ο
Πατήρ μου» υπαινίσσεται πλέον
την καινούργια αντίληψη για τον Θεό, την οποία
εγκαθιδρύει με τον εαυτό του και θα γνωστοποίηση στον
κόσμο με την Εκκλησία του. Αυτός ο Θεός, ο οποίος όντως
είναι «μείζων πάντων», και ακόμη «μείζων» ενός
διδασκάλου, όπως αυτόν που γνώρισαν οι μαθητές του στο
πρόσωπο του, είναι ο Πατέρας του.
|
||||