ΙΗΣΟΥΣ ΧΡΙΣΤΟΣ
|
|
Ο ΙΗΣΟΥΣ ΧΡΙΣΤΟΣ ΣΤΗΝ ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΙΕΡΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ |
Ο ΙΗΣΟΥΣ ΧΡΙΣΤΟΣ
Ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, είναι ο Υιός και Λόγος του Θεού, το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδας, που σαρκώθηκε, ως τέλειος άνθρωπος, όταν ήλθε το πλήρωμα του χρόνου, και ως Θεάνθρωπος, με το Πάθος και την Ανάστασή του έσωσε το ανθρώπινο γένος από την αμαρτία, τη φθορά και τον πνευματικό θάνατο. Κορυφαίο γεγονός στο λυτρωτικό έργο του Χριστού είναι η Ανάστασή Του, χωρίς την οποία ακυρώνεται η χριστιανική πίστη εξ ολοκλήρου: "ει δε Χριστός ουκ εγήγερται, κενόν άρα το κήρυγμα ημών, κενή δε και η πίστις υμών" (Α' Κορ. 15,14).
Το ελληνικό όνομα Ιησούς αποδίδει το εβραϊκό Jeshua, συντετμημένη μορφή του ονόματος Jehoshua. H λέξη αυτή αποτελείται από το θείο όνομα Yahweh (Γιαχβέ) στη συντομευμένη μορφή του Yah-Yeho και από το shua, και συνολικά σημαίνει "ο Γιαχβέ είναι σωτηρία". Ο όρος Χριστός προέρχεται από το ρήμα χρίω, και σημαίνει αυτός που έχει χριστεί από το Θεό και έχει το χρίσμα της θείας αποστολής.
Πηγές για τη ζωή και το έργο του Χριστού αποτελούν τα Ευαγγέλια του Λουκά, του Μάρκου, του Ματθαίου και του Ιωάννη, τα άλλα βιβλία της Καινής Διαθήκης, και οι συγγραφείς Σουετώνιος, Τάκιτος, Ιώσηπος, Λουκρήτιος.
Ο ΙΗΣΟΥΣ ΧΡΙΣΤΟΣ ΣΤΗΝ ΠΑΛΑΙΑ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ
Στην Παλαιά Διαθήκη ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός προεξαγγέλεται από τους Προφήτες, ως Μεσσίας Χριστός, υιός Δαβίδ και Υιός ανθρώπου, κεχρισμένος Προφήτης, Βασιλέας και Αιώνιος Αρχιερέας, τονίζεται η θεία καταγωγή του και το μέγιστο έργο της σωτηρίας πάντων των ανθρώπων.
Στην Καινή Διαθήκη παρουσιάζεται ως έχων το θείο μεγαλείο του Λυτρωτή και κηρύσσεται από τον ίδιο τον Πατέρα ως ο Υιός αυτού ο αγαπητός, τοποθετείται υπεράνω του Μωϋσή και του Ηλία, προσφωνείται από τον Δαβίδ Κύριος, εμφανίζεται υπεράνω των Προφητών και των Αγγέλων, ως υπέρτατος Νομοθέτης και Κριτής, κάτοχος υψίστων εξουσιών. Ζητά οι οπαδοί του να βαπτίζονται στο όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Βεβαιώνει ότι γνωρίζει τον Πατέρα και ο Πατέρας γνωρίζει Εκείνον και προαναγγέλλει ότι θα έλθη καθήμενος εκ δεξιών του Θεού. Αυτός είναι "ο μονογενής Υιός ο ων εις τον κόλπον του Πατρός", ο "ελθών εκ του ουρανού εις την γην" και συγχρόνως "ων εν τω ουρανώ" "πριν Αβραάμ γενέσθαι". Αυτός και ο Πατέρας είναι ένα. Όπως βεβαιώνει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης, ο Υιός υπήρχε πριν γίνει ο κόσμος, ως ο συναΐδιος του Πατρός Λόγος και ως Θεός τέλειος, ως το Α καί τό Ω, ως η αρχή και το τέλος του παντός. Ο Απόστολος Παύλος Τον χαρακτηρίζει ως τον όντα επί πάντων Θεόν, ως τον πρωτότοκο, τον γεννηθέντα από τον Πατέρα προ πάσης της κτίσεως, ως εν μορφή Θεού υπάρχοντα και κενώσαντα εαυτόν, ώστε να εισέλθει στο πεδίο της ζωής και να λάβει μορφή δούλου, ως Εκείνον που εξαγόρασε με το αίμα Του, αίμα Θεού, την Εκκλησία, και ως εκείνον που μέσω αυτού τα πάντα δημιουργήθηκαν.
Σύμφωνα με την Καινή Διαθήκη όπως ερμηνεύτηκε από την Εκκλησία, ο Ιησούς Χριστός διακηρύσσεται σαφέστατα ως «Θεός» αλλά και ως «ο Θεός» (με άρθρο), όπως για παράδειγμα στην Προς Τίτον επιστολή: «Προσδεχόμενοι την μακαρίαν ελπίδα και επιφάνειαν της δόξης του μεγάλου Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού» (Τίτ. 2,13).
Όπως σημειώνει ο καθηγητής Γεώργιος Γαλίτης, στο εδάφιο αυτό «δεν νοούνται δύο πρόσωπα, ο Θεός και ο Χριστός [...] αλλά ένα, ο Χριστός, όπως συμπεραίνεται από το ένα και μόνο άρθρο που χρησιμοποιείται». Κατά συνέπεια, οφείλουμε να κατανοήσουμε ότι το εδάφιο μιλάει για ένα μόνο πρόσωπο, τον Χριστό, όπως ακριβώς κατανοούμε ένα μόνο πρόσωπο, τον Πατέρα, όταν διαβάζουμε εδάφια όπως τα παρακάτω που χρησιμοποιούν ένα μόνο άρθρο: «τον Θεόν και Πατέρα» (Ρωμ. 15,6), «τω Θεώ και Πατρί» (Α΄ Κορ. 15,24), «ο Θεός και Πατήρ» (Β' Κορ. 1,3), «ο Θεός και Πατήρ» (Β' Κορ. 11,31), «του Θεού και Πατρός» (Γαλ. 1,4), «τω Θεώ και Πατρί» (Εφ. 5,20), «Τω δε Θεώ και Πατρί» (Φιλ. 4,20), «του Θεού και Πατρός» (Α' Θεσ. 1,3), «ο Θεός και Πατήρ» (Α' Θεσ. 3,11), «του Θεού και Πατρός» (Α' Θεσ. 3,13), «τω Θεώ και Πατρί» (Αποκ. 1,6). Εκτός αυτού όμως, «πάντοτε στην Καινή Διαθήκη γίνεται λόγος για δεύτερη παρουσία και επιφάνεια του Χριστού, και όχι του Θεού και του Χριστού. Στον στίχο αυτό οι Πατέρες είδαν να κηρύττεται η θεότητα του Χριστού και η ισότητά του προς τον Πατέρα».
Αναλόγου περιεχομένου εδάφια που μαρτυρούν τη θεότητα του Χριστού είναι επίσης: «Και Θεός ην ο Λόγος» (Ιω. 1,1). «Καί απεκρίθη Θωμάς...Ο Κύριός μου καί ο Θεός μου» (Ιω. 20,28). Μάλιστα, ο Ιησούς εδώ δεν αρνείται την προσφώνηση του Θωμά αλλά απλώς απαντά: «Ότι εώρακάς με, πεπίστευκας». «Την εκκλησίαν του Κυρίου και Θεού ήν περιεποιήσατο διά του ιδίου αίματος» (Πράξ. 20,28). Εδώ, ο «Κύριος και Θεός» που γνωρίζουμε ότι μάτωσε, είναι ο Χριστός κατά τη Σταύρωση. «Ο χριστός το κατά σάρκα, ο ών επί πάντων Θεός ευλογητός εις τους αιώνας» (Ρωμ. 9,5). «Ος εν μορφή Θεού υπάρχων, ουχ αρπαγμόν ηγήσατο τό είναι ίσα Θεώ» (Φιλ. 2,6). «Ότι εν αυτώ κατοικεί παν το Πλήρωμα της Θεότητος σωματικώς» (Κολ. 2,9). «Κατά την χάριν του Θεού ημών και Κυρίου Ιησού Χριστού» (Β' Θεσ. 1,12). «Προς δε τον Υιόν, "Ο θρόνος σου, ο Θεός, εις τον αιώνα τού αιώνος"» (Εβρ. 1,8). «Εν δικαιοσύνη του Θεού ημών και Σωτήρος Ιησού Χριστού» (Β' Πέτρ. 1,1). «Έλυεν τό σάββατον...ίσον εαυτόν ποιών τω θεώ» (Ιω. 5,18). Το εδάφιο αυτό φανερώνει ότι τη διακήρυξη ισοθεΐας του Ιησού την αντιλαμβάνονταν και στο περιβάλλον του. «Εγώ και ο πατήρ έν εσμεν» (Ιω. 10,30). Μάλιστα, στο άκουσμα των λόγων αυτών, οι Ιουδαίοι αντιλαμβάνονται διακήρυξη ισοθεΐας, και ετοιμάζονται να επιτεθούν στον Χριστό, λέγοντας: «συ...ποιείς σεαυτόν θεόν» (Ιω. 10,33).
Ο ΙΗΣΟΥΣ ΧΡΙΣΤΟΣ ΣΤΗΝ ΙΕΡΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ
Όλη η αλήθεια για τον Χριστό, την οποία μαρτύρησε και ομολόγησε και ο ίδιος έχοντας πλήρη συνείδηση αυτής, διακηρύχθηκε από τους συγγραφείς της Καινής Διαθήκης, κληροδοτήθηκε στην Εκκλησία εξ αρχής και μεταδόθηκε μέσω των Αγίων, των Μαρτύρων, των Αποστολικών Πατέρων, των Απολογητών και των επόμενων εκκλησιαστικών συγγραφέων και Πατέρων. Έτσι, "σύμπασα η αρχαία Εκκλησία", η Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία, ομολογεί και κηρύττει διαμέσου των αιώνων και χωρίς διακοπή, Ιησού Χριστό Υιό του Θεού Μονογενή, ομοούσιο και συναΐδιο του Πατρός, πολύ πριν από την πρώτη Οικουμενική Σύνοδο της Νίκαιας. Και αυτό συμβαίνει επειδή "ό,τι υπάρχει ως αλήθεια στην Εκκλησία" υφίσταται ίδιο και απαράλαχτο "από τον Α' αιώνα μέχρι σήμερα", αφού "κάθε αποκεκαλυμμένη διδασκαλία είναι έργο του Θεού για τη σωτηρία του ανθρώπου", σωτηρία που "συντελείται αυθεντικά σε όλες τις εποχές". Άρα δεν είναι δυνατόν να δεχτούμε ότι η πίστη της Εκκλησίας υπόκειται σε οποιαδήποτε βελτίωση ή αύξηση με την πάροδο του χρόνου ή ότι με το πέρασμα του χρόνου "προστίθενται και νέαι αλήθειαι μη υπάρχουσαι πρότερον εν τη Εκκλησία", και κατά συνέπεια, κάθε δογματική διατύπωση και διδασκαλία των Οικουμενικών Συνόδων "...ουχί μεταβολή εστίν εκ του χείρονος προς το βέλτιον, αλλά συμπλήρωσις του λείποντος κατά την προσθήκην της γνώσεως". Για παράδειγμα, "η λέξις «ομοούσιος» δεν υπάρχει εις την Αγίαν Γραφήν ούτε εις τας πρώτας ομολογίας πίστεως. Ποίος όμως δύναται να ισχυρισθή ότι η πρώτη Εκκλησία αμφέβαλλε περί της θεότητος του Κυρίου; Ο Μέγας Αθανάσιος εις το «Περί της εν Νικαία Συνόδου» έργον του αναγράφει: «εγώ μεν γαρ την αιτίαν και την διάνοιαν, καθ' ην η σύνοδος το εκ της ουσίας και το ομοούσιον συμφώνως τοις εκ των Γραφών και του Σωτήρος ειρημένοις και όσοι πρό αυτών εξέθεντο πατέρες και έγραψαν διηγησάμην» (ΒΕΠ 31, 169)".
ΧΡΙΣΤΟΛΟΓΙΑ
Ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός υπάρχει με δύο φύσεις -ως τέλειος Άνθρωπος (απόλυτα αναμάρτητος) και τέλειος Θεός- και ένα πρόσωπο, αυτό του αΐδιου Λόγου, του μονογενούς Υιού του Θεού, του γεννηθέντα αχρόνως από την ουσία του Πατρός. Η ένωση των δύο φύσεων έγινε στη μήτρα της Παναγίας Παρθένου, όπου η δύναμη του Θεού εμόρφωσε το έμβρυο, με το οποίο ενώθηκε αμέσως ο Λόγος του Θεού, χωρίς η ανθρώπινη φύση να υπάρξει στη ζωή έστω και μία χρονική στιγμή εκτός ενώσεως, ως πρόσωπο ξεχωριστό. Πρόσωπο (ή Υπόσταση) υπήρξε μόνο ένα (μία), αυτό του Λόγου του Θεού (γι αυτό η ένωση των φύσεων ονομάζεται "Υποστατική"), ενώ οι δύο φύσεις δεν επηρέασαν διόλου η μία την ποιότητα της άλλης, και παρέμειναν πλήρεις χωρίς στο εξής ν' αποχωρίζονται η μία από την άλλη. Έτσι, η Ορθόδοξη Εκκλησία διδάσκει ότι, οι δύο φύσεις ενώθηκαν "ατρέπτως, ασυγχύτως, αδιαιρέτως, αχωρίστως".
Ο Χριστός είχε δύο φυσικά θελήματα και δύο ενέργειες. Ήθελε και ενεργούσε ενιαία και ως άνθρωπος και ως Θεός χωρίς η μία του ενέργεια να αντιτίθεται προς την άλλη. Μάλιστα, το ανθρώπινο θέλημα, χωρίς να αντιμάχεται και να εναντιώνεται, είναι αυτό που υποτάσσεται στο θείο, κατά τον τρόπο που εξαιτίας της Υποστατικής ενώσεως, η ανθρώπινη φύση ενωμένη με τη θεία, θεώθηκε. Από την ένωση των δύο φύσεων του Χριστού προκύπτει η έννοια της "αντιδόσεως των ιδιωμάτων", δηλ. η αναφορά όλων των ιδιοτήτων, ενεργειών και ονομάτων της θεότητας και της ανθρωπότητας, στο ένα πρόσωπο, του σαρκωμένου Λόγου. Αυτό σημαίνει ότι κάθε ιδιότητα και ενέργεια, είτε ανθρώπινη, είτε Θεία, και όλα τα ονόματα, τα Θεία και τα ανθρώπινα, αποδίδονται στον Χριστό ή το Λόγο, εφ' όσον ο Χριστός και ο Λόγος είναι ένα και το αυτό κατά την υπόσταση. Για παράδειγμα, τα ονόματα Προφήτης και Ιερεύς αφορούν την ανθρώπινη φύση, όμως εξαιτίας της αντιδόσεως των ιδιωμάτων, αποδίδονται στον Λόγο. Έτσι και ο Κύριος της Δόξης, εφόσον κατά τη σάρκωση έγινε Χριστός, αναδρομικά, το όνομα Χριστός αναφέρεται και στον Θεό-Λόγο, των Αβραάμ, Ισαάκ και Ιακώβ της Παλαιάς Διαθήκης.
Σχετικά με τον όρο Θεοτόκος που αποτελεί συνοπτική εκφορά του χριστολογικού δόγματος, η Ορθόδοξη Θεολογία δέχεται ότι η Παναγία γέννησε, όχι ασφαλώς τη θεία φύση του Χριστού, αλλά το Θεό "σαρκί", τέλειο Θεό και τέλειο άνθρωπο. Οι δύο σαφείς και ξεχωριστές γεννήσεις του Χριστού, μία ως αΐδιος Υιός του Θεού και μία ως Υιός της Παρθένου δεν σημαίνουν ότι είχε και δύο υιότητες (εκδοχή του Νεστοριανισμού). Δεν ήταν Υιός Θεού και Υιός της Παρθένου ξεχωριστά, αφού αυτό θα σήμαινε ότι είχε δύο πρόσωπα. Ο Χριστός είχε ένα και μόνο πρόσωπο, στο οποίο πρέπει μία λατρεία και μία προσκύνηση.
ΣΥΝΟΨΗ ΤΟΥ ΕΠΙΓΕΙΟΥ ΒΙΟΥ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ
Για τα γεγονότα της γέννησης του Ιησού Χριστού, οι πληροφορίες προέρχονται κυρίως από τα τέσσερα Ευαγγέλια, τα κείμενα δηλ., που ονομάστηκαν έτσι επειδή περιείχαν το χαρμόσυνο μήνυμα της γέννησης του Ιησού Χριστού, του Μεσσία και Σωτήρα. Τα τέσσερα Ευαγγέλια μαζί με άλλα 23 κείμενα-βιβλία που αναφέρονται στη ζωή και διδασκαλία του Ιησού και τη ζωή της πρώτης χριστιανικής κοινότητας, ονομάστηκαν Καινή Διαθήκη.
Σύμφωνα με την Καινή Διαθήκη, ο αρχάγγελος Γαβριήλ επισκέφθηκε την μέλουσα μητέρα του Ιησού, τη Θεοτόκο Μαρία και της είπε ότι θα φέρει στον κόσμο ένα ξεχωριστό παιδί, που θα ήταν ο Υιός του Θεού, και μάλιστα με έναν ξεχωριστό τρόπο αφού θα ερχόταν στον κόσμο όχι με τη συμβολή ανδρός, αλλά με την θαυματουργή δύναμη του Θεού και την έλευση του Αγίου Πνεύματος. Έτσι, ο Ιησούς γεννήθηκε περίπου το 6 π.Χ. στη Βηθλεέμ, μια πόλη της Παλαιστίνης. Κατόπιν, η Παναγία και ο σύζυγός της Ιωσήφ, ένας πιστός άνθρωπος, μαραγκός στο επάγγελμα, πήραν τον Ιησού στην φτωχική κωμόπολη Ναζαρέτ και Εκείνος μεγάλωνε με τους γονείς του στη Ναζαρέτ ασκώντας το επάγγελμα του ξυλουργού όπως κι ο Ιωσήφ.
Ο Ιωάννης ο Βαπτιστής ή Πρόδρομος, είχε ξεκινήσει μια προσπάθεια να προετοιμάσει τον κόσμο για τον ερχομό του Μεσσία. Όταν ο Ιησούς ήταν περίπου 30 ετών, ο Ιωάννης τον βάπτισε μέσα στον Ιορδάνη ποταμό καθώς αναγνώρισε στο πρόσωπό του τον αναμενόμενο Μεσσία. Όχι πολύ αργότερα από το γεγονός αυτό, ο Ιησούς ξεχώρισε μια ομάδα 12 πιστών μαθητών οι οποίοι θα τον βοηθούσαν να διαδώσει το μήνυμά της Σωτηρίας. Ο Ιησούς κήρυξε στον κόσμο της υπαίθρου, στους ναούς και στις πόλεις και μίλησε για την εμπιστοσύνη που πρέπει να έχει άνθρωπος στο Θεό, δίδαξε τη συγχώρεση, την υιοθέτηση μιας στάσης ζωής που να αγκαλιάζει με αγάπη τον συνάνθρωπο και την οριστική λύτρωση του ανθρώπου από το κακό, την φθορά και τον θάνατο με την συμμετοχή του στην "Βασιλεία του θεού", στην αιώνια ζωή που συνεχίζεται μετά τον φυσικό θάνατο. Η διδασκαλία του, έκανε τον Ιησού σύντομα γνωστό και η φήμη του εξαπλώθηκε σε όλη τη χώρα, όχι μόνο στο βορρά και στις περιοχές της Γαλιλαίας άλλα και στο νότο με τα αστικά κέντρα και ιδιαίτερα στην ιερή πόλη του Ιουδαϊσμού, στα Ιεροσόλυμα. Τα Ευαγγέλια περιγράφουν και τα πολλά και διάφορα θαύματα που έκανε ο Ιησούς όπως η ανάσταση νεκρών και η θεραπεία αρρώστων, ώστε να πιστέψουν οι άνθρωποι στο Ευαγγέλιο.
Το μήνυμα του Ιησού είχε μεγάλη επίδραση στους ακροατές του και πολλοί από αυτούς πίστεψαν ότι πράγματι αυτός ήταν ο Μεσσίας. Άλλοι πάλι θεώρησαν ότι απλά ήρθε να προετοιμάσει τον ερχομό του πραγματικού Μεσσία ενώ κάποιοι είπαν πως ήταν κάποιος παλιός προφήτης που ήρθε και πάλι στη γη για να διδάξει. Μια ομάδα Εβραίων θρησκευτικών ηγετών κατηγόρησε τον Ιησού επειδή τα Σάββατα, την ιερή ημέρα ανάπαυσης των Ιουδαίων, συνέχιζε την διδασκαλία του. Επίσης κάποιοι από αυτούς δυσανασχετούσαν επειδή ο Ιησούς πλησίαζε με καλοσύνη ανθρώπους που θεωρούνταν ανάξιοι και ασεβείς. Μια μερίδα από τους Εβραίους ηγέτες ανησύχησε μήπως αυτός, που πολλοί νόμιζαν για Μεσσία, ξεκινήσει κάποια εξέγερση ενάντια στους Ρωμαίους και έτσι υπάρξει αναταραχή. Έτσι, κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι πρέπει να θανατώσουν τον Ιησού και άρχισαν να ψάχνουν για οπαδούς του που θα ήταν πρόθυμοι να τον προδώσουν. Και βρήκαν τον μαθητή του Ιησού τον Ιούδα.
Το εκούσιο πάθος Τα Ευαγγέλια μας περιγράφουν πως ο Ιησούς γνώριζε ότι έπρεπε να προετοιμαστεί για το τέλος του. Πριν αυτό έλθει, ο Ιησούς Χριστός μάζεψε τους αποστόλους μαζί για ένα τελευταίο γεύμα, που είναι γνωστό ως Μυστικός Δείπνος. Εκεί εξήγησε στους μαθητές του ότι ο θάνατός του ήταν απαραίτητος επειδή θα καθιέρωνε μια νέα σχέση ανάμεσα στον Θεό και τους ανθρώπους. Πήρε το ψωμί και το κρασί από το τραπέζι, προσευχήθηκε και σε μια συγκινητική ατμόσφαιρα αποχαιρετισμού το μοίρασε στους αποστόλους του. Οι Χριστιανοί, σε ανάμνηση του γεγονότος αυτού έχουν καθιερώσει την λατρευτική τελετή της Θείας Ευχαριστίας. Μετά από το δείπνο, ο Ιησούς και οι απόστολοι πήγαν στο Όρος των Ελαιών, ένα λόφο στην ανατολική πλευρά της Ιερουσαλήμ, και στον κήπο της Γεσθημανής. Σε αυτόν τον κήπο, ο μαθητής του Ιησού, Ιούδας Ισκαριώτης, έφερε τους στρατιώτες για να συλλάβουν τον Ιησού. Αυτοί τον οδήγησαν μπροστά στους ηγέτες των Ιουδαίων, οι οποίοι πραγματοποίησαν μια σύντομη δίκη και τον καταδίκασαν σε θάνατο. Οι νόμοι όριζαν πως για να πραγματοποιηθεί μια θανατική ποινή θα έπρεπε να εγκριθεί από τον ρωμαϊκό κυβερνήτη της Ιουδαίας, Πόντιο Πιλάτο. Εκείνος, προσπάθησε να αθωώσει τον Ιησού καθώς δεν έβρισκε κάτι επιλήψιμο ενάντιά του. Μετά όμως από την απαίτηση του συγκεντρωμένου πλήθους, ο Πιλάτος καταδίκασε τον Ιησού σε θάνατο επάνω σε σταυρό. Το βράδυ, πιστοί του Ιησού πήραν το νεκρό σώμα του και το τοποθέτησαν σε έναν τάφο, μετά όμως από τρεις ημέρες είχε εξαφανιστεί από εκεί και ο Ιησούς εμφανιζόταν κατά διαστήματα σε πολλούς από τους μαθητές του. Μετά το γεγονός αυτό της Ανάστασής του, πέρασε ακόμα 40 ημέρες στη γη και μετά Αναλήφθηκε δηλ. ανέβηκε προς τον ουρανό. Αν και η Βίβλος της αρχικής χριστιανικής κοινότητας αμέσως μετά το θάνατο του Ιησού εξακολούθησε να είναι η Παλαιά Διαθήκη, σύντομα μετά το θάνατο και την ανάσταση Του, άρχισε να συμβαίνει κάτι εντυπωσιακό. Τα "λόγια του Ιησού" άρχισαν να θεωρούνται στο ίδιο επίπεδο με το λόγο του Θεού στην Π.Δ.: «Έχετε ακούσει την εντολή που δόθηκε παλιά στους προγόνους να μην κάνεις φόνο, κι' οποίος κάνει φόνο πρέπει να δικαστεί από το τοπικό δικαστήριο. Εγώ όμως σας λέω πως ακόμα κι' οποίος οργίζεται εναντίον του αδελφού του πρέπει να δικαστεί από το τοπικό δικαστήριο». Αυτή η "κανονικοποίηση" των λόγων του Ιησού από τη Ναζαρέτ, είναι φυσικό να προκαλεί το θαυμασμό, ο οποίος αν και έχει αμβλυνθεί με το πέρασμα των αιώνων, παραμένει όμως, ως γεγονός, εντυπωσιακό, ιδιαίτερα αν συνειδητοποιήσει κανείς το πόσο σύντομα μετά το θάνατο του Ιησού, συνέβη, με αποτέλεσμα, οι μαθητές και απόστολοί να διδάσκουν το μήνυμά Σωτηρίας του Λυτρωτή κατορθώνοντας, να το εξαπλώσουν στην τότε οικουμένη, τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία.
Ο ΙΗΣΟΥΣ ΧΡΙΣΤΟΣ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ Ο Ιησούς Χριστός σύμφωνα με την Αγία Γραφή είναι...
Ο ΒΙΟΣ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ, ΟΠΩΣ ΕΚΤΙΘΕΤΑΙ ΣΤΑ ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ
|