ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ |
|
ΜΕΓΑ ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ' |
ΤΟΜΟΣ Α' Γιὰ τὴν κατάνυξη
1. Εἶπε ὁ ἀββᾶς Ἀντώνιος: «Ἔχοντας τὸ φόβο τοῦ Θεοῦ ζωντανὸ στὴ σκέψη μας, νὰ θυμόμαστε πάντοτε τὸ θάνατο. Νὰ μισήσουμε τὸν κόσμο καὶ ὅλα τὰ τοῦ κόσμου, νὰ μισήσουμε κάθε σαρκικὴ ἀνάπαυση, νὰ ἀπαρνηθοῦμε στὴ ζωὴ αὐτή, γιὰ νὰ ζήσουμε μὲ τὸν Θεό. Νὰ θυμᾶστε τί ὑποσχεθήκατε στὸν Θεό. Γιατὶ αὐτὸ θὰ μᾶς τὸ ζητήσει τὴν ἡμέρα τῆς κρίσεως. Ἂς δοκιμασθοῦμε λοιπὸν μὲ τὴν πεῖνα, τὴ δίψα καὶ τὴ γύμνια. Ἂς ἀγρυπνήσουμε, ἂς πενθήσουμε, ἂς στενάξουμε μὲ τὴν καρδιά μας. Ἂς ἐρευνήσουμε ἂν γίναμε ἄξιοι τοῦ Θεοῦ. Νὰ ἀγαπήσουμε τὴ θλίψη, γιὰ νὰ βροῦμε τὸν Θεό. Νὰ καταφρονήσουμε τὴ σάρκα, γιὰ νὰ σωθεῖ ἡ ψυχή μας».
2. Ἔλεγαν γιὰ τὸν ἀββᾶ Ἀρσένιο, ὅτι ὅλο τὸν χρόνο τῆς ζωῆς του καθισμένος στὸ ἐργόχειρό του, εἶχε στὸν κόρφο του ἕνα μαντήλι γιὰ τὰ δάκρυα ποὺ ἔπεφταν ἀπὸ τὰ μάτια του.
3. Ἕνας ἀδελφὸς παρακάλεσε τὸν ἀββᾶ Ἀμμωνᾶ: «Πές μου ἕναν λόγο». Καὶ ὁ Γέροντας τοῦ λέει: «Πήγαινε καὶ νὰ σκέφτεσαι, ὅπως σκέφτονται οἱ κακοῦργοι ποὺ εἶναι στὴ φυλακή, ἐκεῖνοι πάντα ρωτοῦν τοὺς ἀνθρώπους ποῦ εἶναι ὁ ἄρχοντας καὶ πότε ἔρχεται, καὶ κλαῖνε ἀπὸ τὴν ἀγωνία. Ἔτσι καὶ ὁ μοναχὸς ὀφείλει πάντα νὰ προσέχει τὴν ψυχή του καὶ νὰ λέει: «Ἀλίμονό μου, πῶς θὰ μπορέσω νὰ παρουσιασθὼ στὸ βῆμα τοῦ Χριστοῦ καὶ τί θὰ τοῦ ἀπολογηθῶ;» Ἂν σ᾿ αὐτὸ ἔχεις διαρκῶς στραμμένη τὴν προσοχή σου, μπορεῖς νὰ σωθεῖς».
6. Ἕνας ἀδελφὸς εἶπε στὸν ἀββᾶ Ποιμένα: «Μὲ ταράζουν οἱ λογισμοί μου καὶ δὲν μ᾿ ἀφήνουν νὰ φροντίσω γιὰ τὶς ἁμαρτίες μου, ἀλλὰ μὲ κάνουν νὰ προσέχω τὶς ἐλλείψεις τοῦ ἀδελφοῦ μου». Ὁ Γέροντας τοῦ μίλησε τότε γιὰ τὸν ἀββᾶ Διόσκορο, ὅτι στὸ κελί του ἔκλαιγε πάντοτε γιὰ τὸν ἑαυτό του, ἐνῷ ὁ μαθητής του καθόταν στὸ ἄλλο κελί. Πῆγε λοιπὸν κάποια φορὰ ὁ μαθητὴς στὸ κελὶ τοῦ Γέροντα καὶ τὸν βρῆκε νὰ κλαίει, ὁπότε τοῦ λέει: «Πάτερ, γιατί κλαῖς;» Κι ὁ Γέροντας τοῦ ἀπαντᾶ: «Τὶς ἁμαρτίες μου, παιδί μου, κλαίω». Τοῦ λέει ὁ ἀδελφός: «Δεν ἔχεις ἁμαρτίες, πάτερ». Καὶ ὁ Γέροντας τοῦ ἀποκρίνεται: «Ἀλήθεια, ἂν ἀφεθῶ νὰ δῶ τὶς ἁμαρτίες μου, δὲν μοῦ φθάνουν ἄλλοι τρεῖς ἢ τέσσερις νὰ κλαῖνε μαζί μου γι᾿ αὐτές». Εἶπε λοιπὸν ὁ ἀββᾶς Ποιμήν: «Ἔτσι εἶναι ὁ ἄνθρωπος ποὺ γνώρισε τὸν ἑαυτό του».
8. Ὁ ἀββᾶς Ἠλίας εἶπε: «Ἐγὼ τρία πράγματα φοβοῦμαι, τὴν ἔξοδο τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὸ σῶμα, τὴ συνάντησή μου μὲ τὸν Θεὸ καὶ τὴν ἔκδοση τῆς καταδικαστικῆς ἀπόφασης γιὰ μένα».
9. Ὁ ἀββᾶς Ἡσαΐας εἶπε: «Εἶναι ἀπαραίτητο αὐτὸς ποὺ ζεῖ τὴ ζωὴ τῆς ἡσυχίας νὰ βάζει τὸν φόβο τῆς συνάντησης μὲ τὸν Θεὸ μπροστὰ ἀπὸ τὴν ἀνάσα του, γιατὶ ἐνόσω ἡ ἁμαρτία πείθει τὴν καρδιά του νὰ τὴν ἀκολουθεῖ, δὲν ἦρθε ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ μέσα του ἀκόμα καὶ βρίσκεται μακριὰ ἀπὸ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ».
14. Ἔλεγε ὁ ἀββᾶς Ἡσαΐας: «Ἀλίμονό μου, ἀλίμονό μου, γιατὶ δὲν ἀγωνίσθηκα γιὰ τὴ σωτηρία μου. Ἀλίμονό μου, ἀλίμονό μου, γιατὶ δὲν ἀγωνίσθηκα νὰ καθαρίσω τὸν ἑαυτό μου, ὥστε νὰ εἶμαι ἄξιος νὰ γείρει λίγο πρὸς τὸ μέρος μου ὁ ἐλεήμων Θεός. Ἀλίμονό μου, ἀλίμονό μου, γιατὶ δὲν ἀγωνίσθηκα νὰ βγῶ νικητὴς στοὺς πολέμους τῶν ἐχθρῶν σου, ὥστε Ἐσὺ νὰ βασιλεύσεις μέσα μου».
15. Εἶπε πάλι: «Ἀλίμονό μου, ποὺ ὁλόγυρά μου βρίσκεται τ᾿ ὄνομά Σου, κι ὅμως ἐγὼ ὑπηρετῶ τοὺς ἐχθρούς σου. Ἀλίμονό μου, ἀλίμονό μου, γιατὶ κάνω αὐτὰ ποὺ ἀηδιάζει ὁ Θεός, γι᾿ αὐτὸ καὶ δὲν μὲ θεραπεύει».
16. Εἶπε ἀκόμη: «Ἀλίμονό μου, ἀλίμονό μου, γιατὶ ἔχω ἀπέναντί μου κατηγόρους γιὰ ὅσα γνωρίζω καὶ γιὰ ὅσα δὲν γνωρίζω καὶ δὲν μπορῶ νὰ τὰ ἀρνηθῶ. Ἀλίμονό μου, ἀλίμονό μου, πῶς μπορῶ νὰ συναντήσω τὸν Κύριό μου καὶ τοὺς ἁγίους του, ἀφοῦ οἱ ἐχθροί μου δὲν ἄφησαν οὔτε ἕνα μέλος μου καθαρὸ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ;»
17. Ὁ μακάριος Θεόφιλος, ὁ ἀρχιεπίσκοπος, ἔλεγε: «Πόσο μεγάλο φόβο καὶ τρόμο καὶ δυσκολία ἔχουμε νὰ ἀντικρίσουμε, τὴν ὥρα ποὺ ἡ ψυχὴ χωρίζεται ἀπὸ τὸ σῶμα! Τότε μᾶς πλησιάζει στρατιὰ καὶ δύναμη τῶν ἀντίθετων δυνάμεων, οἱ ἄρχοντες τοῦ σκότους, οἱ κυρίαρχοι τῆς πονηρίας καὶ ἀρχὲς καὶ ἐξουσίες, τὰ πονηρὰ δηλαδὴ πνεύματα, καὶ κρατοῦν τὴν ψυχὴ σὰν σὲ κάποια δίκη, παρουσιάζοντας ἐνώπιόν της ὅλα τὰ ἁμαρτήματα, ποὺ εἴτε μὲ ἐπίγνωση εἴτε ἀπὸ ἄγνοια ἔκανε, ἀπὸ τὴ νεαρὴ ἡλικία μέχρι τὴν ὥρα ποὺ στὰ ξαφνικὰ τὴν κατέλαβαν. Στέκονται λοιπὸν καὶ τὴν κατηγοροῦν γιὰ ὅλα, ὅσα ἔκανε. Λοιπόν, ποιὸν τρόμο νομίζεις ὅτι αἰσθάνεται ἐκείνη τὴν ὥρα, ἕως ὅτου βγεῖ ἡ ἀπόφαση καὶ ἐλευθερωθεῖ ἀπ᾿ αὐτά; Αὐτὴ εἶναι ἡ κρίσιμη ὥρα γιὰ τὴν ψυχή, μέχρι νὰ δεῖ ποιὸ θὰ εἶναι τὸ ἀποτέλεσμα γι᾿ αὐτήν. Ἐπίσης καὶ οἱ θεῖες δυνάμεις στέκονται ἀκριβῶς ἀπέναντι στὶς ἀντίθετες καὶ μὲ τὴ σειρά τους παρουσιάζουν τὰ καλά της ἔργα. Σκέψου λοιπόν, ἡ ψυχὴ μὲς στὴ μέση μὲ τί φόβο καὶ τρόμο στέκεται, ἕως ὅτου βγεῖ ἡ ἀπόφαση τῆς δίκης της ἀπὸ τὸν δίκαιο Κριτή, καὶ ἂν εἶναι ἄξια, οἱ πρῶτοι διώχνονται ἐπιτιμητικὰ καὶ τὴν ψυχὴ τὴν ἁρπάζουν οἱ Θεῖες δυνάμεις ἀπὸ τὰ χέρια τῶν δαιμόνων καὶ στὸ ἑξῆς κατοικεῖ ἀμέριμνη, σύμφωνα μ᾿ αὐτὸ ποὺ ἔχει γραφεῖ: «Ὅλοι ὅσοι θὰ κατοικοῦν σὲ σένα θὰ εὐφραίνονται». Ἔτσι ἐκπληρώνεται καὶ ἄλλος λόγος τῆς Γραφῆς, «Ἔφυγε μακριά τους κάθε πόνος, λύπη καὶ στεναγμός». Τότε ἐλευθερωμένη πιὰ προχωρεῖ σ᾿ ἐκείνη τὴν ἀπερίγραπτη χαρὰ καὶ δόξα, στὴν ὁποία καὶ θὰ ἐγκατασταθεῖ. Ἐὰν ὅμως βρεθεῖ νὰ ἔχει ζήσει μὲ ἀμέλεια, ἀκούει τὴ φοβερότατη φωνή: «Νὰ ἀπομακρυνθεῖ ὁ ἀσεβῆς, γιὰ νὰ μὴ δεῖ τὴ δόξα τοῦ Κυρίου». Τότε τὴν ψυχὴ αὐτὴ τὴν περιμένει ἡμέρα ὀργῆς, ἡμέρα θλίψης καὶ ἀνάγκης, τὸ σκοτάδι καὶ ἡ μαυρίλα. Ἀφοῦ παραδοθεῖ στὴν κόλαση καὶ στὴν αἰώνια φωτιά, θὰ εἶναι καταδικασμένη νὰ τιμωρεῖται στοὺς ἀπέραντους αἰῶνες. Τότε ποῦ εἶναι ἡ καύχηση τοῦ κόσμου, ποῦ ἡ κενοδοξία, ποῦ ἡ καλοπέραση καὶ ἡ ἀπόλαυση, ποῦ ἡ ἐπίδειξη, ποῦ ἡ ἀνάπαυση, ποῦ τὰ μεγάλα λόγια, ποῦ τὰ χρήματα καὶ ἡ ὑψηλὴ καταγωγή, ποῦ ὁ πατέρας, ποῦ ἡ μητέρα, ποῦ οἱ ἀδελφοί; Ποιὸς ἀπὸ αὐτοὺς θὰ μπορέσει νὰ γλιτώσει αὐτὴν τὴν ψυχή, ποὺ θὰ τὴν καίει ἡ φωτιὰ καὶ πικρὰ βάσανα θὰ τὴν κατέχουν; Ἀφοῦ αὐτὰ ἔτσι ἔχουν, τί λογῆς πρέπει νὰ εἶναι ἡ δική μας ζωὴ μὲ ἅγια ἀναστροφὴ καὶ μὲ κάθε εὐλάβεια πρὸς τὸν Θεό; Τί ἀγάπη ἔχουμε χρέος νὰ ἀποκτήσουμε, τί λογῆς συμπεριφορά, τί τρόπο ζωῆς, τί λογῆς πορεία; Ποιὰ ἀκρίβεια στὴν κάθε μας ἐνέργεια, τί λογῆς πρέπει να᾿ ναι ἡ προσευχή μας, πόση βεβαιότητα νὰ ἔχουμε; Αὐτὰ λοιπὸν ἀφοῦ τὰ περιμένουμε νὰ συμβοῦν, ἂς φροντίσουμε νὰ μᾶς βρεῖ ὁ Κύριος ἀκηλίδωτους καὶ ἄμεμπτους, μὲ εἰρήνη, γιὰ νὰ ἀξιωθοῦμε νὰ τὸν ἀκούσουμε νὰ λέει: «Ἐλάτε οἱ εὐλογημένοι ἀπὸ τὸν Πατέρα μου καὶ κληρονομῆστε τὴ βασιλεία, ποὺ ἔχει ἑτοιμασθεῖ γιὰ σᾶς ἀπὸ τότε ποὺ δημιουργήθηκε ὁ κόσμος».
21. Εἶπε ὁ ἀββᾶς Ἰακώβ: «Ὅπως ἀκριβῶς σ᾿ ἕνα σκοτεινὸ θάλαμο, ὅταν μπεῖ ἕνα λυχνάρι, τὸν φωτίζει, ἔτσι καὶ ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ, ἐὰν ἔλθει στὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου, τὴ φωτίζει καὶ τῆς διδάσκει ὅλες τὶς ἀρετὲς καὶ τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ».
23. Εἶπε ὁ ἀββᾶς Λογγίνος: «Ἡ νηστεία ταπεινώνει τὸ σῶμα, ἡ ἀγρυπνία καθαρίζει τὸν νοῦ, ἡ ἡσυχία φέρνει τὸ πένθος, τὸ πένθος βαπτίζει τὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν ἀπαλλάσσει ἀπὸ τὴν ἁμαρτία».
24. Ὁ ἀββᾶς Λογγίνος εἶχε μεγάλη κατάνυξη τὴν ὥρα τῆς προσευχῆς καὶ τῆς ψαλμῳδίας του, καὶ μία φορὰ τοῦ λέει ἕνας μαθητής του: «Ἀββᾶ, αὐτὸς εἶναι ὁ πνευματικὸς κανόνας, νὰ κλαίει ὁ μοναχός, ὅταν κάνει τὴν ἀκολουθία του;» Καὶ ὁ Γέροντας τοῦ ἀπαντᾶ: «Ναι, παιδί μου, αὐτὸς εἶναι ὁ κανόνας, ποὺ ἐπιζητεῖ ὁ Θεός. Βέβαια ὁ Θεὸς δὲν ἔπλασε τὸν ἄνθρωπο νὰ κλαίει, ἀλλὰ νὰ χαίρεται καὶ νὰ εὐφραίνεται καὶ νὰ τὸν δοξάζει, ὅπως οἱ ἄγγελοι, μὲ τὴν καθαρὴ καὶ ἀναμάρτητη ζωή του. Ὅμως ὁ ἄνθρωπος ἔπεσε στὴν ἁμαρτία καὶ γι᾿ αὐτὸ εἶναι ἀνάγκη νὰ κλαίει, ἐνῷ ὅπου δὲν ὑπάρχει ἁμαρτία, ἐκεῖ δὲν ἔχει θέση τὸ κλάμα».
28. Εἶπε ὁ ἀββᾶς Παφνούτιος, ὁ μαθητὴς τοῦ ἀββᾶ Μακαρίου, ὅτι εἶπε ὁ Γέροντας: «Ὅταν ἤμουν μικρὸ παιδί, μαζὶ μὲ ἄλλα παιδιὰ ἔβοσκα μοσχάρια. Κάποια μέρα πῆγαν νὰ κλέψουν σῦκα, καὶ καθὼς ἔτρεχαν, ἔπεσε ἕνα ἀπὸ τὰ σῦκα κι ἐγὼ τὸ πῆρα καὶ τὸ ἔφαγα. Ἀπὸ τότε, ὅποτε τὸ θυμᾶμαι αὐτό, κάθομαι καὶ κλαίω».
29. Διηγήθηκαν γιὰ τὸν ἀββᾶ Μακάριο τὸν μεγάλο ὅτι περπατώντας κάποια φορὰ στὴν ἔρημο, βρῆκε παραπεταμένο πάνω στὸ χῶμα ἕνα κρανίο νεκροῦ. Τὸ κούνησε λίγο μὲ τὸ φοινικένιο ραβδὶ τοῦ λέγοντάς του: «Σύ, ποιὸς εἶσαι; Ἀποκρίσου με». Τὸ κρανίο τοῦ μίλησε καὶ εἶπε: «Ἐγὼ ἤμουν ἀρχιερέας τῶν εἰδωλολατρῶν ποῦ παρέμειναν σ᾿ αὐτὸν τὸν τόπο, κι ἐσὺ εἶσαι ὁ ἀββᾶς Μακάριος ποὺ ἔχει μέσα σου τὸ ἅγιο Πνεῦμα. Ὅποια ὥρα λοιπὸν σπλαχνίζεσαι αὐτοὺς ποὺ εἶναι στὴν κόλαση, παρηγοροῦνται λίγο». Τὸν ρωτάει ὁ ἀββᾶς Μακάριος: «Καὶ τί λογῆς παρηγοριὰ ἔχουν;» Καὶ ἀπαντᾷ τὸ κρανίο: «Ὅση εἶναι ἡ ἀπόσταση μεταξὺ οὐρανοῦ καὶ γῆς, τόση εἶναι ἡ φωτιὰ κάτω ἀπὸ μᾶς. Καθὼς λοιπὸν στεκόμαστε μέσα στὴ φωτιὰ ἀπὸ τὸ κεφάλι ὡς τὰ πόδια, δὲν εἶναι δυνατὸν ὁ ἕνας νὰ δεῖ τὸ πρόσωπο τοῦ ἄλλου, γιατὶ ἡ ράχη τοῦ ἑνὸς εἶναι κολλημένη στὴ ράχη τοῦ ἄλλου. Ὅταν ὅμως προσεύχεσαι γιὰ μᾶς, βλέπει ἐν μέρει ὁ ἕνας τὸ πρόσωπο τοῦ ἄλλου». Ἔκλαψε τότε ὁ Γέροντας καὶ εἶπε: «Ἀλίμονο στὴν ἡμέρα ποὺ γεννήθηκε ὁ ἄνθρωπος, ἐὰν αὐτὴ εἶναι ἡ παρηγοριὰ τῆς κόλασης». Τὸν ξαναρωτάει ὁ Γέροντας: «Ὑπάρχει ἄλλο χειρότερο βάσανο ἀπ᾿ αὐτό;» Καὶ λέει τὸ κρανίο: «Τὸ μεγαλύτερο βάσανο εἶναι κάτω ἀπὸ μᾶς». «Και ποιοὶ εἶναι σ᾿ αὐτό;» ρωτᾷ ὁ Γέροντας. «Ἐμεῖς -ἀπαντᾶ τὸ κρανίο-ποὺ δὲν γνωρίσαμε τὸν Θεό, βρίσκουμε ἔστω λίγο ἔλεος. Ἐκεῖνοι ὅμως ποὺ γνώρισαν τὸν Θεὸ καὶ τὸν ἀρνήθηκαν καὶ δὲν ἔκαναν τὸ θέλημά του, αὐτοὶ εἶναι ποὺ βρίσκονται κάτω ἀπὸ μᾶς». Μετὰ ἀπ᾿ αὐτὰ πῆρε ὁ Γέροντας τὸ κρανίο του, τὸ ἔθαψε στὴ γῆ καὶ συνέχισε τὸν δρόμο του.
30. Ἕνας ἀδελφὸς ρώτησε τὸν ἀββᾶ Μωυσῆ: «Τί νὰ κάνει ὁ ἄνθρωπος σὲ κάθε πειρασμὸ ποὺ τοῦ ἔρχεται ἢ σὲ κάθε λογισμὸ ποῦ τοῦ ὑποβάλλει ὁ ἐχθρός;» Ὁ Γέροντας ἀπαντᾷ: «Ὀφείλει νὰ κλαίει μπροστὰ στὸν ἀγαθότατο Θεό, γιὰ νὰ τὸν βοηθήσει καὶ πολὺ γρήγορα θὰ βρεῖ ἀνάπαυση, ἂν παρακαλεῖ μὲ ἐπίγνωση, γιατὶ εἶναι γραμμένο: Δὲν θὰ φοβηθῶ τί θὰ μοῦ κάνει ἄνθρωπος».
31. Εἶπε ὁ ἀββᾶς Μωυσῆς: «Ὅσοι νικηθήκαμε ἀπὸ κάποιο σωματικὸ πάθος, ἂς μὴν ἀμελήσουμε νὰ μετανοήσουμε καὶ νὰ πενθήσουμε τοὺς ἑαυτούς μας, προτοῦ μᾶς βρεῖ τὸ πένθος τῆς κρίσεως».
32. Εἶπε πάλι: «Μὲ τὰ δάκρυα ἀποκτᾷ ὁ ἄνθρωπος τὶς ἀρετὲς καὶ μὲ τὰ δάκρυα ἐπίσης συγχωροῦνται οἱ ἁμαρτίες. Τὴν ὥρα ὅμως ποὺ κλαῖς, μὴν ὑψώσεις τὸν τόνο τοῦ ἀναστεναγμοῦ σου. Καὶ ἂς μὴ γνωρίζει τὸ ἀριστερό σου χέρι τί κάνει τὸ δεξί. Τὸ ἀριστερὸ βέβαια εἶναι ἡ κενοδοξία».
39. Ἕνας ἀδελφὸς ρώτησε τὸν ἀββᾶ Ποιμένα: «Τί νὰ κάνω μὲ τὶς ἁμαρτίες μου;» Καὶ ἀπαντώντας ὁ Γέροντας τοῦ λέει: «Αὐτὸς ποὺ θέλει νὰ λυτρωθεῖ ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες του, μὲ δάκρυα λυτρώνεται ἀπ᾿ αὐτὲς καὶ ἐκεῖνος ποὺ θέλει νὰ ἀποκτήσει ἀρετές, μὲ δάκρυα τὶς ἀποκτᾷ. Γιατὶ τὸ νὰ κλαῖμε εἶναι ἡ ὁδὸς ποὺ μᾶς παρέδωσε ἡ Γραφή, καθὼς καὶ οἱ πατέρες, ποὺ ἔλεγαν: Κλᾶψτε, ἄλλη ὁδὸς δὲν ὑπάρχει παρὰ μόνον αὐτή».
40. Ἕνας ἀδελφὸς ρώτησε τὸν ἀββᾶ Ποιμένα: «Τί νὰ κάνω μ᾿ αὐτὲς τὶς ἐσωτερικὲς ἀνησυχίες ποὺ μὲ ταράζουν;» Τοῦ ἀπαντᾷ ὁ Γέροντας: «Νὰ κλάψουμε μπροστὰ στὴν ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ ἀκούραστα, ἕως ὅτου μᾶς δώσει τὸ ἔλεός του».
41. Ὁ ἀββᾶς Ἰωσὴφ διηγήθηκε ὅτι ὁ ἀββᾶς Ἰσαὰκ εἶπε: «Κάποτε καθόμουν μαζὶ μὲ τὸν ἀββᾶ Ποιμένα καὶ τὸν εἶδα νὰ πέφτει σὲ ἔκσταση. Ἐπειδὴ τοῦ εἶχα πολὺ θάρρος, τοῦ ἔβαλα μετάνοια παρακαλώντας τον «πές μου, ποῦ ἤσουν;» Ἐκεῖνος ἀναγκάσθηκε καὶ εἶπε: «Ὁ λογισμός μου ἦταν ἐκεῖ στὸν Σταυρὸ τοῦ Σωτῆρος, ὅπου ἔστεκε ἡ ἁγία Μαρία ἡ Θεοτόκος καὶ ἔκλαιγε, καὶ ἐγὼ ἤθελα πάντοτε ἔτσι νὰ κλαίω».
42. Ἕνας ἀδερφὸς ρώτησε τὸν ἀββᾶ Ποιμένα: «Τί νὰ κάνω;» Ὁ Γέροντας τοῦ ἀπαντᾶ: «Τὴν ὥρα ποὺ ὁ Θεὸς θὰ μᾶς ἐπισκεφθεῖ, γιὰ ποιὸ πρᾶγμα θὰ ἀνησυχήσουμε;» Τοῦ λέει ὁ ἀδελφός: «Γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας». Λέει λοιπὸν ὁ Γέροντας: «Ἂς μποῦμε ἑπομένως στὸ κελί μας καὶ μένοντας ἐκεῖ ἂς θυμόμαστε τὶς ἁμαρτίες μας καὶ τότε ὁ Κύριος θὰ μᾶς βοηθάει σὲ ὅλα».
43. Ὁ μακάριος Ἀθανάσιος, ὁ ἐπίσκοπος τῆς Ἀλεξάνδρειας, παρακάλεσε τὸν ἀββᾶ Παμβὼ νὰ κατέβει ἀπὸ τὴν ἔρημο στὴν Ἀλεξάνδρεια. Πραγματικά, κατέβηκε καὶ βλέποντας μία θεατρίνα, γέμισαν δάκρυα τὰ μάτια του. Ὅταν τὸν ρώτησαν ὅσοι ἦταν κοντά του νὰ μάθουν γιατί ἔκλαψε, εἶπε: «Δύο πράγματα μοῦ ἔφεραν τὰ δάκρυα, τὸ ἕνα ἡ ἀπώλεια ἐκείνης, καὶ τὸ ἄλλο τὸ ὅτι ἐγὼ δὲν ἔχω τόση φροντίδα νὰ ἀρέσω στὸν Θεό, ὅση ἔχει αὐτή, προκειμένου νὰ ἀρέσει σὲ ἀνήθικους ἀνθρώπους».
44. Ὁ ἀββᾶς Παῦλος εἶπε: «Μέχρι τὸν λαιμὸ εἶμαι βυθισμένος σὲ βοῦρκο καὶ κλαίω μπροστὰ στὸν Κύριο λέγοντας: Ἐλέησέ με».
46. Ἔλεγαν γιὰ τὸν ἀββᾶ Σεραπίωνα, ὅτι ἡ ζωή του ἦταν σὰν ἑνὸς πουλιοῦ. Δὲν ἀπόκτησε ποτὲ κανένα πρᾶγμα τοῦ κόσμου αὐτοῦ οὔτε ἔμεινε σὲ κελί, ἀλλὰ τυλιγμένος ἕνα σεντόνι καὶ κρατώντας ἕνα μικρὸ Εὐαγγέλιο τριγυρνοῦσε ἔtσι σὰν νὰ μὴν εἶχε σῶμα. Πολλὲς φορὲς τὸν ἔβρισκαν νὰ κάθεται στὸν δρόμο ἔξω ἀπὸ ἕνα χωριὸ καὶ νὰ κλαίει γοερὰ καὶ τὸν ρωτοῦσαν: «Γέροντα, γιατί κλαῖς ἔτσι;» Κι ἐκεῖνος τοὺς ἀπαντοῦσε: «Ὁ Κύριός μου, μοῦ ἐμπιστεύθηκε τὰ πλούτη του, ἀλλὰ ἐγὼ τὰ ἔχασα, γι᾿ αὐτὸ θέλει νὰ μὲ τιμωρήσει». Ἐκεῖνοι, σὰν τὸν ἄκουγαν, νόμιζαν ὅτι μιλάει γιὰ χρυσάφι καὶ πολλὲς φορὲς τοῦ ἔριχναν ἕνα κομμάτι ψωμὶ καὶ τοῦ ἔλεγαν: «Ἀδελφέ, δέξου το αὐτὸ καὶ φάε, ὅσο γιὰ τὰ πλούτη ποὺ ἔχασες, ὁ Θεὸς ἔχει τὴ δύναμη νὰ σοῦ τὰ στείλει». Καὶ ὁ Γέροντας ἀποκρινόταν: «Ἀμήν».
47. Εἶπε ἡ ἀμμᾶς Συγκλητική: «Αὐτοὺς ποὺ πρωτοέρχονται στὸν Θεὸ τοὺς περιμένει ἀγῶνας καὶ κόπος πολύς, ὕστερα ὅμως ἀκολουθεῖ χαρὰ ἀνείπωτη. Ὅπως ἀκριβῶς αὐτοὶ ποὺ θέλουν ν᾿ ἀνάψουν φωτιά, στὴν ἀρχὴ καπνίζονται καὶ τὰ μάτια τους δακρύζουν καὶ κατόπιν πετυχαίνουν αὐτὸ ποὺ θέλουν. Καὶ μάλιστα ἡ Γραφὴ λέει, «ὁ Θεός μας εἶναι φωτιὰ ποὺ κατακαίει». Ἔτσι πρέπει κι ἐμεῖς τὴ θεϊκὴ φωτιὰ νὰ τὴν ἀνάψουμε μέσα μας μὲ δάκρυα καὶ κόπο».
48. Εἶπε ὁ ἀββᾶς Ὑπερέχιος: «Ὁ μοναχός τη νύκτα τὴν κάνει μέρα ἀγρυπνώντας καὶ ἐπιμένοντας στὴν προσευχή. Ἔτσι κατανύσσοντας τὴν καρδιά του χύνει δάκρυα καὶ ἐπικαλεῖται ἀπὸ τὸν οὐρανὸ ἔλεος».
49. Κάποιοι ἀδελφοὶ ἐπισκέφθηκαν τὸν ἀββᾶ Φίλικα, ἔχοντας μαζί τους ἀνθρώπους κοσμικούς, καὶ τὸν παρακάλεσαν νὰ τοὺς πεῖ ἕνα λόγο, ἀλλὰ ὁ Γέροντας σιωποῦσε. Καθὼς ὅμως τὸν παρακαλοῦσαν πολλὴ ὥρα, τοὺς εἶπε: «Θέλετε ν᾿ ἀκούσετε κάποιο λόγο;» Τοῦ λένε: «Ναί, ἀββᾶ», καὶ ὁ Γέροντας τοὺς εἶπε: «Τώρα πιὰ δὲν ὑπάρχει λόγος. Ἄλλοτε, ὅταν ρωτοῦσαν τοὺς Γέροντες οἱ ἀδελφοὶ καὶ ἔκαμναν ὅσα τοὺς ἔλεγαν, ὁ Θεὸς τοὺς φώτιζε πῶς νὰ μιλήσουν. Τώρα ὅμως, ἐπειδὴ ρωτοῦν βέβαια, ἀλλὰ δὲν τηροῦν αὐτὰ ποὺ ἀκοῦν, ὁ Θεὸς πῆρε ἀπὸ τοὺς Γέροντες τὴ χάρη κι ἔτσι δὲν βρίσκουν τί νὰ ποῦν, γιατὶ ἀκριβῶς δὲν ὑπάρχει αὐτὸς ποὺ θὰ τὰ ἐφαρμόσει». Ὅταν τὰ ἄκουσαν αὐτὰ οἱ ἀδελφοὶ στέναξαν καὶ εἶπαν: «Ἀββᾶ, προσευχήσου γιὰ μᾶς».
55. Διηγήθηκε ἕνας Γέροντας ὅτι κάποιος ἀδελφὸς ἤθελε νὰ φύγει γιὰ νὰ μονάσει, ἀλλὰ τὸν ἐμπόδιζε ἡ ἴδια ἡ μητέρα του. Αὐτὸς ὅμως δὲν παραιτοῦνταν ἀπὸ τὸν σκοπό του καὶ ἔλεγε: «Θέλω νὰ σώσω τὴν ψυχή μου». Ἡ μητέρα του ἂν καὶ προσπάθησε πολὺ νὰ τὸν ἐμποδίσει, δὲν τὰ κατάφερε καὶ τελικὰ ὑποχώρησε στὴν ἐπιθυμία του. Ἔφυγε λοιπόν, ἔγινε καὶ μοναχός, ἀλλὰ ξόδεψε τὴ ζωή του μὲ ἀμέλεια. Κάποτε πέθανε ἡ μητέρα του καὶ μετὰ ἀπὸ ἕνα χρονικὸ διάστημα συνέβη νὰ ἀρρωστήσει κι αὐτὸς πολὺ βαριὰ καὶ κάποια στιγμὴ ἦρθε σὲ ἔκσταση καὶ ἁρπάχθηκε στὴν κρίση, ἐκεῖ βρῆκε τὴ μητέρα του ἀνάμεσα στοὺς κατάδικους. Ἐκείνη λοιπόν, μόλις τὸν εἶδε, ἔκπληκτή του λέει: «Τί συμβαίνει, παιδί μου; Καὶ σὺ καταδικάσθηκες να᾿ ρθεῖς στὸν τόπο αὐτό; Καὶ ποῦ πῆγαν τὰ λόγια ποὺ ἔλεγες; Θέλω νὰ σώσω τὴν ψυχή μου;» Ντροπιάστηκε βέβαια μ᾿ αὐτὰ ποὺ ἄκουσε καὶ στεκόταν καταλυπημένος μὴ μπορώντας νὰ τῆς δώσει καμιὰ ἀπάντηση. Οἰκονόμησε ὅμως ὁ φιλάνθρωπος Θεὸς καὶ μετὰ τὸ ὅραμα αὐτὸ ἀνέλαβε ἀπὸ τὴν ἀσθένειά του. Καὶ ἐπειδὴ σκέφθηκε ὅτι ἀπὸ τὸν Θεὸ τοῦ ἔγινε μία τέτοια ἐπίσκεψη, ἔγινε ἔγκλειστος καὶ φρόντιζε γιὰ τὴ σωτηρία του, μετανοώντας καὶ κλαίοντας γιὰ ὅσα μὲς στὴν ἀμέλειά του ἔκανε πιὸ μπροστά. Καὶ τόσο μεγάλη ἦταν ἡ κατάνυξή του, ὥστε πολλοὶ τὸν παρακαλοῦσαν νὰ ὑποχωρήσει λίγο, μήπως καὶ πάθει κάποια ζημιὰ ἀπὸ τὸ ὑπερβολικὸ κλάμα. Αὐτὸς ὅμως δὲν παρηγοριόταν μὲ τίποτε καὶ ἔλεγε: «Ἐὰν δὲν μπόρεσα νὰ ἀντέξω τὸν ἐξευτελισμὸ ἀπὸ τὴ μητέρα μου, πῶς θὰ σηκώσω κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς κρίσεως τὴν αἰσχύνη μπροστὰ στὸν Χριστὸ καὶ τοὺς ἁγίους ἀγγέλους;»
56. Εἶπε κάποιος Γέροντας: «Ἐὰν ὑπῆρχε περίπτωση, κατὰ τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ μετὰ τὴν ἀνάσταση, νὰ ξεψυχήσουν ἀπὸ φόβο οἱ ἄνθρωποι, ὅλος ὁ κόσμος θὰ πέθαινε ἀπὸ τρόμο καὶ ἔκπληξη. Τί θέαμα θὰ εἶναι νὰ βλέπει κανεὶς νὰ ἀνοίγουν οἱ οὐρανοὶ καὶ τὸν Θεὸ νὰ ἐμφανίζεται μὲ ὀργὴ καὶ ἀγανάκτηση καὶ ἀναρίθμητες στρατιὲς ἀγγέλων, καὶ μαζὶ ὁλόκληρη τὴν ἀνθρωπότητα! Γι᾿ αὐτὸ ὀφείλουμε νὰ ζοῦμε ἔτσι, ὡσὰν κάθε μέρα νὰ ζητάει ὁ Θεὸς νὰ λογοδοτοῦμε γιὰ τὸν τρόπο τῆς ζωῆς μας».
57. Ἕνας ἀδελφὸς ρώτησε κάποιον Γέροντα: «Πῶς ἔρχεται ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ στὶς ψυχές;» Ὁ Γέροντας ἀπάντησε: «Ἂν ὁ ἄνθρωπος ἔχει τὴν ταπείνωση καὶ τὴν ἀκτημοσύνη καὶ τὸ νὰ μὴν κρίνει τοὺς ἄλλους, θα ᾿ρθεῖ ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ σ᾿ αὐτόν».
58. Ἕνας ἀδελφὸς ἐπισκέφθηκε κάποιον Γέροντα καὶ τὸν ρώτησε: «Ἀββᾶ, γιὰ ποιὸν λόγο ἡ καρδιά μου εἶναι σκληρὴ καὶ δὲν φοβοῦμαι τὸν Θεό;» Καὶ τοῦ εἶπε ὁ Γέροντας: «Νομίζω πὼς ἂν ἕνας ἄνθρωπος ἔχει παντοτινὸ ἔλεγχο μέσα του, ἀποκτᾷ τὸν φόβο τοῦ Θεοῦ». Τὸν ξαναρωτᾷ ὁ ἀδελφός: «Καὶ τί εἶναι ὁ ἔλεγχος;» Καὶ ἀπαντᾷ ὁ Γέροντας: «Εἶναι τὸ νὰ ἐλέγχει ὁ ἄνθρωπος σὲ κάθε περίπτωση τὶς κινήσεις τῆς ψυχῆς του λέγοντας στὸν ἑαυτό του: «Θυμήσου ὅτι κάποια ὥρα θὰ συναντήσεις τὸν Θεό». Νὰ προσθέτει καὶ αὐτό: «Τί ἔχω ἐγὼ νὰ κάνω μὲ τοὺς ἀνθρώπους;» Νομίζω πὼς ἂν μείνει κανεὶς σταθερὰ σ᾿ αὐτά, θα ᾿ρθεῖ ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ μέσα του».
59. Εἶδε κάποτε ἕνας Γέροντας κάποιον νὰ γελᾷ καὶ τοῦ λέει: «Πρόκειται νὰ ἀπολογηθοῦμε ἐνώπιον οὐρανοῦ καὶ γῆς γιὰ ὅλη μας τὴ ζωὴ καὶ σὺ γελᾷς;»
60. Εἶπε ἕνας Γέροντας: «Ὅπως μᾶς συνοδεύει παντοῦ ἡ σκιά μας, κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο πρέπει νὰ ἔχουμε μέσα μας τὰ δάκρυα καὶ τὴ συντριβή, ὅπου κι ἂν βρισκόμαστε».
61. Κάποιος ἀδελφὸς ρώτησε ἕναν Γέροντα: «Τί νὰ κάνω;» Καὶ τοῦ εἶπε ὁ Γέροντας: «Ὀφείλουμε νὰ χύνουμε δάκρυα πάντοτε. Συνέβη κάποτε κάποιος ἀπὸ τοὺς πατέρες νὰ πεθάνει καὶ μετὰ ἀπὸ πολλὴ ὥρα ἐπανῆλθε στὸν ἑαυτό του καὶ τὸν ρωτήσαμε: «Τί εἶδες ἐκεῖ, ἀββᾶ;» Καὶ μᾶς εἶπε τότε κλαίοντας: «Άκουσα ἐκεῖ ἕναν ἀσταμάτητο θρῆνο ἀπ᾿ αὐτοὺς ποὺ ἔλεγαν ἀλίμονό μου, ἀλίμονό μου». Τὸ ἴδιο καὶ ἐμεῖς ὀφείλουμε νὰ λέμε πάντοτε».
62. Ἀδελφὸς ζήτησε ἀπὸ κάποιον Γέροντα νὰ μάθει λέγοντας: «Πόσο ἐπιθυμεῖ ἡ ψυχή μου τὰ δάκρυα, καθὼς ἀκούω τοὺς Γέροντες νὰ μιλοῦν γι᾿αὐτά, ἀλλὰ δὲν ἔρχονται καὶ θλίβομαι». Καὶ ὁ Γέροντας τοῦ εἶπε: «Οι Ἰσραηλῖτες περίμεναν σαράντα χρόνια γιὰ νὰ μποῦν στὴ γῆ τῆς ἐπαγγελίας. Τὰ δάκρυα εἶναι ἡ γῆ τῆς ἐπαγγελίας, στὴν ὁποία ἐὰν ἐπιστρέψεις, δὲν ἔχεις στὸ ἑξῆς νὰ φοβηθεῖς πόλεμο. Ἔτσι ὁ Θεὸς θέλει νὰ θλίβεται ἡ ψυχή, γιὰ νὰ ἐπιθυμεῖ πάντοτε νὰ μπεῖ στὴ χώρα ἐκείνη».
64. Δυὸ σαρκικοὶ ἀδελφοὶ ἀπαρνήθηκαν τὸν κόσμο καὶ πῆγαν στὸ ὄρος τῆς Νιτρίας, ὅπου καὶ ὑποτάχτηκαν σ᾿ ἕναν πνευματικὸ πατέρα. Ὁ Θεὸς ἔδωσε καὶ στοὺς δυὸ τὸ χάρισμα τῶν δακρύων καὶ τῆς κατανύξεως. Μιὰ φορὰ λοιπὸν ὁ Γέροντας σὲ ὅραμα βλέπει τοὺς δυὸ ἀδελφοὺς νὰ στέκονται καὶ νὰ προσεύχονται κρατώντας στὰ χέρια φύλλα χαρτιοῦ γραμμένα καὶ νὰ τὰ βρέχουν μὲ τὰ δάκρυά τους. Τοῦ ἑνὸς τὰ γράμματα σβήνονταν εὔκολα, ἐνῷ τοῦ ἄλλου ὕστερα ἀπὸ κόπο, γιατὶ φαίνονταν σὰν νὰ ἦταν γραμμένα μὲ ἔγκαυστη μελάνη. Ὁ Γέροντας παρακάλεσε τὸν Θεὸ νὰ τοῦ δοθεῖ ἐξήγηση γιὰ τὸ ὅραμα. Πραγματικὰ τοῦ παρουσιάστηκε ἕνας ἄγγελος Κυρίου καὶ τοῦ λέει: «Τα γράμματα στὰ χαρτιὰ εἶναι τὰ ἁμαρτήματά τους. Ὁ ἕνας με φυσικὸ τρόπο ἁμάρτησε καὶ γι᾿ αὐτὸ εὔκολα διαλύονται τὰ σφάλματά του. Ὁ ἄλλος μολύνθηκε μὲ ἀκάθαρτα καὶ βρωμερὰ παρὰ φύσιν ἁμαρτήματα καὶ γι᾿ αὐτὸ χρειάζεται νὰ καταβάλει περισσότερο κόπο γιὰ μετάνοια καὶ πολλὴ ταπείνωση». Ἀπὸ τὸ ὅραμα καὶ ὕστερα ἔλεγε ὁ Γέροντας στὸν ἀδελφό: «Κόπιασε, ἀδελφέ, γιατὶ τὰ γράμματα εἶναι ἐγκαυστὰ καὶ μὲ κόπο ἐξαλείφονται», ἀλλὰ δὲν τοῦ φανέρωσε τὸ πρᾶγμα μέχρι τὸν θάνατό του, γιὰ νὰ μὴν τοῦ κόψει τὴν προθυμία. Ὡστόσο ὅλο καὶ περισσότερο τοῦ ἔλεγε: «Κόπιασε, ἀδελφέ, γιατὶ μὲ κόπο σβήνουν».
66. Ἕνας ἀδελφὸς προχωρημένος στὴν πνευματικὴ ζωή, τὴν ὥρα ποὺ ἔκαμνε τὸν κανόνα του μαζὶ μὲ τὸν δικό του ἀδελφό, τοῦ ἦταν ἀδύνατο νὰ συγκρατήσει τὰ δάκρυά του καὶ σταματοῦσε νὰ λέει τὸν ψαλμό. Μιὰ φορὰ ὁ ἀδελφὸς τὸν παρακάλεσε νὰ τοῦ πεῖ τί σκέφτεται τὴν ὥρα τοῦ κανόνα καὶ κλαίει τόσο πικρά. Αὐτὸς τοῦ εἶπε: «Συγχώρησέ με, ἀδελφέ. Ἐγὼ πάντοτε ὅταν κάνω τὸν κανόνα μου, βλέπω τὸν κριτῆ κι ἐμένα τὸν ἴδιο νὰ στέκομαι μπροστά του σὰν κατάδικος καὶ νὰ ἀνακρίνομαι καὶ νὰ μοῦ λέει: «Γιατί ἁμάρτησες;» Λοιπόν, ἐπειδὴ δὲν ἔχω τί νὰ ἀπολογηθῶ, μοῦ κλείνεται τὸ στόμα καὶ γι᾿ αὐτὸ χάνω τὸν στίχο τοῦ ψαλμοῦ. Συγχώρησέ με ὅμως, ποὺ σὲ θλίβω. Κι ἂν σὲ ἀναπαύει, ἂς κάνει ὁ καθένας μας χωριστὰ ἀπὸ τὸν ἄλλον τὸν κανόνα του». Τοῦ λέει ὁ ἀδελφός: «Ὄχι, πάτερ, γιατὶ κι ἂν ἀκόμη ἐγὼ δὲν ἔχω πένθος, ἀλλ᾿ ὅμως, ὅταν σὲ βλέπω, κακίζω τὸν ἑαυτό μου». Κι ὁ Θεὸς εἶδε τὴν ταπείνωσή του καὶ χάρισε καὶ σ᾿ αὐτὸν τὸ πένθος τοῦ ἀδελφοῦ του.
67. Ἕνας ἀπὸ τοὺς ἀδελφοὺς πῆγε σὲ κάποιον Γέροντα ποὺ κατοικοῦσε στὸ ὄρος Σινᾶ καὶ τὸν παρακάλεσε: «Πάτερ, πές μου πῶς πρέπει νὰ προσεύχομαι, γιατὶ πολὺ ἐξόργισα τὸν Θεό». Κι ὁ Γέροντας τοῦ λέει: «Παιδί μου, ἐγὼ ὅταν προσεύχομαι, ἔτσι λέω: Κύριε, ἀξίωσέ με νὰ σὲ ὑπηρετήσω, ὅπως ὑπηρέτησα τὸν Σατανᾶ, κι ἀξίωσέ με νὰ σὲ ἀγαπήσω, ὅπως ἀγάπησα τὴν ἁμαρτία».
68. Εἶπε πάλι: «Καλὸ εἶναι ὁ ἄνθρωπος νὰ ἁπλώνει τὰ χέρια του πρὸς τὸν οὐρανὸ γιὰ προσευχὴ καὶ νὰ παρακαλάει τὸν Θεό, νὰ περάσει ἤρεμα ἡ ψυχὴ κατὰ τὴν ἔξοδό της μέσα ἀπὸ ὅλους αὐτοὺς ποὺ ἐπιχειροῦν νὰ τὴν ἐμποδίσουν στὸν ἀέρα».
75. Ἕνας Γέροντας εἶπε: «Σὲ ᾿κεῖνον ποὺ μετανοεῖ ἁρμόζει νὰ κάνει αὐτά: Νὰ ζήσει μόνος, νὰ ἔχει φροντίδα γιὰ τὴν ψυχή του, νὰ πενθεῖ γιὰ τὶς ἁμαρτίες του, νὰ μὴν ἔχει μέριμνα γιὰ τὰ πράγματα αὐτοῦ τοῦ κόσμου, κανένα νὰ μὴ στενοχωρήσει, τὸν ἑαυτό του νὰ θλίβει, τὸν ἑαυτό του νὰ ἐλέγχει, νὰ ζεῖ στερημένα, νὰ κρίνει τὸν ἑαυτό του, πάντοτε νὰ ἀγρυπνεῖ καὶ μὲ πόνο καρδιᾶς νὰ ζητάει ἀπὸ τὸν Θεὸ τὸ ἔλεός του».
76. Ἕνας Γέροντας εἶπε: «Ὅπως κάθε ἁμαρτία, ποὺ θὰ κάνει ὁ ἄνθρωπος, εἶναι ἔξω ἀπὸ τὸ σῶμα, ἐνῷ αὐτὸς ποὺ πορνεύει ἁμαρτάνει στὸ σῶμα του, γιατὶ ἀπ᾿ αὐτὸ ἔρχεται τὸ μόλυσμα, ἔτσι κάθε ἐργασία ποὺ θὰ κάνει ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἔξω ἀπὸ τὸ σῶμα, ἐνῷ ἐκεῖνος ποὺ χύνει δάκρυα καθαρίζει τὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα. Γιατὶ τὸ δάκρυ καθὼς κατεβαίνει ἀπὸ πάνω, ξεπλένει καὶ ἁγιάζει ὅλο τὸ σῶμα».
80. Εἶπε πάλι: «Τὸ νὰ μιλάει κανεὶς γιὰ τὴν πίστη καὶ νὰ διαβάζει τὰ δόγματα εἶναι πράγματα ποὺ ξηραίνουν τὴν κατάνυξη τοῦ ἀνθρώπου καὶ τὴν ἐξαφανίζουν, ἐνῷ οἱ βίοι καὶ οἱ λόγοι τῶν Γερόντων δίνουν φῶς στὴν ψυχή».
81. Ἕνας ἀδελφὸς ρώτησε κάποιον Γέροντα: «Γιὰ ποιὸν λόγο ἡ ψυχή μου ἀγαπᾷ τὴν ἀκαθαρσία;» Καὶ ὁ Γέροντας τοῦ εἶπε: «Ἡ ψυχὴ θέλει τὰ πάθη, ἀλλὰ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ εἶναι ποὺ τὴ συγκρατεῖ. Πρέπει νὰ χύνουμε δάκρυα γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας καὶ τὶς ἀκάθαρτες διαθέσεις μας. Εἶδες τὴ Μαρία, ὅταν ἔσκυψε στὸ μνῆμα καὶ ἔκλαιε, πῶς τῆς μίλησε ὁ Κύριος; Τὸ ἴδιο θὰ συμβεῖ καὶ μὲ τὴν ψυχή».
82. Ἕνας Γέροντας εἶπε: «Ἕνας ἄνθρωπος ποὺ κάθεται στὸ κελί του καὶ μελετάει τοὺς ψαλμούς, μοιάζει μὲ ἄνθρωπο ποὺ ζητάει τὸν βασιλιά. Ἐνῷ ἐκεῖνος ποὺ θρηνώντας ζητάει κάτι, κρατάει τὰ πόδια τοῦ βασιλιά, παρακαλώντας νὰ βρεῖ ἔλεος ἀπὸ μέρους του, ὅπως εἶχε κάνει ἡ πόρνη».
83. Εἶπε ἕνας Γέροντας: «Λίγο-λίγο συνήθισε τὴν καρδιά σου νὰ λέει γιὰ τὸν καθέναν ἀπὸ τοὺς ἀδελφούς: «Στ᾿ ἀλήθεια, αὐτὸς εἶναι πιὸ προχωρημένος ἀπὸ μένα στὸν δρόμο τοῦ Θεοῦ». Καὶ πάλι: «Αὐτὸς εἶναι καλύτερος ἀπὸ μένα». Καὶ ἔτσι σιγὰ-σιγὰ θὰ φθάσεις στὸ σημεῖο νὰ βάζεις τὸν ἑαυτό σου κάτω ἀπὸ ὅλους, καὶ θὰ κατοικήσει μέσα σου τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ. Ἐνῷ, ἂν περιφρονήσεις ἕναν ἄνθρωπο, φεύγει ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ ἀπὸ σένα καὶ παραδίνεις τὸν ἑαυτό σου σὲ σαρκικοὺς μολυσμοὺς καὶ σοῦ σκληρύνεται ἡ καρδιὰ καὶ δὲν θὰ ὑπάρχει καμιὰ κατάνυξη μέσα σου».
85. Εἶπε πάλι: «Ἀλίμονό σου, ψυχή, γιατὶ συνήθισες μόνο νὰ ζητᾷς τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ τὸν ἀκοῦς καὶ τίποτε νὰ μὴν κάνεις ἀπὸ ὅσα ἀκοῦς. Ἀλίμονό σου, σῶμα, γιατὶ ξέρεις αὐτὰ ποὺ σὲ μολύνουν καὶ πάντοτε αὐτὰ ζητᾷς, τὸν χορτασμὸ καὶ τὴν ἀπόλαυση. Ἀλίμονο στὸν νεώτερο ποὺ γεμίζει τὴν κοιλιά του καὶ δίνει ἐμπιστοσύνη στὸ θέλημά του, γιατὶ ἔτσι εἶναι μάταιη ἡ ἀπάρνηση τοῦ κόσμου ποὺ ἔκανε».
87. Κάποιος Γέροντας ζοῦσε μόνος στὴ μονὴ τῶν Μονιδίων καὶ ἡ παντοτινή του προσευχὴ ἦταν ἡ ἑξῆς: «Κύριε, δὲν ἔχω τὸν φόβο σου μέσα μου, γι᾿ αὐτὸ στεῖλε μου κάποιον κεραυνὸ ἢ κάποια ἄλλη δύσκολη περίσταση, ἢ ἀρρώστια ἢ δαίμονα, μήπως ἔστω καὶ μ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο φοβηθεῖ ἡ πωρωμένη μου ψυχή». Αὐτὰ ἔλεγε καὶ συνέχιζε νὰ παρακαλεῖ τὸν Θεό. «Ξέρω ὅτι εἶναι ἀδύνατο νὰ μὲ συγχωρήσεις. Γιατὶ ἁμάρτησα πολὺ σὲ σένα, Δέσποτα, ἀλλ᾿ ἂν εἶναι δυνατὸν λόγῳ τῆς εὐσπλαχνίας σου, συγχώρεσέ με. Ἂν ὅμως αὐτὸ δὲν μπορεῖ νὰ γίνει, τιμώρησέ με ἐδῶ στὴ γῆ, Δέσποτα, καὶ ἐκεῖ μὴ μὲ παιδεύσεις, ἀλλ᾿ ἐὰν καὶ αὐτὸ εἶναι ἀδύνατο, τιμώρησέ με ἐδῶ κατὰ ἕνα μέρος καὶ ἐκεῖ ἀνακούφισέ με, ἔστω καὶ λίγο, ἀπὸ τὴν τιμωρία τῆς κόλασης. Ἄρχισε ἀπὸ τώρα νὰ μὲ παιδεύεις, ἀλλὰ ἂς μὴν περιπέσω στὴν ὀργή σου, Δέσποτα». Μ᾿ αὐτὴ τὴν ἐπιμονὴ ἕνα ὁλόκληρο χρόνο μὲ ἀσταμάτητα δάκρυα, μὲ πολλὴ ταπείνωση στοὺς λογισμούς του καὶ μὲ νηστεῖες παρακαλοῦσε τὸν Θεὸ καὶ σκεπτόταν: «Άραγε τί νὰ σημαίνει ὁ λόγος ποὺ εἶπε ὁ Χριστός: Μακάριοι οἱ πενθοῦντες ὅτι αὐτοὶ παρακληθήσονται;» Καὶ κάποια ἡμέρα ἐνῷ καθόταν κατὰ γῆς θλιμμένος καὶ θρηνοῦσε κατὰ τὴ συνήθειά του, νύσταξε, καὶ νά, τοῦ παρουσιάσθηκε ὁ Χριστὸς μὲ ἱλαρὸ πρόσωπο καὶ μὲ γλυκιὰ φωνὴ τοῦ εἶπε: «Τί ἔχεις, ἄνθρωπε, γιατί τόσο κλαῖς;» Τοῦ ἀπάντησε ἐκεῖνος: «Ἐπειδὴ ἔπεσα, Κύριε». Καὶ ὁ Ἰησοῦς ποὺ τοῦ ἐμφανίσθηκε τοῦ λέει: «Σήκω ἐπάνω». Ἀποκρίθηκε τότε ὁ πεσμένος στὴ γῆ: «Δὲν μπορῶ, ἂν δὲν μοῦ δώσεις τὸ χέρι σου». Καὶ ἅπλωσε Ἐκεῖνος τὸ χέρι του καὶ τὸν σήκωσε καὶ τοῦ λέει πάλι μὲ καλοσύνη: «Γιατί κλαῖς, ἄνθρωπέ μου, γιατί τόσο λυπᾶσαι;» «Και δὲν θέλεις, Κύριε, -ρωτᾷ ὁ ἀδελφός-νὰ κλάψω καὶ νὰ λυπηθῶ ποὺ τόσο σὲ πίκρανα;» Τότε ὁ Κύριος ἅπλωσε τὸ χέρι του πάνω στὸ κεφάλι τοῦ ἀδελφοῦ, τὸ ἀγκάλιασε καὶ τοῦ λέει: «Μη θλίβεσαι, ὁ Θεὸς θὰ εἶναι βοηθός σου ἀπὸ δῶ καὶ πέρα. Ἐπειδὴ ἐσὺ πόνεσες, δὲν θὰ στρέφεται πιὰ ἡ λύπη μου ἐναντίον σου. Ἐφόσον γιὰ σένα ἔχω χύσει τὸ αἷμα μου, δὲν θὰ δείξω πολὺ περισσότερο τὴ φιλανθρωπία μου καὶ σὲ σένα καὶ σὲ κάθε ψυχὴ ποὺ μετανοεῖ;» Ὁ ἀδελφὸς συνῆλθε κατόπιν ἀπὸ τὴν ὀπτασία καὶ ἔνιωσε τὴν καρδιά του πλημμυρισμένη ἀπὸ χαρά, γιατὶ βεβαιώθηκε ὅτι ὁ Θεὸς τὸν ἐλέησε καὶ ἔζησε σ᾿ ὅλη του τὴ ζωὴ μὲ πολλὴ ταπείνωση εὐχαριστώντας τὸν Θεό.
90. Κάποιος Γέροντας, κατὰ τὴ διάρκεια τῆς νύχτας, μὴ γνωρίζοντας ὅτι ὁ μαθητής του ἄκουε, θρηνοῦσε πικρὰ μὲ ὀλολυγμούς. Τὰ δόντια του ἔτριζαν κι ἔπεφταν ἄφθονα τὰ δάκρυά του. Καὶ ὅταν τὸν παρακάλεσε ὁ μαθητής του νὰ τοῦ πεῖ τί τοῦ συμβαίνει, εἶπε: «Ἦρθα σὲ κατάνυξη καὶ εἶδα τὶς ψυχὲς τῶν ἁμαρτωλῶν στὸν Ἅδη σὲ ποιὰ θλίψη εἶναι καὶ δὲν μπορῶ ἀπὸ τὴν ὥρα ἐκείνη νὰ παρηγορηθῶ».
93. Κάποιος εἶδε ἕνα νέο μοναχὸ νὰ γελάει καὶ τοῦ εἶπε: «Μὴ γελᾷς, ἀδελφέ, γιατὶ διώχνεις τὸν φόβο τοῦ Θεοῦ ἀπ᾿ τὴν ψυχή σου».
103. Εἶπε πάλι: «Ἐὰν περιπέσεις σὲ ἁμάρτημα καὶ μετὰ ἀποκαταστήσεις τὶς σχέσεις σου μὲ τὸν Θεὸ καὶ ἀρχίσεις τὴ ζωὴ τοῦ πένθους καὶ τῆς μετάνοιας, πρόσεξε μὴν παύσεις νὰ πονᾷς καὶ νὰ στενάζεις ἐνώπιον τοῦ Κυρίου ὡς τὴν ἡμέρα τοῦ θανάτου σου, γιατὶ ὑπάρχει κίνδυνος νὰ ξαναπέσεις γρήγορα στὸν ἴδιο βόθρο. Ἡ κατὰ Θεὸν λύπη εἶναι χαλινάρι τῆς ψυχῆς, ποὺ τὴ συγκρατεῖ γιὰ νὰ μὴν ξαναπέσει».
108. Κάποιος Γέροντας ποὺ ἔμενε στὸ κελί του ὁλομόναχος, ἔκανε ἑξήντα χρόνια μοναχὸς χωρὶς νὰ σταματήσει ποτὲ νὰ κλαίει. Καὶ ἔλεγε πάντα: «Τὸν χρόνο τῆς ζωῆς μας τὸν ἔχει δώσει ὁ Θεὸς γιὰ μετάνοια καὶ πολὺ θὰ τὸν ἀναζητήσουμε κάποτε».
110. Κάποιος ἀδελφὸς ρώτησε ἕναν Γέροντα: «Τί νὰ κάνω, ἀββᾶ, πού, ὅταν δῶ κάποιον νὰ ἁμαρτάνει, τὸν κατακρίνω, καὶ ὅταν ἀκούσω γιὰ ἕναν ἀδελφὸ πὼς εἶναι ἀμελής, τὸν μισῶ καὶ θὰ χάσω ἔτσι τὴν ψυχή μου;» Καὶ εἶπε ὁ Γέροντας: «Ὅταν ἀκούσεις κάτι τέτοιο, ἀπομακρύνσου ἀμέσως ἀπ᾿ τὸν λογισμὸ αὐτὸ κάνοντας ἕνα ἅλμα καὶ σπεῦσε νὰ θυμηθεῖς τὴ φοβερὴ ἡμέρα τῆς Κρίσεως, ἀναλογίσου δίπλα σου τὸ φρικτὸ βῆμα, τὸν ἀδέκαστο δικαστῆ, τοὺς πύρινους ποταμούς, ποὺ ρέουν μπροστὰ σ᾿ ἐκεῖνο τὸ βῆμα κοχλάζοντας μέσα στὴ φοβερὴ φλόγα, τὶς ἀκονισμένες ρομφαῖες, τὶς σκληρὲς τιμωρίες, τὴν κόλαση ποὺ δὲν ἔχει τέλος, τὴ νύχτα τὴν ἄφεγγη, τὸ σκοτάδι τὸ ἐξώτερο, τὸ φαρμακερὸ φίδι, τὰ ἄλυτα δεσμά, τὸ τρίξιμο τῶν δοντιῶν καὶ τὸν ὀδυρμὸ ποὺ δὲν ἔχει παρηγοριά. Αὐτὰ λοιπὸν νὰ σκέπτεσαι, τὴν ἀναπόφευκτη δηλαδὴ πανωλεθρία. Κι ἐκεῖνος ὁ δικαστῆς δὲν ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ κατηγόρους οὔτε ἀπὸ μάρτυρες οὔτε ἀπὸ ἀποδείξεις οὔτε ἀπὸ ἔλεγχο. Ἀλλὰ ἀνάλογα μὲ τὰ πεπραγμένα θὰ παρουσιασθεῖ μπροστὰ στὰ μάτια τοῦ κάθε ἐνόχου. Τότε κανεὶς δὲν θὰ βρεθεῖ νὰ βγεῖ καὶ νὰ μᾶς γλιτώσει ἀπὸ τὴν τιμωρία, οὔτε πατέρας οὔτε γιὸς οὔτε μητέρα μήτε θυγατέρα μήτε κανεὶς ἄλλος συγγενής, οὔτε γείτονας οὔτε φίλος οὔτε συνήγορος. Μήτε μπορεῖ τὴν ἐνοχὴ νὰ τὴν ἐξαγοράσει τὸ χρῆμα, ὁ περίσσιος πλοῦτος ἢ ἡ δύναμη. Ὅλα αὐτὰ σὰν νά ᾿ταν σκόνη θὰ ἐξαφανισθοῦν ἀπ᾿ τὴ μέση, καὶ μόνος ὁ κρινόμενος θὰ πάρεις τὶς ἀπολαβές του γιὰ ὅσα ἔπραξε, ἢ τὴν ἀθωωτικὴ ἀπόφαση ἢ τὴν καταδικαστική. Τότε κανεὶς ἄλλος δὲν θὰ μπορεῖ νὰ κριθεῖ γιὰ χάρη ἄλλου. Ὁ καθένας θὰ κριθεῖ χωριστὰ γιὰ ὅσα διέπραξε. Γνωρίζοντας αὐτὲς τὶς ἀλήθειες μὴν κατακρίνεις κανέναν καὶ θὰ εἶσαι πάντα εἰρηνικός».
|