ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ |
|
ΜΕΓΑ ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ B' |
ΤΟΜΟΣ Α' Γιὰ τὸ ὅτι πρέπει νὰ ἐπιδιώκουμε τὴν «ἡσυχία» μὲ κάθε δυνατὸ τρόπο
1. Ὅταν ὁ ἀββᾶς Ἀντώνιος ἀσκήτευε στὴν ἔρημο, ἔπεσε κάποτε σὲ ἀκηδία καὶ σὲ μεγάλη σύγχυση τῶν λογισμῶν του καὶ ἔλεγε στὸν Θεό: «Κύριε, θέλω νὰ σωθῶ ἀλλὰ δὲν μ᾿ ἀφήνουν οἱ λογισμοί μου. Τί νὰ κάνω μὲ τὴ θλίψη μου αὐτή; Πῶς νὰ σωθῶ;» Κάποια φορὰ λοιπὸν βγῆκε λίγο πρὸς τὰ ἔξω καὶ βλέπει κάποιον σὰν τὸν ἑαυτό του νὰ κάθεται καὶ νὰ κάνει ἐργόχειρο. Μετὰ ἀπὸ λίγο ἄφηνε τὸ ἐργόχειρο, σηκωνόταν καὶ προσευχόταν, καὶ ξανὰ καθόταν καὶ συνέχιζε νὰ πλέκει τὸ σχοινί του. Ὕστερα πάλι σηκωνόταν γιὰ προσευχή. Ἦταν ἄγγελος Κυρίου ποὺ εἶχε σταλεῖ γιὰ νὰ διορθώσει τὸν Ἀντώνιο καὶ νὰ τοῦ δώσει σιγουριὰ καὶ ἄκουσε τὸν ἄγγελο νὰ τοῦ λέει: «Κάνε κι ἐσὺ τὸ ἴδιο καὶ θὰ σωθεῖς». Καὶ ὁ Ἀντώνιος ὅταν τ᾿ ἄκουσε, πῆρε μεγάλη χαρὰ καὶ κουράγιο. Καὶ ἔτσι κάνοντας προχωροῦσε στὸ ἔργο τῆς σωτηρίας του.
16. Κάποτε κάποιοι Γέροντες πῆγαν στὸν ἀββᾶ Ἀρσένιο καὶ τὸν παρακάλεσαν θερμὰ νὰ τοὺς μιλήσει γιὰ τοὺς ἐρημῖτες μοναχούς, καὶ μάλιστα γι᾿ αὐτοὺς ποὺ δὲν ἔχουν συναπαντήματα μὲ ἄλλους ἀνθρώπους. Τότε ὁ Γέροντας εἶπε: «Ὅταν ἡ παρθένος μένει στὸ σπίτι τοῦ πατέρα της, πολλοὶ ζητοῦν νὰ τὴ μνηστευθοῦν, ὅταν ὅμως παντρευθεῖ, δὲν ἀρέσει σὲ ὅλους, ἄλλοι τὴ βρίσκουν ψεγάδια καὶ ἄλλοι τὴν ἐπαινοῦν, καὶ δὲν τιμᾶται, ὅπως πρῶτα, ὅταν ἦταν κρυμμένη. Τὸ ἴδιο καὶ μὲ τὰ θέματα τῆς ψυχῆς, ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ κοινοποιοῦνται, δὲν μποροῦν νὰ ἱκανοποιήσουν ὅλους».
11. Κάποιος ἀδελφὸς ρώτησε τὸν ἀββᾶ Ἡσαΐα: «Πῶς πρέπει νὰ ἡσυχάζει κανεὶς μέσα στὸ κελί;» Καὶ ἀποκρίθηκε ὁ Γέροντας: «Τὸ νὰ ἡσυχάζει κανεὶς στὸ κελὶ σημαίνει νὰ ἐκθέτει συνεχῶς τὸν ἑαυτό του ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ ἐπιστρατεύει ὅλη του τὴ δύναμη γιὰ νὰ ἀντιστέκεται σὲ κάθε λογισμὸ ποὺ σπέρνει ὁ ἐχθρός, γιατὶ αὐτὸ σημαίνει ἀναχώρηση ἀπὸ τὸν κόσμο». Καὶ εἶπε ὁ ἀδελφός: «Τί σημαίνει κόσμος;» «Κόσμος εἶναι -ἀπάντησε ὁ Γέροντας-τὸ νὰ διασπᾶται κανεὶς σὲ πολλὲς καὶ διάφορες ὑποθέσεις. Κόσμος εἶναι τὸ νὰ ἐνεργοῦν οἱ ἄνθρωποι τὰ ἀντίθετα πρὸς τὴν ἀνθρώπινη φύση καὶ νὰ ἱκανοποιοῦν τὰ σαρκικά τους θελήματα. Κόσμος εἶναι τὸ νὰ νομίσει κανεὶς ὅτι μένει παντοτινὰ στὴ ζωὴ αὐτή. Κόσμος εἶναι νὰ φροντίζει γιὰ τὸ σῶμα πρὸς βλάβην τῆς ψυχῆς καὶ νὰ καυχιέται γι᾿ αὐτὰ ποὺ ἀφήνει πίσω του. Κι αὐτὰ δὲν τὰ εἶπα ἀπὸ μόνος μου, ἀλλὰ ὁ Ἰωάννης ὁ Ἀπόστολος εἶναι ποὺ τὰ λέει: Μὴν ἀγαπᾶτε τὸν κόσμο μήτε ὅσα εἶναι τοῦ κόσμου».
17.Ὁ ἀββᾶς Βιτίμης διηγήθηκε τὸ ἑξῆς: «Κάποτε καθὼς κατέβαινα στὴ Σκήτη, κάποιοι μοῦ ἔδωσαν λίγα μῆλα, γιὰ νὰ τὰ μεταφέρω στοὺς Γέροντες. Καὶ ἐγὼ κτύπησα τὴν πόρτα τοῦ κελιοῦ τοῦ ἀββᾶ Ἀχιλλᾶ, γιὰ νὰ τοῦ τὰ δώσω. Μοῦ εἶπε τότε ἐκεῖνος: «Ἀλήθεια, ἀδελφέ μου, δὲν θὰ ἤθελα τούτη τὴν ὥρα νὰ μοῦ κτυπήσεις τὴν πόρτα, κι ἂν ἀκόμη μου μετέφερες τὸ μάννα. Μὴν πᾶς καὶ σὲ κανένα ἄλλο κελί». Ἐγὼ τότε ἀνεχώρησα γιὰ τὸ κελί μου καὶ πρόσφερα τὰ μῆλα στὴν ἐκκλησία».
23.Ἕνας ἀδελφὸς τὸν ρώτησε: «Τί χρειάζεται νὰ κάνει ὁ ἡσυχαστής;» Κι αὐτὸς εἶπε: «Ὁ ἡσυχαστὴς εἶναι ἀνάγκη νὰ κάνει τὶς τρεῖς αὐτὲς ἐργασίες: νὰ ἔχει φόβο Θεοῦ συνεχῶς, νὰ ζητάει ὑπομονετικὰ καὶ νὰ μὴ χαλαρώσει στὴν καρδιά του ἡ μνήμη τοῦ Θεοῦ».
28.Εἶπε ἡ ἀμμᾶς Θεοδώρα: «Καλό πρᾶγμα εἶναι ἡ ζωὴ τῆς ἡσυχίας, ὁ συνετὸς ἄνθρωπος ἡσυχάζει, ἀληθινά, εἶναι σπουδαῖο νὰ ζεῖ τὸν ἡσύχιο βίο ἡ μοναχὴ ἢ ὁ μοναχὸς καὶ προπάντων οἱ νέοι. Νὰ ξέρεις ὅμως ὅτι, ἂν κάποιος ἔχει τὴν πρόθεση νὰ ζήσει τὴ ζωὴ τῆς ἡσυχίας, ἔρχεται ἀμέσως ὁ πονηρὸς καὶ βαρύνει τὴν ψυχὴ μὲ ἀκηδία, μὲ ἀδιαφορία, μὲ λογισμούς, βαρύνει καὶ τὸ σῶμα μὲ ἀρρώστιες, μὲ ἀτονία, μὲ λύσιμο τῶν γονάτων καὶ ὅλων τῶν μελῶν, γενικὰ παραλύει τὴ δύναμη τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος, ὁπότε λέει κανεὶς «εἶμαι ἄρρωστος καὶ δὲν μπορῶ νὰ κάνω τὴν ἀκολουθία μου». Ὅμως ἂν εἴμαστε νηφάλιοι, ὅλα αὐτὰ διαλύονται. Ἦταν ἕνας μοναχὸς ποὺ μόλις ἄρχιζε νὰ κάνει τὴν ἀκολουθία του, τὸν ἔπιανε ρῖγος καὶ πυρετός, πονοῦσε τὸ κεφάλι του καὶ τότε ἔλεγε στὸν ἑαυτό του: «Νά, εἶμαι ἄρρωστος καὶ κάποια ὥρα μπορεῖ νὰ πεθάνω, λοιπὸν ἂς σηκωθῶ πρὶν πεθάνω καὶ ἂς κάνω τὴν ἀκολουθία μού». Μὲ αὐτὸν τὸν λογισμὸ πίεζε τὸν ἑαυτό του καὶ ἔκαμνε τὴν ἀκολουθία του καὶ μόλις σταματοῦσε ἡ προσευχή, σταματοῦσε καὶ ὁ πυρετός, καὶ πάλι τὴν ὥρα τῆς ἀκολουθίας ἐρχόταν ὁ πυρετός, καὶ πάλι τὴν ὥρα τῆς ἀκολουθίας ἐρχόταν ὁ πυρετός, καὶ ξανὰ μ᾿ αὐτὸν τὸν λογισμὸ ἀντιστεκόταν ὁ ἀδελφὸς καὶ ἔκαμνε τὴν ἀκολουθία του καὶ τελικὰ νίκησε τὸν ἀρνητικὸ λογισμό».
30. Ἕνας ἀδελφὸς ζοῦσε σὲ κοινόβιο, κρατώντας αὐστηρὴ ἄσκηση. Ὅταν μερικοὶ ἀδελφοὶ τῆς Σκήτης ἄκουσαν γι᾿ αὐτόν, ἦρθαν νὰ τὸν δοῦν καὶ μπῆκαν στὸν τόπο, ὅπου ὁ ἴδιος ἐργαζόταν. Ἐκεῖνος ἀφοῦ τοὺς ἀσπάστηκε, στράφηκε πίσω καὶ ἄρχισε νὰ ἐργάζεται. Οἱ ἀδελφοὶ βλέποντας αὐτὸ ποὺ ἔκανε τοῦ λένε: «Ἰωάννη, ποιὸς σοῦ ἔδωσε τὸ σχῆμα ἢ ποιὸς σὲ ἔκανε μοναχὸ καὶ δὲν σοῦ δίδαξε νὰ παίρνεις ἀπ᾿ τοὺς ἀδελφοὺς τὸ ἐπανωφόρι καὶ νὰ τοὺς λές: εὐχηθεῖτε ἢ καθῖστε;» Τοὺς ἀπαντᾶ: «Ὁ Ἰωάννης ὁ ἁμαρτωλὸς δὲν εὐκαιρεῖ γι᾿ αὐτά».
32. Ζοῦσε κάποτε στὴν Ἀλεξάνδρεια ἕνας μορφωμένος ἄνθρωπος ποὺ τὸν ἔλεγαν Κοσμᾶ. Ἦταν ἀξιοθαύμαστος καὶ πολὺ ἐνάρετος, μὲ ταπεινὸ φρόνημα, σπλαχνικός, ἐγκρατής, παρθένος, ἄνθρωπος τῆς ἡσυχίας, φιλόξενος, φίλος τῶν φτωχῶν. Ἐπειδὴ ἐγὼ τοῦ εἶχα μεγάλη οἰκειότητα, μιὰ φορὰ τοῦ λέω: «Κάνε ἀγάπη, πόσο χρόνο ζεῖς τὴ ζωὴ τῆς ἡσυχίας;» Ἐπειδὴ σώπαινε καὶ δὲν μοῦ ἔδινε κἂν μιὰ ἀπάντηση, πάλι τοῦ λέω: «Γιὰ χάρη τοῦ Κυρίου πές μου». Κι ἐκεῖνος, ἀφοῦ γιὰ λίγο κρατήθηκε, μοῦ λέει: «Ἔχω τριάντα τρία χρόνια». Πάλι τοῦ λέω: «Κάνε τέλεια τὴν ἀγάπη, γιατὶ ξέρεις πολὺ καλὰ ὅτι γιὰ ὠφέλεια τῆς ψυχῆς σὲ ρωτῶ, πές μου, τόσο μεγάλο χρονικὸ διάστημα τῆς ἡσυχαστικῆς σου ζωῆς τί κατόρθωσες;» Ἐκεῖνος, ἀφοῦ ἀναστέναξε ἀπὸ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς, μοῦ λέει: «Ἕνας ἄνθρωπος κοσμικὸς τί μπορεῖ νὰ κατορθώσει καὶ μάλιστα τὴ στιγμὴ ποὺ κάθεται στὸ σπίτι του;» Ὅμως ἐγὼ τὸν παρακαλοῦσα: «Για χάρη τοῦ Κυρίου πές μου καὶ ὠφέλησέ με». Καὶ ἐπειδὴ τὸν πίεσα πολύ, εἶπε: «Συγχώρεσέ με, αὐτὰ τὰ τρία ξέρω ὅτι κατόρθωσα: νὰ μὴ γελῶ, νὰ μὴν ὁρκίζομαι καὶ νὰ μὴ λέω ψέματα». Ἐγὼ ὅταν τ᾿ ἄκουσα, δόξασα τὸν Θεό».
36. Εἶπε ὁ ἀββᾶς Ἡσαΐας στὸν ἀββᾶ Μακάριο: «Πές μου ἕναν λόγο». Καὶ ὁ Γέροντας τοῦ λέει: «Νὰ ἀποφεύγεις τοὺς ἀνθρώπους». Τὸν ρωτάει ὁ ἀββᾶς Ἡσαΐας: «Τί σημαίνει νὰ ἀποφεύγει κανεὶς τοὺς ἀνθρώπους;» Καὶ ὁ Γέροντας τοῦ ἀπαντᾶ: «Σημαίνει νὰ καθίσεις στὸ κελί σου καὶ νὰ κλάψεις τὶς ἁμαρτίες σου».
38. Ἕνας ἀδελφὸς ἐπισκέφτηκε στὴ Σκήτη τὸν ἀββᾶ Μωυσῆ καὶ τοῦ ζήτησε νὰ τοῦ πεῖ κάποιον λόγο. Καὶ ὁ Γέροντας τοῦ λέει: «Πήγαινε, κάθισε στὸ κελί σου, καὶ τὸ κελί σου θὰ σοῦ τὰ διδάξει ὅλα».
45. Ὁ ἀββᾶς Ἰωσὴφ λέει στὸν ἀββᾶ Νισθερῶο: «Τί νὰ κάνω μὲ τὴ γλῶσσα μου, ποὺ δὲν μπορῶ νὰ τὴ συγκρατήσω;» Τοῦ λέει ὁ Γέροντας: «Βρίσκεις ἀνάπαυση, ἂν μιλήσεις;» «Ὄχι», τοῦ ἀπαντᾶ. Τότε λέει ὁ Γέροντας: «Ἀφοῦ δὲν ἔχεις ἀνάπαυση, γιατί μιλᾷς; Καλύτερα νὰ σιωπᾷς καί, ἂν γίνεται συζήτηση, προτιμότερο πολλὰ νὰ ἀκοῦς παρὰ νὰ λές».
60. Διηγήθηκε κάποιος ὅτι τρεῖς φιλόπονοι ἄνθρωποι, φίλοι μεταξύ τους, ἔγιναν μοναχοί. Ὁ πρῶτος διάλεξε σὰν ἔργο του νὰ εἰρηνεύει τοὺς ἀνθρώπους, ποὺ εἶχαν ἐχθρικὲς σχέσεις μεταξύ τους, σύμφωνα μὲ τὸν Εὐαγγελικὸ λόγο: «Μακάριοι οἱ εἰρηνοποιοί». Ὁ δεύτερος νὰ ἐπισκέπτεται τοὺς ἀρρώστους καὶ ὁ τρίτος ἔφυγε γιὰ νὰ ἡσυχάσει στὴν ἔρημο. Ὁ πρῶτος λοιπόν, ἂν καὶ κόπιασε γιὰ νὰ σταματήσει τὶς διαμάχες τῶν ἀνθρώπων, δὲν μπόρεσε νὰ τοὺς θεραπεύσει ὅλους καί, ἐπειδὴ ἔπεσε σὲ ἀκηδία, πῆγε σ᾿ αὐτὸν ποὺ ὑπηρετοῦσε τοὺς ἀρρώστους καὶ τὸν βρῆκε κι αὐτὸν νὰ παραμελεῖ τὸ ἔργο του, καθὼς δὲν ἐπαρκοῦσε νὰ ἐφαρμόσει πλήρως τὴν ἐντολή. Συμφώνησαν λοιπὸν καὶ οἱ δυὸ καὶ πῆγαν νὰ δοῦν τὸν ἐρημίτη. Τοῦ ἐξέθεσαν τὴ θλίψη τους καὶ τὸν παρακάλεσαν νὰ τοὺς πεῖ τί κατόρθωσε αὐτός. Ἐκεῖνος, ἀφοῦ ἔμεινε ἀμίλητος γιὰ λίγο, ἔριξε κατόπιν νερὸ στὴ λεκάνη καὶ τοὺς λέει: «Προσέξτε τὸ νερό». Ἦταν βέβαια ταραγμένο. Μετὰ ἀπὸ λίγο τοὺς λέει πάλι: «Προσέξτε καὶ τώρα πῶς ἔγινε τὸ νερό». Καὶ μόλις πρόσεξαν τὸ νερό, βλέπουν σὰν σὲ καθρέπτη τὰ πρόσωπά τους. Τοὺς λέει λοιπὸν τότε: «Έτσι εἶναι κι αὐτὸς ποὺ ζεῖ ἀνάμεσα σὲ ἀνθρώπους. Ἐξαιτίας τῆς ταραχῆς δὲν βλέπει τὰ σφάλματά του. Ὅταν ὅμως ἡσυχάσει καὶ προπαντὸς στὴν ἔρημο, τότε βλέπει τὰ ἐλαττώματα τοῦ ἑαυτοῦ του».
62. Εἶπε ἕνας Γέροντας: «Ὅπως ἀκριβῶς σ᾿ ἕναν δρόμο, ὅπου πηγαινοέρχονται πολλοὶ πεζοί, ποτὲ δὲν φυτρώνει χορτάρι οὔτε κι ἂν τὸ σπείρεις, γιατὶ πατιέται τὸ χῶμα, ἔτσι συμβαίνει καὶ μὲ μᾶς. Παραιτήσου ἀπὸ κάθε φροντίδα καὶ θὰ δεῖς νὰ φυτρώνουν αὐτά, ποὺ δὲν γνώριζες, ὅτι βρίσκονταν μέσα σου, ἐπειδὴ πάνω σ᾿ αὐτὰ περπατοῦσες». 65. Ἕνας Γέροντας εἶπε: «Ἐκεῖνος ποὺ ἁμάρτησε στὸν Θεό, ὀφείλει νὰ ξεκόψει τὸν ἑαυτό του ἀπὸ κάθε ἀνθρώπινη ἀγάπη, ἕως ὅτου πληροφορηθεῖ ὅτι ὁ Θεὸς ἔγινε φίλος του. Γιατὶ ἡ ἀγάπη τῶν ἀνθρώπων μᾶς ἐμποδίζει ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ».
|