ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ |
|
ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ ΓΕΡΟΝΤΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ Η ΑΓΑΠΗ Η ΜΕΓΑΛΗ |
Η αγάπη η μεγάλη
Κάποτε δυὸ ἀδελφοὶ
μιᾶς Σκήτης κατέβηκαν στὴν Ἀλεξάνδρεια γιὰ νὰ διαθέσουν τὰ ἐργόχειρά
τους.
Ὁ ἄλλος ἀδελφός, ποὺ ἦταν
ἁγνὸς νέος, ταράχθηκε στὸ ἄκουσμα τῆς ἁμαρτίας, στὴν ὁποία εἶχε πέσει ὁ
ἀδελφός του. Δὲν τὸ ἔδειξε ὅμως, καὶ μάλιστα ἔκανε κάτι πάρα πολὺ μεγάλο.
– Ἂς πᾶμε τώρα, ἔτσι κι
ἀλλιῶς κι ἐγὼ ἔπεσα, κι ἐσὺ ἔπεσες, ἂς πᾶμε πίσω, ἂς κοπιάσουμε καὶ οἱ δυὸ
μαζὶ καὶ ὁ φιλάνθρωπος Θεός, ὅπως εἶναι καὶ ἀγαθὸς καὶ οἰκτίρμων καὶ ἐλεήμων,
θὰ δῆ τὴ μετάνοιά μας καὶ θὰ μᾶς συγχωρήση.
Πείσθηκε ὁ ἄλλος. Ἀφοῦ κι
ὁ ἀδελφὸς ἔπεσε, ἔ, σκέφθηκε, θὰ εἴμαστε οἱ δυὸ μας. Μιὰ νὐκτα, ὅπως προσευχόταν ἕνας ἀπὸ τοὺς πιὸ μεγάλους Γέροντες, ἔξω στὴν ἔρημο, ἄκουσε φωνὴ ἐξ οὐρανοῦ νὰ λέγη τὰ ἑξῆς: – Γιὰ τὴ μεγάλη ἀγάπη καὶ τὴ θυσία τοῦ ἀθώου, συγχωρῶ καὶ τὸν ἔνοχο! Ὕστερα ἀπὸ τὴν διαβεβαίωσι αὐτή, οἱ πατέρες ἔλυσαν καὶ τοὺς δύο ἀπὸ τὸ ἐπιτίμιο, χωρὶς νὰ μάθουν ποτὲ ποιὸς ἦταν ὁ πραγματικὸς ἔνοχος.
|