ΓΛΩΣΣΑΡΙΟ
|
|
A |
άβατο:
Αδιάβατο, απάτητο. Τόπος ιερός όπου απαγορεύεται η είσοδος.
|
Άγια των Αγίων:
Τα άγια των αγίων
ήταν το ιερό, της Σκηνής του Μαρτυρίου στην έρημο και αργότερα του ναού που
έκτισε ο Σολομών, μετά την εγκατάσταση των Ισραηλιτών στην Παλαιστίνη. Ήταν
άβατο για το λαό και τους ιερείς, οι οποίοι εισερχόταν μόνο στα Άγια, δηλαδή
στο τμήμα του ναού μπροστά από τα Άγια των Αγίων, όπου βρισκόταν η λυχνία, η
τράπεζα και οι άρτοι της προθέσεως. Στα Άγια των Αγίων έμπαινε μόνο ο
αρχιερέας μία φορά το χρόνο.
Εκεί
υπήρχε το χρυσό θυμιατήριο, δύο ομοιώματα των Χερουβίμ και η Κιβωτός της
Διαθήκης. Η κιβωτός ήταν ένα κιβώτιο από ξύλα, που δεν σάπιζαν, με επένδυση
χρυσού μέσα και έξω. Μέσα στην κιβωτό βρισκόταν μία χρυσή στάμνα με μάννα, η
ράβδος του Ααρών που βλάστησε και οι πλάκες του νόμου. Όλα αυτά ήταν ιερά
αντικείμενα που θύμιζαν στους Ισραηλίτες το Θεό και την πρόνοια του και το
ενδιαφέρον του γι’ αυτούς διά μέσου των αιώνων, αλλά συγχρόνως θύμιζαν και
πόσο αχάριστοι, ανόσιοι, γογγυστές και ασεβείς υπήρξαν οι πρόγονοί τους.
Έτσι η παρουσία αυτών τους προέτρεπε σε ευγνωμοσύνη και δοξολογία του Θεού,
αλλά και τους υπενθύμιζε και τους εφιστούσε την προσοχή στο να μη
επαναλάβουν τα λάθη και τις αμαρτίες τους.
|
Αειπάρθενος:
Η Θεοτόκος παρέμεινε Παρθένος και μετά τη γέννηση
του Κυρίου.
|
άζυμος άρτος:
Ψωμί
χωρίς ζύμη. Είναι το ψωμί που παρασκευάζεται χωρίς προζύμι, παρά μόνο με νερό κι αλεύρι.
|
αίρεση:
Αίρεση (από το αιρούμαι
= προτιμώ, επιλέγω). Στην
εκκλησιαστική γλώσσα, ονομάζεται η επιλογή, είτε από
ένα είτε από περισσότερα μέλη της Εκκλησίας, ενός μέρους από
το σύνολο της
εκκλησιαστικής διδασκαλίας και η εμμονή
σε αυτό. Με αυτήν την επιλογή οι αιρετικοί απομακρύνθηκαν από
τη δογματική διδασκαλία και την
πίστη της Εκκλησίας.
Οι αιρέσεις τάραξαν
την ιστορία της Εκκλησίας και τις
συνειδήσεις των πιστών και απείλησαν την ενότητά της.
|
αμέθυστος:
Ο αμέθυστος είναι ιώδης (χρώματος βιολετί ή μοβ)
παραλλαγή του ορυκτού χαλαζία και χρησιμοποιείται για διακοσμητικούς σκοπούς
ως πολύτιμος λίθος. Το όνομά του προέρχεται από το στερητικό «α» και το ρήμα
«μεθύω» (μεθώ), καθώς στην αρχαιότητα πίστευαν ότι το πετράδι αυτό
προστάτευε τον κάτοχό του από το μεθύσι. Οι αρχαίοι Έλληνες και Ρωμαίοι
έφεραν κοσμήματα με αμέθυστο και έπιναν από σκεύη (ποτήρια, κύλικες, κλπ.)
διακοσμημένα με αμέθυστο, πιστεύοντας ότι δεν θα μεθούσαν.
|
αμόλυντος:
Αυτός που δεν έχει μολυνθεί, που διατήρησε την ηθική του καθαρότητα.
|
ανάγνωσμα:
Απόσπασμα κειμένου της Αγίας Γραφής, που διαβάζεται
στη Θεία Λειτουργία ή στις Ακολουθίες.
|
ανάκλιντρο:
Μακρόστενο
κάθισμα με ράχη, όπου μπορεί κάποιος να ξαπλώσει. Στα συμπόσια, κατά την
αρχαιότητα, οι συνδαιτυμόνες ήταν ξαπλωμένοι σε ανάκλιντρα.
|
ανακομιδή:
Η μεταφορά οστών ενός
νεκρού σε άλλον τόπο.
|
ανάληψη:
Ανάληψη είναι η
άνοδος στους ουρανούς.
|
ανεξιθρησκία:
Ως ανεξιθρησκία ορίζεται η αναγνώριση του δικαιώματος του
κάθε ανθρώπου είτε να πιστεύει σε όποια θρησκεία επιθυμεί
και να θρησκεύεται ελεύθερα, κατά το δόγμα του, χωρίς περιορισμούς, είτε
ακόμα και να μη πιστεύει σε καμία (αθεΐα).
|
αντισημιτισμός:
Ως αντισημιτισμός χαρακτηρίζεται
η συστηματική αντίθεση προς την Εβραϊκή
φυλή,
καθώς και η προσπάθεια περιορισμού της έκφρασής της, φθάνοντας πολύ συχνά
στην εχθρότητα, αλλά και σε προσπάθειες ακόμη μέχρι και την εξόντωσή της.
|
απόδειπνο:
Εκκλησιαστική ακολουθία που ψάλλεται μετά το δείπνο.
|
απόκρυφα:
Έτσι ονομάζονται διάφορα κείμενα από τον 2ο αιώνα και
μετά, που προέρχονται από αιρετικούς συγγραφείς. Το καθένα έχει ένα όνομα
κάποιου γνωστού προσώπου από την πρώτη Εκκλησία. Π.χ. "Κατά Θωμάν
Ευαγγέλιο", "Πράξεις Πέτρου", "Επιστολή των έντεκα Αποστόλων", "Αποκάλυψη
Παύλου»" κ.ά. Τα απόκρυφα είναι πολλά. Γράφτηκαν είτε για να καλύψουν με
φανταστικά επεισόδια τα κενά που υπάρχουν στην ιστορία του Χριστού ή των
Αποστόλων, είτε για να διαδώσουν αιρετικές ιδέες.
Η Εκκλησία για να ξεχωρίσει
τα γνήσια κείμενα των Αποστόλων από τα μη γνήσια που κυκλοφορούσαν τότε,
ξεχώρισαν τα 27 βιβλία ως τα μόνα αυθεντικά, τα οποία αποτέλεσαν την Καινή
Διαθήκη.
|
αποφθέγματα:
Γνωμικά, ρητά, σύντομα σοφά λόγια.
|
Αραμαϊκά:
Γλώσσα που
μιλούσαν οι σημιτικές φυλές της νοτιοδυτικής Ασίας και ο ισραηλιτικός λαός
κατά την εποχή του Χριστού. Ήδη από την εποχή της περσικής κυριαρχίας ήταν η
επίσημη γλώσσα του κράτους και μερικά κείμενα της Παλαιάς Διαθήκης γράφτηκαν
στα αραμαϊκά.
|
άρκευθος:
Είδος θαμνώδους αγκαθωτού κέδρου.
|
άσπιλος:
Αγνός, αμόλυντος, ακηλίδωτος, καθαρός.
|
αυλός:
Ο αυλός είναι το
αρχαιότερο πνευστό μουσικό όργανο, παρόμοιο με την φλογέρα. Στα εβραϊκά
ονομάζεται "χαλίλ". Κατασκευαζόταν από καλάμι ή κέρατο και είχε τρύπες κατά
μήκος του. Χρησιμοποιόταν σε παρελάσεις, υποδοχές και εθνικές εκδηλώσεις (Α'
Βασιλέων 1,40), σε συμπόσια (Ησαΐας 5,12) και πανηγύρια (Ησαΐας 30,29), σε
εορταστικές εκδηλώσεις (Λουκάς 7,32), σε γάμους και κηδείες (Ματθαίος
11,17). Υπήρχε και μεγαλύτερος στο σχήμα αυλός γνωστός ως "νεκαμπχίμ".
Αναφορές στη Παλαιά Διαθήκη: Γένεση 4,21. Α' Βασιλειών 10,5. Ιερεμίας 48,36.
κ.α. Στη Καινή Διαθήκη: Λουκάς 7,32. Α' Κορινθίους 14,7.
|
αυτεξούσιος:
Αυτός που είναι κύριος του εαυτού του, αυτός που
έχει περιθώρια εκλογής.
|
αχάτης:
Ο Αχάτης, είναι ο μοναδικός ημιπολύτιμος λίθος που
παρουσιάζει στη φύση τόσους πολλούς χρωματισμούς και ποιότητες. Το όνομα
του, προέρχεται από τον ποταμό Achates (σήμερα Dirillo) της Σικελίας. Τον
χρησιμοποιούσαν για κατασκευή εργαλείων πριν από 8000 χρόνια. Ήταν ο
δημοφιλέστερος λίθος στην αρχαία Ελλάδα και την Ρώμη. Τον χρωμάτιζαν και τον
χρησιμοποιούσαν για την κατασκευή διακοσμητικών αντικειμένων και την
δημιουργία γλυπτών και για την κατασκευή φυλακτών. Υπήρχαν βέβαια οι φήμες,
ότι ο αχάτης, προστάτευε από τα δηλητήρια, τις θύελλες και τις καταιγίδες.
|
άχραντος:
Αμόλυντος, καθαρός,
αγνός.
|
|