ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ

 

ΑΡΧΙΚΗ

ΠΙΣΩ

ΒΥΖΑΝΤΙΟ

 

ΕΙΚΟΝΟΜΑΧΙΑ

 

Η ΕΙΚΟΝΟΜΑΧΙΑ

 

Ένα θεολογικό λατρευτικό ζήτημα που συντάραξε τη ζωή της βυζαντινής αυτοκρατορίας ολόκληρο τον 8ο και τις αρχές του 9ου μ.Χ. αιώνα. Είναι η διαμάχη που ξέσπασε ανάμεσα σε δυο παρατάξεις: τους εικονοφίλους (οπαδούς της λατρείας των εικόνων) και τους εικονομάχους (διώκτες της λατρείας των εικόνων). Η διαμάχη ξεκίνησε από την αντίδραση εναντίον της θρησκοληψίας και των υπερβολών στη λατρεία των αγίων λειψάνων και εικόνων. Στα χρόνια αυτά έχουμε μεγάλη έξαρση του μοναχισμού. Χιλιάδες νέοι άνθρωποι κατέφυγαν στα μοναστήρια για να αποφύγουν τη στράτευση ή τις άλλες κοινωνικές υποχρεώσεις. Για να ζήσουν, πολλοί απ' αυτούς εκμεταλλεύονταν την αμάθεια του κόσμου με την πώληση λειψάνων αγίων ή χρώματος από θαυματουργές εικόνες για θεραπευτικούς σκοπούς κ.λπ.

 

 

ΤΑ ΑΙΤΙΑ ΤΗΣ ΕΙΚΟΝΟΜΑΧΙΑΣ

 

Τα αίτια της εικονομαχίας είναι κυρίως θεολογικά, αλλά έχουν και πολιτικό και κοινωνικό περιεχόμενο. Ειδικότερα:

1.  Τον 8ο μ.Χ. αιώνα εδραιώνεται στην Ανατολή το Ισλάμ, ενώ ο Χριστιανισμός δέχεται ακόμη επιρροές από τον Ιουδαϊσμό. Οι θρησκείες αυτές αρνούνται την απεικόνιση του Θεού, αλλά και όλων των θρησκευτικών προσωπικοτήτων. Οι ανεικονικές αυτές αντιλήψεις επηρέασαν πολλούς πιστούς και βρήκαν γόνιμο έδαφος σε αιρετικές κοινότητες, όπως των Νεστοριανών και των Παυλικιανών. Γενικότερα, στην Μικρά Ασία υπήρχε μια τάση απόρριψης των εικόνων.

2.  Το ανεικονικό πνεύμα του Ισλαμισμού και οι αντιλήψεις της Ανατολής επηρέασαν τη δυναστεία των Ισαύρων που καταγόταν από τη Συρία. Ο Λέων Γ' ο Ίσαυρος και ο γιος του Κωνσταντίνος ο Ε', όταν έγιναν αυτοκράτορες, προσπάθησαν να επιβάλλουν στους πιστούς τις εικονομαχικές τους απόψεις.

3. Η επιθυμία των Ισαύρων να περιορίσουν την επιρροή των μοναχών.

4. Η λανθασμένη ιδέα που είχαν οι εικονομάχοι ότι οι επιτυχίες των εχθρών του Βυζαντίου, προέρχονταν από τη δίκαιη οργή του Θεού για ότι συνέβαινε στο χώρο της λατρείας.

5.  Στη διένεξη αυτή συνέβαλαν πολλοί αφελείς και χωρίς θεολογική παιδεία μοναχοί και λαϊκοί, που προέρχονταν από τα ευρύτερα λαϊκά στρώματα της κοινωνίας. Με τις υπερβολές και τις δεισιδαιμονίες τους σχετικά με τις εικόνες διαμόρφωσαν ένα κλίμα εικονολατρίας με ειδωλολατρικές εκδηλώσεις. Κατέληξαν να λατρεύουν το ξύλο, το χρώμα και το υλικό της εικόνας, τα οποία θεωρούσαν φορείς της θείας χάριτος και μέσον αγιασμού των πιστών.

6.  Οι αντιλήψεις αυτές, αλλά και η δυσαρέσκεια για την αυστηρή οικονομική και κοινωνική πολιτική των Ισαύρων οδήγησε τις λαϊκές και οικονομικά ασθενείς κοινωνικές ομάδες με αφορμή τις εικονομαχικές θέσεις αυτής της δυναστείας, να αντιδράσουν δυναμικά στις μεταρρυθμίσεις τους.

 

ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΤΗΣ ΕΙΚΟΝΟΜΑΧΙΑΣ

 

Στη διάρκεια των αιώνων η λατρεία των ιερών εικόνων διαδόθηκε ευρέως στο Βυζαντινό κράτος, ιδίως στην μετά τον Ιουστινιανό A', και αποτέλεσε σημαντική έκφανση της ευσέβειας των Βυζαντινών. Από την άλλη μεριά, δεν έλειψαν και μέσα στην ίδια την Εκκλησία εικονομαχικές τάσεις, ιδιαίτερα ισχυρές στις ανατολικές επαρχίες της αυτοκρατορίας, όπου υπήρχαν σημαντικά υπολείμματα των Μονοφυσιτών και κέρδιζε συνεχώς έδαφος ο Παυλικιανισμός, αίρεση εχθρική προς κάθε μορφή εκκλησιαστικής λατρείας. Επίσης, η επαφή με τον αραβικό κόσμο και οι ιδέες που εκπορεύοταν απ’ αυτόν επί του θέματος επιτάχυναν τις εξελίξεις.

Τον 8ο αιώνα άρχισε να συζητείται έντονα το θεολογικό ερώτημα αν είναι σύμφωνη με τις παραδόσεις της Ορθοδοξίας η λατρεία των εικόνων. Είναι αλήθεια ότι με την πάροδο του χρόνου δεισιδαίμονες προλήψεις συνδέθηκαν με την προσκύνηση των εικόνων. Πιστοί των λαϊκότερων κυρίως στρωμάτων και μοναχοί αφελείς και απαίδευτοι απέδιδαν ολοένα και μεγαλύτερη σημασία στην προστατευτική δύναμη όχι πια του εικονιζόμενου προσώπου, αλλά του ίδιου του αντικειμένου, της φορητής εικόνας, τελώντας παράλογες πράξεις, που θύμιζαν ειδωλολατρία. Έτσι κατά τη βάπτιση έφερναν την εικόνα στη θέση του αναδόχου, έπαιρναν από το χρώμα της ξύσμα, το όποιο αναμίγνυαν στη θεία μετάληψη ή το μεταχειρίζονταν για θεραπευτικούς σκοπούς.

Ο Λέων, ο οποίος καταγόταν από την Συρία και ο γιος του Κωνσταντίνος Ε’ είχαν επηρεαστεί από τις ανεικονικές (αντίθετες στη λατρεία των εικόνων) αντιλήψεις της ιουδαϊκής και της ισλαμικής θρησκείας και για αυτό απέρριπταν τη λατρεία των εικόνων ως εκδήλωση ειδωλολατρική.

Οι ανεικονικές αντιλήψεις ήταν πολύ διαδεδομένες στους αγρότες της γειτονικής με το Ισλάμ Μικράς Ασίας. Οι Ίσαυροι είχαν κάθε λόγο να ευνοήσουν τους πληθυσμούς αυτούς, από τους οποίους επανδρώνονταν οι θεματικοί στρατοί και σήκωναν το κύριο βάρος της άμυνας κατά των Αράβων. Έκανε λοιπόν την εμφάνισή της μια εικονομαχική κίνηση στη Μικρά Ασία, όπου σχηματίσθηκε ένα ισχυρό κόμμα με επικεφαλής ανώτερους εκκλησιαστικούς αξιωματούχους της περιοχής, όπως ήταν ο μητροπολίτης Κλαυδιουπόλεως Θωμάς και ο επίσκοπος Νακωλείας Κωνσταντίνος, ο πραγματικός πνευματικός υποκινητής της βυζαντινής εικονομαχίας, τον όποιο οι ορθόδοξοι Βυζαντινοί ονόμασαν "αιρεσιάρχη".

 

 

ΟΙ ΦΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΙΚΟΝΟΜΑΧΙΑΣ

 

Η εικονομαχία αρχίζει ουσιαστικά το 726 μ.Χ. και τελειώνει το 843 μ.Χ. Παρουσιάζει δυο φάσεις: α' φάση 726 - 787 μ.Χ. και β' φάση 815 - 843 μ.Χ.

 

Α' φάση (726 - 787 μ.Χ.)

 

Περίοδος Λέοντος Γ': Η α' φάση ξεκίνησε με την εχθρική στάση του Λέοντος του Γ’ εναντίον της λατρείας των εικόνων το 726, έπειτα από παρότρυνση των εικονομάχων επισκόπων της Μικράς Ασίας. Αφορμή στάθηκε ένας ισχυρός καταστροφικός σεισμός που έγινε την ίδια χρονιά και είχε επίκεντρο τον θαλάσσιο χώρο μεταξύ Θήρας και Θηρασιάς. Ο σεισμός ερμηνεύτηκε ως εκδήλωση της θείας οργής εναντίον της λατρείας των εικόνων. Ο Λέων διέταξε έναν αξιωματικό του να απομακρύνει την εικόνα του Χριστού, που ήταν αναρτημένη στη Χαλκή πύλη των ανακτόρων, και να αναρτήσει στη θέση της τον «τρισόλβιο τύπο του σταυρού» καθώς και εγχάρακτο εξάστιχο επίγραμμα. Προκλήθηκε έκρηξη της λαϊκής οργής και το εξαγριωμένο πλήθος σκότωσε τον αυτοκρατορικό απεσταλμένο επί τόπου.

 

Σοβαρότερη ήταν η αντίδραση που προκλήθηκε στον ελλαδικό χώρο, εξαιτίας της εικονομαχικής συμπεριφοράς του αυτοκράτορα. Ο διοικητής του θέματος των Ελλαδικών Αγαλλιανός, που ανακήρυξε αυτοκράτορα κάποιον Κοσμά, με το στόλο του Ελλαδικού θέματος καθώς και των Κυκλάδων εκστράτευσε εναντίον της Κωνσταντινούπολης. Εκδηλώθηκε έτσι από την αρχή η εικονόφιλη διάθεση των ευρωπαϊκών επαρχιών της αυτοκρατορίας, που διήρκεσε καθ’ όλη τη διάρκεια της Εικονομαχίας. Στις 18 Απριλίου 727 μ.Χ. τα ελλαδικά πλοία κατέπλευσαν μπροστά στη Βασιλεύουσα, όπου όμως η χρήση του υγρού πυρός έδωσε την άνετη νίκη στον αυτοκράτορα. Κάηκαν πολλά ελλαδικά και κυκλαδικά σκάφη και πολλοί άνδρες τους πνίγηκαν. Ο Αγαλλιανός έπεσε στη θάλασσα και πνίγηκε. Ο αυτοκράτορας πέτυχε βέβαια να καταστείλει γρήγορα την επανάσταση, όμως η εξέγερση μιας ολόκληρης επαρχίας ήταν μια πρώτη σοβαρή προειδοποίηση.

 

Η εικονομαχική πολιτική του Λέοντος Γ' προσέκρουσε στο κοινό αίσθημα, ιδίως του λαού της πρωτεύουσας και του πληθυσμού των ευρωπαϊκών επαρχιών. Για να ενισχύσει τη θέση του ο Λέων επιδίωξε να κερδίσει τη συμπαράσταση του πάπα της Ρώμης και του πατριάρχη της Κωνσταντινουπόλεως. Ο γέρος όμως πατριάρχης Γερμανός Α' (715-730 μ.Χ.) τήρησε απ’ την αρχή άκαμπτη στάση, ενώ εικονόφιλες διαθέσεις είχε και το μεγαλύτερο μέρος του κλήρου καθώς και ο πάπας Γρηγόριος Β', με τον οποίο αλληλογράφησε ο αυτοκράτορας. Αν και ο πάπας απέρριψε τις εικονομαχικές αντιλήψεις του Λέοντος, απέφυγε καταρχάς να έρθει σε ρήξη με το Βυζάντιο, την προστασία του οποίου χρειαζόταν για να αποτρέπει τον κίνδυνο από τους Λογγοβάρδους.

 

Τότε ο Λέων αποφάσισε να συγκαλέσει μια ευρεία σύσκεψη στις 7 Ιανουαρίου 730, για να απαλύνει τη δυσάρεστη εντύπωση που θα προκαλούσε η επιμονή της κοσμικής εξουσίας να επιβάλει στην Εκκλησία τις προσωπικές του απόψεις. Έπειτα από βασιλική πρόσκληση έλαβαν μέρος σ’ αυτό κρατικοί λειτουργοί, αυλικοί και ο πατριάρχης με τους συνοδικούς. Ο πατριάρχης Γερμανός αντιτάχθηκε με σθένος και αξίωσε τη σύγκληση οικουμενικής συνόδου, η οποία θα ενέκρινε τη δογματική καινοτομία.

Μετά απ’ αυτό ο πατριάρχης Γερμανός που αντέδρασε εκθρονίστηκε και τη θέση του την πήρε ο σύγκελλος Αναστάσιος που ενέκρινε τα μέτρα του αυτοκράτορα, στις 22 Ιανουαρίου 730 μ.Χ.. Ενισχυμένος από τη σύσκεψη ο Λέων καθιέρωσε τον διωγμό των εικόνων ως επίσημο δόγμα του Κράτους και της Εκκλησίας, και τότε (730) εξέδωσε το πρώτο διάταγμα, με το οποίο οριζόταν η καταστροφή των εικόνων και η δίωξη των εικονόφιλων.

Τότε έχουμε και τις πρώτες καταστροφές εικόνων. Το πλήθος του λαού αντέδρασε βίαια (φόνος αυτοκρατορικών υπαλλήλων που προσπάθησαν να καταστρέψουν εικόνες). Πέρα όμως από την αντίδραση του πλήθους έχουμε την αντίδραση της επίσημης Εκκλησίας, του πάπα και των ευρωπαϊκών επαρχιών της αυτοκρατορίας. Παρ' όλα αυτά, πολλοί μοναχοί και άλλοι εκκλησιαστικοί άντρες, φανερά ή κρυφά, συνέχισαν να αντιδρούν. Οι πάπες της Ρώμης Γρηγόριος Β' και Γ' είχαν μεγαλύτερη ευχέρεια κινήσεων, γιατί βρίσκονταν σχεδόν έξω από τον έλεγχο του αυτοκράτορα. Έτσι, το 731 μ.Χ., σε μια σύνοδο στη Ρώμη, αφορίστηκαν οι εικονομάχοι. Η αντίδραση του αυτοκράτορα ήταν βίαιη  καθώς έριξε τους απεσταλμένους του Γρηγορίου Γ' στη φυλακή. Αφαιρέθηκαν από την εκκλησιαστική δικαιοδοσία του πάπα οι Εκκλησίες της Καλαβρίας, της Σικελίας και ολόκληρου του Ιλλυρικού. Συνέπεια αυτών των ενεργειών ήταν να πάψει πια η Ρωμαϊκή Εκκλησία να στηρίζεται στην Κωνσταντινούπολη και να στραφεί σε νέα στηρίγματα (Φράγκοι 754 κ.λπ.).

 

Τις εικονοφιλικές απόψεις υπερασπίστηκε θεωρητικά ένας απ’ τους μεγαλύτερους θεολόγους της εποχής του, ο Ιωάννης Δαμασκηνός, που κατείχε ανώτερο αξίωμα στην αυλή του χαλίφη της Δαμασκού και που αργότερα περιβλήθηκε το μοναχικό ράσο στη Μονή αγίου Σάββα στα Ιεροσόλυμα. Οι τρεις "Περί εικόνων" λόγοι του αποτελούν το γνωστότερο, το αρτιότερο έργο του Δαμασκηνού. Ο Ιωάννης απέκρουσε την κατηγορία ότι η λατρεία των εικόνων αποτελεί ανανέωση της εθνικής ειδωλολατρίας και ανέπτυξε μια διδασκαλία, σύμφωνα με την οποία η εικόνα είναι σύμβολο και μέσο και την εικόνιση του Χριστού συνδύασε ο Ιωάννης με το δόγμα της ενσαρκώσεως και με τον τρόπο αυτό συνέδεσε το ζήτημα των εικόνων με τη διδασκαλία περί σωτηρίας. Το θεολογικό σύστημα τού Δαμασκηνού καθόρισε αποφασιστικά όλη τη μετέπειτα εξέλιξη της διδασκαλίας των εικονόφιλων.

 

Στην α' φάση της εικονομαχίας διακρίθηκε ως υπέρμαχος των εικόνων ένας σοφός δογματικός πατέρας, ο Ιωάννης Δαμασκηνός με τους λόγους του "Υπέρ των αγίων εικόνων". Αυτή η θλιβερή περίοδος, που έφερε το διχασμό στο κράτος και μεγάλες καταστροφές στους καλλιτεχνικούς θησαυρούς, τελείωσε το 787 μ.Χ. την εποχή της Ειρήνης της Αθηναίας, γυναίκας του γιου του Κωνσταντίνου Λέοντα Δ' και επιτρόπου του ανήλικου αυτοκράτορα Κωνσταντίνου ΣΤ'. Με την Ζ' Οικουμενική σύνοδο που συγκλήθηκε στη Νίκαια (787 μ.Χ.) αποφασίστηκε η αποκατάσταση των εικόνων, αλλά με τη διευκρίνηση ότι η λατρεία τους δεν αφορά το ξύλο και τα χρώματα αλλά τα πρόσωπα που εικονίζονται.

 

Περίοδος Κωνσταντίνου Ε': Η κατάσταση χειροτέρεψε την εποχή του Κωνσταντίνου Ε' (741-775) που διαδέχτηκε το Λέοντα Γ'. Η καταδίωξη των εικονοφίλων πήρε συστηματικό χαρακτήρα. Οι εικόνες κάηκαν ή καταστράφηκαν και οι οπαδοί τους φυλακίστηκαν, εξορίστηκαν, κακοποιήθηκαν, ακρωτηριάστηκαν ή θανατώθηκαν . Πολλοί από αυτούς βρήκαν καταφύγιο έξω από τα σύνορα του κράτους, στους Άραβες και στη Δύση. Για να έχει και δογματική κάλυψη για τις ενέργειές του, ο Κωνσταντίνος συγκάλεσε στο παλάτι της Ιέρειας (κοντά στην Κωνσταντινούπολη) μια σύνοδο το 754 που καταδίκασε επίσημα πλέον τη λατρεία των εικόνων.

 

Στο προσκήνιο βρέθηκε ο Αρτάβασδος, που ως στρατηγός του θέματος των Ανατολικών είχε βοηθήσει παλαιότερα τον Λέοντα να καταλάβει το θρόνο και είχε λάβει ως ένδειξη ευχαριστίας την κόρη του για σύζυγο, είχε τιμηθεί με τον τίτλο του κουροπαλάτη και είχε διορισθεί κόμης του θέματος Οψικίου. Ο Αρτάβασδος εμφανίστηκε ως οπαδός των εικονόφιλων και λόγω της θέσης του ως διοικητή των στρατευμάτων του μεγαλύτερου και σπουδαιότερου θέματος αποτόλμησε το σφετερισμό του θρόνου.

Τον Ιούνιο του 742 ο Κωνσταντίνος εκστράτευσε εναντίον των Αράβων, και περνώντας με το στρατό του από το θέμα (επαρχία) του Οψικίου δέχτηκε επίθεση από τον Αρτάβασδο και ηττήθηκε. Ο τελευταίος ανακηρύχτηκε αυτοκράτορας μετά από διαπραγματεύσεις με τον Θεοφάνη Μονώτη που ο Κωνσταντίνος είχε διορίσει αντιβασιλέα στην Κωνσταντινούπολη. Ο Αρτάβασδος εισήλθε με το στρατό του στην Κωνσταντινούπολη και δέχτηκε το στέμμα από τον Πατριάρχη Αναστάσιο υπό τις επευφημίες του λαού και πολλών ανώτερων αξιωματούχων, γεγονός που δείχνει ότι η εικονομαχική πολιτική δεν είχε υιοθετηθεί τελείως ούτε από τους πιο στενούς συνεργάτες του αυτοκράτορα. Οι ιερές εικόνες αποκαταστάθηκαν πάλι στην Κωνσταντινούπολη και η περίοδος της εικονομαχίας φάνηκε ότι έκλεισε.

 

Το Μάιο όμως του 743 ο Κωνσταντίνος με τη βοήθεια εικονομαχικών στρατευμάτων νίκησε τους αντιπάλους του στις Σάρδεις και στις 2 Νοεμβρίου εισήλθε στην Κωνσταντινούπολη, για να πάρει αμέσως άγρια εκδίκηση από τους αντιπάλους του. Ο Αρτάβασδος και οι δυο γιοι του, που ήταν και ανιψιοί του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου, τυφλώθηκαν στον Ιππόδρομο ύστερα από δημόσιο εξευτελισμό. Οι συνεργάτες τους είτε εκτελέσθηκαν είτε ακρωτηριάστηκαν με τύφλωση ή κόψιμο των χεριών και των ποδιών. Ο πατριάρχης Αναστάσιος σύρθηκε στον Ιππόδρομο πάνω σε γαϊδούρι, όμως ύστερα από τον εξευτελισμό αυτό του επιτράπηκε να παραμείνει στο θρόνο του, γεγονός που αποσκοπούσε οπωσδήποτε στη δυσφήμηση του ανώτατου εκκλησιαστικού αξιώματος. Έτσι τελείωσε η βασιλεία του Αρτάβασδου, που είχε κρατήσει το στέμμα δεκαέξι ολόκληρους μήνες και που μάλιστα είχε αναγνωρισθεί ως αυτοκράτορας κι από τη Ρώμη.

Μετά την οριστική του επικράτηση, ο Κωνσταντίνος απέβλεπε στη σύγκληση εκκλησιαστικής συνόδου που θα επικύρωνε τις εικονομαχικές αντιλήψεις του. Τοποθέτησε λοιπόν στην ανώτερη εκκλησιαστική ιεραρχία πρόσωπα με εικονομαχικές απόψεις και ταυτόχρονα ο ίδιος επιδόθηκε σε συγγραφική δραστηριότητα σε θεολογικά ζητήματα, συγγράφοντας περίπου δεκατρείς πραγματείες. Οι δύο, ίσως οι σπουδαιότερες, διασώθηκαν σε αποσπάσματα.

 

Από τις 10 Φεβρουαρίου 754 ως τις 8 Αυγούστου του ίδιου χρόνου στο ανάκτορο της Ιέρειεας στη μικρασιατική ακτή του Βοσπόρου συγκλήθηκε σύνοδος με συμμετοχή 338 επισκόπων, που χωρίς εξαίρεση, υποστήριξαν την εικονομαχική διδασκαλία, άλλα χωρίς την παρουσία εκπροσώπων των θρόνων Ρώμης, Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων. Οι εικονόφιλοι ονόμασαν τη σύνοδο ειρωνικά "ακέφαλη σύνοδο", αλλά αυτό δεν εμπόδισε τα μέλη της να διεκδικήσουν το κύρος οικουμενικής συνόδου.

Από τη σύνοδο επιβλήθηκε η ολοσχερής καταστροφή των εικόνων, αναθεματίστηκαν οι οπαδοί της εικονόφιλης παράταξης, όπως ήταν ο πατριάρχης Γερμανός, ο Ιωάννης Δαμασκηνός και άλλοι, ενώ εξυμνούνταν ο αυτοκράτορας ως Ισαπόστολος.

Στις 29 Αυγούστου δημοσιεύθηκαν στην αγορά της Κωνσταντινουπόλεως οι αποφάσεις της συνόδου και άρχισαν να καταστρέφουν τις ιερές εικόνες, αντικαθιστώντας τες με διακοσμητικές παραστάσεις με ζώα και φυτά ή εικόνες του αυτοκράτορα και σκηνές από ιπποδρομίες, πολέμους και κυνήγια.

Από την άλλη οι εικονόφιλοι συσπειρώθηκαν γύρω από μοναχούς, όπως τον Στέφανο το Νέο, ηγούμενο της μονής στο όρος Αυξέντιο, κι άρχισε ένας άγριος αγώνας μεταξύ των δύο πλευρών, που έφτασε στο απόγειό του στη δεκαετία του 760. Το Νοέμβριο του 767 ο Στέφανος κατακρεουργήθηκε στους δρόμους της Κωνσταντινουπόλεως από τον εξαγριωμένο όχλο, κάτι που αναβίωσε την παράδοση των μαρτύρων της εποχής των διωγμών. Η αντίσταση όμως κατά των ενεργειών του Κωνσταντίνου εξακολουθούσε αμείωτη, κι αυτό φαίνεται από την απόφαση του αυτοκράτορα να εκτελέσει δεκαεννέα ανώτερους αξιωματούχους, πολιτικούς και στρατιωτικούς.

Στο επίκεντρο των διωγμών βρέθηκαν τα μοναστήρια και οι μοναχοί. Ονομαστές μονές, όπως του Δαλμάτου, μετατράπηκαν σε στρατώνες ή δημόσιους καταυλισμούς, άλλες ερειπώθηκαν και οι περιουσία τους περιήλθε στο κράτος. Οι μοναχοί υπέστησαν εξευτελισμούς, κακώσεις, εξορίες. Σε πολλές περιπτώσεις διαπομπεύτηκαν, όπως όταν υποχρεώθηκαν να παρελάσουν στον κατάμεστο Ιππόδρομο στην Κωνσταντινούπολη κρατώντας από το χέρι ο καθένας μια μοναχή, καθώς υβρίζονταν από τους θεατές στις κερκίδες.

Ως ο πλέον ανηλεής διώκτης των μοναχών αναδείχτηκε ο στρατηγός του θέματος των Θρακησίων Μιχαήλ Λαχανοδράκων. Ο Μιχαήλ πουλούσε τις περιουσίες των μοναστηριών, έριχνε τα ιερά τους βιβλία στην πυρά και τιμωρούσε ανελέητα τους μοναχούς που είχαν και προσκυνούσαν άγια λείψανα τυφλώνοντάς τους και σκοτώνοντάς τους… Για τις υπηρεσίες του αυτές ο Κωνσταντίνος τον ευχαρίστησε με προσωπική ευχαριστήρια επιστολή. Ο διωγμός που εξαπέλυσε ο Κωνσταντίνος ξεπέρασε ακόμη και τις αποφάσεις της εικονομαχικής συνόδου του 754. Κι όχι μόνο στράφηκε εναντίον της προσκύνησης των εικόνων και των λειψάνων των αγίων, αλλά απαγόρευσε και τη λατρεία των αγίων και της Θεοτόκου.

Έτσι λοιπόν οι μοναχοί αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τη Βυζαντινή αυτοκρατορία και να καταφύγουν στην εικονόφιλη Νότια Ιταλία και Σικελία, μεταλαμπαδεύοντας τα ελληνικά γράμματα, ενισχύοντας τον ελληνόφωνο πληθυσμό και δημιουργώντας νέες πνευματικές και καλλιτεχνικές εστίες.

 

Φραγμό στις εικονομαχικές αυτές διώξεις έβαλε ο θάνατος του Κωνσταντίνου του Ε’ στις 14 Σεπτεμβρίου του 775. Η πολιτική του εναντίον των εικονολατρών είχε ξεπεράσει κατά πολύ τις αποφάσεις της συνόδου της Ιέρειας. Ως εκ τούτου τα προσωνύμια "Κοπρώνυμος" και "Καβαλλίνος" που του προσήψαν οι αντίπαλοί του ήταν μόνο η αρχή της αντίδρασης, που έφτασε μέχρι του σημείου να απομακρυνθεί το νεκρό σώμα του αυτοκράτορα από την εκκλησία των Αγίων Αποστόλων, όπου βρίσκονταν οι τάφοι των Βυζαντινών ηγεμόνων. Ωστόσο δε λησμονήθηκαν οι πολεμικές επιτυχίες και τα ηρωικά του κατορθώματα. Όταν στις αρχές του 9ου αιώνα το Βυζάντιο δοκιμαζόταν από την πίεση των Βουλγάρων, ο λαός συγκεντρώθηκε στον τάφο του Κωνσταντίνου Ε' και ικέτευε το νεκρό αυτοκράτορα να αναστηθεί, για να σώσει την αυτοκρατορία από την ταπείνωση.

 

Περίοδος Λέοντος Δ': Μεταβατική περίοδο από την έξαρση της εικονομαχικής πολιτικής επί Κωνσταντίνου του Ε’ στην αναστήλωση των εικόνων επί Ειρήνης της Αθηναίας αποτελεί η περίοδος της βασιλείας του Λέοντος Δ’, γιου του Κωνσταντίνου Ε’. Ο Λέων, φύσει μετριοπαθής φυσιογνωμία, εγκατέλειψε την αντιμοναστική πολιτική του πατέρα του, αν και οι εικονομαχικές διώξεις συνεχίστηκαν, με πολύ μικρότερη ένταση και σε πολύ περιορισμένη έκταση.

 

Περίοδος Ειρήνης της Αθηναίας: Ο πρόωρος θάνατος του Λέοντα Δ’ (8 Σεπτεμβρίου 780) έφερε στο θρόνο το γιο του Κωνσταντίνο Στ’, σε ηλικία μόλις δέκα χρονών. Χρέη αντιβασιλέως ανέλαβε η Ειρήνη, σύζυγος του Λέοντα και μητέρα του Κωνσταντίνου Στ’, που καταγόταν από την εικονόφιλη Αθήνα. Αφού κατέστειλε συνωμοσία που προερχόταν από εικονομάχους, προχώρησε στην επαναφορά της λατρείας των εικόνων. Οι αλλαγές που επήλθαν έγιναν έπειτα από αργές αλλά σταθερές και αποφασιστικές κινήσεις.

Μετά το θάνατο του εικονομάχου πατριάρχη Παύλου (21 Αυγούστου 784) η Ειρήνη προσπάθησε να δώσει στην εκλογή νέου πατριάρχη χαρακτήρα δημοψηφίσματος. Κάλεσε λοιπόν όλο το λαό στο ανάκτορο στη Μαγναύρα, όπου εξελέγη, στις 25 Δεκεμβρίου 784, πατριάρχης ο γραμματέας της αυτοκράτειρας Ταράσιος και άρχισαν οι προετοιμασίες για τη σύγκληση οικουμενικής συνόδου που θα ακύρωνε τις αποφάσεις της Συνόδου της Ιέρειας. Ο πάπας Ρώμης και οι υπόλοιποι πατριάρχες χαιρέτησαν τις θετικές εξελίξεις και έστειλαν αντιπροσώπους.

 

Μετά από μια ανεπιτυχή προσπάθεια για σύγκληση της συνόδου τον Ιούλιο του 786 στο ναό των Αγίων Αποστόλων στην Κωνσταντινούπολη, η σύνοδος συνήλθε τελικά στη Νίκαια, όπου είχε συγκληθεί και η Πρώτη Οικουμενική Σύνοδος. Στις εργασίες της συνόδου μετείχαν 350 περίπου επίσκοποι και μεγάλος αριθμός μοναχών   από τις 24 Σεπτεμβρίου ως τις 13 Οκτωβρίου. Εφαρμόζοντας συνετή πολιτική δέχτηκαν στους κόλπους της Εκκλησίας και τους επισκόπους που είχαν αναπτύξει εικονομαχική δραστηριότητα, μετά από προηγούμενη αποκήρυξη της αίρεσης και πλάνης τους. Σε αυτό αντέδρασαν πολλοί σκληροπυρηνικοί μοναχοί, με αποτέλεσμα την πρόκληση συγκρούσεων. Από τη μια πλευρά εκπρόσωποι της συντηρητικής μετριοπαθούς παρατάξεως και από την άλλη οι αποκαλούμενοι ζηλωτές, οι προσηλωμένοι στην αυστηρή μοναστηριακή παράδοση. Στη σύνοδο της Νικαίας επικράτησε η μετριοπαθής παράταξη.

Στα θέματα πίστεως, αντίθετα, επικράτησε απόλυτη ομοφωνία στην ορθόδοξη πλειοψηφία της συνόδου. Η σύνοδος καταδίκασε ως αίρεση την Εικονομαχία, αποφάσισε την καταστροφή των εικονομαχικών συγγραμμάτων και αναστήλωσε τις εικόνες επιτρέποντας την προσκύνησή τους, σύμφωνα με τη διδασκαλία του Ιωάννη Δαμασκηνού ότι η προσκύνηση δεν αποδίδεται στην εικόνα άλλα στο εικονιζόμενο ιερό πρόσωπο και δεν έχει σχέση με τη λατρεία, που αναφέρεται αποκλειστικά και μόνο στο Θεό. Σε πανηγυρική συνεδρία στις 23 Οκτωβρίου 787 στο ανάκτορο της Μαγναύρας επικυρώθηκαν οι αποφάσεις της συνόδου και υπογράφτηκαν από την Ειρήνη και τον γιο της Κωνσταντίνο Στ’.

 

Β' φάση (815 - 843 μ.Χ.)

 

Η β' φάση αρχίζει με τον αυτοκράτορα Λέοντα Ε' τον Αρμένιο που επανέφερε σε ισχύ τις αποφάσεις της συνόδου της Ιέρειας με μια σύνοδο στις Βλαχέρνες, το 815. Ο διχασμός και οι διώξεις ξανάρχισαν και συνεχίστηκαν τόσο την εποχή του Μιχαήλ Β' Τραυλού, που διαδέχτηκε το Λέοντα, όσο και κυρίως στην εποχή του Θεόφιλου, του γιου του Μιχαήλ. Ο Θεόφιλος ήταν και ο πιο φανατικός αντίπαλος των εικόνων, αν και μέσα στο ίδιο το παλάτι η βασίλισσα Θεοδώρα και άλλοι διατηρούσαν κρυφά τις εικόνες.

Για τον Θεόφιλο (829-842) η αιτία για τις ήττες στο βαλκανικό μέτωπο βρισκόταν στην αιρετική λατρεία των εικόνων. Η εικονομαχική όμως πολιτική του απέβλεπε στο περιορισμό των εικονοφίλων που προέρχονταν κυρίως από το μοναστικό περιβάλλον χωρίς αυτό να σημαίνει γενικούς διωγμούς.

 

Δογματικός υπέρμαχος των εικόνων στη β' περίοδο ήταν ένας ηγούμενος του μοναστηριού του Στουδίου στην Κωνσταντινούπολη, ο Θεόδωρος Στουδίτης, ο οποίος φυλακίστηκε και εξορίστηκε.

Μετά το θάνατο του Θεόφιλου (842 μ.Χ.), η Θεοδώρα πείστηκε να συγκαλέσει καινούρια σύνοδο στην Κωνσταντινούπολη, το 843, που αποφάσισε την οριστική πια αναστήλωση των εικόνων. Το γεγονός αυτό το γιορτάζει η Εκκλησία την Κυριακή της Ορθοδοξίας, την πρώτη Κυριακή της Μεγάλης Σαρακοστής.

 

Αν κρίνουμε γενικά την εικονομαχία, βλέπουμε ότι προξένησε ζημιές με την καταστροφή τόσων καλλιτεχνημάτων, την απόσπαση του πάπα από το Βυζάντιο και την εσωτερική αναταραχή που προκάλεσε. Από την άλλη μεριά, η νίκη των εικονοφίλων στρέφει το Βυζάντιο οριστικά στην ελληνορωμαϊκή παράδοση και απόδειξη αυτού του γεγονότος είναι η αναγέννηση που ακολουθεί την εποχή των Μακεδόνων.