ΒΙΒΛΟΣ

 

ΜΩΣΑΪΚΟΣ ΝΟΜΟΣ

ΕΝΟΤΗΤΑ 10- ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ

ΚΑΙ ΤΟ ΠΟΙΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ

 

ΟΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΔΙΚΑΣΤΕΣ ΚΑΙ ΤΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ

(Έξοδος 23,1-3. 23,6-8. Λευιτικόν 19,15. 19,35. Δευτερονόμιο 16,18-20)

 

- Εάν είσαι δικαστής, δεν πρέπει να παραδεχτείς ποτέ επιπόλαια και αναπόδεικτο κατηγορία.

- Εάν κληθείς ως μάρτυρας, ποτέ δεν πρέπει να έλθεις σε συμφωνία με αυτόν που αδικεί, ώστε να γίνεις ψευδομάρτυρας.

- Ποτέ να μην ακολουθείς τους πολλούς, για να κάνεις κάτι κακό. Σε περίπτωση δίκης να μην καταθέτεις παίρνοντας το μέρος των πολλών για να διαστρέφεις το δίκαιο. Ούτε παρασυρόμενος από συμπάθεια να μεροληπτήσεις υπέρ του φτωχού κατά τη δίκη.

- Δεν θα διαστρέψεις και δεν θα καταπατήσεις το δίκιο του φτωχού κατά τη δίκη του.

- Φύγε μακριά από κάθε αδικία.

- Δεν θα καταδικάσεις σε θάνατο άνθρωπο αθώο και δίκαιο.

- Δεν θα δικαιώσεις τον ασεβή δελεαζόμενος από τα δώρα του. Ως δικαστής δεν θα λάβεις ποτέ δώρα, διότι τα δώρα τυφλώνουν τα μάτια ακόμη και των συνετών ανθρώπων και γίνονται αφορμή ώστε η δικαιοσύνη να μην κάνει ορθή κρίση (Έξοδος 23,1-3. 23,6-8. Δευτερονόμιο 16,19).

 

- Οι δικαστές να μην αδικούν κανένα όταν δικάζουν. Να μην επηρεάζονται και να παίρνουν το μέρος του αδυνάτου, ούτε να ευνοούν και τον ισχυρό, αλλά να κρίνουν δίκαια, οποιοσδήποτε κι αν ήταν αυτός (Λευιτικόν 19,15. 19,35).

- Οι δικαστές θα έπρεπε ν' ακούν με προσοχή τις υποθέσεις των συμπατριωτών τους και να κρίνουν δίκαια τις διαφορές του καθενός, είτε αυτός είναι Ισραηλίτης, είτε ξένος. Να μη μεροληπτούν όταν κρίνουν. Ν' ακούν με την ίδια προσοχή και τους ασήμαντους και τους αξιωματούχους. Να μη φοβούνται και να μη διστάζουν σε κανέναν, γιατί η απονομή της δικαιοσύνης είναι έργο θεϊκό (Δευτερονόμιο 1,16-17).

 

- Οι δικαστές θα πρέπει να αποδίδουν με αυστηρότητα το δίκαιο και να μην επηρεάζονται από πρόσωπα, ούτε θα παίρνουν δώρα, διότι τα δώρα τυφλώνουν τα μάτια ακόμη και των σοφών ανθρώπων και γίνονται αφορμή ώστε οι δικαστές να μην δικάζουν με δικαιοσύνη (Δευτερονόμιο 16,18-20).

 

 

 

Η ΑΝΩΤΑΤΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Δευτερονόμιο 17,8-13)

 

- Εάν στο δικαστήριο κάποιας πόλης παρουσιαζόταν μια δύσκολη υπόθεση, όπως ένας φόνος, για να διαπιστωθεί τι είδους ήταν ο φόνος, ή αν υπήρχε διαφωνία μεταξύ των δικαστών για να αναζητηθεί ποια είναι η ορθή, ή στην περίπτωση ενός τραυματισμού για την ενοχή ή όχι του κατηγορούμενου ή σε οποιαδήποτε περίπτωση αμφιβολίας για την απόφαση, τότε θα έπρεπε να πάνε στον τόπο που όρισε ο Κύριος, δηλαδή στο Ναό των Ιεροσολύμων. Εκεί θα πηγαίνανε στους Λευίτες ιερείς και στο δικαστή που θα είχαν υπηρεσία εκείνες τις μέρες, κι αυτοί θα εξέταζαν επιμελώς την υπόθεση και θα ανακοινώνανε τη δίκαιη κρίση, Οποιαδήποτε κι αν ήταν η απόφαση θα έπρεπε να διατυπωθεί σωστά και να εκτελεστεί ακριβώς.

Εάν όμως κάποιος ενεργούσε αυθαίρετα και δε λάμβανε υπόψη του την απόφαση του ιερέα, που ήταν στην υπηρεσία του Κυρίου, ή αγνοούσε την απόφαση του δικαστή, ο άνθρωπος αυτός θα έπρεπε να τιμωρηθεί με θάνατο. Έτσι θα αποβάλλονταν οι πονηροί από την κοινότητα και θα εξαφανιζόταν το κακό μέσα από το λαό. Οι υπόλοιποι που θα ακούσουν την τιμωρία αυτή θα φοβηθούν και δε θα εκτραπούν πια σε αυθαιρεσίες (Δευτερονόμιο 17,8-13).

 

 

 

ΟΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΜΑΡΤΥΡΕΣ

(Δευτερονόμιο 19,15-21)

 

- Για την καταδίκη κάποιου, που κατηγορούνταν για οποιοδήποτε έγκλημα, παρανομία ή αμαρτία, δεν αρκούσε ένας μόνο μάρτυρας.  Κάθε γεγονός θα έπρεπε να επιβεβαιώνεται με τη μαρτυρική κατάθεση δύο ή τριών μαρτύρων.

Εάν παρουσιαζόταν ένας ψευδομάρτυρας εναντίον κάποιου και τον κατηγορήσει για κάποια παρανομία, τότε θα παρουσιαστούν ενώπιον του Κυρίου και οι δύο αντίδικοι μπροστά στους ιερείς και στους εντεταλμένους δικαστές που θα ήταν σε υπηρεσία εκείνες τις μέρες. Οι δικαστές θα έπρεπε να εξετάσουν καλά την υπόθεση και, αν αποδειχθεί ότι ο μάρτυρας είπε ψέμματα και κατηγόρησε άδικα το συμπατριώτη του,  τότε θα του επιβληθεί η τιμωρία που αυτός υπολόγιζε να επιβληθεί στο συμπατριώτη του. Έτσι θα εξαλειφθεί το κακό ανάμεσα στο λαό.

Οι υπόλοιποι που θ' ακούσουν την τιμωρία, θα φοβηθούν και δε θα ξανακάνουν πια τέτοιο αδίκημα. Κανένας ένοχος δεν ήταν άξιος για λύπηση. Θα έπρεπε να ανταποδίδουν ζωή αντί ζωής, οφθαλμόν αντί οφθαλμού, οδόντα αντί οδόντος, χέρι αντί χεριού και πόδι αντί ποδιού (Δευτερονόμιο 19,15-21).

 

 

ΟΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΠΡΑΞΕΙΣ ΒΙΑΣ 

 

ΟΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΜΕ ΤΗ ΒΙΑ ΚΑΙ ΤΙΣ ΑΝΘΡΩΠΟΚΤΟΝΙΕΣ

(Έξοδος 21,12-27. Λευιτικόν 20,9. 24,17-22. Δευτερονόμιο 25,11-12. 27,24-25)

 

- Εάν κάποιος διαπράξει φόνο, θα τιμωρείται εξάπαντος με θάνατο. Αν όμως δεν το έκανε προμελετημένα αλλά ήταν ατύχημα, τότε θα ορίσετε έναν τόπο, όπου θα μπορεί να καταφύγει, για να είναι ασφαλής.

- Εάν κάποιος διαπράξει με δόλο το αμάρτημα αυτό κατά του συνανθρώπου του, τότε ακόμη κι αν έχει καταφύγει στο θυσιαστήριο μου, θα τον αποσπάσετε απ' αυτό και θα τον θανατώσετε.

- Όποιος χτυπήσει τον πατέρα του ή τη μητέρα του θα τιμωρείται εξάπαντος με θάνατο.

- Όποιος κακολογεί και υβρίζει τον πατέρα του ή τη μητέρα του θα τιμωρείται εξάπαντος με θάνατο.

- Όποιος κάνει απαγωγή ανθρώπου και τον πουλήσει και τον πουλήσει κατόπιν ως δούλο, θα τιμωρείται εξάπαντος με θάνατο.

- Σε περίπτωση που δύο άντρες φιλονικήσουν κι ο ένας χτυπήσει τον άλλο με πέτρα ή γροθιά και το θύμα δεν πεθάνει αλλά τραυματιστεί, και κατόπιν σηκωθεί και περπατήσει έξω ακουμπώντας στο ραβδί του, τότε ο δράστης δεν θα τιμωρηθεί, θα καταβάλει όμως αποζημίωση για το χρόνο που το θύμα δε θα μπορεί να εργαστεί, και θα αναλάβει τα έξοδα μέχρι την πλήρη αποθεραπεία του.

- Εάν κάποιος χτυπήσει το δούλο του ή τη δούλη του με το ραβδί του κι ο δούλος πεθάνει επί τόπου, τότε ο δράστης θα τιμωρηθεί. Αν όμως ο δούλος ζήσει για μια ή δυο μέρες, ο δράστης δεν θα τιμωρηθεί, επειδή είναι ιδιοκτησία του.

- Εάν συμπλακούν δύο άντρες και πέσουν πάνω σε μια γυναίκα έγκυο και της προκαλέσουν αποβολή, και το παιδί είναι ασχημάτιστο, τότε ο υπαίτιος θα τιμωρηθεί με υποχρεωτική καταβολή της αποζημιώσεως που θα του ζητήσει ο σύζυγος της εγκύου, και την οποία θα επιβάλει το δικαστήριο. Εάν όμως το παιδί είναι τελείως διαμορφωμένο, τότε ο ένοχος θα δώσει "ζωή αντί ζωής", και θα καταδικαστεί σε θάνατο σύμφωνα με το νόμο της ανταποδώσεως "οφθαλμόν αντί οφθαλμού", "οδόντα αντί οδόντος", "χέρι αντί χεριού", "πόδι αντί ποδιού", "έγκαυμα αντί εγκαύματος", "τραύμα αντί τραύματος", "χτύπημα αντί χτυπήματος".

- Εάν ένας χτυπήσει το δούλο του ή τη δούλη του στο μάτι και τον τυφλώσει, υποχρεούται να αποδώσει στον παθόντα την ελευθερία του ως αποζημίωση για το μάτι του. Ομοίως αν ένας σπάσει το δόντι του δούλου του ή της δούλης του, υποχρεούται να αποδώσει στον παθόντα την ελευθερία του ως αποζημίωση για το δόντι του (Έξοδος 21,12-27).

- Εάν κάποιος κακολογήσει τον πατέρα του ή τη μητέρα του, θα έπρεπε να τιμωρηθεί με θάνατο, γιατί κακολόγησε τους γονείς του και ήταν ένοχος θανάτου (Λευιτικόν 20,9).

 

- Οποιοσδήποτε άνθρωπος σκοτώσει κάποιον άνθρωπο, θα έπρεπε να τιμωρηθεί με θάνατο. Όποιος σκότωνε κάποιο ζώο θα έπρεπε να το αντικαταστήσει και να δώσει στον ιδιοκτήτη του ένα άλλο ζώο. Και εάν κάποιος είχε προξενήσει κακό σε κάποιον άνθρωπο, θα έπρεπε να υποστεί το ίδιο κακό. Σπάσιμο αντί σπασίματος, οφθαλμόν αντί οφθαλ­μού, οδόντα αντί οδόντος. Όποιος σκοτώσει άνθρωπο, θα έπρεπε να τιμωρηθεί και ο ίδιος με θάνατο. Ο ίδιος νόμος ίσχυε τόσο για τον Ισραηλίτη όσο και για τον ξένο (Λευιτικόν 24,17-22).

 

- Εάν δυο άνθρωποι μάλωναν και η γυναίκα του ενός για να γλιτώσει τον άντρα της από τα χέρια του άλλου, άπλωνε το χέρι της και έπιανε τον επιτιθέμενο από τα απόκρυφά του μέρη, τότε θα έπρεπε να της κόψουν το χέρι (Δευτερονόμιο 25,11-12).

 

- Δεν επιτρεπόταν κάποιος να χτυπήσει το συνάνθρωπο του δόλια και ύπουλα και ήταν καταραμένος γι' αυτό.

-  Δεν επιτρεπόταν κάποιος να πάρει λεφτά για να σκοτώσει έναν αθώο και ήταν καταραμένος γι' αυτό (Δευτερονόμιο 27,24-25).

 

 

ΟΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΚΛΕΦΤΕΣ

 

ΟΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΜΕ ΤΗΝ ΚΛΕΨΙΑ

(Έξοδος 22,1-4)

 

- Εάν κάποιος κλέψει ένα βόδι ή ένα πρόβατο και το σφάξει για να το φάει ή το πουλήσει, θα δώσει πέντε βόδια για το ένα βόδι και τέσσερα πρόβατα για το ένα πρόβατο.

Οφείλει πάντως ο κλέφτης να αποζημιώσει τον ιδιοκτήτη. Αν δεν έχει τίποτε για να πληρώσει, τότε θα πουληθεί ο ίδιος για να πληρώσει αυτό που έκλεψε. Εάν ο κλέφτης συλληφθεί και βρεθεί στην κατοχή του το κλεμμένο ζώο, είτε βόδι είναι είτε υποζύγιο είτε πρόβατο, θα πληρώσει και θα επιστρέψει εις διπλούν αυτά που έκλεψε.

- Εάν ο κλέφτης γίνει αντιληπτός την ώρα που κλέβει, και την ώρα εκείνη τον χτυπήσουν και τον σκοτώσουν, τότε εκείνος που τον σκότωσε δεν θα φέρει καμία ευθύνη για το φόνο του. Αν όμως ο φόνος διαπραχθεί αφού ξημερώσει η επόμενη μέρα, τότε αυτός που φονεύει είναι ένοχος για το φόνο και θα καταδικαστεί σε θάνατο (Έξοδος 22,1-4).

 

 

ΟΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΦΟΝΙΑΔΕΣ

ΚΑΙ ΤΙΣ ΠΟΛΕΙΣ ΚΑΤΑΦΥΓΗΣ

 

ΟΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΦΟΝΙΑΔΕΣ

(Αριθμοί 35,16-29)

 

- Εάν όμως κάποιος άνθρωπος χτυπούσε έναν άλλο με σιδερένιο αντικείμενο ή με λιθάρι (πέτρα) ή με ξύλινο αντικείμενο, με συνέπεια το θύμα να πεθάνει, τότε αυτός γινόταν φονιάς και τιμωρούνταν με θάνατο. Ο πλησιέστερος συγγενής ήταν ο αρμόδιος να θανατώσει το φονιά, όπου και όταν τον συναντήσει.

- Εάν κάποιος από εχθρότητα είχε σπρώξει έναν άλλο ή του είχε πετάξει προμελετημένα κάποιο αντικείμενο, που είχε ως επακόλουθο το θάνατο του χτυπηθέντα, ή αν εχθρικά φερόμενος τον είχε χτυπήσει με το χέρι του και τον είχε σκοτώσει, τότε ο δράστης ήταν φονιάς και έπρεπε να τιμωρηθεί με θάνατο. Ο πλησιέστερος συγγενής ήταν ο αρμόδιος να θανατώσει το φονιά, όπου και όταν τον συναντήσει.

- Εάν όμως από απροσεξία, κι όχι από εχθρότητα και μίσος, σπρώξει κανείς κάποιον ή πετάξει εναντίον του κάποιο αντικείμενο ή πέτρα, χωρίς να έχει δόλο, και από το χτύπημά του πεθάνει ο χτυπηθείς, ακούσια, χωρίς να θέλει το κακό του, τότε ο φονιάς αυτός θα κριθεί και θα δικαστεί από το λαό, ενώπιον του συγγενούς του φονευθέντος.

Η κοινότητα θα κάνει έρευνα, εάν υπάρχουν ελαφρυντικά στο φόνο. Εάν η κοινότητα κρίνει ότι υπάρχουν ελαφρυντικά, τότε θα τον αποσπάσει από τη μανία του εκδικητή και θα τον οδηγήσει στην πόλη καταφυγής όπου είχε και προηγουμένως καταφύγει. Εκεί ήταν αναγκασμένος να παραμείνει ως το θάνατο του αρχιερέα.

Εάν όμως ο φονιάς βγει έξω από τα όρια της πόλης καταφυγής, όπου είχε αναζητήσει καταφύγιο, και εκεί, έξω από τα όρια της πόλης, τον συναντήσει ο πλησιέστερος συγγενής του θύματος και τον σκοτώσει, τότε ο εκδικητής του φόνου δεν θεωρείται ένοχος. Μόνο μετά το θάνατο του αρχιερέα, ο δράστης μπορεί να γυρίσει πίσω στο σπίτι του και στους συγγενείς του.

Αυτοί ήταν οι νόμοι αποδόσεως της δικαιοσύνης, για όλους τους Ισραηλίτες και για τους απογόνους τους, όπου κι αν κατοικούσαν (Αριθμοί 35,16-29).

 

- Εάν κάποιος είχε σκοτώσει άνθρωπο, αυτό έπρεπε να αποδειχθεί με πάνω από έναν μάρτυρα, ώστε η κοινότητα να θανατώσει το φονιά. Αλλά ένας μόνο μάρτυρας δεν ήταν αρκετός για να καταδικαστεί κάποιος σε θάνατο.

- Δεν επιτρεπόταν να δέχονται χρήματα για την εξαγορά της ζωής ενός φονιά που ήταν ένοχος θανάτου. Η θανατική ποινή έπρεπε εξάπαντος να εκτελεστεί. Ούτε επιτρεπόταν να δέχονται χρήματα, προκειμένου να φυγαδεύσουν το φονιά σε κάποια πόλη καταφυγής, ούτε να τον αφήσουν να επιστρέψει πίσω στον τόπο του πριν από το θάνατο του αρχιερέα (Αριθμοί 35,30-32).

 

Εάν οι Ισραηλίτες τηρούσαν τις διατάξεις αυτές, θα απέφευγαν τους άδικους φόνους στη χώρα. Οι φόνοι γίνονται περισσότεροι, όσο οι δράστες μένουν ατιμώρητοι. Και δεν μπορεί να υπάρξει απόδοση της δικαιοσύνης, παρά μόνο με το αίμα του δράστη (Αριθμοί 35,33-34).

 

 

 

ΟΙ ΠΟΛΕΙΣ ΚΑΤΑΦΥΓΗΣ

(Αριθμοί 35,9-15. Δευτερονόμιο 4,41-43. 19,1-13. Ιησούς του Ναυή 20,1-9)

 

Σύμφωνα με τις εντολές του Κυρίου στο Μωυσή, όταν οι Ισραηλίτες μπήκαν στη Χαναάν, όρισαν κάποιες πόλεις ως πόλεις καταφυγής. Σ' αυτές μπορούσε να καταφεύγει κάθε φονιάς, που είχε σκοτώσει άνθρωπο χωρίς να το θέλει, είτε ήταν Ισραηλίτης είτε ξένος και ζούσε ανάμεσά τους. Οι πόλεις καταφυγής χρησίμευαν ως άσυλο και καταφύγιο γι' αυτόν, για να μην τον σκοτώσει ο εκδικητής του θύματος, έως ότου οδηγηθεί ενώπιον του λαού για να δικαστεί. Δεν επιτρεπόταν να εκτελείται ο φονιάς, αν δεν παρουσιαζόταν για να κριθεί μπροστά στην κοινότητα.

Χώρισαν τη χώρα σε τρία τμήματα και στο καθένα όρισαν μία πόλη. Κατασκεύασαν και δρόμους γι' αυτές τις πόλεις, ώστε να μπορούν εύκολα να καταφεύγουν σ' αυτές με ασφάλεια, αυτοί που έγιναν φονιάδες χωρίς να το θέλουν. Οι πόλεις καταφυγής, που όρισαν οι Ισραηλίτες, ήταν έξι. Τρεις στην ανατολική όχθη του Ιορδάνη και τρεις στη Χαναάν.

Οι αποστάσεις των πόλεων καταφυγής θα έπρεπε να είναι τέτοιες, ώστε ο συγγενής του φονευθέντος, πάνω στην οργή του, να μην μπορεί να καταδιώξει και να φτάσει τον ακούσιο φονιά και να τον σκοτώσει, ενώ είναι αθώος και δεν υπάρχει ενοχή θανάτου, γιατί ο φονιάς δεν μισούσε τον φονευθέντα, αλλά ο φόνος έγινε ακούσια. Αυτό γίνεται για να μην χύνεται αθώο αίμα στη χώρα.

Εάν όμως κάποιος άνθρωπος μισεί κάποιον, του στήσει ενέδρα και τον χτυπήσει θανάσιμα και μετά καταφύγει σε μια απ' αυτές τις πόλεις, τότε οι πρεσβύτεροι της πόλης του θα τον συλλάβουν και θα τον παραδώσουν στα χέρια των συγγενών του φονευθέντα για να θανατωθεί. Δεν έπρεπε να τον λυπηθούνε, γιατί έτσι θα εξαφανιστεί από το λαό ο δολοφόνο ενός αθώου, αν ο λαός ήθελε να ευτυχήσει (Αριθμοί 35,9-15. Δευτερονόμιο 19,1-13).

Οι τρεις πόλεις ανατολικά του Ιορδάνη, που ξεχώρισε ο Μωυσής και αργότερα ο Ιησούς του Ναυή, ως πόλεις καταφυγής των εξ αμελείας φονιάδων, ώστε να αισθάνονται ασφαλείς ώσπου να γίνει η δίκη τους, ήταν η Βοσόρ από τη φυλή Ρουβήν, η Ραμώθ (Αρημώθ) στη Γαλαάδ από τη φυλή Γαδ και η Γαυλών στη Βασάν από τη φυλή Μανασσή (Δευτερονόμιο 4,41-43. Ιησούς του Ναυή 20,8). Ακόμη ο Ιησούς του Ναυή ξεχώρισε ως πόλεις καταφυγής, την Κάδης στη Γαλιλαία, στην ορεινή περιοχή της φυλής Νεφθαλί, τη Συχέμ, στην ορεινή περιοχή της φυλής Εφραίμ και την Χεβρών, στην ορεινή περιοχή της φυλής Ιούδα (Ιησούς του Ναυή 20,7).

 

 

 

ΟΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΑΓΝΩΣΤΟΥΣ ΦΟΝΙΑΔΕΣ

(Δευτερονόμιο 21,1-9)

 

- Εάν βρισκόταν στην ύπαιθρο και στα χωράφια κάποιος σκοτωμένος, χωρίς να είναι γνωστό ποιος τον σκότωσε, τότε θα βγουν οι πρεσβύτεροι και οι δικαστές μετρούσαν την απόσταση των πόλεων που είναι γύρω από τον τόπο όπου βρέθηκε ο σκοτωμένος. Όταν καθοριζόταν η πλησιέστερη πόλη, τότε οι πρεσβύτεροι της πόλης εκείνης έπαιρναν από τα βόδια ένα δαμάλι, που δεν έχει ποτέ χρησιμοποιηθεί για εργασία και το κατέβαζαν σ' έναν φαράγγι που δεν είχε ποτέ οργωθεί, ούτε σπαρθεί, κι εκεί στο φαράγγι σκοτώνανε το δαμάλι, κόβοντας το νεύρο του σβέρκου του.

Μετά οι ιερείς Λευίτες και οι πρεσβύτεροι της πόλης εκείνης, που βρισκόταν κοντά στον φονευθέντα, έπλυναν τα χέρια τους πάνω από το κεφάλι του σκοτωμένου δαμαλιού και δηλώνανε ενώπιον όλων: «Τα χέρια μας δεν έχυσαν το αίμα τούτο και τα μάτια μας δεν είδαν, εκείνον που το έχυσε. Δείξε, Κύριε, την ευσπλαχνία και το έλεός σου προς τον ισραηλιτικό λαό, τον οποίο εσύ ελευθέρωσες από την Αίγυπτο, ώστε να μη καταλογιστεί στο λαό σου το αθώο αίμα».

Έτσι εξιλεώνονταν και δεν ήταν ένοχοι για το φόνο. Και ο λαός πράττοντας το καλό και ότι είναι ευάρεστο στον Κύριο, απέβαλαν από πάνω τους την ευθύνη γι' αυτό το θάνατο (Δευτερονόμιο 21,1-9).

 

 

ΑΛΛΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

 

Ο ΝΟΜΟΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΚΡΕΜΑΣΜΕΝΟΥΣ

(Δευτερονόμιο 21,22-23)

 

- Εάν κάποιος είχε διαπράξει ένα αμάρτημα που τιμωρείται με θάνατο και καταδικαστεί γι' αυτό, και τον κρέμαγαν σε ξύλο, το σώμα του δεν έπρεπε να μείνει κρεμασμένο όλη τη νύχτα. Έπρεπε οπωσδήποτε να ταφεί την ίδια μέρα, για να μη μολυνθεί ηθικά η χώρα. Διότι κάθε κρεμάμενος επί ξύλου ήταν καταραμένος από το Θεό (Δευτερονόμιο 21,22-23).

 

 

Ο ΝΟΜΟΣ ΓΙΑ ΤΑ ΜΑΣΤΙΓΩΜΑΤΑ

 

Ο ΝΟΜΟΣ ΓΙΑ ΤΑ ΜΑΣΤΙΓΩΜΑΤΑ

(Δευτερονόμιο 25,1-3)

 

- Εάν παρουσιαζόταν κάποια διαφορά και φιλονικία ανάμεσα σε δύο ανθρώπους και πηγαίνανε στο δικαστήριο, και ο ένοχος καταδικαζόταν σε μαστίγωμα, ο δικαστής διέταζε να τον ρίξουν χάμω και να τον μαστιγώσουν μπροστά του. Τα χτυπήματα που θα του έδιναν με το μαστίγιο θα ήταν σε αριθμό ανάλογα με τη σοβαρότητα της ενοχής του. Οπωσδήποτε δεν έπρεπε να ήταν παραπάνω από σαράντα, γιατί αν τον χτυπούσαν περισσότερο, θα δυσφορούσε εναντίον τους (Δευτερονόμιο 25,1-3).